Language of document : ECLI:EU:T:2019:14

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 17ης Ιανουαρίου 2019 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής αναπτύξεως και επιδείξεως – Έργο Minatran – Επιλέξιμες δαπάνες – Συμψηφισμός – Ερήμην απόφαση – Ανακοπή»

Στην υπόθεση T‑348/16 OP,

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, με έδρα τη Θεσσαλονίκη (Ελλάδα), εκπροσωπούμενο από τoν Β.-Σ. Χριστιανό και τη Σ. Παλιού, δικηγόρους,

ενάγον στην κύρια διαφορά,

κατά

Εκτελεστικού Οργανισμού του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας (ERCEA), εκπροσωπούμενου από τον M. Pesquera Alonso και την F. Sgritta, επικουρούμενους από τον Ευ.  Κουράκη και την Π. Δικαίου, δικηγόρους,

εναγομένου στην κύρια διαφορά,

με αντικείμενο ανακοπή ασκηθείσα από τον ERCEA κατά της αποφάσεως της 6ης Απριλίου 2017, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κατά ERCEA (T‑348/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:268),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. M. Collins, πρόεδρο, M. Kancheva και J. Passer (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Μαΐου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Το ενάγον στην κύρια διαφορά Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (στο εξής: ενάγον ή Πανεπιστήμιο) είναι ελληνικό ανώτατο εκπαιδευτικό και ερευνητικό ίδρυμα.

2        Στις 18 Αυγούστου 2008 το ενάγον συνήψε με την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την υπ' αριθ. 211166 σύμβαση επιχορηγήσεως για την εκτέλεση του έργου Minatran [Probing the Micro-Nano Transition: Theoretical and Experimental Foundations, Simulations and Applications (Μελέτη της μεταβάσεως από τη μικροκλίμακα στη νανοκλίμακα: βάσεις, προσομοιώσεις και θεωρητικές και πειραματικές εφαρμογές)] (στο εξής: Σύμβαση).

3        Η Σύμβαση περιελάμβανε πέντε παραρτήματα τα οποία αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της:

–        Παράρτημα I: Περιγραφή εργασιών (Description of work)·

–        Παράρτημα II: Γενικοί όροι ERC – Πολλαπλοί δικαιούχοι (ERC General Conditions – Multi Beneficiaries)·

–        Παράρτημα III: Έντυπα προσβάσεως ERC για νέους ή άλλους δικαιούχους της Συμβάσεως (ERC accession forms for new and other beneficiaries to the grant agreement)·

–        Παράρτημα IV: Έντυπα οικονομικής δηλώσεως (Financial statement form)·

–        Παράρτημα V: α) Όροι αναφοράς για το πιστοποιητικό οικονομικών δηλώσεων και β) όροι αναφοράς για το πιστοποιητικό μεθοδολογίας [a) Terms of reference for the certificate for the financial statements and b) Terms of reference for the certificate on the methodology].

4        Η Σύμβαση συνήφθη στο πλαίσιο του προγράμματος «Ιδέες», ενός εκ των τεσσάρων προγραμμάτων για την εφαρμογή του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σχετικά με δραστηριότητες έρευνας, τεχνολογικής αναπτύξεως και επιδείξεως (2007‑2013), το οποίο καταρτίσθηκε με την απόφαση 1982/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το έβδομο πρόγραμμα‑πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2007‑2013) (ΕΕ 2006, L 412, σ. 1).

5        Η Σύμβαση τέθηκε σε ισχύ στις 30 Σεπτεμβρίου 2008, για χρονικό διάστημα 60 μηνών.

6        Από της 15ης Ιουλίου 2009, δυνάμει τροποποιήσεως της Συμβάσεως, συναφθείσας κατόπιν της συστάσεως του Εκτελεστικού Οργανισμού του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας (ERCEA), εναγομένου στην κύρια διαφορά (στο εξής: ERCEA ή εναγόμενος), ο οργανισμός αυτός υποκατέστησε την Επιτροπή ως προς την πλειονότητα των εκ της Συμβάσεως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

7        Η εκτέλεση της Συμβάσεως περιελάμβανε, όσον αφορά την οικονομική διαχείριση του έργου, τέσσερις περιόδους (άρθρο 4, παράγραφος 2, της Συμβάσεως).

8        Όσον αφορά τις τρεις πρώτες περιόδους της οικονομικής διαχειρίσεως της Συμβάσεως, το ενάγον υπέβαλε περιοδικές εκθέσεις οικονομικής διαχειρίσεως, στις οποίες περιλαμβάνονταν έντυπα οικονομικής δηλώσεως, διά των οποίων το ενάγον δήλωσε δαπάνες συνολικού ύψους 819 441,85 ευρώ.

9        Το ενάγον και το έργο Minatran αποτέλεσαν το αντικείμενο οικονομικού ελέγχου εκ μέρους του ERCEA, από τις 26 έως τις 28 Ιουνίου 2013, ο οποίος αφορούσε κυρίως τις δαπάνες προσωπικού και ταξιδίων που είχε δηλώσει το ενάγον κατά τις πρώτες τρεις περιόδους οικονομικής διαχειρίσεως.

10      Στις 27 Οκτωβρίου 2014 ο ERCEA απέστειλε στο ενάγον προσωρινή έκθεση οικονομικού ελέγχου.

11      Στην ως άνω προσωρινή έκθεση οικονομικού ελέγχου και όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού, οι ελεγκτές εξέτασαν τη σύμβαση αναθέσεως έργου της οποίας έκανε χρήση το ενάγον για να προσλάβει εσωτερικούς συμβούλους. Επισήμαναν ότι οι αμοιβές που καταβλήθηκαν στους εσωτερικούς συμβούλους ήταν σύμφωνες με τις συμβάσεις τους και ότι οι ώρες που είχαν δηλωθεί αντιστοιχούσαν σε εκείνες που αναγράφονταν στα υπογεγραμμένα φύλλα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως.

12      Μολονότι προέβησαν σε ορισμένες παρατηρήσεις όσον αφορά τη φύση των σχέσεων μεταξύ του ενάγοντος και των τρίτων ερευνητών που προσελήφθησαν ως εσωτερικοί σύμβουλοι, οι ελεγκτές δεν αμφισβήτησαν ούτε ότι οι σύμβουλοι αυτοί παρείχαν πράγματι εργασία ούτε ότι –εκτός ενός μικρού αριθμού ωρών– εργάσθηκαν πράγματι τις ώρες που είχαν δηλωθεί.

13      Αντιθέτως, οι ελεγκτές εκτίμησαν «ότι ένας εκ των όρων [των συμβάσεων αναθέσεως έργου] ήταν ότι η εργασία έπρεπε να παρέχεται αποκλειστικά εντός των εγκαταστάσεων του Πανεπιστημίου, εκτός και αν το οικείο πρόσωπο ευρισκόταν σε ταξίδι εκπροσωπώντας το [ενάγον] στο πλαίσιο του έργου για το οποίο εργαζόταν».

14      Βάσει της επισημάνσεως αυτής, οι ελεγκτές αποφάνθηκαν ότι, λόγω ανεπαρκών αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με την τήρηση του ως άνω όρου περί του ότι οι ερευνητές έπρεπε να απασχολούνται εντός των εγκαταστάσεων του Πανεπιστημίου, οι δαπάνες προσωπικού έπρεπε εν μέρει να απορριφθούν και να γίνουν δεκτές ως επιλέξιμες μόνον εφόσον βάσιμα στοιχεία απεδείκνυαν την τήρηση του όρου αυτού.

15      Οι ελεγκτές πρότειναν, επομένως, προσαρμογές όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού για τον εξής λόγο:

«Δαπάνες προσωπικού: οι προσαρμογές οφείλονται στο ότι τα προσκομισθέντα στοιχεία δεν παρέχουν επαρκείς αποδείξεις περί του ότι οι σύμβουλοι απασχολούνταν εντός των εγκαταστάσεων του Πανεπιστημίου (όρος της διεπόμενης από το ελληνικό δίκαιο χρησιμοποιηθείσας συμβάσεως απασχολήσεως).»

16      Εξάλλου, όσον αφορά πάντοτε τις δαπάνες προσωπικού, οι ελεγκτές προέβησαν, προκειμένου περί μικρού αριθμού ωρών, σε «[ο]ρισμένες πρόσθετες αφαιρέσεις ωρών […] οσάκις τα προσκομισθέντα στοιχεία ενείχαν αντίφαση ως προς τις ώρες που μνημονεύονταν στα φύλλα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως».

17      Όσον αφορά τις δαπάνες ταξιδίων, οι ελεγκτές πρότειναν προσαρμογές για τους εξής λόγους:

«Ταξίδια: οι προσαρμογές οφείλονται σε: ταξίδια μελών της ομάδας εκτός του βάσει των συμβάσεών τους χρόνου απασχολήσεως· έλλειψη δικαιολογητικών εγγράφων· γνώμη του επιστημονικού διευθυντή ότι ορισμένες δαπάνες θα έπρεπε να απορριφθούν· μέρος του ταξιδίου κριθέν ως μη οικονομικό· συμπερίληψη του ΦΠΑ σε ορισμένα τιμολόγια ξενοδοχείου.»

18      Στις 30 Απριλίου 2015, κατόπιν εξετάσεως των παρατηρήσεων του ενάγοντος και αλληλογραφίας μεταξύ των νυν διαδίκων, ο ERCEA κοινοποίησε στο ενάγον τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου, στην οποία οι ελεγκτές έκριναν ως μη επιλέξιμες ορισμένες δαπάνες, συνολικού ύψους 245 525,43 ευρώ.

19      Στην έκθεση αυτή μνημονεύονταν εκ νέου, όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού, οι λόγοι προσαρμογών που επισημαίνονταν στην προσωρινή έκθεση οικονομικού ελέγχου, δηλαδή τα ανεπαρκή αποδεικτικά στοιχεία για το αν είχε τηρηθεί ο όρος της συμβάσεως αναθέσεως έργου κατά τον οποίο η εργασία έπρεπε να παρέχεται εντός των εγκαταστάσεων του ενάγοντος και, για μικρό αριθμό ωρών που είχαν δηλωθεί, ο λόγος περί υπάρξεως αντιφάσεων μεταξύ των ωρών αυτών και άλλων αποδεικτικών στοιχείων. Όσον αφορά τις δαπάνες ταξιδίων, στην τελική έκθεση μνημονεύονταν εκ νέου, προς στήριξη των προσαρμογών, λόγοι σε μεγάλο βαθμό παρεμφερείς εκείνων της προσωρινής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου.

20      Στο παράρτημα 3 της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, το οποίο αφορά τις παρατηρήσεις του ενάγοντος επί της προσωρινής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, οι ελεγκτές, παραπέμποντας στον οδηγό για οικονομικά ζητήματα σχετιζόμενα με τις έμμεσες δράσεις βάσει του προγράμματος ΠΠ7 (στο εξής: οδηγός ΠΠ7), επισήμαιναν επίσης ότι, «κατά τον οδηγό ΠΠ7, προκειμένου οι δαπάνες προσωπικού να χαρακτηρίζονται ως επιλέξιμες, […] η εργασία πρέπει να παρέχεται εντός των εγκαταστάσεων του δικαιούχου, εκτός και αν υφίσταται συμφωνία περί τηλεργασίας, κάτι το οποίο δεν συνέβαινε [κατά τους ελεγκτές] εν προκειμένω».

21      Με ηλεκτρονική επιστολή της 4ης Μαΐου 2015, το ενάγον επισήμανε ότι δεν ήταν σύμφωνο με την τελική έκθεση ελέγχου και ζήτησε πληροφορίες ως προς τη διαδικασία.

22      Ο ERCEA απήντησε στο αίτημα αυτό με ηλεκτρονική επιστολή της 11ης Μαΐου 2015.

23      Με έγγραφη επιστολή της 2ας Ιουνίου 2015 και με ηλεκτρονική επιστολή της 5ης Ιουνίου 2015, ο ERCEA ενημέρωσε προκαταρκτικώς το ενάγον ως προς το οφειλόμενο ποσό. Με την έγγραφη επιστολή αυτή, ο ERCEA επισήμανε στο ενάγον ότι, βάσει των πορισμάτων της τελικής εκθέσεως ελέγχου, οι δαπάνες των οποίων την κάλυψη από τον ERCEA αξίωνε το ενάγον ενείχαν υπέρβαση ύψους 245 525,43 ευρώ. Ο ERCEA επισήμανε επίσης στο ενάγον ότι σκόπευε να αξιώσει αποζημίωση ύψους 73 565,61 ευρώ.

24      Με ηλεκτρονική επιστολή της 14ης Σεπτεμβρίου 2015, το ενάγον διαβίβασε στον ERCEA τις παρατηρήσεις του επί της τελικής εκθέσεως ελέγχου, με τις οποίες αμφισβήτησε τα πορίσματα του ελέγχου αυτού και τα ποσά που αξιώνονταν.

25      Με ηλεκτρονική επιστολή της 15ης Σεπτεμβρίου 2015, ο ERCEA γνωστοποίησε στο ενάγον ότι θα συνεχισθεί η εφαρμογή της συνήθους τυπικής διαδικασίας περατώσεως του ελέγχου και ότι δεν αναμένεται να υποβληθεί καμία περαιτέρω πληροφορία εκ μέρους του ενάγοντος.

26      Κατόπιν εξετάσεως των παρατηρήσεων που είχε διαβιβάσει το ενάγον στις 14 Σεπτεμβρίου 2015, ο ERCEA αποφάσισε να μην απαιτήσει την αποζημίωση η οποία μνημονευόταν στην από 2 Ιουνίου 2015 επιστολή προκαταρκτικής ενημερώσεως.

27      Με επιστολή της 1ης Ιουνίου 2016, ο ERCEA κοινοποίησε στο ενάγον το υπ' αριθ. 3241606289 χρεωστικό σημείωμα, της 26ης Μαΐου 2016, διά του οποίου βεβαιωνόταν απαίτηση συνολικού ύψους 245 525,43 ευρώ, επισημαινόταν δε η δυνατότητα να επιτευχθεί η ανάκτηση με συμψηφισμό.

28      Με επιστολές της 3ης Ιουνίου 2016 προς την Επιτροπή και τον ERCEA, το ενάγον αμφισβήτησε το βάσιμο της απαιτήσεως.

29      Με επιστολή της 24ης Ιουνίου 2016, ο ERCEA ενέμεινε στις αρχικές αξιώσεις του.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

30      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Ιουνίου 2016, το ενάγον άσκησε αγωγή η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό υποθέσεως T‑348/16.

31      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Ιουλίου 2016, το ενάγον προσκόμισε αποδεικτικό στοιχείο. Στο πλαίσιο αυτό, το ενάγον εξέθεσε ότι ο υπόλογος της Επιτροπής, με έγγραφο της 7ης Ιουλίου 2016, γνωστοποίησε στο ενάγον ότι προέβη σε μερική είσπραξη του απαιτηθέντος ποσού, ύψους 132 192,12 ευρώ, διά συμψηφισμού με άλλη απαίτηση του ενάγοντος. Κατά το ενάγον, ο υπόλογος επισήμανε επίσης ότι το υπολειπόμενο τμήμα της απαιτήσεως, ανερχόμενο σε ποσό ύψους 133 333,31 ευρώ, καθώς και οι τόκοι υπερημερίας (ύψους 271,69 ευρώ) επί του συμψηφισθέντος ποσού, βαρύνονταν με τόκους υπολογιζόμενους βάσει ετήσιου επιτοκίου 3,5 % από της εκπνοής, στις 27 Ιουνίου 2016, της προθεσμίας πληρωμής που αναγραφόταν στο χρεωστικό σημείωμα, και κάλεσε το ενάγον να προβεί σε πληρωμή εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων από τη λήψη του ως άνω εγγράφου.

32      Το ενάγον υποστηρίζει ότι ο συμψηφισμός αυτός συνιστά παραβίαση των συμβατικών υποχρεώσεων του ERCEA, λόγω της σοβαρής εκ μέρους του ενάγοντος αμφισβητήσεως του χρεωστικού σημειώματος. Το ενάγον ζήτησε να περιληφθεί το αποδεικτικό στοιχείο στη δικογραφία και να κριθεί, στο πλαίσιο της ασκηθείσας αγωγής, ο διενεργηθείς συμψηφισμός ως αντίθετος προς τη Σύμβαση και τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2002, L 248, σ. 1).

33      Το ενάγον ζητούσε, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει ότι η διατυπωθείσα στο υπ’ αριθ. 3241606289 χρεωστικό σημείωμα, της 26ης Μαΐου 2016, απαίτηση να επιστρέψει το ενάγον μέρος της επιχορηγήσεως που έλαβε για το έργο Minatran, ποσού 245 525,43 ευρώ, είναι αβάσιμη και ότι το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε επιλέξιμες δαπάνες·

–        να διαπιστώσει ότι η μερική είσπραξη διά συμψηφισμού, ποσού ύψους 132 192,12 ευρώ, της προβληθείσας απαιτήσεως αντιβαίνει στη Σύμβαση και στον δημοσιονομικό κανονισμό 1605/2002·

–        να καταδικάσει τον ERCEA στα δικαστικά έξοδα.

34      Με έγγραφο της 19ης Αυγούστου 2016, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τον ERCEA να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί του αποδεικτικού στοιχείου διά του υπομνήματός του αντικρούσεως.

35      Στις 28 Σεπτεμβρίου 2016, δηλαδή δύο ημέρες μετά την εκπνοή της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 81, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ERCEA κατέθεσε το υπόμνημα αντικρούσεως.

36      Κατόπιν τροποποιήσεως της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε στο όγδοο τμήμα και, εντός του τμήματος αυτού, ορίσθηκε νέος εισηγητής δικαστής.

37      Με έγγραφα της 14ης Νοεμβρίου 2016 προς τους διαδίκους και κατ’ επίκληση της εκπρόθεσμης καταθέσεως του υπομνήματος αντικρούσεως, ο Γραμματέας του Γενικού Δικαστηρίου κάλεσε το ενάγον να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί της συνέχειας της διαδικασίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 123, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

38      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Νοεμβρίου 2016, ο ERCEA ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να δεχθεί το υπόμνημα αντικρούσεως βάσει του άρθρου 62 του Κανονισμού Διαδικασίας.

39      Στις 29 Νοεμβρίου 2016 το ενάγον κατέθεσε τις παρατηρήσεις του επί της συνέχειας της διαδικασίας και ζήτησε, στο πλαίσιο αυτό, από το Γενικό Δικαστήριο να του επιδικάσει πλήρως τα αιτήματά του.

40      Στις 14 Δεκεμβρίου 2016 το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να μην περιλάβει στη δικογραφία το εκπροθέσμως κατατεθέν υπόμνημα αντικρούσεως.

41      Με απόφαση της 6ης Απριλίου 2017, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κατά ERCEA (T‑348/16, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: ερήμην απόφαση, EU:T:2017:268), το Γενικό Δικαστήριο επιδίκασε στο ενάγον τα αιτήματά του σύμφωνα με το άρθρο 123, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

42      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Μαΐου 2017, ο ERCEA άσκησε ανακοπή κατά της ερήμην αποφάσεως, δυνάμει του άρθρου 166 του Κανονισμού Διαδικασίας.

43      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Ιουλίου 2017, το ενάγον υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί της ανακοπής.

44      Ο ERCEA ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να δεχθεί την ανακοπή και να ανακόψει την ερήμην απόφαση·

–        να απορρίψει την αγωγή που πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑348/16 στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει το ενάγον στα δικαστικά έξοδα.

45      Το ενάγον ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την ανακοπή που άσκησε ο ERCEA κατά της ερήμην αποφάσεως·

–        να καταδικάσει τον ERCEA στο σύνολο των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε το ενάγον.

46      Με απόφαση της 13ης Ιουλίου 2017, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κατά ERCEA (T‑348/16 OP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:493), το Γενικό Δικαστήριο ανέστειλε την εκτέλεση της ερήμην αποφάσεως μέχρις ότου αποφανθεί επί της ανακοπής.

47      Με διάταξη της 13ης Ιουλίου 2017, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κατά ERCEA (T‑348/16 OP-R, EU:T:2017:497), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε λόγω αναρμοδιότητας αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που είχε καταθέσει ο ERCEA προκειμένου να ανασταλεί η εκτέλεση της ερήμην αποφάσεως. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα της εν λόγω διαδικασίας.

48      Με έγγραφο της Γραμματείας του Γενικού Δικαστηρίου της 1ης Μαρτίου 2018, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε ερώτηση στους διαδίκους σχετικά με το παραδεκτό της αγωγής που πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑348/16, κατά το μέρος που με την αγωγή αυτή αμφισβητείται ο συμψηφισμός. Οι διάδικοι απήντησαν με έγγραφα της 20ής και της 23ης Μαρτίου 2018.

49      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Μαΐου 2018, ο ERCEA προσκόμισε αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με έρευνα την οποία διενεργεί επί του παρόντος η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF).

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού της ανακοπής και επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου να ερμηνεύσει τις ρήτρες των συμβάσεων έργου που συνήφθησαν μεταξύ του ενάγοντος και των ερευνητών

50      Το ενάγον υποστηρίζει ότι η ανακοπή είναι απαράδεκτη, διότι ο ERCEA δεν προέβαλε βάσιμη και σύννομη δικαιολογία προκειμένου να αιτιολογήσει όχι μόνον την εκπρόθεσμη υποβολή του υπομνήματός του αντικρούσεως, αλλά και την ανακοπή. Το ενάγον επικαλείται την ύπαρξη προθεσμιών για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, οι οποίες δεν μπορούν να καταστρατηγούνται αδικαιολόγητα. Συνιστά αδικία να διαθέτει μόνον ο ερημοδικήσας διάδικος ένδικο μέσο θεραπείας της εκπρόθεσμης καταθέσεως του υπομνήματός του αντικρούσεως, ενώ το ενάγον δεν διαθέτει αντίστοιχη δυνατότητα. Η αδικαιολόγητη εκπρόθεσμη κατάθεση του υπομνήματος αντικρούσεως πρέπει να έχει συνέπειες, συγκεκριμένα δε το απαράδεκτο της ανακοπής.

51      Το ενάγον υποστηρίζει, εξάλλου, ότι ο ERCEA προέβη σε αναλύσεις βάσει του ελληνικού δικαίου των ρητρών 5 και 6 των συμβάσεων έργου που είχαν συναφθεί μεταξύ του ενάγοντος και των ερευνητών που απασχολούνταν στο έργο Minatran, πλην όμως οι αναλύσεις αυτές προβάλλονται απαραδέκτως, επειδή το Γενικό Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να ερμηνεύει τις ρήτρες των συμβάσεων αυτών.

52      Ο ERCEA αμφισβητεί την άποψη του ενάγοντος.

53      Όσον αφορά, πρώτον, το επιχείρημα ότι το παραδεκτό της ανακοπής προϋποθέτει την απόδειξη σύννομης δικαιολογίας για την εκπρόθεσμη κατάθεση του υπομνήματος αντικρούσεως, επισημαίνεται ότι το άρθρο 41 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 166 του Κανονισμού Διαδικασίας δεν εξαρτούν το παραδεκτό της ανακοπής από την απόδειξη σύννομης δικαιολογίας για την εκπρόθεσμη κατάθεση του υπομνήματος αντικρούσεως και ούτε καν από απαίτηση περί καταθέσεως τέτοιου υπομνήματος.

54      Όσο αφορά την προβαλλόμενη αναγκαιότητα δικαιολογήσεως της ανακοπής, επισημαίνεται ότι το ζήτημα της δικαιολογήσεως αυτής ανάγεται, εν πάση περιπτώσει, στην επί της ουσίας κρίση της ανακοπής.

55      Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η δυνατότητα του ερημοδικήσαντος διαδίκου να ασκεί ανακοπή κατά ερήμην αποφάσεως, εκδοθείσας λόγω του ότι δεν κατατέθηκε υπόμνημα αντικρούσεως εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο Κανονισμός Διαδικασίας, παρέχει στον διάδικο αυτό πλεονέκτημα έναντι του προσφεύγοντος ή ενάγοντος στην κύρια διαφορά, καθόσον ο δεύτερος αδυνατεί να αποφύγει τις συνέπειες της εκπρόθεσμης ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματός του, επισημαίνεται ότι η κατάσταση του ενός διαδίκου δεν είναι παρεμφερής εκείνης του αντιδίκου του. Ο προσφεύγων ή ενάγων στην κύρια διαφορά, ο οποίος κινεί την ένδικη διαδικασία διά της καταθέσεως εισαγωγικού δικογράφου περιέχοντος τους λόγους και ισχυρισμούς, καθώς και τα αιτήματά του, και υποβάλλει, επομένως, στην κρίση του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης τους λόγους ή τους ισχυρισμούς αυτούς και τα εν λόγω αιτήματα, εξ ορισμού δεν διατρέχει τον κίνδυνο εκδόσεως ερήμην αποφάσεως εις βάρος του.

56      Η διαδικασία ανακοπής, όμως, την οποία θέσπισε ο νομοθέτης έχει ακριβώς ως σκοπό, κατόπιν της εκδόσεως από το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης ερήμην αποφάσεως εις βάρος του ερημοδικήσαντος καθού, να παράσχει στο εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο τη δυνατότητα να εξετάσει εκ νέου την υπόθεση κατ’ αντιμωλία (πρβλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑44/02 OP, T‑54/02 OP, T‑56/02 OP, T‑60/02 OP και T‑61/02 OP, EU:T:2006:271, σκέψη 43).

57      Για τον λόγο αυτόν, της μη τηρήσεως της προθεσμίας που τάχθηκε για την κατάθεση του υπομνήματος αντικρούσεως μπορεί να έπεται η άσκηση ανακοπής, υπό τον τύπο και εντός των προθεσμιών που ορίζει το άρθρο 166, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

58      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η ανακοπή ασκήθηκε σύμφωνα με τη διάταξη αυτή.

59      Επομένως, η ανακοπή είναι παραδεκτή.

60      Όσον αφορά, δεύτερον το επιχείρημα του ενάγοντος ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να ερμηνεύει τις ρήτρες των συμβάσεων έργου που συνήφθησαν μεταξύ του ενάγοντος και των ερευνητών που προσελήφθησαν στο πλαίσιο του έργου Minatran, αρκεί να επισημανθεί ότι, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να επιλύσει την υπό κρίση διαφορά μεταξύ του ERCEA και του ενάγοντος, βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 256 ΣΛΕΕ, το περιεχόμενο των συμβάσεων έργου που συνήφθησαν μεταξύ του ενάγοντος και των ερευνητών και, επομένως, η ερμηνεία των διατάξεών τους, αποτελεί ζήτημα του οποίου το Γενικό Δικαστήριο δύναται, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να επιληφθεί, βάσει των στοιχείων που προσκόμισαν οι διάδικοι.

 Επί της ουσίας

61      Επί της ουσίας, το ενάγον υποστηρίζει ότι είναι επιλέξιμες οι αμφισβητούμενες από τον ERCEA δαπάνες, ειδικότερα δε οι ακόλουθες τρεις κατηγορίες δαπανών: δαπάνες προσωπικού, δαπάνες ταξιδίων και έμμεσες δαπάνες.

62      Ο ERCEA αμφισβητεί τους ισχυρισμούς αυτούς.

 Επί των δαπανών προσωπικού

63      Πρώτον, το ενάγον αμφισβητεί την ύπαρξη υποχρεώσεως των ερευνητών που προσελήφθησαν ως σύμβουλοι να εργάζονται εντός των εγκαταστάσεων του Πανεπιστημίου.

64      Το ενάγον επισημαίνει, προκαταρκτικώς, ότι οι συμβάσεις που συνήψε με τους ερευνητές διέπονται από το ελληνικό δίκαιο. Κατά το δίκαιο αυτό, το έκτακτο ερευνητικό προσωπικό μπορεί να απασχοληθεί είτε με συμβάσεις έργου είτε με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. Το Πανεπιστήμιο, όπως υποστηρίζει, επιλέγει συστηματικά τη σύναψη συμβάσεων έργου με όρους διατυπωμένους εκ των προτέρων και κοινούς σε όλες τις συμβάσεις αυτές. Οι οικείες συμβάσεις διέπονται από τον ελληνικό αστικό κώδικα. Κατά το ενάγον, ο νομοθέτης δεν έχει ρυθμίσει επακριβώς με διάταξη το ζήτημα του τόπου εκτελέσεως του έργου, το οποίο καταλείπεται στα συμβαλλόμενα μέρη που δύνανται να το ρυθμίσουν με μεταξύ τους συμφωνία.

65      Εν προκειμένω, βάσει των συναφθεισών μεταξύ του Πανεπιστημίου και των ερευνητών συμβάσεων ουδόλως επιβάλλεται υποχρέωση απασχολήσεως εντός των εγκαταστάσεων του Πανεπιστημίου. Μεταξύ άλλων, όπως υποστηρίζει το ενάγον, η ρήτρα 5 της τυποποιημένης συμβάσεως της οποίας έκανε χρήση το Πανεπιστήμιο ουδόλως αποκλείει τη νυχτερινή απασχόληση ή την απασχόληση εξ αποστάσεως, αλλά αποκλείει απλώς το ενδεχόμενο να αξιωθεί πρόσθετη αμοιβή για τέτοια απασχόληση, πέραν της συμφωνημένης βάσει της συμβάσεως. Η ρήτρα 6 δεν επιβάλλει, κατά το ενάγον, καμία υποχρέωση απασχολήσεως αποκλειστικώς εντός των εγκαταστάσεων του Πανεπιστημίου.

66      Επομένως, κατά το ενάγον, εσφαλμένως υποστηρίζει ο ERCEA ότι αποτελούσε όρο των συμβάσεων που είχαν συναφθεί με τους ερευνητές το να εργάζονται αυτοί αποκλειστικώς και μόνο στις εγκαταστάσεις του Πανεπιστημίου.

67      Δεύτερον, το ενάγον αμφισβητεί την εκ μέρους του ERCEA επίκληση του οδηγού ΠΠ7, προβάλλοντας ότι δεν αποτελεί έγγραφο που έχει εφαρμογή επί της συμβάσεως. Το ενάγον υποστηρίζει ότι ο καταρτισθείς από τον ERCEA οδηγός για τους δικαιούχους επιχορηγήσεως του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας (στο εξής: οδηγός ERC) δεν περιέχει καμία συναφή πρόβλεψη περί απασχολήσεως εντός των εγκαταστάσεων. Ο ισχυρισμός του ERCEA περί υποχρεώσεως παροχής εργασίας εντός των εγκαταστάσεων είναι, κατά το ενάγον, αβάσιμος, διότι ουδόλως προβλέπεται στη Σύμβαση, ως προϋπόθεση επιλεξιμότητας δαπάνης εν γένει ή δαπάνης προσωπικού ειδικώς, η απασχόληση αποκλειστικώς εντός των εγκαταστάσεων του δικαιούχου. Ο οδηγός ΠΠ7 δεν αποτελεί συμβατικό έγγραφο, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί με σκοπό την ερμηνεία των συμβάσεων που συνήφθησαν μεταξύ του Πανεπιστημίου και των ερευνητών και, τέλος, δεν έχει δεσμευτική ισχύ για τα συμβαλλόμενα μέρη.

68      Ως εκ τούτου, ο λόγος απορρίψεως της επιλεξιμότητας των δαπανών προσωπικού ο οποίος στηρίζεται στην υποχρέωση απασχολήσεως εντός των εγκαταστάσεων του Πανεπιστημίου είναι, κατά το ενάγον, αβάσιμος.

69      Στις παρατηρήσεις του επί της ανακοπής, το ενάγον επισημαίνει ότι το ζήτημα αν οι ερευνητές ήταν υποχρεωμένοι, δυνάμει των συμβάσεων που είχαν συνάψει με το ενάγον, να παρέχουν τις υπηρεσίες τους εντός των εγκαταστάσεων του ενάγοντος δεν είναι κρίσιμο για την επίλυση της προκείμενης διαφοράς. Ανεξαρτήτως της θέσεως του ERCEA, το ενάγον υποστηρίζει ότι απέδειξε προσηκόντως ότι –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων– όλοι οι ερευνητές παρέσχον το ερευνητικό έργο τους αποκλειστικώς εντός των εγκαταστάσεων του Πανεπιστημίου.

70      Το ενάγον επισημαίνει συναφώς ότι το επίμαχο έργο δεν ήταν δυνατό να παρασχεθεί εξ αποστάσεως. Η στενή συνεργασία μεταξύ της κύριας ερευνήτριας και των ερευνητών του έργου αποδεικνύεται από τις ηλεκτρονικές επιστολές που αντηλλάγησαν μεταξύ τους, από τις οποίες προκύπτει η άμεση και αυτοπρόσωπη συνεργασία τους επιτόπου στο εργαστήριο του Πανεπιστημίου. Σε συνδυασμό με τις αναφορές του εργαστηρίου και τις επιστολές των ιδρυμάτων προελεύσεως των ερευνητών, τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν, κατά το ενάγον, ότι οι ερευνητές εργάσθηκαν πράγματι εντός των εγκαταστάσεων του Πανεπιστημίου.

71      Ο ERCEA αμφισβητεί την άποψη του ενάγοντος. Η ρήτρα 5 της τυποποιημένης συμβάσεως της οποίας έκανε χρήση το Πανεπιστήμιο επιτάσσει την παρουσία εντός των εγκαταστάσεων του ενάγοντος. Εάν γινόταν δεκτό ότι η σύμβαση έπρεπε να ερμηνεύεται όπως προτείνει το ενάγον, δηλαδή ως μη επιβάλλουσα υποχρέωση παρουσίας στις εγκαταστάσεις, τότε θα έπρεπε να επισημανθεί ότι το ενάγον δεν χρησιμοποίησε μόνιμο προσωπικό, αλλά συμβούλους μέσω συμβάσεων έργου που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο. Οι δαπάνες, όμως, για τους συμβούλους πρέπει, κατά τον εναγόμενο, να πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 15, παράγραφος 1, του παραρτήματος II της Συμβάσεως και τα σωρευτικά κριτήρια που καθορίζονται με τον οδηγό ΠΠ7, τα οποία συνεπάγονται την υποχρέωση απασχολήσεως εντός των εγκαταστάσεων του Πανεπιστημίου εκτός της περιπτώσεως συμφωνίας για τηλεργασία.

72      Ο ERCEA επισημαίνει επίσης ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της περιπτώσεως των υπεργολάβων και εκείνης των συμβούλων. Η εκ μέρους του δικαιούχου επίβλεψη των εργασιών που εκτέλεσαν οι εσωτερικοί σύμβουλοι αποτελεί ένα από τα στοιχεία που τους διαφοροποιούν από τους υπεργολάβους και η επίβλεψη αυτή συνεπάγεται την παρουσία των συμβούλων αυτών στις εγκαταστάσεις του δικαιούχου.

73      Κατά τον εναγόμενο, το ενάγον παρερμήνευσε την άποψη των ελεγκτών. Ο ERCEA δεν υποστηρίζει ότι ο οδηγός ΠΠ7 έχει δεσμευτική ισχύ, αλλά ότι η ορθή ερμηνεία της σχετικής διατάξεως του άρθρου 15 του παραρτήματος II της Συμβάσεως (στο εξής: άρθρο II.15 ΓΟ) αντιστοιχεί σε ό,τι μνημονεύεται στον οδηγό αυτό, στον οποίο παραπέμπει και το ίδιο το ενάγον.

74      Επισημαίνεται ότι στο πλαίσιο, όπως εν προκειμένω, συμβάσεως επιχορηγήσεως, η χρηματοδότηση της Ένωσης δεν αποτελεί αμοιβή της εργασίας που παρέχει ο δικαιούχος, αλλά επιχορήγηση των έργων που υλοποιεί, της οποίας η καταβολή υπόκειται σε επακριβείς προϋποθέσεις, καθοριζόμενες συμβατικώς. Η χρηματοδότηση της Ένωσης σκοπεί να καλύψει αποκλειστικώς τις επιλέξιμες δαπάνες, όπως αυτές καθορίζονται με τις οικείες συμβάσεις (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Νοεμβρίου 2015, Synergy Hellas κατά Επιτροπής, T‑106/13, EU:T:2015:860, σκέψη 36 (μη δημοσιευθείσα), και της 19ης Φεβρουαρίου 2016, Ludwig-Bölkow-Systemtechnik κατά Επιτροπής, T‑53/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:88, σκέψη 44].

75      Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι διαφορές που ανακύπτουν κατά την εκτέλεση συμβάσεως πρέπει να επιλύονται, καταρχήν, βάσει των συμβατικών ρητρών [βλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2011, Επιτροπή κατά Edificios Inteco, T‑235/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:79, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2015, Synergy Hellas κατά Επιτροπής, T‑106/13, EU:T:2015:860, σκέψη 37 (μη δημοσιευθείσα)].

76      Εν προκειμένω, η Σύμβαση, η οποία αποτελείται από κύριο σώμα κειμένου και από πέντε παραρτήματα τα οποία συνιστούν αναπόσπαστο μέρος της (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω), ορίζει, στο άρθρο της 9, ότι διέπεται από τις διατάξεις της Συμβάσεως, από τις πράξεις της Ένωσης σχετικά με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σχετικά με δραστηριότητες έρευνας, τεχνολογικής αναπτύξεως και επιδείξεως (2007‑2013), από τον κανονισμό 1605/2002, από τους κανόνες εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού και από άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, επικουρικώς δε από το βελγικό δίκαιο.

77      Το άρθρο II.15 ΓΟ ορίζει, όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού, ότι μπορούν να καταλογισθούν μόνον οι δαπάνες των πραγματικών ωρών κατά τις οποίες εργάσθηκαν τα άτομα που εκτελούν απευθείας εργασίες στο πλαίσιο του έργου και ότι τα άτομα αυτά πρέπει να έχουν προσληφθεί απευθείας από τον δικαιούχο σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία της χώρας του, να εργάζονται υπό την αποκλειστική τεχνική επίβλεψη και ευθύνη του δικαιούχου και να αμείβονται σύμφωνα με τις συνήθεις πρακτικές του δικαιούχου.

78      Επισημαίνεται επίσης ότι οι δαπάνες προσωπικού διακρίνονται από τις δαπάνες υπεργολαβίας. Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του παραρτήματος II της Συμβάσεως, ως υπεργολάβος νοείται τρίτος που έχει συνάψει συμφωνία με επιχειρηματικούς όρους με έναν ή περισσότερους δικαιούχους, προκειμένου να εκτελέσει μέρος των εργασιών του έργου χωρίς την άμεση εποπτεία του δικαιούχου και χωρίς σχέση εξαρτήσεως.

79      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι οι επίμαχες δαπάνες, μολονότι δεν αφορούν υπαλλήλους του ενάγοντος, αλλά τρίτους τους οποίους το ενάγον προσέλαβε ως εσωτερικούς συμβούλους με συμβάσεις έργου, αποτελούν «δαπάνες προσωπικού». Χαρακτηρίζονται ως τέτοιες στο παράρτημα I της Συμβάσεως. Το ενάγον επισημαίνει ότι το έργο δεν εκτελέσθηκε μέσω υπεργολαβίας (επισήμανση που είναι ορθή όσον αφορά τους ανθρώπινους πόρους), ο δε ERCEA δέχεται ο ίδιος ότι ενάγον και εναγόμενος συμφωνούν ότι οι επίμαχες δαπάνες χαρακτηρίζονται ως δαπάνες προσωπικού. Τέλος, όπως ορθώς παρατηρεί το ενάγον, εν προκειμένω εφαρμόσθηκε το άρθρο II.15 ΓΟ (Προσδιορισμός άμεσων και έμμεσων δαπανών) και όχι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του παραρτήματος II της Συμβάσεως (Υπεργολαβία).

80      Δεν αμφισβητείται, επομένως, ότι η κρίσιμη διάταξη εν προκειμένω είναι το άρθρο II.15 ΓΟ.

81      Τούτου διευκρινισθέντος, επισημαίνεται, ευθύς εξαρχής, ότι ο λόγος της προσαρμογής στην οποία προέβη ο ERCEA όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού δεν ήταν η μη πραγματοποίηση των εργασιών.

82      Πράγματι, δεν αμφισβητείται στην προσωρινή και στην τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου ότι η εργασία παρασχέθηκε. Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 11 έως 16 και 19 ανωτέρω, ο λόγος προσαρμογής ο οποίος επισημαίνεται στην τελική έκθεση ελέγχου και στον οποίο στηρίζεται η εκ μέρους του ERCEA απόρριψη ορισμένων δαπανών προσωπικού συνίσταται, εκτός της περιπτώσεως κάποιων ωρών οι οποίες είχαν δηλωθεί και οι οποίες αμφισβητούνται επί της αρχής, στα ανεπαρκή αποδεικτικά στοιχεία για το αν είχε τηρηθεί ο όρος των συμβάσεων που είχε συνάψει το ενάγον με τους ερευνητές σχετικά, κατά τον ERCEA, με την παροχή της εργασίας εντός των εγκαταστάσεων του ενάγοντος. Επομένως, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι ώρες που είχαν δηλωθεί στα φύλλα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως δεν αμφισβητούνται επί της αρχής.

83      Στο παράρτημα 3 της τελικής εκθέσεως ελέγχου, το οποίο αφορά τις παρατηρήσεις του ενάγοντος επί της προσωρινής εκθέσεως ελέγχου, οι ελεγκτές παρέπεμψαν εξάλλου στον οδηγό ΠΠ7 και επισήμαιναν ότι, κατά τον οδηγό αυτόν, προκειμένου οι δαπάνες προσωπικού να χαρακτηρίζονται ως επιλέξιμες, η εργασία πρέπει να παρέχεται εντός των εγκαταστάσεων του δικαιούχου, εκτός και αν υφίσταται συμφωνία περί τηλεργασίας.

84      Η μνεία αυτή, στο παράρτημα 3 της τελικής εκθέσεως ελέγχου, δεν είχε ως συνέπεια την τροποποίηση του λόγου στον οποίο στηρίχθηκε η προσαρμογή, ο οποίος αφορά αποκλειστικώς τις συμβάσεις που είχαν συναφθεί μεταξύ του Πανεπιστημίου και των ερευνητών. Κατά την τελική έκθεση ελέγχου, οι συμβάσεις αυτές απαιτούσαν την παρουσία των ερευνητών στις εγκαταστάσεις.

85      Συνεπώς, ο λόγος προσαρμογής συνίσταται αποκλειστικώς, για το σύνολο σχεδόν των απορριφθεισών δαπανών προσωπικού, στο ότι, κατά τον εναγόμενο, το ενάγον δεν απέδειξε, ως όφειλε, ότι οι δηλωθείσες ώρες και η παρασχεθείσα εργασία αφορούσαν απασχόληση εντός των εγκαταστάσεων, σύμφωνα –κατά τον ERCEA– με τις συμβάσεις έργου.

86      Ο ERCEA προβάλλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ ουσίαν, δύο ισχυρισμούς προς στήριξη της θέσεώς του.

87      Με τον πρώτο ισχυρισμό, ο ERCEA υποστηρίζει ότι η υποχρέωση αυτή αποδείξεως απορρέει από το ότι, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, του παραρτήματος II της Συμβάσεως, οι δαπάνες είναι επιλέξιμες μόνον εφόσον είναι σύμφωνες με τις συνήθεις πρακτικές του δικαιούχου. Κατά τον ERCEA, όμως, οι συμβάσεις έργου αποκλείουν την εργασία εξ αποστάσεως.

88      Λαμβανομένου υπόψη του αποκλεισμού της ως άνω δυνατότητας, οι δαπάνες προσωπικού οι οποίες δηλώθηκαν, πλην όμως δεν αποδείχθηκε ότι αφορούσαν εργασία παρασχεθείσα εντός των εγκαταστάσεων του ενάγοντος, θεωρούνται, κατά τον εναγόμενο, μη πραγματοποιηθείσες κατά τρόπο σύμφωνο με τη συνήθη πρακτική του δικαιούχου και, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατό να χρηματοδοτηθούν από την Ένωση.

89      Επισημαίνεται εν προκειμένω ότι η σύμβαση που συνήψε το ενάγον με καθέναν από τους συμβούλους του ήταν σύμβαση έργου με την οποία το ενάγον ανέθετε στον σύμβουλο την εκτέλεση ενός έργου το οποίο οριζόταν στο σημείο 1 της συμβάσεως, έναντι συνολικής αμοιβής καθοριζομένης στο σημείο 2 της συμβάσεως. Με το σημείο 3 της συμβάσεως καθορίζονταν η ημερομηνία θέσεως σε ισχύ και η ημερομηνία λήξεως της ισχύος της συμβάσεως, διευκρινιζόταν δε ότι ο συμβαλλόμενος θα εκτελούσε αυτοπροσώπως το ανατεθέν έργο και ότι ο επιστημονικός υπεύθυνος του ερευνητικού έργου θα επέβλεπε την εκτέλεση του έργου όσον αφορά τόσο την ποιότητα όσο και την ποσότητα της παρεχόμενης εργασίας.

90      Το σημείο 5 της συμβάσεως όριζε ότι «η εκτέλεση του έργου γίνεται χωρίς δεσμεύσεις ωραρίου» και ότι «[α]παίτηση για απασχόληση εκτός γραφείου ή κατά τη διάρκεια της νύχτας δεν αναγνωρίζεται». Διευκρίνιζε ότι επρόκειτο για σύμβαση έργου η οποία δεν δημιουργεί καμία σχέση εργασίας κατά την έννοια του εργατικού δικαίου.

91      Πρέπει να γίνει δεκτό ότι, σε συνδυασμό με τα σημεία 1 έως 4 της συμβάσεως, βάσει των οποίων το ενάγον ανέθετε στον σύμβουλο την εκτέλεση συγκεκριμένου έργου (σημείο 1), έναντι συνολικής αμοιβής (σημείο 2), που έπρεπε να εκτελεσθεί μεταξύ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος της συμβάσεως και της ημερομηνίας λήξεώς της (σημείο 3) υπό την επίβλεψη του επιστημονικού υπευθύνου του έργου (σημείο 3), πλην όμως άνευ δεσμεύσεων ωραρίου εργασίας (σημείο 5), η φράση του σημείου 5 της συμβάσεως που αποκλείει οποιαδήποτε απαίτηση σχετική με απασχόληση εκτός γραφείου ή κατά τη διάρκεια της νύχτας μπορεί ευλόγως να νοηθεί, όπως υποστηρίζει το ενάγον, μόνον ως αποκλείουσα κάθε δυνατότητα αμοιβής, πέραν της συμφωνημένης συνολικής, των ωρών νυχτερινής απασχολήσεως ή απασχολήσεως εκτός γραφείου.

92      Επομένως, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται ο ERCEA, η φράση αυτή, η οποία εκφράζει μια πτυχή της συνήθους πρακτικής απασχολήσεως και αμοιβής των συμβούλων του ενάγοντος, δεν είχε τη σημασία ότι ο σύμβουλος υποχρεούνταν εκ της συμβάσεως να παρέχει εργασία αποκλειστικώς εντός των εγκαταστάσεων, αλλά απλώς ότι δεν μπορούσε να αξιώσει υψηλότερη αμοιβή λόγω νυχτερινής απασχολήσεως ή απασχολήσεως εξ αποστάσεως. Επαλλήλως και μόνον, επισημαίνεται ότι η εκ μέρους του ενάγοντος ερμηνεία της συμβάσεώς του είναι η πλέον εύλογη, προκειμένου περί τυποποιημένης συμβάσεως της οποίας κάνει χρήση πανεπιστήμιο στο πλαίσιο ερευνών όπου μετέχουν επιστήμονες οι οποίοι προσλαμβάνονται σε διεθνές επίπεδο.

93      Όσον αφορά το σημείο 6 της συμβάσεως, όριζε ότι «[γ]ια την πραγμάτωση του έργου παρέχεται η δυνατότητα στον εργολήπτη να χρησιμοποιεί για την εκτέλεσή του τους χώρους και τις εγκαταστάσεις του εργαστηρίου […] του επιστημονικού υπευθύνου ή ακόμη και του Πανεπιστημίου, υποχρεούμενος να επιμελείται τα εμπιστευθέντα σε αυτόν πράγματα ευθυνόμενος σε αντίθετη περίπτωση για τις επιζήμιες συνέπειες». Η διάταξη αυτή προέβλεπε εν συνεχεία ότι «[η] ανάληψη της εκτέλεσης του παρόντος έργου δεν δημιουργεί δικαίωμα συμμετοχής του εργολήπτη στα όργανα διοίκησης και λειτουργίας του Πανεπιστημίου, έστω και αν το έργο εκτελείται στις εγκαταστάσεις του».

94      Οι διατάξεις αυτές, οι οποίες εμφανίζουν τη χρήση των εγκαταστάσεων ως δυνατότητα, επιβεβαιώνουν, επομένως, σαφώς ότι τουλάχιστον η τηλεργασία ήταν αποδεκτός τρόπος παροχής των συμβατικών υποχρεώσεων και ότι, συνεπώς, εν τέλει, οι συμβαλλόμενοι είχαν συνομολογήσει τη δυνατότητα εξ αποστάσεως εργασίας.

95      Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι, αντιθέτως προς την πεπλανημένη ερμηνεία εκ μέρους του ERCEA, οι συμβάσεις που είχαν συναφθεί με τους ερευνητές δεν προέβλεπαν υποχρέωση χρήσεως αποκλειστικώς των χώρων και εγκαταστάσεων του Πανεπιστημίου για την εκτέλεση του ανατεθέντος έργου. Αντιθέτως, οι συμβάσεις προέβλεπαν το ενδεχόμενο της εργασίας εξ αποστάσεως ως αποδεκτό τρόπο παροχής της συμβατικής υποχρεώσεως, χωρίς όμως επιπλέον αμοιβή.

96      Κακώς, επομένως, θεωρεί ο ERCEA ότι οι δηλωθείσες (και μη αμφισβητούμενες επί της αρχής) ώρες εργασίας πρέπει να απορριφθούν για τον λόγο ότι, ελλείψει αποδείξεως περί του ότι πραγματοποιήθηκαν εντός των εγκαταστάσεων, η δαπάνη τους έπρεπε να θεωρηθεί πραγματοποιηθείσα κατά τρόπο αντίθετο προς τις συνήθεις πρακτικές του ενάγοντος.

97      Ο δεύτερος ισχυρισμός που προβάλλει ο ERCEA, προς στήριξη της θέσεώς του ότι η απόδειξη περί του ότι η εργασία παρασχέθηκε εντός των εγκαταστάσεων ήταν αναγκαία για να χαρακτηρισθούν οι δαπάνες ως επιλέξιμες, αντλείται από το ότι η ίδια η Σύμβαση πρέπει να ερμηνευθεί, κατά τον εναγόμενο, ως αποκλείουσα την εξ αποστάσεως απασχόληση των εσωτερικών συμβούλων του ενάγοντος.

98      Στο πλαίσιο αυτό, εγείρεται το ζήτημα αν το άρθρο II.15 ΓΟ έχει την έννοια ότι επιτάσσει, προκειμένου οι δαπάνες προσωπικού να χαρακτηρισθούν ως επιλέξιμες, την παροχή της εργασίας εντός των εγκαταστάσεων του δικαιούχου.

99      Το ενάγον θεωρεί ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Αμφισβητεί την, εντός του πλαισίου αυτού, παραπομπή εκ μέρους του ERCEA στον οδηγό ΠΠ7. Συγκεκριμένα, το ενάγον υποστηρίζει ότι ο οδηγός αυτός δεν αποτελεί συμβατικό έγγραφο και δεν έχει δεσμευτική ισχύ για τους συμβαλλομένους, αποκλίνει δε από τις διατάξεις της συμβάσεως επιβάλλοντας πρόσθετες υποχρεώσεις οι οποίες αντιβαίνουν στη Σύμβαση.

100    Ο ERCEA αντιτείνει ότι δεν υποστηρίζει ότι ο οδηγός ΠΠ7 συνιστά δεσμευτικό κείμενο. Η άποψή του συνίσταται απλώς στο ότι η ορθή ερμηνεία του άρθρου II.15 ΓΟ συμπίπτει με όσα μνημονεύονται στον οδηγό ΠΠ7. Η εργασία πρέπει να παρέχεται εντός των εγκαταστάσεων του ενάγοντος, εκτός της περιπτώσεως συμφωνίας για τηλεργασία, εν προκειμένω, όμως, δεν υφίστατο καμία σχετική συμφωνία. Σκοπός του οδηγού ΠΠ7 είναι να βοηθήσει τους συμμετέχοντες να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν τις οικονομικού χαρακτήρα διατάξεις των συμβάσεων επιχορηγήσεως.

101    Όσον αφορά το ζήτημα της δεσμευτικής ή μη ισχύος του οδηγού ΠΠ7, επισημαίνεται η κοινή εκτίμηση των διαδίκων ότι, εν πάση περιπτώσει, ο οδηγός αυτός δεν δεσμεύει το ενάγον. Η εκτίμηση αυτή είναι, εξάλλου, σύμφωνη, αφενός μεν, με τη δικογραφία, αφετέρου δε, με τη νομολογία.

102    Όσον αφορά τη δικογραφία, ο οδηγός ΠΠ7 δεν μνημονεύεται στη Σύμβαση, κατά μείζονα δε λόγο δεν μνημονεύεται ως συμβατικό έγγραφο. Μνημονεύεται μόνον στον οδηγό ERC, ο οποίος δεν αποτελεί συμβατικό έγγραφο. Όπως και ο οδηγός ERC, ο οδηγός ΠΠ7 διευκρινίζει ότι δεν εκφράζει επίσημη θέση της Επιτροπής και ότι δεσμευτική ισχύ έχουν μόνον οι διατάξεις της Συμβάσεως.

103    Όσον αφορά τη νομολογία, με αυτήν έχει ρητώς κριθεί ότι τα έγγραφα αυτού του είδους δεν έχουν δεσμευτική ισχύ έναντι των δικαιούχων (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2016, Ludwig-Bölkow-Systemtechnik κατά Επιτροπής, T‑53/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:88, σκέψη 42).

104    Υπό τις συνθήκες αυτές, αρκεί να εξετασθεί αν, όπως υποστηρίζει ο ERCEA (σκέψη 100 ανωτέρω), η ορθή ερμηνεία του άρθρου II.15 ΓΟ συμπίπτει με όσα μνημονεύονται στον οδηγό ΠΠ7.

105    Επισημαίνεται καταρχάς ότι στην απαίτηση περί τεχνικής επιβλέψεως εκ μέρους του δικαιούχου, κατά το άρθρο II.15 ΓΟ, ο οδηγός ΠΠ7, μη δεσμευτικής ισχύος, εξάλλου, προσθέτει ρητώς μια επιπλέον απαίτηση, συγκεκριμένα δε αυτήν της «εργασία[ς] [που] πρέπει να παρέχεται εντός των εγκαταστάσεων του δικαιούχου (εκτός και αν υφίσταται συμφωνία [των συμβαλλομένων] περί τηλεργασίας)».

106    Επομένως, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει ο ERCEA, ο οδηγός ΠΠ7, ως είχε το 2007, δηλαδή κατά τον χρόνο συνάψεως της Συμβάσεως, δεν περιορίζεται σε διατύπωση της ορθής ερμηνείας του άρθρου II.15 ΓΟ, αλλά επιβάλλει ρητώς πρόσθετη απαίτηση την οποία δεν προβλέπει η διάταξη αυτή.

107    Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώθηκε (σκέψη 95 ανωτέρω) ότι τα συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση έργου είχαν συμφωνήσει ότι υφίσταται δυνατότητα εργασίας εξ αποστάσεως. Επομένως, αν γίνει δεκτό ότι η έννοια της επιβλέψεως προϋποθέτει, σε περίπτωση τηλεργασίας, σχετική συμφωνία των συμβαλλομένων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η συμφωνία αυτή υφίσταται κατ’ ουσίαν στις συναφθείσες μεταξύ του ενάγοντος και των ερευνητών συμβάσεις έργου.

108    Εξάλλου, κακώς επικαλείται ο ERCEA κείμενο του οδηγού ΠΠ7 αναγόμενο στο έτος 2014, στο οποίο γίνεται λόγος για ανάγκη να υφίσταται τεκμηριωμένη συμφωνία περί τηλεργασίας. Αφενός, το κείμενο αυτό του 2014 του οδηγού ΠΠ7 (μη δεσμευτικό όπως και εκείνο του 2007) είναι μεταγενέστερο της συνάψεως της Συμβάσεως. Δεν μπορεί να αποτελέσει πηγή εμπνεύσεως για την ερμηνεία του περιεχομένου των συμβατικών διατάξεων που συνομολόγησαν τα συμβαλλόμενα μέρη κατά τη σύναψη της Συμβάσεως, το 2008. Αφετέρου, η ρητή απαίτηση περί τεκμηριωμένης συμφωνίας σχετικά με την τηλεργασία, η οποία μνημονεύεται στο κείμενο του οδηγού ΠΠ7 του 2014 βαίνει, ακόμη περισσότερο από ό,τι το κείμενο του οδηγού ΠΠ7 του 2007, πέραν της απαιτήσεως περί τεχνικής επιβλέψεως που προβλέπει το άρθρο II.15 ΓΟ.

109    Εκτός των ανωτέρω, ο ERCEA φαίνεται να υποστηρίζει ότι η επίβλεψη κατά την έννοια του άρθρου II.15 ΓΟ απαιτούσε εν πάση περιπτώσει την παρουσία του συμβούλου στις εγκαταστάσεις του δικαιούχου χωρίς να αιτιολογεί την άποψη αυτή και παραβλέποντας κατά τα φαινόμενα ότι ο οδηγός ΠΠ7 τον οποίο επικαλείται μνημονεύει ο ίδιος την τηλεργασία.

110    Ο ERCEA φαίνεται ότι στηρίζει την τελευταία αυτή θέση του στη διάκριση που πρέπει να γίνει μεταξύ εσωτερικού συμβούλου και υπεργολάβου.

111    Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι η διάκριση μεταξύ εσωτερικού συμβούλου και υπεργολάβου δεν στηρίζεται τόσο στην παρουσία ή μη των ενδιαφερομένων στις εγκαταστάσεις του δικαιούχου, αλλά στη φύση των συμβάσεων που συνήψαν οι ενδιαφερόμενοι και ο δικαιούχος όσον αφορά, ιδίως, την επίβλεψη, η οποία δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκη την παρουσία στις εγκαταστάσεις.

112    Επίσης μη προσηκόντως, ο ERCEA συνάγει, κατ’ ουσίαν, από την παραδοχή ότι η εξομοίωση των δαπανών συμβούλων με δαπάνες προσωπικού μάλλον ευνοεί τον δικαιούχο το συμπέρασμα ότι οι σύμβουλοι θα έπρεπε να απασχολούνται αποκλειστικώς εντός των εγκαταστάσεων του δικαιούχου.

113    Η συλλογιστική αυτή στηρίζεται στην έμμεση παραδοχή ότι το προσωπικό του δικαιούχου εργάζεται οπωσδήποτε εντός των εγκαταστάσεων του δευτέρου και ότι, ως εκ τούτου, το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει και για τους συμβούλους του δικαιούχου. Αρκεί, ωστόσο, να επισημανθεί ότι η παραδοχή αυτή είναι πεπλανημένη, διότι και το ίδιο το προσωπικό του δικαιούχου μπορεί, ενδεχομένως, να εργάζεται εξ αποστάσεως. Επιπλέον, ο οδηγός ΠΠ7, ο οποίος κατά τα λοιπά δεν έχει δεσμευτική ισχύ, αλλά τον οποίο επικαλέσθηκε ο ERCEA, εξετάζει ρητώς το ενδεχόμενο αυτό αναφέροντας, σχετικά με τους υπαλλήλους του δικαιούχου, ότι το ενδεχόμενο τηλεργασίας μπορεί να γίνει δεκτό «εφόσον υφίσταται σύστημα που να καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό των παραγωγικών ωρών απασχολήσεως στο έργο».

114    Όσον αφορά το τελευταίο αυτό ζήτημα, σχετικά με την ύπαρξη συστήματος καταγραφής των ωρών εργασίας για το έργο, επισημαίνεται ότι δεν αμφισβητείται η ύπαρξη εν προκειμένω τέτοιου συστήματος καταγραφής του χρόνου απασχολήσεως.

115    Βεβαίως, οι ελεγκτές διατύπωσαν ορισμένες παρατηρήσεις, ενδεχομένως δε και ορισμένες επικρίσεις, όσον αφορά το σύστημα αυτό, πλην όμως δεν το απέρριψαν. Απέρριψαν μόνον ορισμένες ώρες απασχολήσεως που είχαν δηλωθεί, για τον λόγο ότι άλλα αποδεικτικά στοιχεία ενείχαν αντίφαση ως προς τα μνημονευόμενα στα φύλλα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως. Κατά τα λοιπά, δηλαδή σχεδόν για το σύνολο των ωρών, δεν αμφισβητήθηκε ότι οι ώρες που είχαν δηλωθεί με τα φύλλα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως αντιστοιχούσαν σε πραγματική εργασία.

116    Εάν ο ERCEA αμφισβητούσε επί της αρχής το σύστημα καταγραφής του χρόνου απασχολήσεως που χρησιμοποιούσε το ενάγον δεν θα αρκούνταν στην αμφισβήτηση μέρους των ωρών που είχαν δηλωθεί με την αιτιολογία (ως εκ τούτου μη προσήκουσα) ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι οι ώρες αυτές αντιστοιχούσαν σε εργασία παρασχεθείσα εντός των εγκαταστάσεων. Θα είχε αμφισβητήσει επί της αρχής τις ώρες αυτές –όπως, άλλωστε, και το σύνολο των υπολοίπων ωρών που είχαν δηλωθεί κατά το σύστημα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως‐ λόγω αναξιοπιστίας του συστήματος καταγραφής χρόνου απασχολήσεως. Ο λόγος, όμως, απορρίψεως των ωρών που είχαν δηλωθεί δεν ήταν αυτός.

117    Ο μοναδικός λόγος προσαρμογής έγκειται στο ότι δεν είχε αρκούντως αποδειχθεί ότι οι δηλωθείσες ώρες, οι οποίες δεν αμφισβητούνται επί της αρχής, αφορούσαν εργασία παρασχεθείσα εντός των εγκαταστάσεων του ενάγοντος, όπως υποστηρίζεται ότι απαιτούσε η συναφθείσα με τους ερευνητές σύμβαση έργου.

118    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο λόγος προσαρμογής που αντέταξε ο ERCEA είναι, κατ’ ουσίαν, λόγος αμιγώς τυπικού χαρακτήρα και εσφαλμένος.

119    Μολονότι, πρώτον, οι δηλωθείσες ώρες δεν αμφισβητούνταν επί της αρχής (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων), δεύτερον, ο ERCEA δέχεται κατ’ ανάγκη (παραπέμποντας στον οδηγό ΠΠ7, ο οποίος εξετάζει την τηλεργασία και την επίβλεψη, χωρίς το ένα στοιχείο να αποκλείει το άλλο) ότι η τηλεργασία δεν είναι καταρχήν μη συμβατή με την επίβλεψη, τρίτον, το άρθρο II.15 ΓΟ μνημόνευε μόνον την επίβλεψη και, τέταρτον, οι συμβάσεις έργου που είχαν συναφθεί μεταξύ του ενάγοντος και των συμβούλων του δέχονταν, κατ’ ουσίαν, τη δυνατότητα εργασίας εξ αποστάσεως, ο ERCEA, παρ’ όλα τα ανωτέρω, απέκλεισε από τη χρηματοδότηση της Ένωσης μεγάλο αριθμό ωρών που είχαν δηλωθεί, απλώς και μόνον επειδή το ενάγον δεν είχε εκπληρώσει προβαλλόμενη υποχρέωση να αποδείξει ότι οι ώρες αφορούσαν απασχόληση εντός των εγκαταστάσεών του.

120    Εξάλλου, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ο ERCEA εμμένει στη θέση αυτή, αρκούμενος στην αμφισβήτηση του ότι οι υπηρεσίες παρασχέθηκαν εντός των εγκαταστάσεων του ενάγοντος, ενώ ουδόλως αμφισβητείται ότι παρασχέθηκε πράγματι εργασία και ότι, εκτός ενός μικρού αριθμού ωρών, οι ώρες που δηλώθηκαν αντιστοιχούν σε πραγματική εργασία.

121    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, οι ελεγκτές και εν συνεχεία ο ERCEA κακώς έκριναν ότι δεν ήταν επιλέξιμες ώρες εργασίας, κατά τα λοιπά μη αμφισβητούμενες, λόγω παραβάσεως, ανύπαρκτης ωστόσο, υποχρεώσεως αποδείξεως ότι οι ώρες αυτές αφορούν εργασία παρασχεθείσα εντός των εγκαταστάσεων του ενάγοντος.

122    Οι ώρες αυτές, για τις οποίες δεν αμφισβητείται ότι αφορούν πραγματική εργασία, ήταν επομένως επιλέξιμες.

123    Όσον αφορά το ύψος της προσαρμογής και τον αριθμό των ωρών που αυτή αφορά, από τη συνδυασμένη εξέταση των στοιχείων των παραρτημάτων 2 και 4 της τελικής εκθέσεως ελέγχου, στα οποία το ύψος της προσαρμογής όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού καθορίσθηκε σε συνολικό ποσό 184 386,31 ευρώ (το οποίο αντιστοιχεί σε 5 997 δηλωθείσες ώρες), προκύπτει ότι το μέρος της προσαρμογής που βασίζεται στην εσφαλμένη αιτιολογία αυτή αφορά το σύνολο σχεδόν του συνολικού ποσού της προσαρμογής, συγκεκριμένα δε, κατ’ ελάχιστον, 181 919,83 ευρώ.

124    Όσον αφορά το υπόλοιπο του ποσού της προσαρμογής για δαπάνες προσωπικού, συγκεκριμένα δε 2 466,48 ευρώ, το ποσό αυτό κατανέμεται μεταξύ τριών ερευνητών: της S., για ποσό 2 142,61 ευρώ, του W., για ποσό 134,75 ευρώ, και του Z., για ποσό 189,12 ευρώ.

125    Ως προς την περίπτωση, πρώτον, της S., επισημαίνεται ότι οι ελεγκτές απέρριψαν 60 δηλωθείσες ώρες εργασίας όσον αφορά την 11η Δεκεμβρίου 2009 και το χρονικό διάστημα από τις 21 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009, για τον λόγο, κατ’ ουσίαν, ότι δεν υπήρχε φυσική παρουσία της συμβούλου στις εγκαταστάσεις του ενάγοντος. Από τα στοιχεία της δικογραφίας συνάγεται επαρκώς ότι, όπως άλλωστε δέχεται το ενάγον, οι δηλωθείσες ώρες αυτές αντιστοιχούν σε εργασία που πραγματοποιήθηκε στο πανεπιστήμιο προελεύσεως της συμβούλου. Καθόσον, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 94 ανωτέρω, τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν συμφωνήσει τη δυνατότητα τηλεργασίας και δεδομένου, εξάλλου, ότι δεν αμφισβητείται ότι οι 60 ώρες που δηλώθηκαν στο φύλλο καταγραφής χρόνου απασχολήσεως αντιστοιχούν σε πραγματική εργασία, κακώς οι ώρες αυτές κρίθηκαν μη επιλέξιμες για τον λόγο ότι αποτελούν ώρες εργασίας εξ αποστάσεως.

126    Όσον αφορά, δεύτερον, την περίπτωση του W., από τη δικογραφία προκύπτει ότι το ποσό της προσαρμογής αντιστοιχεί σε 3,5 ώρες εργασίας οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στις 22 Μαΐου 2009, απορρίφθηκαν δε επειδή οι ώρες αυτές αφορούσαν εργασία παρασχεθείσα κατόπιν της λήξεως της ισχύος της συμβάσεως μεταξύ του Πανεπιστημίου και του ερευνητή. Λαμβανομένης υπόψη της περιστάσεως αυτής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσαρμογή στην οποία προέβη ο ERCEA ήταν δικαιολογημένη.

127    Όσον αφορά, τρίτον, την περίπτωση του Z., από τη δικογραφία προκύπτει ότι το ποσό της προσαρμογής αντιστοιχεί σε 12 ώρες εργασίας. Οι 12 ώρες αυτές κατανέμονται μεταξύ, αφενός, 6 ωρών απασχολήσεως, στις 29 Σεπτεμβρίου 2010, εντός των εγκαταστάσεων του ενάγοντος, πριν ο ενδιαφερόμενος μεταβεί, την ίδια ημέρα, στις 17.00, στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης (Ελλάδα) προκειμένου να ταξιδέψει αεροπορικώς με προορισμό το Wuhan (Κίνα), μέσω Μονάχου (Γερμανία) και Πεκίνου (Κίνα), και, αφετέρου, 6 ωρών απασχολήσεως στις 30 Σεπτεμβρίου 2010, στο πανεπιστήμιο προελεύσεως του ερευνητή. Ο λόγος απορρίψεως των ωρών αυτών, όπως διατυπώνεται στην τελική έκθεση ελέγχου, φαίνεται να είναι η εγγύτητα των ωρών αυτών απασχολήσεως με το αεροπορικό ταξίδι επιστροφής.

128    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι, μολονότι η προσαρμογή λόγω των ωρών που πραγματοποιήθηκαν πριν από την αναχώρηση δεν προκύπτει ότι είναι δικαιολογημένη, λαμβανομένου υπόψη ότι η ώρα επιβιβάσεως, στις 29 Σεπτεμβρίου 2010, ήταν σχετικά αργά, αντιθέτως, η προσαρμογή λόγω των ωρών που δηλώθηκαν για την ημέρα αφίξεως στην Κίνα είναι βάσιμη, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών του πραγματοποιηθέντος δρομολογίου και του ότι, εξάλλου, το ενάγον, στα υπομνήματά του ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, κάνει λόγο για απασχόληση η οποία δεν πραγματοποιήθηκε την ημέρα της αφίξεως στο Wuhan, κατά την οποία έληγε η ισχύς της συμβάσεως του συμβούλου, αλλά μεταγενέστερα, συγκεκριμένα δε στις 2 Οκτωβρίου 2010, ημερομηνία αποστολής της αναφοράς εργασίας του συμβούλου. Η προσαρμογή στην οποία προέβη ο ERCEA είναι, επομένως, δικαιολογημένη, όσον αφορά μόνον 6 ώρες.

129    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, κρίνεται ότι η προσαρμογή λόγω δαπανών προσωπικού δεν είναι δικαιολογημένη όσον αφορά ποσό ύψους 184 157,00 ευρώ και ότι το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε επιλέξιμες δαπάνες.

 Επί των εξόδων ταξιδίου

130    Το ενάγον αμφισβητεί τους λόγους απορρίψεως της επιλεξιμότητας των δαπανών ταξιδίων όσον αφορά τις μετακινήσεις του A., των μετακινήσεων εκτός συμβατικών περιόδων και των μετακινήσεων ορισμένων ερευνητών. Στις παρατηρήσεις του επί της ανακοπής, το ενάγον εμμένει, κατ’ ουσίαν, στην άποψή του.

131    Ο ERCEA αντιτάσσεται στην άποψη του ενάγοντος.

132    Επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο II.15 ΓΟ, άμεσες δαπάνες είναι όλες οι επιλέξιμες δαπάνες που μπορούν να συνδεθούν άμεσα με το έργο και προσδιορίζονται ως τέτοιες από τον δικαιούχο, σύμφωνα με τις λογιστικές αρχές του και τους συνήθεις εσωτερικούς κανόνες του.

133    Το άρθρο 14 του παραρτήματος II της Συμβάσεως ορίζει ότι οι επιλέξιμες δαπάνες πρέπει να χρησιμοποιούνται αποκλειστικώς με σκοπό την επίτευξη των στόχων του έργου και των αναμενομένων από αυτό αποτελεσμάτων, τηρουμένων των αρχών της οικονομίας, της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας, πρέπει να μνημονεύονται στον εκτιμώμενο συνολικό προϋπολογισμό του παραρτήματος I της Συμβάσεως και πρέπει να προσδιορίζονται σύμφωνα με τις συνήθεις λογιστικές και διαχειριστικές αρχές και πρακτικές του δικαιούχου.

134    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο ERCEA έκρινε μη επιλέξιμες, πρώτον, τις δαπάνες που αφορούν εννέα ταξίδια του A., συνολικού ύψους 11 912,38 ευρώ, δεύτερον, τα έξοδα ταξιδίου τεσσάρων ερευνητών τα οποία πραγματοποιήθηκαν εκτός των συμβατικών περιόδων ή δεν αφορούσαν τη μετακίνηση μεταξύ της χώρας προελεύσεως και της Θεσσαλονίκης, συνολικού ύψους 4 969,07 ευρώ, τρίτον, τα έξοδα ταξιδίου δύο ερευνητών από τη χώρα προελεύσεως στη Θεσσαλονίκη, ύψους 3 026,93 ευρώ, και, τέταρτον, διάφορες δαπάνες, σχετικές ιδίως με τον ΦΠΑ, συνολικού ύψους 309,85 ευρώ.

135    Οι διάφορες αυτές δαπάνες θα εξετασθούν κατά σειρά.

–       Όσον αφορά τα έξοδα σχετικά με τον A.

136    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι τα απορριφθέντα ποσά, συνολικού ύψους 11 912,38 ευρώ, αφορούν τα εξής ταξίδια:

–        2 089,93 ευρώ, για ταξίδι μεταξύ Θεσσαλονίκης και Houghton (Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) (από 8 έως 30 Μαρτίου 2010)·

–        394,91 ευρώ, για ταξίδι μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας (Ελλάδα) (από 19 έως 20 Απριλίου 2010)·

–        1 745,67 ευρώ, για ταξίδι μεταξύ Θεσσαλονίκης και Βελιγραδίου (Σερβία) (από 1ης έως 6 Μαΐου 2010)·

–        1 698,21 ευρώ, για ταξίδι μεταξύ Θεσσαλονίκης και Εδιμβούργου (Σκωτία) (από 19 έως 25 Μαΐου 2010)·

–        1 488,96 ευρώ, για ταξίδι μεταξύ Θεσσαλονίκης και Chişinău (Μολδαβία) (από 12 έως 16 Σεπτεμβρίου 2010)·

–        646,78 ευρώ, για ταξίδι μεταξύ Θεσσαλονίκης και Λάρνακας (Κύπρος) (από 19 έως 21 Σεπτεμβρίου 2011)·

–        470,06 ευρώ, για ταξίδι μεταξύ Θεσσαλονίκης και Κασσάνδρας (Ελλάδα) (στις 23 Σεπτεμβρίου 2011)·

–        2 903,42 ευρώ, για ταξίδι μεταξύ Θεσσαλονίκης και Columbus (Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) (από 15 έως 21 Οκτωβρίου 2011)·

–        474,44 ευρώ, για ταξίδι μεταξύ Θεσσαλονίκης και Φλώρινας (Ελλάδα) (από 14 έως 16 Σεπτεμβρίου 2012).

137    Οι λόγοι της απορρίψεως των δαπανών του πρώτου ταξιδίου από τα μνημονευόμενα στη σκέψη 136 ανωτέρω είναι ότι ο Α. δεν ήταν, κατά τον χρόνο του ταξιδίου αυτού, επίσημο μέλος της ερευνητικής ομάδας του έργου και ότι το Houghton ήταν ο τόπος κατοικίας της οικογένειάς του. Κρίθηκε ότι ο σύνδεσμος μεταξύ των δαπανών αυτών ταξιδίου και των στόχων του έργου δεν θεμελιωνόταν επαρκώς. Επισημαίνεται ότι το ενάγον δεν αμφισβητεί τις διαπιστώσεις σχετικά με τις ιδιότητες του ενδιαφερομένου και του προορισμού. Υποστηρίζει ότι τα προσκομισθέντα έγγραφα δικαιολογούν την επιστημονική σκοπιμότητα του ταξιδίου αυτού. Επισημαίνεται ότι, μολονότι τα προσκομισθέντα έγγραφα αφορούν πράγματι το επίμαχο ταξίδι, εντούτοις ο Α. δεν ήταν ακόμη μέλος της ερευνητικής ομάδας κατά τον χρόνο του ταξιδίου αυτού. Η προσαρμογή ως προς το ταξίδι αυτό είναι βάσιμη.

138    Οι λόγοι απορρίψεως των δαπανών του δευτέρου και του πέμπτου έως και του ενάτου των προμνημονευθέντων στη σκέψη 136 ταξιδίων ήταν ότι ο ERCEA αδυνατούσε να συνδέσει τα ταξίδια αυτά με επιστημονικές δημοσιεύσεις και ότι η συμμετοχή του Α. κρίθηκε ότι δεν δικαιολογείται για την επίτευξη των στόχων του έργου. Ο ERCEA διευκρινίζει ότι σκοπός των ταξιδίων αυτών ήταν κυρίως η παρουσίαση των αποτελεσμάτων σε διάφορα επιστημονικά συνέδρια.

139    Το ενάγον ισχυρίζεται ότι τα προσκομισθέντα έγγραφα δικαιολογούν την επιστημονική σκοπιμότητα των ταξιδίων αυτών.

140    Επισημαίνεται ότι τα προσκομισθέντα έγγραφα αφορούν έξι ταξίδια, σκοπός των οποίων ήταν, ιδίως, η εξέταση ζητημάτων σχετικών με το έργο Minatran, η παρουσίαση των αποτελεσμάτων του εν λόγω έργου στο πλαίσιο διεθνών συνεδρίων, καθώς και οι επαφές, οι εργασίες και οι ανταλλαγές απόψεων με άλλους ερευνητές. Επισημαίνεται ότι δεν αμφισβητείται ότι, κατά τον χρόνο των ταξιδίων αυτών, ο Α. είχε την ιδιότητα του μέλους της επιστημονικής ομάδας του έργου. Από τη δικογραφία συνάγεται επαρκώς ότι μετείχε συγκεκριμένα σε αυτήν. Στο πλαίσιο αυτό, προκύπτει ότι η δικαιολόγηση των μετακινήσεων αυτών για τους σκοπούς του έργου αποδεικνύεται επαρκώς.

141    Όσον αφορά το τρίτο και το τέταρτο εκ των προμνημονευθέντων στη σκέψη 136 ταξιδίων, ως προς τα οποία ο ERCEA εκτιμά επιπλέον ότι δεν ήταν οικονομικό να μεταβαίνουν από κοινού η κύρια ερευνήτρια, κατά την έννοια του παραρτήματος II της Συμβάσεως, και ο Α. με σκοπό να μετάσχουν στις ίδιες συναντήσεις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ενάγον δεν αποδεικνύει την αναγκαιότητα συμμετοχής του Α. στα ταξίδια αυτά, πλέον της κύριας ερευνήτριας. Υπό τις συνθήκες αυτές, όσον αφορά τα δύο αυτά ταξίδια, η προσαρμογή είναι δικαιολογημένη.

142    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, κρίνεται ότι η προσαρμογή λόγω των εξόδων ταξιδίου του Α. δεν είναι δικαιολογημένη όσον αφορά ποσό ύψους 6 378,57 ευρώ και ότι το ποσό αυτό αντιστοιχεί, επομένως, σε επιλέξιμες δαπάνες.

–       Όσον αφορά τα έξοδα σχετικά με τα ταξίδια επισκεπτών επιστημόνων

143    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι τα απορριφθέντα ποσά, συνολικού ύψους 4 969,07 ευρώ, αφορούν τα εξής επτά ταξίδια:

–        1 685,63 ευρώ και 630,00 ευρώ, όσον αφορά την S., για ταξίδια μεταξύ Chiangmai (Ταϊλάνδη) και Houghton και μεταξύ Θεσσαλονίκης και Κέρκυρας (Ελλάδα) (από 18 Ιουνίου έως 4 Ιουλίου 2010 και από 18 έως 29 Ιουλίου 2011, αντιστοίχως)·

–        1 164,11 ευρώ, 143,25 ευρώ και 201,05 ευρώ, όσον αφορά τον Z., για ταξίδια μεταξύ Θεσσαλονίκης και Wuhan, μεταξύ Fürth (Γερμανία) και Θεσσαλονίκης και μεταξύ Φρανκφούρτης (Γερμανία) και Θεσσαλονίκης (από 29 έως 30 Σεπτεμβρίου 2010 και από 31 Δεκεμβρίου 2012 έως 28 Ιανουαρίου 2013)·

–        1 039,03 ευρώ, όσον αφορά τον Y., για ταξίδι μεταξύ Θεσσαλονίκης και Σανγκάης (Κίνα) στις 4 Οκτωβρίου 2010·

–        106,00 ευρώ, όσον αφορά τον Μ., για ταξίδι μεταξύ Θεσσαλονίκης και Νυρεμβέργης (Γερμανία) (από 9 έως 15 Μαρτίου 2013).

144    Οι λόγοι απορρίψεως των δαπανών αυτών ήταν, πρώτον, ότι τα ταξίδια αυτά πραγματοποιήθηκαν εκτός των χρονικών διαστημάτων ισχύος των εκάστοτε συμβάσεων και, δεύτερον, ότι τα έξοδα των ταξιδίων αυτών δεν μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως επιλέξιμες δαπάνες, ακόμη και αν οι ενδιαφερόμενοι θεωρούνταν «επισκέπτες [ειδικοί επιστήμονες]», δεδομένου ότι τα επίμαχα ταξίδια δεν πραγματοποιήθηκαν από τις χώρες προελεύσεως με προορισμό τη Θεσσαλονίκη.

145    Επισημαίνεται ότι ο ERCEA δέχθηκε εν προκειμένω ότι τα έξοδα ταξιδίου των ειδικών επιστημόνων, οι οποίοι μετέχουν επί συγκεκριμένης βάσεως στο έργο, μπορούν να θεωρηθούν επιλέξιμα ως «λοιπές δαπάνες» υπό την προϋπόθεση ότι η συμμετοχή των εν λόγω «επισκεπτών» ειδικών επιστημόνων προβλέπεται δεόντως στο παράρτημα I της Συμβάσεως και εφόσον, επιπλέον, πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας (ειδικότερα δε το άρθρο 14 του παραρτήματος II της Συμβάσεως).

146    Επίσης, από τις εξηγήσεις που παρέσχε ο ERCEA προκύπτει ότι επέτρεψε την επιστροφή δαπανών σχετικά με άλλους «επισκέπτες» επιστήμονες όσον αφορά ταξίδια εκτός των συμβατικών περιόδων, μολονότι η συμμετοχή των ερευνητών αυτών ως επισκεπτών δεν περιγραφόταν αναλυτικώς στο παράρτημα I της Συμβάσεως, πλην όμως οι δαπάνες για τα επτά προμνημονευθέντα στη σκέψη 143 ταξίδια επισκεπτών επιστημόνων δεν κρίθηκαν αναγκαίες για την επίτευξη των επιστημονικών στόχων του έργου και χαρακτηρίσθηκαν, ως εκ τούτου, ως μη επιλέξιμες.

147    Επομένως, από τις εξηγήσεις αυτές που παρέσχε ο ERCEA ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο λόγος απορρίψεως των δαπανών σχετικά με τα επτά προμνημονευθέντα στη σκέψη 143 ταξίδια δεν είναι ο μνημονευόμενος στην τελική έκθεση ελέγχου, αλλά, στην πράξη, άλλος λόγος, απτόμενος της εκτιμήσεως από τον ERCEA του αναγκαίου χαρακτήρα των δαπανών αυτών για την υλοποίηση του έργου. Εντούτοις, τόσο από τις τεκμηριωμένες εξηγήσεις που παρέσχε το ενάγον όσο και από τα προσκομισθέντα δικαιολογητικά προκύπτει ότι η εκτίμηση αυτή είναι εσφαλμένη.

148    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, κρίνεται ότι η προσαρμογή ύψους 4 969,07 ευρώ λόγω των προμνημονευθέντων στη σκέψη 143 ταξιδίων δεν είναι δικαιολογημένη και ότι το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε επιλέξιμες δαπάνες.

–       Όσον αφορά τις δαπάνες ταξιδίου δύο ερευνητών

149    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι τα απορριφθέντα έξοδα, συνολικού ύψους 3 026,93 ευρώ, αφορούν τα ταξίδια του N. και του T. (από 8 έως 17 Αυγούστου 2010 και από 9 έως 17 Αυγούστου 2010, αντιστοίχως).

150    Ο λόγος της προσαρμογής έγκειται στο ότι τα έξοδα αυτά αφορούσαν απλή μετάβαση, στο ότι δεν υφίστατο καθιερωμένη πρακτική του ενάγοντος για την επιστροφή τέτοιων εξόδων και στο ότι, σε άλλες περιπτώσεις, δεν ζητήθηκε επιστροφή των εξόδων, δεν υφίστατο δε πρακτική του ενάγοντος περί αναλήψεως των δαπανών μετακινήσεως των υπαλλήλων του.

151    Το ενάγον ισχυρίζεται ότι εξήγησε στον ERCEA, χωρίς ουδέποτε να λάβει απάντηση σχετικώς, ότι αποτελεί πάγια πρακτική του να καλύπτει τα έξοδα μετακινήσεως των ερευνητών που αδυνατούν να τα καλύψουν, είτε εξ ιδίων είτε εξ άλλων πόρων, εφόσον οι ερευνητές αυτοί κρίνονται απαραίτητοι για το έργο. Εν προκειμένω, το ύψος των δαπανών και η αναγκαιότητά τους, επομένως δε και η επιλεξιμότητα των δύο ταξιδίων αυτών, αποδείχθηκε επαρκώς, κατά το ενάγον, από τις παρατηρήσεις που υπέβαλε το Πανεπιστήμιο στον ERCEA, καθώς και από τα εσωτερικά έγγραφα του Πανεπιστημίου και τα σύντομα σημειώματα περί της σκοπιμότητας και του αναγκαίου χαρακτήρα των ταξιδίων αυτών.

152    Επισημαίνεται, όπως τόνισε και ο ERCEA, ότι τα στοιχεία που προσκόμισε το ενάγον δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη καμίας εκ μέρους του πάγιας πρακτικής συναφώς ούτε, άλλωστε, την αδυναμία των ενδιαφερομένων να αναλάβουν τα έξοδα του ταξιδίου τους.

153    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, κρίνεται ότι η προσαρμογή ύψους 3 026,93 ευρώ λόγω των προμνημονευθέντων στη σκέψη 149 ταξιδίων είναι δικαιολογημένη.

–       Όσον αφορά τον ΦΠΑ και άλλες δαπάνες

154    Επισημαίνεται ότι οι προσαρμογές σχετικά με τον ΦΠΑ και άλλες δαπάνες, συνολικού ύψους 309,85 ευρώ, δεν αμφισβητούνται.

 Επί των έμμεσων δαπανών

155    Το ενάγον αμφισβητεί την απόρριψη της επιλεξιμότητας των έμμεσων δαπανών, οι οποίες προσδιορίζονται σε ποσοστό 20 % του συνόλου των δαπανών προσωπικού και ταξιδίων που απορρίφθηκαν ως μη επιλέξιμες.

156    Ο ERCEA επισημαίνει ότι εάν επιβεβαιωθεί ο χαρακτηρισμός των επίμαχων άμεσων δαπανών ως μη επιλέξιμων, τότε το αυτό πρέπει να ισχύει και για τις αντίστοιχες έμμεσες δαπάνες.

157    Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, του παραρτήματος II της Συμβάσεως, «[μ]ε την επιφύλαξη της εφαρμογής διαφορετικών μεθόδων απόδοσης δαπανών στο πλαίσιο άλλων μηχανισμών χρηματοδότησης, οι έμμεσες δαπάνες που πραγματοποιούνται σε άμεση σχέση με τις επιλέξιμες άμεσες δαπάνες που συνδέονται με το έργο αποδίδονται με βάση κατ’ αποκοπή ποσοστό 20 % των συνολικών άμεσων επιλέξιμων δαπανών, εξαιρουμένων των άμεσων επιλέξιμων δαπανών για υπεργολαβία και των δαπανών για τους πόρους που διατίθενται από τρίτους και δεν χρησιμοποιούνται στις εγκαταστάσεις του δικαιούχου».

158    Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που παρατίθενται στις σκέψεις 129 και 142 ανωτέρω, το ποσό της προσαρμογής επί των άμεσων δαπανών στην οποία εσφαλμένα προέβη ο ERCEA ανέρχεται σε 190 535,57 ευρώ.

159    Ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του παραρτήματος II της Συμβάσεως, το ποσό των έμμεσων δαπανών που αφορά η μη δικαιολογημένη προσαρμογή αυτή ανέρχεται σε 38 107,11 ευρώ.

 Συμπέρασμα επί του ποσού της προσαρμογής

160    Εν κατακλείδι, το ποσό της μη δικαιολογημένης προσαρμογής, όσον αφορά τις άμεσες δαπάνες (σκέψη 158 ανωτέρω), τις έμμεσες δαπάνες (σκέψη 159 ανωτέρω) και τις «λοιπές δαπάνες» (σκέψη 148 ανωτέρω), ανέρχεται σε 233 611,75 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί, επομένως, σε επιλέξιμες δαπάνες.

 Επί του συμψηφισμού

161    Το ενάγον υποστηρίζει ότι η μέσω συμψηφισμού είσπραξη ποσού ύψους 132 192,12 ευρώ, στην οποία προέβη ο υπόλογος της Επιτροπής, συνιστά παραβίαση των συμβατικών υποχρεώσεων του ERCEA και παράβαση του κανονισμού 1605/2002, διότι ο συμψηφισμός αυτός αφορά αξίωση της οποίας τον βέβαιο, εκκαθαρισμένο και απαιτητό χαρακτήρα έχει αμφισβητήσει σοβαρά το ενάγον.

162    Με την από 20 Μαρτίου 2018 απάντησή του στην ερώτηση που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο την 1η Μαρτίου 2018, το ενάγον υποστηρίζει ότι η βασιζόμενη στο άρθρο 272 ΣΛΕΕ εκ μέρους του αμφισβήτηση του συμψηφισμού είναι παραδεκτή.

163    Ο ERCEA αμφισβητεί την άποψη του ενάγοντος. Η αμφισβήτηση του συμψηφισμού είναι, κατά τον εναγόμενο, απαράδεκτη. Επί της ουσίας, το επίμαχο ποσό είναι βέβαιο, εκκαθαρισμένο και απαιτητό. Η ύπαρξη αμφισβητήσεως της απαιτήσεως δεν παρακωλύει την είσπραξή της.

164    Κατά τη νομολογία, πράξη διά της οποίας ένα θεσμικό όργανο προβαίνει, όπως εν προκειμένω, σε εξωδικαστικό συμψηφισμό μεταξύ των οφειλών και των απαιτήσεων που απορρέουν από διαφορετικές έννομες σχέσεις με το ίδιο πρόσωπο συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Στο πλαίσιο της ασκήσεως τέτοιου ενδίκου βοηθήματος απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει τη νομιμότητα αποφάσεως συμψηφισμού, δεδομένων των αποτελεσμάτων της που συνίστανται σε μη πραγματική καταβολή των επιδίκων ποσών στον προσφεύγοντα (βλ. απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2008, Helkon Media κατά Επιτροπής, T‑122/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:418, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· διάταξη της 13ης Μαΐου 2016, CEVA κατά Επιτροπής, T‑601/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:316, σκέψη 24).

165    Επιπλέον, καθόσον με τον συμψηφισμό συντελείται ταυτόχρονη απόσβεση δύο υποχρεώσεων που δεσμεύουν αμοιβαία δύο πρόσωπα, αυτός μπορεί να αντιστοιχεί ταυτόχρονα σε καταβολή ποσών που η Επιτροπή θεωρεί οφειλόμενα κατ’ εφαρμογήν της συγκεκριμένης συμβάσεως και σε ανάκτηση ποσών με αιτία διαφορετική από τη σύμβαση αυτή. Επομένως, πρόκειται για νομική πράξη η οποία, αφενός, δύναται να συνιστά απόσβεση οφειλών και απαιτήσεων πάσης φύσεως, συμβατικής ή μη, και, αφετέρου, δυνάμενη να διαχωρισθεί από το αμιγώς συμβατικό πλαίσιο (βλ. απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2008, Helkon Media κατά Επιτροπής, T‑122/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:418, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· διάταξη της 13ης Μαΐου 2016, CEVA κατά Επιτροπής, T‑601/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:316, σκέψη 25).

166    Πρέπει, επίσης, να γίνει δεκτό ότι, ανεξαρτήτως της φύσεως των εννόμων σχέσεων από τις οποίες απορρέουν οι συμψηφιζόμενες οφειλές και απαιτήσεις, συμψηφισμός διενεργούμενος βάσει του κανονισμού 1605/2002 εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και αποτελεί πράξη δεκτική προσφυγής ακυρώσεως ασκούμενης σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ (απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2008, Helkon Media κατά Επιτροπής, T‑122/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:418, σκέψη 48, και διάταξη της 13ης Μαΐου 2016, CEVA κατά Επιτροπής, T‑601/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:316, σκέψη 26).

167    Ως εκ τούτου, το κύρος αποφάσεως περί συμψηφισμού δεν μπορεί να προσβληθεί στο πλαίσιο αγωγής η οποία ασκήθηκε, όπως εν προκειμένω, βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ (διάταξη της 13ης Μαΐου 2016, CEVA κατά Επιτροπής, T‑601/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:316, σκέψη 27).

168    Πρέπει, όμως, να υπομνησθεί ότι απόκειται στον ασκούντα το ένδικο βοήθημα να επιλέξει οριστικώς τη νομική βάση του ενδίκου βοηθήματός του και όχι στον δικαστή της Ένωσης να επιλέξει ο ίδιος την πλέον προσήκουσα νομική βάση (βλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, CEVA κατά Επιτροπής, T‑285/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:479, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· διάταξη της 13ης Μαΐου 2016, CEVA κατά Επιτροπής, T‑601/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:316, σκέψη 22).

169    Εν προκειμένω, το ενάγον αμφισβήτησε τον συμψηφισμό βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ. Ερωτηθέν από το Γενικό Δικαστήριο, ενέμεινε στη θέση του, χωρίς να ζητήσει να χαρακτηρισθεί εκ νέου το ένδικο βοήθημα ως προσφυγή ασκηθείσα βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Στις από 20 Μαρτίου 2018 παρατηρήσεις του, το ενάγον επικαλέσθηκε διάφορες αποφάσεις οι οποίες, κατά την άποψή του, δικαιολογούν την εκ μέρους του προσέγγιση βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ.

170    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι αποφάσεις τις οποίες μνημονεύει το ενάγον δεν στηρίζουν τη θέση του, αλλά, αντιθέτως, την αναιρούν.

171    Πράγματι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 4ης Μαΐου 2017, Meta Group κατά Επιτροπής (T‑744/14, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αναίρεση, EU:T:2017:304), η προσφεύγουσα-ενάγουσα είχε καταρχάς ασκήσει, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, τέσσερις προσφυγές ακυρώσεως, μεταξύ άλλων, πράξεων συμψηφισμού (σκέψεις 23, 25 και 46 της αποφάσεως), εν συνεχεία δε, κατόπιν ερωτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου, αγωγή λόγω συμβατικής ευθύνης δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ (σκέψεις 47 και 48 της αποφάσεως), εν αναμονή της εκδικάσεως της οποίας ανεστάλη η διαδικασία εκδικάσεως των τεσσάρων προσφυγών ακυρώσεως (σκέψη 49 της αποφάσεως). Στο πλαίσιο της εξετάσεως της ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ αγωγής αυτής, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ακριβώς, εξετάζοντας ισχυρισμό κατά του κύρους των αποφάσεων περί συμψηφισμού, ότι το κύρος αυτό δεν μπορεί να προσβληθεί στο πλαίσιο τέτοιας αγωγής ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, αλλά μόνον με προσφυγή ακυρώσεως (σκέψεις 263 έως 267 της αποφάσεως), επισήμανε δε ότι εκκρεμούσαν τέτοιες προσφυγές ακυρώσεως και ότι η σχετική διαδικασία είχε ανασταλεί εν αναμονή της εκδικάσεως της αγωγής (σκέψη 268 της αποφάσεως).

172    Ομοίως, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Eurofast κατά Επιτροπής (T‑87/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:641), το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε σαφή διάκριση μεταξύ αιτήματος δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, για την ακύρωση αποφάσεως περί συμψηφισμού, και αιτήματος δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, με σκοπό να αποδειχθεί η συμβατική επιλεξιμότητα της απαιτήσεως της ενάγουσας (σκέψεις 37 και 38 της αποφάσεως), δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάζει στο πλαίσιο ενός εκ των αιτημάτων αυτών λόγους ή ισχυρισμούς και επιχειρήματα που εμπίπτουν, στην πραγματικότητα, στο άλλο (σκέψεις 40 και 41 της αποφάσεως).

173    Επομένως, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται το ενάγον, το Γενικό Δικαστήριο, με τις δύο αυτές αποφάσεις, επιβεβαίωσε ότι το κύρος αποφάσεως περί συμψηφισμού δεν μπορεί να προσβληθεί με αγωγή δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ και αποφάνθηκε ότι, ακριβώς λόγω του διαφορετικού χαρακτήρα της προσφυγής ακυρώσεως του άρθρου 263 ΣΛΕΕ και της αγωγής που ασκείται δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, τα επιχειρήματα που δύνανται να εξετασθούν στο πλαίσιο του ενός ή του άλλου είδους ένδικου βοηθήματος διαφέρουν μεταξύ τους.

174    Τέλος, όσον αφορά την εκ μέρους του ενάγοντος επίκληση της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2015, Synergy Hellas κατά Επιτροπής (T‑106/13, EU:T:2015:860), καταρχάς, επισημαίνεται ότι η υπόθεση εκείνη δεν αφορούσε τη διάκριση μεταξύ των ενδίκων βοηθημάτων που ασκούνται δυνάμει των άρθρων 272 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ, αλλά τη διάκριση μεταξύ των αγωγών που ασκούνται δυνάμει των άρθρων 272 ΣΛΕΕ και 268 ΣΛΕΕ. Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι το ενάγον συνάγει από τη σκέψη 144 της αποφάσεως εκείνης το επιχείρημα ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να επιλαμβάνεται οποιασδήποτε διαφοράς ανακύπτει κατά την εφαρμογή της συμβάσεως, όπως εν προκειμένω. Μολονότι, όμως, δεν αμφισβητείται ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι πράγματι αρμόδιο να επιλαμβάνεται οποιασδήποτε διαφοράς ανακύπτει κατά την εφαρμογή της Συμβάσεως, τούτο δε λόγω του άρθρου της 9, εντούτοις το επιχείρημα του ενάγοντος στερείται σημασίας. Πράγματι, η αρμοδιότητα αυτή του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία στηρίζεται σε ρήτρα διαιτησίας και απαντά εν γένει σε όλες τις σχετικές με ρήτρα διαιτησίας υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι προμνημονευθείσες στις σκέψεις 164 έως 172 αποφάσεις, ουδόλως αναιρεί το ότι η αμφισβήτηση αποφάσεως περί συμψηφισμού εμπίπτει στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως.

175    Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η ασκηθείσα βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ αγωγή είναι απαράδεκτη κατά το μέρος που με αυτήν αμφισβητείται ο συμψηφισμός.

176    Η περίσταση αυτή δεν επηρεάζει την υποχρέωση που υπέχει ο ERCEA, από το άρθρο 266 ΣΛΕΕ, να λαμβάνει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου. Πράγματι, επισημαίνεται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία, αφενός, το Γενικό Δικαστήριο, επιληφθέν διαφοράς βάσει ρήτρας διαιτησίας, έκρινε αβάσιμη την απαίτηση θεσμικού ή άλλου οργάνου έναντι αντισυμβαλλομένου του και, αφετέρου, το όργανο αυτό εξέδωσε, πριν από την περάτωση της δίκης, απόφαση περί συμψηφισμού απαιτήσεως, το εν λόγω όργανο υποχρεούται, ακόμη και αν έχει εκπνεύσει η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως, να εξετάσει εκ νέου, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερομένου, την ύπαρξη και το ύψος της απαιτήσεως την οποία αφορά η απόφασή του, έτσι ώστε να εκτελέσει πλήρως την απόφαση του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 13ης Ιουνίου 2012, Insula κατά Επιτροπής, T‑246/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:287, σκέψεις 113 και 114).

 Επί της εκ μέρους του ERCEA προσκομίσεως αποδεικτικού στοιχείου στις 8 Μαΐου 2018

177    Όσον αφορά την εκ μέρους του ERCEA προσκόμιση αποδεικτικού στοιχείου στις 8 Μαΐου 2018, σχετικά με έρευνα που διενεργεί η OLAF από τον Μάρτιο του 2015 με αντικείμενο το έργο Minatran, επισημαίνεται ότι αυτό το αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο προσκομίσθηκε χωρίς να τηρηθούν οι προϋποθέσεις του άρθρου 46, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας και χωρίς ουδόλως να έχει μνημονεύσει προγενέστερα ο ERCEA την ύπαρξη τέτοιας έρευνας στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, πρέπει να απορριφθεί ως εκπροθέσμως προσκομισθέν βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

178    Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι ο ERCEA αποφάνθηκε επί της επιλεξιμότητας των ποσών που είχε δηλώσει το ενάγον στο πλαίσιο της Συμβάσεως αποκλειστικώς βάσει της τελικής εκθέσεως ελέγχου της 30ής Απριλίου 2015. Η εκ μέρους του ERCEA επίκληση μεταγενέστερης έρευνας της OLAF, η οποία, άλλωστε, δεν έχει περατωθεί, στερείται, στο πλαίσιο αυτό, σημασίας (πρβλ., όσον αφορά όχι διενεργούμενη έρευνα, αλλά έκθεση της OLAF, απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, CEVA κατά Επιτροπής, T‑428/07 και T‑455/07, EU:T:2010:240, σκέψεις 81 και 84).

 Συμπεράσματα επί της αγωγής στο σύνολό της

179    Από το σύνολο των προεκτεθέντων συνάγεται ότι, κατόπιν της εκδικάσεως της υπό κρίση αιτήσεως ανακοπής, βάσει της οποίας ο ERCEA ηττάται ως προς το ουσιώδες μέρος των αιτημάτων του, η υπό κρίση αγωγή πρέπει, πρώτον, να γίνει δεκτή καθόσον η διατυπωθείσα στο υπ’ αριθ. 3241606289 χρεωστικό σημείωμα του ERCEA, της 26ης Μαΐου 2016, απαίτηση είναι αβάσιμη όσον αφορά ποσό ύψους 233 611,75 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε επιλέξιμες δαπάνες, και, δεύτερον, να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

180    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 2, του ιδίου Κανονισμού, όταν οι ηττηθέντες διάδικοι είναι περισσότεροι του ενός, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει για την κατανομή των εξόδων.

181    Με την ερήμην απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον επιδίκασε τα αιτήματα του ενάγοντος, καταδίκασε τον ERCEA στα δικαστικά έξοδα.

182    Δεδομένου ότι, κατά τη διαδικασία ανακοπής, ο ERCEA ηττήθηκε ως προς το ουσιώδες μέρος των αιτημάτων του, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της ερήμην διαδικασίας και της διαδικασίας ανακοπής.

183    Επιπλέον, με τη διάταξή του της 13ης Ιουλίου 2017, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κατά ERCEA (T‑348/16 OP-R, EU:T:2017:497), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου έκρινε εαυτόν αναρμόδιο να αποφανθεί επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων που είχε υποβάλει ενώπιόν του ο ERCEA, απέρριψε την εν λόγω αίτηση και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα με τα αιτήματα του ενάγοντος, ο ERCEA πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της υποθέσεως T‑348/16 OP‑R.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Εξαφανίζει τα σημεία 1, 2 και 3 του διατακτικού της αποφάσεως της 6ης Απριλίου 2017, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κατά ERCEA (T‑348/16).

2)      Η απαίτηση η οποία προβλήθηκε με το υπ' αριθ. 3241606289 χρεωστικό σημείωμα του Εκτελεστικού Οργανισμού του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας (ERCEA), της 26ης Μαΐου 2016, να επιστρέψει το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης μέρος της επιχορηγήσεως που έλαβε για το έργο Minatran, ύψους 245 525,43 ευρώ, είναι αβάσιμη όσον αφορά ποσό ύψους 233 611,75 ευρώ, το δε ποσό αυτό αντιστοιχεί σε επιλέξιμες δαπάνες.

3)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αγωγή που άσκησε το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και την ανακοπή που άσκησε ο ERCEA.

4)      Καταδικάζει τον ERCEA στα δικαστικά έξοδά του, καθώς και στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο των υποθέσεων T‑348/16 και T‑348/16 OP.

5)      Καταδικάζει τον ERCEA στα δικαστικά έξοδά του, καθώς και στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑348/16 OP‑R.

Collins

Kancheva

Passer

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Ιανουαρίου 2019.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του παραδεκτού της ανακοπής και επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου να ερμηνεύσει τις ρήτρες των συμβάσεων έργου που συνήφθησαν μεταξύ του ενάγοντος και των ερευνητών

Επί της ουσίας

Επί των δαπανών προσωπικού

Επί των εξόδων ταξιδίου

– Όσον αφορά τα έξοδα σχετικά με τον A.

– Όσον αφορά τα έξοδα σχετικά με τα ταξίδια επισκεπτών επιστημόνων

– Όσον αφορά τις δαπάνες ταξιδίου δύο ερευνητών

– Όσον αφορά τον ΦΠΑ και άλλες δαπάνες

Επί των έμμεσων δαπανών

Συμπέρασμα επί του ποσού της προσαρμογής

Επί του συμψηφισμού

Επί της εκ μέρους του ERCEA προσκομίσεως αποδεικτικού στοιχείου στις 8 Μαΐου 2018

Συμπεράσματα επί της αγωγής στο σύνολό της

Επί των δικαστικών εξόδων


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.