Language of document : ECLI:EU:T:2018:453

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 12ης Ιουλίου 2018 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ευρωπαϊκή αγορά των ηλεκτρικών καλωδίων – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ – Διαρκής και ενιαία παράβαση – Απόδειξη της παράβασης – Διάρκεια της συμμετοχής – Δημόσια αποστασιοποίηση – Υπολογισμός του προστίμου – Σοβαρότητα της παράβασης – Πλήρης δικαιοδοσία»

Στην υπόθεση T‑441/14,

Brugg Kabel AG, με έδρα το Brugg (Ελβετία),

Kabelwerke Brugg AG Holding, με έδρα το Brugg,

εκπροσωπούμενες από τους A. Rinne, A. Boos, και M. Lichtenegger, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους H. Leupold, H. van Vliet και C. Vollrath, επικουρούμενους από τον A. Israel, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, με αίτημα την ακύρωση της απόφασης C(2014) 2139 τελικό της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2014, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας [ΕΟΧ] (Υπόθεση AT.39610 – Ηλεκτρικά καλώδια), καθόσον αφορά τις προσφεύγουσες, και, επικουρικώς, τη μείωση του επιβληθέντος στις προσφεύγουσες προστίμου,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. M. Collins, πρόεδρο, M. Kancheva (εισηγήτρια) και R. Barents, δικαστές,

γραμματέας: L. Grzegorczyk, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Ιουνίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς

1.      Προσφεύγουσες και οικείος κλάδος

1        Οι προσφεύγουσες, Kabelwerke Brugg AG Holding και η εξ ολοκλήρου ανήκουσα σε αυτή θυγατρική της, Brugg Kabel AG, είναι ελβετικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της παραγωγής και προμήθειας υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων (αιτιολογικές σκέψεις 28 και 37 της προσβαλλόμενης απόφασης).

2        Τα υποβρύχια και τα υπόγεια ηλεκτρικά καλώδια χρησιμοποιούνται, κάτω από το νερό και κάτω από το έδαφος αντιστοίχως, για τη μεταφορά και τη διανομή ηλεκτρικής ενέργειας. Κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες: χαμηλής τάσης, μέσης τάσης καθώς και υψηλής και υπερυψηλής τάσης. Τα ηλεκτρικά καλώδια υψηλής και υπερυψηλής τάσης πωλούνται ως επί το πλείστον στο πλαίσιο έργων. Πρόκειται για έργα τοποθέτησης ηλεκτρικών καλωδίων, μαζί με τον εξοπλισμό, τις εγκαταστάσεις και την παροχή των αναγκαίων συμπληρωματικών υπηρεσιών. Τα ηλεκτρικά καλώδια υψηλής και υπερυψηλής τάσης πωλούνται σε όλο τον κόσμο σε μεγάλους φορείς εκμετάλλευσης εθνικών δικτύων και σε άλλες επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας, κυρίως στο πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων

2.      Διοικητική διαδικασία

3        Με έγγραφο της 17ης Οκτωβρίου 2008, η σουηδική εταιρία ABB AB υπέβαλε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σειρά δηλώσεων και εγγράφων σχετικών με περιοριστικές εμπορικές πρακτικές στον κλάδο της παραγωγής και προμήθειας υπόγειων και υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων. Οι δηλώσεις και τα έγγραφα αυτά προσκομίστηκαν στο πλαίσιο αίτησης απαλλαγής από την επιβολή προστίμου, κατά την έννοια της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2006, C 298, σ. 17, στο εξής: ανακοίνωση περί επιείκειας).

4        Κατόπιν των δηλώσεων της ABB, η Επιτροπή διενήργησε, από τις 28 Ιανουαρίου έως τις 3 Φεβρουαρίου 2009, ελέγχους στις στους χώρους της Prysmian SpA και της Prysmian Cavi e Sistemi Energia Srl, καθώς και άλλων εμπλεκόμενων ευρωπαϊκών εταιριών, και συγκεκριμένα της Nexans SA και της Nexans France SAS.

5        Στις 2 Φεβρουαρίου 2009, οι ιαπωνικές εταιρίες Sumitomo Electric Industries Ltd, Hitachi Cable Ltd και J-Power Systems Corp. υπέβαλαν κοινή αίτηση απαλλαγής από την επιβολή προστίμου, σύμφωνα με την παράγραφο 14 της ανακοίνωσης περί επιείκειας, ή, επικουρικώς, μείωσης του προστίμου, σύμφωνα με την παράγραφο 27 της ανακοίνωσης αυτής. Εν συνεχεία, υπέβαλαν στην Επιτροπή περαιτέρω προφορικές δηλώσεις και προσκόμισαν επιπλέον έγγραφα.

6        Κατά τη διάρκεια της έρευνας, η Επιτροπή απέστειλε πλείονες αιτήσεις παροχής πληροφοριών, σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), και με την παράγραφο 12 της ανακοίνωσης περί επιείκειας, σε επιχειρήσεις του κλάδου παραγωγής και προμήθειας υπόγειων και υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων.

7        Στις 30 Ιουνίου 2011, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία και εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων κατά των ακόλουθων νομικών προσώπων: Nexans France, Nexans, Pirelli & C. SpA, Prysmian Cavi e Sistemi Energia, Prysmian, The Goldman Sachs Group, Inc., Sumitomo Electric Industries, Hitachi Cable, J-Power Systems, Furukawa Electric Co. Ltd, Fujikura Ltd, Viscas Corp., SWCC Showa Holdings Co. Ltd, Mitsubishi Cable Industries Ltd, Exsym Corp., ABB, ABB Ltd, nkt cables GmbH, NKT Holding A/S, Silec Cable, SAS, Grupo General Cable Sistemas SA, Safran SA, General Cable Corp., LS Cable & System Ltd, Taihan Electric Wire Co. Ltd και των προσφευγουσών.

8        Από τις 11 έως τις 18 Ιουνίου 2012, όλοι οι αποδέκτες της ανακοίνωσης αιτιάσεων, πλην της Furukawa Electric, μετέσχαν σε ακρόαση την οποία διενήργησε η Επιτροπή.

9        Με τις αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 2012, Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής (T‑135/09, EU:T:2012:596), και της 14ης Νοεμβρίου 2012, Prysmian και Prysmian Cavi e Sistemi Energia κατά Επιτροπής (T‑140/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:597), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε εν μέρει τις αποφάσεις διενέργειας ελέγχου οι οποίες απευθύνονταν, αφενός, στις Nexans και Nexans France και, αφετέρου, στις Prysmian και Prysmian Cavi e Sistemi Energia κατά το μέρος που αφορούσαν άλλα ηλεκτρικά καλώδια, εκτός των υποβρύχιων και υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσης και των συναφών με αυτά υλικών, και απέρριψε τις προσφυγές κατά τα λοιπά. Στις 24 Ιανουαρίου 2013, οι Nexans και Nexans France άσκησαν αίτηση αναίρεσης κατά της πρώτης από τις αποφάσεις αυτές. Με απόφαση της 25ης Ιουνίου 2014, Nexans και Nexans France κατά Επιτροπής (C‑37/13 P, EU:C:2014:2030), το Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω αίτηση αναίρεσης.

10      Στις 2 Απριλίου 2014, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2014) 2139 τελικό, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση AT.39610 – Ηλεκτρικά Καλώδια) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

3.      Η προσβαλλόμενη απόφαση

1.      Επίμαχη παράβαση

11      Κατά το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης απόφασης, πλείονες επιχειρήσεις μετείχαν σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα σε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, στον «κλάδο των υπόγειων και/ή υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων (υπέρ)υψηλής τάσης». Κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, από τον Φεβρουάριο του 1999 έως το τέλος Ιανουαρίου του 2009, οι σημαντικότεροι Ευρωπαίοι, Ιάπωνες και Νοτιοκορεάτες παραγωγοί υποβρύχιων και υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων (υπερ)υψηλής τάσης μετείχαν σε δίκτυο πολυμερών και διμερών συσκέψεων και δημιούργησαν επαφές με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού όσον αφορά έργα τοποθέτησης υποβρύχιων και υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων (υπερ)υψηλής τάσης σε συγκεκριμένες περιοχές, κατανέμοντας μεταξύ τους τις αγορές και τους πελάτες και στρεβλώνοντας έτσι την κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού (αιτιολογικές σκέψεις 10 έως 13 και 66 της εν λόγω απόφασης).

12      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η σύμπραξη περιελάμβανε δύο κύριους μηχανισμούς, οι οποίοι αποτελούσαν ένα σύνθετο όλο. Ειδικότερα, κατά την Επιτροπή, η σύμπραξη είχε τις εξής δύο πτυχές:

–        τον «μηχανισμό A/R της σύμπραξης», στον οποίο μετείχαν οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, οι οποίες ονομάζονταν εν γένει «μέλη R», οι ιαπωνικές επιχειρήσεις, οι οποίες ονομάζονταν «μέλη Α», και, τέλος, οι νοτιοκορεατικές επιχειρήσεις, οι οποίες ονομάζονταν «μέλη Κ». Ο συγκεκριμένος μηχανισμός αποσκοπούσε στην κατανομή των περιοχών και των πελατών μεταξύ των Ευρωπαίων, των Ιαπώνων και των Νοτιοκορεατών παραγωγών. Η κατανομή αυτή γινόταν βάσει συμφωνίας περί «εθνικής περιοχής», σύμφωνα με την οποία οι Ιάπωνες και οι Νοτιοκορεάτες παραγωγοί δεν θα ανταγωνίζονταν τους Ευρωπαίους παραγωγούς όσον αφορά τα υλοποιούμενα στην «εθνική περιοχή» αυτών έργα, οι δε Ευρωπαίοι παραγωγοί δεσμεύονταν να παραμείνουν εκτός των αγορών της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας. Επιπλέον, προβλεπόταν η ανάθεση έργων στις «περιοχές εξαγωγής», δηλαδή στον υπόλοιπό κόσμο, πλην των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία επί ορισμένο χρονικό διάστημα διενεργούνταν με την «αναλογία 60/40», πράγμα που σήμαινε ότι το 60 % των έργων προοριζόταν για τους Ευρωπαίους παραγωγούς και το υπόλοιπο 40 % για τους Ασιάτες παραγωγούς·

–        τον «ευρωπαϊκό μηχανισμό της σύμπραξης», ο οποίος συνίστατο στην κατανομή περιοχών και πελατών μεταξύ των Ευρωπαίων παραγωγών, όσον αφορά έργα τα οποία επρόκειτο να εκτελεσθούν εντός της ευρωπαϊκής «εθνικής περιοχής» ή τα οποία ανετίθεντο σε Ευρωπαίους παραγωγούς (βλ. σημείο 3.3 της προσβαλλόμενης απόφασης και, ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 73 και 74 αυτής).

13      Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι μετέχοντες στη σύμπραξη είχαν θεσπίσει υποχρεώσεις κοινοποίησης στοιχείων, ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση της τήρησης των συμφωνιών κατανομής (αιτιολογικές σκέψεις 94 έως 106 και 111 έως 115 της προσβαλλόμενης απόφασης).

14      Η Επιτροπή κατέταξε τους μετέχοντες στη σύμπραξη σε τρεις ομάδες, ανάλογα με τον ρόλο εκάστου στο πλαίσιο αυτής. Καταρχάς, προσδιόρισε τον σκληρό πυρήνα της σύμπραξης, στον οποίον ανήκαν, αφενός, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις Nexans France, οι θυγατρικές επιχειρήσεις της Pirelli & C., πρώην Pirelli SpA, οι οποίες μετείχαν διαδοχικά στη σύμπραξη (στο εξής: Pirelli), και η Prysmian Cavi e Sistemi Energia και, αφετέρου, οι ιαπωνικές επιχειρήσεις Furukawa Electric, Fujikura και η κοινή επιχείρησή τους Viscas, καθώς και οι Sumitomo Electric Industries, Hitachi Cable και η κοινή επιχείρησή τους J-Power Systems (αιτιολογικές σκέψεις 545 έως 561 της προσβαλλόμενης απόφασης). Εν συνεχεία, προσδιόρισε μια ομάδα επιχειρήσεων οι οποίες, μολονότι δεν αποτελούσαν μέρος του σκληρού πυρήνα, δεν μπορούσαν, ωστόσο, να θεωρηθούν περιθωριακά μέλη της σύμπραξης, κατέταξε δε στην ομάδα αυτή τις ABB, Exsym, Brugg Kabel και την οντότητα που είχε συσταθεί από τις Sagem SA, Safran και Silec Cable (αιτιολογικές σκέψεις 562 έως 575 της εν λόγω απόφασης). Τέλος, εκτίμησε ότι οι Mitsubishi Cable Industries, SWCC Showa Holdings, LS Cable & System, Taihan Electric Wire και nkt cables αποτελούσαν περιθωριακά μέλη της σύμπραξης (αιτιολογικές σκέψεις 576 έως 594 της απόφασης αυτής).

2.      Ευθύνη των προσφευγουσών

15      Στην Brugg Kabel καταλογίστηκε ευθύνη για άμεση συμμετοχή στη σύμπραξη από τις 14 Δεκεμβρίου 2001 έως τις 16 Νοεμβρίου 2006. H Kabelwerke Brugg κρίθηκε υπεύθυνη για την παράβαση ως μητρική εταιρία της Brugg Kabel για το ίδιο διάστημα (αιτιολογικές σκέψεις 859 έως 861 της προσβαλλόμενης απόφασης).

3.      Επιβληθέν πρόστιμο

16      Με το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, επιβάλλεται στις προσφεύγουσες, «αλληλεγγύως και εις ολόκληρον», πρόστιμο ύψους 8 490 000 ευρώ

17      Για τον υπολογισμό των προστίμων, η Επιτροπή εφάρμοσε το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 και τη μέθοδο που προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν [του άρθρου αυτού] (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων).

18      Πρώτον, όσον αφορά το βασικό ποσό των προστίμων, η Επιτροπή, αφού προσδιόρισε την ενδεδειγμένη αξία των πωλήσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 18 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων (αιτιολογικές σκέψεις 963 έως 994 της προσβαλλόμενης απόφασης), καθόρισε το ποσοστό της εν λόγω αξίας των πωλήσεων που αντανακλά τη σοβαρότητα της παράβασης, σύμφωνα με τις παραγράφους 22 και 23 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών. Συναφώς, εκτίμησε ότι η παράβαση συγκαταλέγεται, ως εκ της φύσεώς της, στους πλέον σοβαρούς περιορισμούς του ανταγωνισμού και, ως εκ τούτου, δικαιολογείται να οριστεί ο συντελεστής σοβαρότητας της παράβασης σε 15 %. Ομοίως, προσαύξησε κατά 2 % τον συντελεστή σοβαρότητας της παράβασης για όλους τους αποδέκτες της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγω του συνολικού μεριδίου αγοράς που κατείχαν, καθώς και λόγω της παγκόσμιας σχεδόν έκτασης της σύμπραξης, η οποία κάλυπτε, μεταξύ άλλων, το σύνολο του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ). Περαιτέρω, εκτίμησε, μεταξύ άλλων, ότι η συμπεριφορά των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων ήταν περισσότερο επιζήμια για τον ανταγωνισμό απ’ ό,τι η συμπεριφορά των λοιπών επιχειρήσεων, διότι, πέραν της συμμετοχής τους στον «μηχανισμό A/R της σύμπραξης», οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις είχαν προβεί μεταξύ τους σε κατανομή έργων τοποθέτησης ηλεκτρικών καλωδίων στο πλαίσιο του «ευρωπαϊκού μηχανισμού της σύμπραξης». Για τον λόγο αυτόν, καθόρισε το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που λαμβάνεται υπόψη λόγω της σοβαρότητας της παράβασης σε 19 % για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και σε 17 % για τις λοιπές επιχειρήσεις (αιτιολογικές σκέψεις 997 έως 1010 της εν λόγω απόφασης).

19      Όσον αφορά τον συντελεστή προσαύξησης λόγω της διάρκειας της παράβασης, η Επιτροπή καθόρισε, ως προς τις προσφεύγουσες, συντελεστή 4,91 για τη συμμετοχή τους στη σύμπραξη από τις 14 Δεκεμβρίου 2001 έως τις 16 Νοεμβρίου 2006. Εξάλλου, συμπεριέλαβε στο βασικό ποσό του προστίμου ένα πρόσθετο ποσό, δηλαδή το «τέλος εισόδου», που αντιστοιχούσε στο 19 % της αξίας των πωλήσεων. Κατά συνέπεια, το εν λόγω βασικό ποσό ανήλθε σε 8 937 000 ευρώ (αιτιολογικές σκέψεις 1011 έως 1016 της προσβαλλόμενης απόφασης).

20      Δεύτερον, όσον αφορά την προσαρμογή του βασικού ποσού των προστίμων, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε τη συνδρομή επιβαρυντικών περιστάσεων δυνάμενων να επηρεάσουν το βασικό ποσό του προστίμου για τους μετέχοντες στη σύμπραξη, εξαιρουμένης της ABB. Αντιθέτως, όσον αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις, αποφάσισε να προσαρμόσει το ποσό των προστίμων ανάλογα με τον βαθμό συμμετοχής των διαφόρων επιχειρήσεων στην εφαρμογή της σύμπραξης. Για τον λόγο αυτόν, μείωσε κατά 10 % το βασικό ποσό του προστίμου για τα περιθωριακά μέλη της σύμπραξης και κατά 5 % το βασικό ποσό του προστίμου για τις επιχειρήσεις που είχαν μεσαίο βαθμό συμμετοχής στη σύμπραξη. Επιπλέον, χορήγησε στις Mitsubishi Cable Industries και SWCC Showa Holdings, για το διάστημα πριν από τη σύσταση της Exsym, καθώς και στις LS Cable & System και Taihan Electric Wire, επιπλέον μείωση κατά 1 %, διότι δεν γνώριζαν όλες τις πτυχές της ενιαίας και διαρκούς παράβασης και δεν ευθύνονταν γι’ αυτές. Αντιθέτως, δεν μείωσε καθόλου τα πρόστιμα των επιχειρήσεων που ανήκαν στον σκληρό πυρήνα της σύμπραξης (αιτιολογικές σκέψεις 1017 έως 1020 και 1033 της προσβαλλόμενης απόφασης). Εξάλλου, η Επιτροπή χορήγησε, κατ’ εφαρμογήν των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων, η Επιτροπή μείωσε περαιτέρω κατά 3 % του επιβληθέντος προστίμου στη Mitsubishi Cable Industries, λόγω της αποτελεσματικής συνεργασίας της εκτός του πλαισίου της ανακοίνωσης περί επιείκειας (αιτιολογική σκέψη 1041 της εν λόγω απόφασης).

21      Επιπλέον, η Επιτροπή αποφάσισε την απαλλαγή της ABB από την επιβολή προστίμου και τη μείωση του προστίμου που επιβλήθηκε στις J-Power Systems, Sumitomo Electric Industries και Hitachi Cable κατά 45 %, λαμβάνοντας υπόψη τη συνεργασία των επιχειρήσεων αυτών στο πλαίσιο της ανακοίνωσης περί επιείκειας.

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

22      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Ιουνίου 2014, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

23      Στις 28 Σεπτεμβρίου 2016, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται από το άρθρο 89, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και δʹ, του Κανονισμού του Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε στην Επιτροπή ερωτήσεις και την κάλεσε να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα, περιλαμβανομένων των μη εμπιστευτικών κειμένων των απαντήσεων των λοιπών αποδεκτών της ανακοίνωσης αιτιάσεων.

24      Κατόπιν μεταβολής της σύνθεσης των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο όγδοο τμήμα (νέα σύνθεση), στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

25      Με έγγραφο της 31ης Οκτωβρίου 2016, η Επιτροπή απάντησε στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου και προσκόμισε τα έγγραφα που της ζητήθηκαν, πλην των μη εμπιστευτικών κειμένων των απαντήσεων των Nexans France και Nexans, The Goldman Sachs Group, Sumitomo Electric Industries, Hitachi Cable, J‑Power Systems, Fujikura, Furukawa Electric, Mitsubishi Cable Industries, Exsym, nkt cables Holding, NKT, Silec Cable, Grupo General Cable Sistemas, Safran, General Cable System, LS Cable & System, ΑΒΒ, Pirelli, Prysmian, Prysmian Cavi e Sistemi Energia, SWCC, Showa Holdings, Taihan Electric Wire και Viscas στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, παρά το σχετικό αίτημά της, οι εταιρίες αυτές δεν είχαν ακόμη ετοιμάσει μη εμπιστευτικό κείμενο της απαντήσεώς τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

26      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 1ης Ιουνίου 2017.

27      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1, σημείο 2, το άρθρο 2, στοιχείο b, και το άρθρο 3 της προσβαλλόμενης απόφασης, καθόσον με αυτά τους επιβάλλεται, «αλληλεγγύως και εις ολόκληρον», πρόστιμο ύψους 8 490 000 ευρώ, λόγω της ευθύνης τους για τη διάπραξη ενιαίας και διαρκούς παράβασης του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, από τις 14 Δεκεμβρίου 2001 έως τις 16 Νοεμβρίου 2006,

–        να ακυρώσει εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον με αυτήν τους καταλογίζεται επίσης ευθύνη, λόγω της φερόμενης συμμετοχής τους σε διάφορες συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία και διαρκή παράβαση, για μεμονωμένες παραβάσεις του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ,

–        επικουρικώς, να μειώσει το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε με το άρθρο 2, στοιχείο b, της προσβαλλόμενης απόφασης, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

28      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

29      Με την προσφυγή τους, οι προσφεύγουσες ζητούν τόσο τη μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης όσο και τη μείωση του προστίμου που τους επιβλήθηκε.

1.      Επί του ακυρωτικού αιτήματος

30      Προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματος, οι προσφεύγουσες προβάλλουν έξι λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αφορά αναρμοδιότητα της Επιτροπής να επιβάλει κυρώσεις για παράβαση η οποία έχει τελεσθεί σε τρίτα κράτη και δεν επηρεάζει τον ΕΟΧ. Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αφορά εσφαλμένη εκτίμηση, παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης και προσβολή του δικαιώματος στο τεκμήριο αθωότητας που κατοχυρώνεται με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), καθώς και με το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3, ΣΕΕ, λόγω εσφαλμένου καταλογισμού ευθύνης στις προσφεύγουσες για συμμετοχή σε ενιαία και διαρκή παράβαση. Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αφορά παράβαση του καθήκοντος έρευνας, οφειλόμενη σε πραγματική πλάνη και παραμόρφωση αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τη φερόμενη συμμετοχή των προσφευγουσών στη σύμπραξη, καθώς και παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης. Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως αφορά παραβίαση του «ουσιαστικού δικαίου», λόγω εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ή του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ. Ο έκτος λόγος ακυρώσεως αφορά παράβαση του άρθρου 23, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1/2003, καθώς και παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας, εσφαλμένη αιτιολογία, πλείονα σφάλματα εκτίμησης και κατάχρηση εξουσίας κατά τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες.

1.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη

31      Ο πρώτος λόγος αποτελείται από δύο σκέλη. Το πρώτο αφορά προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, λόγω της άρνησης της Επιτροπής να διαβιβάσει στις προσφεύγουσες τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών, καθώς και την ανακοίνωση αιτιάσεων στη γερμανική γλώσσα. Το δεύτερο σκέλος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, λόγω της άρνησης της Επιτροπής να παράσχει στις προσφεύγουσες πρόσβαση στις απαντήσεις τις οποίες έδωσαν οι λοιπές επιχειρήσεις στην ανακοίνωση αιτιάσεων και οι οποίες ενδεχομένως περιείχαν απαλλακτικά στοιχεία.

1)      Σχετικά με την κοινοποίηση των αιτήσεων παροχής πληροφοριών και της ανακοίνωσης αιτιάσεων στα αγγλικά

32      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή προσέβαλε το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη και τα δικαιώματά τους άμυνας, διότι τους επέδωσε τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών και την ανακοίνωση αιτιάσεων αποκλειστικά στα αγγλικά, ενώ η Brugg Kabel είχε ζητήσει επανειλημμένως να διεξάγεται η επικοινωνία στα γερμανικά.

33      Οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι, βάσει του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της ΕΣΔΑ, όταν η Επιτροπή απευθύνεται σε εταιρία εδρεύουσα σε κράτος που δεν είναι μέλος του ΕΟΧ, πρέπει να χρησιμοποιεί την επίσημη γλώσσα του κράτους αυτού, εφόσον πρόκειται για γλώσσα που συγκαταλέγεται στις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, επιπλέον, αποτελεί μία από τις γλώσσες εργασίας της Επιτροπής. Κατά συνέπεια, όπως εξάλλου, αναφέρεται στο έγγραφο της Επιτροπής με τίτλο «Antitrust Manual of Procedures», στην περίπτωση εταιρίας όπως η Brugg Kabel, της οποίας η έδρα βρίσκεται στο καντόνι Aargau (Ελβετία), όπου η επίσημη γλώσσα είναι η γερμανική, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη είτε να χρησιμοποιήσει αυτή τη γλώσσα είτε να ζητήσει από την εν λόγω εταιρία να την απαλλάξει από την υποχρέωση αυτή, το αργότερο έως την κοινοποίηση της ανακοίνωσης αιτιάσεων.

34      Ωστόσο, εν προκειμένω, η Επιτροπή απευθυνόταν αρχικώς στην Brugg Kabel στα αγγλικά, αλλά στη συνέχεια μια υπάλληλος της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Επιτροπής ανέφερε στους εκπροσώπους της εταιρίας, σε τηλεφωνική συνομιλία της 23ης Οκτωβρίου 2009, ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το αίτημά τους να τους διαβιβαστεί το γερμανικό κείμενο της αίτησης παροχής πληροφοριών της 20ής Οκτωβρίου 2009, με την αιτιολογία ότι η εν λόγω εταιρία δεν είχε την έδρα της σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά τις προσφεύγουσες, μόνον κατόπιν της αρνήσεως αυτής ζήτησαν οι εκπρόσωποι της ίδιας εταιρίας μερική μόνο μετάφραση της εν λόγω αίτησης παροχής πληροφοριών, όπως προκύπτει από το έγγραφο της 27ης Οκτωβρίου 2009 προς την Επιτροπή. Συνεπώς, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η εν λόγω εταιρία δεν περίμενε την ακρόαση ενώπιον του συμβούλου ακροάσεων για να ζητήσει από το θεσμικό όργανο να επικοινωνεί μαζί της στη γερμανική γλώσσα. Επιπλέον, η βούληση της ενδιαφερόμενης εταιρίας να χρησιμοποιήσει τη γερμανική ως γλώσσα διαδικασίας προκύπτει σαφώς από το γεγονός ότι απάντησε σε όλες τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών, καθώς και στην ανακοίνωση αιτιάσεων στη γλώσσα αυτή.

35      Λόγω της άρνησης της Επιτροπής να επιδώσει στην Brugg Kabel τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών, καθώς και την ανακοίνωση αιτιάσεων στη γερμανική, απαιτήθηκε χρόνος για τη μετάφρασή τους από την αγγλική στη γερμανική, με συνέπεια τη μείωση του χρόνου που κανονικά θα αφιέρωνε για την άμυνά της. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, συναφώς, ότι, αντιθέτως προς όσα προβάλλει η Επιτροπή, η γνώση της αγγλικής γλώσσας από εργαζομένους της εν λόγω εταιρίας δεν αρκεί για την τήρηση των επιταγών του άρθρου 6 παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της ΕΣΔΑ. Αντιθέτως, τόσο η καθημερινή εργασία όσο και οι συσκέψεις των διευθυντικών στελεχών και εκείνες των ελεγκτών διεξάγονταν τακτικά στα γερμανικά. Ομοίως, κατά τις προσφεύγουσες, η γερμανική ήταν η γλώσσα στην οποία συντάσσονταν η εσωτερική αλληλογραφία της εταιρίας αυτής, καθώς και τα εσωτερικά έγγραφα, όπως οι ετήσιες εκθέσεις ή το εγχειρίδιο διεύθυνσης, τα οποία στη συνέχεια μεταφράζονταν στα αγγλικά από εξωτερικό παρέχοντα υπηρεσίες. Τέλος, δεν έχει σημασία το γεγονός ότι οι επίμαχες επαφές μεταξύ της Brugg Kabel και των λοιπών παραγωγών διεξάγονταν κυρίως στην αγγλική, καθόσον επρόκειτο για μια αμιγώς τεχνική παρουσίαση ενός συνεργάτη στην επαγγελματική διάλεκτο των παραγωγών ηλεκτρικών καλωδίων, ενώ η ανακοίνωση αιτιάσεων περιείχε πολύπλοκες αιτιάσεις, τις οποίες η εν λόγω εταιρία έπρεπε να έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει άριστα, προκειμένου να είναι σε θέση να τις μελετήσει από τεχνική και νομική άποψη.

36      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν, ακόμη, ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματά τους άμυνας και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς παρέθεσε στο υπόμνημα αντικρούσεως χωρία στην αγγλική και τη γαλλική γλώσσα, χωρίς να παραθέσει τη μετάφρασή τους, όπως επιτάσσει το άρθρο 35, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991. Φρονούν ότι η απουσία μετάφρασης δεν είναι θεραπεύσιμη, διότι η τακτοποίηση αυτή δεν είναι παραδεκτή κατά το στάδιο του υπομνήματος ανταπαντήσεως, εφόσον έχει ήδη προβληθεί με το δικόγραφο της προσφυγής αιτίαση περί μη τηρήσεως της γλώσσας διαδικασίας. Κατά συνέπεια, όλα τα αποσπάσματα του υπομνήματος αντικρούσεως που περιέχουν τέτοια χωρία πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

37      Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών.

38      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η ΕΣΔΑ δεν συνιστά μεν, ενόσω η Ένωση δεν έχει προσχωρήσει σε αυτή, νομική πράξη τυπικώς ενταγμένη στην έννομη τάξη της Ένωσης, πλην όμως το άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ προβλέπει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται με την εν λόγω Σύμβαση αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, το δε άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη επιβάλλει να αναγνωρίζεται στα περιεχόμενα στον εν λόγω Χάρτη δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται με την ΕΣΔΑ η ίδια έννοια και η ίδια εμβέλεια με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση (βλ., συναφώς, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Schindler Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑501/11 P, EU:C:2013:522, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της ΕΣΔΑ, κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να πληροφορηθεί το συντομότερο δυνατόν, σε γλώσσα την οποία κατανοεί και με λεπτομέρεια, τη φύση και τον λόγο της εναντίον του κατηγορίας.

40      Υπενθυμίζεται, ακόμη, ότι, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (βλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 1992, T‑11/89, Shell κατά Επιτροπής, EU:T:1992:33, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εξάλλου, ακόμη και αν, στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας, επιβληθεί αρχικώς «ποινή» από διοικητική αρχή που δεν πληροί καθεαυτή τις προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, η τήρηση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ διασφαλίζεται, εφόσον η απόφαση της εν λόγω αρχής υπόκειται κατόπιν στον έλεγχο δικαστικής αρχής πλήρους δικαιοδοσίας (βλ., συναφώς, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Schindler Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑501/11 P, EU:C:2013:522, σκέψη 35). Επομένως, δεν συντρέχει η προβαλλόμενη από τις προσφεύγουσες παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ εκ μέρους της Επιτροπής.

41      Ωστόσο, υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά τη νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας αποτελεί, κατά το άρθρο 41 του Χάρτη, ουσιώδες στοιχείο άρρηκτα συνδεδεμένο με το δικαίωμα χρηστής διοίκησης και πρέπει να εξασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση, ιδίως σε κάθε διαδικασία που μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή κυρώσεων, ακόμη και όταν πρόκειται για διοικητική διαδικασία. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να παρέχεται στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων η δυνατότητα, ήδη από το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, να καταστήσουν λυσιτελώς γνωστή την άποψή τους ως προς την αλήθεια και την κρισιμότητα των πραγματικών περιστατικών, των αιτιάσεων και των περιστάσεων που επικαλείται η Επιτροπή (βλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Shell Petroleum κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑343/06, EU:T:2012:478, σκέψεις 82 και 88 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

42      Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι, η Επιτροπή οφείλει, και κατά τη διεξαγωγή προκαταρκτικής έρευνας, να σέβεται τα δικαιώματα άμυνας των επιχειρήσεων που έχουν εμπλακεί σε διοικητική διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων, καθώς πρέπει να αποφεύγεται η ανεπανόρθωτη προσβολή των δικαιωμάτων αυτών στο πλαίσιο διαδικασιών προκαταρκτικής έρευνας, στις οποίες συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων οι έλεγχοι και οι οποίες μπορεί να έχουν καθοριστική σημασία για τη στοιχειοθέτηση του παράνομου χαρακτήρα ενεργειών των επιχειρήσεων οι οποίες είναι ικανές να θεμελιώσουν την ευθύνη τους (απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2012, Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής, T‑135/09, EU:T:2012:596, σκέψη 41).

43      Υπό το πρίσμα των αρχών που υπομνήσθηκαν με τις σκέψεις 38 έως 42 ανωτέρω, πρέπει να εξακριβωθεί εάν η αποστολή στις προσφεύγουσες αιτήσεων παροχής πληροφοριών, καθώς και η κοινοποίηση της ανακοίνωσης αιτιάσεων στην αγγλική γλώσσα, προσέβαλαν τα δικαιώματά τους άμυνας.

44      Πρώτον, όσον αφορά την αποστολή των αιτήσεων παροχής πληροφοριών στην αγγλική, επισημαίνεται ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 42 ανωτέρω, η υποχρέωση της Επιτροπής να σέβεται τα δικαιώματα άμυνας κατά τη διάρκεια των ερευνών που προηγούνται της κινήσεως αυτής καθαυτήν της διαδικασίας ελέγχου που αφορά σύμπραξη αποσκοπεί στην αποφυγή ανεπανόρθωτων προσβολών των δικαιωμάτων αυτών κατά τη διάρκεια των εν λόγω ερευνών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή οφείλει να σέβεται τα δικαιώματα άμυνας μεταξύ άλλων και κατά τη διάρκεια των ελέγχων, οι οποίοι έχουν καθοριστική σημασία για την εξακρίβωση στοιχείων που αποδεικνύουν τον παράνομο χαρακτήρα ενεργειών ορισμένων επιχειρήσεων, ικανών να θεμελιώσουν την ευθύνη τους.

45      Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η λογική αυτή είναι εφαρμοστέα και στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών τις οποίες απηύθυνε η Επιτροπή στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις κατά την προκαταρκτική έρευνα, δεδομένου ότι οι απαντήσεις στις αιτήσεις αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν από την Επιτροπή, όπως εν προκειμένω, για την απόδειξη του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων αυτών.

46      Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών της 7ης Απριλίου 2009, της 20ής Οκτωβρίου 2009, της 31ης Μαρτίου 2010 και της 29ης Νοεμβρίου 2010, τις οποίες απηύθυνε η Επιτροπή στην Brugg Kabel, είχαν μεν καταρτιστεί στην αγγλική γλώσσα, πλην όμως από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες ήταν σε θέση να κατανοήσουν επαρκώς το περιεχόμενό τους, προκειμένου να απαντήσουν σε κάθε μία από αυτές. Τονίζεται, ακόμη, ότι η Brugg Kabel ζήτησε μόνον τη μετάφραση ορισμένων χωρίων της αίτησης της Επιτροπής της 20ής Οκτωβρίου 2009 και ότι, μετά τη διαβίβαση από την Επιτροπή των μεταφράσεων αυτών, η Brugg Kabel απάντησε στην εν λόγω αίτηση παροχής πληροφοριών. Πρέπει επίσης να τονισθεί ότι η Επιτροπή ουδόλως απαίτησε από την Brugg Kabel να απαντά στις αιτήσεις πληροφοριών στην αγγλική. Επομένως, επιβάλλεται να διαπιστωθεί ότι η Brugg Kabel ήταν σε θέση να εκφράσει λυσιτελώς την άποψή της ως προς τις πληροφορίες που ζητήθηκαν από την Επιτροπή.

47      Ομοίως, η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών, καθόσον μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η άρνηση της Επιτροπής να απευθύνει τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών στην Brugg Kabel στη γερμανική γλώσσα, κατά τα διαλαμβανόμενα στην από 27 Οκτωβρίου 2009 επιστολή των προσφευγουσών, συνιστά παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 4, του Χάρτη, δεν είναι πειστική. Πράγματι, η διάταξη αυτή προβλέπει το δικαίωμα κάθε προσώπου να απευθύνεται στα ευρωπαϊκά όργανα σε μια από τις γλώσσες των Συνθηκών και να λαμβάνει απάντηση στην ίδια γλώσσα. Εν προκειμένω, όμως, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή ήταν αυτή που απευθύνθηκε στην Brugg Kabel, ζητώντας της να απαντήσει, και όχι το αντίθετο.

48      Δεύτερον, όσον αφορά την κοινοποίηση της ανακοίνωσης αιτιάσεων στην αγγλική γλώσσα, επισημαίνεται ότι, εφόσον η Επιτροπή οφείλει να σέβεται τα δικαιώματα άμυνας στο πλαίσιο προκαταρκτικής έρευνας, τούτο επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο μετά την επίσημη κίνηση διοικητικής διαδικασίας δυνάμενης να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων κατά των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, κατά τα υπομνησθέντα στη σκέψη 42 ανωτέρω.

49      Ωστόσο, εν προκειμένω, ανεξαρτήτως του επιπέδου κατανόησης της αγγλικής γλώσσας εκ μέρους του προσωπικού και των διευθυντικών στελεχών των προσφευγουσών, πρέπει να διαπιστωθεί ότι, όπως προκύπτει από την επιστολή της 1ης Σεπτεμβρίου 2011 που απέστειλε η Brugg Kabel στην Επιτροπή, οι προσφεύγουσες ζήτησαν επιπλέον προθεσμία προκειμένου να απαντήσουν στην ανακοίνωση αιτιάσεων, όχι για λόγους σχετιζόμενους με τη μετάφραση, αλλά προκειμένου να έχουν στη διάθεσή τους επιπλέον χρόνο ώστε να εξετάσουν αναλυτικά όλα τα έγγραφα του φακέλου και τις πολυάριθμες διαπιστώσεις που περιέχονται στην ανακοίνωση αιτιάσεων, λαμβανομένου υπόψη του ότι διέθεταν περιορισμένους πόρους για την εργασία αυτή. Δύσκολα γίνεται πάντως πιστευτό ότι, εάν οι προσφεύγουσες αντιμετώπιζαν δυσκολίες στην κατανόηση του αγγλικού κειμένου της ανακοίνωσης αιτιάσεων ή χρειάζονταν περισσότερο χρόνο για τη μετάφραση, δεν θα το ανέφεραν, προκειμένου να αιτιολογήσουν το αίτημά τους για παράταση της προθεσμίας απάντησης στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Πρέπει, επίσης, να διαπιστωθεί ότι οι προσφεύγουσες ήταν σε θέση να απαντήσουν στην ανακοίνωση αιτιάσεων, έστω και αν η απάντησή τους ήταν στη γερμανική γλώσσα, γεγονός που μαρτυρεί ότι οι προσφεύγουσες είχαν επαρκή γνώση της αγγλικής γλώσσας ώστε να κατανοήσουν τη φύση και τον λόγο της εναντίον τους κατηγορίας και να διατυπώσουν λυσιτελώς την άποψή τους επ’ αυτής.

50      Βάσει των προεκτεθέντων, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, λόγω της κοινοποίησης σε αυτές των αιτήσεων παροχής πληροφοριών και της ανακοίνωσης αιτιάσεων στην αγγλική γλώσσα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

51      Εξάλλου, όσον αφορά τη φερόμενη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών στο πλαίσιο της παρούσας ένδικης διαδικασίας, τονίζεται εξαρχής ότι τα υποστηριζόμενα από τις προσφεύγουσες πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή, καθόσον προβάλλονται προς στήριξη λόγου ακυρώσεως στηριζόμενου σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Brugg Kabel στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

52      Κατά τα λοιπά, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει η επιχειρηματολογία σύμφωνα με την οποία ορισμένα χωρία του υπομνήματος αντικρούσεως πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα, διότι δεν έχουν καταρτισθεί στη γλώσσα διαδικασίας, με συνέπεια να θίγονται τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών.

53      Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι η γλώσσα διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση είναι η γερμανική. Επιπλέον, όπως προκύπτει από το άρθρο 35, παράγραφος 3, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, ο οποίος ίσχυε κατά τον χρόνο κατάθεσης του υπομνήματος αντικρούσεως, η γλώσσα διαδικασίας χρησιμοποιείται ιδίως στα υπομνήματα και τις αγορεύσεις των διαδίκων, καθώς και στα συνημμένα στοιχεία και έγγραφα όλα δε τα προσκομιζόμενα ή επισυναπτόμενα στοιχεία ή έγγραφα που έχουν συνταχθεί σε άλλη γλώσσα πρέπει να συνοδεύονται από μετάφραση στη γλώσσα διαδικασίας.

54      Επομένως, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να προσκομίσει μετάφραση στη γλώσσα διαδικασίας των αποσπασμάτων του υπομνήματος αντικρούσεως που έχουν συνταχθεί σε άλλη γλώσσα. Η Επιτροπή δεν μπορούσε να αποφύγει την υποχρέωση αυτή επικαλούμενη απλώς ότι υπήρχε μετάφραση ορισμένων από τα χωρία αυτά στην προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία είχε επισυναφθεί στο δικόγραφο της προσφυγής, ή ότι άλλα χωρία προέρχονταν από τα παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής ή ακόμη ότι επρόκειτο για δηλώσεις υπαλλήλου των προσφευγουσών.

55      Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι η Επιτροπή θεράπευσε την παρατυπία αυτή, προσκομίζοντας τη μετάφραση των επίμαχων χωρίων στα παραρτήματα του υπομνήματος ανταπαντήσεως.

56      Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το γεγονός ότι είχαν ήδη προβάλει με το δικόγραφο της προσφυγής αιτίαση περί μη τηρήσεως της γλώσσας διαδικασίας δεν εμποδίζει την τακτοποίηση αυτή. Συγκεκριμένα, αρκεί η επισήμανση ότι η εν λόγω αιτίαση αφορούσε τη γλώσσα που χρησιμοποίησε η Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία, η οποία δεν προδίκαζε το ποια θα ήταν η γλώσσα διαδικασίας στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας.

57      Επομένως, δεν μπορούν να θεωρηθούν απαράδεκτα τα χωρία του υπομνήματος αντικρούσεως που έχουν συνταχθεί σε γλώσσα διαφορετική από τη γλώσσα διαδικασίας.

58      Κατόπιν των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

2)      Σχετικά με την άρνηση της Επιτροπής να επιτρέψει την πρόσβαση στις απαντήσεις των λοιπών αποδεκτών της ανακοίνωσης αιτιάσεων

59      Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι προσέβαλε τα δικαιώματά τους άμυνας αρνούμενη να παράσχει πρόσβαση, σε αυτές ή στον δικηγόρο τους, στο μη εμπιστευτικό κείμενο των απαντήσεων των λοιπών αποδεκτών της ανακοίνωσης αιτιάσεων, με εξαίρεση τις απαντήσεις της ABB και της J‑Power Systems στις οποίες τους επέτρεψε εξαιρετικά περιορισμένη πρόσβαση, μολονότι οι εν λόγω απαντήσεις περιείχαν ενδεχομένως απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία τα οποία αφορούσαν, ειδικότερα, το αντικείμενο της συνάντησης της 14ης Δεκεμβρίου 2001 στο Divonne‑les‑Bains (Γαλλία), η οποία εσφαλμένα θεωρείται από την Επιτροπή ως η ημερομηνία έναρξης της συμμετοχής της Brugg Kabel στην παράβαση, καθώς και τη διακοπή της συμμετοχής της εταιρίας αυτής στην παράβαση κατά τη διάρκεια του 2005.

60      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η γνωστοποίηση των απαντήσεων των λοιπών αποδεκτών της ανακοίνωσης αιτιάσεων ήταν κατά μείζονα λόγο δικαιολογημένη, διότι, αφενός, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑204/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6), η Επιτροπή δεν είναι αρμόδια ούτε είναι εξάλλου σε θέση να αποφασίζει μόνη της ποια είναι τα χρήσιμα στοιχεία για την άμυνά τους, και, αφετέρου, τους προσάπτεται ότι μετείχαν σε ενιαία και διαρκή παράβαση, με συνέπεια να τους καταλογίζεται ευθύνη για τις πρακτικές άλλων επιχειρήσεων στις οποίες δεν είχαν συμμετοχή και τις οποίες, ενδεχομένως, δεν γνώριζαν καν.

61      Κατά τις προσφεύγουσες, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, αν τους επιτρεπόταν η πρόσβαση στις απαντήσεις των λοιπών αποδεκτών της ανακοίνωσης αιτιάσεων, απαντήσεις οι οποίες περιέχουν ενδεχομένως απαλλακτικά στοιχεία, δεν θα καθυστερούσε, εν προκειμένω, επ’ αόριστον η περάτωση της διοικητικής διαδικασίας, δεδομένου ότι η Επιτροπή έχει ήδη επιτρέψει σε άλλους αποδέκτες της ανακοίνωσης αιτιάσεων την πρόσβαση στις εν λόγω απαντήσεις.

62      Εξάλλου, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι δεν μπορεί να απαιτηθεί από αυτές να παραθέσουν ακριβή στοιχεία σχετικά με το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων στα οποία δεν έχουν εξ ορισμού πρόσβαση, προκειμένου να αποδείξουν ότι τα έγγραφα που περιέχουν απαλλακτικά ενδεχομένως στοιχεία θα ήταν χρήσιμα για την άμυνά τους. Συναφώς όπως προκύπτει από την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Shell Petroleum κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑343/06, EU:T:2012:478), την οποία παραθέτει η Επιτροπή, η απαίτηση να προσκομισθεί αρχή απόδειξης συναφώς αποσκοπεί στη μείωση του βάρους απόδειξης των επιχειρήσεων στις οποίες η Επιτροπή δεν επιτρέπει την πρόσβαση σε απαλλακτικό γι’ αυτές έγγραφο και δεν πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να καθιστά αδύνατη την προσκόμιση της εν λόγω απόδειξης. Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι, εν προκειμένω, θα αρκούσε να δηλώσουν, όπως έπραξαν, ότι οι απαντήσεις των λοιπών αποδεκτών της ανακοίνωσης αιτιάσεων ήταν ενδεχομένως δυνατό να επιβεβαιώσουν ότι κανένας από τους φερόμενους ως μετέχοντες στη σύμπραξη δεν χαρακτήρισε τη συνάντηση της 14ης Δεκεμβρίου 2001 στο Divonne‑les‑Bains ως «συνάντηση R» κατά τη διάρκεια της οποίας η Brugg Kabel συμμετείχε στην εφαρμογή της σύμπραξης.

63      Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών.

64      Συναφώς, πρώτον, όσον αφορά τη θέση των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή όφειλε να τους παράσχει πρόσβαση στις απαντήσεις των λοιπών αποδεκτών της ανακοίνωσης αιτιάσεων, επειδή δεν έχει την αρμοδιότητα να αποφασίσει μόνη αυτή ως προς τη χρησιμότητα για την άμυνά τους των εγγράφων που συνελέγησαν στο πλαίσιο της διαδικασίας, διαπιστώνεται ότι η θέση αυτή δεν ευσταθεί.

65      Πράγματι, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003, πριν από τη λήψη των αποφάσεων που προβλέπονται στα άρθρα 7, 8 και 23 και στο άρθρο 24, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, η Επιτροπή παρέχει στις επιχειρήσεις ή τις ενώσεις επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η διαδικασία την οποία έχει κινήσει δυνατότητα ακρόασης σχετικά με τις αιτιάσεις της Επιτροπής. Η ίδια διάταξη ορίζει ότι «[η] Επιτροπή θεμελιώνει τις αποφάσεις της μόνο στις αιτιάσεις για τις οποίες δόθηκε στα μέρη η δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους» και ότι «[ο]ι καταγγέλλοντες μετέχουν στενά στη διαδικασία».

66      Συγκεκριμένα, στις υποθέσεις ανταγωνισμού, πρόσβαση στον φάκελο παρέχεται ιδίως προκειμένου να έχουν οι αποδέκτες της ανακοίνωσης αιτιάσεων τη δυνατότητα να λάβουν γνώση των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον φάκελο της Επιτροπής, ούτως ώστε να εκφράσουν λυσιτελώς την άποψή τους επί των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε η Επιτροπή με την ανακοίνωση αιτιάσεων βάσει των στοιχείων αυτών (απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2003, Corus UK κατά Επιτροπής, C‑199/99 P, EU:C:2003:531, σκέψη 125). Συνεπώς, η πρόσβαση στον φάκελο εντάσσεται στις διαδικαστικές εγγυήσεις που αποσκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας και στην εξασφάλιση, ειδικότερα, της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος ακρόασης.

67      Κατά τη νομολογία, το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο της υπόθεσης συνεπάγεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να παρέχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα εξέτασης του συνόλου των περιλαμβανόμενων στον φάκελο της έρευνας εγγράφων, τα οποία ενδέχεται να είναι χρήσιμα για την άμυνά της. Στα έγγραφα αυτά συγκαταλέγονται τόσο τα ενοχοποιητικά όσο και τα απαλλακτικά στοιχεία, με εξαίρεση τα επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων, τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες (απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

68      Ωστόσο, μόλις κατά το στάδιο της κατ’ αντιπαράθεση διοικητικής διαδικασίας λαμβάνει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση γνώση, μέσω της ανακοίνωσης αιτιάσεων, των ουσιωδών στοιχείων στα οποία έχει στηριχθεί η Επιτροπή στο στάδιο αυτό της διαδικασίας και αποκτά δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο προς εξασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιωμάτων άμυνάς της. Συνεπώς, η απάντηση των λοιπών ενδιαφερομένων στην ανακοίνωση αιτιάσεων δεν περιλαμβάνεται, καταρχήν, στο σύνολο των εγγράφων του φακέλου της υπόθεσης τα οποία μπορούν να εξετάσουν οι διάδικοι (αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, Hoechst κατά Επιτροπής, T‑161/05, EU:T:2009:366, σκέψη 163, της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής, T‑113/07, EU:T:2011:343, σκέψη 42, και της 12ης Ιουλίου 2011, Mitsubishi Electric κατά Επιτροπής, T‑133/07, EU:T:2011:345, σκέψη 41).

69      Πάντως, εάν η Επιτροπή σκοπεύει να στηριχθεί σε χωρίο απάντησης σε ανακοίνωση αιτιάσεων ή σε έγγραφο συνημμένο σε τέτοια απάντηση προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη παράβασης στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ή του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ, πρέπει να δοθεί στις λοιπές εμπλεκόμενες στη διαδικασία επιχειρήσεις η δυνατότητα να εκφράσουν την άποψή τους επ’ αυτού του αποδεικτικού στοιχείου. Υπό τις συνθήκες αυτές, το εν λόγω χωρίο απάντησης στην ανακοίνωση αιτιάσεων ή το συνημμένο στην απάντηση αυτή έγγραφο αποτελεί πράγματι ενοχοποιητικό στοιχείο για τις επιχειρήσεις που μετείχαν στην παράβαση (αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής, T‑113/07, EU:T:2011:343, σκέψη 43, και της 12ης Ιουλίου 2011, Mitsubishi Electric κατά Επιτροπής, T‑133/07, EU:T:2011:345, σκέψη 42).

70      Κατ’ αναλογίαν, εάν κάποιο χωρίο απάντησης σε ανακοίνωση αιτιάσεων ή σε έγγραφο συνημμένο σε μια τέτοια απάντηση ενδέχεται να είναι χρήσιμο για την άμυνα μιας επιχείρησης επειδή της παρέχει τη δυνατότητα να επικαλεστεί στοιχεία που δεν συγκλίνουν με τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε στο στάδιο αυτό η Επιτροπή, πρόκειται για απαλλακτικό στοιχείο. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να παρέχεται στην οικεία επιχείρηση η δυνατότητα να εξετάσει το επίμαχο χωρίο ή το επίμαχο έγγραφο και να διατυπώσει την άποψή της επ’ αυτού (αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής, T‑113/07, EU:T:2011:343, σκέψη 44, και της 12ης Ιουλίου 2011, Mitsubishi Electric κατά Επιτροπής, T‑133/07, EU:T:2011:345, σκέψη 43).

71      Eξάλλου, υπενθυμίζεται ότι, στην παράγραφο 8 της ανακοίνωσης της Επιτροπής περί των κανόνων πρόσβασης στον φάκελο υπόθεσης της Επιτροπής δυνάμει των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, των άρθρων 53, 54 και 57 της Συμφωνίας ΕΟΧ, και του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου (ΕΕ 2005, C 325, σ. 7), διευκρινίζεται, κατά τα λοιπά, ότι ο «φάκελος υπόθεσης της Επιτροπής» σε μια έρευνα που αφορά τον ανταγωνισμό αποτελείται από όλα τα έγγραφα που ελήφθησαν, υπεβλήθησαν ή συγκεντρώθηκαν από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της έρευνας. Στην παράγραφο 27 της εν λόγω ανακοίνωσης διευκρινίζονται τα εξής:

«Η πρόσβαση στον φάκελο υπόθεσης παρέχεται κατόπιν σχετικού αιτήματος και, κανονικά, μία και μοναδική φορά, μετά την αποστολή της κοινοποίησης αιτιάσεων της Επιτροπής στα μέρη, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας. Ως εκ τούτου, κατά γενικόν κανόνα δεν παρέχεται πρόσβαση στις απαντήσεις των άλλων μερών στις αιτιάσεις της Επιτροπής.

Ωστόσο, παρέχεται στο εμπλεκόμενο μέρος πρόσβαση σε έγγραφα λαμβανόμενα μετά την κοινοποίηση των αιτιάσεων σε μεταγενέστερη φάση της διοικητικής διαδικασίας, οσάκις τα έγγραφα αυτά μπορούν να περιέχουν νέα αποδεικτικά στοιχεία –είτε ενοχοποιητικά είτε απαλλακτικά– αναφερόμενα στους ισχυρισμούς που διατυπώνονται κατά του εν λόγω μέρους στην κοινοποίηση αιτιάσεων της Επιτροπής. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα όταν η Επιτροπή σκοπεύει να βασιστεί σε νέες αποδείξεις.»

72      Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, όταν μια εμπλεκόμενη επιχείρηση ζητεί πρόσβαση στα έγγραφα που περιέρχονται στην Επιτροπή μετά την ανακοίνωση αιτιάσεων, στην Επιτροπή εναπόκειται να προβεί σε μια πρώτη εκτίμηση του εν δυνάμει απαλλακτικού χαρακτήρα των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στα έγγραφα αυτά.

73      Συναφώς, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να επικαλεστούν τη νομολογία κατά την οποία δεν εναπόκειται μόνο στην Επιτροπή, η οποία ανακοινώνει τις αιτιάσεις και λαμβάνει την απόφαση περί επιβολής κυρώσεως, να καθορίζει τα έγγραφα που είναι χρήσιμα για την άμυνα της ενδιαφερόμενης επιχείρησης, στο μέτρο που η διαπίστωση αυτή, η οποία αφορά τα έγγραφα του φακέλου που έχει καταρτισθεί από την Επιτροπή, δεν μπορεί να ισχύσει και για τις απαντήσεις που δόθηκαν από τα λοιπά εμπλεκόμενα μέρη στις αιτιάσεις τις οποίες έχει κοινοποιήσει η Επιτροπή (απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Shell Petroleum κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑343/06, EU:T:2012:478, σκέψη 89).

74      Εξάλλου, είναι επίσης απορριπτέα η άποψη των προσφευγουσών κατά την οποία το γεγονός ότι τους προσάπτεται συμμετοχή σε ενιαία και διαρκή παράβαση δικαιολογούσε το να τους επιτραπεί η πρόσβαση στις απαντήσεις των λοιπών αποδεκτών της ανακοίνωσης αιτιάσεων, προκειμένου να μπορέσουν οι ίδιες να εντοπίσουν στις εν λόγω απαντήσεις απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία. Πράγματι, αρκεί η επισήμανση ότι, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής (T‑113/07, EU:T:2011:343), της 12ης Ιουλίου 2011, Mitsubishi Electric κατά Επιτροπής (T‑133/07, EU:T:2011:345), και της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Shell Petroleum κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑343/06, EU:T:2012:478), οι προσφεύγουσες κατηγορούνταν επίσης για συμμετοχή σε ενιαία και διαρκή παράβαση.

75      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών με το οποίο προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματά τους άμυνας, διότι αρνήθηκε, βάσει εσφαλμένης εκτίμησης όσον αφορά το εάν οι πληροφορίες που περιέχονται στις απαντήσεις των λοιπών αποδεκτών της ανακοίνωσης αιτιάσεων είναι σημαντικές για την άμυνά τους, να τους παράσχει πρόσβαση στο μη εμπιστευτικό κείμενο των εν λόγω απαντήσεων, διαπιστώνεται ότι ούτε το επιχείρημα αυτό μπορεί να ευδοκιμήσει.

76      Υπενθυμίζεται ότι, εάν έγγραφο ευρισκόμενο στην κατοχή της Επιτροπής το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί ως απαλλακτικό στοιχείο, ως δυνάμενο να οδηγήσει στην απαλλαγή επιχείρησης στην οποία καταλογίζεται συμμετοχή σε σύμπραξη, δεν κοινοποιηθεί στην επιχείρηση αυτή, τα δικαιώματα άμυνας της εν λόγω επιχείρησης προσβάλλονται εφόσον η επιχείρηση αυτή αποδείξει ότι το συγκεκριμένο στοιχείο θα μπορούσε να είναι χρήσιμο για την άμυνά της (βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Siemens κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑239/11 P, C‑489/11 P και C‑498/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:866, σκέψη 367).

77      Τούτο αποδεικνύεται, εφόσον καταδειχθεί ότι η μη γνωστοποίηση του εν λόγω στοιχείου ενδεχομένως επηρέασε σε βάρος της οικείας επιχείρησης την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της απόφασης της Επιτροπής ή, ακόμη, ότι ενδεχομένως έβλαψε ή δυσχέρανε την υπεράσπιση των συμφερόντων της επιχείρησης αυτής κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Siemens κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑239/11 P, C‑489/11 P και C‑498/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:866, σκέψη 368).

78      Το εάν η μη γνωστοποίηση ενός εγγράφου επηρέασε την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της απόφασης της Επιτροπής μπορεί να αποδειχθεί μόνον κατόπιν προσωρινής εξέτασης ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων από την οποία να προκύπτει, βάσει των στοιχείων αυτών, ότι τα μη γνωστοποιηθέντα έγγραφα είχαν κάποια σημασία η οποία δεν ήταν αμελητέα (απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Fresh Del Monte Produce κατά Επιτροπής, T‑587/08, EU:T:2013:129, σκέψη 688).

79      Συναφώς, δεν πρέπει να υποχρεώνονται οι προσφεύγοντες που προέβαλαν λόγο ακυρώσεως περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνάς τους να αναπτύσσουν, στο δικόγραφο της προσφυγής τους, διεξοδική επιχειρηματολογία ή να παραθέτουν λεπτομερείς ενδείξεις προκειμένου να αποδείξουν ότι η διοικητική διαδικασία θα μπορούσε να έχει καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα αν είχαν πρόσβαση σε ορισμένα στοιχεία τα οποία μάλιστα ουδέποτε τους γνωστοποιήθηκαν. Μια τέτοια ερμηνεία θα ισοδυναμούσε πράγματι με εξαναγκασμό τους σε probatio diabolica (απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Fresh Del Monte Produce κατά Επιτροπής, T‑587/08, EU:T:2013:129, σκέψη 689).

80      Ο προσφεύγων οφείλει, ωστόσο, να παράσχει μια πρώτη ένδειξη όσον αφορά τη χρησιμότητα των μη γνωστοποιηθέντων εγγράφων για την άμυνά του (απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Fresh Del Monte Produce κατά Επιτροπής, T‑587/08, EU:T:2013:129, σκέψη 690).

81      Πρέπει επομένως να εξεταστεί, εν προκειμένω, εάν από τα επιχειρήματα των προσφευγουσών συνάγεται μια πρώτη ένδειξη όσον αφορά τη χρησιμότητα των απαντήσεων των λοιπών αποδεκτών της ανακοίνωσης αιτιάσεων για την άμυνά τους.

82      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η πρόσβαση στις απαντήσεις των λοιπών αποδεκτών της ανακοίνωσης αιτιάσεων τους θα τους παρείχε τη δυνατότητα να αποδείξουν ότι κάτι δεν συνέβη, δηλαδή ότι ούτε η Pirelli ούτε η Nexans France ανέφεραν ότι η συνάντηση της 14ης Δεκεμβρίου 2001 στο Divonne‑les‑Bains, η οποία αποτελεί κατά την Επιτροπή το σημείο έναρξης της συμμετοχής των προσφευγουσών στη σύμπραξη, ήταν συνάντηση R. Κατά την άποψή τους, η πρόσβαση στις εν λόγω απαντήσεις θα τους παρείχε επίσης τη δυνατότητα να επιβεβαιώσουν ότι τα λοιπά μέλη της σύμπραξης είχαν επίγνωση του ότι οι προσφεύγουσες διέκοψαν τη συμμετοχή τους στη σύμπραξη το 2005.

83      Πρώτον, όσον αφορά τη συνάντηση της 14ης Δεκεμβρίου 2001 στο Divonne‑les‑Bains, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, το γεγονός ότι στην αίτησή της παροχής πληροφοριών της 31ης Μαρτίου 2010 γίνεται μνεία της συνάντησης αυτής και ότι οι προσφεύγουσες είχαν πρόσβαση στις απαντήσεις των λοιπών αποδεκτών της εν λόγω αίτησης παροχής πληροφοριών δεν σημαίνει ότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν συμφέρον για την πρόσβαση στις απαντήσεις των λοιπών αποδεκτών της ανακοίνωσης αιτιάσεων. Συγκεκριμένα, το περιεχόμενο των απαντήσεων της Nexans France και της Pirelli στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής της 31ης Μαρτίου 2010, με τις οποίες οι συγκεκριμένοι μετέχοντες στη σύμπραξη δεν έλαβαν θέση όσον αφορά τη συμμετοχή τους στη συνάντηση της 14ης Δεκεμβρίου 2001 στο Divonne‑les‑Bains και το αντικείμενο της συνάντησης αυτής, δεν προδικάζει τη θέση που θα διατύπωναν με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

84      Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι, ακόμη και αν αποδεικνυόταν ότι οι λοιποί μετέχοντες στη σύμπραξη δεν εξέφρασαν, με τις απαντήσεις τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων, άποψη σχετικά με τη φύση της συνάντησης της 14ης Δεκεμβρίου 2001 στο Divonne‑les‑Bains, η άμυνα των προσφευγουσών δεν θα ενισχυόταν.

85      Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι, στην ανακοίνωση αιτιάσεων η Επιτροπή ανέφερε ότι στις 14 Δεκεμβρίου 2001 διεξήχθη συνάντηση R στο Divonne‑les‑Bains και ότι, σε κάθε περίπτωση, μετείχαν σε αυτήν η Nexans France, εκπροσωπούμενη από τον J., η Sagem, εκπροσωπούμενη από τον V., και η Brugg Kabel, εκπροσωπούμενη από τον N.

86      Πάντως, το γεγονός ότι, όταν τους προσήφθη μια τέτοια κατηγορία, η Nexans France και η Sagem δεν επεδίωξαν να αμφισβητήσουν, με τις απαντήσεις τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων, τη φύση της συνάντησης της 14ης Δεκεμβρίου 2001 στο Divonne‑les‑Bains αποδεικνύει μάλλον ότι παραδέχθηκαν τα περιστατικά που τους προσήψε η Επιτροπή στο πλαίσιο αυτό.

87      Εξάλλου, κατά το μέτρο που οι προσφεύγουσες προβάλλουν, με την επιχειρηματολογία τους, ότι η Pirelli δεν εξέφρασε άποψη σχετικά με τη φύση της συνάντησης της 14ης Δεκεμβρίου 2001 στο Divonne‑les‑Bains, η επιχειρηματολογία αυτή κρίνεται απορριπτέα, δεδομένου ότι, με τις απαντήσεις τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων (βλ. σκέψη 156 κατωτέρω), οι προσφεύγουσες έχουν παραδεχθεί τη συμμετοχή της Pirelli στην εν λόγω συνάντηση. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν κατηγόρησε την Pirelli, με την ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι έλαβε μέρος στη συνάντηση αυτή, το γεγονός ότι η Pirelli δεν εξέφρασε άποψη σχετικά με τη φύση της συνάντησης αυτής δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να ερμηνευθεί ως επιβεβαίωση του ότι η συνάντηση αυτή είχε ή δεν είχε αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα.

88      Δεύτερον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών σύμφωνα με την οποία οι απαντήσεις των λοιπών αποδεκτών της ανακοίνωσης αιτιάσεων περιείχαν ασφαλώς στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι αυτές διέκοψαν τη συμμετοχή τους στη σύμπραξη το 2005, επισημαίνεται ότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι αόριστη. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες δεν εξηγούν ποια είναι τα πραγματικά περιστατικά που υποτίθεται ότι αποδεικνύονται από τις απαντήσεις των λοιπών αποδεκτών της ανακοίνωσης αιτιάσεων ή ποιους συγκεκριμένους ισχυρισμούς της Επιτροπής που περιέχονται στην ανακοίνωση αιτιάσεων σχετικά με τη συμμετοχή τους στη σύμπραξη το 2005 αντικρούουν οι απαντήσεις αυτές. Ομοίως, οι προσφεύγουσες δεν εξηγούν για ποιο λόγο θεωρούν ότι, όσον αφορά το ζήτημα της συμμετοχής τους στη σύμπραξη το 2005, ενδέχεται να υπάρχουν απαλλακτικά στοιχεία στις απαντήσεις όλων των αποδεκτών της ανακοίνωσης αιτιάσεων.

89      Πρέπει, ως εκ τούτου, να γίνει δεκτό ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών δεν είναι ικανά να παράσχουν μια πρώτη ένδειξη της χρησιμότητας που θα είχαν ενδεχομένως για την άμυνά τους οι μη κοινοποιηθείσες σε αυτές απαντήσεις των λοιπών αποδεκτών της ανακοίνωσης αιτιάσεων.

90      Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 73 ανωτέρω, πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμο το επιχείρημα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σύμφωνα με το οποίο το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν κατάρτισε μη εμπιστευτικό κείμενο των απαντήσεων όλων των αποδεκτών της ανακοίνωσης αιτιάσεων, ούτως ώστε να καταστεί εν ανάγκη δυνατή η γνωστοποίηση σε μια επιχείρηση απαλλακτικών για αυτήν στοιχείων τα οποία ενδεχομένως περιείχαν οι απαντήσεις αυτές, αποδεικνύει ότι η Επιτροπή δεν τήρησε, εν προκειμένω, την αρχή της ισότητας των όπλων.

91      Συνεπώς, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, όπως και ο λόγος αυτός στο σύνολό του.

2.      Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά αναρμοδιότητα της Επιτροπής να επιβάλει κυρώσεις για παράβαση η οποία έχει τελεσθεί σε τρίτα κράτη και δεν έχει επιπτώσεις εντός του ΕΟΧ

92      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια να εφαρμόσει το άρθρο 101 ΣΛΕΕ όσον αφορά πρακτικές που εφαρμόσθηκαν εκτός του ΕΟΧ και έργα που επρόκειτο να υλοποιηθούν εκτός του ΕΟΧ, δεδομένου ότι οι εν λόγω πρακτικές και τα εν λόγω έργα δεν είχαν επιπτώσεις εντός του ΕΟΧ. Καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι οι σχετικές με καθένα από τα έργα αυτά πρακτικές είχαν άμεσες, ουσιαστικές και προβλέψιμες επιπτώσεις εντός του ΕΟΧ, κατά την έννοια της νομολογίας, η Επιτροπή δεν μπορούσε απλώς να συσχετίσει τις πρακτικές αυτές με την ενιαία και διαρκή παράβαση, προκειμένου να θεμελιώσει την εξωεδαφική αρμοδιότητά της, εκτός αν επιδιώκει να καταστήσει την αρμοδιότητα αυτή απεριόριστη.

93      Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών.

94      Συναφώς, όσον αφορά το κατά τόπον πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τον σχετικό με τον ανταγωνισμό κανόνα της Ένωσης, όπως αυτός διατυπώνεται στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ, απαγορεύονται οι συμφωνίες και οι πρακτικές που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού «εντός της εσωτερικής αγοράς».

95      Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι οι προϋποθέσεις της κατά τόπον εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ είναι δυνατόν να συντρέχουν σε δύο περιπτώσεις.

96      Πρώτον, η εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ δικαιολογείται σε περίπτωση που οι πρακτικές τις οποίες αφορά εφαρμόζονται στο έδαφος της εσωτερικής αγοράς, ανεξαρτήτως του τόπου στον οποίο διαμορφώθηκαν. Συγκεκριμένα, εάν η δυνατότητα εφαρμογής των απαγορεύσεων που θεσπίζει το δίκαιο του ανταγωνισμού εξαρτιόταν από τον τόπο σύναψης της σύμπραξης, είναι πρόδηλον ότι οι επιχειρήσεις θα είχαν στη διάθεσή τους έναν εύκολο τρόπο παράκαμψης των εν λόγω απαγορεύσεων (απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, 89/85, 104/85, 114/85, 116/85, 117/85 και 125/85 έως 129/85, EU:C:1988:447, σκέψη 16).

97      Δεύτερον, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ δικαιολογείται επίσης σε περίπτωση που αναμένεται ότι οι πρακτικές τις οποίες αφορά θα έχουν άμεση και ουσιαστική επίπτωση στην εσωτερική αγορά (απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 1971, Béguelin Import, 22/71, EU:C:1971:113, σκέψη 11). Συναφώς, τονίζεται ότι η παραδοχή αυτή εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό με εκείνη η οποία στηρίζεται στην εφαρμογή μιας συμφωνίας στο έδαφος της Ένωσης, δηλαδή στην αντιμετώπιση συμπεριφορών που δεν έχουν μεν υιοθετηθεί στο έδαφος αυτό, αλλά παράγουν αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα τα οποία μπορούν να γίνουν αισθητά στην αγορά της Ένωσης.

98      Επισημαίνεται, επίσης, ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, οι οποίες παρατίθενται στις σκέψεις 96 και 97 ανωτέρω αντιστοίχως, αποτελούν κριτήρια που πρέπει να πληρούνται διαζευκτικά και όχι σωρευτικά, προκειμένου να θεμελιωθεί η αρμοδιότητα της Επιτροπής για τη διαπίστωση παράβασης της διάταξης αυτής και την επιβολή κυρώσεων λόγω της παράβασης αυτής.

99      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εκτίμησε ότι πληρούνται εν προκειμένω τόσο η προϋπόθεση της εφαρμογής της σύμπραξης εντός του ΕΟΧ όσο και η προϋπόθεση της επέλευσης ουσιωδών επιπτώσεων εντός του ΕΟΧ (αιτιολογικές σκέψεις 467 έως 469 της προσβαλλόμενης απόφασης).

100    Εντούτοις, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει ότι καθένα από τα προς υλοποίηση έργα εκτός του ΕΟΧ είχε εντός της Ένωσης επαρκείς επιπτώσεις ώστε που να δικαιολογούν, κατά την έννοια της νομολογίας, την κατά τόπον εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ως προς τη συγκεκριμένη πτυχή της επίμαχης παράβασης.

101    Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

102    Όσον αφορά την εφαρμογή των σχετικών με τα έργα εκτός του ΕΟΧ πρακτικών της σύμπραξης, επισημαίνεται ότι η συμφωνία για τις «περιοχές εξαγωγής», σύμφωνα με την οποία οι Ευρωπαίοι και οι Ασιάτες παραγωγοί κατένειμαν μεταξύ τους τα έργα που επρόκειτο να υλοποιηθούν στις περιοχές αυτές, τέθηκε σε εφαρμογή εντός του ΕΟΧ. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 79 της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς και από την αιτιολογική σκέψη 247, στην οποία παραπέμπει η αιτιολογική σκέψη 468 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Ελλάδα δεν συμπεριλαμβανόταν στην «ευρωπαϊκή εθνική περιοχή» κατά την έννοια της συμφωνίας περί «εθνικής περιοχής», τα δε έργα που υλοποιούνταν στην Ελλάδα εντάσσονταν στα έργα που ανετίθεντο σύμφωνα με την «αναλογία 60/40», βάσει της συμφωνίας για τις «περιοχές εξαγωγής». Εξάλλου, από τις αιτιολογικές σκέψεις 81 και 82 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι τα μέλη A της σύμπραξης θεωρούσαν ότι τα έργα σύνδεσης ενός κράτους της Ένωσης με τρίτο κράτος έπρεπε να συμπεριλαμβάνονται στην ποσόστωση του 60 % που αναλογούσε στα μέλη R της σύμπραξης, όπως το έργο σύνδεσης της Ισπανίας με το Μαρόκο, το οποίο παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 232 της προσβαλλόμενης απόφασης.

103    Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, αντιθέτως, η συμπεριφορά των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, η οποία συνίστατο, βάσει της συμφωνίας περί «εθνικής περιοχής», στη μη διεκδίκηση έργων στην «εθνική περιοχή» των ασιατικών επιχειρήσεων, δεν έχει εξ ορισμού υλοποιηθεί εντός του ΕΟΧ.

104    Ωστόσο, κατ’ αντίθεση προς τα υποστηριζόμενα από τις προσφεύγουσες, τούτο δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει ότι καθένα από τα έργα που επρόκειτο να υλοποιηθούν εκτός του ΕΟΧ, κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας περί «εθνικής περιοχής», είχε επαρκή επίπτωση εντός του ΕΟΧ ώστε να δικαιολογείται η κατά τόπον εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

105    Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 97 ανωτέρω, η Επιτροπή μπορούσε να στηρίξει την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ όσον αφορά τη διαπιστωθείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση ενιαία και διαρκή παράβαση στις προβλέψιμες, άμεσες και ουσιώδεις επιπτώσεις της στην εσωτερική αγορά.

106    Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ μπορεί να εφαρμοστεί επί συμφωνιών και πρακτικών οι οποίες εξυπηρετούν τον ίδιο, αντίθετο προς τον ανταγωνισμό, σκοπό, εφόσον μπορεί να προβλεφθεί ότι οι εν λόγω πρακτικές και συμφωνίες παράγουν, συνολικά θεωρούμενες, άμεσες και ουσιαστικές επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά. Συγκεκριμένα, δεν πρέπει να δοθεί στις επιχειρήσεις η δυνατότητα να αποφεύγουν την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης, διά του συνδυασμού πλειόνων συμπεριφορών οι οποίες επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό και, μεμονωμένα θεωρούμενες, δεν προκαλούν μεν ουσιώδεις επιπτώσεις εντός της Ένωσης, πλην όμως συνολικά θεωρούμενες προκαλούν τέτοιες επιπτώσεις.

107    Επισημαίνεται, πάντως, ότι αποκλειστικός σκοπός της σύμπραξης ήταν ο περιορισμός του ανταγωνισμού όσον αφορά τα έργα υποβρύχιων και υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων (υπέρ)υψηλής τάσης σε συγκεκριμένες περιοχές, μέσω συμφωνιών κατανομής αγορών και πελατών, με συνέπεια τη νόθευση της φυσιολογικής λειτουργίας του ανταγωνισμού εντός του ΕΟΧ.

108    Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το εάν έχει εν προκειμένω εφαρμογή το άρθρο 101 ΣΛΕΕ πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των επιπτώσεων των διαφόρων πρακτικών που περιγράφονται την αιτιολογική σκέψη 493 της προσβαλλόμενης απόφασης, περιλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με τα εκτός του ΕΟΧ έργα, συνολικά θεωρούμενων.

109    Διαπιστώνεται ότι δεν ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση που διατυπώνει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 469 της προσβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με την οποία οι επιπτώσεις των πρακτικών και των συμφωνιών στις οποίες μετείχαν τα μέλη της σύμπραξης στον ανταγωνισμό εντός του ΕΟΧ, περιλαμβανομένης της εσωτερικής αγοράς, ήταν προβλέψιμες, ουσιαστικές και άμεσες.

110    Συναφώς, για να πληρούται η προϋπόθεση περί προβλεψιμότητας, αρκεί να ληφθούν υπόψη οι πιθανές επιπτώσεις μιας συμπεριφοράς στον ανταγωνισμό.

111    Όσον αφορά τον άμεσο χαρακτήρα των επιπτώσεων των εν λόγω πρακτικών στο έδαφος της Ένωσης, επισημαίνεται ότι αυτές οπωσδήποτε επηρέασαν άμεσα την προμήθεια ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής και υπερυψηλής τάσης εντός του συγκεκριμένου εδάφους, καθώς αυτός ήταν ο σκοπός των διαφόρων συναντήσεων και επαφών μεταξύ των μετεχόντων στη σύμπραξη (αιτιολογική σκέψη 66 της προσβαλλόμενης απόφασης). Επιπλέον, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, η κατανομή που πραγματοποιούνταν μεταξύ των μετεχόντων στη σύμπραξη, τόσο απευθείας εντός του εδάφους αυτού όσο και εκτός, είχε προβλέψιμες επιπτώσεις στον ανταγωνισμό εντός του εν λόγω εδάφους.

112    Όσον αφορά τον ουσιαστικό χαρακτήρα των επιπτώσεων εντός της Ένωσης, είναι αξιοσημείωτος ο αριθμός και το μέγεθος των επιχειρήσεων παραγωγής που μετείχαν στη σύμπραξη, η οποία αντιπροσώπευε σχεδόν το σύνολο της αγοράς, καθώς και το ευρύ φάσμα των προϊόντων που επηρεάζονταν από τις διάφορες συμφωνίες και ο βαθμός σοβαρότητας των επίμαχων πρακτικών. Επίσης αξιοσημείωτη είναι η μεγάλη διάρκεια της ενιαίας και διαρκούς παράβασης, η οποία συνεχίστηκε επί δεκαετία. Όλα αυτά τα στοιχεία, συνολικώς εξεταζόμενα, αποδεικνύουν τον ουσιαστικό χαρακτήρα των επιπτώσεων των επίμαχων πρακτικών εντός της Ένωσης (αιτιολογικές σκέψεις 66, 492, 493 και 620 της προσβαλλόμενης απόφασης).

113    Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η ενιαία και διαρκής παράβαση, όπως προσδιορίζεται από την Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση, ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και ότι η Επιτροπή ήταν αρμόδια να επιβάλει κυρώσεις γι’ αυτήν. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει συγκεκριμένα ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ για κάθε ένα από τα προς υλοποίηση εκτός του ΕΟΧ έργα.

114    Όσον αφορά, εξάλλου, την αιτίαση των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή παρέκαμψε την απουσία επιπτώσεων εντός του ΕΟΧ της σχετικής με τις «περιοχές εξαγωγής» συμφωνίας, εντάσσοντάς την με τεχνητό τρόπο στην ενιαία και διαρκή παράβαση, προκειμένου να εφαρμοστεί ως προς αυτήν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, επισημαίνεται ότι, στην πραγματικότητα, με την αιτίαση αυτή αμφισβητείται κατ’ ουσίαν η ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παράβασης, όπως αυτή περιγράφεται από την Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση, και όχι η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ επί της εν λόγω παραβάσεως.

115    Τονίζεται, ακόμη, ότι οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν κανένα στοιχείο ικανό να τεκμηριώσει την αιτίαση αυτή, οπότε αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αστήρικτη.

116    Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

3.      Επί του τρίτου και του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν εσφαλμένη εκτίμηση, προσβολή του δικαιώματος στο τεκμήριο αθωότητας, σφάλματα ως προς τα πραγματικά περιστατικά, παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων και παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, όσον αφορά τη φερόμενη συμμετοχή των προσφευγουσών σε ενιαία και διαρκή παράβαση

117    Προς στήριξη του τρίτου και του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι πρέπει να εξεταστούν από κοινού, οι προσφεύγουσες προβάλλουν διάφορα επιχειρήματα. Πρώτον, προσάπτουν στην Επιτροπή ότι χρησιμοποίησε την έννοια της ενιαίας παράβασης για τον χαρακτηρισμό των διαφορετικών στοιχείων της σύμπραξης. Δεύτερον, υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει όσον αφορά τον διακεκομμένο χαρακτήρα της συμμετοχής τους στην παράβαση και, επιπλέον, δεν προσκόμισε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά την έναρξη της συμμετοχής τους στην παράβαση και την αδιάλειπτη διάρκειά της. Τρίτον, προσάπτουν στην Επιτροπή ότι τους καταλόγισε ευθύνη για ενιαία και διαρκή παράβαση, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν την πρόθεση να συμβάλουν στην επίτευξη όλων των στόχων της σύμπραξης και δεν είχαν γνώση ορισμένων παραβατικών συμπεριφορών. Τέταρτον, προβάλλουν ότι η Επιτροπή έπρεπε να αποδείξει ότι είχαν γνώση των συμφωνιών που συνδέονταν με καθένα από τα έργα ή ότι μπορούσαν να τις προβλέψουν, τουλάχιστον όσον αφορά τις εθνικές αγορές ή τα έργα των υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων. Πέμπτον, προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν διευκρίνισε ποια έργα επρόκειτο να αποτελέσουν αντικείμενο συμφωνίας, αρκούμενη στη χρήση συντομογραφιών ή γενικών ονομασιών, και ότι παρουσίασε το ίδιο έργο ως περισσότερα χωριστά έργα, λόγω μικρών διαφορών ως προς την περιγραφή τους.

1)      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

118    Από τη νομολογία συνάγεται ότι η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει όχι μόνον την ύπαρξη της σύμπραξης, αλλά και τη διάρκειά της. Ειδικότερα, όσον αφορά την απόδειξη παραβάσεως του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή πρέπει να αποδεικνύει τις παραβάσεις που διαπιστώνει και να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία ικανά να αποδείξουν επαρκώς κατά νόμον το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν παράβαση. Ενδεχόμενη αμφιβολία του δικαστή πρέπει να αποβαίνει υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση που διαπιστώνει την παράβαση. Συνεπώς, ο δικαστής δεν μπορεί να αποφανθεί ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της επίδικης παράβασης εφόσον διατηρεί ακόμη αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, ιδίως στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση απόφασης περί επιβολής προστίμου. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, η οποία αποτελεί μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων που προστατεύονται στην έννομη τάξη της Ένωσης και έχει κατοχυρωθεί με το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη. Λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των επίδικων παραβάσεων, καθώς και της φύσεως και του βαθμού αυστηρότητας των κυρώσεων τις οποίες επισύρουν, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας εφαρμόζεται ιδίως επί διαδικασιών με αντικείμενο παραβάσεις των ισχυόντων για τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού οι οποίες επισύρουν την επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών. Επομένως, είναι απαραίτητο να προσκομίσει η Επιτροπή συγκεκριμένα και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει την ακλόνητη πεποίθηση ότι η παράβαση όντως διαπράχθηκε (βλ. απόφαση της 17ης Μαΐου 2013, Trelleborg Industrie και Trelleborg κατά Επιτροπής, T‑147/09 και T‑148/09, EU:T:2013:259, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

119    Εντούτοις, σύμφωνα με επίσης πάγια νομολογία, δεν είναι απαραίτητο κάθε απόδειξη που προσκομίζει η Επιτροπή να ανταποκρίνεται στα κριτήρια αυτά για κάθε στοιχείο της παράβασης. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω θεσμικό όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην εν λόγω απαίτηση (βλ. απόφαση της 17ης Μαΐου 2013, Trelleborg Industrie και Trelleborg κατά Επιτροπής, T‑147/09 και T‑148/09, EU:T:2013:259, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

120    Εξάλλου, συνήθως οι δραστηριότητες τις οποίες συνεπάγονται οι θίγουσες τον ανταγωνισμό συμφωνίες αναπτύσσονται λαθραίως, οι συναντήσεις είναι μυστικές και υπάρχουν ελάχιστα σχετικά έγγραφα. Επομένως, ακόμη και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει στοιχεία τα οποία πιστοποιούν ρητώς παράνομες επαφές μεταξύ των επιχειρήσεων, όπως τα πρακτικά συναντήσεων, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διασκορπισμένα, οπότε είναι συχνά απαραίτητη η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής. Κατά συνέπεια, στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας συνάγεται από ορισμένες συμπτώσεις και ενδείξεις οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξήγησης, απόδειξη της παραβίασης των κανόνων ανταγωνισμού (αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψεις 55 έως 57, και της 25ης Ιανουαρίου 2007, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, C‑403/04 P και C‑405/04 P, EU:C:2007:52, σκέψη 51).

121    Επιπλέον, όπως επιβάλλει η νομολογία, όταν δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ευθέως τη διάρκεια μιας παράβασης, η Επιτροπή οφείλει να στηρίζεται, τουλάχιστον, σε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά χωρίς μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους, ώστε να μπορεί λογικά να γίνει δεκτό ότι η παράβαση συνεχίστηκε αδιάλειπτα μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών (απόφαση της 7ης Ιουλίου 1994, Dunlop Slazenger κατά Επιτροπής, T‑43/92, EU:T:1994:79, σκέψη 79· βλ., επίσης, απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2006, Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, T‑120/04, EU:T:2006:350, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

2)      Επί του ενιαίου χαρακτήρα της παράβασης

122    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι οι πρακτικές που προσδιόρισε η Επιτροπή δεν πληρούν τα κριτήρια που προκύπτουν από τη νομολογία σχετικά με την ενιαία και διαρκή παράβαση. Υποστηρίζουν, συγκεκριμένα, ότι δεν υπάρχει ταυτότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών, δεδομένου ότι τα υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια και τα υπόγεια ηλεκτρικά καλώδια αντιπροσωπεύουν χωριστές αγορές, ότι υπάρχει μερική μόνον ταυτότητα των επιχειρήσεων που μετείχαν στην παράβαση, δεδομένου ότι οι ίδιες, καθώς και οι Silec Cable, Mitsubishi Cable Industries, SWCC Showa Holdings, LS Cable & System, Taihan Electric Wire και nkt cables δεν κατασκευάζουν υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια, ότι υπάρχει μερική μόνον ταυτότητα των φυσικών προσώπων που μετείχαν στα επιμέρους στοιχεία της σύμπραξης, δεδομένου ότι η Pirelli & C. ή Prysmian, η nkt cables και η ABB εκπροσωπούνταν πάντοτε από διαφορετικά πρόσωπα στις συναντήσεις που αφορούσαν τα υποβρύχια και σε εκείνες που αφορούν τα υπόγεια ηλεκτρικά καλώδια, και ότι δεν υφίσταται ταυτότητα των μεθόδων εφαρμογής των συμφωνιών, δεδομένου ότι τα έργα υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων και τα έργα υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων αποτελούσαν αντικείμενο χωριστών συζητήσεων και τα φύλλα καταγραφής θέσης, όσον αφορά την τήρηση της «αναλογίας 60/40», καταρτίζονταν χωριστά, ανάλογα με το είδος των ηλεκτρικών καλωδίων. Επισημαίνουν ακόμη ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη συμπληρωματικής σχέσης μεταξύ των διαφόρων πρακτικών.

123    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών.

124    Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, κατά πάγια νομολογία, παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ενδέχεται να προκύπτει όχι μόνον από μεμονωμένη πράξη, αλλά και από σειρά πράξεων ή ακόμη και από διαρκή συμπεριφορά, έστω και αν ένα ή περισσότερα στοιχεία της εν λόγω σειράς πράξεων ή της εν λόγω διαρκούς συμπεριφοράς θα μπορούσαν επίσης να συνιστούν, αφ’ εαυτών και μεμονωμένα θεωρούμενες, παράβαση της διάταξης αυτής. Συγκεκριμένα, όταν οι διάφορες πράξεις εντάσσονται σε ένα «συνολικό σχέδιο», λόγω του ότι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, η Επιτροπή δικαιούται να καταλογίσει ευθύνη για τις πράξεις αυτές αναλόγως της συμμετοχής στη συνολικώς εξεταζόμενη παράβαση (αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, C‑441/11 P, EU:C:2012:778, σκέψη 41, και της 26ης Ιανουαρίου 2017, Villeroy & Boch κατά Επιτροπής, C‑625/13 P, EU:C:2017:52, σκέψη 55).

125    Πλείονα κριτήρια έχουν θεωρηθεί πρόσφορα, κατά τη νομολογία, για την εκτίμηση του ενιαίου χαρακτήρα μιας παράβασης, όπως η ταυτότητα του αντικειμένου των επίμαχων πρακτικών, η ταυτότητα των οικείων προϊόντων και υπηρεσιών, η ταυτότητα των επιχειρήσεων που μετείχαν σε αυτές και η ταυτότητα των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξή της. Εξάλλου, η ταυτότητα των φυσικών προσώπων που μετέχουν για λογαριασμό των επιχειρήσεων και η ταυτότητα του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής των εν λόγω πρακτικών αποτελούν επίσης στοιχεία δυνάμενα να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο αυτής της εξέτασης (βλ. απόφαση της 17ης Μαΐου 2013, Trelleborg Industrie και Trelleborg κατά Επιτροπής, T‑147/09 και T‑148/09, EU:T:2013:259, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

126    Εν προκειμένω, η συμφωνία περί «εθνικής περιοχής» και η ανάθεση έργων ηλεκτρικών καλωδίων στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού μηχανισμού της σύμπραξης εντός του ΕΟΧ τέθηκαν σε εφαρμογή ταυτόχρονα, είχαν ως αντικείμενο τα υποβρύχια καλώδια υψηλής τάσης και τα υπόγεια καλώδια υψηλής τάσης και αφορούσαν τους ίδιους Ευρωπαίους παραγωγούς, ενώ η εν λόγω συμφωνία και η συμφωνία για τις «περιοχές εξαγωγής» αφορούσαν τους ίδιους Νοτιοκορεάτες και Ιάπωνες παραγωγούς. Επιπλέον, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, με εξαίρεση την περίπτωση της Pirelli, τα φυσικά πρόσωπα που είχαν εμπλακεί ως εκπρόσωποι των επιχειρήσεων ήταν τα ίδια για τα διάφορα στοιχεία της σύμπραξης. Ομοίως, τα διάφορα μέτρα κατέτειναν στην επίτευξη κοινού σκοπού, ήτοι στην εγκαθίδρυση συστήματος κατανομής της παγκόσμιας αγοράς των έργων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσης, εξαιρουμένων των Ηνωμένων Πολιτειών.

127    Τα επιχειρήματα των προσφευγουσών δεν είναι ικανά να κλονίσουν τη διαπίστωση αυτή.

128    Συγκεκριμένα, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η παράβαση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ενιαία επειδή τα υπόγεια ηλεκτρικά καλώδια υψηλής τάσης και τα υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια υψηλής τάσης είναι διαφορετικά προϊόντα που καλύπτουν διαφορετικές ανάγκες και, εν τέλει, απευθύνονται σε διαφορετικές αγορές, επισημαίνεται, πρώτον, ότι στη συμφωνία περί «εθνικής περιοχής» δεν υπήρχε διαχωρισμός μεταξύ των διαφόρων τύπων ηλεκτρικών καλωδίων. Δεύτερον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, όπως προκύπτει από τα παραδείγματα που παρέθεσε η Επιτροπή σχετικά με τη λειτουργία των μηχανισμών ελέγχου του «ευρωπαϊκού μηχανισμού της σύμπραξης» (αιτιολογικές σκέψεις 333 έως 338, 399 και 400 της προσβαλλόμενης απόφασης) και του «μηχανισμού A/R της σύμπραξης» (αιτιολογική σκέψη 106 της εν λόγω απόφασης), υπήρχε δυνατότητα αντισταθμίσεως μεταξύ των έργων υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσης και των έργων υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσης, πράγμα που σημαίνει ότι, κατά την αντίληψη των επιχειρήσεων που μετείχαν στη σύμπραξη, δεν υπήρχε από την άποψη αυτή καμία διαφορά. Τούτο αποδεικνύεται από την ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων των οποίων το περιεχόμενο παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 399 της προσβαλλόμενης απόφασης και με τα οποία ο A., υπάλληλος της Prysmian, γνωστοποίησε στον R., υπάλληλο της Nexans France, ότι δεν δεχόταν την αντιστάθμιση με άλλο έργο του οφέλους από την ανάθεση στην Prysmian του επίγειου τμήματος ενός έργου υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσης, αλλά δεχόταν να εξετάσει το ενδεχόμενο σύμβασης υπεργολαβίας σύμφωνα με τις αρχές βάσει των οποίων γινόταν η ανάθεση έργων εντός της Ένωσης, χωρίς να διακρίνει ανάλογα με το αν επρόκειτο για έργα υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσης ή για έργα υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσης.

129    Το γεγονός ότι ορισμένες μετέχουσες στη σύμπραξη επιχειρήσεις, όπως οι προσφεύγουσες, δεν είχαν τη δυνατότητα ή τη βούληση να διεκδικήσουν έργα υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων δεν ασκεί επιρροή συναφώς.

130    Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι, κατά τις συναντήσεις A/R, πραγματοποιούνταν χωριστές συναντήσεις για τα έργα υποβρύχιων και τα έργα υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων, αρκεί η επισήμανση ότι, ακόμη και αν σε ορισμένες από τις συναντήσεις αυτές συζητήθηκαν χωριστά τα σχέδια, ανάλογα με τον τύπο των ηλεκτρικών καλωδίων, όπως αποδεικνύεται από τις προσκλήσεις για τις συναντήσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2003 και της 28ης Ιανουαρίου 2004, το εν λόγω επιχείρημα αντικρούεται από το γεγονός ότι, σε άλλες περιπτώσεις, η συζήτηση για τα έργα υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων και υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων διεξαγόταν κατά την ίδια συνάντηση. Συγκεκριμένα, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή προσκόμισε απόσπασμα του παραρτήματος I της προσβαλλόμενης απόφασης, στο οποίο απαριθμούνται ορισμένες συναντήσεις κατά τις οποίες είναι βέβαιον ότι αφορούσαν τόσο τα υπόγεια όσο και τα υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια. Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι το απόσπασμα αυτό δεν περιείχε καμία πληροφορία σχετικά με τις συναντήσεις κατά τις οποίες διεξήχθησαν χωριστές συνεδρίες σε διαδοχικές ημέρες ή τις συναντήσεις οι οποίες είχαν οργανωθεί κατά τρόπον ώστε να προκύπτει σαφώς ότι τα έργα υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων και τα έργα υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων εξετάστηκαν στο πλαίσιο διαφορετικών συνεδριών. Επισήμανε, ωστόσο, ότι, ακόμη και κατά τις συναντήσεις αυτού του είδους, οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων ήταν οι ίδιοι τόσο στις συζητήσεις για τα υπόγεια ηλεκτρικά καλώδια όσο και στις συζητήσεις για τα υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια. Επιπροσθέτως, επισύναψε τα παρατιθέμενα στις υποσημειώσεις του εν λόγω παραρτήματος αποδεικτικά στοιχεία, στα οποία στηρίζεται η εκτίμηση ότι τα έργα υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσης και υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσης αποτελούσαν αντικείμενο κοινών συνεδριών στο πλαίσιο των συναντήσεων αυτών.

131    Κληθείσες από το Γενικό Δικαστήριο τοποθετηθούν επί των εγγράφων αυτών κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες περιορίστηκαν στο να αναφέρουν ότι, μη έχοντας λάβει μέρος στις συναντήσεις A/R, δεν ήταν σε θέση να σχολιάσουν τη λειτουργία τους.

132    Ωστόσο, από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή προκύπτει ότι τα έργα υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσης και υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσης αποτέλεσαν αντικείμενο κοινών συνεδριών κατά τη διάρκεια δεκατριών τουλάχιστον συναντήσεων A/R, οι οποίες διοργανώθηκαν από τις 22 Φεβρουαρίου 2001 έως τις 27 Μαρτίου 2003. Η διαπίστωση αυτή αρκεί για να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι τα έργα υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων και τα έργα υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων αποτελούσαν αντικείμενο χωριστών συνεδριών κατά τη διάρκεια των ως άνω συναντήσεων.

133    Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι, κατά τις συναντήσεις R της σύμπραξης, τα έργα υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων και τα έργα υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων αποτέλεσαν επίσης αντικείμενο χωριστών συζητήσεων, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν παραθέτουν κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού.

134    Συναφώς, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 114, 249 και 534 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι συναντήσεις R, την προηγουμένη των οποίων διοργανωνόταν δείπνο στο οποίο συμμετείχαν όλα τα παρόντα μέλη, άρχιζαν με ένα γενικό μέρος, κατά το οποίο οι μετέχοντες με την κατάσταση στην αγορά και στις επιχειρήσεις τους. Επίσης, σύμφωνα με την περιγραφή που παρατίθεται στην εν λόγω απόφαση, κατά τη διάρκεια του εν λόγω γενικού μέρους, οι Nexans France και Pirelli/Prysmian ενημέρωναν επίσης τους μικρότερους Ευρωπαίους παραγωγούς, όπως οι προσφεύγουσες, σχετικά με τα όσα ελάμβαναν χώρα στο πλαίσιο των συνεδριάσεων A/R, οι δε συμμετέχοντες συζητούσαν για τα έργα εντός του ΕΟΧ και τις «περιοχές εξαγωγής» και ανέφεραν ποιος παραγωγός δήλωνε ή επιτύγχανε «προτίμηση» ή «ενδιαφέρον» για συγκεκριμένο έργο. Από την περιγραφή της διεξαγωγής των συναντήσεων R συνάγεται ότι οι εμπλεκόμενοι συζητούσαν για το σύνολο των έργων, χωρίς διάκριση μεταξύ των έργων υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων και των έργων υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων. Ωστόσο, από την απάντηση των προσφευγουσών στην ανακοίνωση αιτιάσεων προκύπτει ότι, κατά τη συνάντηση R της 18ης και 19ης Νοεμβρίου 2003, πραγματοποιήθηκαν χωριστές συναντήσεις για τα έργα υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων και για τα έργα υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων. Προς αποσαφήνιση του ζητήματος αυτού, η Επιτροπή κλήθηκε, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, να διευκρινίσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά πόσον τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε συλλέξει κατά τη διοικητική διαδικασία θεμελιώνουν την εκτίμησή της ότι τα έργα υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων και τα έργα υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων αποτελούσαν αντικείμενο κοινών συζητήσεων κατά τις συναντήσεις R. Συμμορφούμενη, η Επιτροπή προσκόμισε τα πρακτικά της συνάντησης A/R της 27ης Μαρτίου 2003 στο Τόκιο (Ιαπωνία) και των συναντήσεων R της 23ης Απριλίου 2003 και της 12ης Μαΐου 2005, καθώς και απόσπασμα της απάντησης της J‑Power Systems σε αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής.

135    Κληθείσες από το Γενικό Δικαστήριο να εκφράσουν την άποψή τους επί των εγγράφων αυτών κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες προέβαλαν, χωρίς να αναφερθούν ειδικά σε κάποια από τις συναντήσεις R που μνημονεύονται στο σημείο 134 ανωτέρω, ότι οι εν λόγω συναντήσεις πραγματοποιούνταν την ίδια ημέρα, πλην όμως διεξάγονταν δύο χωριστές συνεδρίες. Συγκεκριμένα, προβάλλουν ότι η πρώτη από αυτές, η οποία ήταν αφιερωμένη στα υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια, διεξαγόταν το πρωί, και η δεύτερη, η οποία αφορούσε τα υπόγεια ηλεκτρικά καλώδια, πραγματοποιούνταν το απόγευμα. Διευκρίνισαν επίσης ότι, ορισμένες φορές, οι δύο συνεδρίες δεν πραγματοποιούνταν την ίδια ημέρα, αλλά σε δύο διαδοχικές ημέρες. Προέβαλαν ακόμη ότι στις συνεδρίες δεν ελάμβαναν μέρος πάντα οι ίδιοι μετέχοντες, διότι οι επιχειρήσεις που ενδιαφέρονταν μόνο για τα υπόγεια ηλεκτρικά καλώδια, όπως οι ίδιες, ουδέποτε έλαβαν μέρος σε συνάντηση με αντικείμενο τα υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια. Διατείνονται ότι, εξ όσων γνωρίζουν, δεν υπάρχουν πρακτικά από τις συναντήσεις αυτές στα οποία να γίνεται λόγος για κοινή συνάντηση.

136    Ωστόσο, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνάντησης R της 23ης Απριλίου 2003, οι μετέχοντες στη συνάντηση αυτή, περιλαμβανομένων των εκπροσώπων της Brugg Kabel, ενημερώθηκαν για τις συζητήσεις που διεξήχθησαν κατά τη συνάντηση A/R της 27ης Μαρτίου 2003. Από τα πρακτικά της τελευταίας αυτής συνάντησης προκύπτει ότι κατά τη διάρκειά της πραγματοποιήθηκαν συζητήσεις σχετικά με έργα υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσης. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι από το παράρτημα I της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η Brugg Kabel έλαβε μέρος στη συνάντηση R που διεξήχθη στις 30 Ιουνίου και την 1η Ιουλίου 2004, γεγονός που η ίδια δεν αμφισβητεί. Πάντως, από το πρακτικό της συνάντησης αυτής δεν προκύπτει ότι, κατά τη διάρκειά της, πραγματοποιήθηκαν χωριστές συζητήσεις για τα υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια και για τα υπόγεια ηλεκτρικά καλώδια, καθώς έγινε αναφορά στα έργα που συζητήθηκαν, χωρίς ειδική μνεία συναφώς. Επιπλέον, από το τμήμα των πρακτικών αυτών με τίτλο «Ongoing projects» προκύπτει ότι, στο πλαίσιο αυτό, έγινε συζήτηση για τα έργα «Italy Sardigna» και «Sarco». Βεβαίως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, από το απόσπασμα της απάντησης της J‑Power Systems στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής δεν προκύπτει σαφώς ότι τα εν λόγω έργα αφορούσαν την εγκατάσταση υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων, δεδομένου ότι αυτά δεν μνημονεύονται ρητώς στον πίνακα της J‑Power Systems. Ωστόσο, από τα πρακτικά της συνάντησης R της 30ής Ιουνίου και της 1ης Ιουλίου 2004 προκύπτει ότι, όσον αφορά το έργο «Sarco», υπήρχαν δυσχέρειες μεταξύ των διαχειριστών του γαλλικού και του ιταλικού δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας, πράγμα που επιβεβαιώνει την εκτίμηση της Επιτροπής ότι το έργο αυτό αφορούσε τη σύνδεση μεταξύ Σαρδηνίας και Κορσικής και, συνεπώς, επρόκειτο για έργο υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων. Τέλος, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνάντησης της 12ης Μαΐου 2005, κατά τη συνάντηση αυτή έγινε συζήτηση για τα έργα «Ireland 220 kV» και «GCC». Στο απόσπασμα της απάντησης της J‑Power Systems στην εν λόγω αίτηση παροχής πληροφοριών, τα έργα αυτά χαρακτηρίζονται ρητώς ως έργα υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσης

137    Εξάλλου, το γεγονός ότι στις συνεδρίες που διεξάγονταν στο πλαίσιο των συναντήσεων R και είχαν ως αντικείμενο τα υπόγεια καλώδια ηλεκτρικά καλώδια δεν παρίσταντο ακριβώς οι ίδιοι μετέχοντες με εκείνους που παρίσταντο στις συνεδρίες με αντικείμενο τα υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια αποτελεί απλώς συνέπεια του γεγονότος ότι ορισμένα μέλη της σύμπραξης δεν κατασκεύαζαν υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια και είχαν περιορισμένο ενδιαφέρον να μετάσχουν στις συνεδρίες με αντικείμενο τον συγκεκριμένο τύπο καλωδίων. Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των λοιπών χαρακτηριστικών της σύμπραξης, από τη μεμονωμένη αυτή περίσταση δεν μπορεί να συναχθεί ότι αυτή αποτελούνταν από δύο χωριστές συμπράξεις που αφορούσαν, αντιστοίχως, τα υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια και τα υπόγεια ηλεκτρικά καλώδια.

138    Επομένως, δεν ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση της Επιτροπής ότι οι συζητήσεις κατά τις συναντήσεις R είχαν ως αντικείμενο τόσο τα έργα υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσης όσο και τα έργα των υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσης, έστω και αν ορισμένες φορές πραγματοποιούνταν χωριστές συνεδρίες, όπως συνέβη κατά τη συνάντηση των εν λόγω μελών στις 18 και 19 Νοεμβρίου 2003.

139    Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι καταρτίζονταν χωριστά φύλλα καταγραφής θέσης για τα έργα υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων και τα έργα υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων στο πλαίσιο του «μηχανισμού A/R της σύμπραξης», επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 99 της προσβαλλόμενης απόφασης, τα εν λόγω φύλλα καταγραφής θέσης είχαν την ίδια τυπική μορφή και τηρούσαν την ίδια κατανομή, ήτοι την «αναλογία 60/40». Μολονότι τούτο δεν μνημονεύεται ρητώς στην εν λόγω απόφαση, είναι εντούτοις πιθανό η ανάγκη κατάρτισης διαφορετικών φύλλων καταγραφής θέσης να υπαγορεύθηκε από τη βούληση να μη θιγούν οι επιχειρήσεις που δεν παράγουν έναν από τους τύπους ηλεκτρικών καλωδίων, όπως θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση των προσφευγουσών, αν, π.χ., το μερίδιο της «αναλογίας 60/40» των μελών R της σύμπραξης περιελάμβανε μόνον έργα υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων.

140    Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη της την απουσία σχέσης συμπληρωματικότητας μεταξύ των διαφόρων στοιχείων της σύμπραξης, αρκεί η υπόμνηση ότι, κατά τη νομολογία, προκειμένου να χαρακτηριστούν διάφορες ενέργειες ως ενιαία και διαρκής παράβαση, δεν απαιτείται να επαληθεύεται εάν υπάρχει σχέση συμπληρωματικότητας μεταξύ τους, υπό την έννοια ότι κάθε μία από αυτές σκοπεί στην αντιμετώπιση μιας ή περισσοτέρων συνεπειών της κανονικής λειτουργίας του ανταγωνισμού και συντείνουν, μέσω της αλληλεπίδρασής τους, στην επέλευση του συνόλου των αντιθέτων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων τα οποία επιδίωξαν όσοι προέβησαν στις ενέργειες αυτές, στο πλαίσιο ενός σφαιρικού σχεδίου το οποίο επιδιώκει ενιαίο σκοπό. Αντιθέτως, η προϋπόθεση περί ενιαίου σκοπού επιβάλλει να εξετάζεται εάν υφίστανται στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζουν τις διάφορες συμπεριφορές που συνθέτουν την παράβαση και από τα οποία μπορεί να συναχθεί ότι οι συμπεριφορές που εφαρμόσθηκαν στην πράξη από άλλες εμπλεκόμενες στην παράβαση επιχειρήσεις δεν είχαν τον ίδιο σκοπό ούτε το ίδιο αντίθετο στον ανταγωνισμό αποτέλεσμα και, ως εκ τούτου, δεν εντάσσονται σε ένα «συνολικό σχέδιο» λόγω του ότι είχαν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά (βλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Villeroy & Boch κατά Επιτροπής, C‑625/13 P, EU:C:2017:52, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη διαπίστωση που διατυπώνεται στη σκέψη 126 ανωτέρω, εν προκειμένω πληρούται η προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη ενιαίου σκοπού της παράβασης.

141    Κατόπιν των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι ήταν ορθή η εκτίμηση της Επιτροπής ότι τα διάφορα στοιχεία της σύμπραξης συνιστούν ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

3)      Επί της διάρκειας της συμμετοχής των προσφευγουσών στην παράβαση

142    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τόσο τον καθορισμό, εκ μέρους της Επιτροπής, της 14ης Δεκεμβρίου 2001 ως χρονικού σημείου έναρξης της συμμετοχής τους στη σύμπραξη όσο και τη διαπίστωση ότι η συμμετοχή αυτή ήταν αδιάλειπτη.

1)      Σχετικά με την έναρξη της συμμετοχής των προσφευγουσών στη σύμπραξη

143    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η συνάντηση της 14ης Δεκεμβρίου 2001 στο Divonne‑les‑Bains αποτελούσε συνάντηση R, όπως εκείνες που προσδιορίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ή ότι αποτέλεσε συνάντηση κατά την οποία οι προσφεύγουσες μετέσχον σε δραστηριότητα αντίθετη προς το δίκαιο του ανταγωνισμού. Κατά την άποψή τους, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή δεν αποδεικνύουν, εξάλλου, ότι η συμμετοχή τους στη σύμπραξη άρχισε μεταξύ της 14ης Δεκεμβρίου 2001 και της 3ης Ιουλίου 2002.

144    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών.

145    Πρέπει, συναφώς, να εξεταστεί η θέση των προσφευγουσών σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή δεν προσκόμισε αποδείξεις περί του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της συνάντησης της 14ης Δεκεμβρίου 2001 στο Divonne‑les‑Bains, πριν εξεταστεί, ενδεχομένως, το ζήτημα εάν τα αποδεικτικά στοιχεία που συνέλεξε η Επιτροπή αρκούν για να αποδειχθεί ότι η συμμετοχή των προσφευγουσών στη σύμπραξη είχε αρχίσει πριν από τις 3 Ιουλίου 2002.

146    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι το ερώτημα 4 της αίτησης παροχής πληροφοριών της Επιτροπής της 31ης Μαρτίου 2010 είχε ως εξής:

«Η Επιτροπή διαθέτει στοιχεία σχετικά με σειρά συναντήσεων, καθώς και επικοινωνιών με άλλα μέσα (φαξ, ηλεκτρονικές επιστολές, τηλεφωνικές κλήσεις κ.λπ.) μεταξύ των ανταγωνιστών, οι οποίες απαριθμούνται κατωτέρω, στο στοιχείο d. Ειδικότερα, […] ότι οι κάτωθι εκπρόσωποι της επιχείρησής σας συμμετείχαν στις εν λόγω συναντήσεις/επικοινωνίες: [N., P. και K.]

Σχετικά με τις απαριθμούμενες κατωτέρω, στο στοιχείο d, συναντήσεις και με κάθε άλλη συνάντηση της ίδιας φύσης που ενδεχομένως έχει λάβει χώρα μεταξύ των ανταγωνιστών, παρακαλείσθε να προσκομίσετε ή να δηλώσετε:

–        επιβεβαίωση της ημερομηνίας της συνάντησης,

–        ποιος είχε την πρωτοβουλία διεξαγωγής της συνάντησης,

–        ποιος διοργάνωσε και συγκάλεσε τη συνάντηση,

–        τον ακριβή τόπο της συνάντησης,

–        τα ονόματα όλων των μετεχόντων στη συνάντηση, τη θέση τους και τα ονόματα των επιχειρήσεων που εκπροσωπούν,

–        τα θέματα της ημερήσιας διάταξης,

–        ποιος καθόρισε τα θέματα της ημερήσιας διάταξης,

–        τα πρακτικά της συνάντησης,

–        ποια γεωγραφική περιοχή ακριβώς αφορούσε η συνάντηση.

Παρακαλείσθε να προσκομίσετε αντίγραφα κάθε διαθέσιμου εγγράφου, χειρόγραφου, δακτυλογραφημένου, σε ψηφιακή ή άλλη μορφή, το οποίο σχετίζεται με τις απαριθμούμενες κατωτέρω, στο στοιχείο d, συναντήσεις, καθώς και κάθε άλλη συνάντηση παρόμοιας φύσης που έχει ενδεχομένως διεξαχθεί μεταξύ ανταγωνιστών.

Παρακαλείσθε να αναφέρετε τα ονόματα και τα καθήκοντα κάθε άλλου εκπροσώπου της επιχείρησής σας, ο οποίος μετείχε στις συναντήσεις που αναφέρονται κατωτέρω, στο στοιχείο d, καθώς και σε κάθε άλλη συνάντηση παρόμοιας φύσης που έχει ενδεχομένως διεξαχθεί μεταξύ ανταγωνιστών.»

147    Με την απάντησή τους στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής της 31ης Μαρτίου 2010, οι προσφεύγουσες επιβεβαίωσαν ότι στις 14 Δεκεμβρίου 2001 πραγματοποιήθηκε στο Divonne‑les‑Bains συνάντηση με τη συμμετοχή του N. Προσκόμισαν επίσης αποδεικτικό πληρωμής με την πιστωτική κάρτα του προσώπου αυτού, το οποίο έφερε την ίδια ημερομηνία, καθώς και απόσπασμα από την ατζέντα του, όπου αναγραφόταν η ημερομηνία, ο τόπος και οι μετέχοντες στη συνάντηση, ήτοι οι Nexans France και Pirelli.

148    Εξάλλου, με τις απαντήσεις τους στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής της 31ης Μαρτίου 2010, κανένας άλλος από τους αποδέκτες της ανακοίνωσης αιτιάσεων δεν επιβεβαίωσε ότι μετέσχε σε συνάντηση με ανταγωνιστές στις 14 Δεκεμβρίου 2001 στο Divonne‑les‑Bains.

149    Ωστόσο, στην αιτιολογική σκέψη 292 της ανακοίνωσης αιτιάσεων, η Επιτροπή ανέφερε ότι στις 14 Δεκεμβρίου 2001 οργανώθηκε στο Divonne‑les‑Bains συνάντηση R και ότι σε αυτήν μετείχαν σε κάθε περίπτωση η Nexans France, εκπροσωπούμενη από τον J., η Sagem, εκπροσωπούμενη από τον V, και η Brugg Kabel, εκπροσωπούμενη από τον N. Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η παρουσία του J. και του V. προκύπτει από ηλεκτρονικό μήνυμα που εστάλη εκ των υστέρων από τον πρώτο στον δεύτερο και αφορούσε την προηγούμενη συνάντηση στην οποία είχαν αμφότεροι μετάσχει. Η παρουσία του N. προέκυπτε από την απάντηση των προσφευγουσών στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής της 31ης Μαρτίου 2010.

150    Με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων, οι προσφεύγουσες αμφισβήτησαν ότι η συνάντηση της 14ης Δεκεμβρίου 2001 στο Divonne‑les‑Bains είχε χαρακτήρα αντίθετο προς τον ανταγωνισμό, υποστηρίζοντας ότι «επρόκειτο απλώς για μια μάταιη απόπειρα της Nexans [France] και της Prysmian πείσουν τη [Brugg Kabel] να συμμετάσχει σε συζητήσεις με άλλους παραγωγούς ηλεκτρικών καλωδίων» και ότι η «[Brugg Kabel], όμως, αρνήθηκε να μετάσχει στις συμφωνίες και εξακολούθησε να θεωρείται και να αντιμετωπίζεται από τους λοιπούς αποδέκτες της ανακοίνωσης αιτιάσεων ως παρίας».

151    Στην αιτιολογική σκέψη 197 της προσβαλλόμενης απόφασης η Επιτροπή αναφέρει τα εξής:

«Βάσει των όσων συμφωνήθηκαν κατά τη συνάντηση A/R της 13ης Νοεμβρίου 2001, οργανώθηκε συνάντηση R ένα μήνα αργότερα, στις 14 Δεκεμβρίου 2001 στο [Divonne‑les‑Bains], Γαλλία. Ο [J.] (Nexans) και ο [N.] (Brugg [Kabel]) συγκαταλέγονταν σε κάθε περίπτωση στους μετέχοντες στη συνάντηση αυτή, είναι δε πολύ πιθανό ότι παρίσταντο επίσης ο [V.] της Sagem, καθώς και εκπρόσωπος της Pirelli [261]. Ο τόπος διεξαγωγής της συνάντησης, το κάστρο του [Divonne‑les‑Bains], είχε επίσης χρησιμοποιηθεί επανειλημμένως για διάφορες συναντήσεις R.»

152    Me την υποσημείωση 261 υπό την αιτιολογική σκέψη 197 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή διευκρίνισε επίσης τα εξής:

«Η συμμετοχή των [J. και V.] προκύπτει από ηλεκτρονικό μήνυμα που εστάλη στις 18 Φεβρουαρίου 2002 από τον [J.] στον [V.], με το οποίο γίνεται ρητή αναφορά στην προηγούμενη συνάντηση στο [Divonne‑les‑Bains] στην οποία παρέστησαν αμφότεροι, βλ. ID 318/128, έλεγχος στα γραφεία της Nexans [France]. Η Brugg [Kabel] επιβεβαίωσε τη συμμετοχή του [N.], βλ. ID 1492/4, απάντηση της Brugg [Kabel] της 7ης Μαΐου 2010 στην αίτηση παροχής πληροφοριών [της Επιτροπής] της 31ης Μαρτίου 2010. Αναφορά στην Pirelli υπάρχει και στα παραρτήματα που προσκόμισε η [Brugg Kabel]· ID 1492/20, απάντηση της Brugg [Kabel] της 7ης Μαΐου 2010 στην [προαναφερθείσα αίτηση παροχής πληροφοριών].»

153    Στις αιτιολογικές σκέψεις 921 και 922 της προσβαλλόμενης απόφασης η Επιτροπή διευκρίνισε ακόμη τα εξής:

«921      Η [Brugg Kabel] προσχώρησε στη σύμπραξη στις 14 Δεκεμβρίου 2001. Την ίδια ημερομηνία ο [N.] (Brugg) μετέσχε σε συνάντηση R στο [Divonne‑les‑Bains] (βλ. αιτιολογική σκέψη 197). Η Kabelwerke Brugg AG Holding υπέχει ευθύνη, ως μητρική εταιρία, για τη συμπεριφορά της [Brugg Kabel] επίσης από τις 14 Δεκεμβρίου 2001. Η [Brugg Kabel] αμφισβητεί τη συγκεκριμένη ημερομηνία έναρξης της συμμετοχής στην σύμπραξη, υποστηρίζοντας ότι η συνάντηση της 14ης Δεκεμβρίου 2001 δεν είχε χαρακτήρα αντίθετο προς τον ανταγωνισμό και ότι η [Brugg Kabel] αρνήθηκε τότε να συνεργαστεί.

922      Από πλείονες ενδείξεις προκύπτει ότι η [Brugg Kabel] είχε ήδη μετάσχει σε συμφωνίες στο πλαίσιο της σύμπραξης πριν το γεγονός αυτό (αιτιολογικές σκέψεις 161, 167 και 186). Το ενδεχόμενο η συνάντηση να είχε ως σκοπό να πεισθεί η [Brugg Kabel] να προσχωρήσει στη σύμπραξη δεν μειώνει τον αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της. Οι Nexans [France] και Prysmian είχαν ανακοινώσει, κατά τη συνάντηση A/R της 13ης Νοεμβρίου 2001, ότι θα διοργάνωναν τακτικές συναντήσεις R, τήρησαν δε την υπόσχεση αυτή, διοργανώνοντας τη συνάντηση της 14ης Δεκεμβρίου 2001 (αιτιολογική σκέψη 188). Οι Ευρωπαίοι μετέχοντες στη σύμπραξη προέβησαν σε ανάθεση έργων εντός του ΕΟΧ και των «περιοχών εξαγωγής» κατά τις συναντήσεις R (βλ., π.χ., αιτιολογική σκέψη 315). Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η [Brugg Kabel] ανακοίνωσε, κατά τη συνάντηση αυτή, ότι δεν θα συμμετείχε στη σύμπραξη. Υπάρχουν, αντιθέτως, στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η Nexans [France] και η Prysmian πέτυχαν τους σκοπούς τους, δεδομένου ότι, κατά τη συνάντηση A/R της 30ής Ιανουαρίου 2002, η Nexans και η Pirelli γνωστοποίησαν στους λοιπούς μετέχοντες ότι “οι [Brugg Kabel] και Sagem προσκλήθηκαν στη συνάντηση” [“Brugg and Sagem [were] invited to the meeting”] και “θα συνεχίσουν” [“will continue”] (αιτιολογική σκέψη 206). Στις σημειώσεις από τη συνάντηση A/R της 5ης Απριλίου 2002 αναγράφεται ότι “ενισχύεται βαθμιαία το πνεύμα συνεργασίας με τις [Brugg Kabel], Sagem, nkt” [“gradually growing cooperative atmosphere with [Brugg Kabel], Sagem and nkt”] (αιτιολογική σκέψη 212). Εν συνεχεία, τον Απρίλιο του 2002, η Brugg [Kabel] σκόπευε να οργανώσει η ίδια συνάντηση R. Η συνάντηση αυτή ακυρώθηκε, πλην όμως η [Brugg Kabel] οργάνωσε δεύτερη συνάντηση στις 3 Ιουλίου 2002 (αιτιολογική σκέψη 217). Είναι μάλλον απίθανο να σκόπευε η [Brugg Kabel] να οργανώσει τον Απρίλιο του 2002 συνάντηση στο πλαίσιο της σύμπραξης, χωρίς να έχει γίνει μέλος της.»

154    Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 197, 921 και 922 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή έκρινε ότι υπήρχαν άμεσες αποδείξεις της συμμετοχής των προσφευγουσών, εκπροσωπούμενων από τον N., σε συνάντηση με ανταγωνιστές που οργανώθηκε στο Divonne‑les‑Bains στις 14 Δεκεμβρίου 2001, καθώς και δέσμη επαρκών έμμεσων αποδείξεων σχετικών με τη συμμετοχή στη συνάντηση αυτή, αν όχι της Sagem, τουλάχιστον της Nexans και της Pirelli, και ότι η συνάντηση αυτή ήταν μια συνάντηση R, δηλαδή συνάντηση των μελών του «ευρωπαϊκού μηχανισμού της σύμπραξης».

155    Πρώτον, όσον αφορά τη συμμετοχή των προσφευγουσών, διά του N, στη συνάντηση της 14ης Δεκεμβρίου 2001 στο Divonne‑les‑Bains, αρκεί η επισήμανση ότι η συμμετοχή αυτή δεν αμφισβητείται.

156    Δεύτερον, όσον αφορά τη συμμετοχή άλλων Ευρωπαίων παραγωγών ηλεκτρικών καλωδίων στην εν λόγω συνάντηση, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, οι ίδιες οι προσφεύγουσες ανέφεραν την παρουσία των εκπροσώπων της Nexans France και της Pirelli κατά τη συνάντηση αυτή, με την απάντησή τους στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής της 31ης Μαρτίου 2001.

157    Επισημαίνεται, ακόμη, ότι στο ηλεκτρονικό μήνυμα του J. προς τον V. της 18ης Φεβρουαρίου 2002 γίνεται ρητή αναφορά σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στο Divonne‑les‑Bains. Επιπλέον, η παρουσία και άλλων προσώπων, πέραν των J. και V., στη συνάντηση αυτή επιβεβαιώνεται με αρκετή σαφήνεια από το εξής απόσπασμα: «Επειδή, μετά τη συνάντησή μας στο [Divonne‑les‑Bains], η συμμετοχή ορισμένων από εμάς κατά τις προταθείσες ημερομηνίες, 6 και 7/03, δεν ήταν δυνατή, σας προτείνω εν τέλει να πραγματοποιηθεί η επόμενη συνάντησή μας στις 28 Φεβρουαρίου το απόγευμα στο Παρίσι (ο χώρος θα σας γνωστοποιηθεί αργότερα)».

158    Το γεγονός ότι η Safran δεν επιβεβαίωσε, με την απάντησή της στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής της 31ης Μαρτίου 2010, την παρουσία του V., εκπροσώπου της Sagem, κατά τη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στο Divonne‑les‑Bains στο τέλος του 2001 είναι άνευ σημασίας εν προκειμένω, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την απάντηση αυτή, η Safran δεν ήταν, για πρακτικούς λόγους, σε θέση να διαψεύσει ή να επιβεβαιώσει την πληροφορία αυτή.

159    Είναι, βέβαια, γεγονός ότι, όπως διατείνονται οι προσφεύγουσες, το ηλεκτρονικό μήνυμα του J. της 18ης Φεβρουαρίου 2002 δεν περιέχει καμία ένδειξη σχετικά με την ημερομηνία της συνάντησης στην οποία αναφέρεται, τη συμμετοχή των προσφευγουσών στη συνάντηση αυτή ή το αντικείμενό της, οπότε το μήνυμα αυτό αποδεικνύει μόνον ότι οι J. και V. συμμετείχαν σε κάποιο χρονικό σημείο απροσδιόριστο, αλλά οπωσδήποτε προγενέστερο της ημερομηνίας του ηλεκτρονικού μηνύματος σε συνάντηση στο Divonne‑les‑Bains με άλλα πρόσωπα απροσδιόριστης επίσης ταυτότητας. Επομένως, το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα δεν αρκεί αφ’ εαυτού για να αποδειχθεί η παρουσία της Sagem, διά του V., στη συνάντηση της 14ης Δεκεμβρίου 2001 στο Divonne‑les‑Bains.

160    Τα αποδεικτικά στοιχεία που εξετάσθηκαν με τις σκέψεις 156 έως 159 ανωτέρω αρκούν για να αποδειχθεί ότι ο εκπρόσωπος των προσφευγουσών, ο N., καθώς και οι εκπρόσωποι της Nexans και της Pirelli συμμετείχαν σε συνάντηση στις 14 Δεκεμβρίου 2001 στο Divonne‑les‑Bains. Αντιθέτως, από τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία δεν μπορεί να διαπιστωθεί με βεβαιότητα ότι ο εκπρόσωπος της Safran, δηλαδή ο V., παρέστη στη συνάντηση αυτή.

161    Τρίτον, όσον αφορά τη φύση της συνάντησης της 14ης Δεκεμβρίου 2001 στο Divonne‑les‑Bains, επισημαίνεται, αφενός, ότι στη συγκεκριμένη πόλη πραγματοποιούνταν τακτικά συναντήσεις των μελών R της σύμπραξης, κατά τις οποίες οι εκπρόσωποι της Nexans France και της Pirelli, κατόπιν δε της Prysmian, ενημέρωναν αρχικώς τους λοιπούς Ευρωπαίους παραγωγούς σχετικά με τις συζητήσεις κατά την προηγούμενη συνάντηση A/R και εν συνεχεία οι μετέχοντες προέβαιναν σε κατανομή των έργων που επρόκειτο να εκτελεσθούν στην ευρωπαϊκή «εθνική περιοχή» και των έργων που επρόκειτο να εκτελεσθούν στις «περιοχές εξαγωγής» τα οποία είχαν ανατεθεί στα μέλη R της σύμπραξης (αιτιολογική σκέψη 315 και παράρτημα I της προσβαλλόμενης απόφασης). Ο συνήθης χαρακτήρας της διοργάνωσης τέτοιων συναντήσεων στην πόλη αυτή καταδεικνύεται από το γεγονός ότι ορισμένοι από τους μετέχοντες σε αυτές ανέφεραν ενίοτε ότι «πρέπει να πάμε Divonne» (αιτιολογική σκέψη 364 της προσβαλλόμενης απόφασης).

162    Αφετέρου, επισημαίνεται ότι ορισμένα από τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση αρκούν για να αποδειχθεί ότι η πρώτη συνάντηση R της σύμπραξης πραγματοποιήθηκε πράγματι στο Divonne‑les‑Bains στις 14 Δεκεμβρίου 2001.

163    Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις σημειώσεις υπαλλήλου της J‑Power Systems οι οποίες αφορούν τις συζητήσεις κατά τη συνάντηση A/R της 13ης Νοεμβρίου 2001 και παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 188 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Nexans France και η Pirelli είχαν αναφέρει ότι μία φορά τον μήνα θα πραγματοποιείται συζήτηση μεταξύ των μελών R της σύμπραξης.

164    Πάντως, στις σημειώσεις υπαλλήλου της J-Power Systems οι οποίες αφορούν τις συζητήσεις κατά τη συνάντηση A/R της 30ής Ιανουαρίου 2002 και παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 206 της προσβαλλόμενης απόφασης, στο τμήμα που επιγράφεται «Οργάνωση – πλευρά R», αναφέρονται τα εξής:

«Η Brugg Kabel και η Sagem προσκλήθηκαν στη συνάντηση. Θα συνεχίσουν. Η ABB ουδέποτε θέλησε να προσχωρήσει. Η συμμετοχή της nkt είναι ίσως αναγκαία, επειδή είναι πιο δραστήρια στην αγορά των εξαγωγών.»

165    Κατά τις προσφεύγουσες, οι σημειώσεις υπαλλήλου της J‑Power Systems σχετικά με τις συζητήσεις κατά τη συνάντηση A/R της 30ής Ιανουαρίου 2002 αποδεικνύουν μόνον ότι οι λοιποί μετέχοντες στη σύμπραξη συνέχισαν κατά τη συνάντηση της 14ης Δεκεμβρίου 2001 στο Divonne‑les‑Bains τις ανεπιτυχείς προσπάθειές τους να τις πείσουν να μετάσχουν στις συναντήσεις και τις συζητήσεις στο πλαίσιο της σύμπραξης. Υποστηρίζουν ότι, αν κατά την εν λόγω συνάντηση είχαν συμφωνήσει να μετάσχουν στις συζητήσεις μετά την επανειλημμένη επί σειρά ετών άρνησή τους, το γεγονός αυτό θα αναφερόταν αμέσως ως σημαντικό νέο κατά τη συνάντηση A/R της 30ής Ιανουαρίου 2002. Τονίζουν, συγκεκριμένα, ότι, μετά τη συνάντηση της 3ης Ιουλίου 2002, στην οποία έλαβαν μέρος, ο J. έγραψε σε ηλεκτρονικό μήνυμα της 4ης Σεπτεμβρίου 2002 προς τον Ο., υπάλληλο της [J‑Power Systems], ενόψει της συνάντησης A/R της 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου 2002: «έχουμε πλέον τακτικές επαφές με την [Brugg Kabel]».

166    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, εξάλλου, ότι είναι εξίσου πιθανό η συνάντηση της 14ης Δεκεμβρίου 2001 στο Divonne‑les‑Bains να είχε ως αντικείμενο τη συνέχιση της διαπραγμάτευσης για τη σύναψη σύμβασης υπεργολαβίας με τη Nexans France για έργο που επρόκειτο να υλοποιηθεί στο Άμπου Ντάμπι (Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα), διαπραγμάτευσης η οποία είχε ξεκινήσει κατά τη συνάντηση της 21ης Νοεμβρίου 2001 στο Παρίσι (Γαλλία).

167    Ωστόσο, κρίνεται ότι, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή, από τις σημειώσεις υπαλλήλου της J‑Power Systems σχετικά με τις συζητήσεις κατά τη συνάντηση A/R της 30ής Ιανουαρίου 2002 αποδεικνύεται, αντιθέτως, ότι η συνάντηση της 14ης Δεκεμβρίου 2001 στο Divonne‑les‑Bains, στην οποία οι προσφεύγουσες παραδέχονται ότι μετείχαν διά του N., ήταν πράγματι συνάντηση των μελών R της σύμπραξης.

168    Συγκεκριμένα, το απόσπασμα από τις σημειώσεις υπαλλήλου της J‑Power Systems, οι οποίες αφορούν τις συζητήσεις που διεξήχθησαν κατά την προαναφερθείσα στη σκέψη 164 ανωτέρω συνάντηση A/R της 30ής Ιανουαρίου 2002, αναφέρεται στην κατάσταση της συμμετοχής των Ευρωπαίων παραγωγών ηλεκτρικών καλωδίων σε συνάντηση του «ευρωπαϊκού μηχανισμού της σύμπραξης», αλλά όχι στην άρνηση να δοθεί συνέχεια στην πρόσκληση συμμετοχής στη συνάντηση αυτή. Τούτο προκύπτει, όσον αφορά την Brugg Kabel και τη Sagem, από τη χρήση της φράσης «προσκλήθηκαν στη συνάντηση», χωρίς καμία αναφορά σε άρνησή τους να μετάσχουν. Προκύπτει επίσης από την αναφορά στη μακροχρόνια άρνηση της ΑΒΒ να μετάσχει σε πολυμερείς επαφές, η οποία συνάγεται από τη φράση «Η ABB ουδέποτε θέλησε να προσχωρήσει», η οποία δικαιολογεί τη μη συμμετοχή της στη συνάντηση R, καθώς και από τη φράση κατά την οποία η συμμετοχή της nkt cables θα ήταν ίσως αναγκαία, επειδή είναι πιο δραστήρια στην αγορά των εξαγωγών. Επομένως, από το συγκεκριμένο απόσπασμα συνάγεται ότι η Brugg Kabel και η Sagem συμμετείχαν σε συνάντηση R και ότι επρόκειτο να συνεχίσουν να μετέχουν.

169    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα λοιπά επιχειρήματα των προσφευγουσών.

170    Καταρχάς, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε ο J., υπάλληλος της Nexans France, στον O., υπάλληλο της J-Power Systems, στις 4 Σεπτεμβρίου 2002 δεν περιέχει καμία ιδιαίτερη αναγγελία σχετική με την Brugg Kabel. Ο J. επισημαίνει απλώς τη σημασία της εξασφάλισης της συμμετοχής της Exsym στη σύμπραξη από την πλευρά των μελών Α, δεδομένου ότι υπάρχουν πλέον επαφές με τις nkt cables, Sagem, καθώς και Brugg Kabel: «Έχουμε πλέον τακτικές επαφές με τις nkt cables, [Sagem], Brugg Kabel, εάν δεν έχουμε και την Exsym μαζί μας, δεν έχει νόημα».

171    Περαιτέρω, φαίνεται απίθανο να δεχθεί μια επιχείρηση να μετάσχει σε συνάντηση με ανταγωνιστές οι οποίοι θεωρούν ότι αντικείμενο της συνάντησης είναι να προσπαθήσουν να την πείσουν να υιοθετήσει συμπεριφορά αντίθετη προς τον ανταγωνισμό, εφόσον αυτή προτίθεται ούτως ή άλλως να απορρίψει μια τέτοια πρόταση. Αν οι προσφεύγουσες δεν είχαν την πρόθεση να λάβουν μέρος σε συνάντηση αντίθετη προς τον ανταγωνισμό μπορούσαν απλώς να απορρίψουν την πρόσκληση συμμετοχής τους σε αυτήν.

172    Τέλος, η εναλλακτική εξήγηση που προτείνουν οι προσφεύγουσες, σύμφωνα με την οποία η συνάντηση της 14ης Δεκεμβρίου 2001 στο Divonne‑les‑Bains μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί συνάντηση αφορώσα σύμβαση υπεργολαβίας με τη Nexans France για έργο που επρόκειτο να υλοποιηθεί στο Άμπου Ντάμπι, η οποία είχε αποτελέσει αντικείμενο προηγούμενης συνάντησης στις 21 Νοεμβρίου 2001 στο Παρίσι, αντιφάσκει προς το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η συνάντηση της 14ης Δεκεμβρίου 2001 στο Divonne‑les‑Bains ήταν απλώς μια μάταιη απόπειρα των Nexans και Pirelli να τις πείσουν να μετάσχουν στη σύμπραξη. Επιπλέον, η εξήγηση αυτή καθίσταται ελάχιστα πειστική εκ του γεγονότος ότι, αφενός, όπως προκύπτει από την ατζέντα του N., την οποία προσκόμισαν οι προσφεύγουσες σε απάντηση αίτησης παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, αυτός επρόκειτο να συναντηθεί στις 14 Δεκεμβρίου 2001 στο Divonne‑les‑Bains όχι μόνο με τη Nexans France, αλλά και με την Pirelli. Δύσκολα, πάντως, μπορεί κανείς να φανταστεί για ποιο λόγο η Pirelli θα μετείχε σε συνάντηση με μόνο αντικείμενο τη σύναψη σύμβασης υπεργολαβίας μεταξύ των προσφευγουσών και της Nexans France. Αφετέρου, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν κανένα αποδεικτικό στοιχείο ως προς το αντικείμενο της συνάντησης της 14ης Δεκεμβρίου 2001 στο Divonne‑les‑Bains, αν και έχουν παράσχει τέτοια στοιχεία σχετικά με τη συνάντηση της 21ης Νοεμβρίου 2001 στο Παρίσι.

173    Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες έχουν μεν, όπως υποστηρίζουν, την ευχέρεια να προτείνουν διαφορετική ερμηνεία των πραγματικών περιστατικών από αυτή που έχει δεχθεί η Επιτροπή, προς αμφισβήτηση των συμπερασμάτων της Επιτροπής όσον αφορά τη φύση της συνάντησης της 14ης Δεκεμβρίου 2001 στο Divonne‑les‑Bains, πλην όμως εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει την αξιοπιστία της ερμηνείας αυτής, υπό το πρίσμα, ιδίως, των αποδεικτικών στοιχείων, είτε αυτά έχουν προσκομισθεί από τις προσφεύγουσες είτε όχι. Όπως, όμως, επισημαίνει η Επιτροπή, από τα έγγραφα που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες στα παραρτήματα του υπομνήματος απαντήσεως προκύπτει ότι, κατά την προπαρασκευαστική αλληλογραφία ενόψει της συνάντησης της 21ης Νοεμβρίου 2001 στο Παρίσι, το θέμα της συνάντησης αυτής ήταν σαφώς διατυπωμένο. Συγκεκριμένα, στο ηλεκτρονικό μήνυμα του C., υπαλλήλου της Nexans France, προς τον N., υπάλληλο της Brugg Kabel, αναγράφονται μεταξύ άλλων τα εξής: «θέματα που συζητήθηκαν: σύμβαση υπεργολαβίας στην Brugg για το κύκλωμα Β του έργου».

174    Αν, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η συνάντηση της 14ης Δεκεμβρίου 2001 στο Divonne‑les‑Bains είχε επίσης ως αντικείμενο τη σύναψη της εν λόγω σύμβασης υπεργολαβίας, είναι πιθανό το θέμα της συνάντησης αυτής να είχε περιληφθεί στην προπαρασκευαστική αλληλογραφία για την οργάνωσή της. Ωστόσο, οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν τέτοια έγγραφα. Επισημαίνεται, ακόμη, ότι το ηλεκτρονικό μήνυμα που εστάλη την ίδια ημέρα από τον N. στον C. περιέχει, υπό τον τίτλο «Ημερήσια διάταξη» τη φράση «σύμβαση διαπραγμάτευση και υπογραφή», πράγμα που καθιστά ελάχιστα αξιόπιστη την εκδοχή περί συνεχίσεως της διαπραγμάτευσης αυτής κατά την εν λόγω συνάντηση, ελλείψει στοιχείων που να αποδεικνύουν το αντίθετο.

175    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων στις σκέψεις 145 έως 174 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι οι προσφεύγουσες, εκπροσωπούμενες από τον N, μετέσχον στις 14 Δεκεμβρίου 2001 σε συνάντηση των μελών R της σύμπραξης στο Divonne‑les‑Bains και, ως εκ τούτου, ορθώς η Επιτροπή όρισε την ημερομηνία αυτή ως χρονικό σημείο έναρξης της συμμετοχής των προσφευγουσών στη σύμπραξη.

2)      Σχετικά με το εάν ήταν αδιάλειπτη η συμμετοχή των προσφευγουσών στην παράβαση

176    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, όπως έχει επανειλημμένως παραδεχθεί η Επιτροπή με τις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλόμενης απόφασης, οι συμπεριφορές που τους προσάπτονται συνιστούν πλείονες ενιαίες και επαναλαμβανόμενες παραβάσεις, τούτο δε σημαίνει ότι υπήρξε διακοπή των εν λόγω συμπεριφορών. Κατά συνέπεια, υπάρχει αντίφαση μεταξύ του άρθρου 1 του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, με το οποίο καταλογίζεται στις προσφεύγουσες ευθύνη για συμμετοχή σε ενιαία και διαρκή παράβαση, και της αιτιολογίας στην οποία στηρίζεται το άρθρο αυτό.

177    Επιπλέον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το 2005 η σύμπραξη διήλθε περίοδο κρίσης και, ως εκ τούτου, δεν ήταν υποχρεωμένες να αποστασιοποιηθούν δημοσίως από αυτήν, προκειμένου να καταδείξουν ότι είχαν διακόψει τη συμμετοχή τους, όπως συνέβη από τις 12 Μαΐου 2005, ημερομηνία αποχώρησης ενός από τους υπαλλήλους τους, του P., έως τις 8 Δεκεμβρίου 2005. Κατά την άποψή τους, η διακοπή αυτή ήταν απόρροια της βούλησης της νέας διευθυντικής ομάδας τους να τηρήσει τη νέα ελβετική νομοθεσία σχετικά με την απαγόρευση των συμπράξεων. Φρονούν ότι αυτό προκύπτει από την αλληλογραφία μεταξύ του N. και του συντονιστή των μελών R της σύμπραξης, τον J., καθώς και από την αλληλογραφία μεταξύ του συντονιστή και πολλών μετεχόντων στη σύμπραξη, οι οποίοι παραπονούνταν για τον ανταγωνισμό που αντιμετώπιζαν από τις προσφεύγουσες σε διάφορα έργα.

178    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών.

179    Συναφώς, πρώτον, όσον αφορά τα περί αντιφάσεως μεταξύ αιτιολογίας και διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς το εάν η παράβαση που καταλογίστηκε στις προσφεύγουσες ήταν επαναλαμβανόμενη ή διαρκής, επισημαίνεται ότι στο γερμανικό κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης η Επιτροπή χρησιμοποίησε, για τον χαρακτηρισμό της παράβασης, τις φράσεις «einzige und fortgesetzte» και «einheitliche und fortdauernde». Ωστόσο, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, δεν προκύπτει παραδοχή της Επιτροπής σχετικά με διακοπή της συμμετοχής τους στην παράβαση, διότι αμφότερες οι εκφράσεις αυτές έχουν όμοιο σημασιολογικό περιεχόμενο και εκφράζουν την έννοια της μίας και μόνης συμπεριφοράς η οποία συνεχίζεται χωρίς διακοπή.

180    Εξάλλου, με την αιτιολογική σκέψη 620 της προσβαλλόμενης απόφασης διευκρινίζεται ότι, «σύμφωνα με τα αποδεικτικά στοιχεία, τα μέρη συνέχισαν την επιδίωξη του ενιαίου σκοπού της σύμπραξης χωρίς διακοπή από τις 18 Φεβρουαρίου 1999 έως τις 29 Ιανουαρίου 2009». Ομοίως, από τον πίνακα 8, ο οποίος φέρει τον τίτλο «Συντελεστές προσαύξησης λόγω διάρκειας» και περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 1012 της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν έχει επισημάνει διακοπή μεταξύ της έναρξης της συμμετοχής των προσφευγουσών στην παράβαση, στις 14 Δεκεμβρίου 2001, και τη λήξη της συμμετοχής αυτής στις 16 Νοεμβρίου 2006.

181    Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι υφίσταται αντίφαση μεταξύ της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και του διατακτικού της ως προς τον ενιαίο και διαρκή χαρακτήρα της παράβασης.

182    Δεύτερον, όσον αφορά τα περί διακοπής της συμμετοχής των προσφευγουσών στη σύμπραξη μεταξύ 12ης Μαΐου 2005 και 8ης Δεκεμβρίου 2005, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, αντιθέτως προς όσα υπονοούν οι προσφεύγουσες, η άρνηση της Επιτροπής να κρίνει με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι προσφεύγουσες διέκοψαν τη συμμετοχή τους στην παράβαση κατά τη διάρκεια του έτους 2005, δεν στηρίχθηκε στο γεγονός ότι δεν αποστασιοποιήθηκαν δημοσίως από τη σύμπραξη, αλλά σε στοιχεία που αποδεικνύουν τη συνέχιση της συμμετοχής τους.

183    Οι προσφεύγουσες παραθέτουν ορισμένα αποσπάσματα της αλληλογραφίας μεταξύ του N. και του J., προκειμένου να αποδείξουν ότι είχαν, κατά την άποψή τους, αναστείλει τη συμμετοχή τους στη σύμπραξη.

184    Οι προσφεύγουσες παραθέτουν, συγκεκριμένα, ηλεκτρονικό μήνυμα του N. της 10ης Μαΐου 2005, όπου αυτός αναφέρει ότι αρνείται να μετάσχει στη συνάντηση R της 11ης και 12ης Μαΐου 2005, επικαλούμενος την αποχώρηση του P. από την επιχείρηση στα τέλη Μαΐου του 2005, καθώς και τη μεταβολή της διοίκησης.

185    Οι προσφεύγουσες επικαλούνται επίσης το από 26 Οκτωβρίου 2005 ηλεκτρονικό μήνυμα του J., στο οποίο αυτός εκφράζει παράπονα στον N. για τον επιθετικό ανταγωνισμό τους, αναφέροντας τα εξής:

«Φρονούμε ότι γίνεστε αρκετά επιθετικοί όσον αφορά το ως άνω έργο. Κατά την άποψή μας, το έργο αυτό πρέπει να δοθεί στον φίλο μας τον [R. C.], και θεωρούμε ότι δεν είναι εύλογη η υιοθέτηση επιθετικής συμπεριφοράς για το συγκεκριμένο είδος έργων στη χώρα όπου εδρεύει.»

186    Κατά τις προσφεύγουσες, η διακοπή της συμμετοχής τους επιβεβαιώνεται ρητώς από το ηλεκτρονικό μήνυμα της 9ης Δεκεμβρίου 2005 του J. προς τον N., όπου αναφέρεται ότι, «έκτοτε, [ο P.] αποχώρησε και εσείς εγκαταλείψατε τα “σεμινάρια”». Τονίζουν ότι, με το ίδιο ηλεκτρονικό μήνυμα, ο J. ζήτησε επίσης να πληροφορηθεί εάν ο N. επρόκειτο να μετάσχει εκ νέου στις συζητήσεις και του ζήτησε σχετική επιβεβαίωση, γράφοντας τα εξής: «Είναι βέβαιον ότι θα επανέλθετε στα σεμινάρια; Ελπίζουμε ειλικρινά σε καταφατική απάντηση».

187    Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι το ηλεκτρονικό μήνυμα του N. της 10ης Μαΐου 2005 είχε ως εξής:

«Δεδομένων των εντάσεων λόγω της εξέλιξης της υπόθεσης Al Aweer και της μεταβολής στη διοίκηση της [Brugg Kabel]/ο [P.] θα αποχωρήσει έως τα τέλη Μαΐου 2005/με λύπη μας σας πληροφορούμε ότι η [Brugg Kabel] δεν θα μετάσχει στο σεμινάριο αυτό.

Ελπίζουμε ότι η υπόθεση AWEER θα εξελιχθεί σύμφωνα με όσα συζητήθηκαν προηγουμένως ώστε να έχει νόημα η συμμετοχή στη συνέχεια. […]»

188    Από τα ανωτέρω προκύπτει, αφενός, ότι η απόφαση περί μη συμμετοχής στη συνάντηση R στις 11 και 12 Μαΐου 2005 οφειλόταν ασφαλώς στην αποχώρηση του P. και την αλλαγή διοίκησης στην Brugg Kabel, αλλά και στις εντάσεις που οφείλονταν στην εξέλιξη του έργου «Al Aweer», και, αφετέρου, ότι η απόφαση αυτή αφορούσε μόνον τη συγκεκριμένη συνάντηση. Επιπλέον, όπως προκύπτει από ηλεκτρονικό μήνυμά του της 10ης Μαΐου 2005, ο N. δεν απέκλειε το ενδεχόμενο συμμετοχής σε μεταγενέστερες συναντήσεις, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω έργο θα υλοποιούνταν σύμφωνα με τις προηγηθείσες συζητήσεις. Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανακοίνωση της αναστολής της συμμετοχής τους στη σύμπραξη.

189    Ομοίως, επισημαίνεται ότι, στο ηλεκτρονικό μήνυμά του της 14ης Ιουνίου 2005 προς τον J., ο N. αναφέρει σχετικά με τον διαγωνισμό στο Κουβέιτ τα εξής:

«Σημειώνεται η απουσία [του R. της Nexans France] από την προκαταρκτική συνάντηση.

Δεν υπάρχει πρόθεση [υποβολής προσφοράς], εξακριβώνω πάντως αν είναι “πολιτικώς ορθό”.

Εάν [υποβληθεί προσφορά] θα ζητήσω οδηγίες.

Έλαβα υπόψη την παρατήρησή σας σχετικά με το ατύχημα με τα καλώδια και συμφωνώ […]».

190    Επισημαίνεται ότι η παρατήρηση για το ατύχημα με τα καλώδια αναφέρεται σε προηγούμενο ηλεκτρονικό μήνυμα του J. της 14ης Ιουνίου 2005, όπου αυτός αναφέρει τα εξής: «Σημειώστε ότι ενδέχεται να σας ζητηθεί η αποκατάσταση οφειλόμενης σε ατύχημα βλάβης σε καλώδιο, η οποία σημειώθηκε πρόσφατα στην ίδια χώρα. Σε μια τέτοια περίπτωση, παρακαλούμε ενημερώστε (θα λάβουμε οδηγίες ώστε να διευκολυνθεί η αποκατάσταση των επαφών)».

191    Από την ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων μεταξύ των J. και N. στις 14 Ιουνίου 2005 προκύπτει ότι, κατά την ημερομηνία εκείνη, οι προσφεύγουσες διατηρούσαν επαφές με τον J., τον συντονιστή των μελών R της σύμπραξης, για την εφαρμογή της εν λόγω σύμπραξης.

192    Τούτο προκύπτει επίσης από το ηλεκτρονικό μήνυμα της 21ης Οκτωβρίου 2005, το οποίο επίσης απέστειλε ο Ν. στον J., όπου αναγράφονται τα εξής:

«Έχοντας επιδείξει πνεύμα συνεργασίας κατά τη σύναψη της σύμβασης MEW/60: 18‑09‑2005 για 92 χλμ XPLE 132 kv, διευκολύνοντας την TEC να εξασφαλίσει την πρώτη της παραγγελία XLPE στο [Κουβέιτ], δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τη συμπεριφορά τους […]

Όταν επιβεβαιώσαμε τη συνεργασία μας για τη MEW/60, σας είχα μιλήσει για το έργο αυτό και πίστευα ότι το μήνυμά μου θα διαβιβαστεί στην TEC. [Η Brugg Kabel] ενδιαφέρεται πολύ και μάλιστα το μόνο εμπόδιο που αντιμετωπίζει είναι οι ενέργειες της TEC, η οποία δεν έχει ακόμη προεπιλεγεί. Η τιμή είναι πλέον χαμηλότερη από […]100. […].

Επισημαίνω επίσης ότι ζητείται επανειλημμένως από τη [Brugg Kabel] να επιδεικνύει συνεργασία, αλλά φαίνεται ότι πολλοί πάσχουν από “Alzheimer”.»

193    Η συμμετοχή των προσφευγουσών στην παράβαση κατά τη διάρκεια του 2005 επιβεβαιώνεται ακόμη από δύο ηλεκτρονικά μηνύματα που απέστειλε ο Ν. προς τον J. τον Δεκέμβριο του 2005 και τον Ιανουάριο του 2006.

194    Συγκεκριμένα, στο ηλεκτρονικό μήνυμα της 12ης Δεκεμβρίου 2005, ο N. γράφει τα εξής:

«Η νέα (και νεαρή) διοίκηση της [Brugg Kabel] φοβάται λόγω της θέσπισης εδώ στην Ελβετία νέου νόμου [κατά των συμπράξεων], καθώς και λόγω των εντολών του συμβουλίου να συμμορφωθεί. Γνωρίζετε ότι, παρά ταύτα, εγώ το 2005 ενήργησα ως εάν […] (π.χ. [Κουβέιτ])

Δεν υποβαθμίσαμε το επίπεδο!

Όλοι οι μετέχοντες στα “σεμινάρια” μπορούν να αισθάνονται ικανοποιημένοι για ένα εξαιρετικό 2005.

[…] βρίσκονται δε όλοι σε εξαιρετική θέση. […]»

195    Ομοίως, σε ηλεκτρονικό μήνυμα της 24ης Ιανουαρίου 2006, σχετικό με έργο που επρόκειτο να υλοποιηθεί στο Κουβέιτ, ο N. γράφει στον J. τα εξής:

«Διαπιστώνω εκ νέου τη μεγάλη διαφορά απόψεων μεταξύ μας σχετικά με την κατάσταση. Αν και το βιβλίο παραγγελιών σας είναι υπερπλήρες, εσείς ζητάτε συνεχώς περισσότερα. Δυσκολεύομαι να διαμορφώσω μια πολιτική επιβίωσης που να σας ικανοποιεί! Είχα, ωστόσο, την αφέλεια να το πιστεύω για πολύ καιρό […], ενώ εργαζόμουν επί χρόνια υπέρ του συντονισμού με τους μεγάλους […]

[…] υπήρχαν πολλές δουλειές το 2005 (τις αφήσαμε σχεδόν όλες για εσάς)

π.χ.

“Α” MEW 101 (η οποία αντισταθμίζει σε μεγάλο βαθμό την 082)

“K” MEW/60 92 km XLPE 132 kV

“[Pirelli]” ME/EW/66‑2005/06

“Α” MEW/52/2006‑06

Και για να αναφέρω απλώς μια μικρή περίπτωση συνεργασίας που ζήτησα μέσω εσού από τους ‘A’ στο Κατάρ: με ξεφορτώνονται, λέγοντάς μου τάχα ότι δεν μπορεί να γίνει πλέον τίποτα κ.λπ. Την ίδια στιγμή, [Nexans]+ABB κερδίζουν GTC/22/04 με 102 χλμ. 132kV 1x2000mm2 […]».

196    Ο N. διευκρινίζει, ακόμη, με το ηλεκτρονικό μήνυμά του της 24ης Ιανουαρίου 2006, σχετικά με την παράβαση της σύμπραξης για την οποία κατηγορήθηκαν οι προσφεύγουσες όσον αφορά τη σύμβαση MEW 082, ότι «δεν έσπασαν τις τιμές!».

197    Από το περιεχόμενο της αλληλογραφίας αυτής μεταξύ του J., συντονιστή των μελών R της σύμπραξης, και του N. προκύπτει ότι, υπό την οπτική γωνία των προσφευγουσών, αν και δεν μετείχαν πλέον στις συναντήσεις, εξαιτίας των φόβων που είχε εκφράσει η νέα διοίκηση, δεν είχαν εντούτοις διακόψει τη συμμετοχή τους στην σύμπραξη και, μάλιστα, συνέβαλλαν ενεργά στην επιτυχία της.

198    Αντιθέτως προς όσα διατείνονται οι προσφεύγουσες, από τις ηλεκτρονικές επιστολές μεταξύ του J. και διαφόρων μετεχόντων στη σύμπραξη προκύπτει επίσης ότι οι προσφεύγουσες θεωρούσαν ότι μετείχαν σε αυτήν ακόμη και κατά το δεύτερο ήμισυ του 2005.

199    Ασφαλώς, τα ηλεκτρονικά μηνύματα των οποίων το περιεχόμενο παραθέτουν οι προσφεύγουσες στο δικόγραφο της προσφυγής μαρτυρούν την πρόδηλη ενόχληση ορισμένων μετεχόντων στη σύμπραξη λόγω της συμπεριφοράς των προσφευγουσών κατά την εφαρμογή της σύμπραξης.

200    Συγκεκριμένα, σε ηλεκτρονικό μήνυμά του της 14ης Σεπτεμβρίου 2005 προς τον J., ο R. C., υπάλληλο της Prysmian, γράφει: «Φροντίστε να πάψει η [Brugg Kabel] να αποτελεί πρόβλημα».

201    Η δυσαρέσκεια του J. και του R. C. για τη συμπεριφορά της Brugg Kabel προκύπτει επίσης από ηλεκτρονικό μήνυμα της 26ης Οκτωβρίου 2005 του J. προς τον N., του οποίου το περιεχόμενο παρατίθεται στη σκέψη 185 ανωτέρω.

202    Με ηλεκτρονικό μήνυμά του της 28ης Οκτωβρίου 2005 προς τον J., ο R. C. επανέρχεται στο ζήτημα της στάσης της Brugg Kabel ως εξής:

«Μόλις πληροφορήθηκα ότι η Brugg Kabel ενισχύει τις προσπάθειές της και γίνεται ακόμη πιο επιθετική. Θα σου πω μόνον ότι εάν κάτι πάει άσχημα, θα κυνηγήσουμε την [Brugg Kabel] σε κάθε έργο (παντού), για να εξασφαλίσουμε ότι θα χάνουν συμβάσεις ή ότι, για να κερδίσουν συμβάσεις, θα δαπανούν όσον το δυνατόν περισσότερα χρήματα. […] Γνωρίζεις ότι αυτό δεν μου αρέσει καθόλου, αλλά δεν πάει άλλο. Τη συγκεκριμένη υπόθεση την έχω πάρει προσωπικά.»

203    Ωστόσο, σχετικά με το ζήτημα της στάσης των προσφευγουσών, ο R. C. αναφέρει σε ηλεκτρονικό μήνυμα της 9ης Νοεμβρίου 2005 προς τον J. ότι οι προσφεύγουσες θα διαγωνίζονταν για το έργο «E‑Plus» ως εξής: «Η [Brugg Kabel] επιβεβαίωσε μάλλον το ενδιαφέρον της να διαγωνιστεί (επιβεβαίωση από τον [K.])».

204    Εξάλλου, σε ηλεκτρονικό μήνυμά του της 3ης Ιανουαρίου 2006 ο R. C. επιβεβαίωσε στον J. ότι είχε χάσει το έργο «E‑plus» από τις προσφεύγουσες.

205    Η δυσαρέσκεια του R. C. σχετικά με τη στάση των προσφευγουσών προκύπτει επίσης από ηλεκτρονικό μήνυμά του της 16ης Νοεμβρίου 2005 προς τον J., όπου γράφει τα εξής:

«[…] Οι αγαπημένοι σας φίλοι της [Brugg Kabel] έχουν γίνει πολύ επιθετικοί και σε άλλο έργο των 380 kV εδώ […]. Μήπως η έλλειψη αντίδρασής σας σε σχέση με όλες αυτές τις επιθέσεις σημαίνει ότι πρόκειται να εγκαταλείψετε τη συγκεκριμένη περιοχή, οπότε η αλαζονική συμπεριφορά της [Brugg Kabel] σας είναι αδιάφορη;»

206    Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι, όπως προκύπτει από ηλεκτρονικό μήνυμά του της 16ης Νοεμβρίου 2005, ο R. C. θεωρούσε ότι οι προσφεύγουσες εξακολουθούσαν να δεσμεύονται από τους κανόνες της σύμπραξης, καθώς καταγγέλλει την εκ μέρους τους παράβαση των κανόνων αυτών. Διαφορετικά, ο R. C. δεν θα είχε πράγματι κανένα λόγο να διαμαρτυρηθεί για τη συμπεριφορά των προσφευγουσών στον συντονιστή των μελών R της σύμπραξης, τον J.

207    Εξάλλου, όπως επισήμανε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 346 της προσβαλλόμενης απόφασης, παρά το γεγονός ότι φέρονται να έχουν παραβεί τους κανόνες της σύμπραξης κατά το δεύτερο ήμισυ του 2005, οι προσφεύγουσες δεν θεωρούνται «outsiders» από τα λοιπά μέλη της σύμπραξης. Για τον λόγο αυτόν, δεν επιβλήθηκαν σε βάρος τους τα συντονισμένα μέτρα που ορίστηκαν κατά τη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στο Divonne‑les‑Bains στις 15 Μαρτίου 2005, στην οποία έλαβαν μέρος.

208    Επιπλέον, όπως προκύπτει από τον κατάλογο των μετεχουσών στη σύμπραξη επιχειρήσεων που καταρτίστηκε στις 24 Ιουνίου 2005 από τον J. και παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 353 της προσβαλλόμενης απόφασης, οι προσφεύγουσες εξακολουθούν να συγκαταλέγονται στα «μεσαία μέλη» («medium ones) της σύμπραξης. Δεν υπάρχει καμία αναφορά σε αποχώρηση.

209    Ομοίως, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, από ηλεκτρονικό μήνυμα της 26ης Αυγούστου 2005, το οποίο απέστειλε ο J. στον I., υπάλληλο της Exsym, και τον R. C., υπάλληλο της Prysmian, και το οποίο παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 358 της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες εξακολουθούσαν κατά την ημερομηνία αυτή να θεωρούνται μέλη της σύμπραξης. Στο εν λόγω μήνυμα γίνεται λόγος για την ανάγκη να παραμείνουν ορισμένες επιχειρήσεις μέλη της σύμπραξης ως εξής:

«Εφόσον λέτε ότι οι [Taihan και LS Cable] βρίσκονται εκτός “Α”, δεν μπορεί να συνεχιστεί η εφαρμογή του [ποσοστού 40%] και πρέπει να μειωθεί ίσως στο 20, βάσει του ισοζυγίου των τελευταίων ετών. Το αποτέλεσμα σε χιλιόμετρα είναι σίγουρα αρνητικό για τον [C. της Pirelli]. Επομένως, είτε οι [Taihan και LS Cable] βρίσκονται εκτός “A” και τα δύο επόμενα [έργα μονωμένων με έλαιο καλωδίων] πρέπει να δοθούν στον [C. της Pirelli], για την εξισορρόπηση της κατάστασης, όπως έχετε ήδη συμφωνήσει, είτε [βρίσκονται] εντός [“A”], οπότε πρέπει να εφαρμοστεί το εκ περιτροπής σύστημα. Κατανοούμε τη δυσκολία σας να ελέγξετε [τις Taihan και LS Cable], όπως εμείς δυσκολευόμαστε να ελέγξουμε την [ABB], την [Brugg Kabel], τη [Sagem] ή την [nkt cables], αλλά αυτό [δεν σημαίνει] ότι πρέπει να τεθούν εκτός [σύμπραξης]. Πρέπει απλώς να προσαρμοστούμε στην κατάσταση (όπως κάναμε για […] ή τις Φιλιππίνες ή […]. Είναι και πάλι προς το συνολικό μας συμφέρον η διατήρηση […], διότι αν δοθεί το σχέδιο EDC στην [Taihan] ή στην [LS Cable] θα βοηθηθούμε όλοι.»

210    Υπενθυμίζεται, πάντως, ότι, κατά τη νομολογία, καθοριστικό στοιχείο για να εκτιμηθεί εάν η οικεία επιχείρηση είχε την πρόθεση να αποστασιοποιηθεί από την παράνομη συμφωνία είναι η ερμηνεία των προθέσεών της από τους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη (απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2009, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, C‑510/06 P, EU:C:2009:166, σκέψη 120).

211    Η διαπίστωση αυτή δεν ανατρέπεται από το ηλεκτρονικό μήνυμα της 9ης Δεκεμβρίου 2005 προς τον N., όπου ο J. γράφει ότι, «έκτοτε, ο P. έχει αποχωρήσει και εσείς πάψατε να μετέχετε στα “σεμινάρια”» και ερωτά τον N. εάν μετέχει εκ νέου στις συναντήσεις: «[ε]ίναι βέβαιον ότι θα επανέλθετε στα σεμινάρια; Ελπίζουμε ειλικρινά σε καταφατική απάντηση». Πράγματι, όπως προεκτέθηκε στις σκέψεις 183 έως 210 ανωτέρω, παρά την απουσία του N. από τις συναντήσεις R της σύμπραξης, είναι προφανές ότι οι προσφεύγουσες συνέχισαν τη συμμετοχή τους στη σύμπραξη κατά το διάστημα αυτό.

212    Πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα που οι προσφεύγουσες επιχειρούν να αντλήσουν από τα ηλεκτρονικά μηνύματα μεταξύ των R. C. και J. της 9ης Ιανουαρίου 2006, από τα οποία προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν ανταποκρίνονταν στα αιτήματα επικοινωνίας της Nexans France, δεδομένου ότι, όπως έχουν οι ίδιες παραδεχθεί, από την ημερομηνία αυτή μετείχαν εκ νέου στη σύμπραξη.

213    Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι δεν ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση στην οποία κατέληξε η Επιτροπή, βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που είχε συγκεντρώσει, ότι οι προσφεύγουσες μετείχαν στη σύμπραξη χωρίς διακοπή από τις 14 Δεκεμβρίου 2001 έως τις 16 Νοεμβρίου 2006.

4)      Σχετικά με την πρόθεση των προσφευγουσών να συμβάλουν στην επίτευξη όλων των στόχων της σύμπραξης και το εάν είχαν γνώση ορισμένων παραβατικών συμπεριφορών

214    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς ότι αυτές είχαν την πρόθεση να συμβάλουν με τη συμπεριφορά τους στην επίτευξη όλων των κοινών στόχων της σύμπραξης. Κατά την άποψή τους, δεν υπάρχει τέτοια απόδειξη όσον αφορά την ανάθεση των έργων υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων, την «κατανομή εθνικών αγορών» και την ανάθεση έργων μεγάλης κλίμακας. Κατά τις προσφεύγουσες, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει ούτε συγκεκριμένα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι είχαν γνώση της παραβατικής συμπεριφοράς των λοιπών μετεχόντων στη σύμπραξη όσον αφορά την ανάθεση συμβάσεων υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων.

215    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών.

216    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι επιχείρηση η οποία έχει μετάσχει σε ενιαία και σύνθετη παράβαση με ενέργειές της οι οποίες ενέπιπταν στην έννοια της αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και απέβλεπαν στην υλοποίηση της παράβασης στο σύνολό της μπορεί για τον λόγο αυτόν να φέρει ευθύνη, ως προς όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στην εν λόγω παράβαση, και για ενέργειες στις οποίες προέβησαν άλλες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ίδιας παράβασης. Αυτό ισχύει όταν αποδεικνύεται ότι η επιχείρηση είχε την πρόθεση να συμβάλει με τη δική της συμπεριφορά στους κοινούς σκοπούς τους οποίους επιδίωκε το σύνολο των μετεχόντων και ότι τελούσε εν γνώσει των παραβατικών συμπεριφορών τις οποίες είχαν σχεδίαζαν να τηρήσουν ή τηρούσαν άλλες επιχειρήσεις, επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς, ή ότι μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και ότι αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο (βλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Villeroy & Boch κατά Επιτροπής, C‑625/13 P, EU:C:2017:52, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

217    Επομένως, μια επιχείρηση μπορεί να έχει άμεση συμμετοχή στο σύνολο των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορών που συνθέτουν την ενιαία και διαρκή παράβαση, οπότε η Επιτροπή δύναται κατά νόμον να της καταλογίσει ευθύνη για το σύνολο των ενεργειών αυτών και, συνεπώς, για την εν λόγω παράβαση στο σύνολό της. Η επιχείρηση μπορεί επίσης να έχει άμεση συμμετοχή σε μέρος μόνον των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορών που συνθέτουν την ενιαία και διαρκή παράβαση, αλλά να γνώριζε το σύνολο των λοιπών παραβατικών συμπεριφορών τις οποίες σχεδίαζαν να τηρήσουν ή τηρούσαν οι λοιποί μετέχοντες στη σύμπραξη επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή να μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και να αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή δύναται επίσης κατά νόμον να καταλογίσει στην επιχείρηση αυτή ευθύνη για το σύνολο των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορών που συνθέτουν την εν λόγω παράβαση και, συνεπώς, για την παράβαση στο σύνολό της (βλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Villeroy & Boch κατά Επιτροπής, C‑625/13 P, EU:C:2017:52, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

218    Εν προκειμένω, πρώτον, όσον αφορά την έλλειψη βούλησης των προσφευγουσών να συμβάλουν στην επίτευξη όλων των κοινών σκοπών της σύμπραξης, υπενθυμίζεται ότι, όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 126 ανωτέρω, τα μέτρα που έλαβαν οι μετέχοντες στη σύμπραξη κατέτειναν σε έναν κοινό σκοπό, ήτοι την εγκαθίδρυση συστήματος κατανομής της παγκόσμιας αγοράς των έργων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσης, εκτός των ΗΠΑ. Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι, κατά τα προεκτεθέντα στη σκέψη 128, το εν λόγω σύστημα κατανομής της αγοράς των έργων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσης αφορούσε τόσο τα έργα που απαιτούν υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια όσο και εκείνα που απαιτούν υπόγεια ηλεκτρικά καλώδια.

219    Ωστόσο, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το γεγονός ότι δεν συμμετείχαν στην ανάθεση έργων υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι δεν είχαν την πρόθεση να συμβάλουν με τη συμπεριφορά τους στην επίτευξη του προαναφερθέντος στη σκέψη 218 ανωτέρω κοινού σκοπού της σύμπραξης, δεδομένου ότι, κατά δήλωσή τους, η εν λόγω μη συμμετοχή τους οφειλόταν στο ότι δεν είχαν τη δυνατότητα παραγωγής τέτοιων ηλεκτρικών καλωδίων και όχι στη ρητώς εκπεφρασμένη βούλησή τους να μη μετάσχουν στην ανάθεση τέτοιων έργων. Εξάλλου, από την αιτιολογική σκέψη 324 της προσβαλλόμενης απόφασης, στην οποία η Επιτροπή αναφέρει ότι οι προσφεύγουσες είχαν εκφράσει την προτίμησή τους για ένα έργο τοποθετήσεως υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων σε αβαθή ύδατα, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν τη δυνατότητα παραγωγής υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων με τη στενή του όρου έννοια, συνάγεται ότι οι προσφεύγουσες είχαν τη βούληση, κατά το μέτρο που αυτό ήταν τεχνικά εφικτό, να μετάσχουν στην ανάθεση έργων για τα οποία απαιτούνταν καταρχήν η τοποθέτηση υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων.

220    Δεν είναι πειστική ούτε η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών σύμφωνα με την οποία το γεγονός ότι δεν μετείχαν στην ανάθεση έργων μεγάλης κλίμακας αποδεικνύει ότι δεν είχαν την πρόθεση να συμβάλουν με τη συμπεριφορά τους στην επίτευξη του κοινού σκοπού της σύμπραξης. Συγκεκριμένα, πρώτον, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι μηχανισμοί της σύμπραξης, είτε πρόκειται για τις υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών είτε για τους κανόνες κατανομής ή τους μηχανισμούς αντιστάθμισης, δεν προέβλεπαν διάκριση ανάλογα με τον όγκο των επίμαχων έργων (η απώλεια ενός μεγάλου έργου μπορούσε να αντισταθμισθεί από την ανάθεση πλειόνων μικρότερων έργων και αντιστρόφως). Επισημαίνεται, ακόμη, ότι η μη συμμετοχή των προσφευγουσών όσον αφορά τα έργα μεγάλης κλίμακας οφείλεται, όπως οι ίδιες διευκρινίζουν αναλυτικά, στην αδυναμίας τους να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των πελατών στο πλαίσιο τέτοιων έργων. Τέλος, όπως προκύπτει από ηλεκτρονικό μήνυμα του J. προς τον I., οι προσφεύγουσες δεν δίσταζαν να υποβάλουν προσφορές για έργα μεγάλης κλίμακας, χρησιμοποιώντας, κατά περίπτωση, υπεργολάβους, προς αναπλήρωση των δικών τους προβλημάτων παραγωγικής ικανότητας.

221    Είναι επίσης απορριπτέο το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι δεν είχαν πρόθεση να τηρήσουν «την κατανομή των εθνικών αγορών». Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 108 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, κατά την κατανομή των έργων ηλεκτρικών καλωδίων μεταξύ των μελών R της σύμπραξης, υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι σε ορισμένους από αυτούς είχε αναγνωριστεί «εθνική αγορά» (π.χ. η Ιταλία για τη Nexans και την Prysmian, οι Κάτω Χώρες για την Prysmian), στην οποία μπορούσαν να δραστηριοποιηθούν κατά προτεραιότητα. Οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι, όπως προκύπτει από διάφορα αποδεικτικά στοιχεία, είχαν επανειλημμένως αρνηθεί να τηρήσουν την κατανομή των εθνικών αγορών, υποβάλλοντας προσφορές σε περιοχές που θεωρούνταν εθνική αγορά άλλων μετεχόντων στη σύμπραξη. Διαπιστώνεται όμως ότι, έτσι οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν απλώς ότι δεν τηρούσαν πάντα έναν από τους κανόνες κατανομής των έργων μεταξύ των μελών R της σύμπραξης, πράγμα που δεν αποδεικνύει, αφ’ εαυτού, ότι δεν είχαν την πρόθεση να συμβάλουν στην επίτευξη του κοινού σκοπού της σύμπραξης. Επισημαίνεται, ακόμη, ότι, όπως παραδέχονται οι προσφεύγουσες, το πρόβλημα γι’ αυτές δεν ήταν αυτή καθαυτή η «κατανομή των εθνικών αγορών», αλλά το ότι δεν μπορούσαν να αντλήσουν συγκεκριμένο όφελος από αυτήν, επειδή δεν τους είχε αναγνωριστεί τέτοια περιοχή.

222    Δεύτερον, όσον αφορά την άγνοια για τις παραβατικές συμπεριφορές που σχετίζονταν με τα υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια, επισημαίνεται ότι, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 134 ανωτέρω, οι συναντήσεις R στις οποίες μετείχε ο N. άρχιζαν με μια γενική συζήτηση κατά την οποία οι εκπρόσωποι της Nexans France και της Pirelli ενημέρωναν τα μέλη R της εν λόγω σύμπραξης σχετικά με τις συζητήσεις που είχαν πραγματοποιηθεί κατά την προηγούμενη συνάντηση A/R. Όμως, όπως διαπιστώθηκε με τις σκέψεις 130 έως 132 ανωτέρω, αντικείμενο των συναντήσεων A/R ήταν η κατανομή των έργων υπόγειων και υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων στις «περιοχές εξαγωγής» μεταξύ των μελών R της σύμπραξης, αφενός, και των μελών Α και Κ της σύμπραξης, αφετέρου. Είναι, συνεπώς, βέβαιον ότι οι προσφεύγουσες γνώριζαν ότι τα έργα υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων αποτελούσαν αντικείμενο κατανομής μεταξύ των μελών Α και R της σύμπραξης. Όσον αφορά το εάν οι προσφεύγουσες γνώριζαν την κατανομή των έργων υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων μεταξύ των μελών R της σύμπραξης, επισημαίνεται ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, όπως συνέβη κατά τη συνάντηση R της 18ης και 19ης Νοεμβρίου 2003, οι συζητήσεις για τα υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια και τα υπόγεια ηλεκτρικά καλώδια διεξάγονταν παγίως χωριστά και ότι οι εκπρόσωποι της Brugg Kabel ουδέποτε παρίσταντο σε συναντήσεις R κατά τις οποίες γίνονταν κοινές συζητήσεις για έργα υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων και έργα υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων, υπόθεση εντόνως αμφισβητούμενη λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η Επιτροπή, ανταποκρινόμενη σε διαταχθέν από το Γενικό Δικαστήριο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας (βλ. σκέψεις 134 έως 138 ανωτέρω), το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες γνώριζαν, χάρη στα προπαρασκευαστικά των εν λόγω συναντήσεων έγγραφα, ότι θα διεξάγονταν συζητήσεις για τα υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια αρκεί για να αποδειχθεί ότι γνώριζαν ή έπρεπε να υποπτεύονται την κατανομή. Εξάλλου, όπως προκύπτει από ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε ο J. στον N. στις 23 Ιανουαρίου 2006, το οποίο αφορούσε την κατανομή των «περιοχών εξαγωγής» και του οποίου το περιεχόμενο παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 377 και 378 της προσβαλλόμενης απόφασης, οι προσφεύγουσες γνώριζαν ότι οι διευθετήσεις προέβλεπαν συντονισμό για τα έργα υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων. Στο εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα αναγράφονται τα εξής: «Ο A δεν έχει πλέον εμπιστοσύνη και αρνείται να συνεχίσει [Κουβέιτ] (συνεπώς αρνείται τη συγκεκριμένη ανάθεση), εάν ο [C. της Pirelli] και εσύ δεν δεσμευθείτε να τηρήσετε τις μελλοντικές συμφωνίες όσον αφορά τη συγκεκριμένη χώρα. Ο [C. της Pirelli] επιβεβαίωσε ότι θα ακολουθήσουν στο μέλλον και έδωσε πειστική εξήγηση για την ενέργειά τους (για ένα έργο υποβρύχιου καλωδίου)».

223    Βάσει των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση της Επιτροπής ότι οι προσφεύγουσες σκόπευαν να συμβάλουν, με τη συμπεριφορά τους, στην υλοποίηση της παράβασης στο σύνολό της και γνώριζαν τις παραβατικές συμπεριφορές των λοιπών μελών της σύμπραξης, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 216 και 217 ανωτέρω.

5)      Σχετικά με την απόδειξη του ότι οι προσφεύγουσες γνώριζαν για τις συμφωνίες με αντικείμενο μεμονωμένα έργα ηλεκτρικών καλωδίων

224    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή έπρεπε να αποδείξει ότι είχαν γνώση των συμφωνιών για καθένα από τα έργα ή ότι μπορούσαν τουλάχιστον να τις προβλέψουν όσον αφορά τις εθνικές αγορές ή τα έργα των υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων.

225    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών.

226    Συναφώς επισημαίνεται ότι, όπως επισήμανε και η Επιτροπή, η γενική διάρθρωση των υποχρεώσεων παροχής πληροφοριών και των ποσοστώσεων αφορούσε το σύνολο των έργων που αποτελούσαν το αντικείμενο της σύμπραξης και, συνεπώς, αυτό που έπρεπε να αποδειχθεί ήταν ο συνολικός χαρακτήρας του σχεδίου. Ακριβώς επειδή τα μέλη R της σύμπραξης όφειλαν να εκδηλώσουν τα ίδια ενεργώς το ενδιαφέρον τους για συγκεκριμένα έργα, εφόσον επιθυμούσαν να ληφθούν υπόψη κατά την ανάθεση των έργων αυτών, είναι εύλογο να μην υπάρχει για όλα τα έργα ρητή μνεία ενός μικρού παραγωγού. Ωστόσο, αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες συμμετείχαν εν γένει στις ρυθμίσεις που είχαν αποφασιστεί και, όπως απέδειξε η Επιτροπή, γνώριζαν τον γενικό τρόπο λειτουργίας.

6)      Επί της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά την ταυτότητα των επίμαχων έργων ηλεκτρικών καλωδίων

227    Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν διευκρίνισε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ποια έργα επρόκειτο να αποτελέσουν αντικείμενο συμφωνίας, περιοριζόμενη στη χρήση συντομογραφιών ή γενικών ονομασιών, και ότι παρουσίασε το ίδιο έργο ως πλείονα χωριστά έργα, λόγω μικρών διαφορών ως προς την περιγραφή τους.

228    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

229    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει, π.χ., από τις αιτιολογικές σκέψεις 234 και 372 της προσβαλλόμενης απόφασης, οι οποίες περιλαμβάνουν πολλά αποσπάσματα αλληλογραφίας μεταξύ των μελών της σύμπραξης, τα μέλη της σύμπραξης αναφέρονταν συχνά στα επίμαχα έργα ηλεκτρικών καλωδίων χρησιμοποιώντας συντομογραφίες ή κωδικοποιημένα στοιχεία, προφανώς για λόγους απόκρυψης. Υπό τις συνθήκες αυτές, η υποχρέωση αιτιολόγησης την οποία υπέχει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή υποχρεούται να προσδιορίζει επακριβώς καθένα από τα έργα στα οποία αναφέρονται οι μετέχοντες στη σύμπραξη στη μεταξύ τους επικοινωνία.

230    Βάσει των προεκτεθέντων, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως της προσφυγής πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

4.      Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ

231    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η έννοια της ενιαίας και διαρκούς παράβασης εφαρμόστηκε εν προκειμένω κατά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ.

232    Προς στήριξη του λόγου αυτού, οι προσφεύγουσες παραπέμπουν απλώς στα επιχειρήματα που προβλήθηκαν ήδη στο πλαίσιο του τρίτου και του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, προκειμένου να αποδείξουν ότι η επίμαχη παράβαση δεν έχει ενιαίο και διαρκή χαρακτήρα. Ειδικότερα, παραπέμπουν στα επιχειρήματα που αφορούν την έναρξη της συμμετοχής τους στη σύμπραξη από τις 14 Δεκεμβρίου 2001, την αδιάλειπτη συμμετοχή τους σε αυτή, το ότι γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν τις σχετικές με τα υποβρύχια καλώδια συμφωνίες, τη συμμετοχή τους σε συμφωνίες που αφορούσαν τις εθνικές αγορές και τη συμμετοχή τους σε έργα μεγάλης κλίμακας. Δεδομένου ότι τα επιχειρήματα αυτά έχουν ήδη απορριφθεί ως αβάσιμα στο πλαίσιο της εξέτασης του τρίτου και του τέταρτου λόγου ακυρώσεως και ελλείψει αυτοτελούς επιχειρηματολογίας, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί ως παντελώς αβάσιμος.

233    Λαμβανομένης υπόψη της απόρριψης του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή ορθώς καταλόγισε στις προσφεύγουσες συμμετοχή σε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 101 παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, από τις 14 Δεκεμβρίου 2001 έως τις 16 Νοεμβρίου 2006.

5.      Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 23, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1/2003, παραβιάσεις των αρχών της ίσης μεταχείρισης, της αναλογικότητας και ne bis in idem, παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, πλείονες εσφαλμένες εκτιμήσεις και κατάχρηση εξουσίας κατά τον υπολογισμό του επιβληθέντος στις προσφεύγουσες προστίμου

234    Ο έκτος λόγος ακυρώσεως διαρθρώνεται σε πέντε σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε νομικό σφάλμα και ότι παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης, επιλέγοντας το έτος 2004 ως έτος αναφοράς για την αξία των πωλήσεων, το οποίο δεν ήταν αντιπροσωπευτικό της οικονομικής ισχύος τους και της συμβολής τους στη σύμπραξη. Με το δεύτερο σκέλος, προσάπτουν στην Επιτροπή ότι παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης και παραβίασε την αρχή ne bis in idem και ότι εκτίμησε εσφαλμένως τη σοβαρότητα της παράβασης. Με το τρίτο σκέλος, προσάπτουν στην Επιτροπή ότι καθόρισε συντελεστή 4,91 λόγω της διάρκειας της παράβασης. Με το τέταρτο σκέλος, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη το καθήκον αιτιολόγησης όσον αφορά τον καθορισμό του «τέλους εισόδου». Με το πέμπτο σκέλος, προσάπτουν στην Επιτροπή ότι προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση και παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας κατά την αξιολόγηση των ελαφρυντικών περιστάσεων.

1)      Σχετικά με την επιλογή του 2004 ως έτους αναφοράς για την αξία των πωλήσεων ενόψει του υπολογισμού του βασικού ποσού του προστίμου

235    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η Επιτροπή, επιλέγοντας ως έτος αναφοράς το 2004, αντί του τελευταίου πλήρους έτους της συμμετοχής τους στη σύμπραξη, παρεξέκλινε, χωρίς επαρκή αιτιολόγηση, από τον κανόνα της παραγράφου 13 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων. Η επιλογή αυτή είχε ως συνέπεια την αντιμετώπισή τους κατά τρόπο που συνεπάγεται δυσμενή διάκριση, λόγω των εξαιρετικά υψηλών συνδεόμενων με έργα ηλεκτρικών καλωδίων πωλήσεων τις οποίες πραγματοποίησαν το 2004. Κατά τις προσφεύγουσες, για την αποφυγή των δυσμενών διακρίσεων, η Επιτροπή όφειλε είτε να επιλέξει ως έτος αναφοράς το τελευταίο πλήρες έτος της συμμετοχής τους στη σύμπραξη, δηλαδή το έτος 2005, είτε να χρησιμοποιήσει μια μέση τιμή με βάση τα έτη 2003 έως 2005.

236    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών.

237    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, όσον αφορά τον υπολογισμό του προστίμου στην περίπτωση σύμπραξης παγκόσμιας εμβέλειας, η παράγραφος 18 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων, προβλέπει τα εξής:

«Όταν η γεωγραφική έκταση μιας παράβασης υπερβαίνει τα όρια του ΕΟΧ (για παράδειγμα, στην περίπτωση των παγκόσμιων καρτέλ), οι σχετικές πωλήσεις των επιχειρήσεων εντός του ΕΟΧ ενδέχεται να μην αντικατοπτρίζουν κατάλληλα τη βαρύτητα της συμμετοχής της κάθε επιχείρησης στην παράβαση. Αυτό μπορεί να ισχύει ιδίως στην περίπτωση παγκόσμιων συμφωνιών κατανομής αγορών.

Στις περιπτώσεις αυτές, με στόχο να αντικατοπτρίζεται τόσο το συνολικό μέγεθος των εν λόγω πωλήσεων εντός του ΕΟΧ όσο και η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής της κάθε επιχείρησης στην παράβαση, η Επιτροπή θα μπορεί να εκτιμήσει τη συνολική αξία των πωλήσεων των προϊόντων ή υπηρεσιών με τις οποίες σχετίζεται η παράβαση στον σχετικό γεωγραφικό χώρο (ευρύτερο του ΕΟΧ), να προσδιορίσει το μερίδιο των πωλήσεων που αντιστοιχεί σε κάθε επιχείρηση που συμμετέχει στην παράβαση στην εν λόγω αγορά και να εφαρμόσει το ποσοστό αυτό στις συνολικές πωλήσεις των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στο εσωτερικό του ΕΟΧ. Το αποτέλεσμα θα χρησιμοποιείται ως αξία των πωλήσεων με σκοπό τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου.»

238    Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι, κατά πάγια νομολογία, εφόσον, για τον προσδιορισμό των σχέσεων μεταξύ των προστίμων που πρόκειται να επιβληθούν, απαιτείται να χρησιμοποιηθεί ως βάση ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων που εμπλέκονται στην ίδια παράβαση, επιβάλλεται να καθοριστεί το χρονικό διάστημα που πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τρόπον ώστε οι προκύπτοντες κύκλοι εργασιών να είναι όσο το δυνατόν συγκρίσιμοι (βλ. απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑175/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:369, σκέψη 142 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

239    Υπενθυμίζεται, ακόμη, ότι, όσον αφορά την περίοδο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της αξίας των πωλήσεων που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του προστίμου, η παράγραφος 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων προβλέπει τα εξής:

«Για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί την αξία των πωλήσεων των προϊόντων ή υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από την επιχείρηση, με τις οποίες η παράβαση σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα, στον σχετικό γεωγραφικό χώρο εντός του ΕΟΧ. Η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί κατά κανόνα τις πωλήσεις της επιχείρησης κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους οικονομικού έτους της συμμετοχής της στην παράβαση.»

240    Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι η φράση «θα χρησιμοποιεί κατά κανόνα τις πωλήσεις της επιχείρησης κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους οικονομικού έτους της συμμετοχής της στην παράβαση» στην παράγραφο 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων δεν αποκλείει τη δυνατότητα της Επιτροπής να χρησιμοποιήσει άλλη περίοδο αναφοράς, υπό την προϋπόθεση ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 238 ανωτέρω, οι προκύπτοντες κύκλοι εργασιών είναι όσο το δυνατόν συγκρίσιμοι.

241    Εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του επιβληθέντος στις προσφεύγουσες προστίμου, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τη μέθοδο που προβλέπει η παράγραφος 18 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων (αιτιολογικές σκέψεις 966 και 968 έως 994 της εν λόγω απόφασης). Από την εν λόγω απόφαση προκύπτει επίσης ότι, για την εφαρμογή της μεθόδου αυτής, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της τις πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους οικονομικού έτους συμμετοχής στην παράβαση, αλλά τα αριθμητικά στοιχεία των πωλήσεων για το έτος 2004 (αιτιολογικές σκέψεις 966 και 968 έως 994 της εν λόγω απόφασης).

242    Η Επιτροπή δικαιολόγησε την επιλογή αυτή, επικαλούμενη, πρώτον, το γεγονός ότι οι πωλήσεις ηλεκτρικών καλωδίων σε επίπεδο ΕΟΧ αυξήθηκαν σημαντικά από το 2006 και εξής, οπότε η επιλογή του τελευταίου πλήρους έτους συμμετοχής στην παράβαση δεν θα ήταν αρκούντως αντιπροσωπευτική της παραβατικής περιόδου για τις επιχειρήσεις που έπαυσαν κάθε συμμετοχή στην παράβαση μετά το 2006. Η Επιτροπή θεωρεί ότι, λαμβάνοντας υπόψη τις πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν από το σύνολο των επιχειρήσεων το 2004, προέβη σε ακριβέστερη εκτίμηση της οικονομικής σημασίας της παράβασης καθ’ όλη τη διάρκειά της, καθώς και του σχετικού βάρους της συμμετοχής εκάστης επιχείρησης σε αυτήν. Δεύτερον, θεώρησε ότι, επιλέγοντας το έτος 2004, απέφυγε τις δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ των επιχειρήσεων που έπαυσαν νωρίτερα την (άμεση) συμμετοχή τους και εκείνων που τη συνέχισαν. Τόνισε επίσης, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι, βάσει της παραγράφου 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων, έχει τη δυνατότητα, σε μια τέτοια περίπτωση, να μη λάβει υπόψη της τα αριθμητικά στοιχεία των πωλήσεων του τελευταίου έτους συμμετοχής στην παράβαση (αιτιολογική σκέψη 965 της προσβαλλόμενης απόφασης). Προβάλλει, ακόμη, ότι η επιλογή ενός μόνον έτους αναφοράς κατά τη διάρκεια του οποίου μετείχαν στην παράβαση όλοι οι εμπλεκόμενοι είναι προτιμότερη όσον αφορά την εφαρμογή της παραγράφου 18 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, προκειμένου να αποτυπωθεί κατά τρόπο πρόσφορο το βάρος της συμμετοχής εκάστης επιχείρησης στην παράβαση (αιτιολογική σκέψη 966 της εν λόγω απόφασης).

243    Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η επιλογή κοινού για όλες τις επιχειρήσεις έτους αναφοράς είναι εξ ορισμού αυθαίρετη, καθώς επηρεάζει με διαφορετικό τρόπο τους μετέχοντες στη σύμπραξη αναλόγως του κύκλου εργασιών που έχουν πραγματοποιήσει κατά το έτος αυτό, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η επιλογή κοινού έτους αναφοράς για όλες τις επιχειρήσεις που μετείχαν στην ίδια παράβαση παρέχει καταρχήν τη δυνατότητα ομοιόμορφου καθορισμού των προστίμων, κατά τρόπον ώστε να τηρείται η αρχή της ισότητας και να λαμβάνεται υπόψη η έκταση της παράβασης, σε συνάρτηση με την οικονομική πραγματικότητα, όπως αυτή είχε κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα αναφοράς (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 2ας Οκτωβρίου 2003, Aristrain κατά Επιτροπής, C‑196/99 P, EU:C:2003:529, σκέψη 129, και της 16ης Νοεμβρίου 2011, ASPLA κατά Επιτροπής, T‑76/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:672, σκέψη 112).

244    Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι, κατά τη νομολογία, δεν μπορεί μια συγκεκριμένη επιχείρηση να απαιτήσει από την Επιτροπή να λάβει υπόψη της, ως προς αυτήν, χρονικό διάστημα διαφορετικό από εκείνο που έλαβε γενικά υπόψη της, εκτός αν αποδείξει ότι ο κύκλος εργασιών που πραγματοποίησε κατά το διάστημα αυτό δεν αποτελεί, για λόγους που την αφορούν ειδικώς, ένδειξη του πραγματικού οικονομικού μεγέθους της και της οικονομικής ισχύος της ούτε της έκτασης της παράβασης που διέπραξε (απόφαση της 14ης Μαΐου 1998, Fiskeby Board κατά Επιτροπής, T‑319/94, EU:T:1998:95, σκέψη 42).

245    Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι το 2004, λόγω της ολοκλήρωσης του έργου «BASF», αντί 4 700 000 ελβετικών φράγκων (CHF), και του έργου «Ισπανία 9», αντί 3 200 000 CHF, πραγματοποίησαν στον κλάδο των ηλεκτρικών καλωδίων έναν κατ’ εξαίρεση υψηλό κύκλο εργασιών ο οποίος δεν είναι αντιπροσωπευτικός του κύκλου εργασιών τους κατά τη διάρκεια της συμμετοχής τους στην παράβαση. Ωστόσο, δεν προσκομίζουν κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού και, ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει ούτε την αλήθεια και τη σύνθεση του κύκλου εργασιών τους για το έτος 2004 ούτε και το εύρος απόκλισης του εν λόγω κύκλου εργασιών σε σύγκριση με τους κύκλους εργασιών των ετών 2003 και 2005. Εξάλλου, από την ετήσια έκθεση της Brugg Kabel για το 2005 προκύπτει ότι, παρά τις δυσχέρειες κατά την έναρξη του έτους, οι πωλήσεις κατά το έτος αυτό ανήλθαν σε ύψος αντίστοιχο με αυτό των πωλήσεων του προηγούμενου έτους, λόγω του μεγάλου αριθμού παραγγελιών στον κλάδο των ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσης κατά το δεύτερο ήμισυ του έτους.

246    Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν μπόρεσαν να αποδείξουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα κατά τον καθορισμό του έτους αναφοράς για τον προσδιορισμό του ποσού των πωλήσεων που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου. Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του έκτου λόγου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

2)      Σχετικά με την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης

247    Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει και ότι προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά το ποσοστό του 19 % επί της αξίας των πωλήσεων που έλαβε υπόψη ως προς αυτές λόγω της σοβαρότητας της ενιαίας και διαρκούς παράβασης.

1)      Σχετικά με τη φερόμενη παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης όσον αφορά τον καθορισμό του ποσοστού επί της αξίας των πωλήσεων που ελήφθη υπόψη λόγω της σοβαρότητας της παράβασης

248    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε κατά τρόπο αντιφατικό την προσβαλλόμενη απόφαση, διότι, αφενός, με την αιτιολογική σκέψη 998 αυτής, διευκρίνισε ότι, για τον προσδιορισμό του ποσοστού επί της αξίας των πωλήσεων που ελήφθη υπόψη λόγω της σοβαρότητας της παράβασης, θεώρησε ότι υπάρχει μία μόνον ενιαία και διαρκής παράβαση, της οποίας τη σοβαρότητα αξιολόγησε με συντελεστή 15 %, και, αφετέρου, με την αιτιολογική σκέψη 999 της προσβαλλόμενης απόφασης, αύξησε κατά τρόπο επιλεκτικό κατά 2 % το ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τις επιχειρήσεις που φέρονται να έχουν μετάσχει στον «ευρωπαϊκό μηχανισμό της σύμπραξης», στο πλαίσιο του οποίου πραγματοποιούνταν επιπλέον κατανομή έργων ηλεκτρικών καλωδίων, μετά την κατανομή που είχε προηγηθεί στο πλαίσιο «του μηχανισμού A/R» της εν λόγω σύμπραξης. H Επιτροπή υπέπεσε έτσι σε αντίφαση έναντι της παραδοχής την οποία είχε διατυπώσει η ίδια και σύμφωνα με την οποία οι μέθοδοι κατανομής στο πλαίσιο «του μηχανισμού A/R» και οι μέθοδοι στο πλαίσιο του «ευρωπαϊκού μηχανισμού» της σύμπραξης αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ενιαίας και διαρκούς παράβασης. Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι τους επιβλήθηκε έτσι συντελεστής σοβαρότητας της παράβασης 15 % λόγω της συμμετοχής τους σε ενιαία και συνεχή παράβαση η οποία περιλαμβάνει τους δύο μηχανισμούς της σύμπραξης, και επιπλέον συντελεστής σοβαρότητας 2 % λόγω της συμμετοχής τους στον «ευρωπαϊκό μηχανισμό της σύμπραξης». Η λογική που ακολούθησε η Επιτροπή συνεπάγεται παραβίαση της αρχής ne bis in idem.

249    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ακόμη ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει, διότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 1003 και 1004 της προσβαλλόμενης απόφασης, ανέφερε ότι η αύξηση του βαθμού της σοβαρότητας της παράβασης δικαιολογείται από το συνολικό μερίδιο αγοράς των επιχειρήσεων που μετείχαν στη σύμπραξη, καθώς και από τη γεωγραφική εμβέλειά της, χωρίς να διευκρινίζει ούτε το ποσό ούτε τη σύνθεση της προσαύξησης. Τονίζουν ότι το ποσό αυτό μπορεί να υπολογιστεί επαγωγικά μόνον κατόπιν των «συμπερασμάτων» που διατυπώνονται στην αιτιολογική σκέψη 1010 της εν λόγω απόφασης όσον αφορά τη σοβαρότητα της παράβασης.

250    Η Επιτροπή αντικρούει το σύνολο των επιχειρημάτων των προσφευγουσών.

251    Συναφώς, πρώτον, όσον αφορά την αύξηση του βαθμού της σοβαρότητας λόγω του συνολικού μεριδίου αγοράς των επιχειρήσεων που μετείχαν στη σύμπραξη και λόγω της γεωγραφικής εμβέλειάς της, τονίζεται ότι το ύψος της αύξησης αυτής, ήτοι ποσοστό 2 %, ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 1010 της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως άλλωστε παραδέχονται οι προσφεύγουσες. Όσον αφορά τον μη ακριβή καθορισμό, με την εν λόγω απόφαση, της συμβολής στην εν λόγω αύξηση των δύο παραγόντων που την προκαλούν, δηλαδή του συνολικού μεριδίου αγοράς και της γεωγραφικής εμβέλειας της σύμπραξης, ο καθορισμός αυτός δεν είναι εν προκειμένω απαραίτητος, διότι η σχετική με το ζήτημα αυτό αιτιολογία είναι προσαρμοσμένη στη φύση της επίμαχης πράξης και διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και άνευ αμφισημίας η συλλογιστική της Επιτροπής, οπότε οι μεν προσφεύγουσες είναι σε θέση να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, το δε Γενικό Δικαστήριο είναι σε θέση να ασκήσει τον έλεγχό του.

252    Δεύτερον, σχετικά με τα περί αντιφάσεως στην αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά τον καθορισμό του ποσοστού επί της αξίας των πωλήσεων που πρέπει να ληφθεί υπόψη λόγω της σοβαρότητας της παράβασης, διαπιστώνεται ότι αυτά απορρέουν από εσφαλμένη ερμηνεία της προσβαλλόμενης απόφασης.

253    Οι προσφεύγουσες ουσιαστικά υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή αξιολόγησε καταρχάς τη συμπεριφορά των μετεχόντων στην ενιαία και διαρκή παράβαση ορίζοντας το ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων που πρέπει να ληφθεί υπόψη λόγω της σοβαρότητας της παράβασης σε 15 % και, εν συνεχεία, αξιολόγησε εκ νέου την ίδια συμπεριφορά, ορίζοντας επιπλέον ποσοστό 2 % για τις επιχειρήσεις που μετείχαν τόσο στον «ευρωπαϊκό μηχανισμό της σύμπραξης» όσο και στον «μηχανισμό A/R» της εν λόγω σύμπραξης.

254    Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι, στην αιτιολογική σκέψη 998 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή ανέφερε ότι η ενιαία και διαρκής παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, στην οποία είχαν μετάσχει οι αποδέκτες της προσβαλλόμενης απόφασης, συνίστατο σε κατανομή της πελατείας και των αγορών. Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι μια τέτοια παράβαση συγκαταλέγεται εκ φύσεως στους πλέον σοβαρούς περιορισμούς του ανταγωνισμού, διότι νοθεύει τις κυριότερες παραμέτρους του. Υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 23 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων, οι πρακτικές αυτές τιμωρούνται, για λόγους αρχής, με ιδιαίτερη αυστηρότητα, ο δε βαθμός της σοβαρότητάς τους ορίζεται κατά κανόνα στα υψηλότερα όρια της κλίμακας. Διευκρίνισε ότι, κατά την εκτίμησή της, το στοιχείο αυτό δικαιολογούσε τον ορισμό συντελεστή 15 % λόγω της σοβαρότητας των πραγματικών περιστατικών.

255    Περαιτέρω, με την αιτιολογική σκέψη 999 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, εκτός από τους μηχανισμούς κατανομής στο πλαίσιο του «μηχανισμού A/R της σύμπραξης», ορισμένα έργα εντός του ΕΟΧ κατανέμονταν περαιτέρω μεταξύ των Ευρωπαίων παραγωγών στο πλαίσιο του «ευρωπαϊκού μηχανισμού» της εν λόγω σύμπραξης και ότι οι ενέργειες αυτές, στις οποίες προέβαιναν αποκλειστικά οι Ευρωπαίοι παραγωγοί, επέτειναν τη βλάβη του ανταγωνισμού που προκαλείται από τη συμφωνία κατανομής των αγορών μεταξύ των Ευρωπαίων, των Ιαπώνων και των Νοτιοκορεατών παραγωγών και, συνεπώς τον βαθμό σοβαρότητας της παράβασης. Στη συνέχεια, διευκρίνισε ότι η επιπλέον αυτή στρέβλωση που προκαλείται από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό της σύμπραξης δικαιολογεί την αύξηση του βαθμού της σοβαρότητας της παράβασης κατά 2 % για τις επιχειρήσεις που μετείχαν στη συγκεκριμένη πτυχή της σύμπραξης.

256    Από τις αιτιολογικές σκέψεις 998 και 999 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει με σαφήνεια ότι, κατά την εκτίμηση της Επιτροπής, το κατώτατο ποσοστό των πωλήσεων που πρέπει να ληφθεί υπόψη για όλες τις επιχειρήσεις στις οποίες μπορούσε να καταλογισθεί ευθύνη για την ενιαία και διαρκή παράβαση ήταν 15 %, ανεξαρτήτως του βαθμού συμμετοχής τους στη σύμπραξη, πλην όμως το ποσοστό αυτό έπρεπε να προσαυξηθεί κατά 2 % σε βάρος των επιχειρήσεων που είχαν μετάσχει τόσο στον «μηχανισμό A/R της σύμπραξης» όσο και στον «ευρωπαϊκό μηχανισμό» της εν λόγω σύμπραξης, με την αιτιολογία ότι ο δεύτερος μηχανισμός επέτεινε τα αντίθετα στον ανταγωνισμό αποτελέσματα του πρώτου.

257    Επομένως, κακώς οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με τη σοβαρότητα της παράβασης είναι αντιφατική ως προς το ζήτημα αυτό. Ομοίως, δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με παραβίαση της αρχής ne bis in idem, διότι η συλλογιστική της Επιτροπής που εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 998 και 999 της προσβαλλόμενης απόφασης δεν οδηγεί στην επιβολή διττής κύρωσης για την ίδια παράβαση.

2)      Σχετικά με το φερόμενο σφάλμα το οποίο συνίσταται στη μη συνεκτίμηση του γεγονότος ότι οι προσφεύγουσες δεν κατασκεύαζαν υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια κατά το διάστημα τέλεσης της παράβασης, στο πλαίσιο του καθορισμού του ποσοστού της αξίας των πωλήσεων που πρέπει να ληφθεί υπόψη λόγω της σοβαρότητας της παράβασης

258    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να συνεκτιμήσει, κατά τον καθορισμό του ποσοστού της αξίας των πωλήσεων που λαμβάνεται υπόψη λόγω της σοβαρότητας της παράβασης, το γεγονός ότι δεν κατασκεύαζαν υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια κατά την περίοδο τέλεσης της παράβασης. Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν μπορεί απλώς να απαλλαγεί από την υποχρέωση αυτή, με το επιχείρημα ότι το γεγονός αυτό είχε ήδη ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του προστίμου, καθώς δεν συνυπολογίστηκαν στην αξία των πωλήσεων οι πωλήσεις των υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων. Διατείνονται ότι το ίδιο ισχύει και όσον αφορά το ότι δεν εφάρμοζαν τον κανόνα περί εθνικής αγοράς και δεν έλαβαν μέρος στην ανάθεση έργων μεγάλης κλίμακας.

259    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

260    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με την αιτιολογική σκέψη 1000 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή διευκρίνισε, κατ’ ουσίαν, ότι δεν υπήρχε λόγος να ληφθεί υπόψη το ότι οι προσφεύγουσες δεν κατασκεύαζαν υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια κατά το διάστημα τέλεσης της παράβασης στο πλαίσιο του καθορισμού του ποσοστού της αξίας των πωλήσεων που λαμβάνεται υπόψη λόγω της σοβαρότητας της παράβασης, δεδομένου ότι το γεγονός αυτό είχε ήδη ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό της αξίας των πωλήσεων αυτών.

261    Επιπλέον, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η νομολογία που επικαλούνται οι προσφεύγουσες προς αμφισβήτηση της ορθότητας της εκτίμησης αυτής δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω.

262    Συγκεκριμένα, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2011, Quinn Barlo κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑208/06, EU:T:2011:701), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε ή δεν μπορούσε να έχει γνώση των διευθετήσεων σχετικά με άλλα προϊόντα. Όμως, όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 222 ανωτέρω, εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες γνώριζαν την ύπαρξη διευθετήσεων για τα υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια.

263    Ομοίως, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Zucchetti Rubinetteria κατά Επιτροπής (T‑396/10, EU:T:2013:446), οι διευθετήσεις αφορούσαν διάφορες ομάδες προϊόντων και διαφορετικούς παραγωγούς. Ούτε στην περίπτωση αυτή είχαν όλες οι μετέχουσες επιχειρήσεις γνώση όλων των διευθετήσεων, η δε συμμετοχή της προσφεύγουσας επιχείρησης περιοριζόταν στην εθνική αγορά.

264    Στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2011, Quinn Barlo κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑208/06, EU:T:2011:701), και η απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Zucchetti Rubinetteria κατά Επιτροπής (T‑396/10, EU:T:2013:446), δεν ήταν δυνατόν να καταλογιστεί στις προσφεύγουσες ευθύνη για τη συμπεριφορά των λοιπών μετεχόντων στη σύμπραξη, διότι οι προσφεύγουσες δεν γνώριζαν τη συμπεριφορά αυτή. Αντιθέτως, όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 223 ανωτέρω, οι προσφεύγουσες είχαν εν προκειμένω πλήρη γνώση του περιεχομένου των συμφωνιών, οπότε μπορούσε κατά νόμον να τους καταλογιστεί ευθύνη για το σύνολο της παράβασης.

265    Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα επειδή δεν έλαβε υπόψη της, στο πλαίσιο του καθορισμού του ποσοστού της αξίας των πωλήσεων που πρέπει να ληφθεί υπόψη λόγω της σοβαρότητας της παράβασης, το γεγονός ότι δεν κατασκεύαζαν υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια κατά το διάστημα τέλεσης της παράβασης.

3)      Σχετικά με τη φερόμενη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης

266    Οι προσφεύγουσες βάλλουν κατά της εκτίμησης της Επιτροπής κατά την οποία η συμμετοχή τους στον «ευρωπαϊκό μηχανισμό της σύμπραξης», καθώς και στο δεύτερο «επίπεδο κατανομής» της εν λόγω σύμπραξης παρουσίαζε υψηλότερο βαθμό σοβαρότητας και, για τον λόγο αυτόν, προσαύξησε κατά 2 % το ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων που πρέπει να ληφθεί υπόψη λόγω της σοβαρότητας της παράβασης. Κατά την άποψή τους, αυτό έχει ως αποτέλεσμα να τους επιβληθούν κυρώσεις εξίσου βαριές με τις επιχειρήσεις που συμμετείχαν ενεργά στους εν λόγω μηχανισμούς, σχεδίασαν, συντόνιζαν και επέβαλαν το σύνολο της σύμπραξης, και επίσης επωφελήθηκαν περισσότερο από τις διευθετήσεις, με την αιτιολογία ότι είχαν δήθεν πληροφορηθεί την έκβαση των συζητήσεων στο πλαίσιο του «μηχανισμού A/R» της σύμπραξης αυτής.

267    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών.

268    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όταν η Επιτροπή αποφασίζει να επιβάλει πρόστιμα δυνάμει του δικαίου του ανταγωνισμού, οφείλει να τηρεί τις γενικές αρχές του δικαίου, περιλαμβανομένης της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όπως αυτή ερμηνεύεται από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης. Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχείρισης ή της απαγόρευσης των διακρίσεων επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις με διαφορετικό τρόπο και διαφορετικές καταστάσεις με τον ίδιο τρόπο, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικά (βλ. αποφάσεις 27ης Ιουνίου 2012, Bolloré κατά Επιτροπής, T‑372/10, EU:T:2012:325, σκέψη 85 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 19ης Ιανουαρίου 2016, Mitsubishi Electric κατά Επιτροπής, T‑409/12, EU:T:2016:17, σκέψη 108 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

269    Εν προκειμένω, με την αιτιολογική σκέψη 999 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή δικαιολόγησε την προσαύξηση κατά 2 % του ποσοστού επί της αξίας των πωλήσεων που πρέπει να ληφθεί υπόψη λόγω της σοβαρότητας της παράβασης για ορισμένες επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην παράβαση επικαλούμενη το γεγονός ότι είχαν λάβει μέρος στον «ευρωπαϊκό μηχανισμό της σύμπραξης», ο οποίος επέτεινε τη βλάβη του ανταγωνισμού που προκλήθηκε από τη συμφωνία κατανομής των αγορών μεταξύ των Ευρωπαίων, των Ιαπώνων και των Νοτιοκορεατών παραγωγών. Επομένως, το κριτήριο που έλαβε υπόψη η Επιτροπή προς δικαιολόγηση της αύξησης βασιζόταν στην απλή συμμετοχή στον «ευρωπαϊκό μηχανισμό της σύμπραξης» και όχι στο εάν η συμμετοχή αυτή ήταν περισσότερο ή λιγότερο ενεργός. Δεδομένου ότι, όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 233 ανωτέρω, η Επιτροπή ορθώς καταλόγισε στις προσφεύγουσες συμμετοχή σε ενιαία και διαρκή παράβαση, συμπεριλαμβανομένου του «ευρωπαϊκού μηχανισμού της σύμπραξης», δεν είναι βάσιμη η θέση τους ότι η μεταχείρισή τους ήταν λιγότερο ευνοϊκή σε σχέση με τις λοιπές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που μετείχαν στον ίδιο μηχανισμό και ως προς τις οποίες ίσχυσε η ίδια προσαύξηση.

270    Κατά τα λοιπά, επισημαίνεται ότι η περισσότερο ή λιγότερο ενεργός συμμετοχή στην παράβαση των διαφόρων επιχειρήσεων που ήταν αποδέκτριες της προσβαλλόμενης απόφασης ελήφθη πλήρως υπόψη κατά το στάδιο της εκτίμησης των ελαφρυντικών περιστάσεων. Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγουσες κατατάχθηκαν στην ομάδα των επιχειρήσεων με μεσαία συμμετοχή, ενώ οι επιχειρήσεις που είχαν ηγετική θέση στον «ευρωπαϊκό μηχανισμό» και στον «μηχανισμό A/R» της σύμπραξης, δηλαδή οι Nexans France, Pirelli και Prysmian, κατατάχθηκαν στον σκληρό πυρήνα της σύμπραξης. Λόγω της διαφορετικής αυτής κατάταξης, η Επιτροπή χορήγησε στις προσφεύγουσες μείωση του προστίμου κατά 5 %, ενώ απέκλεισε τέτοια μείωση για τις Nexans France, Pirelli και Prysmian. Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης, επιβάλλοντας την ίδια αύξηση κατά 2 % του ποσοστού της αξίας των πωλήσεων που πρέπει να ληφθεί υπόψη λόγω της σοβαρότητας της παράβασης τόσο σε αυτές όσο και στις Nexans France, Pirelli και Prysmian.

271    Κατόπιν των προεκτεθέντων, το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

3)      Σχετικά με τον καθορισμό συντελεστή 4,91 λόγω της διάρκειας της συμμετοχής των προσφευγουσών στην παράβαση

272    Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι εφάρμοσε συντελεστή 4,91 λόγω της διάρκειας της συμμετοχής τους στην παράβαση, μη λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν αποδείχθηκε η έναρξη της συμμετοχής αυτής πριν από τις 3 Ιουλίου 2002 και ότι διακόπηκε από τις 12 Μαΐου 2005 έως τις 8 Δεκεμβρίου 2005. Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή έπρεπε, ως εκ τούτου, να εφαρμόσει συντελεστή 3,79.

273    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών.

274    Αρκεί, συναφώς, να υπομνησθεί ότι, όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 213 ανωτέρω, η Επιτροπή ορθώς όρισε ως ημερομηνία έναρξης της συμμετοχής των προσφευγουσών στην παράβαση τη 14η Δεκεμβρίου 2001 και ότι δεν ήταν εσφαλμένη η εκτίμησή της περί συνεχούς συμμετοχής τους σε αυτήν έως τις 16 Νοεμβρίου 2006.

275    Επομένως, το τρίτο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο.

4)      Σχετικά με το ύψος του τέλους εισόδου

276    Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν παρέθεσε αυτοτελή λόγο όσον αφορά το τέλος εισόδου για το οποίο γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 1013 της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι αρκέστηκε σε παραπομπή στις αιτιολογικές σκέψεις 998 έως 1010 της εν λόγω απόφασης, οι οποίες αφορούν τον υπολογισμό του βασικού ποσού. Κατά την άποψή τους, η Επιτροπή όφειλε, κατ’ εφαρμογήν των παραγράφων 22 και 25 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων, να λάβει υπόψη την αντικειμενική συμμετοχή τους σε όλα τα στοιχεία της παράβασης ή την υποκειμενική τους γνώση των στοιχείων αυτών, ή έστω μέρους αυτών. Το τέλος εισόδου θα έπρεπε, κατά συνέπεια, να αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνες για τις συμφωνίες με αντικείμενο τα υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια, τις εθνικές αγορές και τα έργα μεγάλης κλίμακας.

277    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών.

278    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά την παράγραφο 25 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων:

«[…] ανεξαρτήτως της διάρκειας της συμμετοχής μιας επιχείρησης στην παράβαση, η Επιτροπή θα περιλαμβάνει στο βασικό ποσό ένα ποσό που θα κυμαίνεται μεταξύ 15 % και 25 % της αξίας των πωλήσεων, όπως αυτή ορίζεται παραπάνω στην Ενότητα Α προκειμένου να αποτρέπονται οι επιχειρήσεις και από το να εισέρχονται απλώς σε οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού των τιμών, κατανομής της αγοράς και περιορισμού της παραγωγής. Η Επιτροπή θα μπορεί επίσης να επιβάλει ένα τέτοιο επιπρόσθετο ποσό και σε περιπτώσεις άλλων παραβάσεων. Για τον καθορισμό του ποσοστού επί της αξίας των πωλήσεων που θα ληφθεί υπόψη σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή θα λαμβάνει υπόψη της διάφορους παράγοντες και ιδίως εκείνους που προβλέπονται [στην παράγραφο] 22.»

279    Στην παράγραφο 22 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων αναφέρονται τα εξής:

«Για να αποφασιστεί εάν το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων, το οποίο θα λαμβάνεται υπόψη σε μια συγκεκριμένη υπόθεση θα πρέπει να είναι χαμηλά ή υψηλά στην κλίμακα αυτή, η Επιτροπή θα συνεκτιμά διάφορους παράγοντες, όπως το είδος της παράβασης, το συνολικό μερίδιο αγοράς όλων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, τη γεωγραφική έκταση της παράβασης και το εάν η παράνομη συμπεριφορά έχει εκδηλωθεί στην πράξη ή όχι.»

280    Επικαλούμενη ρητώς την παράγραφο 25 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων στην αιτιολογική σκέψη 1013 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή ανέφερε ότι, για τον υπολογισμό του ειδικού ποσοστού που επρόκειτο να εφαρμόσει, έλαβε υπόψη τα στοιχεία που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 998 έως 1010 της εν λόγω απόφασης.

281    Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 998 έως 1002 της προσβαλλόμενης απόφασης αφορούν τη φύση της παράβασης, η αιτιολογική σκέψη 1003 αφορά το συνολικό μερίδιο αγοράς των μετεχόντων στην παράβαση, η αιτιολογική σκέψη 1004 αφορά τη γεωγραφική έκταση της παράβασης και οι αιτιολογικές σκέψεις 1005 έως 1009 της ίδιας απόφασης αφορούν την υλοποίηση της παράβασης. Τονίζεται ότι, με την αιτιολογική σκέψη 1008 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, όπως προκύπτει από το σημείο 4.3.3 της εν λόγω απόφασης, όλες οι επιχειρήσεις γνώριζαν ή μπορούσαν ευλόγως να προβλέψουν το σύνολο των λοιπών παραβατικών συμπεριφορών που σχεδίαζαν να τηρήσουν ή τήρησαν οι λοιποί μετέχοντες στη σύμπραξη και είχαν αποδεχθεί τον σχετικό κίνδυνο.

282    Επιπλέον, με την αιτιολογική σκέψη 1014 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι το ποσοστό που έπρεπε να εφαρμοσθεί για τον υπολογισμό του πρόσθετου ποσού ανερχόταν σε 17 % για τις Sumitomo Electric Industries, Hitachi Cable, Furukawa Electric, Fujikura, SWCC Showa Holdings, Mitsubishi Cable Industries, LS Cable & System et Taihan Electric Wire και σε 19 % για τις Nexans France, Prysmian, ABB, Brugg Kabel, Safran, Silec Cable, nkt cables και τις επιχειρήσεις στις οποίες καταλογίστηκε ευθύνη «αλληλεγγύως και εις ολόκληρον» με κάποια από αυτές.

283    Επομένως, στον βαθμό που, με την επιχειρηματολογία τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά το τέλος εισόδου, διαπιστώνεται ότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι ουσία αβάσιμη, δεδομένου ότι οι μεν προσφεύγουσες είναι σε θέση να κατανοήσουν τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή επέλεξε να τους επιβάλει τέλος εισόδου που αντιστοιχεί στο 19 % της αξίας των πωλήσεων, το δε Γενικό Δικαστήριο είναι σε θέση να ελέγξει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς το ζήτημα αυτό.

284    Εξάλλου, στο μέτρο που οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε σφάλμα μη λαμβάνοντας υπόψη, στο πλαίσιο καθορισμού του τέλους εισόδου, ότι δεν μπορούσε να τους καταλογιστεί ευθύνη για τις συμφωνίες με αντικείμενο τα υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια, τις εθνικές αγορές και τα έργα μεγάλης κλίμακας, αρκεί να υπομνησθεί ότι, όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 233 ανωτέρω, η Επιτροπή ορθώς τους καταλόγισε συμμετοχή στην ενιαία και διαρκή παράβαση.

285    Συνεπώς, το τέταρτο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

5)      Επί των ελαφρυντικών περιστάσεων

286    Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή, πρώτον, ότι τις κατέταξε εσφαλμένως στους έχοντες μεσαία συμμετοχή στη σύμπραξη, με συνέπεια να ορίσει ως προς αυτές μείωση του προστίμου κατά 5 %, ενώ ο παθητικός ρόλος τους στη σύμπραξη, ο οποίος αποδεικνύεται από την ταραχοποιό στάση τους και τις προσπάθειες επαναφοράς τους στην τάξη, θα δικαιολογούσε την κατάταξή τους στις επιχειρήσεις με περιθωριακή συμμετοχή στη σύμπραξη και, συνεπώς, μείωση του προστίμου ως προς αυτές κατά 10 %. Δεύτερον, υποστηρίζουν ότι η κατάσταση αυτή συνιστά παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας, διότι ο ρόλος τους είναι συγκρίσιμος προς αυτόν της nkt cables, την οποία η Επιτροπή κατέταξε στις επιχειρήσεις με περιθωριακή συμμετοχή στη σύμπραξη, με συνέπεια το πρόστιμο να μειωθεί ως προς αυτήν κατά 10 %. Τρίτον, προβάλλουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα, διότι δεν έλαβε υπόψη της, ως ελαφρυντική περίσταση, το ότι, στην περίπτωση ενιαίας και διαρκούς παράβασης, στην οικεία επιχείρηση δεν καταλογίζεται μόνον η δική της συμπεριφορά, αλλά και παραβατικές συμπεριφορές στις οποίες δεν έχει υποπέσει. Κατά την άποψή τους, στην περίπτωση ενιαίας και διαρκούς παράβασης, τα πραγματικά περιστατικά που τη στοιχειοθετούν πρέπει να λαμβάνονται ιδιαίτερα υπόψη κατά την προσαρμογή του βασικού ποσού του προστίμου. Τέταρτον, υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε, επίσης, να ισχύσει ως προς αυτές η επιπλέον μείωση του προστίμου κατά 1 % που ίσχυσε για τις Mitsubishi Cable Industries και SWCC Showa Holdings, για το διάστημα πριν από τη σύσταση της Exsym & System, της LS Cable και της Taihan Electric Wire, διότι δεν γνώριζαν ορισμένες πτυχές της παράβασης και, συνεπώς, δεν είχαν ευθύνη γι’ αυτές, ιδίως όσον αφορά τα υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια και τα έργα μεγάλης κλίμακας.

287    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών στο σύνολό τους.

288    Συναφώς, πρώτον, όσον αφορά την κατάταξη των προσφευγουσών στις επιχειρήσεις με μεσαία συμμετοχή στη σύμπραξη, επισημαίνεται ότι ματαίως διατείνονται ότι είχαν παθητικό ρόλο στη σύμπραξη.

289    Υπενθυμίζεται, συγκεκριμένα, ότι, όπως ορθώς διαπιστώθηκε με την αιτιολογική σκέψη 572 της προσβαλλόμενης απόφασης, μολονότι οι προσφεύγουσες δεν μετείχαν στη σύσταση της σύμπραξης και δεν έλαβαν μέρος σε καμία συνάντηση A/R, εντούτοις οι υπάλληλοί τους παρέστησαν σε τουλάχιστον 17 αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συναντήσεις με μέλη R της εν λόγω σύμπραξης από τον Δεκέμβριο του 2001 έως τον Νοέμβριο του 2006.

290    Υπενθυμίζεται, ακόμη, ότι, όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 175 ανωτέρω και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκέντρωσε η Επιτροπή αρκούσαν για να αποδειχθεί ότι αυτές είχαν μετάσχει στις 14 Δεκεμβρίου 2001 στην Divonne‑les‑Bains σε μια πρώτη συνάντηση των μελών R της σύμπραξης.

291    Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκέντρωσε η Επιτροπή, οι προσφεύγουσες επιχείρησαν να διοργανώσουν συνάντηση R τον Απρίλιο του 2002.

292    Συγκεκριμένα, σε ηλεκτρονικό μήνυμα της 9ης Απριλίου 2002, το οποίο επιγράφεται «Meeting in the area of BRUGG» (συνάντηση στην περιοχή του Brugg), ο N. ανέφερε τα εξής:

«Προς επιβεβαίωση της πρόσκλησης στο Brugg για την επόμενη συνάντηση. Έχουμε κάνει κράτηση για συνάντηση και για το γεύμα σε κοντινή ιδιωτική τοποθεσία […] για την Πέμπτη 25 Απριλίου 2002.

20 άτομα το πολύ.

Παρακαλείσθε να μου γνωστοποιήσετε την ταυτότητα και τον αριθμό των ατόμων που θα φτάσουν την παραμονή.

Παρακαλώ να διαβιβάσετε την πρόσκληση στους λοιπούς συμμετέχοντες και να επιβεβαιώσετε εκ νέου την ημερομηνία και τη συνάντηση […]».

293    Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι με ηλεκτρονικό μήνυμα της 9ης Απριλίου 2002 προς τον J., ο N. του ζητεί να διαβιβάσει αυτός την πληροφορία στους λοιπούς συμμετέχοντες, αντί να το πράξει ο ίδιος. Ομοίως, ο N. ζητεί από τον J. να του επιβεβαιώσει τον αριθμό των προσώπων που θα αφιχθούν την παραμονή της συνάντησης. Επομένως, ο N. φαίνεται να απευθύνεται στον J. ως συντονιστή της συνάντησης. Δεν αμφισβητείται ότι ο J. ήταν ο συντονιστής των μελών R της σύμπραξης. Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν, με τα δικόγραφά τους, τα υποστηριζόμενα από την Επιτροπή σχετικά με το περιεχόμενο του εν λόγω ηλεκτρονικού μηνύματος.

294    Επιπλέον, οι ίδιες οι προσφεύγουσες παραδέχονται με τα δικόγραφά τους ότι ανέλαβαν τη διοργάνωση συνάντησης των μελών R της σύμπραξης στις 3 Ιουνίου 2002. Βεβαίως, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η διοργάνωση τέτοιων συναντήσεων δεν αποτελεί, από μόνη της, ένδειξη ότι ασκούσαν ρόλο ανάλογο με εκείνον του συντονιστή της σύμπραξης. Δεν αμφισβητείται, εξάλλου, ότι τον ρόλο αυτόν, ο οποίος περιελάμβανε, για παράδειγμα, τη σύγκληση συναντήσεων, την πρόταση της ημερήσιας διάταξης ή τη διανομή προπαρασκευαστικών εγγράφων, τον ασκούσε, εν προκειμένω, ο J. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι η διοργάνωση συνάντησης R προϋποθέτει απαραιτήτως ότι εκείνος που την αναλαμβάνει έχει τη βούληση να συμβάλει ενεργά στη λειτουργία της σύμπραξης.

295    Εξάλλου, ματαίως προβάλλουν οι προσφεύγουσες ότι ο παθητικός ρόλος τους στην παράβαση αποδεικνύεται από το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις δεν πειθάρχησαν στη σύμπραξη.

296    Συγκεκριμένα, λαμβανομένων υπόψη των πλειόνων μη αμφισβητηθέντων παραδειγμάτων εφαρμογής της σύμπραξης εκ μέρους των προσφευγουσών, τα οποία παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 493 της προσβαλλόμενης απόφασης, το γεγονός ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι προσφεύγουσες αρνήθηκαν να τηρήσουν τον κανόνα της εθνικής αγοράς στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού μηχανισμού ή δεν τήρησαν την προσυμφωνηθείσα προτίμηση όσον αφορά τα έργα που επρόκειτο να υλοποιηθούν στις «περιοχές εξαγωγής» δεν αρκεί για να αποδυναμωθεί η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες εφάρμοζαν τις συμφωνίες. Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο λαμβανομένου υπόψη ότι η αστάθεια αποτελεί εγγενές στοιχείο των συμπράξεων, πράγμα που σημαίνει ότι η περιστασιακή αποστασία ορισμένων μελών και τα αντίποινα που αυτή συνεπαγόταν στο πλαίσιο του «ευρωπαϊκού μηχανισμού της σύμπραξης» αποτελούν τυπικά φαινόμενα σε μια τέτοια κατανομή της αγοράς. Κατά τη διάρκεια της καταλογιζόμενης σε αυτές παράβασης, οι προσφεύγουσες τήρησαν κατ’ αρχήν τα συμφωνηθέντα, όπως επιβεβαίωσε ο N. με το ηλεκτρονικό μήνυμά του της 24ης Ιανουαρίου 2006 προς τον J., το οποίο παρατίθεται στις σκέψεις 195 και 196 ανωτέρω. Ως εκ τούτου, τα αποδεικτικά στοιχεία που παρατίθενται από τις προσφεύγουσες σχετικά με τα σε βάρος τους πειθαρχικά μέτρα δεν αποδεικνύουν ότι είχαν παθητικό ρόλο.

297    Διαπιστώνεται, συνεπώς, ότι η Επιτροπή ορθώς κατέταξε τις προσφεύγουσες μεταξύ των επιχειρήσεων με μεσαία συμμετοχή στην παράβαση.

298    Επομένως, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι, όσον αφορά τη συμμετοχή στη σύμπραξη, βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση με την nkt cables πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές. Πράγματι, ένα τέτοιο επιχείρημα, ακόμη και αν ήταν βάσιμο, θα δικαιολογούσε αύξηση του προστίμου που επιβλήθηκε στην nkt cables. Αντιθέτως, η περίσταση αυτή είναι αλυσιτελής όσον αφορά τη μείωση του επιβληθέντος στις προσφεύγουσες προστίμου λόγω συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων, διότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν θεμελιώνει δικαίωμα στην άνευ δυσμενών διακρίσεων εφαρμογή παράνομης μεταχείρισης (βλ., συναφώς, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, T‑13/99, EU:T:2002:209, σκέψη 479).

299    Δεύτερον, όσον αφορά τη φερόμενη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης σε σχέση με την πρόσθετη μείωση του προστίμου κατά 1 %, αρκεί η διαπίστωση ότι η θέση των προσφευγουσών ότι έπρεπε να τύχουν τέτοιας μείωσης, επειδή δεν είχαν λάβει γνώση των συμφωνιών για τα υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια και δεν μπορούσαν να λάβουν μέρος στην ανάθεση έργων μεγάλης κλίμακας, στηρίζεται, όπως ήδη διαπιστώθηκε με τις σκέψεις 219, 220 και 222 ανωτέρω, σε εσφαλμένη παραδοχή.

300    Τρίτον, όσον αφορά την αιτίαση ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη, στο πλαίσιο της εκτίμησης των ελαφρυντικών περιστάσεων, τον ενιαίο και διαρκή χαρακτήρα της παράβασης, πρέπει να γίνει δεκτή η επισήμανση της Επιτροπής ότι η έννοια της ενιαίας και διαρκούς παράβασης δεν επιβάλλει, αφ’ εαυτής, μείωση του προστίμου. Όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 297 ανωτέρω, η Επιτροπή, βασιζόμενη στα πραγματικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή της, εκτίμησε ορθώς τη συμβολή των προσφευγουσών στην εφαρμογή της σύμπραξης, κατατάσσοντάς τες, αφενός, στη μεσαία κατηγορία. Αφετέρου, η αξία των πωλήσεων καταδεικνύει την οικονομική ισχύ των προσφευγουσών, και μάλιστα λαμβανομένων υπόψη μόνον των κατασκευαζόμενων από αυτές ηλεκτρικών καλωδίων. Η συνεκτίμηση των ενεργειών των λοιπών μετεχόντων στη σύμπραξη δεν μπορεί να δικαιολογήσει πρόσθετη μείωση του προστίμου, καθόσον οι ενέργειες αυτές είναι συμβατές με τον τρόπο οργάνωσης της σύμπραξης από τους μετέχοντες σε αυτήν, με βάση τον καταμερισμό της εργασίας, η τήρηση του οποίου επιβλεπόταν διαρκώς και αυστηρά.

301    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης ούτε υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως, κατατάσσοντας τις προσφεύγουσες στις επιχειρήσεις με μεσαία συμμετοχή στη σύμπραξη, με συνέπεια να μειώσει ως προς αυτές το πρόστιμο κατά 5 %.

302    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, το πέμπτο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο, όπως και ο λόγος αυτός στο σύνολό του.

303    Δεδομένου ότι από την εξέταση των λόγων ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες δεν διαπιστώθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει παρανομία, το ακυρωτικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

2.      Επί του αιτήματος μειώσεως του επιβληθέντος προστίμου

304    Πριν από την εξέταση του αιτήματος των προσφευγουσών για μείωση του προστίμου που τους επιβλήθηκε, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο έλεγχος νομιμότητας συμπληρώνεται από την πλήρη δικαιοδοσία που απονέμει στον δικαστή της Ένωσης το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ. Η εν λόγω πλήρης δικαιοδοσία παρέχει στον δικαστή την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κύρωσης, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατά συνέπεια, να εξαλείφει, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν. Τονίζεται, ωστόσο, ότι η άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας δεν ισοδυναμεί με αυτεπάγγελτο έλεγχο, υπενθυμίζεται δε ότι η διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης διεξάγεται κατ’ αντιμωλίαν. Με την εξαίρεση των λόγων δημόσιας τάξης τους οποίους ο δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, όπως είναι η έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, απόκειται στον προσφεύγοντα να επικαλεστεί λόγους ακύρωσης κατά της απόφασης αυτής και να προσκομίσει τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των λόγων αυτών (απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑386/10 P, EU:C:2011:816, σκέψεις 130 και 131).

305    Οι προσφεύγουσες ζητούν τη μείωση του προστίμου που τους επιβλήθηκε για τους λόγους που εκτίθενται στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως. Ωστόσο, αφενός, απορρίφθηκε ο έκτος λόγος ακυρώσεως τον οποίο προέβαλαν οι προσφεύγουσες προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματός τους και, αφετέρου, δεν υπάρχουν στοιχεία ικανά να δικαιολογήσουν εν προκειμένω τη μείωση του προστίμου. Επομένως, το αίτημα μείωσης του προστίμου πρέπει να απορριφθεί.

306    Κατόπιν των προεκτεθέντων, η προσφυγή κρίνεται απορριπτέα στο σύνολό της.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

307    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τις Brugg Kabel AG και Kabelwerke Brugg AG Holding στα δικαστικά έξοδα.

Collins

Kancheva

Barents

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Ιουλίου 2018.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα


I. Ιστορικό της διαφοράς

Α. Προσφεύγουσες και οικείος κλάδος

Β. Διοικητική διαδικασία

Γ. Η προσβαλλόμενη απόφαση

1. Επίμαχη παράβαση

2. Ευθύνη των προσφευγουσών

3. Επιβληθέν πρόστιμο

II. Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

III. Σκεπτικό

Α. Επί του ακυρωτικού αιτήματος

1. Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη

α) Σχετικά με την κοινοποίηση των αιτήσεων παροχής πληροφοριών και της ανακοίνωσης αιτιάσεων στα αγγλικά

β) Σχετικά με την άρνηση της Επιτροπής να επιτρέψει την πρόσβαση στις απαντήσεις των λοιπών αποδεκτών της ανακοίνωσης αιτιάσεων

2. Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά αναρμοδιότητα της Επιτροπής να επιβάλει κυρώσεις για παράβαση η οποία έχει τελεσθεί σε τρίτα κράτη και δεν έχει επιπτώσεις εντός του ΕΟΧ

3. Επί του τρίτου και του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν εσφαλμένη εκτίμηση, προσβολή του δικαιώματος στο τεκμήριο αθωότητας, σφάλματα ως προς τα πραγματικά περιστατικά, παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων και παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, όσον αφορά τη φερόμενη συμμετοχή των προσφευγουσών σε ενιαία και διαρκή παράβαση

α) Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

β) Επί του ενιαίου χαρακτήρα της παράβασης

γ) Επί της διάρκειας της συμμετοχής των προσφευγουσών στην παράβαση

1) Σχετικά με την έναρξη της συμμετοχής των προσφευγουσών στη σύμπραξη

2) Σχετικά με το εάν ήταν αδιάλειπτη η συμμετοχή των προσφευγουσών στην παράβαση

δ) Σχετικά με την πρόθεση των προσφευγουσών να συμβάλουν στην επίτευξη όλων των στόχων της σύμπραξης και το εάν είχαν γνώση ορισμένων παραβατικών συμπεριφορών

ε) Σχετικά με την απόδειξη του ότι οι προσφεύγουσες γνώριζαν για τις συμφωνίες με αντικείμενο μεμονωμένα έργα ηλεκτρικών καλωδίων

στ) Επί της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά την ταυτότητα των επίμαχων έργων ηλεκτρικών καλωδίων

4. Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ

5. Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 23, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1/2003, παραβιάσεις των αρχών της ίσης μεταχείρισης, της αναλογικότητας και ne bis in idem, παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, πλείονες εσφαλμένες εκτιμήσεις και κατάχρηση εξουσίας κατά τον υπολογισμό του επιβληθέντος στις προσφεύγουσες προστίμου

α) Σχετικά με την επιλογή του 2004 ως έτους αναφοράς για την αξία των πωλήσεων ενόψει του υπολογισμού του βασικού ποσού του προστίμου

β) Σχετικά με την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης

1) Σχετικά με τη φερόμενη παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης όσον αφορά τον καθορισμό του ποσοστού επί της αξίας των πωλήσεων που ελήφθη υπόψη λόγω της σοβαρότητας της παράβασης

2) Σχετικά με το φερόμενο σφάλμα το οποίο συνίσταται στη μη συνεκτίμηση του γεγονότος ότι οι προσφεύγουσες δεν κατασκεύαζαν υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια κατά το διάστημα τέλεσης της παράβασης, στο πλαίσιο του καθορισμού του ποσοστού της αξίας των πωλήσεων που πρέπει να ληφθεί υπόψη λόγω της σοβαρότητας της παράβασης

3) Σχετικά με τη φερόμενη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης

γ) Σχετικά με τον καθορισμό συντελεστή 4,91 λόγω της διάρκειας της συμμετοχής των προσφευγουσών στην παράβαση

δ) Σχετικά με το ύψος του τέλους εισόδου

ε) Επί των ελαφρυντικών περιστάσεων

Β. Επί του αιτήματος μειώσεως του επιβληθέντος προστίμου

IV. Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική