Language of document : ECLI:EU:C:2019:368

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 7ης Μαΐου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 98/5/ΕΚ – Πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου – Μοναχός που έχει αποκτήσει τον επαγγελματικό τίτλο του δικηγόρου σε άλλο κράτος μέλος και όχι στο κράτος μέλος υποδοχής – Άρθρο 3, παράγραφος 2 – Προϋπόθεση εγγραφής στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής – Πιστοποιητικό εγγραφής στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής – Απόρριψη της αιτήσεως εγγραφής – Επαγγελματικοί και δεοντολογικοί κανόνες – Ασυμβίβαστο της ιδιότητας του μοναχού με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος»

Στην υπόθεση C-431/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Συμβούλιο της Επικρατείας (Ελλάδα) με απόφαση της 29ης Ιουνίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Ιουλίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

Μοναχός Ειρηναίος, κατά κόσμον Αντώνιος Γιακουμάκης του Εμμανουήλ,

κατά

Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο, J.-C. Bonichot, A. Arabadjiev, T. von Danwitz, C. Toader, F. Biltgen, K. Jürimäe και Κ. Λυκούργο, προέδρους τμήματος, J. Malenovský, E. Levits, L. Bay Larsen (εισηγητή), M. Safjan, C. Vajda και S. Rodin, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Σεπτεμβρίου 2018,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο Μοναχός Ειρηναίος, κατά κόσμον Αντώνιος Γιακουμάκης του Εμμανουήλ, εκπροσωπούμενος από την Α. Χαροκόπου, δικηγόρο,

–        ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, εκπροσωπούμενος από τους Δ. Βερβεσό και Π. Νικολόπουλο, δικηγόρους,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη Μ. Τασσοπούλου,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις K. Bulterman και L. Noort,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την Ε. Τσερέπα-Lacombe και τον H. Støvlbæk,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος (EE 1998, L 77, σ. 36).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Μοναχού Ειρηναίου, κατά κόσμον Αντωνίου Γιακουμάκη του Εμμανουήλ (στο εξής: Μοναχός Ειρηναίος), και του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (Ελλάδα, στο εξής: ΔΣΑ), σχετικά με την απόρριψη από τον δεύτερο της αιτήσεως του πρώτου να εγγραφεί στο ειδικό μητρώο του Συλλόγου αυτού ως δικηγόρος που ασκεί το επάγγελμά του υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 6 και 8 της οδηγίας 98/5 έχουν ως εξής:

«(2)      [εκτιμώντας] [...] ότι η [οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών (ΕΕ 1989, L 19, σ. 16)] στόχο έχει την πλήρη επαγγελματική ένταξη του δικηγόρου στο κράτος μέλος υποδοχής και δεν αποβλέπει ούτε στο να τροποποιήσει τους επαγγελματικούς κανόνες που εφαρμόζονται στο κράτος αυτό ούτε να απαλλάξει το δικηγόρο από την εφαρμογή τους·

[...]

(6)      [εκτιμώντας] ότι δράση σε κοινοτικό επίπεδο δικαιολογείται και από το γεγονός ότι μόνον ορισμένα κράτη μέλη επιτρέπουν ήδη στο έδαφός τους την άσκηση δικηγορικών δραστηριοτήτων, υπό άλλη μορφή πλην της παροχής υπηρεσιών, από δικηγόρους που έρχονται από άλλα κράτη μέλη και ασκούν το επάγγελμα βάσει του επαγγελματικού τους τίτλου καταγωγής· ότι, εντούτοις, η δυνατότητα αυτή, στα κράτη μέλη όπου υπάρχει, υπόκειται σε πολύ διαφορετικές προϋποθέσεις όσον αφορά, για παράδειγμα, το πεδίο δραστηριότητας και την υποχρέωση εγγραφής στα μητρώα των αρμοδίων αρχών· ότι οι διαφορετικές αυτές καταστάσεις εκφράζονται με ανισότητες και στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των δικηγόρων των κρατών μελών και αποτελούν εμπόδιο για την ελεύθερη κυκλοφορία· ότι μόνο μια οδηγία που θεσπίζει τους όρους άσκησης του επαγγέλματος, υπό άλλη μορφή πλην της παροχής υπηρεσιών, από δικηγόρους υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής είναι ικανή να επιλύσει τα προβλήματα αυτά και να προσφέρει σε όλα τα κράτη μέλη τις ίδιες δυνατότητες για τους δικηγόρους και τους χρήστες του δικαίου·

[...]

(8)      [εκτιμώντας] ότι οι δικηγόροι που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να υποχρεούνται να εγγράφονται στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής, ώστε η τελευταία να μπορεί να βεβαιώνεται ότι τηρούν τους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες του κράτους μέλους υποδοχής· [...]».

4        Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«1.      Η παρούσα οδηγία έχει ως στόχο να διευκολύνει την επί μονίμου βάσεως άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου με την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία ή του εμμίσθου σε άλλο κράτος μέλος, διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκαν τα επαγγελματικά προσόντα.

2.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοείται ως:

[...]

β)      κράτος μέλος καταγωγής, το κράτος μέλος στο οποίο ο δικηγόρος απέκτησε το δικαίωμα να φέρει έναν από τους επαγγελματικούς τίτλους που αναφέρονται στο στοιχείο α), προτού ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου σε άλλο κράτος μέλος·

γ)      κράτος μέλος υποδοχής, το κράτος μέλος στο οποίο ο δικηγόρος ασκεί επάγγελμα σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας·

δ)      επαγγελματικός τίτλος καταγωγής, ο επαγγελματικός τίτλος του κράτους μέλους στο οποίο ο δικηγόρος απέκτησε το δικαίωμα να φέρει τον τίτλο αυτόν πριν ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου στο κράτος μέλος υποδοχής·

[...]».

5        Κατά το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας:

«Κάθε δικηγόρος έχει το δικαίωμα να ασκεί μονίμως, σε κάθε άλλο κράτος μέλος και υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, τις δραστηριότητες του δικηγόρου όπως καθορίζονται στο άρθρο 5.»

6        Το άρθρο 3 της ιδίας οδηγίας, με τίτλο «Εγγραφή στα μητρώα της αρμόδιας αρχής», προβλέπει, στις παραγράφους 1 και 2, τα εξής:

«1.      Ο δικηγόρος που επιθυμεί να ασκήσει επάγγελμα σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο στο οποίο απέκτησε τον επαγγελματικό του τίτλο είναι υποχρεωμένος να εγγ[ρ]αφεί στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του εν λόγω κράτους μέλους.

2.      Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής προβαίνει σε εγγραφή του δικηγόρου κατόπιν προσκομίσεως του πιστοποιητικού εγγραφής του στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής. [...]»

7        Το άρθρο 6 της οδηγίας 98/5, με τίτλο «Ισχύοντες επαγγελματικοί και δεοντολογικοί κανόνες», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Ανεξάρτητα από τους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες στους οποίους υπόκειται στο κράτος μέλος καταγωγής του, ο δικηγόρος που ασκεί επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής υπόκειται στους ίδιους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες όπως οι δικηγόροι που ασκούν επάγγελμα υπό τον σχετικό επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους υποδοχής, για όλες τις δραστηριότητες που ασκεί στην επικράτεια του κράτους αυτού.»

 Το ελληνικό δίκαιο

8        Η Ελληνική Δημοκρατία μετέφερε την οδηγία 98/5 στο εσωτερικό της δίκαιο με το προεδρικό διάταγμα 152/2000, Διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ελλάδα από δικηγόρους που απέκτησαν τον επαγγελματικό τους τίτλο σε άλλο Κράτος-Μέλος της ΕΕ, της 23ης Μαΐου 2000 (ΦΕΚ Αʹ 130).

9        Το άρθρο 5 του ως άνω προεδρικού διατάγματος ορίζει, στις παραγράφους 1 και 2, τα εξής:

«1.      Για την άσκηση του επαγγέλματος στην Ελλάδα ο δικηγόρος πρέπει να εγγραφεί στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου στην περιφέρεια του οποίου θα ασκεί τις δραστηριότητές του καθώς και να διατηρεί γραφείο στην ίδια περιφέρεια.

2.      Για την εγγραφή αυτή αποφασίζει το Δ.Σ. του ως άνω Δικηγορικού Συλλόγου αφού ο ενδιαφερόμενος προσκομίσει τα εξής πιστοποιητικά:

[...]

γ)      πιστοποιητικό εγγραφής και υπηρεσιακών μεταβολών από την αρμόδια αρχή του κράτους καταγωγής που χορήγησε τον επαγγελματικό τίτλο ή άλλη αρμόδια αρχή του κράτους καταγωγής. [...]»

10      Το άρθρο 6 του Κώδικα Δικηγόρων (νόμος 4194/2013, ΦΕΚ Αʹ 208), που τιτλοφορείται «Προϋποθέσεις δικηγορικής ιδιότητας – Κωλύματα», ορίζει, στην περίπτωση 6, τα εξής:

«Ο δικηγόρος πρέπει: [...] Να μη φέρει την ιδιότητα του [...] μοναχού».

11      Από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ, του Κώδικα Δικηγόρων προκύπτει ότι αποβάλλει αυτοδίκαια την ιδιότητα του δικηγόρου και διαγράφεται από το μητρώο του συλλόγου του οποίου είναι μέλος εκείνος που φέρει την ιδιότητα του κληρικού ή μοναχού ή διορίζεται ή κατέχει οποιαδήποτε έμμισθη θέση με σύμβαση εργασιακής ή υπαλληλικής σχέσης σε οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

12      Ο Μοναχός Ειρηναίος, αιτών της κύριας δίκης, είναι μοναχός στην Ιερά Μονή Πέτρας, που βρίσκεται στην Καρδίτσα (Ελλάδα).

13      Με την από 12 Ιουνίου 2015 αίτησή του προς τον ΔΣΑ, ο Μοναχός Ειρηναίος ζήτησε να εγγραφεί στο ειδικό μητρώο του Συλλόγου αυτού ως δικηγόρος που απέκτησε τη δικηγορική ιδιότητα σε άλλο κράτος μέλος, και ειδικότερα στην Κύπρο.

14      Στις 18 Ιουνίου 2015, ο ΔΣΑ απέρριψε την αίτηση αυτή, βάσει των εθνικών διατάξεων σχετικά με το ασυμβίβαστο της ιδιότητας του μοναχού με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, εκτιμώντας ότι οι διατάξεις αυτές καταλαμβάνουν και τους δικηγόρους που επιθυμούν να ασκήσουν δικηγορία στην Ελλάδα υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής.

15      Στις 29 Σεπτεμβρίου 2015, ο Μοναχός Ειρηναίος κατέθεσε αίτηση ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ελλάδα).

16      Προς στήριξη της αιτήσεως ακυρώσεως, προβάλλει ιδίως ότι η εθνική νομοθεσία δεν συνάδει με τις διατάξεις της οδηγίας 98/5, διότι επιβάλλει προϋπόθεση η οποία δεν προβλέπεται στην οδηγία αυτή. Πλην όμως, κατά την άποψή του, η εν λόγω οδηγία εναρμονίζει πλήρως τους κανόνες σχετικά με τις προϋποθέσεις εγγραφής στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής των δικηγόρων που έχουν αποκτήσει τα επαγγελματικά τους προσόντα σε άλλο κράτος μέλος.

17      Ο ΔΣΑ υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η εθνική νομοθεσία κατά την οποία οι μοναχοί κωλύονται να αποκτήσουν τη δικηγορική ιδιότητα δικαιολογείται από θεμελιώδεις αρχές και κανόνες που διέπουν την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στο κράτος μέλος υποδοχής.

18      Ως προς το ζήτημα αυτό, η ως άνω αρχή προβάλλει ότι οι μοναχοί, εξαιτίας της ιδιότητάς τους, δεν μπορούν να παρέχουν, σύμφωνα με τους ανωτέρω κανόνες και αρχές, εχέγγυα, μεταξύ άλλων, ανεξαρτησίας έναντι των εκκλησιαστικών αρχών στις οποίες υπόκεινται, δυνατότητας πλήρους απασχολήσεως με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, ικανότητας χειρισμού υποθέσεων υπό συνθήκες αντιδικίας, πραγματικής εγκαταστάσεως στην περιφέρεια του πρωτοδικείου όπου είναι διορισμένοι και συμμορφώσεως προς την απαγόρευση παροχής υπηρεσιών άνευ αμοιβής.

19      Το Συμβούλιο της Επικρατείας διατηρεί αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία του άρθρου 3 της οδηγίας 98/5. Λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις που προκύπτουν από τους εθνικούς επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες στους οποίους υπόκεινται οι δικηγόροι στο κράτος μέλος υποδοχής και οι οποίοι δεν επιτρέπουν την άσκηση της δικηγορίας στους μοναχούς, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η αρμόδια εθνική αρχή του κράτους μέλους αυτού είναι, παρά ταύτα, υποχρεωμένη να εγγράψει μοναχό στα μητρώα της, προκειμένου αυτός να ασκεί τη δικηγορία υπό τον επαγγελματικό τίτλο που απέκτησε στο κράτος μέλος καταγωγής.

20      Κατά το εν λόγω δικαστήριο, το ερώτημα ανακύπτει κατά μείζονα λόγο καθόσον η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής θα πρέπει να διαπιστώσει αυτομάτως παράβαση εκ μέρους του ενδιαφερομένου των εν λόγω επαγγελματικών και δεοντολογικών κανόνων, δυνάμει της εθνικής διατάξεως που ορίζει ότι η ιδιότητα του μοναχού αποκλείει τη δυνατότητα συμμορφώσεως προς τις απαιτήσεις και παροχής των εχεγγύων που είναι απαραίτητα για την άσκηση της δικηγορίας στην Ελλάδα.

21      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

«Το άρθρο 3 της οδηγίας [98/5] έχει την έννοια ότι η εγγραφή ενός μοναχού της Εκκλησίας της Ελλάδος ως δικηγόρου στα μητρώα της αρμόδιας αρχής κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο έχει αποκτήσει τον επαγγελματικό του τίτλο, προκειμένου να ασκεί εκεί το επάγγελμά του υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, μπορεί να απαγορεύεται από τον εθνικό νομοθέτη, για τον λόγο ότι οι μοναχοί της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν δύνανται, κατά το εθνικό δίκαιο, να εγγράφονται στα μητρώα των δικηγορικών συλλόγων, επειδή δεν παρέχουν, λόγω της ιδιότητάς τους αυτής, ορισμένα απαραίτητα για την άσκηση της δικηγορίας εχέγγυα;».

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

22      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/5 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία δικηγόρος που έχει την ιδιότητα του μοναχού και είναι εγγεγραμμένος ως δικηγόρος στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής απαγορεύεται να εγγραφεί στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής, προκειμένου να ασκεί εκεί το επάγγελμά του υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, λόγω του προβλεπόμενου από τη νομοθεσία αυτή ασυμβίβαστου της ιδιότητας του μοναχού με την άσκηση της δικηγορίας.

23      Υπενθυμίζεται καταρχάς ότι, βάσει του άρθρου της 1, παράγραφος 1, η οδηγία 98/5 έχει σκοπό να διευκολύνει την επί μονίμου βάσεως άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου εντός διαφορετικού κράτους μέλους από εκείνο στο οποίο αποκτήθηκαν τα επαγγελματικά προσόντα.

24      Ως προς το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει ότι με την οδηγία αυτή καθιερώνεται μηχανισμός αμοιβαίας αναγνωρίσεως των επαγγελματικών τίτλων των μετακινούμενων δικηγόρων οι οποίοι επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμά τους βάσει του τίτλου που απέκτησαν στο κράτος μέλος καταγωγής (απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Torresi, C-58/13 και C‑59/13, EU:C:2014:2088, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25      Επιπλέον, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 98/5, με την οδηγία αυτή ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε, μεταξύ άλλων, να εξαλείψει τις διαφορές μεταξύ των εθνικών κανόνων που διέπουν τις προϋποθέσεις εγγραφής στο μητρώο των αρμόδιων αρχών, διαφορές οι οποίες προξενούσαν ανισότητες και δημιουργούσαν εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία (απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Torresi, C-58/13 και C-59/13, EU:C:2014:2088, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26      Στο πλαίσιο αυτό, με το άρθρο 3 της οδηγίας 98/5 εναρμονίζονται πλήρως οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την άσκηση του δικαιώματος εγκαταστάσεως το οποίο παρέχεται βάσει της οδηγίας αυτής, καθόσον προβλέπεται ότι ο δικηγόρος που επιθυμεί να ασκήσει το επάγγελμα σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο στο οποίο απέκτησε τον επαγγελματικό τίτλο του υποχρεούται να εγγραφεί στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους αυτού, η οποία οφείλει να προβεί στην εγγραφή «κατόπιν προσκομίσεως του πιστοποιητικού εγγραφής του στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής» (απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Torresi, C-58/13 και C-59/13, EU:C:2014:2088, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27      Το Δικαστήριο έχει κρίνει συναφώς ότι η προσκόμιση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής πιστοποιητικού εγγραφής στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής αποτελεί τη μοναδική προϋπόθεση από την οποία πρέπει να εξαρτάται η εγγραφή του ενδιαφερομένου στα μητρώα του κράτους μέλους υποδοχής και υπό την οποία του επιτρέπεται να ασκεί το επάγγελμα εντός του δευτέρου κράτους μέλους βάσει του επαγγελματικού τίτλου που απέκτησε στο κράτος καταγωγής (απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Torresi, C-58/13 και C-59/13, EU:C:2014:2088, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι δικηγόροι οι οποίοι έχουν αποκτήσει το δικαίωμα να φέρουν αυτόν τον επαγγελματικό τίτλο σε ένα κράτος μέλος, όπως ο αιτών της κύριας δίκης, και προσκομίζουν στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής το πιστοποιητικό εγγραφής τους στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του πρώτου κράτους μέλους πληρούν όλες τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την εγγραφή τους στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής υπό τον επαγγελματικό τίτλο που έχουν αποκτήσει στο κράτος μέλος καταγωγής.

29      Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/5, ανεξάρτητα από τους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες στους οποίους υπόκειται στο κράτος μέλος καταγωγής του, ο δικηγόρος που ασκεί επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής στο κράτος μέλος υποδοχής υπόκειται στους ίδιους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες με αυτούς στους οποίους υπόκεινται οι δικηγόροι που ασκούν επάγγελμα υπό τον σχετικό επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους υποδοχής, για όλες τις δραστηριότητες που ασκεί στην επικράτεια του κράτους αυτού.

30      Πράγματι, πρέπει να διακρίνεται, αφενός, η εγγραφή στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής δικηγόρου που επιθυμεί να ασκήσει το επάγγελμά του στο κράτος μέλος αυτό, υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, για την οποία, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας, μόνη προϋπόθεση είναι η εκτεθείσα στις σκέψεις 26 έως 28 της παρούσας αποφάσεως, και, αφετέρου, η άσκηση, αυτή καθεαυτήν, της δικηγορίας στο εν λόγω κράτος μέλος, ως προς την οποία ο δικηγόρος αυτός υπόκειται, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, στους ισχύοντες στο ίδιο κράτος μέλος επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες.

31      Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι οι ως άνω κανόνες, αντιθέτως προς εκείνους που αφορούν τις προϋποθέσεις οι οποίες απαιτούνται για την ως άνω εγγραφή στα μητρώα, δεν έχουν εναρμονισθεί και επομένως δύνανται να διαφέρουν σημαντικά από εκείνους που ισχύουν στο κράτος μέλος καταγωγής. Κατά τα λοιπά, όπως καθιστά σαφές το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, η μη τήρηση των εν λόγω κανόνων δύναται να επισύρει τις κυρώσεις που προβλέπει το δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής. Στις κυρώσεις αυτές μπορεί, κατά περίπτωση, να περιλαμβάνεται και η διαγραφή από το μητρώο του οικείου δικηγορικού συλλόγου του κράτους μέλους αυτού (πρβλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2010, Jakubowska, C-225/09, EU:C:2010:729, σκέψη 57).

32      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι, κατά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, οι μοναχοί δεν παρέχουν, ως προς την εκ μέρους τους άσκηση της δικηγορίας, τα απαιτούμενα, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους αυτού, για την εν λόγω άσκηση εχέγγυα, όπως αυτά που εκτίθενται στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως.

33      Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι ο εθνικός νομοθέτης έχει την ευχέρεια να προβλέπει τέτοια εχέγγυα, υπό την προϋπόθεση ότι οι κανόνες που θεσπίζει προς τον σκοπό αυτό δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών. Ειδικότερα, η έλλειψη συγκρούσεως συμφερόντων είναι απαραίτητη για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος και προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, την ανεξαρτησία των δικηγόρων έναντι των αρχών από τις οποίες ουδόλως πρέπει να επηρεάζονται.

34      Εντούτοις, η ως άνω ευχέρεια του εθνικού νομοθέτη δεν σημαίνει ότι δύναται να προσθέτει στις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εγγραφή στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής, οι οποίες, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 26 της παρούσας αποφάσεως, είναι πλήρως εναρμονισμένες, επιπλέον προϋποθέσεις που αφορούν την τήρηση επαγγελματικών και δεοντολογικών απαιτήσεων. Πλην όμως, η απόρριψη της αιτήσεως με την οποία δικηγόρος που επιθυμεί να ασκήσει το επάγγελμά του στο κράτος μέλος υποδοχής υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής ζητεί την εγγραφή του στα μητρώα των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους αυτού, για τον λόγο και μόνον ότι αυτός έχει την ιδιότητα του μοναχού, θα ισοδυναμούσε με προσθήκη μιας ακόμη προϋποθέσεως εγγραφής σε εκείνες που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/5, ενώ η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει τέτοια προσθήκη.

35      Εξάλλου, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, οι ισχύοντες στο κράτος μέλος υποδοχής επαγγελματικοί και δεοντολογικοί κανόνες πρέπει, για να είναι σύμφωνοι προς το δίκαιο της Ένωσης, μεταξύ άλλων, να συνάδουν με την αρχή της αναλογικότητας, όπερ σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να προβεί στις αναγκαίες εξακριβώσεις όσον αφορά τον επίμαχο στην κύρια δίκη κανόνα περί ασυμβιβάστου.

36      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/5 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία δικηγόρος που έχει την ιδιότητα του μοναχού και είναι εγγεγραμμένος ως δικηγόρος στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής απαγορεύεται να εγγραφεί στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής, προκειμένου να ασκεί εκεί το επάγγελμά του υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, λόγω του προβλεπόμενου από τη νομοθεσία αυτή ασυμβίβαστου της ιδιότητας του μοναχού με την άσκηση της δικηγορίας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

37      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία δικηγόρος που έχει την ιδιότητα του μοναχού και είναι εγγεγραμμένος ως δικηγόρος στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής απαγορεύεται να εγγραφεί στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής, προκειμένου να ασκεί εκεί το επάγγελμά του υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, λόγω του προβλεπόμενου από τη νομοθεσία αυτή ασυμβίβαστου της ιδιότητας του μοναχού με την άσκηση της δικηγορίας.

Lenaerts

Silva de Lapuerta

Bonichot

Arabadjiev

von Danwitz

Toader

Biltgen

Jürimäe

Λυκούργος

Malenovský

Levits

Bay Larsen

Safjan

Vajda

Rodin

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Μαΐου 2019.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος

A. Calot Escobar

 

K. Lenaerts


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.