Language of document : ECLI:EU:C:2020:1033

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C354/20 PPU και C412/20 PPU

L
και
P

(αιτήσεις του Rechtbank Amsterdam για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

 Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 17ης Δεκεμβρίου 2020

«Προδικαστική παραπομπή – Επείγουσα προδικαστική διαδικασία – Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Άρθρο 1, παράγραφος 3 – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Διαδικασίες παραδόσεως μεταξύ κρατών μελών – Προϋποθέσεις εκτελέσεως – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο – Δικαίωμα προσβάσεως σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο – Συστημικές ή γενικευμένες πλημμέλειες – Έννοια της “δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος” – Συνεκτίμηση εξελίξεων που επήλθαν μετά την έκδοση του οικείου ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως – Υποχρέωση της δικαστικής αρχής εκτελέσεως να εξακριβώσει συγκεκριμένα και ειδικά την ύπαρξη σοβαρών και αποδεδειγμένων λόγων για να θεωρηθεί ότι σε περίπτωση παραδόσεως υφίσταται υπαρκτός κίνδυνος προσβολής του δικαιώματος του ενδιαφερομένου σε δίκαιη δίκη»

1.        Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών – Αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως – Περιεχόμενο

(Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου 2002/584, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299, αιτιολογική σκέψη 6 και άρθρο 1 § 2, άρθρα 3, 4, 4α και 5)

(βλ. σκέψεις 35-37, 40)

2.        Αστυνομική συνεργασία – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών – Έννοια της «δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος» κατ’ άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου – Δικαστικό όργανο – Εμπίπτει – Συστημικές ή γενικευμένες πλημμέλειες σχετικά με την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος – Πλημμέλειες που υφίστανται κατά την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως ή επήλθαν μετά από αυτήν – Προϋποθέσεις για τη συνεκτίμησή τους

(Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου 2002/584, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299, άρθρο 6 § 1)

(βλ. σκέψεις 38, 41-45, 48-50, 69, και διατακτ.)

3.        Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών – Παράδοση στις δικαστικές αρχές εκδόσεως του εντάλματος προσώπων που έχουν καταδικαστεί ή είναι ύποπτα για τη διάπραξη αδικήματος – Υποχρέωση σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών – Δικαίωμα προσβάσεως σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο – Συστημικές ή γενικευμένες πλημμέλειες σχετικά με την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος – Πλημμέλειες που υφίστανται κατά την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως ή επήλθαν μετά από αυτήν – Τεκμήριο προσβολής του εν λόγω δικαιώματος – Δεν υφίσταται – Έλεγχος από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως – Περιεχόμενο – Συνέπειες

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47, εδ. 2· απόφαση-πλαίσιο 2002/584 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299, άρθρο 1 § 3)

(βλ. σκέψεις 52, 53, 56-61, 63, 64, 66-69 και διατακτ.)

Σύνοψη

Η ύπαρξη στοιχείων που υποδηλώνουν την ύπαρξη συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών σχετικών με την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης στην Πολωνία ή την επιδείνωσή τους δεν δικαιολογεί, αφ’ εαυτής, την άρνηση των δικαστικών αρχών άλλων κρατών μελών να εκτελέσουν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εκδοθέν από πολωνική δικαστική αρχή

Ωστόσο, δεν πρέπει να εκτελείται ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εκδοθέν από πολωνική δικαστική αρχή σε περίπτωση που, λαμβανομένης υπόψη της ατομικής καταστάσεως του ενδιαφερομένου, της φύσεως της οικείας παραβάσεως και του πραγματικού πλαισίου εκδόσεως του εν λόγω εντάλματος συλλήψεως, υπάρχουν σοβαρά και αποδεδειγμένα στοιχεία περί του ότι, λόγω των πλημμελειών αυτών, θα συντρέξει πραγματικός κίνδυνος προσβολής του δικαιώματος του ενδιαφερομένου σε δίκαιη δίκη όταν αυτος παραδοθεί στην ως άνω αρχή

Τον Αύγουστο του 2015 και τον Φεβρουάριο του 2019 εκδόθηκαν ευρωπαϊκά εντάλματα συλλήψεως (στο εξής: ΕΕΣ) από πολωνικά δικαστήρια σε βάρος δύο Πολωνών υπηκόων, προς άσκηση, αντιστοίχως, ποινικής διώξεως και προς εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής. Επειδή οι ενδιαφερόμενοι βρίσκονταν στις Κάτω Χώρες, ο officier van justitie (εκπρόσωπος της εισαγγελικής αρχής, Κάτω Χώρες) ζήτησε σύμφωνα με το ολλανδικό δίκαιο από το rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο του Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) την εκτέλεση των ως άνω ΕΕΣ.

Εντούτοις, το δικαστήριο αυτό αμφιβάλλει ως προς το αν οφείλει να δεχθεί τα σχετικά αιτήματα. Ειδικότερα, διερωτάται επί του περιεχομένου της αποφάσεως Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) (1), εκδοθείσας στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων του πολωνικού δικαστικού συστήματος. Με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο έκρινε ότι, όλως εξαιρετικώς, είναι δυνατή η άρνηση εκτελέσεως ενός ΕΕΣ αν αποδεικνύεται ότι, σε περίπτωση παραδόσεως στο κράτος μέλος που εξέδωσε το ΕΕΣ, ο ενδιαφερόμενος διατρέχει τον κίνδυνο προσβολής του δικαιώματός του προσβάσεως σε ανεξάρτητο δικαστήριο, που συνιστά ουσιώδες συστατικό του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (2). Εντούτοις, μια τέτοια άρνηση είναι δυνατή μόνον κατόπιν εξετάσεως σε δύο στάδια: η δικαστική αρχή εκτελέσεως, αφού εκτιμήσει, γενικά, αν υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία αποδεικνύοντα την ύπαρξη κινδύνου προσβολής του δικαιώματος αυτού, λόγω συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών σχετικών με την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος, πρέπει να εξακριβώσει στη συνέχεια σε ποιο βαθμό οι πλημμέλειες αυτές μπορούν να έχουν συγκεκριμένες συνέπειες για την κατάσταση του ενδιαφερομένου σε περίπτωση παραδόσεώς του στις δικαστικές αρχές του εν λόγω κράτους μέλους.

Λόγω προσφάτων εξελίξεων (3), ορισμένες εκ των οποίων έλαβαν χώρα μετά την έκδοση των επίμαχων ΕΕΣ, το rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο του Άμστερνταμ) εκτιμά ότι οι πλημμέλειες του πολωνικού δικαστικού συστήματος είναι τέτοιες ώστε να μην εξασφαλίζεται πλέον η ανεξαρτησία του συνόλου των πολωνικών δικαστηρίων και, κατά συνέπεια, το δικαίωμα σε ανεξάρτητο δικαστήριο του συνόλου των Πολωνών πολιτών. Στο πλαίσιο αυτό, το ως άνω δικαστήριο διερωτάται αν η εν λόγω διαπίστωση αρκεί αφ’ εαυτής για να δικαιολογεί άρνηση εκτελέσεως ενός ΕΕΣ εκδοθέντος από πολωνικό δικαστήριο, χωρίς να απαιτείται η εξέταση των συνεπειών των πλημμελειών αυτών στο πλαίσιο της εκάστοτε υποθέσεως.

Στο πλαίσιο επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας, το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου απαντά αρνητικά, επιβεβαιώνοντας τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος).

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Πρώτον, το Δικαστήριο κρίνει ότι συστημικές ή γενικευμένες πλημμέλειες που επηρεάζουν την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος, όσο σοβαρές και αν είναι, δεν αρκούν αφ’ εαυτών ώστε να μπορεί να θεωρήσει μια δικαστική αρχή εκτέλεσης ότι το σύνολο των δικαστηρίων του κράτους μέλους αυτού δεν καλύπτεται από την έννοια της «δικαστικής αρχής έκδοσης» ενός ΕΕΣ (4), έννοια η οποία συνεπάγεται, καταρχήν, ότι η οικεία αρχή ενεργεί κατά τρόπο ανεξάρτητο.

Συναφώς, καταρχάς, το Δικαστήριο σημειώνει ότι τέτοιες πλημμέλειες δεν έχουν κατ’ ανάγκη επιπτώσεις για κάθε απόφαση εκδιδόμενη από τα δικαστήρια αυτά. Στη συνέχεια, επισημαίνει ότι, καίτοι υπό εξαιρετικές περιστάσεις επιτρέπονται περιορισμοί των αρχών της εμπιστοσύνης και της αμοιβαίας αναγνωρίσεως στις οποίες στηρίζεται η λειτουργία του μηχανισμού του ΕΕΣ, το να θεωρηθεί ότι παύει να έχει την ιδιότητα της «δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος» το σύνολο των δικαστηρίων του κράτους μέλους το οποίο αφορούν οι εν λόγω πλημμέλειες θα οδηγούσε σε ολική παρεμπόδιση της εφαρμογής των αρχών αυτών στο πλαίσιο ΕΕΣ εκδιδόμενων από τα ως άνω δικαστήρια. Επιπλέον, μια τέτοια λύση θα είχε και άλλες πολύ σημαντικές συνέπειες, καθόσον θα συνεπαγόταν, ιδίως, ότι τα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού δεν θα μπορούν πλέον να υποβάλλουν στο Δικαστήριο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως (5). Τέλος, το Δικαστήριο κρίνει ότι η πρόσφατη νομολογία του, κατά την οποία οι εισαγγελίες ορισμένων κρατών μελών, λαμβανομένης υπόψη της σχέσεως εξαρτήσεως από την εκτελεστική εξουσία, δεν παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις ανεξαρτησίας ώστε να λογίζονται ως «δικαστικές αρχές έκδοσης του εντάλματος» (6), δεν μπορεί να εφαρμοστεί ως προς τα δικαστήρια των κρατών μελών. Πράγματι, σε μια Ένωση δικαίου, η απαίτηση ανεξαρτησίας των δικαστηρίων αποκλείει εξ ορισμού κάθε τέτοια σχέση με την εκτελεστική εξουσία.

Δεύτερον, το Δικαστήριο κρίνει ότι, παρά ταύτα, η ύπαρξη ή η επιδείνωση συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών σχετικών με την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος, η οποία αποτελεί ένδειξη κινδύνου προσβολής του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα (7) ότι το πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ΕΕΣ διατρέχει όντως έναν τέτοιο κίνδυνο σε περίπτωση παραδόσεως. Ειδικότερα, το Δικαστήριο εξακολουθεί να δέχεται ότι απαιτείται εξέταση σε δύο στάδια, όπως εκτίθεται στην απόφαση Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος), και κρίνει ότι η διαπίστωση τέτοιων πλημμελειών πρέπει, ασφαλώς, να παρακινήσει τη δικαστική αρχή εκτελέσεως να επιδείξει ιδιαίτερη προσοχή, δεν μπορεί όμως να την απαλλάξει από την υποχρέωση να προβεί, στο πλαίσιο του δεύτερου σταδίου της σχετικής εξετάσεως, σε συγκεκριμένη και ακριβή εκτίμηση του κινδύνου αυτού. Η εν λόγω εκτίμηση πρέπει να λαμβάνει υπόψη την κατάσταση του καταζητουμένου, τη φύση της παραβάσεως και το πραγματικό πλαίσιο στο οποίο στηρίζεται το ΕΕΣ, καθώς και δηλώσεις των δημοσίων αρχών που μπορούν να επηρεάζουν την εξέταση της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει, συναφώς, ότι μια γενική αναστολή του μηχανισμού του ΕΕΣ ως προς συγκεκριμένο κράτος μέλος, η οποία θα επέτρεπε στις αρμόδιες αρχές να μην προβαίνουν σε τέτοιες εκτιμήσεις και να αρνούνται αυτομάτως την εκτέλεση ΕΕΣ εκδοθέντων από το κράτος μέλος αυτό, είναι δυνατή μόνο σε περίπτωση που το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο διαπιστώσει επισήμως ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν σέβεται τις αρχές στις οποίες στηρίζεται η Ένωση (8).

Εξάλλου, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, όταν το ΕΕΣ έχει εκδοθεί με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης, η δικαστική αρχή εκτελέσεως πρέπει να λάβει υπόψη, ενδεχομένως, συστημικές ή γενικευμένες πλημμέλειες σχετικές με την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος που επήλθαν μετά την έκδοση του οικείου ΕΕΣ και να εκτιμήσει σε ποιο βαθμό οι σχετικές πλημμέλειες μπορούν να έχουν επιπτώσεις ως προς τα δικαστήρια του κράτους μέλους που είναι αρμόδια για τις διαδικασίες οι οποίες θα κινηθούν σε βάρος του ενδιαφερομένου. Σε περίπτωση ΕΕΣ εκδοθέντος με σκοπό την παράδοση καταζητούμενου προς εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής ή αντίστοιχου μέτρου ασφάλειας, η δικαστική αρχή εκτελέσεως πρέπει να εξετάζει σε ποιο βαθμό οι συστημικές ή γενικευμένες πλημμέλειες που υφίσταντο εντός του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος κατά τον χρόνο εκδόσεως επηρέασαν, υπό τις περιστάσεις της οικείας υποθέσεως, την ανεξαρτησία του δικαστηρίου του κράτους μέλους αυτού που επέβαλε τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή διέταξε τη λήψη του αντίστοιχου μέτρου ασφαλείας, των οποίων η εκτέλεση αποτελεί το αντικείμενο του ΕΕΣ.


1      Απόφαση 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) (C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586).


2      Το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


3      Μεταξύ άλλων στοιχείων, το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει ιδίως την πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα αυτόν [αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982), και της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny (C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234)], καθώς και την προσφυγή λόγω παραβάσεως που άσκησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της Πολωνίας (εκκρεμούσα υπόθεση C‑791/19).


4      Κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24).


5      Πράγματι, η λύση αυτή θα σήμαινε ότι πλέον κανένα δικαστήριο του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος δεν θα εθεωρείτο ότι ικανοποιεί την απαίτηση ανεξαρτησίας που είναι συμφυής προς τη χρησιμοποιούμενη στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ έννοια του «δικαστηρίου».


6      Βλ., ειδικότερα, απόφαση της 27ης Μαΐου 2019, OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau) (C‑508/18 και C‑82/19 PPU, EU:C:2019:456).


7      Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου για το ΕΕΣ.


8      Η διαδικασία αυτή προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, ΣΕΕ.