Language of document : ECLI:EU:T:2019:155

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 12ης Μαρτίου 2019 (*)

«ΕΓΤΕ – Δαπάνες αποκλειόμενες από τη χρηματοδότηση – Δαπάνες τις οποίες πραγματοποίησε η Ιταλία – Προσωρινό καθεστώς αναδιάρθρωσης του κλάδου της ζάχαρης – Κανονισμός (ΕΚ) 320/2006 – Κανονισμός (ΕΚ) 968/2006 – Κανονισμός (ΕΚ) 1290/2005 – Προθεσμία 24 μηνών – Έννοια του όρου “πολυετές μέτρο” – Προϋποθέσεις χορήγησης της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης – Έννοια του όρου “εγκαταστάσεις παραγωγής” – Χαρακτηρισμός των σιλό – Έννοια του όρου “πλήρης διάλυση” – Παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97 – Δυσχέρειες κατά την ερμηνεία της νομοθεσίας της Ένωσης – Καλόπιστη συνεργασία – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Ne bis in idem – Επιδοτήσεις σφαγής – Ενέργειες ενημέρωσης και προώθησης για τα γεωργικά προϊόντα – Εκπρόθεσμες πληρωμές – Απόδειξη της ύπαρξης ιδιαίτερων όρων διαχείρισης – Ίση μεταχείριση – Μεταφραστικό σφάλμα σε μία από τις γλωσσικές αποδόσεις κανονισμού της Ένωσης – Δυνατότητα καταλογισμού της δημοσιονομικής διόρθωσης στο κράτος μέλος»

Στην υπόθεση T‑135/15,

Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την C. Colelli, avvocato dello Stato,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους D. Colas και S. Horrenberger,

και από

την Ουγγαρία, εκπροσωπούμενη από τους M. Z. Fehér και G. Koós,

παρεμβαίνουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους D. Bianchi, P. Ondrůšek και την I. Galindo Martín, στη συνέχεια από τους D. Bianchi και P. Ondrůšek,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, με αίτημα τη μερική ακύρωση της εκτελεστικής αποφάσεως (ΕΕ) 2015/103 της Επιτροπής, της 16ης Ιανουαρίου 2015, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2015, L 16, σ. 33), κατά το μέρος που αφορά ορισμένες δαπάνες πραγματοποιηθείσες από την Ιταλική Δημοκρατία,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, J. Schwarcz και Κ. Ηλιόπουλο (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Σεπτεμβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

 Κανονισμός (ΕΚ) 320/2006

1        Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 320/2006, της 20ής Φεβρουαρίου 2006, για τη θέσπιση προσωρινού καθεστώτος αναδιάρθρωσης του κλάδου της ζάχαρης στην Κοινότητα και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ 2006, L 58, σ. 42). Ο κανονισμός 320/2006 τροποποιήθηκε επανειλημμένως και, τελευταίως, με τον κανονισμό (ΕΚ) 72/2009 του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2009, για τροποποιήσεις της κοινής γεωργικής πολιτικής με την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 247/2006, (ΕΚ) αριθ. 320/2006, (ΕΚ) αριθ. 1405/2006, (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, (ΕΚ) αριθ. 3/2008 και (ΕΚ) αριθ. 479/2008 και για την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 1883/78, (ΕΟΚ) αριθ. 1254/89, (ΕΟΚ) αριθ. 2247/89, (ΕΟΚ) αριθ. 2055/93, (ΕΚ) αριθ. 1868/94, (ΕΚ) αριθ. 2596/97, (ΕΚ) αριθ. 1182/2005 και (ΕΚ) αριθ. 315/2007 (ΕΕ 2009, L 30, σ. 1). Ο κανονισμός 320/2006, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 72/2009, εφαρμόζεται στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης.

2        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 και 5 του κανονισμού 320/2006 έχουν ως εξής:

«(1)      […] Για να ευθυγραμμισθεί το κοινοτικό σύστημα παραγωγής και εμπορίου ζάχαρης με τις διεθνείς απαιτήσεις και να εξασφαλισθεί η μελλοντική ανταγωνιστικότητά του, είναι απαραίτητη η έναρξη μιας διαδικασίας ριζικής αναδιάρθρωσης που θα οδηγήσει σε σημαντική μείωση της μη κερδοφόρου παραγωγικής ικανότητας στην Κοινότητα. Για τον σκοπό αυτόν, θα πρέπει να θεσπισθεί ένα χωριστό και αυτόνομο προσωρινό καθεστώς για την αναδιάρθρωση του κλάδου της ζάχαρης στην Κοινότητα, ως προϋπόθεση για την εφαρμογή μιας λειτουργικής νέας κοινής οργάνωσης αγοράς για τη ζάχαρη. […]

(5)      Θα πρέπει να δοθούν σημαντικά οικονομικά κίνητρα, με τη μορφή επαρκούς διαρθρωτικής ενίσχυσης, στις επιχειρήσεις ζάχαρης με τη χαμηλότερη παραγωγικότητα, προκειμένου να εγκαταλείψουν την παραγωγή τους βάσει ποσόστωσης. Για το σκοπό αυτόν, θα πρέπει να θεσπισθεί ενίσχυση αναδιάρθρωσης η οποία θα δημιουργεί κίνητρα για την εγκατάλειψη της παραγωγής ζάχαρης βάσει ποσόστωσης και την αποποίηση των αντίστοιχων ποσοστώσεων, επιτρέποντας, παράλληλα, να ληφθεί δεόντως υπόψη η ανάγκη τήρησης των κοινωνικών και περιβαλλοντικών δεσμεύσεων που συνδέονται με την εγκατάλειψη της παραγωγής. Η ενίσχυση θα πρέπει να διατίθεται στη διάρκεια τεσσάρων περιόδων εμπορίας, με σκοπό τη μείωση της παραγωγής στο βαθμό που απαιτείται για να επιτευχθεί ισορροπία στην αγορά της Κοινότητας.»

3        Το άρθρο 1 του κανονισμού 320/2006, με τίτλο «Προσωρινό ταμείο αναδιάρθρωσης», ορίζει τα εξής:

«1. Ιδρύεται το προσωρινό ταμείο για την αναδιάρθρωση του κλάδου της ζάχαρης στην Κοινότητα (εφεξής καλούμενο “ταμείο αναδιάρθρωσης”). […]

Το ταμείο αναδιάρθρωσης αποτελεί μέρος του Τμήματος Εγγυήσεων του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων. Από την 1η Ιανουαρίου 2007, αποτελεί μέρος του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ).

2. Το ταμείο αναδιάρθρωσης χρηματοδοτεί τις δαπάνες που απορρέουν από τα μέτρα που προβλέπονται στα άρθρα 3, 6, 7, 8 και 9.

[…]

4. Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στις εξόχως απόκεντρες περιοχές που αναφέρονται στο άρθρο 299, παράγραφος 2[,] της Συνθήκης.»

4        Το άρθρο 3 του κανονισμού 320/2006, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ενίσχυση αναδιάρθρωσης», προβλέπει τα εξής:

«1.      Κάθε επιχείρηση παραγωγής ζάχαρης, ισογλυκόζης ή σιροπιού ινουλίνης, στην οποία έχει χορηγηθεί ποσόστωση μέχρι την 1η Ιουλίου 2006 […] δικαιούται ενίσχυση αναδιάρθρωσης ανά τόνο αποποιηθείσας ποσόστωσης, υπό την προϋπόθεση ότι, κατά τη διάρκεια μιας από τις περιόδους εμπορίας 2006/2007, 2007/2008, 2008/2009 και 2009/2010:

α)      αποποιείται την ποσόστωση που έχει καθορίσει για ένα ή περισσότερα από τα εργοστάσιά της και διαλύει πλήρως τις σχετικές εγκαταστάσεις παραγωγής των σχετικών εργοστασίων,

β)      αποποιείται την ποσόστωση που έχει καθορίσει για ένα ή περισσότερα από τα εργοστάσιά της, διαλύει εν μέρει τις εγκαταστάσεις παραγωγής των σχετικών εργοστασίων και δεν χρησιμοποιεί τις εναπομένουσες εγκαταστάσεις παραγωγής των σχετικών εργοστασίων για την παραγωγή προϊόντων που υπάγονται στην κοινή οργάνωση αγοράς για τη ζάχαρη,

[…]

3.      Η πλήρης διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής συνίσταται:

α)      στην οριστική και πλήρη παύση της παραγωγής ζάχαρης, ισογλυκόζης και σιροπιού ινουλίνης, από τις σχετικές εγκαταστάσεις παραγωγής,

β)      στο κλείσιμο του ή των εργοστασίων και τη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής τους, εντός της περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, [στοιχείο] δ),

και

γ)      στην αποκατάσταση καλών περιβαλλοντικών συνθηκών στον χώρο του εργοστασίου και στη διευκόλυνση της ανακατανομής του εργατικού δυναμικού εντός της περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο στ). […]

4.      Η μερική διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής συνίσταται:

α)      στην οριστική και πλήρη παύση της παραγωγής ζάχαρης, ισογλυκόζης και σιροπιού ινουλίνης, από τις σχετικές εγκαταστάσεις παραγωγής,

β)      στη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής που δεν θα χρησιμοποιηθούν για τη νέα παραγωγή και που προορίζονται για την παραγωγή των προϊόντων που αναφέρονται στο σημείο (α) […],

γ)      στην αποκατάσταση καλών περιβαλλοντικών συνθηκών στον χώρο του εργοστασίου και στη διευκόλυνση της ανακατανομής του εργατικού δυναμικού, εντός της περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, [στοιχείο] στ) […]

5.      Το ποσό της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης ανά τόνο αποποιηθείσας ποσόστωσης ισούται προς:

α)      στην περίπτωση του [στοιχείου] (α) της παραγράφου 1:

–        730,00 [ευρώ], για την περίοδο εμπορίας 2006/2007,

–        730,00 [ευρώ], για την περίοδο εμπορίας 2007/2008,

–        625,00 [ευρώ], για την περίοδο εμπορίας 2008/2009,

–        520,00 [ευρώ], για την περίοδο εμπορίας 2009/2010[·]

β)      στην περίπτωση του [στοιχείου] (β) της παραγράφου 1:

–        547,50 [ευρώ], για την περίοδο εμπορίας 2006/2007,

–        547,50 [ευρώ], για την περίοδο εμπορίας 2007/2008,

–        468,75 [ευρώ], για την περίοδο εμπορίας 2008/2009,

–        390,00 [ευρώ], για την περίοδο εμπορίας 2009/2010[·]

[…]».

5        Εξάλλου, το άρθρο 4 του κανονισμού 320/2006, το οποίο επιγράφεται «Αίτηση για ενίσχυση αναδιάρθρωσης» έχει ως εξής:

«1.      Οι αιτήσεις για ενίσχυση αναδιάρθρωσης υποβάλλονται στο οικείο κράτος μέλος μέχρι τις 31 Ιανουαρίου που προηγείται της περιόδου εμπορίας κατά την οποία πρέπει να γίνει η αποποίηση της ποσόστωσης.

[…]

2.      Οι αιτήσεις για την ενίσχυση αναδιάρθρωσης περιλαμβάνουν τα εξής:

α)      σχέδιο αναδιάρθρωσης,

[…]

γ)      δέσμευση για αποποίηση της σχετικής ποσόστωσης κατά την οικεία περίοδο εμπορίας,

δ)      στην περίπτωση του άρθρου 3, παράγραφος 1, [στοιχείο] (α), δέσμευση για πλήρη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής εντός της περιόδου που καθορίζει το οικείο κράτος μέλος,

ε)      στην περίπτωση του άρθρου 3, παράγραφος 1, [στοιχείο] (β), δέσμευση για μερική διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής εντός της περιόδου που καθορίζει το οικείο κράτος μέλος και για τη μη χρησιμοποίηση του τόπου παραγωγής και των εναπομενουσών εγκαταστάσεων παραγωγής για την παραγωγή προϊόντων που υπάγονται στην κοινή οργάνωση αγοράς για τη ζάχαρη,

[…]

3.      Το σχέδιο αναδιάρθρωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, [στοιχείο] (α) περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής στοιχεία:

[…]

γ)      πλήρη τεχνική περιγραφή των […] εγκαταστάσεων παραγωγής [τις οποίες αφορά],

δ)      επιχειρηματικό πρόγραμμα στο οποίο εκτίθενται οι λεπτομέρειες, το χρονοδιάγραμμα και το κόστος του κλεισίματος του ή των εργοστασίων και η πλήρης ή μερική διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής,

[…]

η)      οικονομικό πρόγραμμα στο οποίο εκτίθενται όλες οι δαπάνες που σχετίζονται με το σχέδιο αναδιάρθρωσης.»

6        Το άρθρο 5 του κανονισμού 320/2006, με τίτλο «Απόφαση για την ενίσχυση αναδιάρθρωσης και έλεγχοι», προβλέπει τα εξής:

«1.      Μέχρι το τέλος του Φεβρουαρίου που προηγείται της περιόδου εμπορίας που αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη αποφασίζουν όσον αφορά τη χορήγηση της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης. Ωστόσο, η απόφαση για την περίοδο εμπορίας 2006/2007 λαμβάνεται μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2006.

[…]

2.      Η ενίσχυση αναδιάρθρωσης χορηγείται εάν το κράτος μέλος έχει διαπιστώσει, ύστερα από διεξοδική επαλήθευση, ότι:

–        η αίτηση περιλαμβάνει τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2,

–        το σχέδιο αναδιάρθρωσης περιλαμβάνει τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 3,

–        τα μέτρα και οι δράσεις που περιγράφονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης είναι σύμφωνα προς τη σχετική κοινοτική και εθνική νομοθεσία,

–        […]

3.      Εάν δεν έχουν τηρηθεί ένας ή περισσότεροι από τους όρους των τριών πρώτων περιπτώσεων της παραγράφου 2, η αίτηση για ενίσχυση αναδιάρθρωσης επιστρέφεται στον αιτούντα. Ο αιτών ενημερώνεται όσον αφορά τους όρους οι οποίοι δεν τηρούνται. Στην περίπτωση αυτήν, ο αιτών μπορεί είτε να αποσύρει την αίτησή του είτε να τη συμπληρώσει.

[…]»

7        Το άρθρο 10, παράγραφος 4, του κανονισμού 320/2006 προβλέπει τα εξής:

«Η ενίσχυση αναδιάρθρωσης που αναφέρεται στο άρθρο 3 καταβάλλεται σε δύο δόσεις:

–        40 % τον Ιούνιο της περιόδου εμπορίας που αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2,

–        και

–        60 % τον Φεβρουάριο της επόμενης περιόδου εμπορίας.

Ωστόσο, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να πραγματοποιήσει δύο πληρωμές για τη δόση που αναφέρεται στη δεύτερη από τις προηγούμενες περιπτώσεις […]».

8        Τέλος, το άρθρο 14 του κανονισμού 320/2006, το οποίο επιγράφεται «Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1290/2005», ορίζει τα εξής:

«Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 τροποποιείται ως εξής:

1.      Στο άρθρο 3, παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

“ε)      ενίσχυση αναδιάρθρωσης, ενίσχυση διαφοροποίησης, πρόσθετη ενίσχυση για διαφοροποίηση και μεταβατική ενίσχυση που προβλέπονται στα άρθρα 3, 6, 7, 8 και 9 του κανονισμού […] 320/2006.”

[…]»

 Κανονισμός (ΕΚ) 968/2006

9        Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 968/2006, της 27ης Ιουνίου 2006, σχετικά με τον καθορισμό των λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 320/2006 (ΕΕ 2006, L 176, σ. 32). Ο κανονισμός 968/2006 τροποποιήθηκε επανειλημμένως και, τελευταίως, με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 672/2011 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2011, για τροποποίηση του κανονισμού 968/2006 (ΕΕ 2011, L 184, σ. 1). Ο κανονισμός 968/2006, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 672/2011, εφαρμόζεται στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης.

10      Η αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 968/2006 έχει ως εξής:

«Όσον αφορά την αποποίηση ποσοστώσεων, το άρθρο 3 του κανονισμού […] 320/2006 παρέχει τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ πλήρους ή μερικής διάλυσης των εγκαταστάσεων παραγωγής, γεγονός που οδηγεί στην καταβολή διαφορετικών ποσών ενίσχυσης αναδιάρθρωσης. Στους όρους που εφαρμόζονται στις δύο αυτές δυνατότητες πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι στην περίπτωση της πλήρους διάλυσης καταβάλλεται υψηλότερο ποσό της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης λόγω των σχετικών υψηλότερων δαπανών· παράλληλα, θεωρείται σκόπιμο να επιτραπεί η διατήρηση των μερών του εργοστασίου τα οποία δεν αποτελούν μέρος της γραμμής παραγωγής, εφόσον μπορούν να χρησιμεύσουν για άλλους σκοπούς που προβλέπονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης, ιδίως όταν η χρήση αυτή δημιουργεί θέσεις απασχόλησης. Αφετέρου, εγκαταστάσεις που δεν συνδέονται άμεσα με την παραγωγή ζάχαρης πρέπει να διαλυθούν, εφόσον δεν υφίσταται άλλη εναλλακτική χρήση γι’ αυτές εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και εφόσον η διατήρησή τους είναι επιζήμια για το περιβάλλον.»

11      Το άρθρο 4 του κανονισμού 968/2006, το οποίο επιγράφεται «Διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής», προβλέπει τα εξής:

«1.      Στην περίπτωση της πλήρους διάλυσης που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού […] 320/2006, οι απαιτήσεις για τη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής αφορούν:

α)      όλες τις εγκαταστάσεις που είναι αναγκαίες για την παραγωγή ζάχαρης, ισογλυκόζης ή σιροπιού ινουλίνης, όπως για παράδειγμα τις εγκαταστάσεις για την αποθήκευση, την ανάλυση, το πλύσιμο και την κοπή των ζαχαρότευτλων, των ζαχαροκάλαμων, των σιτηρών ή του κιχωρίου· όλες τις εγκαταστάσεις που είναι αναγκαίες για την εκχύλιση και την επεξεργασία ή τη συγκέντρωση ζάχαρης από ζαχαρότευτλα ή ζαχαροκάλαμα, αμύλου από σιτηρά, γλυκόζης από άμυλο ή ινουλίνης από κιχώριο·

β)      το τμήμα των εγκαταστάσεων εκτός από εκείνα που αναφέρονται στο στοιχείο α) που συνδέεται άμεσα με την παραγωγή ζάχαρης, ισογλυκόζης ή σιροπιού ινουλίνης και απαιτείται για την παραγωγή στο πλαίσιο της αποποιηθείσας ποσόστωσης, ακόμη και αν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε σχέση με την παραγωγή άλλων προϊόντων, όπως εγκαταστάσεις για τη θέρμανση ή την επεξεργασία νερού ή για την παραγωγή ενέργειας· εγκαταστάσεις για την επεξεργασία της πούλπας ή της μελάσας ζαχαροτεύτλων· εγκαταστάσεις για την εσωτερική μεταφορά·

γ)      όλες τις άλλες εγκαταστάσεις, όπως τις εγκαταστάσεις συσκευασίας, οι οποίες δεν χρησιμοποιούνται πλέον και οι οποίες πρέπει να διαλυθούν και να απομακρυνθούν για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος.

2.      Στην περίπτωση της μερικής διάλυσης που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού […] 320/2006, η απαίτηση διάλυσης των εγκαταστάσεων παραγωγής αφορά τις εγκαταστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και δεν προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς παραγωγής ή για άλλες χρήσεις στο χώρο του εργοστασίου σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης.»

12      Κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 968/2006, με τίτλο «Υποχρεώσεις των κρατών μελών»:

«1.      Το αργότερο 20 ημέρες μετά τη λήψη του αντίγραφου της πρόσκλησης για διαβούλευση, που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3, το κράτος μέλος ενημερώνει τα μέρη που εμπλέκονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης για την απόφασή του σχετικά με:

[…]

β)      την προθεσμία, η οποία εκπνέει το αργότερο στις 30 Σεπτεμβρίου 2010, για τη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής και τη συμμόρφωση με τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές δεσμεύσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 3 στοιχείο γ) και στο άρθρο 3 παράγραφος 4 στοιχείο γ) του κανονισμού […] 320/2006·

[…]

Κατά παρέκκλιση από το στοιχείο β) [της πρώτης παραγράφου], μετά από αιτιολογημένη αίτηση της ενδιαφερόμενης επιχείρησης, τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγήσουν παράταση της προθεσμίας που ορίζεται [στην παράγραφο 1, στοιχείο β)] το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου 2012. Σε αυτή την περίπτωση, η επιχείρηση υποβάλλει τροποποιημένο σχέδιο αναδιάρθρωσης σύμφωνα με το άρθρο 11.

[…]»

13      Το άρθρο 9 του κανονισμού 968/2006, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επιλεξιμότητα της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης», ορίζει τα εξής:

«[…]

2.      Η αίτηση θεωρείται επιλέξιμη, εφόσον το σχέδιο αναδιάρθρωσης:

α)      περιλαμβάνει συνοπτική παρουσίαση των κύριων στόχων, των μέτρων και των δράσεων καθώς και των εκτιμώμενων δαπανών των εν λόγω μέτρων και δράσεων, το σχέδιο χρηματοδότησης και το χρονοδιάγραμμα·

β)      διευκρινίζει για κάθε οικείο εργοστάσιο την ποσότητα της ποσόστωσης που αποτελεί αντικείμενο αποποίησης, η οποία πρέπει να είναι χαμηλότερη ή ίση με την παραγωγική ικανότητα της εγκατάστασης παραγωγής που πρόκειται να διαλυθεί πλήρως ή εν μέρει·

γ)      περιλαμβάνει βεβαίωση ότι οι εγκαταστάσεις παραγωγής θα διαλυθούν πλήρως ή εν μέρει και θα αποσυρθούν από τον τόπο παραγωγής·

[…]

ε)      προσδιορίζει σαφώς όλες τις δράσεις και τις δαπάνες που χρηματοδοτήθηκαν από το ταμείο αναδιάρθρωσης και, ενδεχομένως, τα άλλα σχετικά στοιχεία που προορίζονται να χρηματοδοτηθούν από άλλα κοινοτικά ταμεία.

3.      Εάν οι όροι που καθορίζονται στην παράγραφο 2 δεν πληρούνται, το κράτος μέλος ενημερώνει τον αιτούντα για τους σχετικούς λόγους και καθορίζει προθεσμία εντός του χρονικού ορίου που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού […] 320/2006, έως την οποία το σχέδιο αναδιάρθρωσης μπορεί να προσαρμοστεί αναλόγως.

Το κράτος μέλος αποφασίζει για την επιλεξιμότητα της προσαρμοσμένης αίτησης εντός 15 εργάσιμων ημερών μετά την προθεσμία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, αλλά τουλάχιστον 10 εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του κανονισμού […] 320/2006.

Εάν η προσαρμοσμένη αίτηση δεν υποβληθεί εντός της καθορισθείσας προθεσμίας ή θεωρηθεί μη επιλέξιμη, η αίτηση για ενίσχυση αναδιάρθρωσης απορρίπτεται και το κράτος μέλος ενημερώνει σχετικά τον αιτούντα και την Επιτροπή εντός πέντε εργάσιμων ημερών. Η υποβολή νέας αίτησης από τον ίδιο αιτούντα υπόκειται στη χρονολογική σειρά που αναφέρεται στο άρθρο 8.

[…]»

14      Το άρθρο 10, παράγραφος 4, του κανονισμού 968/2006 προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στους αιτούντες τη χορήγηση της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για το αντίστοιχο επιλέξιμο σχέδιο αναδιάρθρωσής τους εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του κανονισμού […] 320/2006. Αντίγραφο του συνολικού εγκριθέντος σχεδίου αναδιάρθρωσης αποστέλλεται στην Επιτροπή από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους.»

15      Το άρθρο 11 του κανονισμού 968/2006, το οποίο επιγράφεται «Τροποποιήσεις του σχεδίου αναδιάρθρωσης», προβλέπει τα εξής:

«1.      Μόλις χορηγηθεί η ενίσχυση αναδιάρθρωσης, ο δικαιούχος εκτελεί όλα τα μέτρα που αναφέρονται λεπτομερώς στο εγκριθέν σχέδιο αναδιάρθρωσης και τηρεί τις δεσμεύσεις που περιέχονται στην αίτησή του για χορήγηση ενίσχυσης αναδιάρθρωσης.

2.      Οιαδήποτε τροποποίηση στο εγκριθέν σχέδιο αναδιάρθρωσης υπόκειται στη σύμφωνη γνώμη του κράτους μέλους βάσει αίτησης που υποβάλλει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση στην οποία:

α)      διευκρινίζονται οι λόγοι της τροποποίησης και τα προβλήματα εφαρμογής που ανέκυψαν·

β)      παρουσιάζονται οι προτεινόμενες προσαρμογές ή τα νέα μέτρα και τα αναμενόμενα αποτελέσματα·

γ)      περιγράφονται λεπτομερώς οι δημοσιονομικές επιπτώσεις και οι επιπτώσεις ως προς το χρονικό προγραμματισμό.

Οι τροποποιήσεις δεν επιτρέπεται να τροποποιούν το συνολικό ποσό της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης που πρόκειται να χορηγηθεί ούτε τα προσωρινά ποσά αναδιάρθρωσης που πρέπει να καταβληθούν σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού […] 320/2006.

Το κράτος μέλος κοινοποιεί το τροποποιημένο σχέδιο αναδιάρθρωσης στην Επιτροπή.»

16      Το άρθρο 16 του κανονισμού 968/2006, το οποίο φέρει τον τίτλο «Καταβολή της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης», ορίζει τα εξής:

«1.      Η πληρωμή κάθε δόσης της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 4 του κανονισμού […] 320/2006 υπόκειται στη σύσταση εγγύησης ποσού ίσου προς το 120 % του ποσού της οικείας δόσης.

[…]»

17      Κατά το άρθρο 22 του κανονισμού 968/2006, με τίτλο «Αποδέσμευση των εγγυήσεων»:

«1.      Οι εγγυήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 16 παράγραφος 1, […] και το άρθρο 18 παράγραφος 2 αποδεσμεύονται υπό τον όρο ότι:

α)      έχουν υλοποιηθεί όλα τα μέτρα και οι δράσεις που προβλέπονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης, στα εθνικά προγράμματα αναδιάρθρωσης και στο επιχειρηματικό πρόγραμμα, ανάλογα με την περίπτωση·

β)      έχει υποβληθεί η τελική έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 2·

γ)      τα κράτη μέλη έχουν διενεργήσει τους ελέγχους που αναφέρονται στο άρθρο 25·

[…]

3.      Πλην περιπτώσεων ανωτέρας βίας, η εγγύηση καταπίπτει, εάν δεν έχουν εκπληρωθεί οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1 το αργότερο έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2012.»

18      Το άρθρο 25 του κανονισμού 968/2006, το οποίο επιγράφεται «Έλεγχοι», προβλέπει τα εξής:

«1.      Κάθε επιχείρηση και μονάδα παραγωγής που λαμβάνει ενίσχυση, στο πλαίσιο του ταμείου αναδιάρθρωσης, υποβάλλεται σε έλεγχο από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εντός τριών μηνών μετά τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 2.

Κατά τον έλεγχο επαληθεύεται ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης ή το επιχειρηματικό πρόγραμμα τηρείται και ότι οι πληροφορίες που παρείχε η επιχείρηση στην έκθεση προόδου ήταν ακριβείς και πλήρεις. Κατά τον πρώτο έλεγχο που διενεργείται στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιάρθρωσης εξετάζεται επίσης κάθε πρόσθετη πληροφορία που ανέφερε η επιχείρηση στην αίτησή της για ενίσχυση αναδιάρθρωσης, ιδίως η επιβεβαίωση που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού […] 320/2006.

2.      Ο έλεγχος αφορά σε όλες τις περιπτώσεις όλα τα στοιχεία του σχεδίου αναδιάρθρωσης που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού […] 320/2006.»

19      Εξάλλου, το άρθρο 26 του κανονισμού 968/2006, το οποίο επιγράφεται «Ανάκτηση ποσών», ορίζει τα εξής:

«1.      Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, εάν ο δικαιούχος δεν τηρεί μία ή περισσότερες δεσμεύσεις του στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιάρθρωσης, του επιχειρηματικού προγράμματος ή εθνικού προγράμματος αναδιάρθρωσης, ανάλογα με την περίπτωση, το μέρος της ενίσχυσης που χορηγήθηκε σύμφωνα με την (τις) δέσμευση (δεσμεύσεις) ανακτάται εκτός εάν συντρέχει ανωτέρα βία.

[…]»

20      Τέλος, κατά το άρθρο 27 του κανονισμού 968/2006, με τίτλο «Κυρώσεις»:

«1.      Εάν ο δικαιούχος δεν τηρεί μία ή περισσότερες δεσμεύσεις που ανέλαβε στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιάρθρωσης, του επιχειρηματικού προγράμματος ή του εθνικού προγράμματος αναδιάρθρωσης, ανάλογα με την περίπτωση, υποχρεούται να καταβάλει ποσό ίσο προς το 10 % του προς ανάκτηση ποσού δυνάμει του άρθρου 26.

[…]»

 Ιστορικό της διαφοράς

 Προσβαλλομένη απόφαση

21      Με την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2015/103, της 16ης Ιανουαρίου 2015, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2015, L 16, σ. 33, στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση), η Επιτροπή επέβαλε, μεταξύ άλλων, στην Ιταλική Δημοκρατία τις ακόλουθες διορθώσεις:

–        διόρθωση ύψους 90 498 735,16 ευρώ σχετικά με τις δαπάνες που πραγματοποίησε η Ιταλική Δημοκρατία στο πλαίσιο του προσωρινού καθεστώτος αναδιάρθρωσης του κλάδου της ζάχαρης, λόγω μη καταστροφής όλων των εγκαταστάσεων παραγωγής ζάχαρης από τους λήπτες των ενισχύσεων αναδιάρθρωσης (οικονομικά έτη 2007, 2008 και 2009)·

–        διόρθωση ύψους 1 607 275,90 ευρώ για εκπρόθεσμη πληρωμή του υπολοίπου των επιδοτήσεων σφαγής για το έτος υποβολής αιτήσεων 2004 (οικονομικό έτος 2010)·

–        κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 1 198 831,03 ευρώ για εκπρόθεσμη πληρωμή ορισμένων δαπανών σχετικών με ενέργειες ενημέρωσης και προώθησης υπέρ των γεωργικών προϊόντων (οικονομικά έτη 2009 και 2010).

22      Με την υπό κρίση προσφυγή η Ιταλική Δημοκρατία βάλλει κατά των τριών διορθώσεων που μνημονεύονται στη σκέψη 21 ανωτέρω.

 Επί της δημοσιονομικής διόρθωσης που αφορά τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν βάσει του προσωρινού καθεστώτος αναδιάρθρωσης του κλάδου της ζάχαρης

23      Τον Σεπτέμβριο του 2010, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διενήργησαν, στην Ιταλία, έρευνα σχετικά με τις ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση του κλάδου της ζάχαρης οι οποίες χορηγήθηκαν σε ορισμένες ιταλικές επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης κατά τα οικονομικά έτη 2007, 2008 και 2009 (στο εξής: έρευνα EX/2010/010/IT).

24      Με έγγραφο της 9ης Δεκεμβρίου 2010, το οποίο εστάλη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 885/2006 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 του Συμβουλίου σχετικά με τη διαπίστευση των οργανισμών πληρωμών και άλλων οργανισμών και την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ (ΕΕ 2006, L 171, σ. 90), η Επιτροπή κοινοποίησε στις ιταλικές αρχές το αποτέλεσμα της έρευνας EX/2010/010/IT, το οποίο ήταν προσαρτημένο στο εν λόγω έγγραφο (στο εξής: πρώτη κοινοποίηση της 9ης Δεκεμβρίου 2010).

25      Από την πρώτη κοινοποίηση της 9ης Δεκεμβρίου 2010 προκύπτει ότι, κατά την Επιτροπή, οι ιταλικές αρχές δεν είχαν τηρήσει πλήρως τις απαιτήσεις της ρύθμισης του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τις προϋποθέσεις χορήγησης της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για την πλήρη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής, στο μέτρο που η Επιτροπή διαπίστωσε ότι είχαν διατηρηθεί σιλό σε διάφορους χώρους παραγωγής ζάχαρης που ανήκαν στις ιταλικές επιχειρήσεις οι οποίες είχαν ζητήσει τη χορήγηση της ενίσχυσης αυτής (στο εξής: τα επίμαχα σιλό). Συναφώς, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι επιχειρήσεις αυτές δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις χορήγησης της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για την πλήρη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής εάν δεν υλοποιούσαν πλήρως το σχέδιο αναδιάρθρωσης και εάν δεν κατεδάφιζαν τα κτίρια που συνδέονταν με τη δραστηριότητα παραγωγής, περιλαμβανομένων των επίμαχων σιλό. Τέλος, η Επιτροπή ζήτησε από τις ιταλικές αρχές να διευκρινίσουν αν υπήρχαν ακόμη σιλό στους χώρους παραγωγής ζάχαρης τους οποίους δεν είχαν επισκεφθεί οι υπάλληλοί της.

26      Οι ιταλικές αρχές απάντησαν στις αντιρρήσεις της Επιτροπής, οι οποίες περιέχονταν στην πρώτη κοινοποίηση της 9ης Δεκεμβρίου 2010, με έγγραφο της 9ης Φεβρουαρίου 2011.

27      Στις 18 Απριλίου 2011, η Επιτροπή κάλεσε τις ιταλικές αρχές σε διμερή συνάντηση, η οποία πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) στις 4 Μαΐου 2011.

28      Τα πρακτικά της συνάντησης αυτής κοινοποιήθηκαν στις ιταλικές αρχές με έγγραφο της Επιτροπής της 26ης Ιουλίου 2011. Οι ιταλικές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί των πρακτικών αυτών στις 2 Νοεμβρίου 2011.

29      Με έγγραφο της 16ης Αυγούστου 2012, το οποίο εστάλη βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006 (στο εξής: επίσημη κοινοποίηση της 16ης Αυγούστου 2012), η Επιτροπή ενημέρωσε τις ιταλικές αρχές ότι είχε την πρόθεση να αποκλείσει το ποσό των 90 498 735,15 ευρώ από τη χρηματοδότηση της Ένωσης λόγω μη τήρησης των προϋποθέσεων χορήγησης της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για την πλήρη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 320/2006 και στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 968/2006.

30      Στις 11 Οκτωβρίου 2012, οι ιταλικές αρχές προσέφυγαν, βάσει του άρθρου 16 του κανονισμού 885/2006, στο όργανο συμβιβασμού, το οποίο εξέδωσε την έκθεσή του στις 10 Φεβρουαρίου 2013.

31      Με απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, SFIR κ.λπ. (C-187/12 έως C-189/12, EU:C:2013:737), το Δικαστήριο αποφάνθηκε, κατ’ ουσίαν, ότι ο όρος «εγκαταστάσεις παραγωγής», κατά τα άρθρα 3 και 4 του κανονισμού 320/2006 και το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 968/2006, καλύπτει τα σιλό που προορίζονται για την αποθήκευση ζάχαρης του λήπτη της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης. Εντούτοις, το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό δεν συμβαίνει σε δύο περιπτώσεις: αφενός, όταν αποδεικνύεται ότι τα σιλό χρησιμοποιούνται μόνο για την αποθήκευση ζάχαρης που έχει παραχθεί βάσει ποσόστωσης και έχει αποθηκευτεί από άλλους παραγωγούς ή έχει πωληθεί από αυτούς και, αφετέρου, όταν τα σιλό χρησιμοποιούνται μόνο για τη συσκευασία ή τον εγκιβωτισμό της ζάχαρης ενόψει της εμπορίας της.

32      Με έγγραφο της 28ης Μαρτίου 2014, η Επιτροπή παρέσχε προθεσμία δύο μηνών στις ιταλικές αρχές για να υποβάλουν συμπληρωματικές παρατηρήσεις, λαμβανομένης υπόψη, μεταξύ άλλων, της δημοσιεύσεως της απόφασης του Δικαστηρίου που μνημονεύεται στη σκέψη 31 ανωτέρω, καθώς και στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι, πριν από τις αιτήσεις ενίσχυσης αναδιάρθρωσης, τα επίμαχα σιλό χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για την αποθήκευση και τη συσκευασία ζάχαρης που είχε παραχθεί βάσει ποσόστωσης από άλλους παραγωγούς.

33      Με έγγραφο της 30ής Μαΐου 2014, οι ιταλικές αρχές αμφισβήτησαν την ορθότητα της απόψεως της Επιτροπής κατά την οποία, προκειμένου να εκτιμηθεί αν τα σιλό εμπίπτουν στην έννοια του όρου «εγκαταστάσεις παραγωγής», πρέπει να εξεταστεί ο τρόπος με τον οποίο αυτά χρησιμοποιούνταν κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης χορήγησης της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης.

34      Στη συνοπτική έκθεση που εξέδωσε στις 12 Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή επιβεβαίωσε την πρότασή της να αποκλειστεί από τη χρηματοδότηση της Ένωσης το ποσό των 90 498 735,16 ευρώ.

 Επί της δημοσιονομικής διόρθωσης που εφαρμόστηκε λόγω εκπρόθεσμης πληρωμής του υπολοίπου των επιδοτήσεων σφαγής για το έτος υποβολής αιτήσεων 2004

35      Οι υπηρεσίες της Επιτροπής διενήργησαν έρευνα στην Ιταλία σχετικά με τις επιδοτήσεις σφαγής όσον αφορά τη μη τήρηση των προθεσμιών πληρωμής και την υπέρβαση των δημοσιονομικών ανώτατων ορίων κατά το οικονομικό έτος 2010.

36      Με έγγραφο της 14ης Φεβρουαρίου 2011, το οποίο απέστειλε δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006, η Επιτροπή κοινοποίησε στις ιταλικές αρχές τα αποτελέσματα των ελέγχων της. Οι ιταλικές αρχές απάντησαν στην κοινοποίηση αυτή με έγγραφο της 8ης Μαρτίου 2011.

37      Στις 15 Ιουνίου 2011, πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες διμερής συνάντηση με συμμετοχή των υπηρεσιών της Επιτροπής και των ιταλικών αρχών. Τα πρακτικά της συνάντησης αυτής κοινοποιήθηκαν στις ιταλικές αρχές στις 3 Αυγούστου 2011. Οι ιταλικές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους στις 5 Οκτωβρίου 2011.

38      Η Επιτροπή επανέλαβε την άποψή της σε έγγραφο της 18ης Ιανουαρίου 2012, αποσταλέν δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006, στο οποίο οι ιταλικές αρχές απάντησαν με έγγραφο της 27ης Μαρτίου 2012.

39      Με έγγραφο της 30ής Οκτωβρίου 2013, το οποίο εστάλη βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006, η Επιτροπή κοινοποίησε επίσημα στις ιταλικές αρχές το εκτιμώμενο ποσό της προτεινόμενης διόρθωσης, ήτοι ποσό 7 643 605,11 ευρώ, λόγω, μεταξύ άλλων, της μη τήρησης των προθεσμιών πληρωμής των επιδοτήσεων σφαγής για το έτος υποβολής αιτήσεων 2004, των οποίων το υπόλοιπο είχε καταβληθεί στους λήπτες της επιδότησης στις 30 Οκτωβρίου και στις 3 Νοεμβρίου 2009.

40      Στις 10 Δεκεμβρίου 2013, οι ιταλικές αρχές προσέφυγαν στο όργανο συμβιβασμού. Το όργανο συμβιβασμού εξέδωσε την έκθεσή του στις 6 Μαΐου 2014.

41      Με έγγραφο της 2ας Ιουλίου 2014, η Επιτροπή κοινοποίησε στις ιταλικές αρχές την τελική θέση της, διατηρώντας κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 7 643 605,11 ευρώ, εκ της οποίας ποσό 1 607 275,90 ευρώ αφορούσε την εκπρόθεσμη πληρωμή του υπολοίπου των επιδοτήσεων σφαγής που αφορούσαν το έτος υποβολής αιτήσεων 2004, η οποία πραγματοποιήθηκε κατά το οικονομικό έτος 2010.

 Επί της δημοσιονομικής διόρθωσης που εφαρμόστηκε λόγω εκπρόθεσμης πληρωμής ορισμένων δαπανών σχετικών με τις ενέργειες ενημέρωσης και προώθησης υπέρ των γεωργικών προϊόντων

42      Από τις 30 Νοεμβρίου έως τις 4 Δεκεμβρίου 2009, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διενήργησαν στην Ιταλία έρευνα σχετικά με τις ενέργειες ενημέρωσης και προώθησης υπέρ των γεωργικών προϊόντων στην εσωτερική αγορά και στις τρίτες χώρες όσον αφορά τα οικονομικά έτη 2008 έως 2010.

43      Με έγγραφο της 27ης Απριλίου 2010, το οποίο απέστειλε δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006, η Επιτροπή κοινοποίησε στις ιταλικές αρχές το αποτέλεσμα των ελέγχων της. Οι ιταλικές αρχές απάντησαν στην κοινοποίηση αυτή με έγγραφο της 5ης Ιουλίου 2010.

44      Στις 18 Νοεμβρίου 2010, πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες διμερής συνάντηση με συμμετοχή των ιταλικών αρχών και της Επιτροπής. Τα πρακτικά της συνάντησης αυτής κοινοποιήθηκαν στις ιταλικές αρχές την 31η Ιανουαρίου 2011. Οι ιταλικές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους στις 30 Μαρτίου 2011.

45      Με έγγραφο της 17ης Απριλίου 2013, το οποίο απεστάλη δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006, η Επιτροπή κοινοποίησε επίσημα στις ιταλικές αρχές το εκτιμώμενο ποσό της προτεινόμενης διόρθωσης, ήτοι ποσό 2 844 470,65 ευρώ, για τα οικονομικά έτη 2008 (μόνον από τις 30 Μαΐου 2008), 2009 και 2010.

46      Στις 3 Ιουνίου 2013, οι ιταλικές αρχές προσέφυγαν στο όργανο συμβιβασμού. Το όργανο συμβιβασμού εξέδωσε την έκθεσή του στις 29 Νοεμβρίου 2013.

47      Με έγγραφο της 27ης Μαΐου 2014, η Επιτροπή κοινοποίησε στις ιταλικές αρχές την τελική θέση της, προβαίνοντας, μεταξύ άλλων, σε κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 1 198 831,03 ευρώ λόγω των εκπρόθεσμων πληρωμών σε σχέση με τις ενέργειες ενημέρωσης και προώθησης υπέρ των γεωργικών προϊόντων στην εσωτερική αγορά και στις τρίτες χώρες κατά τα οικονομικά έτη 2009 και 2010.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

48      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Μαρτίου 2015, η Ιταλική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

49      Με δικόγραφα, τα οποία κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 και στις 25 Ιουνίου 2015, αντιστοίχως, η Γαλλική Δημοκρατία και η Ουγγαρία ζήτησαν να παρέμβουν προς στήριξη των αιτημάτων της Ιταλικής Δημοκρατίας. Με αποφάσεις της 22ας Ιουλίου 2015, ο πρόεδρος του δεύτερου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε τις παρεμβάσεις αυτές.

50      Η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση κατά το μέρος που αφορά ορισμένες δαπάνες πραγματοποιηθείσες από την Ιταλική Δημοκρατία·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

51      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

52      Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

53      Η Ουγγαρία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει εν μέρει την προσβαλλομένη απόφαση.

54      Με επιστολή της Γραμματείας του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Ιουνίου 2016, οι διάδικοι ενημερώθηκαν για τη μεταβολή της σύνθεσης του Γενικού Δικαστηρίου και για την απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου να αναθέσει εκ νέου την υπόθεση σε άλλο εισηγητή δικαστή, ο οποίος τοποθετήθηκε στο τρίτο τμήμα.

55      Με επιστολή της Γραμματείας της 3ης Οκτωβρίου 2016, οι διάδικοι ενημερώθηκαν για τη μεταβολή της σύνθεσης των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, και για την τοποθέτηση του εισηγητή δικαστή στο τέταρτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

56      Κατόπιν πρότασης του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας του άρθρου 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, έθεσε γραπτές ερωτήσεις στους διαδίκους και τους κάλεσε να υποβάλουν ορισμένα έγγραφα. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν εμπροθέσμως προς τα μέτρα οργάνωσης της διαδικασίας.

57      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Σεπτεμβρίου 2017.

 Σκεπτικό

58      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει έξι λόγους ακυρώσεως.

59      Οι τέσσερις πρώτοι λόγοι ακυρώσεως προβάλλονται προς στήριξη του αιτήματος ακύρωσης της διόρθωσης που αφορά τις δαπάνες που πραγματοποίησε η Ιταλική Δημοκρατία στο πλαίσιο του προσωρινού καθεστώτος αναδιάρθρωσης του κλάδου της ζάχαρης. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται, κατ’ ουσίαν, παράβαση του άρθρου 31, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ 2005, L 209, σ. 1), προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, παραβίαση της αρχής της κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεως καθώς και ανεπαρκής αιτιολογία. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται, κατ’ ουσίαν, παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 885/2006, του κανονισμού 320/2006, του κανονισμού 968/2006 καθώς και της απόφασης της 14ης Νοεμβρίου 2013, SFIR κ.λπ. (C-187/12 έως C-189/12, EU:C:2013:737). Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται, κατ’ ουσίαν, παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της καλόπιστης συνεργασίας, ne bis in idem, της χρηστής διοίκησης και παράβαση του καθήκοντος μέριμνας. Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παράβαση του άρθρου 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1290/2005, του άρθρου 11, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κεφαλαίου 3 του κανονισμού 885/2006 και των κατευθυντήριων γραμμών που καθορίζονται στο έγγραφο VI/5330/97 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1997, με τίτλο «Κατευθυντήριες οδηγίες όσον αφορά τον υπολογισμό των οικονομικών συνεπειών κατά την κατάρτιση της αποφάσεως σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ-Τμήμα Εγγυήσεων» (στο εξής: έγγραφο VI/5330/97), της υποχρέωσης αιτιολόγησης καθώς και παράλειψη εξέτασης της θέσης του οργάνου συμβιβασμού.

60      Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως προβάλλεται προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως της διόρθωσης που εφαρμόστηκε για την εκπρόθεσμη πληρωμή του υπολοίπου των επιδοτήσεων σφαγής που σχετίζονται με το έτος υποβολής αιτήσεων 2004 και αντλείται από παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2006 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2006, σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 του Συμβουλίου σε ό,τι αφορά την τήρηση των λογαριασμών των οργανισμών πληρωμών, τις δηλώσεις δαπανών και εσόδων και τους όρους επιστροφής των δαπανών στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων και του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΕ 2006, L 171, σ. 1), παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών.

61      Ο έκτος λόγος ακυρώσεως προβάλλεται προς στήριξη του αιτήματος ακύρωσης της διόρθωσης που εφαρμόστηκε για την εκπρόθεσμη πληρωμή ορισμένων δαπανών σχετικά με ενέργειες ενημέρωσης και προώθησης υπέρ των γεωργικών προϊόντων και αντλείται από παράβαση του άρθρου 20 του κανονισμού (ΕΚ) 501/2008 της Επιτροπής, της 5ης Ιουνίου 2008, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3/2008 του Συμβουλίου σχετικά με ενέργειες ενημέρωσης και προώθησης υπέρ των γεωργικών προϊόντων στην εσωτερική αγορά και στις τρίτες χώρες (ΕΕ 2008, L 147, σ. 3), καθώς και παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και του καταλογιστού των δημοσιονομικών διορθώσεων στα κράτη μέλη.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 31, παράγραφος 4, του κανονισμού 1290/2005, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παραβίαση της αρχής της κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεως καθώς και ανεπαρκής αιτιολογία

62      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως έχει, κατ’ ουσίαν, τρία σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά παράβαση του άρθρου 31, παράγραφος 4, του κανονισμού 1290/2005. Το δεύτερο σκέλος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παραβίαση της αρχής της κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεως. Το τρίτο σκέλος αφορά, κατ’ ουσίαν, ανεπαρκή αιτιολογία της προσβαλλομένης απόφασης.

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παράβαση του άρθρου 31, παράγραφος 4, του κανονισμού 1290/2005

63      Η Ιταλική Δημοκρατία προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι θεώρησε ότι οι ενισχύσεις αναδιάρθρωσης αφορούσαν πολυετές μέτρο κατά την έννοια του άρθρου 31, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1290/2005 και ότι η δημοσιονομική διόρθωση μπορούσε, επομένως, εν προκειμένω, να αφορά όλες τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του προσωρινού καθεστώτος αναδιάρθρωσης του κλάδου της ζάχαρης. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 31, παράγραφος 4, του κανονισμού 1290/2005.

64      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Ιταλικής Δημοκρατίας.

65      Εν προκειμένω, πρέπει να εξακριβωθεί αν ορθώς η Επιτροπή περιέλαβε στη βάση της επίδικης δημοσιονομικής διόρθωσης όλες τις δαπάνες που πραγματοποίησε η Ιταλική Δημοκρατία στο πλαίσιο του προσωρινού καθεστώτος αναδιάρθρωσης του κλάδου της ζάχαρης, σύμφωνα με το άρθρο 31, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1290/2005, ή αν έπρεπε να αποκλείσει από τη βάση αυτή τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν περισσότερο από 24 μήνες πριν απευθυνθεί στις ιταλικές αρχές η πρώτη κοινοποίηση της 9ης Δεκεμβρίου 2010, σύμφωνα με το άρθρο 31, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1290/2005. Για τους σκοπούς της εξέτασης αυτής, πρέπει να καθοριστεί αν η ενίσχυση αναδιάρθρωσης του κλάδου της ζάχαρης χρηματοδοτεί πολυετές μέτρο κατά την έννοια του άρθρου 31, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1290/2005.

66      Το άρθρο 31, παράγραφος 4, του κανονισμού 1290/2005 ορίζει τα εξής:

«Η απόρριψη χρηματοδότησης δεν μπορεί να αφορά:

α)      δαπάνες που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 [, του παρόντος κανονισμού] και πραγματοποιήθηκαν νωρίτερα από [24] μήνες πριν από την έγγραφη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των ελέγχων στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος από την Επιτροπή·

β)      δαπάνες για πολυετή μέτρα που εντάσσονται στις αναφερόμενες στο άρθρο 3 παράγραφος 1 [, του παρόντος κανονισμού] δαπάνες ή στα προγράμματα του άρθρου 4 [του παρόντος κανονισμού] και για τις οποίες η τελευταία υποχρέωση που υπέχει ο δικαιούχος ανελήφθη περισσότερο από [24] μήνες πριν από την έγγραφη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των ελέγχων στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος από την Επιτροπή·

[…]».

67      Στις δαπάνες που μνημονεύονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 1290/2005, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 του κανονισμού 320/2006, καταλέγονται, μεταξύ άλλων, οι ενισχύσεις αναδιάρθρωσης του κλάδου της ζάχαρης.

68      Εξάλλου, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 320/2006, η χορήγηση της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης εξαρτάται από την πλήρωση δύο προϋποθέσεων: αφενός, της προϋπόθεσης της αποποίησης της ποσόστωσης παραγωγής και, αφετέρου, της προϋπόθεσης της πλήρους ή μερικής διάλυσης των εγκαταστάσεων παραγωγής.

69      Όσον αφορά την αποποίηση της ποσόστωσης παραγωγής, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει, ορθώς, ότι πρόκειται για άμεσο μέτρο το οποίο λαμβάνεται κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου εμπορίας.

70      Εντούτοις, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η Ιταλική Δημοκρατία, η αποποίηση της ποσόστωσης παραγωγής δεν αποτελεί «την ίδια την ουσία του επίμαχου καθεστώτος», δεδομένου ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 320/2006 απαιτεί επίσης την πλήρη ή μερική διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής για τη χορήγηση της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για πλήρη ή μερική διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής (βλ. σκέψη 68 ανωτέρω).

71      Πάντως, η διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής συνεπάγεται την πραγματοποίηση περισσότερων πολύπλοκων πράξεων, σε βάθος χρόνου, και, επομένως, δεν μπορεί να συνιστά μεμονωμένο μέτρο.

72      Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 320/2006, η πλήρης διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής συνίσταται, πρώτον, στην οριστική και πλήρη παύση της παραγωγής ζάχαρης, ισογλυκόζης και σιροπιού ινουλίνης από τις σχετικές εγκαταστάσεις παραγωγής, δεύτερον, στο κλείσιμο του ή των εργοστασίων και τη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής τους και, τρίτον, στην αποκατάσταση καλών περιβαλλοντικών συνθηκών στον χώρο του εργοστασίου και στη διευκόλυνση της ανακατανομής του εργατικού δυναμικού.

73      Όσον αφορά τη μερική διάλυση, το άρθρο 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 320/2006 θεσπίζει απαιτήσεις ανάλογες εκείνων που υπενθυμίστηκαν στη σκέψη 72 ανωτέρω.

74      Εξάλλου, το ότι οι πράξεις αναδιάρθρωσης εκτείνονται σε περισσότερα έτη επιβεβαιώνεται επίσης από το άρθρο 6 του κανονισμού 968/2006, το οποίο προέβλεψε προθεσμία για την υλοποίηση της διάλυσης των εγκαταστάσεων παραγωγής και τη συμμόρφωση προς τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές δεσμεύσεις, της οποίας η καταληκτική ημερομηνία, κατόπιν επανειλημμένων τροποποιήσεων, ορίστηκε τελικώς την 31η Μαρτίου 2012 με τον εκτελεστικό κανονισμό 672/2011.

75      Τέλος, απαντώντας σε ερώτηση που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ιταλική Δημοκρατία διευκρίνισε ότι οι πράξεις διάλυσης των χώρων παραγωγής δύο ιταλικών επιχειρήσεων οι οποίες ζήτησαν να τους χορηγηθεί ενίσχυση αναδιάρθρωσης για πλήρη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής διήρκεσαν περίπου τρία ή τέσσερα έτη.

76      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι στόχος των ενισχύσεων αναδιάρθρωσης του κλάδου της ζάχαρης δεν είναι η χρηματοδότηση μεμονωμένου μέτρου, αλλά η χρηματοδότηση συνόλου μέτρων των οποίων η πραγματική υλοποίηση εκτείνεται, καταρχήν, σε πλείονα έτη. Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι το καθεστώς αναδιάρθρωσης του κλάδου της ζάχαρης είναι πολυετές μέτρο κατά την έννοια του άρθρου 31, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1290/2005.

77      Τα επιχειρήματα που προέβαλε η Ιταλική Δημοκρατία δεν αναιρούν το συμπέρασμα αυτό.

78      Πρώτον, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι ο μεμονωμένος χαρακτήρας των χρηματοδοτούμενων από την ενίσχυση αναδιάρθρωσης μέτρων επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το άρθρο 10 του κανονισμού 320/2006 προβλέπει την καταβολή ενιαίου ποσού ενίσχυσης αναδιάρθρωσης, έστω και αν αυτό διαιρείται σε δύο δόσεις οι οποίες καταβάλλονται κατά τη διάρκεια περιόδου μικρότερης των δώδεκα μηνών.

79      Συναφώς, από την ερμηνεία του άρθρου 10, παράγραφος 4, του κανονισμού 320/2006 σε συνδυασμό με τα άρθρα 16, 22 και 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 968/2006 προκύπτει ότι η καταβολή της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για πλήρη διάλυση σε πλείονες δόσεις συνοδεύεται από τη σύσταση εγγυήσεων, οι οποίες αποδεσμεύονται μόνο εάν, μετά το πέρας της διαδικασίας αναδιάρθρωσης, οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 968/2006 έλεγχοι επιβεβαιώσουν, μεταξύ άλλων, ότι όλα τα μέτρα και οι δράσεις που προβλέπονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης όντως υλοποιήθηκαν.

80      Εντεύθεν συνάγεται ότι το οριστικό ποσό της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης δεν μπορεί να είναι γνωστό πριν από την αποδέσμευση των τελευταίων εγγυήσεων που κατέχουν τα κράτη μέλη και, συνεπώς, την ολοκλήρωση των ελέγχων που διενεργούνται μετά το πέρας όλων των πράξεων αναδιάρθρωσης.

81      Συνεπώς, έστω και αν ήθελε υποτεθεί ότι 24 μήνες πριν από την πρώτη κοινοποίηση της 9ης Δεκεμβρίου 2010, όλες οι ενισχύσεις αναδιάρθρωσης είχαν καταβληθεί στις ιταλικές επιχειρήσεις, όπως υποστήριξε η Ιταλική Δημοκρατία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς εντούτοις να προσκομίσει σχετικές αποδείξεις, το ποσό των ενισχύσεων αυτών δεν ήταν οριστικό και μπορούσε ακόμη να μεταβληθεί.

82      Επιπλέον, όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, έστω και αν ήθελε υποτεθεί ότι η καταβολή της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης στις ιταλικές επιχειρήσεις είχε πραγματοποιηθεί εφάπαξ, η περίσταση αυτή δεν θα απέκλειε τον χαρακτηρισμό του καθεστώτος αναδιάρθρωσης του κλάδου της ζάχαρης ως πολυετούς μέτρου. Συγκεκριμένα, καθοριστικό στοιχείο είναι, συναφώς, το ότι η υλοποίηση του καθεστώτος αυτού περιλαμβάνει πλείονες υποχρεώσεις, των οποίων η εκπλήρωση δεν μπορεί να είναι άμεση, αλλά εκτείνεται σε πλείονα έτη.

83      Δεύτερον, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, εφαρμόζοντας το άρθρο 31, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1290/2005, η Επιτροπή θα μπορούσε νομίμως να αμφισβητήσει κάθε δαπάνη πραγματοποιηθείσα στο πλαίσιο του προσωρινού καθεστώτος αναδιάρθρωσης του κλάδου της ζάχαρης, εφόσον η κοινοποίηση βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006 πραγματοποιήθηκε εντός προθεσμίας 24 μηνών από την εκπλήρωση της τελευταίας υποχρέωσης την οποία υπείχε ο λήπτης της ενίσχυσης. Εν προκειμένω, η Ιταλική Δημοκρατία εκτιμά ότι η Επιτροπή μπορούσε, επομένως, να ξεκινήσει διαδικασία εκκαθάρισης λογαριασμών έως τον Μάρτιο του 2015, ήτοι κατά τη διάρκεια προθεσμίας 24 μηνών από την καταληκτική ημερομηνία για τη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής, δηλαδή την 31η Μαρτίου 2012. Στην περίπτωση αυτή, κοινοποίηση της Επιτροπής βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006, η οποία θα πραγματοποιούνταν μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την πλήρη διάλυση, δεν θα παρείχε πλέον τη δυνατότητα στο κράτος μέλος να διορθώσει τη διαπιστωθείσα από την Επιτροπή παρατυπία. Κατά την Ιταλική Δημοκρατία, τούτο αντιβαίνει στο πνεύμα της διαδικασίας εκκαθάρισης λογαριασμών, ένα από τα βασικά στοιχεία της οποίας είναι ότι επιτρέπει στο κράτος μέλος να διορθώσει τις διαπιστωθείσες από την Επιτροπή παρατυπίες.

84      Απαντώντας σε ερώτηση που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ιταλική Δημοκρατία επιβεβαίωσε ότι, με την επιχειρηματολογία της, η οποία υπενθυμίστηκε στη σκέψη 83 ανωτέρω, δεν είχε την πρόθεση να προβάλει έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 31, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1290/2005, αλλά, κατ’ ουσίαν, πρόθεσή της ήταν να βάλει κατά της εφαρμογής της διάταξης αυτής εν προκειμένω.

85      Συναφώς, αρκεί η παρατήρηση ότι η κοινοποίηση βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006, εν προκειμένω η πρώτη κοινοποίηση της 9ης Δεκεμβρίου 2010 (βλ. σκέψη 24 ανωτέρω), εστάλη στην Ιταλική Δημοκρατία πριν από την καταληκτική ημερομηνία της τελευταίας υποχρέωσης που επιβλήθηκε στους λήπτες των ενισχύσεων αναδιάρθρωσης, ήτοι την 31η Μαρτίου 2012 (βλ. σκέψη 74 ανωτέρω). Ως εκ τούτου, η Ιταλική Δημοκρατία θα μπορούσε να διορθώσει τις παρατυπίες που διαπιστώθηκαν με την πρώτη κοινοποίηση της 9ης Δεκεμβρίου 2010 ή, τουλάχιστον, να θεσπίσει μέτρα ώστε να επιχειρήσει να τις διορθώσει.

86      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμώντας ότι στόχος των ενισχύσεων αναδιάρθρωσης του κλάδου της ζάχαρης ήταν να χρηματοδοτήσουν πολυετές μέτρο και περιλαμβάνοντας, συνακόλουθα, στην επίδικη διόρθωση το σύνολο των ενισχύσεων αναδιάρθρωσης που χορηγήθηκαν στις ιταλικές επιχειρήσεις.

87      Επομένως, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο.

 Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παραβίαση της αρχής της κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεως

88      Η Ιταλική Δημοκρατία διατείνεται, κατ’ ουσίαν, ότι, επειδή πραγματοποιήθηκε με καθυστέρηση, η μεταβολή της θέσης της Επιτροπής, στην επίσημη κοινοποίηση της 16ης Αυγούστου 2012, όσον αφορά τη νομική βάση για τον υπολογισμό της προβλεπόμενης στο άρθρο 31, παράγραφος 4, του κανονισμού 1290/2005 προθεσμίας 24 μηνών, δεν της παρέσχε τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματα άμυνάς της και θίγει τον σύμφωνο προς την αρχή της κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεως χαρακτήρα της διαδικασίας εκκαθάρισης λογαριασμών.

89      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Ιταλικής Δημοκρατίας.

90      Κατά πάγια νομολογία, η οριστική και τελική απόφαση περί εκκαθαρίσεως των λογαριασμών πρέπει να λαμβάνεται κατόπιν ειδικής κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας τα συγκεκριμένα κράτη μέλη απολαύουν όλων των απαιτούμενων εγγυήσεων προκειμένου να αναπτύξουν τις απόψεις τους (βλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, C-245/97, EU:C:2000:687, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

91      Η διαδικασία αυτή διέπεται από το άρθρο 11 του κανονισμού 885/2006, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εκκαθάριση ως προς τη συμμόρφωση» και κατά το οποίο:

«1.      Εάν, ως αποτέλεσμα έρευνας, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι δαπάνες δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες, κοινοποιεί τα πορίσματά της στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και υποδεικνύει τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η μελλοντική συμμόρφωση με τους εν λόγω κανόνες.

Η κοινοποίηση περιέχει παραπομπή στο παρόν άρθρο. Το κράτος μέλος απαντά εντός δύο μηνών από την παραλαβή της κοινοποίησης και η Επιτροπή δύναται να τροποποιήσει τη θέση της αναλόγως. Σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, η Επιτροπή είναι δυνατόν να χορηγήσει παράταση της προθεσμίας απάντησης.

Μετά την εκπνοή του χρονικού διαστήματος εντός του οποίου πρέπει να δοθεί απάντηση, η Επιτροπή συγκαλεί διμερή συνάντηση και αμφότερα τα μέρη καταβάλλουν προσπάθειες προκειμένου να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, καθώς και σχετικά με την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης και της οικονομικής ζημίας που προκλήθηκε στον κοινοτικό προϋπολογισμό.

2.      Εντός δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής των πρακτικών της διμερούς συνάντησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 τρίτο εδάφιο, το κράτος μέλος κοινοποιεί τις πληροφορίες που ζητήθηκαν κατά τη συνάντηση ή όσες άλλες πληροφορίες θεωρεί χρήσιμες για την εν εξελίξει εξέταση.

[…]

Μετά από την εκπνοή του διαστήματος που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η Επιτροπή κοινοποιεί επισήμως τα συμπεράσματά της στο κράτος μέλος, βάσει των πληροφοριών που έλαβε στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση. Στην κοινοποίηση αξιολογούνται οι δαπάνες τις οποίες η Επιτροπή προβλέπει να αποκλείσει από την κοινοτική χρηματοδότηση βάσει του άρθρου 31 του κανονισμού […] 1290/2005 και γίνεται παραπομπή στο άρθρο 16 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.

3.      […]

Η Επιτροπή, εφόσον εξετάσει τις εκθέσεις που συντάσσει το όργανο συμβιβασμού σύμφωνα με το Κεφάλαιο 3 του παρόντος κανονισμού θεσπίζει, εφόσον κριθεί σκόπιμο, μία ή περισσότερες αποφάσεις βάσει του άρθρου 31 του κανονισμού […] 1290/2005, προκειμένου να αποκλείσει από την κοινοτική χρηματοδότηση δαπάνες που χαρακτηρίζονται από μη συμμόρφωση με τους κοινοτικούς κανόνες, έως ότου το κράτος μέλος εφαρμόσει αποτελεσματικά τα διορθωτικά μέτρα.

[…]»

92      Κατά πάγια νομολογία, η «έγγραφη κοινοποίηση» που προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006, πρέπει να καθιστά απολύτως γνωστές στην ενδιαφερόμενη κυβέρνηση τις επιφυλάξεις της Επιτροπής, ώστε να μπορεί να επιτελέσει την προειδοποιητική λειτουργία που της αναγνωρίζει η διάταξη αυτή (βλ. απόφαση της 3ης Μαΐου 2012, Ισπανία κατά Επιτροπής, C-24/11 P, EU:C:2012:266, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

93      Επιπλέον, από τη νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006 πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το άρθρο 31, παράγραφος 4, του κανονισμού 1290/2005, κατά το οποίο η Επιτροπή δεν δύναται να αποκλείσει τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν εκτός μιας εκ των περιόδων που προβλέπονται στη διάταξη αυτή. Εντεύθεν συνάγεται ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006 έγγραφη κοινοποίηση λειτουργεί ως προειδοποίηση ότι οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν εντός ορισμένης περιόδου που προηγείται της περιέλευσης της κοινοποίησης αυτής μπορούν να εξαιρεθούν της χρηματοδότησης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και, ως εκ τούτου, η εν λόγω κοινοποίηση συνιστά το σημείο αναφοράς για τον υπολογισμό της αφετηρίας της περιόδου αυτής (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 3ης Μαΐου 2012, Ισπανία κατά Επιτροπής, C-24/11 P, EU:C:2012:266, σκέψη 30).

94      Τέλος, το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006 δεν επιβάλλει να μνημονεύονται στην έγγραφη κοινοποίηση οι δαπάνες που πρόκειται να αποκλειστούν (πρβλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2004, Σουηδία κατά Επιτροπής, C-312/02, EU:C:2004:594, σκέψη 14). Δεν απαιτείται ούτε να μνημονεύεται ρητώς στην έγγραφη κοινοποίηση η προβλεπόμενη στο άρθρο 31, παράγραφος 4, του κανονισμού 1290/2005 προθεσμία (πρβλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2002, Φινλανδία κατά Επιτροπής, C‑170/00, EU:C:2002:51, σκέψη 32). Συγκεκριμένα, όσον αφορά τις υποχρεώσεις περί τηρήσεως συγκεκριμένου τύπου, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 885/2006 διακρίνει μεταξύ, αφενός, της «κοινοποιήσεως των πορισμάτων», η οποία μνημονεύεται στην παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, και την οποία αφορά η υπό κρίση υπόθεση, και, αφετέρου, της «επίσημης κοινοποιήσεως των συμπερασμάτων», η οποία μνημονεύεται στην παράγραφο 2, τρίτο εδάφιο, και η οποία έπεται χρονικά. Συνεπώς, η πρώτη κοινοποίηση δεν απαιτείται να πληροί τόσο αυστηρές προϋποθέσεις τύπου όσο η δεύτερη (πρβλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2002, Φινλανδία κατά Επιτροπής, C-170/00, EU:C:2002:51, σκέψη 29).

95      Προκαταρκτικώς, από τις σκέψεις 68 έως 76 ανωτέρω προκύπτει ότι οι ενισχύσεις αναδιάρθρωσης του κλάδου της ζάχαρης χρηματοδοτούν πολυετή μέτρα και, ως εκ τούτου, ότι η νομική βάση για τον υπολογισμό της προθεσμίας 24 μηνών είναι το άρθρο 31, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1290/2005.

96      Εν προκειμένω, στο έγγραφο που συνόδευε τα αποτελέσματα της έρευνας EX/2010/010/IT, τα οποία ανακοινώθηκαν στην Ιταλική Δημοκρατία με την πρώτη κοινοποίηση της 9ης Δεκεμβρίου 2010, επισημαίνεται ότι ο ενδεχόμενος «αποκλεισμός θα αφορά μόνο τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν κατά τους [24] μήνες που προηγήθηκαν της αποστολής της [εν λόγω] κοινοποίησης». Επομένως, η Επιτροπή παρέπεμψε εμμέσως, αλλά κατ’ αναγκαία συνεπαγωγή, στο άρθρο 31, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1290/2005 ως νομική βάση για τον υπολογισμό της προθεσμίας 24 μηνών, και όχι στο άρθρο 31, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1290/2005.

97      Εντούτοις, επισημαίνεται, όπως επισήμανε και η Επιτροπή, ότι, παρά τη γενόμενη στο έγγραφο που περιεχόταν στην πρώτη κοινοποίηση της 9ης Δεκεμβρίου 2010 μνεία, από το παράρτημα του εν λόγω εγγράφου προέκυπτε σαφώς ότι η Επιτροπή αμφισβητούσε την επιλεξιμότητα των επίμαχων ιταλικών επιχειρήσεων όσον αφορά το σύνολο των ενισχύσεων αναδιάρθρωσης που είχαν εισπράξει. Συγκεκριμένα, σε αυτό μνημονευόταν, μεταξύ άλλων, ότι «[ο]ι υπηρεσίες της [Γενικής Διεύθυνσης Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης της Επιτροπής] θεωρούν […] ότι καμία από τις επίμαχες επιχειρήσεις δεν πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να λάβει [την ενίσχυση αναδιάρθρωσης για πλήρη διάλυση των εγκαταστάσεων]» και ότι, «[δ]εδομένου ότι, όσον αφορά τις επίμαχες επιχειρήσεις, οι περισσότερες ενισχύσεις αναδιάρθρωσης έχουν ήδη καταβληθεί και οι περισσότερες εγγυήσεις έχουν ήδη αποδεσμευτεί, διευκρινίζεται ότι η διοίκηση θα μπορούσε να επιβαρυνθεί, τελικώς, με τις οικονομικές συνέπειες κάθε παράβασης των προβλεπόμενων από τους κανονισμούς απαιτήσεων».

98      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η πρώτη κοινοποίηση της 9ης Δεκεμβρίου 2010 παρείχε στις ιταλικές αρχές επαρκή γνώση των επιφυλάξεων της Επιτροπής και των διορθώσεων που, κατά πάσα πιθανότητα, επρόκειτο να αποφασιστούν σε σχέση με τις επίμαχες δαπάνες, ώστε να επιτελεί την προειδοποιητική λειτουργία που αποδίδεται στην προβλεπόμενη στο άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006 έγγραφη κοινοποίηση.

99      Καίτοι, κατά τη διμερή συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στις 4 Μαΐου 2011, η Επιτροπή επισήμανε ότι η έρευνα EX/2010/010/IT αφορούσε την περίοδο 24 μηνών που προηγήθηκαν της αποστολής της κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006 και, επομένως, ότι αντικείμενο της έρευνας αυτής αποτέλεσαν μόνο οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από τις 10 Δεκεμβρίου 2008 έως τις 9 Δεκεμβρίου 2010, εντούτοις, στο παράρτημα 1 της επίσημης κοινοποίησης της 16ης Αυγούστου 2012, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τη θέση που είχε διατυπώσει στην πρώτη κοινοποίηση της 9ης Δεκεμβρίου 2010. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι η δημοσιονομική διόρθωση μπορούσε να βασιστεί στο σύνολο των δαπανών που πραγματοποίησε η Ιταλική Δημοκρατία στο πλαίσιο του προσωρινού καθεστώτος αναδιάρθρωσης του κλάδου της ζάχαρης, ακόμη και πριν από την περίοδο 24 μηνών που προηγήθηκε της αποστολής της πρώτης κοινοποίησης της 9ης Δεκεμβρίου 2010, και, συνεπώς, ότι, εν προκειμένω, η προθεσμία 24 μηνών έπρεπε να υπολογιστεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 31, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1290/2005.

100    Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι, μετά την παραλαβή της επίσημης κοινοποίησης της 16ης Αυγούστου 2012, η Ιταλική Δημοκρατία προσέφυγε στο όργανο συμβιβασμού βάσει του άρθρου 16 του κανονισμού 885/2006 και, επομένως, είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 31, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1290/2005 ενώπιον του οργάνου αυτού (πρβλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής, T-84/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:471, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

101    Πάντως, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ιταλική Δημοκρατία παραδέχθηκε ότι, ενώπιον του οργάνου συμβιβασμού, δεν είχε αμφισβητήσει τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 31, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1290/2005 και ότι είχε επικεντρωθεί μόνο στο ουσιαστικό ζήτημα που αφορούσε τη δυνατότητα διατήρησης των επίδικων σιλό και είσπραξης ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για πλήρη διάλυση.

102    Τέλος, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, μετά την έκδοση της απόφασης της 14ης Νοεμβρίου 2013, SFIR κ.λπ. (C-187/12 έως C-189/12, EU:C:2013:737), η Επιτροπή, με έγγραφο της 28ης Μαρτίου 2014, παρέσχε στην Ιταλική Δημοκρατία τη δυνατότητα υποβολής συμπληρωματικών παρατηρήσεων (βλ. σκέψη 32 ανωτέρω). Πάντως, ούτε με το απαντητικό έγγραφο της 30ής Μαΐου 2014 έβαλαν οι ιταλικές αρχές κατά της εφαρμογής του άρθρου 31, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1290/2005 στην προκειμένη περίπτωση (βλ. σκέψη 33 ανωτέρω).

103    Στο πλαίσιο αυτό, η Ιταλική Δημοκρατία δεν μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικαστική εγγύηση την οποία η ίδια παρέλειψε να χρησιμοποιήσει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθάρισης λογαριασμών (πρβλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Πετρίδη κατά Επιτροπής, C-64/98 P, EU:C:1999:399, σκέψη 32).

104    Ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά, κατ’ ουσίαν, ανεπαρκή αιτιολογία

105    Η Ιταλική Δημοκρατία επικαλείται, κατ’ ουσίαν, ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης απόφασης ήταν ανεπαρκής, καθόσον οι λόγοι της αιφνίδιας και αδικαιολόγητης μεταβολής της νομικής βάσης για τον υπολογισμό της προθεσμίας 24 μηνών, στην οποία προέβη η Επιτροπή με την επίσημη κοινοποίηση της 16ης Αυγούστου 2012, μνημονεύονταν λακωνικά στην κοινοποίηση αυτή.

106    Η Επιτροπή δεν εκφέρει άποψη συναφώς.

107    Κατά πάγια νομολογία, στο ειδικό πλαίσιο της επεξεργασίας των αποφάσεων περί εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, η αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να θεωρείται επαρκής εφόσον το κράτος-αποδέκτης συνεργάστηκε στενά στη διαδικασία επεξεργασίας της αποφάσεως αυτής και γνώριζε τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι δεν έπρεπε να επιβαρύνει το ΕΓΤΠΕ με το επίδικο ποσό (αποφάσεις της 1ης Οκτωβρίου 1998, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑27/94, EU:C:1998:446, σκέψη 36, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, Ιταλία κατά Επιτροπής, T-181/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:331, σκέψη 32).

108    Εν προκειμένω, στο παράρτημα 1 της επίσημης κοινοποίησης της 16ης Αυγούστου 2012, στο σημείο 12 του μέρους με τίτλο «Επιχειρήματα», η Επιτροπή υπενθύμισε ότι το προσωρινό καθεστώς αναδιάρθρωσης του κλάδου της ζάχαρης αφορά το διάστημα από την 1η Ιουλίου 2006 έως την 31η Μαρτίου 2012, ήτοι χρονικό διάστημα 69 μηνών. Επιπλέον, στο σημείο 13 του μέρους με τίτλο «Επιχειρήματα», η Επιτροπή εξήγησε ότι το καθεστώς αυτό συνιστούσε πολυετές μέτρο κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 1290/2005, βάσει του οποίου είχαν πραγματοποιηθεί οι κλιμακωτές πληρωμές των επιμέρους δόσεων της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για την πλήρη διάλυση. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή επισήμανε ότι η καταβολή κάθε δόσης της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για την πλήρη διάλυση εξηρτάτο από τη σύσταση εγγύησης ποσού ανερχομένου σε 120 % του ποσού της αντίστοιχης δόσης. Η Επιτροπή εξήγησε επίσης ότι, βάσει του άρθρου 31, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1290/2005, η αξιολόγηση της συμμόρφωσης των δαπανών αυτών προς τους σκοπούς του ταμείου για την αναδιάρθρωση του κλάδου της ζάχαρης και των σχετικών κανονισμών μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο κατά την ημερομηνία της τελευταίας επιβληθείσας στον λήπτη υποχρέωσης, ήτοι την 31η Μαρτίου 2012. Στο σημείο 15 του μέρους με τίτλο «Επιχειρήματα» του παραρτήματος 1 της επίσημης κοινοποίησης της 16ης Αυγούστου 2012, η Επιτροπή κατέληξε, κατ’ ουσίαν, στο συμπέρασμα ότι, δεδομένου ότι τα επίδικα σιλό δεν είχαν διαλυθεί στις 31 Μαρτίου 2012, η διαδικασία εκκαθάρισης λογαριασμών αφορούσε το σύνολο των δαπανών σχετικά με τις ενισχύσεις αναδιάρθρωσης οι οποίες χορηγήθηκαν στις ιταλικές επιχειρήσεις.

109    Επομένως, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή εξέθεσε επαρκώς, στην επίσημη κοινοποίηση της 16ης Αυγούστου 2012, τους λόγους για τους οποίους η δημοσιονομική διόρθωση έπρεπε να περιλαμβάνει το σύνολο των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου που υπολογίζεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 31, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1290/2005. Επιπλέον, οι λόγοι που υπενθυμίστηκαν στη σκέψη 108 ανωτέρω παρείχαν στην Ιταλική Δημοκρατία τη δυνατότητα να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή μετέβαλε τη θέση της όσον αφορά τη νομική βάση για τον υπολογισμό της προβλεπόμενης στο άρθρο 31, παράγραφος 4, του κανονισμού 1290/2005 προθεσμίας 24 μηνών.

110    Επομένως, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 11 του κανονισμού 885/2006, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, παράβαση των κανονισμών 320/2006 και 968/2006 και της απόφασης της 14ης Νοεμβρίου 2013, SFIR κ.λπ. (C-187/12 έως C-189/12)

111    Ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως υποδιαιρείται σε δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά, κατ’ ουσίαν, παράβαση του άρθρου 11 του κανονισμού 885/2006 και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Το δεύτερο σκέλος αφορά παράβαση των κανονισμών 320/2006 και 968/2006 και της απόφασης της 14ης Νοεμβρίου 2013, SFIR κ.λπ. (C-187/12 έως C-189/12, EU:C:2013:737).

 Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά, κατ’ ουσίαν, παράβαση του άρθρου 11 του κανονισμού 885/2006 και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

112    Η Ιταλική Δημοκρατία διατείνεται, κατ’ ουσίαν, ότι η πρώτη κοινοποίηση της 9ης Δεκεμβρίου 2010 συνιστά παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006, στο μέτρο που δεν της κατέστησε απολύτως γνωστές τις επιφυλάξεις της Επιτροπής και δεν της παρέσχε τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματα άμυνας που κατοχυρώνονται από τη διάταξη αυτή. Συναφώς, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει, αφενός, ότι, με την πρώτη κοινοποίηση της 9ης Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή υποστήριζε ότι τα σιλό ήταν, σε κάθε περίπτωση, εγκαταστάσεις παραγωγής, ενώ, με το έγγραφο της 28ης Μαρτίου 2014, το οποίο εστάλη μετά την έκδοση της απόφασης της 14ης Νοεμβρίου 2013, SFIR κ.λπ. (C-187/12 έως C-189/12, EU:C:2013:737), η Επιτροπή παραδέχθηκε ότι τα σιλό δεν έπρεπε να θεωρούνται κατ’ ανάγκη εγκαταστάσεις παραγωγής. Αφετέρου, η Ιταλική Δημοκρατία επισημαίνει ότι στην πρώτη κοινοποίηση της 9ης Δεκεμβρίου 2010 ουδόλως μνημονευόταν ότι η χρήση των σιλό έπρεπε να εκτιμηθεί κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης χορήγησης της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για την πλήρη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής (στο εξής: κριτήριο της Επιτροπής). Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι έλαβε πλήρη γνώση των επιφυλάξεων της Επιτροπής όσον αφορά το ζήτημα της διάλυσης των σιλό σε περίπτωση ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για την πλήρη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής το πρώτον με το έγγραφο της Επιτροπής της 28ης Μαρτίου 2014. Κατά την ημερομηνία αυτή, όμως, δεν μπορούσε πλέον να επωφεληθεί όλων των διαδικαστικών εγγυήσεων οι οποίες κατοχυρώνονται στο άρθρο 11 του κανονισμού 885/2006, ούτε να ασκήσει τα δικαιώματά της άμυνας.

113    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Ιταλικής Δημοκρατίας.

114    Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, η οριστική και τελική απόφαση περί εκκαθαρίσεως των λογαριασμών πρέπει να λαμβάνεται κατόπιν ειδικής κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας τα συγκεκριμένα κράτη μέλη πρέπει να απολαύουν όλων των απαιτούμενων εγγυήσεων προκειμένου να αναπτύξουν τις απόψεις τους (αποφάσεις της 29ης Ιανουαρίου 1998, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C-61/95, EU:C:1998:27, σκέψη 39· της 14ης Δεκεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, C-245/97, EU:C:2000:687, σκέψη 47, και της 3ης Ιουλίου 2014, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, T-16/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:603, σκέψη 69).

115    Επιπλέον, από το γράμμα του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006 προκύπτει ότι η πρώτη κοινοποίηση πρέπει να διευκρινίζει το αποτέλεσμα των ελέγχων της Επιτροπής στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και να υποδεικνύει τα διορθωτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν προκειμένου να διασφαλιστεί η μελλοντική συμμόρφωση προς τους επίμαχους κανόνες της Ένωσης (βλ. σκέψη 91 ανωτέρω).

116    Εν προκειμένω, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 25 ανωτέρω, από την πρώτη κοινοποίηση της 9ης Δεκεμβρίου 2010 προκύπτει ότι, κατά την Επιτροπή, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις χορήγησης της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για την πλήρη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής, δεδομένου ότι ορισμένες εγκαταστάσεις παραγωγής, περιλαμβανομένων των επίμαχων σιλό, είχαν διατηρηθεί στους πρώην χώρους παραγωγής ζάχαρης τους οποίους επισκέφθηκαν οι επιθεωρητές της Επιτροπής. Με την κοινοποίηση αυτή, η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι οι ιταλικές επιχειρήσεις δεν ήταν επιλέξιμες για την ενίσχυση αναδιάρθρωσης για την πλήρη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής εάν δεν υλοποιούσαν πλήρως τα σχέδια αναδιάρθρωσης και εάν δεν κατεδάφιζαν τα άλλα κτίρια που συνδέονταν με τη δραστηριότητα παραγωγής, περιλαμβανομένων των επίμαχων σιλό.

117    Με το έγγραφο της 9ης Φεβρουαρίου 2011, η Ιταλική Δημοκρατία αμφισβήτησε τη θέση της Επιτροπής κατά την οποία τα σιλό ήταν, εν πάση περιπτώσει, εγκαταστάσεις παραγωγής εμπίπτουσες στην υποχρέωση διάλυσης, υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, αφενός, ότι τα επίμαχα σιλό δεν συνιστούσαν εγκαταστάσεις παραγωγής καθόσον προορίζονταν αποκλειστικά για την αποθήκευση του τελικού προϊόντος και, αφετέρου, ότι η ερμηνεία της Επιτροπής αντέβαινε στους κανονισμούς 320/2006 και 968/2006. Η Ιταλική Δημοκρατία επανέλαβε την άποψή της στη διμερή συνάντηση της 4ης Μαΐου 2011, στις παρατηρήσεις της 2ας Νοεμβρίου 2011 επί των πρακτικών της συνάντησης αυτής καθώς και κατά τη διαδικασία συμβιβασμού.

118    Κατά τη διμερή συνάντηση της 4ης Μαΐου 2011, η Επιτροπή ενέμεινε στη θέση της ότι τα επίμαχα σιλό έπρεπε να θεωρηθούν αναπόσπαστο μέρος των εγκαταστάσεων παραγωγής και, για τον λόγο αυτό, έπρεπε να διαλυθούν.

119    Εξάλλου, στην απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, SFIR κ.λπ. (C-187/12 έως C‑189/12, EU:C:2013:737), το Δικαστήριο αποφάνθηκε, κατ’ ουσίαν, ότι ο όρος «εγκαταστάσεις παραγωγής» καλύπτει τα σιλό που προορίζονται για την αποθήκευση ζάχαρης του λήπτη της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης. Εντούτοις, το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό δεν συμβαίνει σε δύο περιπτώσεις (στο εξής: οι εξαιρέσεις που καθόρισε το Δικαστήριο): αφενός, όταν αποδεικνύεται ότι τα σιλό χρησιμοποιούνται μόνο για την αποθήκευση ζάχαρης που έχει παραχθεί βάσει ποσόστωσης και έχει αποθηκευτεί από άλλους παραγωγούς ή έχει πωληθεί από αυτούς και, αφετέρου, όταν τα σιλό χρησιμοποιούνται μόνο για τη συσκευασία ή τον εγκιβωτισμό της ζάχαρης που παρήχθη αλλού ενόψει της εμπορίας της (απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, SFIR κ.λπ., C-187/12 έως C-189/12, EU:C:2013:737, σκέψεις 32, 33 και 35).

120    Λαμβανομένης υπόψη της απόφασης της 14ης Νοεμβρίου 2013, SFIR κ.λπ. (C‑187/12 έως C-189/12, EU:C:2013:737), η Επιτροπή απέκλινε από τη θέση της όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των σιλό και, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 32 και 102 ανωτέρω, με επιστολή της 28ης Μαρτίου 2014, έταξε προθεσμία δύο μηνών στις ιταλικές αρχές για να προσκομίσουν στοιχεία αποδεικνύοντα ότι, εν προκειμένω, τα επίδικα σιλό χρησιμοποιούνταν, πριν από την υποβολή των αιτήσεων χορήγησης των επίδικων ενισχύσεων, αποκλειστικά για την αποθήκευση και τη συσκευασία της ζάχαρης που είχε παραχθεί βάσει ποσόστωσης από άλλους παραγωγούς.

121    Η Ιταλική Δημοκρατία δεν συμμορφώθηκε προς το αίτημα αυτό. Συγκεκριμένα, με το έγγραφο της 30ής Μαΐου 2014, περιορίστηκε να αμφισβητήσει το κριτήριο της Επιτροπής. Συναφώς, υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι το Δικαστήριο δέχθηκε ρητώς, με την απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, SFIR κ.λπ. (C-187/12 έως C‑189/12, EU:C:2013:737), ότι τα σιλό αποθήκευσης μπορούσαν να μην διαλυθούν εάν αποδεικνυόταν ότι προορίζονταν για την αποθήκευση ζάχαρης που έχει αποθηκευθεί από άλλους παραγωγούς ή έχει πωληθεί από αυτούς ή ότι προορίζονταν για τον εγκιβωτισμό ζάχαρης που έχει παραχθεί αλλού. Επομένως, κατά την Ιταλική Δημοκρατία, παρείλκε η εκτίμηση της χρήσης των σιλό πριν από την υποβολή αίτησης χορήγησης της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης. Τέλος, η Ιταλική Δημοκρατία επισήμανε ότι η ιταλικές αρχές είχαν διαβιβάσει στην Επιτροπή το σύνολο των εγγράφων σχετικά με τη διαδικασία αποδοχής της αίτησης χορήγησης της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για πλήρη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής, περιλαμβανομένων των εγκεκριμένων σχεδίων αναδιάρθρωσης και των ετήσιων εκθέσεων των επιτόπιων ελέγχων στις οποίες μνημονεύονταν οι εγκαταστάσεις και ο εξοπλισμός που αποξηλώθηκαν ή διατηρήθηκαν καθώς και η πραγματική χρήση καθενός από τα στοιχεία αυτά.

122    Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η Ιταλική Δημοκρατία παραιτήθηκε από την προσκόμιση στοιχείων τα οποία θα μπορούσαν να αποδείξουν ότι τα επίμαχα σιλό δεν συνιστούσαν εγκαταστάσεις παραγωγής κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης χορήγησης ενίσχυσης και, επομένως, από την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνάς της ως προς το ζήτημα αυτό.

123    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων και της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 103 ανωτέρω, η αιτίαση που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί.

124    Επομένως, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παράβαση των κανονισμών 320/2006 και 968/2006 και της απόφασης της 14ης Νοεμβρίου 2013, SFIR κ.λπ. (C-187/12 έως C-189/12)

125    Υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία και την Ουγγαρία, η Ιταλική Δημοκρατία διατείνεται, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή, θεωρώντας ότι η διατήρηση των επίμαχων σιλό εμπόδιζε τη χορήγηση της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για πλήρη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής, παρέβη τους κανονισμούς 320/2006 και 968/2006 καθώς και την απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, SFIR κ.λπ. (C-187/12 έως C-189/12, EU:C:2013:737).

126    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Ιταλικής Δημοκρατίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας και της Ουγγαρίας.

127    Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, με την απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, SFIR κ.λπ. (C-187/12 έως C-189/12, EU:C:2013:737), το Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι η έννοια «εγκαταστάσεις παραγωγής» δεν ορίζεται στους κανονισμούς 320/2006 και 968/2006, επισήμανε, πρώτον, ότι η έννοια «παραγωγή» μπορεί να καλύπτει και άλλες φάσεις της παρασκευής ή κατασκευής ενός προϊόντος, οι οποίες να είναι προγενέστερες ή μεταγενέστερες της φυσικής ή χημικής διαδικασίας μεταποίησης και, ως εκ τούτου, μπορεί να περιλαμβάνει την αποθήκευση της ζάχαρης που δεν συσκευάζεται αμέσως μετά την εκχύλισή της από την πρώτη ύλη. Συμπέρανε, επομένως, ότι η αποθήκευση μπορεί να «συνδέεται άμεσα με την παραγωγή ζάχαρης», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 968/2006 (απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, SFIR κ.λπ., C-187/12 έως C-189/12, EU:C:2013:737, σκέψη 26). Δεύτερον, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι τα σιλό μπορούν να επηρεάζουν άμεσα τις ποσότητες ζάχαρης που είναι δυνατόν να παράγονται καθώς και τις διαδικασίες παραγωγής, οι οποίες συναρτώνται προς την εγγύτητα αποθηκευτικών εγκαταστάσεων, στο μέτρο που δίδουν τη δυνατότητα να μετατίθεται χρονικά, εν όλω ή εν μέρει, η πώληση του προϊόντος συγκεκριμένης περιόδου εμπορίας ζάχαρης και, επομένως, παρέχουν τη δυνατότητα επηρεασμού της αγοράς κατά την έννοια της αιτιολογικής σκέψης 5 του κανονισμού 320/2006 (απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, SFIR κ.λπ., C-187/12 έως C-189/12, EU:C:2013:737, σκέψεις 27 έως 29). Τρίτον, το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι από το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 320/2006 προκύπτει ότι, καταρχήν, προκειμένου να επωφεληθεί ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για πλήρη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής, το ενδιαφερόμενο βιομηχανικό συγκρότημα πρέπει να τίθεται εκτός λειτουργίας στο σύνολό του και ότι η δυνατότητα να μη διαλυθούν ή να εξακολουθήσουν να χρησιμοποιούνται στο μέλλον άλλες εγκαταστάσεις, εκτός από τις εγκαταστάσεις παραγωγής, και να διατηρηθεί παράλληλα το δικαίωμα λήψης του πλήρους ποσού της ενίσχυσης συνιστά εξαίρεση, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενά (απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, SFIR κ.λπ., C-187/12 έως C-189/12, EU:C:2013:737, σκέψη 30).

128    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στη σκέψη 31 της απόφασης της 14ης Νοεμβρίου 2013, SFIR κ.λπ. (C-187/12 έως C-189/12, EU:C:2013:737), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα σιλό που προορίζονται για την αποθήκευση ζάχαρης του λήπτη της ενίσχυσης πρέπει να θεωρούνται εγκαταστάσεις παραγωγής, και μάλιστα ανεξάρτητα από το ότι χρησιμοποιούνται και για άλλες χρήσεις. Εντούτοις, το Δικαστήριο καθόρισε δύο εξαιρέσεις από την αρχή αυτή (βλ. σκέψη 119 ανωτέρω).

129    Εν προκειμένω, η Ιταλική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί ότι, στο πέρας της διαδικασίας αναδιάρθρωσης, τα επίδικα σιλό είχαν διατηρηθεί σε πολλούς χώρους παραγωγής ζάχαρης ανήκοντες στις ιταλικές επιχειρήσεις που έλαβαν ενίσχυση αναδιάρθρωσης για πλήρη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής. Δεν αμφισβητεί επίσης ότι δεν προσκόμισε στοιχεία αποδεικνύοντα ότι, κατά τον χρόνο υποβολής των αιτήσεων χορήγησης ενισχύσεων πλήρους αναδιάρθρωσης, τα επίμαχα σιλό ενέπιπταν στις εξαιρέσεις που καθόρισε το Δικαστήριο.

130    Η Ιταλική Δημοκρατία, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία και την Ουγγαρία, εκτιμά, εντούτοις, ότι οι περιστάσεις που υπενθυμίστηκαν στη σκέψη 129 ανωτέρω δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη δημοσιονομική διόρθωση που εφαρμόστηκε σε αυτήν.

131    Από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 5 του κανονισμού 320/2006 προκύπτει ότι σκοπός της επίμαχης ρύθμισης είναι η μείωση της μη κερδοφόρου ικανότητας παραγωγής ζάχαρης στην Ένωση δια της παροχής κινήτρων στις επιχειρήσεις με τη χαμηλότερη παραγωγικότητα προκειμένου να εγκαταλείψουν την παραγωγή ζάχαρης βάσει ποσόστωσης και να αποποιηθούν τις αντίστοιχες ποσοστώσεις.

132    Επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού 320/2006 προκύπτει ότι το καθεστώς αναδιάρθρωσης στηρίζεται στην εθελούσια συμμετοχή της επιχείρησης παραγωγής ζάχαρης καθόσον σκοπός του είναι να δοθούν σημαντικά οικονομικά κίνητρα, με τη μορφή επαρκούς διαρθρωτικής ενίσχυσης (πρβλ. απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, SFIR κ.λπ., C-187/12 έως C-189/12, EU:C:2013:737, σκέψη 44).

133    Για την επίτευξη του σκοπού της μείωσης της μη κερδοφόρου ικανότητας παραγωγής ζάχαρης στην Ένωση, τον οποίο επιδιώκει η επίμαχη νομοθεσία, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε δύο διαφορετικά καθεστώτα αναδιάρθρωσης ανάλογα με το είδος της πραγματοποιούμενης διάλυσης, ήτοι ανάλογα αν πρόκειται για πλήρη διάλυση ή μερική διάλυση, τα οποία παρέχουν δικαίωμα σε διαφορετικό ποσό ενίσχυσης αναδιάρθρωσης, όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 320/2006, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 968/2006.

134    Πρώτον, όσον αφορά τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για τη χορήγηση ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για πλήρη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 320/2006 επιβάλλει στην αιτούσα επιχείρηση παραγωγής ζάχαρης να αποποιηθεί την ποσόστωση που έχει καθορίσει για ένα ή περισσότερα από τα εργοστάσιά της καθώς και να κλείσει το εργοστάσιο και να διαλύσει πλήρως τις εγκαταστάσεις παραγωγής. Αντιθέτως, για τη χορήγηση ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για μερική διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 320/2006 επιβάλλει στην αιτούσα επιχείρηση παραγωγής ζάχαρης να αποποιηθεί την ποσόστωση που έχει καθορίσει για ένα ή περισσότερα από τα εργοστάσιά της και να διαλύσει εν μέρει τις εγκαταστάσεις παραγωγής των οικείων εργοστασίων καθώς και να μην χρησιμοποιεί πλέον τις εναπομένουσες εγκαταστάσεις παραγωγής για την παραγωγή προϊόντων που υπάγονται στην κοινή οργάνωση αγοράς για τη ζάχαρη (στο εξής: ΚΟΑ ζάχαρης).

135    Δεύτερον, η έκταση της υποχρέωσης διάλυσης των εγκαταστάσεων παραγωγής διευκρινίστηκε από το άρθρο 4 του κανονισμού 968/2006.

136    Βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 968/2006, η υποχρέωση πλήρους διάλυσης, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 320/2006, αφορά τις εγκαταστάσεις που είναι αναγκαίες για την παραγωγή ζάχαρης, ισογλυκόζης ή σιροπιού ινουλίνης (άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 968/2006), εκείνες που συνδέονται άμεσα με την παραγωγή ζάχαρης, ισογλυκόζης ή σιροπιού ινουλίνης και είναι αναγκαίες για την παραγωγή στο πλαίσιο της αποποιηθείσας ποσόστωσης, έστω και αν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή άλλων προϊόντων (άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 968/2006), καθώς και όλες τις άλλες εγκαταστάσεις, όπως τις εγκαταστάσεις συσκευασίας, οι οποίες δεν χρησιμοποιούνται πλέον και οι οποίες πρέπει να διαλυθούν και να απομακρυνθούν για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος (άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 968/2006).

137    Επομένως, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 968/2006, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 320/2006 και την αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 968/2006, μπορούν να διατηρηθούν κατ’ εξαίρεση, σε περίπτωση πλήρους διάλυσης, όλες οι εγκαταστάσεις πλην εκείνων που είναι αναγκαίες για την παραγωγή ζάχαρης, ισογλυκόζης ή σιροπιού ινουλίνης ή που συνδέονται άμεσα με την παραγωγή των προϊόντων αυτών, όπως είναι οι εγκαταστάσεις συσκευασίας, υπό την προϋπόθεση ότι χρησιμοποιούνται και δεν προορίζονται να διαλυθούν και να απομακρυνθούν για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος.

138    Εξάλλου, το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 968/2006 προβλέπει ότι, σε περίπτωση μερικής διάλυσης, η υποχρέωση διάλυσης καλύπτει τις προβλεπόμενες στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου εγκαταστάσεις (βλ. σκέψη 136 ανωτέρω) οι οποίες δεν προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς παραγωγής ή για άλλες χρήσεις στον χώρο του εργοστασίου σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης. Επιπλέον από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 320/2006 προκύπτει ότι οι εγκαταστάσεις παραγωγής που μπορούν να διατηρηθούν δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται πλέον για την παραγωγή προϊόντων που υπάγονται στην ΚΟΑ ζάχαρης. Επομένως, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 968/2006, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 320/2006, μπορούν να διατηρηθούν οι εγκαταστάσεις οι οποίες ήταν αναγκαίες για την παραγωγή ζάχαρης, ισογλυκόζης ή σιροπιού ινουλίνης ή που συνδέονταν άμεσα με την παραγωγή των προϊόντων αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι δεν χρησιμοποιούνται πλέον για την παραγωγή προϊόντων που υπάγονται στην ΚΟΑ ζάχαρης και ότι προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς παραγωγής ή για άλλες χρήσεις στον χώρο του εργοστασίου σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης.

139    Τρίτον, οι επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης πρέπει να επιλέγουν μεταξύ πλήρους διάλυσης και μερικής διάλυσης κατά την υποβολή της αίτησης χορήγησης ενίσχυσης αναδιάρθρωσης.

140    Συγκεκριμένα, από την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ, γʹ, δʹ και εʹ, και παράγραφος 3, στοιχεία γʹ και ηʹ, του κανονισμού 320/2006, σε συνδυασμό με το άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και γʹ, του κανονισμού 968/2006, προκύπτει ότι η αίτηση χορήγησης ενίσχυσης αναδιάρθρωσης πρέπει να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, δέσμευση του αιτούντος την ενίσχυση, αφενός, να αποποιηθεί την επίμαχη ποσόστωση και, αφετέρου, να διαλύσει πλήρως ή εν μέρει τις εγκαταστάσεις παραγωγής εντός προθεσμίας που τάσσει το οικείο κράτος μέλος, καθώς και σχέδιο αναδιάρθρωσης το οποίο περιέχει, μεταξύ άλλων, πλήρη τεχνική περιγραφή των οικείων εγκαταστάσεων παραγωγής, συνοπτική παρουσίαση των μέτρων και των δράσεων, εκτίμηση του κόστους των εν λόγω μέτρων και δράσεων, το σχέδιο χρηματοδότησης και το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης των διάφορων προβλεπόμενων μέτρων.

141    Επομένως, βάσει των διατάξεων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 140 ανωτέρω, ο λήπτης της ενίσχυσης οφείλει να έχει προσδιορίσει το σύνολο των εγκαταστάσεων παραγωγής τις οποίες δεσμεύεται να διαλύσει, σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης, το αργότερο έως την ημερομηνία υποβολής της αίτησης χορήγησης της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης, για πλήρη ή μερική διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής. Συνεπώς, αυτό προϋποθέτει, όσον αφορά τα επίμαχα σιλό, να καθοριστεί, ήδη από την υποβολή της αίτησης χορήγησης της ενίσχυσης, αν αυτά συνιστούν εγκαταστάσεις παραγωγής των οποίων η διάλυση πρέπει υποχρεωτικώς να προβλεφθεί στο σχέδιο αναδιάρθρωσης όταν ζητείται η χορήγηση ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για την πλήρη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής ή αν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις που καθόρισε το Δικαστήριο.

142    Κάθε αντίθετη ερμηνεία θα καθιστούσε άνευ ουσίας τις απαιτήσεις που τίθενται στο άρθρο 4 του κανονισμού 320/2006 και στο άρθρο 9 του κανονισμού 968/2006 και, επιπλέον, δεν θα ελάμβανε υπόψη τη διάκριση μεταξύ πλήρους διάλυσης και μερικής διάλυσης η οποία προβλέπεται στην επίμαχη νομοθεσία (βλ. σκέψη 133 ανωτέρω).

143    Συναφώς, αφενός, στην περίπτωση που, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης χορήγησης της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης, οι επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης δεν γνωρίζουν αν τα σιλό που βρίσκονται στους χώρους παραγωγής τους συνιστούν ή όχι εγκαταστάσεις παραγωγής, αυτά δεν θα μνημονεύονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης ως εγκαταστάσεις παραγωγής που πρέπει να διαλυθούν, κατά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 320/2006 (βλ. σκέψη 140 ανωτέρω).

144    Επιπλέον, η δέσμευση διάλυσης όλων των εγκαταστάσεων παραγωγής, η οποία πρέπει να συνοδεύει την αίτηση χορήγησης ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για πλήρη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής (βλ. σκέψη 140 ανωτέρω), θα πάσχει καθόσον, εκ των πραγμάτων, δεν θα αφορά το σύνολο των υφιστάμενων κατά την ημέρα ανάληψης της δέσμευσης αυτής εγκαταστάσεων παραγωγής.

145    Αφετέρου, εάν ο χαρακτηρισμός των σιλό ως εγκαταστάσεων παραγωγής εκτιμάτο στο τέλος της διαδικασίας αναδιάρθρωσης, αυτό θα καθιστούσε εφικτό, τόσο σε περίπτωση πλήρους διάλυσης όσο και σε περίπτωση μερικής διάλυσης, να διατηρηθούν σιλό τα οποία, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης χορήγησης της ενίσχυσης, συνιστούσαν εγκαταστάσεις παραγωγής με την αιτιολογία ότι, μετά την αναδιάρθρωση, δεν θα χρησιμοποιούνταν πλέον ως εγκαταστάσεις παραγωγής ζάχαρης. Επομένως, η δυνατότητα διατήρησης μέρους των εγκαταστάσεων παραγωγής δεν θα αποτελούσε πλέον χαρακτηριστικό της μερικής διάλυσης, αλλά θα επεκτεινόταν επίσης και στην πλήρη διάλυση, παρ’ όλον ότι, λόγω των υψηλών δαπανών που σχετίζονται με την πλήρη διάλυση, οι φορείς εκμετάλλευσης θα λάβουν ποσό ενίσχυσης αναδιάρθρωσης κατά 25 % υψηλότερο εκείνου που χορηγείται σε περίπτωση μερικής διάλυσης, όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 320/2006 και την αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 968/2006.

146    Συνεπώς, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζουν η Ιταλική Δημοκρατία, η Γαλλική Δημοκρατία και η Ουγγαρία, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη θεωρώντας ότι η εκτίμηση σχετικά με τον χαρακτηρισμό των επίμαχων σιλό έπρεπε να γίνει κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης χορήγησης της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης.

147    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα που προέβαλαν η Ιταλική Δημοκρατία, η Γαλλική Δημοκρατία και η Ουγγαρία.

148    Κατά πρώτον, η Ιταλική Δημοκρατία διατείνεται ότι, όσον αφορά τα σιλό που προορίζονται για τη δραστηριότητα εγκιβωτισμού και συσκευασίας, το κριτήριο της Επιτροπής δεν συνάδει προς τον επιδιωκόμενο από την επίμαχη ρύθμιση σκοπό της διατήρησης της απασχόλησης και της δραστηριότητας των επιχειρήσεων που αφορά η αναδιάρθρωση. Συναφώς, υπενθυμίζει ότι η επίμαχη ρύθμιση επιτρέπει ρητώς τη διατήρηση των δραστηριοτήτων συσκευασίας και των εγκαταστάσεων που είναι αναγκαίες για τον σκοπό αυτό. Πάντως, δεν αμφισβητείται, κατά την Ιταλική Δημοκρατία, ότι, για τη διασφάλιση της συνέχειας της δραστηριότητας συσκευασίας, είναι πάντοτε αναγκαία η ύπαρξη σιλό. Επομένως, εάν κατεδαφιζόταν σιλό το οποίο χρησιμοποιείται για τη συσκευασία, αυτό θα επέφερε την παύση της δραστηριότητας της οικείας επιχείρησης και την απώλεια θέσεων απασχόλησης, και τούτο θα αντέβαινε στον προμνησθέντα σκοπό.

149    Συναφώς, επισημαίνεται ότι αρκετές διατάξεις των κανονισμών 320/2006 και 968/2006 καταδεικνύουν τη σημασία που απέδωσε ο νομοθέτης της Ένωσης στην κατάσταση της απασχόλησης στις περιοχές που αφορά η αναδιάρθρωση του κλάδου της ζάχαρης. Ενδεικτικώς, από το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 320/2006 προκύπτει ότι η πλήρης διάλυση και η μερική διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής απαιτούν τη λήψη μέτρων με στόχο τη διευκόλυνση της ανακατανομής του εργατικού δυναμικού. Επιπλέον, σε περίπτωση μερικής διάλυσης, το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 968/2006, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 320/2006, επιτρέπει τη διατήρηση των εγκαταστάσεων παραγωγής προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή προϊόντων που δεν υπάγονται στην ΚΟΑ ζάχαρης (βλ. σκέψη 138 ανωτέρω), καθιστώντας έτσι εφικτή τη διατήρηση των θέσεων απασχόλησης στους πρώην χώρους παραγωγής ζάχαρης. Ομοίως, το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 968/2006, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 4 του ίδιου κανονισμού, επιτρέπει, σε περίπτωση πλήρους διάλυσης, τη διατήρηση των εγκαταστάσεων –πλην εκείνων που είναι αναγκαίες για την παραγωγή ζάχαρης, ισογλυκόζης ή σιροπιού ινουλίνης ή που συνδέονται άμεσα με την παραγωγή των προϊόντων αυτών– όπως είναι οι εγκαταστάσεις συσκευασίας, οι οποίες χρησιμοποιούνται και δεν προορίζονται να διαλυθούν και να απομακρυνθούν για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος (βλ. σκέψη 137 ανωτέρω).

150    Τούτου λεχθέντος, ο σκοπός της προστασίας της απασχόλησης και της δραστηριότητας των επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η αναδιάρθρωση πρέπει να εκτιμάται σε συνδυασμό με τον κύριο σκοπό της επίμαχης ρύθμισης, ήτοι τη μείωση της μη κερδοφόρου ικανότητας παραγωγής ζάχαρης στην Ένωση, κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 5 του κανονισμού 320/2006 (βλ. σκέψη 131 ανωτέρω).

151    Επιπλέον, οι κοινωνικού χαρακτήρα εκτιμήσεις τις οποίες επικαλέστηκε η Ιταλική Δημοκρατία δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την ερμηνεία της επίμαχης ρύθμισης που αυτή προτείνει, η οποία θίγει τη βασική διάκριση την οποία θέλησε να θεσπίσει ο νομοθέτης της Ένωσης μεταξύ μερικής και πλήρους διάλυσης (βλ. σκέψεις 133, 134 και 145 ανωτέρω) και, ως εκ τούτου, αντιβαίνει στην εν λόγω ρύθμιση.

152    Επομένως, το επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας πρέπει να απορριφθεί.

153    Κατά δεύτερον, η Ιταλική Δημοκρατία, η Γαλλική Δημοκρατία και η Ουγγαρία υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η υποχρέωση πλήρους διάλυσης των εγκαταστάσεων παραγωγής μπορεί να εκπληρωθεί έστω και αν τα σιλό που προορίζονται για τη συσκευασία ή τον εγκιβωτισμό δεν καταστραφούν, εφόσον υπάρχει αποποίηση της ποσόστωσης παραγωγής και, ως εκ τούτου, οριστική παύση της παραγωγής ζάχαρης.

154    Από τις σκέψεις 133, 134 και 145 ανωτέρω προκύπτει ότι, για την επίτευξη του σκοπού της μείωσης της μη κερδοφόρου ικανότητας παραγωγής ζάχαρης στην Ένωση που επιδιώκεται με την επίμαχη ρύθμιση, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε δύο διαφορετικά καθεστώτα αναδιάρθρωσης ανάλογα με το είδος της πραγματοποιούμενης διάλυσης, τα οποία παρέχουν δικαίωμα σε διαφορετικό ποσό ενίσχυσης αναδιάρθρωσης. Επιπλέον, όπως επισημαίνεται στις σκέψεις 139 έως 141 ανωτέρω, η επιλογή μεταξύ της μερικής διάλυσης και της πλήρους διάλυσης συνεπάγεται ότι η επιχείρηση που ζητεί ενίσχυση αναδιάρθρωσης προσδιορίζει, ήδη από την υποβολή της αίτησης χορήγησης της ενίσχυσης, όλες τις εγκαταστάσεις παραγωγής οι οποίες βρίσκονται στον οικείο χώρο τις οποίες δεσμεύεται να καταστρέψει πλήρως ή εν μέρει το αργότερο στο τέλος της διαδικασίας αναδιάρθρωσης.

155    Επομένως, η λογική του συστήματος που θέσπισε ο νομοθέτης της Ένωσης επιτάσσει να προσδιορίζονται οι εγκατάστασης παραγωγής που πρόκειται να διαλυθούν ήδη από την υποβολή της αίτησης χορήγησης της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης. Συνεπώς, εν αντιθέσει προς τα όσα ισχυρίζεται η Ουγγαρία, το κριτήριο της Επιτροπής δεν αντιβαίνει στην οικονομία του καθεστώτος αναδιάρθρωσης του κλάδου της ζάχαρης.

156    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, τα επιχειρήματα που προέβαλαν η Ιταλική Δημοκρατία, η Γαλλική Δημοκρατία και η Ουγγαρία είναι απορριπτέα.

157    Κατά τρίτον, η Ιταλική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι, με το έγγραφο της 28ης Μαρτίου 2014, αξίωσε από αυτήν να αποδείξει ότι τα επίμαχα σιλό εγκιβωτισμού χρησιμοποιούνταν μόνο για τον εγκιβωτισμό ζάχαρης που είχε παραχθεί από άλλους παραγωγούς. Συγκεκριμένα, κατά την Ιταλική Δημοκρατία, η διατήρηση των σιλό που προορίζονται για τον εγκιβωτισμό επιτρεπόταν από το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 968/2006 και, ως εκ τούτου, ήταν αδιάφορο το αν η ζάχαρη προς εγκιβωτισμό προερχόταν από άλλους παραγωγούς ή από τον φορέα εκμετάλλευσης της εγκατάστασης. Επιπλέον, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει, όπως και η Γαλλική Δημοκρατία, ότι από τη σκέψη 33 της απόφασης της 14ης Νοεμβρίου 2013, SFIR κ.λπ. (C-187/12 έως C‑189/12, EU:C:2013:737) προκύπτει ότι τα σιλό εγκιβωτισμού ή συσκευασίας δεν χαρακτηρίζονται ως εγκαταστάσεις παραγωγής εάν η ζάχαρη που διατηρείται στα σιλό αυτά «παράγεται αλλού στο πλαίσιο ποσόστωσης», ενώ, για τα σιλό αποθήκευσης, είναι αναγκαίο, σύμφωνα με τη σκέψη 32 της απόφασης της 14ης Νοεμβρίου 2013, SFIR κ.λπ. (C-187/12 έως C-189/12, EU:C:2013:737), να έχει πωληθεί η ζάχαρη από άλλους παραγωγούς.

158    Πρώτον, διευκρινίστηκε ήδη στις σκέψεις 136 και 137 ανωτέρω ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 968/2006 επιτρέπει μόνον τη διατήρηση των άλλων εγκαταστάσεων πλην των εγκαταστάσεων παραγωγής. Επομένως, ορθώς η Επιτροπή ζήτησε από την Ιταλική Δημοκρατία να αποδείξει, κατ’ ουσίαν, ότι τα επίμαχα σιλό συσκευασίας, των οποίων η ύπαρξη στους χώρους παραγωγής που είχαν διαλυθεί είχε διαπιστωθεί στο πλαίσιο της έρευνας EX/2010/010/IT, ενέπιπταν σε κάποια από τις εξαιρέσεις που καθόρισε το Δικαστήριο κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης χορήγησης της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης και, επομένως, δεν χαρακτηρίζονταν ως εγκαταστάσεις παραγωγής.

159    Δεύτερον, στην απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, SFIR κ.λπ. (C-187/12 έως C‑189/12, EU:C:2013:737, σκέψεις 26 και 31), το Δικαστήριο έκρινε ότι σιλό το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την αποθήκευση ζάχαρης του λήπτη της ενίσχυσης συνιστά εγκατάσταση που συνδέεται άμεσα με την παραγωγή ζάχαρης κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 968/2006. Δεν εμπίπτει, επομένως, στις άλλες εγκαταστάσεις, και συγκεκριμένα στις εγκαταστάσεις συσκευασίας, οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 968/2006, των οποίων η διατήρηση μπορεί να γίνει δεκτή σε περιπτώσεις πλήρους διάλυσης, υπό την προϋπόθεση ότι χρησιμοποιούνται και δεν προορίζονται να διαλυθούν και να απομακρυνθούν για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος.

160    Ως εκ τούτου, το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 968/2006 δεν είναι δυνατόν να επιτρέπει τη διατήρηση σιλό που χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση της παραγωγής του λήπτη της ενίσχυσης, δεδομένου ότι η διατήρηση αυτή επιτρέπεται μόνο σε περίπτωση μερικής διάλυσης και υπό την προϋπόθεση ότι, στο πέρας της αναδιάρθρωσης, τα σιλό αυτά δεν χρησιμοποιούνται πλέον για την παραγωγή προϊόντων που υπάγονται στην ΚΟΑ ζάχαρης.

161    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί και το επιχείρημα που προέβαλε η Ουγγαρία στην απάντησή της στη γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, κατά το οποίο η αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 968/2006 διακρίνει, στο πλαίσιο των εγκαταστάσεων παραγωγής, υποομάδα εγκαταστάσεων «οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στη γραμμή παραγωγής», στις οποίες συγκαταλέγονται τα σιλό αποθήκευσης ζάχαρης, και των οποίων η διατήρηση γίνεται δεκτή ανεξαρτήτως του χαρακτήρα της διάλυσης ως πλήρους ή μερικής.

162    Τρίτον, κατά την επίμαχη διαδικασία εκκαθάρισης λογαριασμών, η Ιταλική Δημοκρατία δεν απέδειξε, ούτε καν υποστήριξε ότι, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης χορήγησης της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης, τα επίμαχα σιλό χρησιμοποιούνταν για τον εγκιβωτισμό και τη συσκευασία της ζάχαρης που ο λήπτης της ενίσχυσης παρήγαγε αλλού βάσει άλλης ποσόστωσης παραγωγής. Επομένως, παρέλκει η απάντηση στο επιχείρημα που προέβαλε η Ιταλική Δημοκρατία κατά το οποίο, κατ’ ουσίαν, τα σιλό εγκιβωτισμού ή συσκευασίας ζάχαρης που «παράγεται αλλού βάσει ποσόστωσης» εμπίπτουν σε κάποια από τις εξαιρέσεις που καθόρισε το Δικαστήριο, καθόσον το επιχείρημα αυτό δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι τα επίμαχα σιλό δεν ενέπιπταν σε κάποια από τις εξαιρέσεις που καθόρισε το Δικαστήριο κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης χορήγησης της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης.

163    Επομένως, το επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας πρέπει να απορριφθεί.

164    Κατά τέταρτον, η Ιταλική Δημοκρατία διατείνεται, κατ’ ουσίαν, ότι οι συνέπειες της δημοσιονομικής διόρθωσης που εφάρμοσε η Επιτροπή και της διάλυσης των επίμαχων σιλό είναι δυσανάλογες σε σχέση προς τους σκοπούς που επιδιώκει η επίμαχη ρύθμιση, οι οποίοι θα επιτυγχάνονταν πλήρως με την αποδέσμευση της ποσόστωσης και τη συνακόλουθη οριστική παύση της παραγωγής ζάχαρης.

165    Καταρχάς, επισημαίνεται ότι η επίμαχη ρύθμιση επιβάλλει την καταστροφή των εγκαταστάσεων παραγωγής, περιλαμβανομένων των σιλό που χρησιμοποιήθηκαν για την αποθήκευση της ζάχαρης που παρήγαγε ο λήπτης της ενίσχυσης, μόνο στην περίπτωση της πλήρους διάλυσης. Η υποχρέωση αυτή δεν φαίνεται δυσανάλογη υπό το πρίσμα του σκοπού της μείωσης της μη κερδοφόρου ικανότητας παραγωγής ζάχαρης στην Ένωση τον οποίο επιδιώκει η επίμαχη ρύθμιση.

166    Περαιτέρω, η διατήρηση των σιλό, εφόσον χαρακτηριστούν εγκαταστάσεις παραγωγής κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης χορήγησης της ενίσχυσης, γίνεται δεκτή στην περίπτωση της μερικής διάλυσης. Στην περίπτωση αυτή, ο λήπτης της ενίσχυσης δεν θα υποχρεούται να διαλύσει τα σιλό και θα μπορεί να συνεχίσει να ασκεί οικονομικές δραστηριότητες στον χώρο παραγωγής που διαλύθηκε εν μέρει. Για τους λόγους αυτούς, θα εισπράξει ποσό ενίσχυσης αναδιάρθρωσης κατά 25 % μικρότερο εκείνου που θα ελάμβανε σε περίπτωση πλήρους διάλυσης.

167    Κατά τα λοιπά, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν επιβάλλει στην Ιταλική Δημοκρατία να καταστρέψει τα επίμαχα σιλό, αλλά εφαρμόζει δημοσιονομική διόρθωση 25 %, η οποία αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του ποσού της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για πλήρη διάλυση και του ποσού της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για μερική διάλυση.

168    Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά το ζήτημα της αναλογικότητας της επίμαχης ρύθμισης, το Δικαστήριο επισήμανε, με την απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, SFIR κ.λπ. (C-187/12 έως C-189/12, EU:C:2013:737), ότι αυτή επιτρέπει στον παραγωγό να αποφασίσει ελεύθερα αν θα επιδιώξει να λάβει την ενίσχυση, να επιλέξει το εργοστάσιο του οποίου θα αποποιηθεί την ποσόστωση και, αν παραστεί ανάγκη, να επιλέξει αν θα προβεί σε πλήρη ή μερική μόνον διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής. Το Δικαστήριο έκρινε, επιπλέον, ότι το όφελος που μπορεί να αποκομίσει ο παραγωγός από την ενίσχυση αναδιάρθρωσης εξαρτάται, επομένως, σε μεγάλο βαθμό από τις δικές του επιλογές. Ως εκ τούτου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη ρύθμιση δεν είναι δυσανάλογη (απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, SFIR κ.λπ., C-187/12 έως C-189/12, EU:C:2013:737, σκέψεις 44 έως 46).

169    Επομένως, το επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας πρέπει να απορριφθεί.

170    Κατά πέμπτον, η Γαλλική Δημοκρατία και η Ουγγαρία υποστηρίζουν ότι το κριτήριο της Επιτροπής δεν λαμβάνει υπόψη τον εποχιακό χαρακτήρα της παραγωγής ζάχαρης και θέτει εν αμφιβόλω την πρακτική δυνατότητα εφαρμογής των εξαιρέσεων που καθόρισε το Δικαστήριο. Συναφώς, η Γαλλική Δημοκρατία και η Ουγγαρία υπενθυμίζουν ότι οι αιτήσεις χορήγησης της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης έπρεπε να υποβληθούν στο κράτος μέλος το αργότερο έως την 31η Ιανουαρίου που προηγείτο της περιόδου εμπορίας κατά την οποία θα έπρεπε να είχε αποδεσμευτεί η ποσόστωση, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 320/2006. Δεδομένου, όμως, ότι η ημερομηνία αυτή ενέπιπτε στον εποχιακό κύκλο παραγωγής της ζάχαρης, ήταν πολύ πιθανό να χρησιμοποιούνταν ακόμη τα σιλό στην παραγωγή ζάχαρης βάσει ποσόστωσης του αιτούντος την ενίσχυση αναδιάρθρωσης, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών λειτουργίας και χρήσης τους. Η Ουγγαρία υποστηρίζει ότι δεν είναι, επομένως, ρεαλιστικό το ενδεχόμενο να είχαν αποθηκεύσει οι επιχειρήσεις, κατά την ημερομηνία αυτή, στα σιλό, αποκλειστικά και μόνο ζάχαρη που είχε παραχθεί από άλλους παραγωγούς. Η Γαλλική Δημοκρατία προσθέτει, συναφώς, ότι είναι σπάνιο να διαθέτουν οι επιχειρήσεις, στον ίδιο τόπο, εγκατάσταση παραγωγής ζάχαρης βάσει της ποσόστωσής τους και σιλό που χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση, τη συσκευασία ή τον εγκιβωτισμό ζάχαρης που έχει παραχθεί βάσει ποσόστωσης από άλλους παραγωγούς.

171    Αφενός, το γεγονός ότι είναι δυσχερές να πληρούνται, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης χορήγησης της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης, οι προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπουν οι εξαιρέσεις που καθόρισε το Δικαστήριο δεν σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν να πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές. Εξάλλου, η Επιτροπή προσκόμισε την απόφαση υπ’ αριθ. 2966, της 15ης Ιουνίου 2015, του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιταλία), από την οποία προκύπτει ότι, εκ των τριών σιλό που υπήρχαν κατά την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης χορήγησης της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για πλήρη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής, ένα σιλό χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση της ζάχαρης που παράγεται στον χώρο παραγωγής της επιχείρησης που λαμβάνει την ενίσχυση, ενώ τα δύο άλλα σιλό χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση και τον εγκιβωτισμό της ζάχαρης που παρήγαγαν άλλοι παραγωγοί.

172    Αφετέρου, η διατήρηση των σιλό που δεν συνιστούν εγκαταστάσεις παραγωγής συνιστά εξαίρεση από τον κανόνα που υπενθύμισε το Δικαστήριο στη σκέψη 30 της απόφασης της 14ης Νοεμβρίου 2013, SFIR κ.λπ. (C-187/12 έως C-189/12, EU:C:2013:737), κατά τον οποίο, για τους σκοπούς της χορήγησης της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για πλήρη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής, το οικείο βιομηχανικό συγκρότημα πρέπει να τεθεί εκτός λειτουργίας στο σύνολό του. Επομένως, το ότι η εκτίμηση της χρήσης των σιλό κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης χορήγησης της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης σπάνια οδηγεί σε αποκλεισμό του χαρακτηρισμού τους ως εγκαταστάσεων παραγωγής είναι απλώς συνέπεια του γεγονότος ότι η δυνατότητα να μη διαλυθούν ή να εξακολουθήσουν μάλιστα να χρησιμοποιούνται στο μέλλον άλλες εγκαταστάσεις, εκτός από τις εγκαταστάσεις παραγωγής, και να διατηρηθεί παράλληλα το δικαίωμα λήψης ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για πλήρη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής, συνιστά εξαίρεση από τον κανόνα που υπενθυμίζει το Δικαστήριο, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενά (πρβλ. απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, SFIR κ.λπ., C-187/12 έως C-189/12, EU:C:2013:737, σκέψη 30).

173    Επομένως, τα επιχειρήματα της Γαλλικής Δημοκρατίας και της Ουγγαρίας πρέπει να απορριφθούν.

174    Κατά έκτον, η Γαλλική Δημοκρατία διατείνεται ότι από την προβλεπόμενη στο άρθρο 11 του κανονισμού 968/2006 δυνατότητα τροποποίησης του σχεδίου αναδιάρθρωσης προκύπτει ότι η ακριβής χρήση των σιλό που διατηρούνται μπορεί να μεταβληθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διάλυσης. Επομένως, κατά τη Γαλλική Δημοκρατία, αντιβαίνει στον εξελικτικό χαρακτήρα της διαδικασίας διάλυσης να εκτιμάται η χρήση των σιλό κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης χορήγησης της ενίσχυσης. Η Ουγγαρία, εξάλλου, υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το κριτήριο της Επιτροπής αντιβαίνει στη διακριτική ευχέρεια που διαθέτουν, δυνάμει της εφαρμοστέας ρύθμισης και, ιδίως, του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 968/2006, οι επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης όσον αφορά την κατάρτιση και την υλοποίηση των σχεδίων αναδιάρθρωσης.

175    Αφενός, η διακριτική ευχέρεια που διαθέτουν οι λήπτες της ενίσχυσης όσον αφορά την κατάρτιση του σχεδίου αναδιάρθρωσης και η δυνατότητα να το τροποποιήσουν βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 968/2006 δεν μπορούν να αντιβαίνουν στην τήρηση των διατάξεων των κανονισμών 320/2006 και 968/2006 και, ιδίως, της προβλεπόμενης στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 320/2006 βασικής υποχρέωσης διάλυσης των εγκαταστάσεων παραγωγής, η οποία, σε περίπτωση πλήρους διάλυσης, συνεπάγεται την καταστροφή όλων των εγκαταστάσεων παραγωγής που υφίστανται κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης χορήγησης της ενίσχυσης.

176    Αφετέρου, τα επιχειρήματα της Γαλλικής Δημοκρατίας και της Ουγγαρίας δεν λαμβάνουν υπόψη τη διάκριση μεταξύ πλήρους διάλυσης και μερικής διάλυσης, η οποία είναι όμως εγγενές στοιχείο της επίμαχης ρύθμισης (βλ. σκέψεις 133, 134 και 145 ανωτέρω). Πάντως, δυνατότητα διατήρησης των εγκαταστάσεων παραγωγής, περιλαμβανομένων των σιλό, υπάρχει μόνο σε περίπτωση μερικής διάλυσης και συνεπάγεται χορήγηση ποσού ενίσχυσης μικρότερου εκείνου που θα χορηγείτο σε περίπτωση διάλυσης όλων των εγκαταστάσεων παραγωγής.

177    Επομένως, τα επιχειρήματα της Γαλλικής Δημοκρατίας και της Ουγγαρίας πρέπει να απορριφθούν.

178    Τέλος, κατά έβδομον, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι από τη χρήση της οριστικής μέλλοντα στην απόδοση στη γαλλική γλώσσα της φράσης «των εγκαταστάσεων παραγωγής που δεν θα χρησιμοποιηθούν», στο άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 320/2006, προκύπτει ότι η προϋπόθεση σχετικά με τη χρήση των εγκαταστάσεων που διατηρούνται στον χώρο παραγωγής δεν μπορεί να εκτιμηθεί κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης χορήγησης της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης.

179    Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 320/2006, σε περίπτωση μερικής διάλυσης, επιτρέπεται η διατήρηση μέρους των εγκαταστάσεων παραγωγής και η διάλυση εκείνων που, εκ των πραγμάτων, δεν θα χρησιμοποιηθούν πλέον από τον λήπτη της ενίσχυσης μετά το πέρας της αναδιάρθρωσης. Επιπλέον, στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 968/2006 διευκρινίζεται, συναφώς, ότι η απαίτηση διάλυσης αφορά όλες τις εγκαταστάσεις που «δεν προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς παραγωγής ή για άλλες χρήσεις στο χώρο του εργοστασίου σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης».

180    Επομένως, από τη συνδυασμένη ερμηνεία των διατάξεων που μνημονεύονται στη σκέψη 179 ανωτέρω προκύπτει ότι ο λήπτης ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για μερική διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής πρέπει να γνωρίζει, ήδη από την υποβολή της αίτησης χορήγησης της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης, ποιες εγκαταστάσεις παραγωγής δεν προτίθεται να χρησιμοποιήσει πλέον μετά το πέρας της αναδιάρθρωσης και να τις μνημονεύει στο σχέδιο αναδιάρθρωσης.

181    Στο πλαίσιο αυτό, η χρήση της οριστικής μέλλοντα στην απόδοση του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 320/2006 στη γαλλική γλώσσα δεν εμποδίζει την εφαρμογή του κριτηρίου της Επιτροπής.

182    Επομένως, το επιχείρημα της Γαλλικής Δημοκρατίας πρέπει να απορριφθεί.

183    Δεδομένου ότι κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν η Ιταλική Δημοκρατία, η Γαλλική Δημοκρατία και η Ουγγαρία δεν είναι βάσιμο, επιβάλλεται η απόρριψη του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, του δεύτερου λόγου ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται, κατ’ ουσίαν, παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της καλόπιστης συνεργασίας, ne bis in idem και της χρηστής διοίκησης καθώς και παράβαση του καθήκοντος μέριμνας

184    Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως έχει, κατ’ ουσίαν, δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της καλόπιστης συνεργασίας και της χρηστής διοίκησης καθώς και παράβαση του καθήκοντος μέριμνας. Το δεύτερο σκέλος αφορά παραβίαση της αρχής ne bis in idem.

185    Το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να εξεταστεί πριν από το πρώτο σκέλος του ίδιου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του δεύτερου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παραβίαση της αρχής ne bis in idem

186    Η Ιταλική Δημοκρατία επικαλείται παραβίαση της αρχής ne bis in idem για τον λόγο, κατ’ ουσίαν, ότι η προηγούμενη έρευνα EX/2008/008/IT της Επιτροπής αφορούσε ζητήματα ίδια με εκείνα που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας EX/2010/010/IT.

187    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Ιταλικής Δημοκρατίας.

188    Χωρίς να χρειάζεται να κριθεί αν η αρχή ne bis in idem τυγχάνει εφαρμογής στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, διαπιστώνεται, πρώτον, όπως επισήμανε η Επιτροπή, ότι οι έρευνες EX/2008/008/IT και EX/2010/10/IT είχαν διαφορετικούς σκοπούς. Συγκεκριμένα, από την επιστολή περί ανάθεσης αρμοδιοτήτων σχετικά με την έρευνα EX/2008/008/IT, την οποία απέστειλε η Επιτροπή στις ιταλικές αρχές μέσω τηλεομοιοτυπίας στις 10 Οκτωβρίου 2008, προκύπτει ότι η Επιτροπή επιθυμούσε κυρίως να εξετάσει και να συζητήσει ζητήματα αφορώντα τους ελέγχους σχετικά με την παραγωγή και τη διακίνηση της ζάχαρης από την περίοδο εμπορίας 2006/2007, καθώς και τις υπάρχουσες εκθέσεις ελέγχου. Αντιθέτως, από την επιστολή περί ανάθεσης αρμοδιοτήτων σχετικά με την έρευνα EX/2010/10/IT, την οποία απέστειλε η Επιτροπή στις ιταλικές αρχές μέσω τηλεομοιοτυπίας στις 30 Αυγούστου 2010, προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε την πρόθεση να επισκεφθεί τους χώρους παραγωγής των ιταλικών επιχειρήσεων που έλαβαν την ενίσχυση αναδιάρθρωσης, να συζητήσει ζητήματα αφορώντα τους ελέγχους των σχετικών με την αναδιάρθρωση του κλάδου της ζάχαρης μέτρων και να εξετάσει τις επιλεγείσες πληρωμές.

189    Εξάλλου, όσον αφορά την έρευνα EX/2008/008/IT, επισημαίνεται ότι, στις 8 Απριλίου 2009, η Επιτροπή είχε αποστείλει στις ιταλικές αρχές κοινοποίηση, κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006, απαρτιζόμενη από ένα έγγραφο και ένα παράρτημα, με την οποία, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ανακοίνωσε στις ιταλικές αρχές τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής, τα οποία παρέθεσε στο εν λόγω παράρτημα. Στο παράρτημα αυτό η Επιτροπή επισήμαινε, μεταξύ άλλων, ότι, «συνολικά, οι επίμαχοι χώροι παραγωγής της Eridania [Sadam] [είχαν] ήδη κατεδαφιστεί [, ότι] επί τόπου βρίσκοντ[αν] ακόμη σε λειτουργία ορισμένα σιλό αποθήκευσης και μηχανήματα συσκευασίας» και ότι, «[κ]ατά τους επιθεωρητές, έως τώρα δεν υπήρξαν προβλήματα». Εντούτοις, το απόσπασμα αυτό από την κοινοποίηση της 8ης Απριλίου 2009, το οποίο προέρχεται από το προσαρτημένο σε αυτή παράρτημα, αναφέρεται στις δηλώσεις των τεχνικών επιθεωρητών της Agenzia per le Erogazioni in Agricoltura (AGEA, υπηρεσίας για τη χορήγηση ενισχύσεων στη γεωργία, Ιταλία) κατά την επίσκεψη εκπροσώπων της Επιτροπής στη διοικητική έδρα της επιχείρησης Eridania Sadam, δηλώσεις τις οποίες η Επιτροπή μετέφερε απλώς στο πλαίσιο της παράθεσης των αποτελεσμάτων της έρευνας EX/2008/008/IT, χωρίς να αντλήσει συνέπειες εξ αυτών.

190    Επιπλέον, από το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της έρευνας EX/2008/008/IT, η Επιτροπή ζήτησε να της διαβιβαστούν οι εκθέσεις ελέγχου και οι πληροφορίες σχετικά με τα σχέδια αναδιάρθρωσης δύο ιταλικών επιχειρήσεων που συμμετείχαν στο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα της πραγματικής διάλυσης όλων των εγκαταστάσεων παραγωγής, περιλαμβανομένων των επίμαχων σιλό.

191    Δεύτερον, στο πλαίσιο της έρευνας EX/2010/010/IT, με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε στις 2 Νοεμβρίου 2011 επί των πρακτικών της διμερούς συνάντησης της 4ης Μαΐου 2011 (βλ. σκέψη 28 ανωτέρω), η Ιταλική Δημοκρατία υποστήριξε ρητώς ότι η συγκεκριμένη έρευνα και η έρευνα EX/2008/008/IT ήταν διαφορετικές και, ιδίως, ότι η πρώτη κοινοποίηση της 9ης Δεκεμβρίου 2010, αφενός, δεν περιείχε καμία παραπομπή στην έρευνα EX/2008/008/IT ούτε στις επιθεωρήσεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο αυτό και, αφετέρου, μνημόνευε μόνο πραγματικά περιστατικά ή περιστάσεις που διαπιστώθηκαν αποκλειστικά και μόνο κατά τη διάρκεια της έρευνας EX/2010/010/IT.

192    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η αιτίαση η οποία αντλείται από παραβίαση της αρχής ne bis in idem είναι απορριπτέα.

 Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της καλόπιστης συνεργασίας και της χρηστής διοίκησης καθώς και παράβαση του καθήκοντος μέριμνας

193    Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της καλόπιστης συνεργασίας και της χρηστής διοίκησης, και παρέβη το καθήκον μέριμνας, καθόσον γνώριζε τη θέση των ιταλικών αρχών όσον αφορά τη διατήρηση των επίμαχων σιλό στην περίπτωση της πλήρους διάλυσης, αλλά δεν προέβαλε αντιρρήσεις συναφώς πριν από την έρευνα EX/2010/010/IT. Κατά την Ιταλική Δημοκρατία, το γεγονός ότι το ζήτημα των επίμαχων σιλό περιελήφθη εκ νέου στην έρευνα EX/2010/010/IT συνιστά επίσης παραβίαση των αρχών της καλόπιστης συνεργασίας και της χρηστής διοίκησης, καθώς και παράβαση του καθήκοντος μέριμνας.

194    Η Γαλλική Δημοκρατία διατείνεται, εξάλλου, ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας στο μέτρο που, καίτοι η ερμηνεία της όσον αφορά την έννοια του όρου «εγκαταστάσεις παραγωγής» εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου, δεν ενημέρωσε σχετικά όλα τα κράτη μέλη, με αποτέλεσμα, κατ’ αυτήν, άνιση μεταχείριση των κρατών μελών.

195    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Ιταλικής Δημοκρατίας. Επιπλέον, εκτιμά ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η Γαλλική Δημοκρατία προς στήριξη της αιτίασης που αντλείται από παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας συνιστούν λόγο ακυρώσεως τον οποίο δεν προέβαλε η Ιταλική Δημοκρατία και ο οποίος είναι, επομένως, απαράδεκτος.

196    Κατά πρώτον, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 188 έως 191 ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας ότι η Επιτροπή περιέλαβε εκ νέου το ζήτημα των επίμαχων σιλό στην έρευνα EX/2010/010/IT κατά παραβίαση των αρχών της καλόπιστης συνεργασίας και της χρηστής διοίκησης, καθώς και κατά παράβαση του καθήκοντος μέριμνας.

197    Κατά δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η Ένωση και τα κράτη μέλη εκπληρώνουν τα εκ των Συνθηκών καθήκοντα βάσει αμοιβαίου σεβασμού και αμοιβαίας συνεργασίας.

198    Η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας έχει εκ φύσεως αμοιβαίο χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν κάθε μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίζει την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης και επιβάλλει στα θεσμικά όργανα της Ένωσης αμοιβαία καθήκοντα καλόπιστης συνεργασίας με τα κράτη μέλη (αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 2003, Ιρλανδία κατά Επιτροπής, C-339/00, EU:C:2003:545, σκέψεις 71 και 72, και της 6ης Νοεμβρίου 2014, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-632/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:934, σκέψη 34).

199    Από τη νομολογία που υπενθυμίστηκε στη σκέψη 198 ανωτέρω προκύπτει ότι, εν προκειμένω, απέκειτο στα κράτη μέλη να μεριμνήσουν ώστε να άρουν τις αμφιβολίες σχετικά με την ορθή εφαρμογή της επίμαχης ρύθμισης, ενδεχομένως, υποβάλλοντας στην Επιτροπή ερώτημα σχετικά με τη δυνατότητα χορήγησης ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για πλήρη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής σε επιχειρήσεις οι οποίες είχαν την πρόθεση να διατηρήσουν τα σιλό και τούτο, κατά μείζονα λόγο, δεδομένου ότι, βάσει του άρθρου 5 του κανονισμού 320/2006, την απόφαση για τη χορήγηση της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης λαμβάνει το κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται σχετική αίτηση.

200    Επομένως, εάν έτρεφε αμφιβολίες όσον αφορά την ορθή εφαρμογή της επίμαχης ρύθμισης, η Ιταλική Δημοκρατία όφειλε να υποβάλει ερώτημα στην Επιτροπή.

201    Από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει, πάντως, ότι η Ιταλική Δημοκρατία υπέβαλε ρητώς ερώτημα στην Επιτροπή σχετικά με τη δυνατότητα διατήρησης των επίμαχων σιλό και λήψης ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για πλήρη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής. Ειδικότερα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι ιταλικές αρχές δεν έθεσαν το ζήτημα αυτό στο έγγραφο που απέστειλαν μέσω τηλεομοιοτυπίας στην Επιτροπή, στις 22 Μαρτίου 2006, ζητώντας διευκρινίσεις σχετικά με την ερμηνεία του σχεδίου του κανονισμού 968/2006 όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την πλήρη διάλυση. Η έκθεση του οργάνου συμβιβασμού της 10ης Φεβρουαρίου 2013 (βλ. σκέψη 30 ανωτέρω) επιβεβαιώνει επίσης ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν καταλεγόταν στα έξι κράτη μέλη που υπέβαλαν συγκεκριμένα ερωτήματα σχετικά με το αν συμπεριλαμβάνονται τα σιλό στις εργασίες διάλυσης.

202    Επομένως, εν αντιθέσει προς όσα διατείνεται η Ιταλική Δημοκρατία, η Επιτροπή δεν όφειλε να της γνωστοποιήσει τη θέση της σχετικά με τη διάλυση των επίμαχων σιλό πριν από την έρευνα EX/2010/010/IT.

203    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί επίσης η επιχειρηματολογία της Γαλλικής Δημοκρατίας, η οποία υπενθυμίστηκε στη σκέψη 194 ανωτέρω, δεδομένου ότι, βάσει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, δεν μπορούσε να απαιτηθεί από την Επιτροπή να κοινοποιήσει τη θέση της σχετικά με τη διάλυση των σιλό σε όλα τα κράτη μέλη.

204    Τέλος, κατά το άρθρο 40, πέμπτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο εφαρμόζεται στην ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία δυνάμει του άρθρου 53 του ίδιου Οργανισμού, η παρέμβαση έχει ως αντικείμενο την υποστήριξη των αιτημάτων του ενός των διαδίκων. Επιπλέον, το άρθρο 145, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι το υπόμνημα παρεμβάσεως περιέχει, μεταξύ άλλων, τα αιτήματα του παρεμβαίνοντος, με τα οποία υποστηρίζονται, εν όλω ή εν μέρει, τα αιτήματα ενός των κύριων διαδίκων, καθώς και τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα του παρεμβαίνοντος.

205    Κατά τη νομολογία, οι διατάξεις αυτές παρέχουν στον παρεμβαίνοντα το δικαίωμα να προβάλει αυτοτελώς όχι μόνον επιχειρήματα, αλλά και λόγους ακυρώσεως, εφόσον αυτοί προβάλλονται προς υποστήριξη αιτημάτων ενός από τους κύριους διαδίκους και δεν είναι εντελώς ξένοι προς τη βάση της ένδικης διαφοράς όπως αυτή διαμορφώθηκε μεταξύ του προσφεύγοντος και του καθού, πράγμα το οποίο θα κατέληγε σε τροποποίηση του αντικειμένου της διαφοράς (βλ. αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, Regione autonoma della Sardegna κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-394/08, T-408/08, T-453/08 και T-454/08, EU:T:2011:493, σκέψεις 41 και 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 14ης Ιανουαρίου 2016, Doux κατά Επιτροπής, T-434/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:7, σκέψη 74 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

206    Εν προκειμένω, η Γαλλική Δημοκρατία, υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι η μη κοινοποίηση σε όλα τα κράτη μέλη της θέσης της Επιτροπής όσον αφορά την υποχρέωση διάλυσης των σιλό για τη λήψη ενίσχυσης αναδιάρθρωσης για πλήρη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής είχε ως αποτέλεσμα την άνιση μεταχείριση των κρατών αυτών, προβάλλει αυτοτελή λόγο ακυρώσεως ο οποίος δεν ερείδεται ούτε στο δικόγραφο της προσφυγής ούτε στο υπόμνημα αντικρούσεως.

207    Ως εκ τούτου, ο λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Γαλλική Δημοκρατία δεν συνδέεται με το αντικείμενο της διαφοράς όπως αυτό ορίστηκε από τους κύριους διαδίκους και, επομένως, μεταβάλλει το πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που υπενθυμίστηκε στη σκέψη 205 ανωτέρω.

208    Κατά τρίτον, όσον αφορά την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα επικλήσεώς της παρέχεται σε κάθε ιδιώτη στον οποίο η διοίκηση της Ένωσης έχει δημιουργήσει βάσιμες προσδοκίες, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις. Συγκεκριμένα, τέτοιου είδους διαβεβαιώσεις, ανεξαρτήτως της μορφής υπό την οποία παρέχονται, συνιστούν οι πληροφορίες που είναι ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες και προέρχονται από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Αντιστρόφως, κανείς δεν μπορεί να επικαλείται παραβίαση της αρχής αυτής εφόσον δεν υπάρχουν συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις εκ μέρους της διοικήσεως (βλ. αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2012, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-356/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:418, σκέψη 108 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 12ης Νοεμβρίου 2015, Ιταλία κατά Επιτροπής, T-255/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:838, σκέψη 143 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

209    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι είχε λάβει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις εκ μέρους της Επιτροπής σχετικά με τη δυνατότητα διατήρησης των επίμαχων σιλό σε περίπτωση πλήρους διάλυσης των εγκαταστάσεων παραγωγής.

210    Πρώτον, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν προέβαλε αντιρρήσεις ως προς τη διατήρηση των επίμαχων σιλό κατά την έρευνα EX/2008/008/IT δεν μπορεί να εξομοιωθεί με θέση την οποία έλαβε το θεσμικό όργανο, εγκρίνοντας την ερμηνεία που έδωσαν οι ιταλικές αρχές στην επίμαχη ρύθμιση. Συγκεκριμένα, μόνο ρητή και σαφής δήλωση της Επιτροπής θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο είχε εγκρίνει τη διατήρηση των επίμαχων σιλό (πρβλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2011, Ισπανία κατά Επιτροπής, T-106/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:740, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

211    Δεύτερον, εν αντιθέσει προς όσα ισχυρίζεται η Ιταλική Δημοκρατία, από τη σκέψη 189 ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της έρευνας EX/2008/008/IT, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε την ύπαρξη σιλό στους χώρους παραγωγής ορισμένων ιταλικών επιχειρήσεων και περιορίστηκε να λάβει γνώση των πληροφοριών που της γνωστοποίησαν συναφώς οι τεχνικοί επιθεωρητές της AGEA. Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι, την εποχή εκείνη, η υλοποίηση του καθεστώτος αναδιάρθρωσης βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη και, επομένως, η διατήρηση των σιλό δεν ήταν παράνομη (βλ. σκέψη 74 ανωτέρω).

212    Τρίτον, δεν συνιστά συγκεκριμένη διαβεβαίωση κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 208 ανωτέρω, το γεγονός ότι, όπως επικαλείται η Ιταλική Δημοκρατία, η Επιτροπή δεν προέβαλε αντιρρήσεις όταν έλαβε το αντίγραφο των σχεδίων αναδιάρθρωσης που κατάρτισαν οι λήπτες των ενισχύσεων, όπως αυτά είχαν εγκριθεί από τις ιταλικές αρχές, από τα οποία προέκυπτε η πρόθεση διατήρησης των επίμαχων σιλό.

213    Συναφώς, αφενός, η απουσία αντιρρήσεων εκ μέρους της Επιτροπής δεν συνιστά, κατά τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 210 ανωτέρω, ρητή και σαφή δήλωση της έγκρισης από το εν λόγω θεσμικό όργανο της διατήρησης των επίμαχων σιλό. Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5 του κανονισμού 320/2006, την απόφαση χορήγησης της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης λαμβάνουν τα κράτη μέλη και όχι η Επιτροπή. Επιπλέον, από το άρθρο 9 του κανονισμού 968/2006 προκύπτει ότι μόνο τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα να εκτιμούν την επιλεξιμότητα των αιτήσεων χορήγησης ενίσχυσης αναδιάρθρωσης και να ελέγχουν ότι τα σχέδια αναδιάρθρωσης πληρούν το σύνολο των προϋποθέσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, του ίδιου αυτού κανονισμού. Τέλος, διαπιστώνεται, όπως επισήμανε και η Επιτροπή, ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 4, και του άρθρου 11, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 968/2006, το θεσμικό όργανο λαμβάνει αντίγραφο των σχεδίων αναδιάρθρωσης που ενέκριναν τα κράτη μέλη χωρίς να απαιτείται από αυτό να διατυπώσει παρατηρήσεις επί των σχεδίων αυτών.

214    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή εξήγησε ότι, όταν λαμβάνει σχέδια αναδιάρθρωσης, διενεργεί έλεγχο για «στατιστικούς», κατά την οικονομική του όρου έννοια, λόγους, με στόχο, κυρίως, να επαληθευτούν ο αντίκτυπος της αναδιάρθρωσης της οικείας επιχείρησης στη μείωση των ποσοστώσεων, καθώς και οι προϋπολογισμοί που θα εφαρμοστούν. Αντιθέτως, η συμφωνία της υλοποίησης της αναδιάρθρωσης προς την επίμαχη ρύθμιση ελέγχεται μεταγενέστερα, ήτοι μετά την υλοποίηση των προβλεπόμενων από το σχέδιο αναδιάρθρωσης μέτρων.

215    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

216    Τέλος, κατά τέταρτον, η Ιταλική Δημοκρατία επικαλείται παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και παράβαση του καθήκοντος μέριμνας για τον λόγο ότι, κατ’ ουσίαν, πριν από την έρευνα EX/2010/010/IT, η Επιτροπή γνώριζε ότι οι ιταλικές επιχειρήσεις που έλαβαν την ενίσχυση αναδιάρθρωσης για πλήρη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής είχαν την πρόθεση να διατηρήσουν τα επίμαχα σιλό, αλλά δεν προέβαλε καμία αντίρρηση πριν από την πρώτη κοινοποίηση της 9ης Δεκεμβρίου 2010.

217    Πρέπει να υπομνησθεί ότι μεταξύ των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών περιλαμβάνεται, ιδίως, η αρχή της χρηστής διοικήσεως, την οποία καθιερώνει το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διακήρυξη του οποίου έγινε στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια (ΕΕ 2000, C 364, σ. 1), με την οποία συνδέεται η υποχρέωση του αρμόδιου θεσμικού οργάνου να ερευνά, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περίπτωσης (βλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Applied Microengineering κατά Επιτροπής, T-387/09, EU:T:2012:501, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

218    Με την αρχή της χρηστής διοίκησης συνδέεται επίσης το καθήκον μέριμνας της διοίκησης (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα W. Van Gerven στην υπόθεση Nölle, C-16/90, EU:C:1991:233, σημείο 28). Ειδικότερα, από τη νομολογία προκύπτει ότι το καθήκον μέριμνας επιβάλλει, μεταξύ άλλων, στη διοίκηση, οσάκις λαμβάνει απόφαση σχετικά με την κατάσταση μόνιμου υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ικανά να καθορίσουν την απόφασή της και, ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτό, να λαμβάνει υπόψη όχι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας αλλά και το συμφέρον του οικείου υπαλλήλου (βλ. απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2006, Αγγελίδης κατά Κοινοβουλίου, T-416/03, EU:T:2006:375, σκέψη 117 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

219    Εν προκειμένω, πρώτον, δεν προκύπτει από τη δικογραφία ότι, πριν από την έρευνα EX/2010/010/IT, η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα της πραγματικής διάλυσης όλων των εγκαταστάσεων παραγωγής από τις ιταλικές επιχειρήσεις που συμμετείχαν στο καθεστώς αναδιάρθρωσης (βλ. σκέψεις 188 έως 190 ανωτέρω). Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, πριν από την έρευνα EX/2010/010/IT, η διατήρηση των σιλό δεν ήταν παράνομη καθόσον η υλοποίηση του καθεστώτος αναδιάρθρωσης βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη (βλ. σκέψη 211 ανωτέρω). Δεύτερον, εν αντιθέσει προς όσα ισχυρίζεται η Ιταλική Δημοκρατία, ουδόλως αποδεικνύεται ότι, πριν από την έρευνα EX/2010/010/IT, η Επιτροπή είχε ενημερωθεί ότι οι ιταλικές επιχειρήσεις που έλαβαν την ενίσχυση αναδιάρθρωσης για πλήρη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής είχαν την πρόθεση να διατηρήσουν τα επίμαχα σιλό μετά το πέρας των εργασιών διάλυσης. Τρίτον, εφόσον έτρεφε αμφιβολίες όσον αφορά την ορθή εφαρμογή της επίμαχης ρύθμισης, η Ιταλική Δημοκρατία όφειλε να υποβάλει ερώτημα στην Επιτροπή, κάτι το οποίο εντούτοις δεν έπραξε (βλ. σκέψεις 199 έως 201 ανωτέρω). Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι γνωστοποίησε στις ιταλικές αρχές τη θέση της σχετικά με τη διάλυση των επίμαχων σιλό για πρώτη φορά με την πρώτη κοινοποίηση της 9ης Δεκεμβρίου 2010. Επομένως, η Ιταλική Δημοκρατία δεν απέδειξε την ύπαρξη παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης και παράβασης του καθήκοντος μέριμνας.

220    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η απόρριψη του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, του τρίτου λόγου ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1290/2005, παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, και του κεφαλαίου 3 του κανονισμού 885/2006 και παράβαση των κατευθυντήριων γραμμών της Επιτροπής που καθορίζονται στο έγγραφο VI/5330/97 καθώς και της υποχρέωσης αιτιολόγησης

221    Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, δύο σκέλη, τα οποία αφορούν, το πρώτο, παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, παράβαση του άρθρου 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1290/2005, παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, και του κεφαλαίου 3 του κανονισμού 885/2006 καθώς και παράλειψη εξέτασης της θέσης του οργάνου συμβιβασμού και, το δεύτερο, παράβαση των κατευθυντήριων γραμμών της Επιτροπής που καθορίζονται στο έγγραφο VI/5330/97.

 Επί του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά, κατ’ ουσίαν, παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, παράβαση του άρθρου 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1290/2005, παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, και του κεφαλαίου 3 του κανονισμού 885/2006 καθώς και παράλειψη εξέτασης της θέσης του οργάνου συμβιβασμού

222    Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι με την προσβαλλομένη απόφαση η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1290/2005, το άρθρο 11, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, και το κεφάλαιο 3 του κανονισμού 885/2006. Επιπλέον, επικαλείται, κατ’ ουσίαν, παράλειψη εξέτασης της θέσης του οργάνου συμβιβασμού καθώς και έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς το σημείο αυτό.

223    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Ιταλικής Δημοκρατίας.

224    Κατά πρώτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1290/2005, του άρθρου 11, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, και του κεφαλαίου 3 του κανονισμού 885/2006, διαπιστώνεται ότι, όπως επισημαίνει και η Επιτροπή, η Ιταλική Δημοκρατία περιορίστηκε στον ισχυρισμό περί διαπράξεως των παραβάσεων αυτών χωρίς ουδόλως να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό της.

225    Ωστόσο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει, εκτός από το αντικείμενο της διαφοράς, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλονται καθώς και συνοπτική έκθεση των εν λόγω ισχυρισμών, στοιχεία τα οποία απουσιάζουν, εν προκειμένω.

226    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της Ιταλικής Δημοκρατίας η οποία αντλείται από παράβαση του άρθρου 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1290/2005, του άρθρου 11, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, και του κεφαλαίου 3 του κανονισμού 885/2006.

227    Κατά δεύτερον, όσον αφορά την αιτίαση περί παράλειψης εξέτασης, από την Επιτροπή, της θέσης που διατύπωσε το όργανο συμβιβασμού στην έκθεσή του, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 31, παράγραφος 3, του κανονισμού 1290/2005:

«Πριν από κάθε απόφαση απόρριψης της χρηματοδότησης, τα αποτελέσματα των ελέγχων της Επιτροπής και οι απαντήσεις του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους κοινοποιούνται εγγράφως και, κατόπιν, τα δύο μέρη επιχειρούν να καταλήξουν σε συμφωνία για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν.

Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία, το κράτος μέλος δύναται να ζητήσει, εντός τεσσάρων μηνών, την έναρξη διαδικασίας συμβιβασμού των αντίστοιχων θέσεων. Τα αποτελέσματα της διαδικασίας αυτής ανακοινώνονται με έκθεση προς την Επιτροπή, η οποία τα εξετάζει, πριν αποφασίσει να απορρίψει ενδεχομένως τη χρηματοδότηση.»

228    Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, προτού λάβει απόφαση απόρριψης της χρηματοδότησης, η Επιτροπή οφείλει μόνο να «εξετάσει» την έκθεση του οργάνου συμβιβασμού και, ως εκ τούτου, η έκθεση αυτή δεν τη δεσμεύει.

229    Εξάλλου, εν προκειμένω, από την έκθεση του οργάνου συμβιβασμού της 10ης Φεβρουαρίου 2013 προκύπτει ότι, λαμβανομένων υπόψη των δυσχερειών ερμηνείας της επίμαχης ρύθμισης τις οποίες αντιμετώπισε και η ίδια η Επιτροπή, το όργανο συμβιβασμού είχε καλέσει την Επιτροπή να εξετάσει το ενδεχόμενο μείωσης της δημοσιονομικής διόρθωσης ή μη εφαρμογής οποιασδήποτε δημοσιονομικής διόρθωσης, κατ’ εφαρμογήν του εγγράφου VI/5330/97.

230    Πάντως, στο έγγραφο της 28ης Μαρτίου 2014, το οποίο απέστειλε στις ιταλικές αρχές μετά την έκδοση της απόφασης της 14ης Νοεμβρίου 2013, SFIR κ.λπ. (C‑187/12 έως C-189/12, EU:C:2013:737), η Επιτροπή απέκλεισε, κατ’ ουσίαν, το ενδεχόμενο να μειώσει τη διόρθωση ή να μην εφαρμόσει καμία διόρθωση λόγω των δυσχερειών ερμηνείας της επίμαχης ρύθμισης, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι τα περισσότερα από τα 23 κράτη μέλη τα οποία συμμετείχαν στο καθεστώς αναδιάρθρωσης του κλάδου της ζάχαρης είχαν ερμηνεύσει με σαφήνεια τη ρύθμιση αυτή υπό την έννοια ότι επέβαλε τη διάλυση των σιλό και ότι, ως εκ τούτου, η επίμαχη ρύθμιση δεν δημιουργούσε προβλήματα ερμηνείας.

231    Επομένως, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή έλαβε εμμέσως, πλην όμως κατ’ αναγκαία συνεπαγωγή, θέση επί της γνώμης που εξέφερε το όργανο συμβιβασμού στην έκθεσή του.

232    Τέλος, εν αντιθέσει προς τα όσα διατείνεται η Ιταλική Δημοκρατία, η επί λέξει επανάληψη παρατηρήσεων τις οποίες έχει ήδη διατυπώσει η Επιτροπή μπορεί να συνιστά κατάλληλη αιτιολογία.

233    Ως εκ τούτου, η Ιταλική Δημοκρατία δεν μπορεί να επικαλεστεί βασίμως ούτε παράλειψη εξέτασης της θέσης που διατύπωσε το όργανο συμβιβασμού ούτε έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τη θέση αυτή.

234    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παράβαση των κατευθυντήριων γραμμών που καθορίζονται στο έγγραφο VI/5330/97

235    Υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία και την Ουγγαρία, η Ιταλική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέβη τις κατευθυντήριες γραμμές που καθορίζονται στο έγγραφο VI/5330/97 για τον λόγο ότι, κατ’ ουσίαν, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, των αντικειμενικών δυσχερειών ερμηνείας της επίμαχης ρύθμισης όσον αφορά το ζήτημα της διατήρησης των σιλό σε περίπτωση πλήρους διάλυσης των εγκαταστάσεων παραγωγής και, αφετέρου, της άμεσης λήψης, από τις ιταλικές αρχές, μέτρων για τη διόρθωση των παρατυπιών που διαπίστωσε η Επιτροπή, η Επιτροπή έπρεπε να είχε μειώσει το ύψος της δημοσιονομικής διόρθωσης σχετικά με την αναδιάρθρωση του κλάδου της ζάχαρης, ή ακόμη και να μην είχε εφαρμόσει καμία διόρθωση, βάσει των κατευθυντήριων γραμμών που καθορίζονται στο έγγραφο VI/5330/97. Συναφώς, η Ιταλική Δημοκρατία επισημαίνει ότι η λύση αυτή θα ήταν επίσης σύμφωνη προς τις αρχές της επιείκειας και της χρηστής διοίκησης.

236    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Ιταλικής Δημοκρατίας.

237    Σύμφωνα με το παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97, με τίτλο «Οικονομικές συνέπειες στο πλαίσιο της εκκαθάρισης λογαριασμών του [ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων] των ελλείψεων στους ελέγχους που διεξάγονται από τα κράτη μέλη», εφαρμόζονται δημοσιονομικές διορθώσεις όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα κράτη μέλη δεν διενήργησαν τους ελέγχους που απαιτούνται ειδικώς από τους εφαρμοστέους κανονισμούς ή, εν πάση περιπτώσει, τους ελέγχους που είναι απαραίτητοι για τη διασφάλιση της νομιμότητας των δαπανών που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του τμήματος «Εγγυήσεων» του ΕΓΤΠΕ.

238    Το δεύτερο εδάφιο του παραρτήματος 2 του εγγράφου VI/5330/97, με τίτλο «Οριακές περιπτώσεις» (στο εξής: προβλεπόμενη στο παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97 οριακή περίπτωση), έχει ως εξής:

«Όταν οι ελλείψεις έχουν προκύψει από δυσκολίες στην ερμηνεία των κοινοτικών κειμένων, πλην των περιπτώσεων που εύλογα αναμένεται να επιλύσει το κράτος μέλος τις δυσκολίες αυτές με την Επιτροπή, και οι εθνικές αρχές έχουν λάβει αποτελεσματικά μέτρα για τη θεραπεία των ελλείψεων μόλις αυτές διαπιστώθηκαν, οι παράγοντες αυτοί μπορούν να ληφθούν υπόψη ως παράγοντες στάθμισης και να οδηγήσουν στην εφαρμογή χαμηλότερου ποσοστού διόρθωσης ή στη μη διενέργεια διόρθωσης.»

239    Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το οικείο θεσμικό όργανο, εν προκειμένω, στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή, θεσπίζοντας κανόνες διοικητικής συμπεριφοράς που σκοπούν να παραγάγουν εξωτερικά αποτελέσματα, όπως οι κατευθυντήριες γραμμές που αποτελούν αντικείμενο του εγγράφου VI/5330/97, και αναγγέλλοντας με τη δημοσίευσή τους ή με την κοινοποίησή τους στα κράτη μέλη, όπως εν προκειμένω, ότι θα τους εφαρμόζει πλέον στις περιπτώσεις που αυτοί οι κανόνες αφορούν, αυτοπεριορίζεται στην άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει και δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, άλλως θα του επιβληθούν, ενδεχομένως, κυρώσεις λόγω παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, της αρχής της ασφάλειας δικαίου ή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Δεν μπορεί συνεπώς να αποκλεισθεί ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις και αναλόγως του περιεχομένου τους, οι εν λόγω κανόνες συμπεριφοράς, οι οποίοι έχουν γενική ισχύ, μπορούν να παράγουν έννομα αποτελέσματα και, ιδίως, ότι η διοίκηση δεν μπορεί να αποκλίνει από αυτούς σε συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς να προσδιορίζει τους σχετικούς λόγους οι οποίοι πρέπει να είναι συμβατοί με τις γενικές αρχές του δικαίου, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, υπό την προϋπόθεση ότι η προσέγγιση αυτή δεν αντιβαίνει σε άλλους υπέρτερους κανόνες του δικαίου της Ένωσης [πρβλ. αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-344/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:440, σκέψη 192· της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Ισπανία κατά Επιτροπής, T-3/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:473, σκέψη 84 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 10ης Ιουλίου 2014, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-376/12, EU:T:2014:623, σκέψη 106 (μη δημοσιευθείσα)].

240    Εξάλλου, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η προβλεπόμενη στο παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97 οριακή περίπτωση είναι παράγοντας στάθμισης ο οποίος δεν συνεπάγεται αυτομάτως δικαίωμα εφαρμογής της εν λόγω περίπτωσης. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του εγγράφου VI/5330/97 που την προβλέπει, η εφαρμογή της προϋποθέτει, αφενός, ότι οι ελλείψεις που διαπίστωσε η Επιτροπή, κατά τη διαδικασία της εκκαθάρισης των λογαριασμών, προκύπτουν από δυσχέρειες κατά την ερμηνεία της ρύθμισης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, αφετέρου, ότι οι εθνικές αρχές έχουν προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες για να διορθώσουν τις ελλείψεις μόλις τις εντόπισε η Επιτροπή.

241    Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση εφαρμογής της προβλεπόμενης στο παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97 οριακής περίπτωσης, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι η Ιταλική Δημοκρατία, η Γαλλική Δημοκρατία και η Ουγγαρία υποστήριξαν ότι πολλά κράτη μέλη αντιμετώπισαν δυσχέρειες ερμηνείας των κανονισμών 320/2006 και 968/2006, ιδίως όσον αφορά την έννοια του όρου «εγκαταστάσεις παραγωγής» και τη δυνατότητα διατήρησης των σιλό αποθήκευσης στο πλαίσιο της πλήρους διάλυσης χώρου παραγωγής ζάχαρης. Επιπλέον, η Γαλλική Δημοκρατία και η Ουγγαρία υποστήριξαν ότι η ίδια η Επιτροπή είχε αντιμετωπίσει δυσχέρειες ερμηνείας και ότι η θέση της εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου. Εξάλλου, το όργανο συμβιβασμού εκτίμησε ότι η Επιτροπή είχε αντιμετωπίσει δυσχέρειες ερμηνείας δεδομένου ότι, το 2006, είχε ζητήσει γνωμοδότηση από τη νομική υπηρεσία της. Τέλος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, SFIR κ.λπ. (C-187/12 έως C-189/12, EU:C:2013:737), το Δικαστήριο αποφάνθηκε αποκλειστικά επί του ζητήματος των προϋποθέσεων υπό τις οποίες τα σιλό δεν χαρακτηρίζονται ως εγκαταστάσεις παραγωγής που υπόκεινται στην υποχρέωση διάλυσης, πλην όμως δεν έταμε το ζήτημα του χρόνου κατά τον οποίο πρέπει να εκτιμάται η χρήση των σιλό ούτε το ζήτημα αν η υποχρέωση διάλυσης συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την καταστροφή των εγκαταστάσεων παραγωγής.

242    Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων που υπενθυμίστηκαν στη σκέψη 241 ανωτέρω, και εν αντιθέσει προς τα όσα διατείνεται η Επιτροπή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επίμαχη ρύθμιση συνεπαγόταν δυσχέρειες ερμηνείας όσον αφορά το ζήτημα της διατήρησης των σιλό σε περίπτωση πλήρους διάλυσης των εγκαταστάσεων παραγωγής.

243    Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το επιχείρημα της Επιτροπής ότι παρέσχε πάντοτε απολύτως συνεκτικές πληροφορίες σχετικά με την υποχρέωση διάλυσης των σιλό στα κράτη μέλη που της έθεσαν το ερώτημα, επιχείρημα το οποίο δεν τεκμηριώνεται και, σε κάθε περίπτωση, δεν ασκεί επιρροή στη διαπίστωση της ύπαρξης αντικειμενικών δυσχερειών ερμηνείας της επίμαχης ρύθμισης όσον αφορά το ζήτημα της διατήρησης των σιλό σε περίπτωση πλήρους διάλυσης των εγκαταστάσεων παραγωγής.

244    Επομένως, εν προκειμένω, πληρούται η πρώτη προϋπόθεση για την εφαρμογή της προβλεπόμενης στο παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97 οριακής περίπτωσης.

245    Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση εφαρμογής της προβλεπόμενης στο παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97 οριακής περίπτωσης, κατά την οποία το κράτος μέλος πρέπει να έχει θεσπίσει μέτρα για να διορθώσει τις ελλείψεις μόλις αυτές εντοπίστηκαν, επισημαίνεται ότι η Ιταλική Δημοκρατία έλαβε αμέσως μέτρα για να συμμορφωθεί προς τη θέση που διατύπωσε η Επιτροπή στην πρώτη κοινοποίηση της 9ης Δεκεμβρίου 2010, ζητώντας από την AGEA να αναστείλει την αποδέσμευση των εγγυήσεων που είχαν συστήσει οι λήπτες των ενισχύσεων αναδιάρθρωσης σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού 968/2006. Επιπλέον, η Ιταλική Δημοκρατία προσκόμισε τις επιστολές που απέστειλε η AGEA στις ιταλικές επιχειρήσεις που έλαβαν τις ενισχύσεις αναδιάρθρωσης, στις οποίες αναφερόταν ότι η AGEA δεν μπορούσε να αποδεσμεύσει τις εγγυήσεις και ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις καλούνταν να κατεδαφίσουν τα σιλό έως την 30ή Σεπτεμβρίου 2011.

246    Επομένως, πληρούνταν και η δεύτερη προϋπόθεση για την εφαρμογή της προβλεπόμενης στο παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97 οριακής περίπτωσης.

247    Εντούτοις, από τη χρήση του ρήματος «μπορούν» στη διατύπωση της προβλεπόμενης στο παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97 οριακής περίπτωσης προκύπτει ότι η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια για την εφαρμογή της και, επομένως, ότι δεν υποχρεούται να μειώσει τη δημοσιονομική διόρθωση ή να μην εφαρμόσει καμία δημοσιονομική διόρθωση έστω και αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που υπενθυμίστηκαν στη σκέψη 240 ανωτέρω.

248    Ειδικότερα, η Επιτροπή μπορεί να αρνηθεί να εφαρμόσει την προβλεπόμενη στο παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97 οριακή περίπτωση εάν η εφαρμογή αυτή μπορεί να οδηγήσει σε παραβίαση των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι οι αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης.

249    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στο παράρτημα των πρακτικών της διμερούς συνάντησης που πραγματοποιήθηκε στις 4 Μαΐου 2011, υπενθυμίζεται η θέση την οποία υποστήριξε η Επιτροπή στο πλαίσιο της συνάντησης αυτής, κατά την οποία, αποφεύγοντας τη διάλυση, οι Ιταλοί παραγωγοί ζάχαρης είχαν λάβει ενίσχυση αναδιάρθρωσης για πλήρη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής, δεν είχαν πραγματοποιήσει καμία δαπάνη για τη διάλυση των επίμαχων σιλό και είχαν αποκομίσει οικονομικό όφελος από τη χρήση των σιλό αυτών, ενώ οι παραγωγοί των άλλων κρατών μελών οι οποίοι είχαν διαλύσει τα σιλό αποθήκευσης που διέθεταν υποχρεώθηκαν να υποβληθούν σε όλες τις σχετικές με τη διάλυση δαπάνες χωρίς να αποκομίσουν κανένα όφελος. Επομένως, η Επιτροπή κατέληξε στη διαπίστωση ότι, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της ίσης μεταχείρισης, δεν μπορούσε να δεχθεί τη διατήρηση των επίμαχων σιλό στην Ιταλία ενώ είχε αρνηθεί το δικαίωμα αυτό σε άλλα κράτη μέλη.

250    Η Επιτροπή επαναλαμβάνει τη θέση αυτή στο υπόμνημα αντικρούσεως, στο οποίο επισημαίνει ότι η διατήρηση των επίμαχων σιλό θα είχε προσδώσει σημαντικό πλεονέκτημα στους Ιταλούς παραγωγούς σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους από άλλα κράτη μέλη οι οποίοι προέβησαν στη διάλυσή τους.

251    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ορθώς η Επιτροπή εκτίμησε, κατ’ ουσίαν, ότι, ελλείψει καταστροφής των επίμαχων σιλό, η εφαρμογή της προβλεπόμενης στο παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97 οριακής περίπτωσης θα συνεπαγόταν άνιση μεταχείριση των Ιταλών παραγωγών ζάχαρης και των παραγωγών από άλλα κράτη μέλη οι οποίοι είχαν υποχρεωθεί να καταστρέψουν τα σιλό προκειμένου να λάβουν την ενίσχυση αναδιάρθρωσης για πλήρη διάλυση των εγκαταστάσεων παραγωγής.

252    Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν εφάρμοσε την προβλεπόμενη στο παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97 οριακή περίπτωση.

253    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η απόρριψη του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, του τέταρτου λόγου ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 883/2006, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης καθώς και παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών

254    Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως προβάλλεται προς στήριξη του αιτήματος ακύρωσης της διόρθωσης που εφαρμόστηκε για εκπρόθεσμη πληρωμή του υπολοίπου των επιδοτήσεων σφαγής που αφορούν το έτος υποβολής αιτήσεων 2004 και υποδιαιρείται, κατ’ ουσίαν, σε τρία σκέλη, τα οποία αφορούν, το πρώτο, παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 883/2006, το δεύτερο, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και, το τρίτο, παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών.

 Επί του πρώτου σκέλους του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 883/2006

255    Η Ιταλική Δημοκρατία προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι δεν δέχθηκε ότι η υπέρβαση των προθεσμιών πληρωμής του υπολοίπου των επιδοτήσεων σφαγής που αφορούν το έτος υποβολής αιτήσεων 2004 (στο εξής: επίμαχες πληρωμές) οφειλόταν στην ύπαρξη ιδιαίτερων όρων διαχείρισης, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 883/2006, οι οποίοι δικαιολογούσαν τη μη εφαρμογή διόρθωσης στην προκειμένη περίπτωση.

256    Η Επιτροπή αντικρούει την αιτίαση της Ιταλικής Δημοκρατίας.

257    Κατά την αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού 883/2006:

«Η γεωργική νομοθεσία της Κοινότητας προβλέπει στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ προθεσμίες για την πληρωμή των ενισχύσεων στους δικαιούχους, προθεσμίες τις οποίες τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν. Κάθε πληρωμή που πραγματοποιείται αδικαιολόγητα μετά τις προβλεπόμενες προθεσμίες πρέπει να θεωρείται ως παράτυπη δαπάνη και ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να υπάγεται σε καθεστώς επιστροφών. Εντούτοις, για να κλιμακώνεται η δημοσιονομική επίπτωση αναλογικά προς την καθυστέρηση της πληρωμής, σκόπιμο είναι να ληφθούν μέτρα ώστε η Επιτροπή να εφαρμόζει κλιμακωτή μείωση των πληρωμών ανάλογα με το μέγεθος της καθυστέρησης. Πρέπει ακόμη να προβλεφθεί ένα σταθερό περιθώριο ανοχής, κυρίως για να μην υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής των μειώσεων όταν οι καθυστερήσεις πληρωμής είναι αποτέλεσμα ενστάσεων.»

258    Το άρθρο 9 του κανονισμού 883/2006, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 451/2009 της Επιτροπής, της 29ης Μαΐου 2009, για την τροποποίηση του κανονισμού 883/2006 (ΕΕ 2009, L 135, σ. 12), προβλέπει τα εξής:

«1.      Οι δαπάνες που καταβάλλονται εκτός των καθορισμένων προθεσμιών πληρωμής είναι επιλέξιμες για κοινοτική χρηματοδότηση και αποτελούν αντικείμενο μείωσης στο πλαίσιο των μηνιαίων πληρωμών, σύμφωνα με τους κάτωθι κανόνες:

α)      Όταν οι δαπάνες που καταβλήθηκαν με καθυστέρηση δεν υπερβαίνουν το 4 % των δαπανών που καταβλήθηκαν εμπρόθεσμα, δεν επιβάλλεται καμία μείωση.

β)      Μετά την εφαρμογή του 4 %, κάθε επιπλέον δαπάνη που πραγματοποιήθηκε με καθυστέρηση μειώνεται ως εξής:

–        για δαπάνη που καταβλήθηκε κατά τον πρώτο μήνα που έπεται του μήνα λήξης της προθεσμίας πληρωμής, η δαπάνη μειώνεται κατά 10 %,

–        για δαπάνη που καταβλήθηκε κατά τον δεύτερο μήνα που έπεται του μήνα λήξης της προθεσμίας πληρωμής, η δαπάνη μειώνεται κατά 25 %,

–        για δαπάνη που καταβλήθηκε κατά τον τρίτο μήνα που έπεται του μήνα λήξης της προθεσμίας πληρωμής, η δαπάνη μειώνεται κατά 45 %,

–        για δαπάνη που καταβλήθηκε κατά τον τέταρτο μήνα που έπεται του μήνα λήξης της προθεσμίας πληρωμής, η δαπάνη μειώνεται κατά 70 %,

–        για δαπάνη που καταβλήθηκε [μετά τον τέταρτο] μήνα που έπεται του μήνα λήξης της προθεσμίας πληρωμής, η δαπάνη μειώνεται κατά 100 %.

γ)      Το περιθώριο 4 % που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) ανέρχεται σε 5 % για τις πληρωμές των οποίων οι προθεσμίες λήγουν μετά τις 15 Οκτωβρίου 2009.

[…]

3. Η Επιτροπή εφαρμόζει κλιμάκωση διαφορετική εκείνων που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 ή/και ποσοστά μείωσης χαμηλότερα ή μηδενικά εάν συντρέχουν ιδιαίτεροι όροι διαχείρισης για ορισμένα μέτρα ή εάν τα κράτη μέλη προβάλλουν βάσιμες αιτιολογίες.

[…]»

259    Κατά τη νομολογία, οι δαπάνες χρηματοδότησης που επιβαρύνουν το ΕΓΤΠΕ πρέπει να υπολογίζονται με βάση την υπόθεση ότι τηρήθηκαν οι προθεσμίες που προβλέπει η ισχύουσα γεωργική κανονιστική ρύθμιση. Κατά συνέπεια, οσάκις οι εθνικές αρχές προβαίνουν στην πληρωμή των ενισχύσεων μετά την εκπνοή της προθεσμίας, καταλογίζουν στο ΕΓΤΠΕ δαπάνες παράτυπες και, ως εκ τούτου, μη επιλέξιμες (πρβλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 28ης Οκτωβρίου 1999, Ιταλία κατά Επιτροπής, C-253/97, EU:C:1999:527, σκέψη 126, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-243/05, EU:T:2007:270, σκέψη 116). Κατά συνέπεια, το κράτος μέλος οφείλει να διαμορφώνει το σύστημα ελέγχου του λαμβάνοντας υπόψη την προθεσμία που τάσσει για τις πληρωμές το δίκαιο της Ένωσης. Επιπλέον, το περιθώριο του 4 % ή 5 % που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ, του κανονισμού 883/2006 χρησιμεύει ακριβώς για να παράσχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να διενεργούν συμπληρωματικούς ελέγχους διευκρινίζοντας συγχρόνως ότι ο αριθμός των μηνών καθυστερήσεως δεν έχει καμία επίπτωση για τις πληρωμές που δεν υπερβαίνουν το όριο αυτό (πρβλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-243/05, EU:T:2007:270, σκέψη 116).

260    Εξάλλου, κατά τη νομολογία, απόκειται στο κράτος μέλος να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 883/2006, δηλαδή να αποδείξει ότι για ορισμένα μέτρα συντρέχουν ιδιαίτεροι όροι διαχείρισης ή να προβάλει βάσιμες αιτιολογίες. Οφείλει, ιδίως, να αποδείξει ότι οι καθυστερήσεις δεν υπερέβησαν εύλογα όρια (πρβλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C-331/00, EU:C:2003:472, σκέψη 117· της 11ης Ιουνίου 2009, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-33/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:195, σκέψη 372, και της 26ης Σεπτεμβρίου 2012, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-84/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:471, σκέψη 136).

261    Τέλος, δεδομένου ότι θεσπίζει παρέκκλιση, το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 883/2006 πρέπει να ερμηνεύεται στενά (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής, T-84/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:471, σκέψη 137 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

262    Εν προκειμένω, η Ιταλική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί την ύπαρξη εκπρόθεσμων πληρωμών. Δεν αμφισβητεί επίσης ότι οι εκπρόθεσμα καταβληθείσες δαπάνες υπερβαίνουν το περιθώριο του 5 % των δαπανών που καταβλήθηκαν εμπρόθεσμα και τηρώντας τους όρους. Υποστηρίζει, εντούτοις, ότι οι καθυστερήσεις ήταν δικαιολογημένες λόγω ιδιαίτερων λόγων διαχείρισης. Κατά την Ιταλική Δημοκρατία, αυτοί οι ιδιαίτεροι όροι διαχείρισης χαρακτηρίζονταν από την ύπαρξη, στην Ιταλία, πλειόνων πολύπλοκων ένδικων διαδικασιών οι οποίες αφορούσαν την κανονικότητα ορισμένων δαπανών που είχε πραγματοποιήσει και από το γεγονός ότι, λόγω των διαδικασιών αυτών, ο Agenzia veneta per i pagamenti in agricultura (AVEPA, οργανισμός πληρωμών για την περιφέρεια του Βένετο, Ιταλία) είχε αναστείλει όλες τις οφειλόμενες πληρωμές στις εμπλεκόμενες στις διαδικασίες αυτές επιχειρήσεις.

263    Κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, με ειδοποίηση της Nucleo Antifrodi Carabinieri di Parma (NAC, μονάδας για την καταπολέμηση της απάτης των καραμπινιέρων της Πάρμα, Ιταλία) της 7ης Φεβρουαρίου 2005, ο AVEPA και η AGEA ενημερώθηκαν για την ύπαρξη υπονοιών απάτης διαπραχθείσας εις βάρος του Ταμείου, σε σχέση ιδίως με τις ειδικές πριμοδοτήσεις για αρσενικά βοοειδή και τις ενισχύσεις εκτατικοποίησης για τα έτη 2000 έως 2003 που εισέπραξαν πολλές ιταλικές επιχειρήσεις.

264    Κατόπιν της ειδοποίησης αυτής, ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά των επιχειρήσεων αυτών ενώπιον του Tribunale di Treviso (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Treviso, Ιταλία), η δε προκαταρκτική ακρόαση ορίστηκε στις 2 Οκτωβρίου 2006.

265    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο AVEPA θέσπισε μέτρο αναστολής όλων των οφειλόμενων πληρωμών σε δύο επιχειρήσεις κατά των οποίων ασκήθηκε δίωξη στην ποινική αυτή διαδικασία, βάσει του άρθρου 33, παράγραφος 1, του ιταλικού decreto legislativo (νομοθετικού διατάγματος) 228/2001, της 18ης Μαΐου 2001 (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 228), κατά το οποίο: «[ο]ι διαδικασίες πληρωμής από τους διαπιστευμένους οργανισμούς πληρωμών […] αναστέλλονται ως προς τους δικαιούχους σε σχέση με τους οποίους οι οργανισμοί επαλήθευσης και ελέγχου διαβίβασαν τεκμηριωμένες πληροφορίες σχετικά με αχρεωστήτως εισπραχθέντα κονδύλια που βαρύνουν τον κοινοτικό ή τον εθνικό προϋπολογισμό και τούτο έως την οριστική εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών».

266    Παράλληλα, η Procura presso la Corte dei Conti per il Veneto (εισαγγελική αρχή του ελεγκτικού συνεδρίου του Βένετο, Ιταλία) προσέφυγε ενώπιον του Corte dei Conti per il Veneto (ελεγκτικού συνεδρίου της Βενετίας, Ιταλία) για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, ζητώντας τη διενέργεια ελέγχου. Στις 23 Σεπτεμβρίου 2009, το ελεγκτικό συνέδριο του Βένετο διέταξε τη συντηρητική κατάσχεση ante causam των περιουσιακών στοιχείων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων που έλαβαν τις ενισχύσεις καθώς και των πληρωμών για τις οποίες οι επιχειρήσεις αυτές είχαν απαίτηση έναντι του AVEPA, με εξαίρεση, μεταξύ άλλων, των επίμαχων πληρωμών.

267    Βάσει της απόφασης αυτής, στις 19 Οκτωβρίου 2009, ο AVEPA ξανάρχισε να καταβάλει ορισμένα ποσά των οποίων η πληρωμή είχε ανασταλεί και τα οποία δεν καλύπτονταν από τη συντηρητική κατάσχεση ante causam, περιλαμβανομένων των επιδοτήσεων σφαγής που αφορούσαν το έτος υποβολής αιτήσεων 2004, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο των επίμαχων πληρωμών.

268    Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν υποστήριξε ότι οι επίμαχες πληρωμές αποτελούσαν αντικείμενο της ποινικής διαδικασίας και της ελεγκτικής διαδικασίας που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 264 και 266 ανωτέρω. Αντιθέτως, στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας εκκαθάρισης λογαριασμών, η Ιταλική Δημοκρατία παραδέχθηκε ότι οι επίμαχες πληρωμές που αφορούν τις γραμμές του προϋπολογισμού 050302092124023, 050302102124033 και 050302992128007 δεν μπορούσαν να συνδεθούν ειδικά με δικαστική απόφαση, καίτοι επικαλέστηκε «την άρρηκτη συνάφεια» μεταξύ, αφενός, των πληρωμών τις οποίες αφορούσαν οι διαδικασίες που εκτέθηκαν στις σκέψεις 263 έως 266 ανωτέρω και, αφετέρου, των επίμαχων πληρωμών.

269    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι εθνικές διαδικασίες που επικαλέστηκε η Ιταλική Δημοκρατία δεν αφορούν τις επίμαχες πληρωμές και, επομένως, ότι η αναστολή των επίμαχων πληρωμών δεν είναι συνέπεια δικαστικής διαδικασίας ή δικαστικής απόφασης, αλλά της εφαρμογής, από τον AVEPA, του άρθρου 33, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 228.

270    Κατά δεύτερον, επισημαίνεται ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 33 του νομοθετικού διατάγματος 228 διαδικασία αναστολής των πληρωμών εφαρμόζεται προληπτικώς. Κατά τη διαδικασία αυτή, η ύπαρξη παρατυπιών τεκμαίρεται όταν εκδίδεται υπέρ αυτής γνωμοδότηση των ελεγκτικών οργάνων, πριν ακόμη εξακριβωθούν οριστικά τα πραγματικά περιστατικά, τα δε επίμαχα ποσά καταβάλλονται στον δικαιούχο μόνο εάν αυτός απαλλαχθεί τελικώς. Επομένως, κατά τη νομολογία, η προσέγγιση αυτή αντιβαίνει, καταρχήν, στην τήρηση των προθεσμιών πληρωμής (απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής, T-84/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:471, σκέψη 140).

271    Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται, όπως επισήμανε και η Επιτροπή, ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η διαδικασία αναστολής των επίμαχων πληρωμών δεν συνιστά ιδιαίτερο όρο διαχείρισης. Συγκεκριμένα, η προβλεπόμενη στο άρθρο 33 του νομοθετικού διατάγματος 228 διαδικασία αναστολής των πληρωμών συνιστά παρέκκλιση από τις προθεσμίες πληρωμής η οποία επηρεάζει την ορθή λειτουργία των εφαρμοστέων κανόνων της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής, T-84/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:471, σκέψη 142).

272    Κατά τρίτον, παρά την πρόσκληση της Επιτροπής, την οποία υπενθύμισε το όργανο συμβιβασμού στην έκθεσή του της 6ης Μαΐου 2014, η Ιταλική Δημοκρατία δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο για να αποδείξει ότι η υπέρβαση του περιθωρίου του 5 % οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στις πληρωμές που αποτέλεσαν αντικείμενο αμφισβήτησης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

273    Το επιχείρημα που προέβαλε η Ιταλική Δημοκρατία στο υπόμνημα απαντήσεως, κατά το οποίο, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή έσφαλε απαιτώντας από αυτήν να αποδείξει ότι η καθυστέρηση των επίμαχων πληρωμών οφειλόταν σε μία και μόνη δικαστική απόφαση, πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, από το έγγραφο της 18ης Ιανουαρίου 2012, το οποίο απέστειλε η Επιτροπή στην Ιταλική Δημοκρατία βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006, προκύπτει ότι, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 883/2006, η Επιτροπή ζήτησε από τις ιταλικές αρχές να αποδείξουν ότι η υπέρβαση του προβλεπόμενου στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2006 περιθωρίου του 4 %, το οποίο αυξήθηκε εν συνεχεία σε 5 % κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του ίδιου κανονισμού, οφειλόταν σε δικαστικές διαδικασίες και όχι σε μία και μόνο δικαστική απόφαση. Εξάλλου, με το έγγραφο της 18ης Ιανουαρίου 2012, η Επιτροπή κάλεσε για τελευταία φορά τις ιταλικές αρχές να προσκομίσουν αντίγραφο των δικαστικών αποφάσεων που αναφέρουν τα πλεονάζοντα ποσά για καθεμία από τις ακόλουθες θέσεις του προϋπολογισμού: 050302092124023, 050302102124033 και 050302992128007.

274    Τέλος, κατά τέταρτον, η πολυπλοκότητα των ένδικων διαδικασιών ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Treviso και του ελεγκτικού συνεδρίου του Βένετο, καθώς και ο εξαιρετικός χαρακτήρας της υπό κρίση υπόθεσης, στοιχεία τα οποία προέβαλε η Ιταλική Δημοκρατία, δεν μπορούν επίσης να δικαιολογήσουν την καθυστέρηση των επίμαχων πληρωμών, δεδομένου ότι, όπως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 259 ανωτέρω, το προβλεπόμενο στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 883/2006 περιθώριο του 5 %, χρησιμεύει ακριβώς στο να παράσχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να διενεργούν συμπληρωματικούς ελέγχους, χωρίς ο αριθμός των μηνών καθυστέρησης να έχει κάποια επίπτωση για τις μη υπερβαίνουσες το όριο αυτό πληρωμές (πρβλ. επίσης, κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 2012, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-86/08, EU:T:2012:345, σκέψη 191, και της 26ης Σεπτεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής, T-84/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:471, σκέψη 146).

275    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμώντας, αφενός, ότι η μη τήρηση των προθεσμιών πληρωμής λόγω των δικαστικών διαδικασιών έπρεπε να καλύπτεται από το προβλεπόμενο στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 883/2006 περιθώριο του 5 % και, αφετέρου, ότι η εκπρόθεσμη πραγματοποίηση πληρωμών λόγω διαφοράς με αντικείμενο να καθοριστεί αν μπορούν να γίνουν δεκτές πληρωμές που οι εθνικές αρχές προηγουμένως αρνήθηκαν ή ανέκτησαν δεν συνιστά ιδιαίτερο όρο διαχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 883/2006, εκτίμηση την οποία η Επιτροπή είχε γνωστοποιήσει στην Ιταλική Δημοκρατία με το έγγραφο της 2ας Ιουλίου 2014 (βλ. σκέψη 41 ανωτέρω).

276    Επομένως, το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο.

 Επί του δεύτερου σκέλους του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης

277    Η Ιταλική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης καθόσον εφάρμοσε διόρθωση για τις επίμαχες πληρωμές, που αφορούσαν το υπόλοιπο των επιδοτήσεων σφαγής για το έτος υποβολής αιτήσεων 2004, ενώ επρόκειτο για κατάσταση παρόμοια με εκείνη των εκπρόθεσμων πληρωμών που σχετίζονταν με τις δαπάνες που αποτέλεσαν αντικείμενο της συντηρητικής κατάσχεσης ante causam από το ελεγκτικό συνέδριο του Βένετο, ύψους περίπου 4,4 εκατ. ευρώ, για τις οποίες ουδεμία διόρθωση εφάρμοσε η Επιτροπή.

278    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Ιταλικής Δημοκρατίας.

279    Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχείρισης ή της απαγόρευσης των διακρίσεων επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό και να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός εάν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, Ισπανία κατά Επιτροπής, C-304/01, EU:C:2004:495, σκέψη 31, της 14ης Δεκεμβρίου 2004, Swedish Match, C‑210/03, EU:C:2004:802, σκέψη 70, και της 21ης Ιουλίου 2011, Nagy, C-21/10, EU:C:2011:505, σκέψη 47).

280    Στο υπόμνημα αντίκρουσης, αφού επισήμανε ότι η επιχειρηματολογία της Ιταλικής Δημοκρατίας δεν είναι σαφής, η Επιτροπή εξήγησε ότι, παρά την καθυστέρηση στις πληρωμές που αποτέλεσαν αντικείμενο της συντηρητικής κατάσχεσης ante causam από το ελεγκτικό συνέδριο του Βένετο, αυτές δεν περιλήφθηκαν στη διόρθωση λόγω της μνείας, στις διάφορες γραμμές του προϋπολογισμού στις οποίες είχαν δηλωθεί οι πληρωμές, του περιθωρίου του 4 %, ενώ δεν ίσχυε το ίδιο για τις επίμαχες πληρωμές.

281    Τα επιχειρήματα αυτά δεν αντικρούονται από την Ιταλική Δημοκρατία, η οποία περιορίζεται να ισχυριστεί ότι όλες οι εκπρόθεσμες πληρωμές τις οποίες αφορούσε η επίμαχη διαδικασία εκκαθάρισης λογαριασμών έπρεπε να δικαιολογούνται από τη γενική αναγκαιότητα λήψης συντηρητικών μέτρων, η οποία εκδηλώθηκε με τη λήψη, από τον AVEPA, του μέτρου της αναστολής όλων των πληρωμών που οφείλονταν στις εμπλεκόμενες στις εκκρεμείς διαδικασίες στην Ιταλία επιχειρήσεις, βάσει του άρθρου 33 του νομοθετικού διατάγματος 228.

282    Αφενός, από τις σκέψεις 266 και 271 ανωτέρω προκύπτει, αντιστοίχως, από την μεν πρώτη σκέψη ότι το ελεγκτικό συνέδριο του Βένετο δεν περιέλαβε τις επίμαχες πληρωμές στα ποσά που αποτέλεσαν αντικείμενο της συντηρητικής κατάσχεσης ante causam την οποία διέταξε, από τη δε δεύτερη ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 33 του νομοθετικού διατάγματος 228 διαδικασία αναστολής των πληρωμών αντιβαίνει στην τήρηση της ρύθμισης της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τις προθεσμίες πληρωμής. Επομένως, η Ιταλική Δημοκρατία δεν μπορεί να επικαλεστεί βασίμως την ύπαρξη γενικής αναγκαιότητας λήψης συντηρητικών μέτρων η οποία θα δικαιολογούσε την αναστολή των επίμαχων πληρωμών από τον AVEPA.

283    Αφετέρου, η Ιταλική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί ότι οι γραμμές του προϋπολογισμού στις οποίες είχαν δηλωθεί οι πληρωμές που αντιστοιχούν στο ποσό των 4,4 εκατ. ευρώ μνημόνευαν το περιθώριο του 4 %, ενώ το περιθώριο του 5 % δεν μνημονευόταν στις γραμμές του προϋπολογισμού που αφορούν τις επίμαχες πληρωμές.

284    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η Ιταλική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι η κατάσταση των επίμαχων πληρωμών και η κατάσταση των πληρωμών που καλύπτονταν από το περιθώριο του 4 %, ύψους 4,4 εκατ. ευρώ, ήταν παρεμφερείς και, ως εκ τούτου, ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης εφαρμόζοντας διόρθωση μόνο για τις επίμαχες πληρωμές.

285    Επομένως, το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο.

 Επί του τρίτου σκέλους του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών

286    Η Ιταλική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά. Στο δικόγραφο της προσφυγής, περιορίζεται να επισημάνει ότι, «[λ]αμβανομένων υπόψη των προαναφερθέντων, η προσβαλλομένη απόφαση είναι, ως προς το μέρος που προσβάλλεται με τον παρόντα λόγο ακυρώσεως, παράνομη λόγω παραμόρφωσης των πραγματικών περιστατικών».

287    Η Επιτροπή δεν αντέκρουσε την αιτίαση αυτή στα υπομνήματά της. Εντούτοις, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προέβαλε ένσταση απαραδέκτου της αιτίασης αυτής λόγω έλλειψης σαφήνειας.

288    Στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση επίσης, η Ιταλική Δημοκρατία προέβαλε ότι η ένσταση απαραδέκτου της Επιτροπής είναι απαράδεκτη, υποστηρίζοντας ότι η εκπρόθεσμη προβολή της θίγει τον κατ’ αντιμωλία χαρακτήρα της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας. Εντούτοις, η Ιταλική Δημοκρατία διευκρίνισε ότι το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το απαράδεκτο της επίμαχης αιτίασης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Τέλος, στην περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο είχε την πρόθεση να πράξει κάτι τέτοιο, η Ιταλική Δημοκρατία διευκρίνισε ότι, με την αιτίασή της η οποία αντλείται από παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, επιθυμούσε, κατ’ ουσίαν, να αντικρούσει την εκτίμηση των πραγματικών περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης στην οποία προέβη η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, κατά την Ιταλική Δημοκρατία, οι περιστάσεις δικαιολογούσαν, στην προκειμένη περίπτωση, την καθυστέρηση των επίμαχων πληρωμών.

289    Υπενθυμίζεται ότι ο δικαστής της Ένωσης δικαιούται να εκτιμήσει, ανάλογα με τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης, αν είναι δικαιολογημένη, από άποψη ορθής απονομής της δικαιοσύνης, η επί της ουσίας απόρριψη αιτίασης, χωρίς να αποφανθεί προηγουμένως επί του παραδεκτού της (πρβλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2002, Συμβούλιο κατά Boehringer, C-23/00 P, EU:C:2002:118, σκέψη 52).

290    Από τις επεξηγήσεις που παρέσχε η Ιταλική Δημοκρατία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι οποίες υπενθυμίστηκαν στη σκέψη 288 ανωτέρω, προκύπτει ότι, με την αντλούμενη από παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών αιτίαση που προέβαλε, είχε την πρόθεση να προσάψει, εμμέσως, πλην όμως κατ’ αναγκαία συνεπαγωγή, στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών.

291    Ωστόσο, από τις σκέψεις 263 έως 275 ανωτέρω προκύπτει ότι οι πραγματικές περιστάσεις τις οποίες προβάλλει η Ιταλική Δημοκρατία δεν συνιστούν ιδιαίτερους όρους διαχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 883/2006 οι οποίοι θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την καθυστέρηση των επίμαχων πληρωμών. Επομένως, η Ιταλική Δημοκρατία δεν μπορεί να επικαλεστεί βασίμως ότι η προσβαλλομένη απόφαση πάσχει λόγω πρόδηλης πλάνης εκτίμησης.

292    Δεδομένου ότι το τρίτο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως είναι αβάσιμο, πρέπει να απορριφθεί χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί των ενστάσεων απαραδέκτου που προέβαλαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση αντιστοίχως η Επιτροπή και η Ιταλική Δημοκρατία.

293    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 20 του κανονισμού 501/2008 και παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και του καταλογιστού των δημοσιονομικών διορθώσεων στα κράτη μέλη

294    Ο έκτος λόγος ακυρώσεως προβάλλεται προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως της διόρθωσης που εφαρμόστηκε λόγω εκπρόθεσμης πληρωμής ορισμένων δαπανών σχετικών με τις ενέργειες ενημέρωσης και προώθησης υπέρ των γεωργικών προϊόντων. Η Ιταλική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι εφάρμοσε δημοσιονομική διόρθωση εις βάρος της λόγω μη τήρησης της προθεσμίας των 60 ημερολογιακών ημερών, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 20, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 501/2008, από τη λήψη των αιτήσεων πληρωμής έως την πραγματική πληρωμή ορισμένων ενισχύσεων σχετικών με τις ενέργειες ενημέρωσης και προώθησης υπέρ των γεωργικών προϊόντων τις οποίες χορήγησε κατά τα οικονομικά έτη 2009 και 2010. Κατ’ ουσίαν, πρώτον, η Ιταλική Δημοκρατία διατείνεται ότι η μη τήρηση της προθεσμίας πληρωμής που προβλέπεται στο άρθρο 20, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 501/2008 οφείλεται στην εσφαλμένη απόδοση στην ιταλική γλώσσα, από τις υπηρεσίες της Επιτροπής, του κειμένου του άρθρου 20, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού αυτού, ως είχε πριν από την έναρξη ισχύος του διορθωτικού που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 18ης Οκτωβρίου 2012 (ΕΕ 2012, L 287, σ. 25, στο εξής: επίμαχη διάταξη) και, ως εκ τούτου, ότι η υπέρβαση της προβλεπόμενης στο άρθρο 20, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 501/2008 προθεσμίας δεν μπορεί να καταλογιστεί σε αυτήν. Επομένως, κατά την Ιταλική Δημοκρατία, είναι άδικο να της καταλογίζονται οι συνέπειες που απορρέουν από την εφαρμογή της επίμαχης διάταξης, κατά μείζονα λόγο διότι, εν προκειμένω, δεν μπορεί να διαπιστωθεί καμία ζημία για τον προϋπολογισμό της Ένωσης. Εξάλλου, η πλάνη στην οποία φέρεται να υπέπεσε είναι προδήλως συγγνωστή. Δεύτερον, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η δημοσιονομική διόρθωση που εφάρμοσε η Επιτροπή έχει ως αποτέλεσμα να προσδίδει αναδρομική ισχύ στην επίμαχη διάταξη, παραβιάζοντας την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

295    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Ιταλικής Δημοκρατίας.

296    Το άρθρο 20 του κανονισμού 501/2008 ορίζει τα εξής:

«Το κράτος μέλος διενεργεί τις πληρωμές που προβλέπονται στα άρθρα 18 και 19 εντός προθεσμίας εξήντα ημερολογιακών ημερών από τη λήψη της αίτησης πληρωμής.

Ωστόσο, η εν λόγω προθεσμία μπορεί να ανασταλεί, ανά πάσα στιγμή κατά την περίοδο των εξήντα ημερών μετά την αρχική καταχώριση της αίτησης πληρωμής, με κοινοποίηση στη συμβαλλόμενη πιστώτρια οργάνωση ότι η αίτηση δεν είναι παραδεκτή, είτε διότι η οφειλή δεν έχει καταστεί απαιτητή είτε διότι δεν συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά έγγραφα που απαιτούνται για όλες τις συμπληρωματικές αιτήσεις ή διότι το κράτος μέλος κρίνει απαραίτητο να λάβει συμπληρωματικές πληροφορίες ή να προβεί σε ελέγχους. Η προθεσμία συνεχίζεται και πάλι από την ημερομηνία λήψης των ζητούμενων πληροφοριών ή από την ημερομηνία των επαληθεύσεων που διενεργούνται από το κράτος μέλος, οι οποίες πρέπει να διαβιβάζονται ή να διενεργούνται αντιστοίχως, εντός προθεσμίας τριάντα ημερολογιακών ημερών από την κοινοποίηση.

[…]»

297    Η απόδοση στην ιταλική γλώσσα του άρθρου 20, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 501/2008 προ του διορθωτικού που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 18ης Οκτωβρίου 2012, είχε ως εξής:

«Ωστόσο, η εν λόγω προθεσμία μπορεί να ανασταλεί, ανά πάσα στιγμή κατά την περίοδο των εξήντα ημερών μετά την αρχική καταχώριση της αίτησης πληρωμής, με κοινοποίηση στη συμβαλλόμενη πιστώτρια οργάνωση ότι η αίτηση δεν είναι παραδεκτή, είτε διότι η οφειλή δεν έχει καταστεί απαιτητή είτε διότι δεν συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά έγγραφα που απαιτούνται για όλες τις συμπληρωματικές αιτήσεις ή διότι το κράτος μέλος κρίνει απαραίτητο να λάβει συμπληρωματικές πληροφορίες ή να προβεί σε ελέγχους. Η προθεσμία τρέχει εκ νέου από την ημερομηνία λήψης των ζητούμενων πληροφοριών ή από την ημερομηνία των επαληθεύσεων που διενεργούνται από το κράτος μέλος, οι οποίες πρέπει να διαβιβάζονται ή να διενεργούνται αντιστοίχως, εντός προθεσμίας τριάντα ημερολογιακών ημερών από την κοινοποίηση.»

(«Tale termine può tuttavia essere sospeso in qualunque momento del periodo di 60 giorni successivo alla prima registrazione della domanda di pagamento, mediante notifica all’organizzazione contraente creditrice che la domanda non è ricevibile, in quanto il credito non è esigibile oppure la domanda non è corredata dei documenti giustificativi necessari per le domande successive o lo Stato membro ritiene necessario richiedere informazioni supplementari o procedere a verifiche. Il termine decorre nuovamente a partire dalla data di ricevimento delle informazioni richieste o dalla data delle verifiche effettuate dallo Stato membro, che devono essere trasmesse o rispettivamente effettuate entro un termine di 30 giorni di calendario a decorrere dalla notifica.»)

298    Το διορθωτικό που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 18ης Οκτωβρίου 2012 αντικατέστησε, στην επίμαχη διάταξη, τη φράση «τρέχει εκ νέου» («decorre nuovamente») με τη φράση «συνεχίζει να τρέχει» («continua a decorrere»).

299    Εξάλλου, από τη νομολογία προκύπτει ότι, λόγω της ανάγκης ομοιόμορφης ερμηνείας των κανονισμών της Ένωσης, αποκλείεται μια ορισμένη διάταξη να εξετάζεται μεμονωμένη, αλλά απαιτείται, σε περίπτωση αμφιβολίας, να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται υπό το φως των αποδόσεών της στις άλλες επίσημες γλώσσες (απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 1996, Lubella, C-64/95, EU:C:1996:388, σκέψη 17).

300    Κατά πρώτον, όσον αφορά τις αιτιάσεις της Ιταλικής Δημοκρατίας οι οποίες αντλούνται, κατ’ ουσίαν, από παράβαση του άρθρου 20 του κανονισμού 501/2008 και από το μη καταλογιστό στις ιταλικές αρχές της υπέρβασης της προθεσμίας πληρωμής η οποία προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου αυτού, αφενός, επισημαίνεται ότι η απόδοση του άρθρου 20, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 501/2008 στην ιταλική γλώσσα ενείχε αμφισημία, καθόσον, στην πρώτη περίοδο αναφερόταν σαφώς στην αναστολή της προθεσμίας πληρωμής που καθορίζεται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 20 του κανονισμού αυτού («η εν λόγω προθεσμία μπορεί να ανασταλεί» –στα ιταλικά: «tale termine puo’ […] essere sospeso»), ενώ, στη δεύτερη περίοδο, φαινόταν να αναφέρεται στη διακοπή της ίδιας αυτής προθεσμίας («[η] προθεσμία τρέχει εκ νέου από την ημερομηνία λήψης των ζητούμενων πληροφοριών ή από την ημερομηνία των επαληθεύσεων που διενεργούνται από το κράτος μέλος» –στα ιταλικά: «[i]l termine decorre nuovamente a partire dalla data di ricevimento delle informazioni richieste o dalla data delle verifiche effettuate dallo Stato membro»).

301    Αφετέρου, η Ιταλική Δημοκρατία δεν αντικρούει το επιχείρημα της Επιτροπής ότι τα άρθρα 2941 επ. του ιταλικού αστικού κώδικα διακρίνουν μεταξύ της αναστολής των προθεσμιών και της διακοπής των προθεσμιών, δεδομένου ότι μετά τη διακοπή αρχίζει να τρέχει νέα προθεσμία, ενώ, σε περίπτωση αναστολής, ο χρόνος που παρήλθε πριν από την επέλευση της αιτίας αναστολής προστίθεται σε εκείνον που αρχίζει να τρέχει εκ νέου όταν παύσει να υφίσταται το γεγονός που δικαιολόγησε την αναστολή.

302    Ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που υπενθυμίστηκε στη σκέψη 299 ανωτέρω, η Ιταλική Δημοκρατία δεν μπορούσε να ερμηνεύσει την επίμαχη διάταξη υπό την έννοια ότι της επέτρεπε, μέσω αιτημάτων παροχής πληροφοριών ή συμπληρωματικών επαληθεύσεων απευθυνόμενων στις συμβαλλόμενες πιστώτριες οργανώσεις, να διακόψει την προθεσμία που καθορίζεται στο άρθρο 20, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 501/2008, χωρίς να ελέγξει, προηγουμένως, αν οι αποδόσεις της επίμαχης διάταξης στις άλλες γλώσσες επιβεβαίωναν την ερμηνεία της και, ενδεχομένως, να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει τη διάταξη αυτή υπό το πρίσμα των αποδόσεων στις άλλες επίσημες γλώσσες καθώς και της γενικής οικονομίας και του σκοπού της ρύθμισης της οποίας αποτελεί μέρος (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 1977, Bouchereau, 30/77, EU:C:1977:172, σκέψη 14, και της 9ης Ιανουαρίου 2003, Givane κ.λπ., C-257/00, EU:C:2003:8, σκέψη 37).

303    Εν προκειμένω, όμως, η Ιταλική Δημοκρατία εφάρμοσε την επίμαχη διάταξη, παρά την αμφισημία της σε σχέση με το άρθρο 20, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 501/2008, χωρίς να λάβει υπόψη τις αποδόσεις του άρθρου 20, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 501/2008 στις άλλες γλώσσες, με αποτέλεσμα να καταστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκλειστικά υπεύθυνη για την παράβαση της προβλεπόμενης στο άρθρο 20, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 501/2008 προθεσμίας πληρωμής.

304    Ως εκ τούτου, οι αιτιάσεις που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 20 του κανονισμού 501/2008 και από το μη καταλογιστό των καθυστερήσεων πληρωμής στην Ιταλική Δημοκρατία πρέπει να απορριφθούν.

305    Κατά δεύτερον, όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης λόγω της αναδρομικής εφαρμογής της επίμαχης διάταξης, όπως αυτή διορθώθηκε το 2012, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, επίκληση της αρχής αυτής κατά ρύθμισης της Ένωσης μπορεί να γίνει μόνο εφόσον η ίδια η Ένωση δημιούργησε προηγουμένως μια κατάσταση ικανή να προκαλέσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη (βλ. αποφάσεις της 15ης Ιανουαρίου 2002, Weidacher, C-179/00, EU:C:2002:18, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 10ης Ιουνίου 2009, Πολωνία κατά Επιτροπής, T-257/04, EU:T:2009:182, σκέψη 245).

306    Εν προκειμένω, όμως, δεν αποδεικνύεται ότι η Ένωση είχε δημιουργήσει κατάσταση παρέχουσα στην Ιταλική Δημοκρατία τη δυνατότητα να θεωρήσει ορθή την επίμαχη διάταξη και να αναμένει δικαιολογημένα ότι μπορεί να την εφαρμόσει.

307    Πρώτον, από την κοινοποίηση της 27ης Απριλίου 2010, η οποία εστάλη βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006 (βλ. σκέψη 43 ανωτέρω) προκύπτει, κατ’ ουσίαν, αφενός, ότι, στο πλαίσιο δύο προηγούμενων ερευνών, η Επιτροπή είχε ήδη διαπιστώσει προβλήματα εκπρόθεσμων πληρωμών όσον αφορά την Ιταλική Δημοκρατία και, αφετέρου, ότι, από το 2005, οι υπηρεσίες της Επιτροπής είχαν πάντοτε εξηγήσει, στις επικοινωνίες τους με τις ιταλικές αρχές, τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να ερμηνεύονται οι διατάξεις που αποτελούσαν πλέον αντικείμενο του άρθρου 20 του κανονισμού 883/2006.

308    Συγκεκριμένα, ανταποκρινόμενη σε μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας το οποίο ελήφθη βάσει του άρθρου 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή προσκόμισε έγγραφο της 9ης Φεβρουαρίου 2006 το οποίο είχε αποστείλει στην Ιταλική Δημοκρατία στο πλαίσιο προηγούμενης έρευνας και στο οποίο επισήμαινε ρητώς ότι «η προθεσμία [πληρωμής πρέπει] να ξαναρχίσει να τρέχει μόλις παραληφθούν οι αναμενόμενες πληροφορίες ή διενεργηθεί η επαλήθευση».

309    Συναφώς, διευκρινίζεται ότι η διάταξη η οποία είναι εφαρμοστέα στα πραγματικά περιστατικά που αφορά η προαναφερθείσα στη σκέψη 308 έρευνα δεν ήταν το άρθρο 20 του κανονισμού 501/2008, αλλά το άρθρο 12, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 94/2002 της Επιτροπής, της 18ης Ιανουαρίου 2002, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2826/2000 του Συμβουλίου, σχετικά με ενέργειες ενημέρωσης και προώθησης των γεωργικών προϊόντων στην εσωτερική αγορά (ΕΕ 2002, L 17, σ. 30). Εντούτοις, οι δύο αυτές διατάξεις ήταν, κατ’ ουσίαν, ταυτόσημες. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 12, παράγραφος 5, του κανονισμού 94/2002:

«Το κράτος μέλος διενεργεί τις πληρωμές που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους εντός προθεσμίας 60 ημερολογιακών ημερών που υπολογίζονται από την παραλαβή της αίτησης. Ωστόσο, η εν λόγω προθεσμία δύναται να ανασταλεί, οποιαδήποτε στιγμή της περιόδου των εξήντα ημερών μετά την αρχική πρωτοκόλληση της αίτησης πληρωμής, με κοινοποίηση στον αντισυμβαλλόμενο πιστωτή ότι η αίτησή του δεν γίνεται δεκτή είτε διότι η οφειλή δεν έχει καταστεί απαιτητή είτε διότι δεν συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για όλες τις συμπληρωματικές αιτήσεις ή διότι το κράτος μέλος θεωρεί ότι είναι απαραίτητο να λάβει συμπληρωματικές πληροφορίες ή να προβεί σε ελέγχους. Η προθεσμία αρχίζει και πάλι να ισχύει από την ημερομηνία λήψης των ζητούμενων πληροφοριών, οι οποίες πρέπει να διαβιβάζονται εντός προθεσμίας τριάντα ημερολογιακών ημερών. Εκτός από περιπτώσεις ανωτέρας βίας, η καθυστέρηση των ανωτέρω πληρωμών συνεπάγεται μείωση του ποσού της επιστροφής στο κράτος μέλος, σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 296/96.»

310    Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι, προτού εκδώσει την προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή είχε ενημερώσει, επανειλημμένως, τις ιταλικές αρχές για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να υπολογίζεται η προθεσμία πληρωμής των εξήντα ημερών κατόπιν αναστολής της.

311    Δεύτερον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ιταλική Δημοκρατία επιβεβαίωσε ότι, κατά τον χρόνο κίνησης της διαδικασίας εκκαθάρισης λογαριασμών, αυτή είχε ενημερώσει την Επιτροπή για το πρόβλημα σχετικά με τη μετάφραση της επίμαχης διάταξης. Ως εκ τούτου, η Ιταλική Δημοκρατία δεν αγνοούσε ότι η επίμαχη διάταξη ενδεχομένως να μην ήταν ορθή, αλλά έλαβε παρ’ όλα αυτά τη συνειδητή απόφαση να την εφαρμόσει.

312    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η Ιταλική Δημοκρατία δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η επίμαχη διάταξη δημιούργησε σε αυτήν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

313    Τέλος, κατά τρίτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας κατά το οποίο η μη τήρηση των προθεσμιών πληρωμής δεν προκάλεσε ζημία στον προϋπολογισμό της Ένωσης και, ως εκ τούτου, θα ήταν άδικο να καταλογιστούν σε αυτήν οι συνέπειες της εφαρμογής της επίμαχης διάταξης.

314    Συγκεκριμένα, από τη νομολογία προκύπτει ότι το ΕΓΤΠΕ χρηματοδοτεί μόνον τις πραγματοποιούμενες σύμφωνα με τις διατάξεις της Ένωσης παρεμβάσεις στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών (πρβλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C-300/02, EU:C:2005:103, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

315    Εν προκειμένω, η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρεώνει τα κράτη μέλη να τηρούν την προβλεπόμενη στο άρθρο 20 του κανονισμού 501/2008 προθεσμία, επί ποινή χρηματικών κυρώσεων.

316    Καταρχάς, από την αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού 883/2006, η οποία εκτίθεται στη σκέψη 257 ανωτέρω, προκύπτει ότι κάθε πληρωμή που πραγματοποιείται αδικαιολόγητα μετά τις προβλεπόμενες από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προθεσμίες για την πληρωμή των ενισχύσεων στους δικαιούχους πρέπει να θεωρείται παράτυπη δαπάνη και, ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να υπάγεται σε καθεστώς επιστροφών από την Επιτροπή.

317    Επιπλέον, το άρθρο 20, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 501/2008 ορίζει ότι «[π]λην περιπτώσεων ανωτέρας βίας, οιαδήποτε καθυστέρηση των πληρωμών συνεπάγεται μείωση του ποσού της μηνιαίας προκαταβολής που καταβάλλεται από την Επιτροπή στο κράτος μέλος, σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στο άρθρο 9 του κανονισμού […] 883/2006».

318    Τέλος, κατά την αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού 501/2008, «[γ]ια τις απαιτήσεις της δημοσιονομικής διαχείρισης, είναι απαραίτητο να προβλέπονται χρηματικές ποινές σε περίπτωση […] καθυστέρησης των πληρωμών των κρατών μελών».

319    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η υπέρβαση, από την Ιταλική Δημοκρατία, της προβλεπόμενης στο άρθρο 20, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 501/2008 προθεσμίας πληρωμής συνιστά παράβαση της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρκεί για να καταστήσει τις δαπάνες παράτυπες και, ως εκ τούτου, μη επιλέξιμες, χωρίς να παρίσταται ανάγκη απόδειξης της ύπαρξης ζημίας για το Ταμείο.

320    Συνεπώς, ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

321    Δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε η Ιταλική Δημοκρατία δεν είναι βάσιμος, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

322    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

323    Δεδομένου ότι η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθηκε ως προς τα αιτήματά της, φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

324    Τέλος, κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

325    Ως εκ τούτου, η Γαλλική Δημοκρατία και η Ουγγαρία φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Ιταλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3)      Η Γαλλική Δημοκρατία και η Ουγγαρία φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Kanninen

Schwarcz

Ηλιόπουλος

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Μαρτίου 2019.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.