Language of document : ECLI:EU:C:2020:651

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 3ης Σεπτεμβρίου 2020 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Άρθρο 181 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Εκπρόθεσμη κατάθεση της αιτήσεως αναιρέσεως – Αίτηση αναιρέσεως προδήλως απαράδεκτη»

Στην υπόθεση C‑174/20 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 24 Απριλίου 2020,

STADA Arzneimittel AG, εδρεύουσα στο Bad Vilbel (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους J.-C. Plate και R. Kaase, Rechtsanwälte,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι το:

Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO),

καθού πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. S. Rossi, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský (εισηγητή) και N. Wahl, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: Α. Calot Escobar

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 181 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Με την αίτηση αναιρέσεώς της, η STADA Arzneimittel AG ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Φεβρουαρίου 2020, Stada Arzneimittel κατά EUIPO (ViruProtect) (T‑487/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:44, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της για την ακύρωση της αποφάσεως του πέμπτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) της 4ης Ιουνίου 2018 (υπόθεση R 1886/2017‑5), σχετικά με αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού σημείου «ViruProtect» ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: επίδικη απόφαση).

 Το νομικό πλαίσιο

 Ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

2        Το άρθρο 45 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει τα εξής:

«Οι προθεσμίες λόγω αποστάσεως θα ορισθούν από τον κανονισμό διαδικασίας [του Δικαστηρίου].

Απώλεια δικαιώματος λόγω παρόδου των προθεσμιών δεν δύναται να αντιτάσσεται, όταν ο ενδιαφερόμενος αποδεικνύει την ύπαρξη τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας.»

3        Το άρθρο 56, πρώτο εδάφιο, του ίδιου Οργανισμού έχει ως εξής:

«Κατά των οριστικών αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου […] μπορεί να ασκηθεί αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, σε δύο μήνες από της κοινοποιήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.»

 Ο Κανονισμός Διαδικασίας

4        Το άρθρο 49 του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υπολογισμός των προθεσμιών», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Οι δικονομικές προθεσμίες που προβλέπονται από τις Συνθήκες, τον Οργανισμό [του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης] και τον παρόντα κανονισμό υπολογίζονται ως ακολούθως:

α)      όταν αφετηρία προθεσμίας προσδιοριζόμενης σε ημέρες, εβδομάδες, μήνες ή έτη αποτελεί ο χρόνος επελεύσεως ενός γεγονότος ή διενέργειας μιας πράξεως, η ημέρα κατά την οποία λαμβάνει χώρα το γεγονός ή διενεργείται η πράξη δεν υπολογίζεται στην προθεσμία·

β)      οι προθεσμίες που προσδιορίζονται σε εβδομάδες, μήνες ή έτη λήγουν με την παρέλευση της αντίστοιχης ημέρας της τελευταίας εβδομάδας ή της αντίστοιχης ημερομηνίας του τελευταίου μήνα ή του τελευταίου έτους με την ημέρα ή την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα το γεγονός ή διενεργήθηκε η πράξη που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας. […]

[…]

δ)      στις προθεσμίες συνυπολογίζονται τα Σάββατα, οι Κυριακές και οι κατά το άρθρο 24, παράγραφος 6, του παρόντος κανονισμού επίσημες αργίες·

ε)      οι προθεσμίες δεν αναστέλλονται κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών.

2.      Αν η λήξη της προθεσμίας συμπίπτει με ημέρα Σάββατο, Κυριακή ή με επίσημη αργία, η προθεσμία παρατείνεται μέχρι το τέλος της επομένης εργάσιμης ημέρας.»

5        Το άρθρο 51 του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Παρέκταση λόγω αποστάσεως», ορίζει τα ακόλουθα:

«Οι δικονομικές προθεσμίες παρεκτείνονται λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες κατ’ αποκοπή.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

6        Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 7 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και μπορεί να συνοψισθεί ως ακολούθως.

7        Στις 31 Ιανουαρίου 2017 η STADA Arzneimittel υπέβαλε ενώπιον του EUIPO αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού σημείου «ViruProtect» ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

8        Με απόφαση της 7ης Ιουλίου 2017, ο εξεταστής απέρριψε την αίτηση αυτή βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το [σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης] (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1).

9        Στις 28 Αυγούστου 2017 η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του EUIPO κατά της αποφάσεως αυτής, η οποία απορρίφθηκε από το πέμπτο τμήμα προσφυγών του EUIPO με την επίδικη απόφαση.

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

10      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Αυγούστου 2018, η STADA Arzneimittel άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

11      Προς στήριξη της προσφυγής της, η αναιρεσείουσα προέβαλε τρεις λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, ο δεύτερος από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού και ο τρίτος από παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως.

12      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως εν μέρει αβάσιμη και εν μέρει αλυσιτελή.

 Αιτήματα της αναιρεσείουσας και διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

13      Με την αίτηση αναιρέσεώς της, η STADA Arzneimittel ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

14      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεώς της, η αναιρεσείουσα προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως ως προς την εκτίμηση των διαφορών μεταξύ του λεκτικού σημείου «ViruProtect» και των όρων της αγγλικής γλώσσας στους οποίους αυτό αναφέρεται και, με τον δεύτερο, παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων κατά την εκτίμηση του περιγραφικού χαρακτήρα του εν λόγω σημείου.

15      Στις 27 Απριλίου 2020 η Γραμματεία του Δικαστηρίου κάλεσε την αναιρεσείουσα να λάβει θέση επί του ζητήματος της εκ μέρους της τηρήσεως της προθεσμίας την οποία τάσσει ο Κανονισμός Διαδικασίας για την άσκηση αναιρέσεως, πράγμα το οποίο εκείνη έπραξε με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 7 Μαΐου 2020.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

16      Βάσει του άρθρου 181 του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι, μεταξύ άλλων, εν όλω ή εν μέρει προδήλως απαράδεκτη, το Δικαστήριο μπορεί, οποτεδήποτε, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει την ολική ή μερική απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως αυτής με αιτιολογημένη διάταξη.

17      Η ως άνω διάταξη πρέπει να εφαρμοσθεί στην υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως.

 Η επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας

18      Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η προθεσμία των δύο μηνών την οποία προβλέπει το άρθρο 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η κατ’ αποκοπήν προθεσμία των δέκα ημερών την οποία προβλέπει το άρθρο 51 του Κανονισμού Διαδικασίας συνιστούν δύο διακριτές προθεσμίες.

19      Στηρίζεται, συναφώς, στον τίτλο του άρθρου 51 του Κανονισμού Διαδικασίας και στο γράμμα του άρθρου αυτού, καθώς και σε συστηματική ερμηνεία της διατάξεως αυτής, ιδίως σε συνδυασμό με το άρθρο 49, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

20      Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει επιπλέον ότι, όταν μια δικονομική διάταξη είναι αμφίσημη, πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ευνοϊκό για τον προσφεύγοντα ή τον αναιρεσείοντα, τούτο δε σύμφωνα με το δικαίωμα ακροάσεως του τελευταίου αυτού.

21      Επομένως, εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προθεσμία των δύο μηνών την οποία διέθετε η αναιρεσείουσα για την άσκηση αναιρέσεως κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έληξε την Κυριακή 12 Απριλίου 2020, και η Δευτέρα 13 Απριλίου 2020 ήταν επίσημη αργία, η προθεσμία αυτή έπρεπε, κατά το άρθρο 49, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, να έχει παραταθεί έως την Τρίτη 14 Απριλίου 2020, ημερομηνία η οποία έπρεπε να θεωρηθεί ως αφετηρία για τον υπολογισμό της κατ’ αποκοπήν προθεσμίας των δέκα ημερών που προβλέπει το άρθρο 51 του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

22      Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως είναι δύο μήνες από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η δε προθεσμία αυτή πρέπει, δυνάμει του άρθρου 51 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παρεκτείνεται λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες κατ’ αποκοπήν.

23      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η εν λόγω κατ’ αποκοπήν παρέκταση λόγω αποστάσεως δεν πρέπει να θεωρείται ως προθεσμία διακριτή από την προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά, αντιθέτως, ως αναπόσπαστο τμήμα της εν λόγω προθεσμίας την οποία παρατείνει. Επομένως, από το άρθρο αυτό, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Κανονισμού Διαδικασίας, προκύπτει ότι η προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να ασκηθεί η αναίρεση επί ποινή απαραδέκτου της αιτήσεως αναιρέσεως είναι δύο μήνες και δέκα ημέρες από την κοινοποίηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (διάταξη της 30ής Απριλίου 2015, Castel Frères κατά ΓΕΕΑ, C‑622/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:297, σκέψη 28).

24      Επιπλέον, από το άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι, όσον αφορά πράξεις οι οποίες υπόκεινται σε κοινοποίηση, η προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως αρχίζει να τρέχει από το τέλος της ημέρας της κοινοποίησης, ανεξαρτήτως της ώρας κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η κοινοποίηση (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1987, Misset κατά Συμβουλίου, 152/85, EU:C:1987:10, σκέψη 7, και διάταξη της 17ης Μαΐου 2002, Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑406/01, EU:C:2002:304, σκέψη 14).

25      Από την ως άνω διάταξη προκύπτει επίσης ότι η προθεσμία αυτή λήγει μόλις παρέλθει η ημέρα του τελευταίου μήνα που αντιστοιχεί αριθμητικά στην ημέρα έναρξης της προθεσμίας, ήτοι στην ημέρα της κοινοποίησης, παρεκτείνεται δε κατά δέκα ημέρες κατ’ αποκοπήν λόγω αποστάσεως (διάταξη της 11ης Ιουνίου 2020, GMPO κατά Επιτροπής, C‑575/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:448, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στην αναιρεσείουσα στις 12 Φεβρουαρίου 2020, όπως αναγνωρίζει και η ίδια στα δικόγραφά της, η προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως άρχισε να τρέχει μετά την 24η ώρα της 12ης Φεβρουαρίου 2020 και, παραταθείσα κατά δέκα ημέρες κατ’ αποκοπήν λόγω αποστάσεως, εξέπνευσε με τη συμπλήρωση της 24ης ώρας της Τετάρτης 22 Απριλίου 2020.

27      Πλην όμως, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 24 Απριλίου 2020. Κατά συνέπεια, ασκήθηκε εκτός της προθεσμίας που αναφέρεται στη σκέψη 23 της παρούσας διατάξεως.

28      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η αυστηρή εφαρμογή των δικονομικών κανόνων ανταποκρίνεται στην επιταγή της ασφάλειας δικαίου και στην ανάγκη να αποφεύγεται κάθε δυσμενής διάκριση ή κάθε αυθαίρετη μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης (απόφαση της 23ης Απριλίου 2013, Gbagbo κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C‑478/11 P έως C‑482/11 P, EU:C:2013:258, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και διάταξη της 29ης Ιανουαρίου 2014, Gbagbo κατά Συμβουλίου, C‑397/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:46, σκέψη 7).

29      Συνεπώς, κατά το άρθρο 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρέκκλιση από τις δικονομικές προθεσμίες χωρεί μόνον υπό όλως εξαιρετικές περιστάσεις, όταν αποδεικνύεται η επέλευση τυχαίου συμβάντος ή συνδρομή ανωτέρας βίας. Η αναιρεσείουσα, όμως, ούτε με την αίτηση αναιρέσεως ούτε με τις από 7 Μαΐου 2020 παρατηρήσεις της προβάλλει συναφώς επέλευση τυχαίου συμβάντος ή συνδρομή ανωτέρας βίας.

30      Πράγματι, η αναιρεσείουσα προβάλλει απλώς ισχυρισμό περί αμφισημίας των διατάξεων του άρθρου 49, παράγραφος 2, και του άρθρου 51 του Κανονισμού Διαδικασίας. Συναφώς, εντούτοις, υπενθυμίζεται ότι οι διατάξεις περί προθεσμιών που έχουν εφαρμογή εν προκειμένω δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερη δυσκολία ερμηνείας και κατά συνέπεια δεν μπορεί να αναγνωριστεί συγγνωστή πλάνη της αναιρεσείουσας που θα δικαιολογούσε παρέκκλιση από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών (διάταξη της 17ης Μαΐου 2002, Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑406/01, EU:C:2002:304, σκέψη 21).

31      Τέλος, στο μέτρο που η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη το δικαίωμα ακροάσεως, επιδιώκει να προβάλλει το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι κανόνες περί προθεσμιών για την άσκηση ένδικων βοηθημάτων ή μέσων είναι δημοσίας τάξεως και ότι παρέκκλιση από τους κανόνες αυτούς δικαιολογείται μόνο σε περίπτωση που διακυβεύονται θεμελιώδη δικαιώματα (πρβλ. διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 2010, Internationale Fruchtimport Gesellschaft Weichert κατά Επιτροπής, C‑73/10 P, EU:C:2010:684, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32      Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ουδόλως θίγεται από την αυστηρή εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης περί δικονομικών προθεσμιών (βλ., μεταξύ άλλων, διατάξεις της 17ης Μαΐου 2002, Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑406/01, EU:C:2002:304, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 22ας Οκτωβρίου 2010, Seacid κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑266/10 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:629, σκέψη 30). Ειδικότερα, οι προθεσμίες αυτές συνιστούν, για τους λόγους ασφάλειας δικαίου οι οποίοι υπομνήσθηκαν στη σκέψη 28 της παρούσας διατάξεως, εγγενή περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη (πρβλ. διατάξεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Ελληνικά Ναυπηγεία και 2. Hoern κατά Επιτροπής, C‑616/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:884, σκέψη 31, και της 11ης Ιουνίου 2020, GMPO κατά Επιτροπής, C‑575/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:448, σκέψη 40).

33      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη λόγω της εκπρόθεσμης ασκήσεώς της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

34      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 137 του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην κατ’ αναίρεση διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο αποφασίζει για τα δικαστικά έξοδα με τη διάταξη που περατώνει τη δίκη. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η παρούσα διάταξη εκδίδεται πριν από την επίδοση της αιτήσεως αναιρέσεως στο πρωτοδίκως καθού και, κατά συνέπεια, πριν αυτό υποβληθεί σε δικαστικά έξοδα, η STADA Arzneimittel φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως προδήλως απαράδεκτη.

2)      Η STADA Arzneimittel AG φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.