Language of document :

Προσφυγή-αγωγή της 16ης Δεκεμβρίου 2005 - Α κατά Επιτροπής

(Υπόθεση F-124/05)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγων-ενάγων: Α (Port-Vendres, Γαλλία) [εκπρόσωποι: B. Cambier και L. Cambier, δικηγόροι]

Καθής-εναγόμενη: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα του προσφεύγοντος-ενάγοντος

Ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων) ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

να ακυρώσει την απόφαση της καθής-εναγόμενης (στο εξής: καθής), της 28ης Φεβρουαρίου 2005, με την οποία η καθής απέρριψε την αίτηση που είχε υποβάλει ο προσφεύγων στις 22 Οκτωβρίου 2004 βάσει του άρθρου 90 § 1 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΚΥΚ) και με την οποία ζητούσε την περάτωση της πειθαρχικής διαδικασίας που είχε κινηθεί κατ' αυτού με απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2004,

να ακυρώσει την απόφαση της καθής της 26ης Σεπτεμβρίου 2005, με την οποία η καθής απέρριψε την ένσταση που είχε υποβάλει ο προσφεύγων στις 20 Μαΐου 2005 βάσει του άρθρου 90 § 2 του ΚΥΚ και με την οποία ζητούσε τη μεταρρύθμιση της προαναφερθείσας απόφασης της 28ης Φεβρουαρίου 2005,

να αποφανθεί ότι η προαναφερθείσα αίτηση του προσφεύγοντος, της 22ας Οκτωβρίου 2004, είναι παραδεκτή και βάσιμη,

να υποχρεώσει την καθής να καταβάλει στον προσφεύγοντα και στην οικογένειά του προσωρινά το ποσό των 1 581 801 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο μισό της ζημιάς που προξένησε η απόφαση για την κίνηση και εφαρμογή της πειθαρχικής διαδικασίας κατά του προσφεύγοντος, ενώ το υπόλοιπο μισό πρέπει να προσδιοριστεί με τη βοήθεια πραγματογνώμονα,

να υποχρεώσει την καθής να καταβάλει τόκους προς 8 % επί του συνόλου των ανωτέρω ποσών από τις 23 Νοεμβρίου 1999, δηλαδή την ημερομηνία της περάτωσης της πρώτης έκθεσης για την εσωτερική έρευνα που διεξήγαγε η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF), στην οποία υπάρχουν ήδη οι πρώτες ενδείξεις για μεροληψία σε βάρος του προσφεύγοντος, ή, επικουρικά, από τις 16 Ιανουαρίου 2004, δηλαδή την ημερομηνία κατά την οποία η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (ΑΔΑ) αποφάσισε να κινήσει την πειθαρχική διαδικασία κατά του προσφεύγοντος,

να διορίσει πραγματογνώμονα,

να καταδικάσει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Ο προσφεύγων, προς στήριξη της προσφυγής του, προβάλλει έξι λόγους ακυρώσεως.

Με τον πρώτο λόγο, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η επίμαχη πειθαρχική διαδικασία κινήθηκε αποκλειστικά λόγω της ποινικής δίωξης που είχε ασκηθεί κατά του προσφεύγοντος και η οποία κατέληξε στην έκδοση οριστικής απόφασης του Chambre du Conseil de Bruxelles στις 30 Ιουνίου 2004, με την οποία τέθηκε η υπόθεση στο αρχείο. Κατά συνέπεια, την ίδια τύχη έπρεπε να έχει και η πειθαρχική διαδικασία.

Με τον δεύτερο λόγο, ο προσφεύγων επικαλείται την αρχή του δεδικασμένου που απορρέει από την παραπάνω απόφαση για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο, κατά της οποίας η καθής δεν άσκησε έφεση.

Επικουρικά, αν γίνει δεκτό ότι η ΑΔΑ μπορούσε να συνεχίσει την πειθαρχική διαδικασία στηριζόμενη σε περιστατικά επί των οποίων αποφάνθηκε οριστικά το Chambre du Conseil de Bruxelles χωρίς να αποδειχθούν ο προσφεύγων υποστηρίζει, με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, ότι οι επίδικες αποφάσεις κακώς εξαρτούν την έκβαση της διαδικασίας που έχει κινηθεί κατ' αυτού από την έκβαση των διαδικασιών που εκκρεμούν κατά της κυρίας Cresson.

Στη συνέχεια, ο προσφεύγων ισχυρίζεται, με τον τέταρτο και τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, ότι τα περιστατικά που του καταλογίζονται δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια και ότι η ΑΔΑ παρέβη το καθήκον αρωγής που υπέχει βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ και την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, διότι δεν έπραξε ό,τι μπορούσε για να αντιληφθεί πώς ακριβώς είχαν εξελιχθεί τα πράγματα.

Τέλος, με τον τελευταίο λόγο ακυρώσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, η εύλογη προθεσμία εντός της οποίας έπρεπε να αποφανθεί η ΑΔΑ έχει λήξει προ πολλού, αφού τα γεγονότα ανατρέχουν στην περίοδο 1995-1996.

Όσον αφορά την αγωγή αποζημιώσεως, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι τα πταίσματα της καθής αποτελούν την αιτία της κατάθλιψής του, λόγω της οποίας αναγκάστηκε να διακόψει πρόωρα την υπαλληλική σταδιοδρομία του. Το γεγονός αυτός προξένησε υλική ζημία και ηθική βλάβη τόσο στον ίδιο όσο και στην οικογένειά του.

____________