Language of document : ECLI:EU:C:2010:344

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 16ης Ιουνίου 2010 (1)

Υπόθεση C‑211/10 PPU

Doris Povse

κατά

Mauro Alpago

[αίτηση του Oberster Gerichtshof (Αυστρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Επείγουσα προδικαστική διαδικασία – Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 – Από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας από τους δύο γονείς – Μετακίνηση του παιδιού σε άλλο κράτος μέλος κατά παράβαση απαγορεύσεως εξόδου από την εθνική επικράτεια – Απόφαση του δικαστηρίου του πρώτου κράτους μέλους, η οποία ανακάλεσε την απαγόρευση και απένειμε προσωρινά την εξουσία αποφάσεως στον γονέα που μετακινήθηκε με το παιδί – Διαμονή του παιδιού στο δεύτερο κράτος μέλος επί περισσότερο από ένα έτος – Απόφαση του δικαστηρίου του πρώτου κράτους μέλους διατάσσουσα την επιστροφή του παιδιού στο συγκεκριμένο κράτος – Λόγοι οι οποίοι μπορεί να αιτιολογούν την άρνηση εκτελέσεως, στο δεύτερο κράτος μέλος, της τελευταίας αυτής αποφάσεως»





1.        Ένα παιδί που γεννήθηκε στην Ιταλία το 2006, από Ιταλό πατέρα και Αυστριακή μητέρα, οι οποίοι δεν τέλεσαν ποτέ γάμο, βρίσκεται τώρα στην Αυστρία με τη μητέρα του, παρά τη βούληση του πατέρα. Στο πλαίσιο διαδικασίας για τον καθορισμό της ασκήσεως της γονικής μέριμνας ως προς το παιδί, ιταλικό δικαστήριο διέταξε την επιστροφή του στην Ιταλία. Το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) (Αυστρία) υπέβαλε πέντε προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με τους λόγους για τους οποίους θα μπορούσε ενδεχομένως να αρνηθεί την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως.

 Νομικό πλαίσιο

2.        Η κατάσταση διέπεται, στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από τον κανονισμό (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου (2), σε συνδυασμό με τη Σύμβαση της Χάγης του 1980 (3).

 Η σύμβαση

3.        Στο προοίμιο της συμβάσεως, τα συμβαλλόμενα κράτη δηλώνουν ότι πιστεύουν «βαθειά ότι το συμφέρον του παιδιού είναι πρωταρχικής σημασίας για κάθε ζήτημα σχετικό με την επιμέλειά του» και βεβαιώνουν ότι επιθυμούν να «προστατεύσουν διεθνώς το παιδί κατά των επιβλαβών συνεπειών της παράνομης μετακίνησης ή κατακράτησής του και να δημιουργήσουν διαδικασίες που αποβλέπουν στο να διασφαλίσουν την άμεση επιστροφή του παιδιού στο κράτος της συνήθους διαμονής του, καθώς και την προστασία του δικαιώματος επικοινωνίας».

4.        Κατά το άρθρο 3 της συμβάσεως:

«Η μετακίνηση ή η κατακράτηση παιδιού θεωρούνται παράνομες:

α)      εφόσον έγιναν κατά παραβίαση δικαιώματος επιμέλειας, αναγνωρισμένου σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή άλλη οργάνωση, είτε αποκλειστικά είτε από κοινού με άλλους, από το δίκαιο του κράτους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την μετακίνηση ή την κατακράτηση του και

β)      το δικαίωμα αυτό ησκείτο πραγματικά, αποκλειστικά ή από κοινού με άλλους, κατά τον χρόνο της μετακίνησης ή της κατακράτησης, ή θα είχε ασκηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο εάν δεν είχαν επισυμβεί τα γεγονότα αυτά.

Το δικαίωμα επιμέλειας που αναφέρεται στην περίπτωση α΄ μπορεί να απορρέει ιδίως είτε απευθείας από τον νόμο είτε από δικαστική ή διοικητική απόφαση είτε από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους.»

5.        Το άρθρο 12 της συμβάσεως ορίζει τα εξής:

«Εφόσον ένα παιδί μετακινήθηκε ή κατακρατήθηκε παράνομα κατά την έννοια του άρθρου 3 και από τη μετακίνηση ή κατακράτησή του, μέχρι τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης ενώπιον της δικαστικής ή διοικητικής αρχής του συμβαλλόμενου κράτους, όπου βρίσκεται το παιδί, διέρρευσε χρονικό διάστημα μικρότερο του ενός έτους, η επιληφθείσα αρχή διατάσσει την άμεση επιστροφή του.

Ακόμη κι αν η δικαστική ή διοικητική αρχή επιλήφθηκε μετά την πάροδο του χρονικού διαστήματος ενός έτους, που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο, οφείλει ομοίως να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, εκτός αν αποδειχθεί ότι το παιδί έχει ήδη προσαρμοσθεί στο νέο του περιβάλλον.

[...]»

6.        Κατά το άρθρο 13 της συμβάσεως:

«Παρά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου η δικαστική ή διοικητική αρχή του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν δεσμεύεται να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, εφόσον το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή η οργάνωση που αντιτίθεται στην επιστροφή του αποδεικνύει:

α)      ότι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή η οργάνωση που είχε τη μέριμνα του προσώπου του παιδιού δεν ασκούσε ουσιαστικά το δικαίωμα επιμέλειας κατά το χρόνο της μετακίνησης ή κατακράτησης ή είχε συναινέσει στη μετακίνηση ή κατακράτηση αυτήν ή την είχε εγκρίνει εκ των υστέρων ή

β)      ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του παιδιού να το εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο να το περιαγάγει σε μια αφόρητη κατάσταση.

Η δικαστική ή διοικητική αρχή μπορεί επίσης να αρνηθεί να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, εάν διαπιστώσει ότι το παιδί αντιτίθεται στην επιστροφή του και έχει ήδη την ηλικία και την ωριμότητα που υπαγορεύουν να ληφθεί υπόψη η γνώμη του.

Κατά την εκτίμηση των περιστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, οι δικαστικές ή διοικητικές αρχές οφείλουν να λάβουν υπόψη τις πληροφορίες για την κοινωνική κατάσταση του παιδιού που παρέχονται από την κεντρική αρχή ή άλλη αρμόδια υπηρεσία του κράτους της συνήθους διαμονής του.»

7.        Το άρθρο 17 της συμβάσεως ορίζει τα εξής:

«Μόνο το γεγονός ότι μια απόφαση σχετική με την επιμέλεια εκδόθηκε ή μπορεί να αναγνωρισθεί στο κράτος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν μπορεί να δικαιολογήσει την άρνηση να επιστραφεί το παιδί στο πλαίσιο της Συμβάσεως αυτής, αλλά οι δικαστικές ή διοικητικές αρχές του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση μπορούν να λάβουν υπόψη το αιτιολογικό αυτής της αποφάσεως κατά την εφαρμογή της Συμβάσεως.»

8.        Κατά το άρθρο 19 της συμβάσεως:

«Απόφαση για την επιστροφή του παιδιού που εκδόθηκε στο πλαίσιο της Συμβάσεως δεν θίγει το κύριο θέμα του δικαιώματος επιμέλειας.»

 Ο κανονισμός

9.        Πολλές αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού είναι κρίσιμες για την ανάλυση των ερωτημάτων που εγείρονται στην παρούσα προδικαστική παραπομπή, και ειδικότερα:

«(12) Οι κανόνες δικαιοδοσίας που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού περί γονικής μέριμνας επιλέγονται υπό το πρίσμα του συμφέροντος του παιδιού, ειδικότερα δε του κριτηρίου της εγγύτητας. Αυτό σημαίνει ότι κατά πρώτο λόγο θα πρέπει να είναι αρμόδια τα δικαστήρια του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του παιδιού, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις μεταβολής της διαμονής του παιδιού ή ύστερα από συμφωνία μεταξύ των δικαιούχων της γονικής μέριμνας.

[...]

(17)      Σε περίπτωση παράνομης μετακίνησης ή κατακράτησης παιδιού, η επιστροφή του θα πρέπει να επιτυγχάνεται αμελλητί, και για το λόγο αυτό θα πρέπει να εξακολουθήσει να ισχύει η σύμβαση της Χάγης της 25ης Οκτωβρίου 1980 όπως συμπληρώνεται με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, και ειδικότερα του άρθρου 11. Τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί έχει μετακινηθεί ή κατακρατείται παράνομα, θα πρέπει να μπορούν να αντιτάσσονται στην επιστροφή του σε συγκεκριμένες και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις. Εντούτοις, μία τέτοια απόφαση θα πρέπει να μπορεί να αντικαθίσταται από μεταγενέστερη απόφαση δικαστηρίου του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του παιδιού πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του. Εάν η απόφαση αυτή συνεπάγεται την επιστροφή του παιδιού, η επιστροφή θα πρέπει να πραγματοποιείται χωρίς να απαιτείται προσφυγή σε καμία διαδικασία για την αναγνώριση και εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται το απαχθέν παιδί.

[...]

(21)      Η αναγνώριση και η εκτέλεση αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος θα πρέπει να βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και οι λόγοι της μη αναγνώρισης θα πρέπει να περιορίζονται στον ελάχιστο αναγκαίο βαθμό.

[...]

(23)      Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε έκρινε στα συμπεράσματά του (σημείο 34) ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται επί διαφορών απτομένων του οικογενειακού δικαίου οφείλουν “να αναγνωρίζονται αυτομάτως σε όλη την Ένωση δίχως να υφίστανται ενδιάμεσες διαδικασίες ή λόγοι άρνησης εκτέλεσης”. Εξ ου και οι αποφάσεις που αφορούν το δικαίωμα επικοινωνίας και την επιστροφή του παιδιού, οι οποίες πιστοποιούνται στο κράτος μέλος προέλευσης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να αναγνωρίζονται και να μπορούν να εκτελεστούν σε όλα τα άλλα κράτη μέλη, χωρίς να απαιτείται καμία άλλη διαδικασία. Οι λεπτομέρειες όσον αφορά την εκτέλεση των αποφάσεων αυτών εξακολουθούν να διέπονται από την εθνική νομοθεσία.

(24)      Δεν μπορεί να γίνει προσφυγή κατά πιστοποιητικού το οποίο εκδίδεται με σκοπό να διευκολύνεται η εκτέλεση της απόφασης. Δεν θα πρέπει να μπορεί επίσης να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής διορθώσεως παρά μόνο σε περίπτωση πραγματικού λάθους, δηλαδή εφόσον το πιστοποιητικό δεν αποδίδει ορθώς το περιεχόμενο της αποφάσεως.»

10.      Στο άρθρο 2 του κανονισμού ορίζονται ορισμένοι από τους όρους που χρησιμοποιούνται σε αυτόν. Ειδικότερα, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

«4)      Ο όρος “απόφαση” περιλαμβάνει κάθε απόφαση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου, καθώς και κάθε απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα, που εκδίδεται από δικαστήριο κράτους μέλους, ασχέτως ονομασίας της, όπως “διαταγή”, “διάταξη” ή “απόφαση”·

[...]

11)      Ο όρος “παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση παιδιού” σημαίνει τη μετακίνηση ή κατακράτηση παιδιού:

α)      εφόσον γίνονται κατά παραβίαση δικαιώματος επιμέλειας το οποίο προκύπτει από δικαστική απόφαση ή από το νόμο ή από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή την κατακράτησή του

και

β)      με την επιφύλαξη ότι το δικαίωμα αυτό ασκείτο πραγματικά, αποκλειστικά ή από κοινού με άλλους, κατά το χρόνο της μετακίνησης ή κατακράτησης ή θα είχε ασκηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο εάν δεν είχαν επισυμβεί τα γεγονότα αυτά. Η επιμέλεια θεωρείται ότι ασκείται από κοινού όταν ο ένας από τους δικαιούχους της γονικής μέριμνας δεν μπορεί, σύμφωνα με απόφαση ή απευθείας από το νόμο, να αποφασίζει για τον τόπο διαμονής του παιδιού χωρίς τη συγκατάθεση άλλου δικαιούχου της γονικής μέριμνας.

[...]».

11.      Κατά το άρθρο 8 του κανονισμού, και με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 9, 10 και 12, τα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν δικαιοδοσία επί θεμάτων που αφορούν τη γονική μέριμνα παιδιού το οποίο έχει συνήθη διαμονή σε αυτό το κράτος μέλος κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής.

12.      Συναφώς, το άρθρο 10 του κανονισμού (4) ορίζει τα εξής:

«Σε περίπτωση παράνομης μετακίνησης ή κατακράτησης του παιδιού, τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του διατηρούν τη δικαιοδοσία τους έως ότου το παιδί έχει αποκτήσει συνήθη κατοικία σε άλλο κράτος μέλος, και:

α)      κάθε πρόσωπο, ίδρυμα ή οργάνωση που έχει δικαίωμα επιμέλειας έχει συγκατατεθεί στη μετακίνηση ή κατακράτηση,

ή

β)      το παιδί έχει διαμείνει σε αυτό το άλλο κράτος μέλος για περίοδο τουλάχιστον ενός έτους αφότου το πρόσωπο, το ίδρυμα ή οιαδήποτε άλλη οργάνωση που έχει δικαίωμα επιμέλειας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τον τόπο στον οποίο ευρίσκεται το παιδί και το παιδί έχει ενταχθεί στο νέο περιβάλλον του, συντρέχει δε μια από τις παρακάτω προϋποθέσεις:

i)      εντός ενός έτους αφότου ο δικαιούχος της επιμέλειας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τον τόπο στον οποίο ευρίσκεται το παιδί, δεν έχει υποβληθεί αίτηση επιστροφής ενώπιον των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους στο οποίο έχει μετακινηθεί ή κατακρατείται το παιδί,

ii)      έχει ανακληθεί αίτηση επιστροφής την οποία υπέβαλε ο δικαιούχος της επιμέλειας, και δεν έχει υποβληθεί νέα αίτηση εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο σημείο i),

iii)       έχει περατωθεί υπόθεση ενώπιον δικαστηρίου του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11 παράγραφος 7,

iv)      τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του έχουν εκδώσει απόφαση για επιμέλεια που δεν συνεπάγεται την επιστροφή του παιδιού.»

13.      Κατά το άρθρο 11 του κανονισμού:

«1.      Όταν ένα φυσικό πρόσωπο, ίδρυμα ή οργάνωση που έχει δικαίωμα επιμέλειας προσφεύγει στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους προκειμένου να εκδοθεί, βάσει της [σύμβασης], απόφαση για την επιστροφή του παιδιού το οποίο μετακινήθηκε ή κατακρατείται παρανόμως σε κράτος μέλος διάφορο του κράτους μέλους όπου το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση, ισχύουν οι παράγραφοι 2 έως 8.

2.      Κατά την εφαρμογή των άρθρων 12 και 13 της [συμβάσεως], εξασφαλίζεται ότι παρέχεται στο παιδί η δυνατότητα ακρόασης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, εκτός αν αυτό αντενδείκνυται λόγω της ηλικίας του ή του βαθμού ωριμότητάς του.

3.      Το δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται αιτήσεως επιστροφής ενός παιδιού, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1, ενεργεί αμέσως στα πλαίσια της διαδικασίας σχετικά με την αίτηση, χρησιμοποιώντας τις πλέον σύντομες διαδικασίες τις οποίες προβλέπει το εθνικό δίκαιο.

Ανεξάρτητα από το προηγούμενο εδάφιο, το δικαστήριο εκδίδει την απόφασή του το αργότερο έξι εβδομάδες από την ενώπιόν του κατάθεση της αίτησης, εκτός αν αυτό καθίσταται αδύνατο λόγω εξαιρετικών περιστάσεων.

4.      Το δικαστήριο δεν μπορεί να αρνηθεί την επιστροφή του παιδιού δυνάμει του άρθρου 13, στοιχείο β΄, της [συμβάσεως], εάν διαπιστώνεται ότι έχουν προβλεφθεί τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία του παιδιού μετά την επιστροφή του.

5.      Το δικαστήριο δεν δύναται να απορρίψει την αίτηση επιστροφής παιδιού αν το πρόσωπο που ζήτησε την επιστροφή του παιδιού δεν είχε δυνατότητα ακρόασης.

6.      Εάν ένα δικαστήριο εκδώσει απόφαση για τη μη επιστροφή του παιδιού, σύμφωνα με το άρθρο 13 της [συμβάσεως], το δικαστήριο αυτό διαβιβάζει αμέσως, είτε απευθείας είτε μέσω της κεντρικής του αρχής, αντίγραφο της αποφάσεως μη επιστροφής και συναφή έγγραφα, ιδίως πρακτικά, στο αρμόδιο δικαστήριο ή στην κεντρική αρχή του κράτους μέλους όπου το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του, κατά τα οριζόμενα στο εθνικό δίκαιο. Τα εν λόγω έγγραφα επιδίδονται στο δικαστήριο εντός μηνός από την ημερομηνία της αποφάσεως περί μη επιστροφής.

7.      Αν τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του δεν έχουν ήδη επιληφθεί κατόπιν αιτήσεως ενός των μερών, το δικαστήριο ή η κεντρική αρχή που λαμβάνει την πληροφορία που μνημονεύεται στην παράγραφο 6 πρέπει να την γνωστοποιήσει στα μέρη και να τα καλέσει να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους ενώπιον του δικαστηρίου σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση, ώστε το δικαστήριο να εξετάσει το ζήτημα της επιμέλειας του παιδιού.

Με την επιφύλαξη των περί δικαιοδοσίας διατάξεων του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο περατώνει την υπόθεση, εάν παρέλθει άπρακτη η ως άνω προθεσμία.

8.      Ανεξάρτητα από απόφαση για τη μη επιστροφή του παιδιού σύμφωνα με το άρθρο 13 της [συμβάσεως], οιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση η οποία διατάσσει την επιστροφή του παιδιού και έχει εκδοθεί από δικαστήριο αρμόδιο βάσει του παρόντος κανονισμού είναι εκτελεστή σύμφωνα με το κεφάλαιο III τμήμα 4, προκειμένου να εξασφαλισθεί η επιστροφή του παιδιού.»

14.      Το άρθρο 15 του κανονισμού αφορά τη δυνατότητα παραπομπής σε δικαστήριο καταλληλότερο να εκδικάσει την υπόθεση. Προβλέπει τα εξής:

«1.      Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το δικαστήριο κράτους μέλους που έχει δικαιοδοσία ως προς την ουσία της υπόθεσης μπορεί, εάν κρίνει ότι δικαστήριο άλλου κράτους μέλους με το οποίο το παιδί έχει ιδιαίτερη σχέση είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση ή μέρος της υποθέσεως και εφόσον αυτό εξυπηρετεί το ύψιστο συμφέρον του παιδιού:

α)      να αναστείλει την εκδίκαση της υποθέσεως ή μέρους αυτής και να καλέσει τα μέρη να προσφύγουν ενώπιον του δικαστηρίου αυτού του άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με την παράγραφο 4, ή

β)      να καλέσει δικαστήριο ενός άλλου κράτους μέλους να ασκήσει τη δικαιοδοσία του σύμφωνα με την παράγραφο 5.

2.      Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται

α)      ύστερα από αίτηση ενός των μερών, ή

β)      με πρωτοβουλία του δικαστηρίου, ή

γ)      ύστερα από αίτημα του δικαστηρίου ενός άλλου κράτους μέλους με το οποίο το παιδί έχει στενό σύνδεσμο, σύμφωνα με την παράγραφο 3.

Η παραπομπή δεν μπορεί όμως να γίνεται με πρωτοβουλία του δικαστηρίου ή ύστερα από αίτημα του δικαστηρίου ενός άλλου κράτους μέλους εκτός εάν γίνεται δεκτή τουλάχιστον από ένα εκ των μερών.

3.      Θεωρείται ότι το παιδί έχει στενό σύνδεσμο με ένα κράτος μέλος, κατά την έννοια της παραγράφου 1, εάν

α)      αφότου επιλήφθηκε το Δικαστήριο κατά την έννοια της παραγράφου 1, το παιδί έχει αποκτήσει τη συνήθη διαμονή του σε αυτό το κράτος μέλος, ή

β)      το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του σε αυτό το κράτος μέλος, ή

γ)      το παιδί έχει την ιθαγένεια αυτού του κράτους μέλους, ή

δ)      ο ένας των δικαιούχων της γονικής μέριμνας έχει τη συνήθη διαμονή του σε αυτό το κράτος μέλος, ή

ε)      η διαφορά αφορά τα μέτρα προστασίας του παιδιού που συνδέονται με τη διοίκηση, τη συντήρηση ή τη διάθεση της περιουσίας του παιδιού η οποία βρίσκεται στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους.

4.      Το δικαστήριο του κράτους μέλους που έχει δικαιοδοσία να κρίνει επί της ουσίας ορίζει προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να επιληφθούν τα δικαστήρια του άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Εάν τα δικαστήρια δεν επιληφθούν εντός αυτής της προθεσμίας, το δικαστήριο που επιλήφθηκε πρώτο εξακολουθεί να ασκεί τη δικαιοδοσία του σύμφωνα με τα άρθρα 8 έως 14.

5.      Το δικαστήριο αυτού του άλλου κράτους μέλους μπορεί, εφόσον αυτό, λόγω των ειδικών περιστάσεων της υποθέσεως, είναι προς το συμφέρον του παιδιού, να κηρύξει εαυτό αρμόδιο εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων αφότου επελήφθη της υποθέσεως σύμφωνα με την παράγραφο 1, στοιχείο α΄ ή β΄. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο που έχει επιληφθεί πρώτο κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο. Σε αντίθετη περίπτωση, το δικαστήριο που έχει επιληφθεί πρώτο εξακολουθεί να ασκεί τη δικαιοδοσία του σύμφωνα με τα άρθρα 8 έως 14.

6.      Τα δικαστήρια συνεργάζονται για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου είτε απευθείας είτε μέσω των κεντρικών αρχών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 53 (5).»

15.      Το κεφάλαιο ΙΙΙ του κανονισμού φέρει τον τίτλο «Αναγνώριση και εκτέλεση». Το τμήμα 1 του κεφαλαίου αφορά την αναγνώριση. Στο τμήμα αυτό, ειδικότερα, το άρθρο 23 απαριθμεί τους λόγους μη αναγνωρίσεως αποφάσεων που αφορούν τη γονική μέριμνα. Προβλέπει τα εξής:

«Απόφαση που αφορά τη γονική μέριμνα δεν αναγνωρίζεται:

α)      αν η αναγνώριση αντίκειται προδήλως στη δημόσια τάξη του κράτους μέλους αναγνώρισης, λαμβάνοντας υπόψη το ύψιστο συμφέρον του παιδιού,

β)      αν έχει εκδοθεί, εκτός περιπτώσεων κατεπείγοντος, χωρίς να δοθεί στο παιδί δυνατότητα ακρόασης, κατά παράβαση θεμελιωδών δικονομικών αρχών του κράτους μέλους αναγνώρισης,

γ)      αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα διάδικο κανονικά και έγκαιρα ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν βεβαιωθεί ότι ο διάδικος έχει δεχτεί την απόφαση κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση,

δ)      κατόπιν αιτήματος προσώπου που ισχυρίζεται ότι η απόφαση παραβιάζει την άσκηση της γονικής μέριμνάς του, εάν η απόφαση έχει εκδοθεί χωρίς να δοθεί στο πρόσωπο αυτό δυνατότητα ακρόασης,

ε)      αν η απόφαση είναι ασυμβίβαστη με μεταγενέστερη απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα που έχει εκδοθεί στο κράτος μέλος αναγνώρισης,

στ)       αν η απόφαση είναι ασυμβίβαστη με μεταγενέστερη απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος ή στην τρίτη χώρα συνήθους διαμονής του παιδιού, εφόσον η απόφαση αυτή συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώρισή της στο κράτος μέλος αναγνώρισης,

ή

ζ)      αν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 56 (6).»

16.      Το άρθρο 24 του ίδιου τμήματος 1 ορίζει τα εξής:

«Η δικαιοδοσία του δικαστηρίου του κράτους μέλους προέλευσης δεν ερευνάται. Το κριτήριο της δημόσιας τάξης […] του άρθρου 23, στοιχείο α΄, δεν εφαρμόζεται στους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας των άρθρων [8] έως 14 (7).»

17.      Το τμήμα 4 του κεφαλαίου ΙΙΙ με τίτλο «Εκτέλεση αποφάσεων που αφορούν το δικαίωμα επικοινωνίας και την επιστροφή του παιδιού» περιλαμβάνει τα άρθρα 40 έως 45. Το άρθρο 40, υπό τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει τα εξής:

«1.      Το παρόν τμήμα εφαρμόζεται όσον αφορά:

[…]

β)      την επιστροφή παιδιού που απορρέει από απόφαση διατάσσουσα την επιστροφή του παιδιού σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 παράγραφος 8.

2.      Οι διατάξεις του παρόντος τμήματος δεν εμποδίζουν ένα δικαιούχο γονικής μέριμνας να επιδιώξει την αναγνώριση και εκτέλεση σύμφωνα με τις διατάξεις των τμημάτων 1 και 2 του παρόντος κεφαλαίου.»

18.      Κατά το άρθρο 42, με τίτλο «Επιστροφή του παιδιού»:

«1.      Εκτελεστή απόφαση εκδιδόμενη σε κράτος μέλος για την επιστροφή του παιδιού κατά την έννοια του άρθρου 40, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, για την οποία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό στο κράτος μέλος προέλευσης κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2, αναγνωρίζεται σε άλλο κράτος μέλος και μπορεί να εκτελεστεί σε αυτό χωρίς να απαιτείται κήρυξη εκτελεστότητας και χωρίς να μπορεί να προσβληθεί η αναγνώριση.

Ακόμη και αν το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει την εκτελεστότητα απευθείας εκ του νόμου, παρά ενδεχόμενη προσφυγή, απόφασης διατάσσουσας την επιστροφή του παιδιού η οποία προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 8, το δικαστήριο του κράτους μέλους προέλευσης μπορεί να κηρύξει την απόφαση εκτελεστή.

2.      Ο δικαστής προέλευσης που εξέδωσε την απόφαση για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 40, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, εκδίδει το πιστοποιητικό της παραγράφου 1, μόνο εφόσον:

α)      έχει παρασχεθεί στο παιδί η δυνατότητα ακρόασης, εκτός αν η ακρόαση αντενδείκνυται δεδομένης της ηλικίας ή του βαθμού ωριμότητάς του,

β)      τα μέρη είχαν δυνατότητα ακρόασης, και

γ)      το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του λαμβάνοντας υπόψη τους λόγους και τα αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων εξεδόθη η απόφαση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13 της [σύμβασης].

Σε περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο ή οιαδήποτε άλλη αρχή λαμβάνει μέτρα για να διασφαλίσει την προστασία του παιδιού μετά την επιστροφή του στο κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του, το πιστοποιητικό καθορίζει τις λεπτομέρειες αυτών των μέτρων.

Ο δικαστής προέλευσης εκδίδει αυτεπαγγέλτως το προαναφερθέν πιστοποιητικό του παιδιού, χρησιμοποιώντας το έντυπο του παραρτήματος IV (πιστοποιητικό σχετικά με την επιστροφή).

Το πιστοποιητικό συμπληρώνεται στη γλώσσα της απόφασης.»

19.      Μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να πιστοποιούνται συναφώς συγκαταλέγεται, στο σημείο 13 του εν λόγω παραρτήματος IV, η ακόλουθη βεβαίωση:

«Η απόφαση προβλέπει την επιστροφή του παιδιού και το δικαστήριο έλαβε υπόψη στην απόφασή του τους λόγους και τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων βασίζεται η ληφθείσα απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 13 της [συμβάσεως].»

20.      Κατά το άρθρο 43 του κανονισμού:

«1.      Το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης εφαρμόζεται για πάσα διόρθωση του πιστοποιητικού.

2.      Η έκδοση του πιστοποιητικού σύμφωνα με το άρθρο 41, παράγραφος 1, ή το άρθρο 42, παράγραφος 1, δεν είναι δεκτική καμίας προσφυγής.»

21.      Το άρθρο 47 του κανονισμού, με τίτλο «Διαδικασία εκτέλεσης», προβλέπει τα εξής:

«1.      Η διαδικασία εκτέλεσης διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης.

2.      Απόφαση που έχει εκδοθεί από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους και έχει κηρυχθεί εκτελεστή σύμφωνα με το τμήμα 2 ή για την οποία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό σύμφωνα με το άρθρο 41, παράγραφος 1, ή το άρθρο 42, παράγραφος 1, εκτελείται στο κράτος εκτέλεσης υπό τους αυτούς όρους σαν να είχε εκδοθεί σε αυτό το κράτος μέλος.

Συγκεκριμένα, απόφαση για την οποία εκδίδεται πιστοποιητικό σύμφωνα με το άρθρο 41, παράγραφος 1, ή το άρθρο 42, παράγραφος 1, δεν μπορεί να εκτελείται αν είναι ασυμβίβαστη με μεταγενέστερη εκτελεστή απόφαση.»

22.      Το άρθρο 53 του κανονισμού προβλέπει ότι κάθε κράτος μέλος διορίζει μία ή περισσότερες κεντρικές αρχές, επιφορτισμένες να παρέχουν τη συνδρομή τους στην εφαρμογή του κανονισμού. Κατά το άρθρο 55, στοιχείο γ΄, του κανονισμού, ένα από τα καθήκοντα των αρχών αυτών, στο πλαίσιο ειδικών υποθέσεων γονικής μέριμνας είναι «να διευκολύνουν την επικοινωνία μεταξύ δικαστηρίων, ιδιαίτερα για την εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφοι 6 και 7, και του άρθρου 15».

 Πραγματικά περιστατικά και εξέλιξη της διαδικασίας

23.      Θα ακολουθήσω, εν προκειμένω, την ίδια μέθοδο που ακολούθησα στη γνώμη που διατύπωσα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Rinau (8), συνοψίζοντας τα κυριότερα στοιχεία του πραγματικού και διαδικαστικού πλαισίου της διαφοράς, όπως προκύπτουν από την απόφαση παραπομπής και τα συνημμένα σε αυτήν έγγραφα, υπό μορφή συνοπτικού πίνακα.

Ημερομηνία

Ιταλία

Αυστρία

6.12.2006

Γέννηση του παιδιού· κατά το ιταλικό δίκαιο, οι γονείς ασκούν από κοινού την επιμέλεια.

 

31.1.2008

Η μητέρα αποχωρεί από την κοινή κατοικία με το παιδί.

 

4.2.2008

Ο πατέρας ζητεί από το Tribunale per i Minorenni di Venezia (δικαστήριο ανηλίκων της Βενετίας) την αποκλειστική επιμέλεια του παιδιού και την επιβολή στη μητέρα απαγορεύσεως εξόδου από την ιταλική επικράτεια με το παιδί.

 

8.2.2008

Το Tribunale per i Minorenni di Venezia απαγορεύει προσωρινά στη μητέρα την έξοδο από την Ιταλία με το παιδί.

 
 

Η μητέρα ζητεί την αποκλειστική επιμέλεια του παιδιού.

Παρά την απαγόρευση, η μητέρα μεταβαίνει με το παιδί στην Αυστρία.

16.4.2008

 

Ο πατέρας ζητεί την επιστροφή του παιδιού δυνάμει της συμβάσεως.

23.5.2008

Πριν από τη λήψη οριστικής αποφάσεως σχετικά με την επιμέλεια, το Tribunale per i Minorenni di Venezia διατάσσει ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη και τακτική επαφή μεταξύ του παιδιού και του πατέρα που θα λαμβάνει χώρα πότε στην Ιταλία και πότε στην Αυστρία, στις αντίστοιχες κοινωνικές υπηρεσίες· προκειμένου να μπορεί η μητέρα να μετακινηθεί μεταξύ των δύο χωρών με το παιδί για να καταστεί δυνατή η επαφή με τον πατέρα, το δικαστήριο ανακαλεί την απαγόρευση εξόδου από την εθνική επικράτεια· αναγνωρίζει, προσωρινά, δικαίωμα γονικής μέριμνας στους δύο γονείς από κοινού και επιτρέπει στη μητέρα να κρατήσει το παιδί μαζί της στην Αυστρία, έχοντας μοναδική εξουσία λήψης των αποφάσεων που αφορούν την καθημερινή του ζωή.

Αρχικά, τα αυστριακά δικαστήρια αγνοούν την ύπαρξη και το περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής.

6.6.2008

 

Κατόπιν αιτήσεως της μητέρας, το Bezirksgericht Judenburg (δικαστήριο του καντονίου του Judenburg, τόπου διαμονής της μητέρας και του παιδιού) απαγορεύει στον πατέρα την επαφή με τη μητέρα και το παιδί, με το σκεπτικό ότι είχε παρενοχλήσει τη μητέρα.

3.7.2008

 

Βάσει του άρθρου 13, στοιχείο β΄, της συμβάσεως (σοβαρός κίνδυνος φυσικής δοκιμασίας σε περίπτωση χωρισμού από τη μητέρα), το Bezirksgericht Leoben (δικαστήριο του καντονίου του Leoben, γειτονικού καντονίου του Judenburg (9)) απορρίπτει την αίτηση του πατέρα (της 16ης Απριλίου 2008) περί εκδόσεως αποφάσεως διατάσσουσας την επιστροφή του παιδιού στην Ιταλία.

1.9.2008

 

Κατόπιν εφέσεως του πατέρα, το Landesgericht Leoben (περιφερειακό δικαστήριο του Leoben) ακυρώνει την απόφαση της 3ης Ιουλίου 2008 βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 5, του κανονισμού, επειδή το Bezirksgericht δεν άκουσε τον πατέρα.

6.9.2008

 

Η απόφαση του Bezirksgericht Judenburg της 6ης Ιουνίου 2008 παύει να ισχύει, λόγω παρελεύσεως της χρονικής ισχύος της.

21.11.2008

 

Το Bezirksgericht Leoben ακούει τον πατέρα και απορρίπτει εκ νέου την αίτησή του, επικαλούμενο αυτή τη φορά την απόφαση του Tribunale per i Minorenni di Venezia της 23ης Μαΐου 2008 (της οποίας είχε λάβει γνώση στο μεταξύ), η οποία προέβλεπε την παραμονή του παιδιού με τη μητέρα του στην Αυστρία.

7.1.2009

 

Το Landesgericht Leoben επιβεβαιώνει την απόρριψη της αιτήσεως του πατέρα, επικαλούμενο εκ νέου την αιτιολογία του άρθρου 13, στοιχείο β΄, της συμβάσεως.

9.4.2009

Ο πατέρας ζητεί από το Tribunale per i Minorenni di Venezia να διατάξει την επιστροφή του παιδιού δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού.

 

15.5.2009

Η μητέρα προβάλλει την αναρμοδιότητα του Tribunale per i Minorenni di Venezia, βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού· επικουρικώς, ζητεί την παραπομπή στο Bezirksgericht Judenburg, βάσει του άρθρου «15, στοιχείο β΄, σημείο 5» (10) του κανονισμού.

 

30.4.2009 και

19.5.2009

Το Tribunale per i Minorenni di Venezia ακούει τους εκπροσώπους των διαδίκων, καθώς η μητέρα δεν ενεφανίσθη αυτοπροσώπως· οι εκπρόσωποι δηλώνουν διατεθειμένοι να συζητήσουν ένα πρόγραμμα επικοινωνίας μεταξύ πατέρα και παιδιού, το οποίο θα καταρτίσει η εμπειρογνώμονας που διορίσθηκε από το δικαστήριο.

 

26.5.2009

 

Κατόπιν αιτήσεως της μητέρας (η οποία δεν κοινοποιήθηκε στο Tribunale per i Minorenni di Venezia), το Bezirksgericht Judenburg κηρύσσει (χωρίς ακρόαση του πατέρα) εαυτό αρμόδιο για την εκδίκαση της αιτήσεως γονικής μέριμνας που υπέβαλε η μητέρα, «δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 5», του κανονισμού· ζητεί από το Tribunale per i Minorenni di Venezia να κρίνει εαυτό αναρμόδιο και να παραπέμψει σε αυτό την υπόθεση.

26.6.2009

Ο πατέρας δηλώνει διατεθειμένος να συμμορφωθεί προς το πρόγραμμα επισκέψεων που θα καταρτισθεί.

 

27.6.2009

Η μητέρα δηλώνει ότι δεν επιθυμεί να δεχθεί το πρόγραμμα επισκέψεων που θα καταρτισθεί, επικαλούμενη προσωπικές δυσκολίες και φόβους για την καλή διαβίωση του παιδιού.

 

8.7.2009

Η εμπειρογνώμονας καταθέτει την πρόταση προγράμματος επικοινωνίας στο Tribunale per i Minorenni di Venezia, το οποίο λαμβάνει, την ίδια ημέρα, το αίτημα του Bezirksgericht Judenburg περί παραπομπής της.

 

10.7.2009

Το Tribunale per i Minorenni di Venezia απορρίπτει την ένσταση ελλείψεως δικαιοδοσίας που άσκησε η μητέρα, και αρνείται να παραπέμψει την υπόθεση στο Bezirksgericht Judenburg, με το σκεπτικό ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 15 του κανονισμού (δεν πρόκειται για εξαιρετική περίπτωση, κατά την έννοια της παραγράφου 1, και ο στενός σύνδεσμος με την Αυστρία, κατά την έννοια της παραγράφου 3, δεν τεκμηριώνεται)· διαπιστώνει ότι η ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί λόγω μη συνεργασίας της μητέρας· διατάσσει την άμεση επιστροφή του παιδιού στην Ιταλία, είτε συνοδευόμενο από τη μητέρα του (οπότε θα εξευρεθεί κοινωνική κατοικία και θα καταρτισθεί ένα πρόγραμμα επισκέψεων) είτε στον πατέρα του, προκειμένου να αποκατασταθεί η σχέση μεταξύ του πατέρα και του παιδιού, εκδίδει δε πιστοποιητικό για την απόφασή του σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού.

 

25.8.2009

 

Το Bezirksgericht Judenburg αναθέτει προσωρινά την επιμέλεια στη μητέρα, με το σκεπτικό ότι το συμφέρον του παιδιού θα εβλάπτετο σοβαρά σε περίπτωση επιστροφής του στην Ιταλία. Η απόφασή του επιδίδεται στον πατέρα, χωρίς μετάφραση στη γλώσσα του και χωρίς ειδοποίηση αναφορικά με το δικαίωμα αρνήσεως παραλαβής της ταχυδρομικής αποστολής.

22.9.2009

 

Ο πατέρας ζητεί από το Bezirksgericht Leoben την εκτέλεση της αποφάσεως επιστροφής του Tribunale per i Minorenni di Venezia της 10ης Ιουλίου 2009, επικαλούμενος το άρθρο 47 του κανονισμού.

23.9.2009

 

Το Bezirksgericht Judenburg επιβεβαιώνει την τελεσιδικία και την εκτελεστότητα της αποφάσεώς του της 25ης Αυγούστου 2009.

12.11.2009

 

Το Bezirksgericht Leoben απορρίπτει το αίτημα εκτελέσεως της αποφάσεως επιστροφής του Tribunale per i Minorenni di Venezia, με το σκεπτικό ότι η επιστροφή του παιδιού στον πατέρα του θα το εκθέσει σε κίνδυνο ψυχικής βλάβης.

30.11.2009

 

Ο πατέρας ασκεί έφεση κατά της αποφάσεως του Bezirksgericht Leoben της 12ης Νοεμβρίου 2009.

20.1.2010

 

Το Landesgericht Leoben κάνει δεκτή την αίτηση του πατέρα, επικαλούμενο την αυστηρή εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού.

16.2.2010

 

Η μητέρα ασκεί αναίρεση ενώπιον του Oberster Gerichtshof κατά της αποφάσεως του Landesgericht Leoben της 20ής Ιανουαρίου 2010.

20.4.2010

 

Το Oberster Gerichtshof απευθύνει πέντε προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο, ζητώντας την εφαρμογή της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας.

3.5.2010

 

Περιέρχεται στο δικαστήριο η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

 Τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

24.      Το αιτούν δικαστήριο δέχεται ότι, σύμφωνα με την απόφαση Rinau (11), όταν ένα πιστοποιητικό εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 42 του κανονισμού, το δικαστήριο εκτελέσεως μπορεί απλώς να διαπιστώσει την εκτελεστότητα μιας αποφάσεως που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού και να δεχθεί το αίτημα περί άμεσης επιστροφής του παιδιού. Επομένως, η κατ’ ουσίαν εξέταση της αποφάσεως του ιταλικού δικαστηρίου αποκλείεται ως ζήτημα αρχής. Ομοίως, δυνάμει των εθνικών διαδικαστικών κανόνων, η τοπική αναρμοδιότητα του εν λόγω δικαστηρίου δεν είναι δυνατόν να προβληθεί στην αναιρετική διαδικασία. Ωστόσο, κατά τη γνώμη του, ορισμένα σημεία χρήζουν εκτενέστερης εξετάσεως.

25.      Κατά συνέπεια, το Oberster Gerichtshof υποβάλλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα πέντε ερωτήματα:

«1.      Ως “απόφαση για επιμέλεια που δεν συνεπάγεται την επιστροφή του παιδιού”, κατά την έννοια του άρθρου 10, στοιχείο β΄, περίπτωση iv, του κανονισμού […] πρέπει να νοείται και η προσωρινή ρύθμιση, με την οποία η “γονική εξουσία λήψεως αποφάσεων”, και ειδικότερα το δικαίωμα προσδιορισμού του τόπου διαμονής, απονέμεται στον γονέα που απήγαγε το παιδί, εν αναμονή οριστικής αποφάσεως σχετικά με το δικαίωμα επιμέλειας;

2.      Εμπίπτει η απόφαση για την επιστροφή του παιδιού στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού μόνον εφόσον το δικαστήριο διατάσσει την επιστροφή δυνάμει αποφάσεως για το δικαίωμα επιμέλειας που έχει εκδώσει το ίδιο;

3.      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ή στο δεύτερο ερώτημα:

α)      Είναι δυνατόν να προβληθεί, στο δεύτερο κράτος, η αναρμοδιότητα του δικαστηρίου προελεύσεως (ερώτημα 1) ή η μη εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού (ερώτημα 2) κατά της εκτελέσεως αποφάσεως ως προς την οποία το δικαστήριο προελεύσεως έχει εκδώσει πιστοποιητικό σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού,

β)      ή απαιτείται, σε μια τέτοια περίπτωση, o ανακόπτων διάδικος να ζητήσει στο κράτος προελεύσεως την ακύρωση του πιστοποιητικού, πράγμα που θα επέτρεπε την αναστολή της εκτελέσεως στο δεύτερο κράτος εν αναμονή της εκδόσεως αποφάσεως στο κράτος προελεύσεως;

4.      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στα πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα ή στο τρίτο ερώτημα υπό α΄:

Αποκλείει, σύμφωνα με το άρθρο 47, παράγραφος 2, του κανονισμού, η απόφαση η οποία έχει εκδοθεί από δικαστήριο του δεύτερου κράτους και είναι εκτελεστή κατά το δίκαιο του κράτους αυτού και με την οποία ανατίθεται η προσωρινή επιμέλεια στον γονέα που απήγαγε το παιδί την εκτέλεση αποφάσεως επιστροφής, η οποία εκδόθηκε προγενέστερα στο κράτος προελεύσεως βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού, ακόμη και στην περίπτωση που δεν εμποδίζει την εκτέλεση αποφάσεως επιστροφής η οποία εκδόθηκε στο δεύτερο κράτος σύμφωνα με τη Σύμβαση της Χάγης;

5.      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως και στο τέταρτο ερώτημα:

α)      Δύναται το δεύτερο κράτος να αρνηθεί να προβεί σε εκτέλεση αποφάσεως για την οποία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό, κατά την έννοια του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού, από το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως, εάν, μετά την έκδοσή της, οι περιστάσεις έχουν αλλάξει κατά τέτοιο τρόπο ώστε από την εκτέλεση να κινδυνεύει σοβαρά το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού,

β)      ή οφείλει ο ανακόπτων διάδικος να επικαλεσθεί τη μεταβολή των ως άνω περιστάσεων στο κράτος προελεύσεως, πράγμα που θα σήμαινε ότι η εκτέλεση θα μπορούσε να ανασταλεί στο δεύτερο κράτος, εν αναμονή της εκδόσεως αποφάσεως στο κράτος προελεύσεως;»

 Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

26.      Δεδομένου ότι η υπόθεση εκδικάζεται κατά την επείγουσα προδικαστική διαδικασία του άρθρου 104β του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μόνες δυνάμενες να μετάσχουν στο στάδιο αυτό της διαδικασίας, εξαιρουμένων των διαδίκων στη διαφορά της κύριας δίκης. Οι εν λόγω διάδικοι, καθώς και η Τσεχική, η Γερμανική, η Γαλλική, η Ιταλική, η Λεττονική, η Σλοβενική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου εκπροσωπήθηκαν στην προφορική διαδικασία που διεξήχθη τη 14η Ιουνίου 2010. Οι γονείς, παρότι είχαν το δικαίωμα να καταθέσουν γραπτές παρατηρήσεις και να εκπροσωπηθούν στην προφορική διαδικασία, δεν έκαναν, εν προκειμένω, χρήση του δικαιώματός τους.

 Ανάλυση

 Προκαταρτικές παρατηρήσεις

27.      Τα ερωτήματα του Oberster Gerichtshof πηγάζουν, σε μεγάλο βαθμό, από την αντίληψη υπάρξεως συγκρούσεως μεταξύ της γραμματικής και της τελολογικής ερμηνείας ορισμένων διατάξεων του κανονισμού. Είναι, επομένως, σημαντικό να έχουμε κατά νου τις τρεις θεμελιώδεις αρχές στις οποίες στηρίζονται οι συναφείς διατάξεις του κανονισμού και οι οποίες πρέπει να κατευθύνουν κάθε τελολογική ερμηνεία (12).

28.      Κατά πρώτον, θεμέλιο του κανονισμού αποτελεί το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού και ο σεβασμός των δικαιωμάτων του. Εκτός από το μέλημα να ληφθεί υπόψη, σε κάθε περίπτωση, αυτό το συμφέρον, έκφραση αυτού του προσανατολισμού αποτελεί, ειδικότερα, ο γενικός κανόνας κατά τον οποίο τα δικαστήρια του τόπου συνήθους διαμονής του παιδιού είναι καταλληλότερα για τη ρύθμιση κάθε ζητήματος που αφορά την επιμέλεια ή τη γονική μέριμνα και πρέπει, επομένως, να τους αναγνωριστεί σχετικώς η καταρχήν δικαιοδοσία. Ωστόσο, φρονώ ότι, παρότι το δικαστήριο που καλείται να εκδώσει απόφαση σε συγκεκριμένη υπόθεση πρέπει να λάβει υπόψη το ιδιαίτερο συμφέρον κάθε παιδιού, η ερμηνεία του κανονισμού πρέπει να βασίζεται σε μια ευρύτερη αντίληψη περί υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού, γενικώς εφαρμοζόμενη.

29.      Δεύτερον, ο κανονισμός επιδιώκει να διασφαλίσει ότι καμία παράνομη μετακίνηση του παιδιού δεν παράγει έννομες συνέπειες, εκτός εάν γίνει δεκτή εκ των υστέρων από τους ενδιαφερομένους. Στο πνεύμα αυτό, προβλέπει, αφενός, έναν σχεδόν αυτόματο μηχανισμό για την επίτευξη της επιστροφής του παιδιού αμελλητί και, αφετέρου, περιορίζει με πολύ αυστηρό τρόπο τις δυνατότητες μεταβίβασης δικαιοδοσίας στα δικαστήρια του κράτους μέλους της παράνομης μετακινήσεως, επιτρέποντας στα δικαστήρια του κράτους μέλους της προγενέστερης συνήθους διαμονής να αγνοήσουν ενδεχόμενη απόφαση μη επιστροφής, εκδοθείσα βάσει του άρθρου 13 της συμβάσεως.

30.      Έτσι, ακόμη και στον περιορισμένο τομέα της γονικής μέριμνας και της παράνομης μετακινήσεως των παιδιών, ο κανονισμός επιδιώκει τουλάχιστον δύο σκοπούς –τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους συνήθους διαμονής του παιδιού και την επιστροφή του παιδιού, κατόπιν παράνομης μετακινήσεως, στο κράτος της προγενέστερης συνήθους διαμονής του– οι οποίοι ενδέχεται να αποδειχθούν μερικώς ασυμβίβαστοι, τουλάχιστον σε περίπτωση παρατάσεως της μετακινήσεως, η οποία έχει ως αποτέλεσμα να αποκτήσει το παιδί νέα συνήθη διαμονή στο κράτος μέλος της μετακινήσεως.

31.      Τρίτον, ο κανονισμός απαιτεί από τα εθνικά δικαστήρια υψηλό βαθμό αμοιβαίας εμπιστοσύνης, ο οποίος περιορίζει στους απολύτως αναγκαίους τους λόγους μη αναγνωρίσεως των αποφάσεων δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους και καθιστά σχεδόν αυτόματες την αναγνώριση και την εκτέλεση των εν λόγω αποφάσεων. Επίσης, και στο ίδιο πνεύμα, προβλέπει έναν μηχανισμό συνεργασίας και παροτρύνει τα εθνικά δικαστήρια να τον χρησιμοποιούν.

32.      Φρονώ ότι αξίζει να υπογραμμίσουμε δύο ακόμη πτυχές του κανονισμού.

33.      Αφενός, ο κανονισμός προβλέπει μόνον κανόνες που αφορούν τη δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση. Δεν αφορά σε καμία περίπτωση τα ζητήματα ουσίας. Σε αντίθεση προς το επιχείρημα που φαίνεται να προέβαλε η Αυστριακή Κυβέρνηση κατά την προφορική διαδικασία, η εφαρμογή του κανονισμού δεν υπάγεται σε μια «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εις βάρος του παιδιού», αλλά σκοπός του είναι να καθορίσει σαφώς, στις διασυνοριακές υποθέσεις, το αρμόδιο δικαστήριο και να διασφαλίσει ότι τα άλλα δικαστήρια θα έχουν εμπιστοσύνη στις αποφάσεις του, αφού όλα τα δικαστήρια των κρατών μελών πρέπει να εκδίδουν τις αποφάσεις τους δίνοντας προτεραιότητα στο υπέρτερο συμφέρον του παιδιού.

34.      Αφετέρου, προϋποθέτει (και μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, απαιτεί) ότι τα δικαστήρια και οι διάδικοι ενεργούν ταχέως σε περιπτώσεις παράνομης μετακινήσεως ή παράνομης μη επιστροφής (13) παιδιού. Εάν αυτή η ταχύτητα δράσεως δεν εξασφαλίζεται στην πράξη, η εφαρμογή του κανονισμού πλήττεται, όπως καταδεικνύεται από την παρούσα υπόθεση. Ειδικότερα, σκοπός του κανονισμού είναι να αποφευχθούν περαιτέρω περιπλοκές λόγω νέων σχέσεων τις οποίες μπορεί να αποκτήσει το παιδί με το κράτος μέλος της παράνομης μετακινήσεως.

35.      Τέλος, πρέπει να έχουμε κατά νου τα διαδοχικά στάδια της διαδικασίας που προβλέπεται από τη σύμβαση και τον κανονισμό σε περίπτωση παράνομης (και αμφισβητούμενης) μετακινήσεως. Καταρχάς, ο γονέας από τον οποίο απομακρύνθηκε το παιδί πρέπει να αποταθεί, βάσει του άρθρου 12 της συμβάσεως, στα δικαστήρια του κράτους μέλους μετακινήσεως, προκειμένου να επιτύχει απόφαση επιστροφής. Η αίτηση αυτή πρέπει να γίνει δεκτή, εκτός εάν συντρέχει εξαιρετικός λόγος αρνήσεως, από εκείνους που απαριθμούνται στο άρθρο 13 της συμβάσεως, και εάν, σε περίπτωση αρνήσεως που στηρίζεται στο στοιχείο β΄ του εν λόγω άρθρου, δεν διαπιστώνεται ότι έχουν προβλεφθεί τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία του παιδιού μετά την επιστροφή του (βλ. άρθρο 11, παράγραφος 4, του κανονισμού). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η απόφαση πρέπει να εκδοθεί, εκτός εάν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων (άρθρο 11, παράγραφος 3, του κανονισμού). Σε περίπτωση αποφάσεως μη επιστροφής, αυτή πρέπει να γνωστοποιηθεί στις αρχές του κράτους μέλους της προγενέστερης συνήθους διαμονής, και οι διάδικοι (καταρχήν οι γονείς) πρέπει να έχουν δυνατότητα ακροάσεως ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του εν λόγω κράτους. Ενδεχομένως, το τελευταίο αυτό δικαστήριο μπορεί να διατάξει παρ’ όλα αυτά την επιστροφή του παιδιού (άρθρο 11, παράγραφος 8, του κανονισμού) και η απόφασή του θα είναι άμεσα εκτελεστή στο κράτος μέλος μετακινήσεως, εφόσον έχει εκδοθεί για αυτήν πιστοποιητικό σύμφωνα με το άρθρο 42 του κανονισμού. Ωστόσο, η έκδοση ενός τέτοιου πιστοποιητικού είναι δυνατή μόνον εάν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τους λόγους και τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται η απόφαση μη επιστροφής. Δικαστήριο το οποίο διατάσσει την επιστροφή υπό τις περιστάσεις αυτές πρέπει, επίσης, να ενημερώνει τις αρχές του κράτους μέλους μετακινήσεως για τις λεπτομέρειες κάθε ληφθέντος μέτρου, προκειμένου να διασφαλίζεται η προστασία του παιδιού μετά την επιστροφή του.

 Επί του πρώτου ερωτήματος

36.      Το Oberster Gerichtshof ερωτά εάν μια προσωρινή ρύθμιση η οποία απονέμει τη «“γονική εξουσία λήψεως αποφάσεων”, και ειδικότερα το δικαίωμα προσδιορισμού του τόπου διαμονής», στον γονέα που απήγαγε το παιδί, έως ότου εκδοθεί η οριστική απόφαση περί επιμέλειας, πρέπει να θεωρείται «απόφαση για επιμέλεια που δεν συνεπάγεται την επιστροφή του παιδιού» κατά την έννοια του άρθρου 10, στοιχείο β΄, περίπτωση iv, του κανονισμού (14).

37.      Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας πρέπει να καθορισθεί εάν, λόγω της αποφάσεώς του της 23ης Μαΐου 2008, το Tribunale per i Minorenni di Venezia, απώλεσε τη δικαιοδοσία που θα είχε διαφορετικά διατηρήσει δυνάμει του γενικού κανόνα του άρθρου 10 του κανονισμού, ως δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο είχε τη συνήθη διαμονή του το παιδί ακριβώς πριν από την παράνομη μετακίνησή του. Πράγματι, το Oberster Gerichtshof εκτιμά ότι το παιδί έχει αποκτήσει πλέον νέα συνήθη διαμονή στην Αυστρία και ότι, καίτοι η προϋπόθεση του στοιχείου α΄ του εν λόγω άρθρου (εν προκειμένω, η συγκατάθεση του πατέρα) δεν πληρούται, εντούτοις πληρούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις που επιβάλλονται στην εναλλακτική πρόταση υπό το στοιχείο β΄ (δηλαδή ότι το παιδί διέμεινε στην Αυστρία για περίοδο τουλάχιστον ενός έτους αφότου ο πατέρας έλαβε γνώση του τόπου στον οποίο ευρίσκεται το παιδί και ότι το παιδί έχει ενταχθεί στο νέο περιβάλλον του). Εάν μία τουλάχιστον από τις συμπληρωματικές προϋποθέσεις, οι οποίες απαριθμούνται στις υποπεριπτώσεις i έως iv, πληρούται επίσης, η γενική δικαιοδοσία μεταβιβάζεται στα δικαστήρια της Αυστρίας, κράτος μέλος της νέας συνήθους διαμονής του παιδιού. Το Oberster Gerichtshof θέτει εκποδών τις προϋποθέσεις i έως iii, αλλά εκτιμά ότι, εάν –όπως ισχυρίζεται η μητέρα– η απόφαση του Tribunale per i Minorenni di Venezia της 23ης Μαΐου 2008, είναι μια «απόφαση για επιμέλεια που δεν συνεπάγεται την επιστροφή του παιδιού», η προϋπόθεση της υποπεριπτώσεως iv πληρούται.

38.      Ωστόσο, το Oberster Gerichtshof φρονεί ότι, σύμφωνα με την τελολογική ερμηνεία, η προϋπόθεση αυτή δεν πρέπει να θεωρείται ότι πληρούται –ακόμη και εάν, σύμφωνα με τη γραμματική ερμηνεία, η εν λόγω απόφαση είναι πράγματι μια «απόφαση για επιμέλεια»– διότι ρυθμίζει την επιμέλεια του παιδιού, έστω προσωρινά, και δεν συνεπάγεται την επιστροφή του, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον.

39.      Το σκεπτικό του είναι ουσιαστικά το ακόλουθο: όταν μια οριστική απόφαση επιμέλειας δεν συνεπάγεται την επιστροφή του παιδιού, δεν υπάρχει κανένας λόγος διατηρήσεως της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους προγενέστερης συνήθους διαμονής. Τα δικαστήρια του νέου κράτους συνήθους διαμονής θα είναι πάντοτε καταλληλότερα για την έκδοση των μεταγενέστερων αποφάσεων που αφορούν το παιδί, και οι προϋποθέσεις του άρθρου 10, στοιχείο β΄, περίπτωση iv, του κανονισμού, είναι κατανοητές και εύλογες. Αντιθέτως, εάν μια προσωρινή άδεια παραμονής του παιδιού με τον «γονέα που το απήγαγε» αποσκοπεί απλώς στην αποφυγή των μετακινήσεων του παιδιού εν αναμονή της οριστικής αποφάσεως, η γραμματική ερμηνεία, έχοντας ως αποτέλεσμα την απώλεια της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου της προγενέστερης συνήθους διαμονής, θα το εμπόδιζε να εκδώσει την οριστική απόφασή του. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό του κανονισμού, το δικαστήριο αυτό δεν πρέπει να απολέσει τη δικαιοδοσία του παρά μόνον εάν η διαδικασία που αφορά την επιμέλεια περατώθηκε χωρίς απόφαση επιστροφής. Η Αυστριακή Κυβέρνηση συμφωνεί απολύτως με το σκεπτικό αυτό.

40.      Στο ίδιο πνεύμα, η Επιτροπή υπογραμμίζει τον κίνδυνο το δικαστήριο του κράτους μέλους της προγενέστερης συνήθους διαμονής να αποθαρρυνθεί να εκδώσει προσωρινή απόφαση επιμέλειας, η οποία θα αφήνει το παιδί στο κράτος μέλος της νέας συνήθους διαμονής του, και η οποία θα είναι προς το συμφέρον του παιδιού, φοβούμενο ότι μπορεί να στερηθεί τη δικαιοδοσία του εκδόσεως οριστικής αποφάσεως ακολούθως. Η Επιτροπή φρονεί επίσης ότι, ως εξαιρέσεις από τον γενικό κανόνα της διατηρήσεως της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων των κρατών μελών της προγενέστερης συνήθους διαμονής, οι προϋποθέσεις μεταβιβάσεως της δικαιοδοσίας που απαριθμούνται στο άρθρο 10 του κανονισμού πρέπει να ερμηνεύονται μάλλον συσταλτικώς παρά διασταλτικώς.

41.      Τα εκπροσωπούμενα στην προφορική διαδικασία κράτη μέλη υπερασπίσθηκαν όλα, εκτός της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, ουσιαστικά την ίδια άποψη.

42.      Μπορώ να συνταχθώ, συνολικά, με την άποψη αυτή, παρότι εκτιμώ ότι πρέπει να αποσαφηνισθούν ορισμένες λεπτομέρειες και να εξετασθούν ορισμένες άλλες σκέψεις οι οποίες τείνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση και δεν μπορούν να τεθούν εκποδών εξαρχής.

43.      Καταρχάς, παρατηρώ ότι οι σκέψεις του Oberster Gerichtshof στηρίζονται σε κάποιον βαθμό στους λόγους που ώθησαν το Tribunale per i Minorenni di Venezia να απονείμει προσωρινά την επιμέλεια στη μητέρα. Όμως, θα δίσταζα να ακολουθήσω μια τέτοια προσέγγιση. Ως ζήτημα αρχής, φρονώ ότι δεν είναι επιθυμητό να ερμηνεύεται ο κανονισμός ανάλογα με τη συγκεκριμένη αιτιολογία μιας μεμονωμένης αποφάσεως περί επιμέλειας. Είναι σκοπιμότερο να διαπιστωθεί κατά πόσον μπορεί να συναχθεί μια αντικειμενική διαφοροποίηση από το γεγονός ότι η απόφαση είναι προσωρινή. Επίσης, υπάρχει πάντοτε κίνδυνος το δικαστήριο ενός κράτους μέλους να ερμηνεύσει εσφαλμένα το σκεπτικό της αποφάσεως του δικαστηρίου ενός άλλου κράτους μέλους (15). Θα επιχειρήσω, επομένως, να αναλύσω το ζήτημα ακολουθώντας μια γενικότερη προσέγγιση.

44.      Επίσης, θα δίσταζα, σε ένα πλαίσιο όπως το υπό κρίση, να εφαρμόσω χωρίς άλλη προσαρμογή την αρχή σύμφωνα με την οποία οι εξαιρέσεις ή οι παρεκκλίσεις από έναν κανόνα πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς. Πράγματι, στην περίπτωση του άρθρου 10, παρότι ο κανόνας της διατηρήσεως της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου της προγενέστερης συνήθους διαμονής αντιστοιχεί σε μια από τις θεμελιώδεις αρχές του κανονισμού –δηλαδή, την αποστέρηση κάθε έννομης συνέπειας από την παράνομη πράξη του γονέα που απήγαγε το παιδί– η εξαίρεση αντιστοιχεί σε μια άλλη θεμελιώδη αρχή, αφού πρόκειται για κανόνα δικαιοδοσίας που επιλέχθηκε «υπό το πρίσμα του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού, ειδικότερα δε του κριτηρίου της εγγύτητας» (16).

45.      Τέλος, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι –όσο θελκτικό και αν φαίνεται το αποτέλεσμα που συνιστούν το αιτούν δικαστήριο, η Επιτροπή και το σύνολο σχεδόν των κρατών μελών που εκπροσωπήθηκαν στην προφορική διαδικασία– υπάρχουν και ορισμένα αντίθετα επιχειρήματα, τα οποία μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως.

46.      Το άρθρο 10, στοιχείο β΄, περίπτωση iv, του κανονισμού αφορά κατάσταση στην οποία το παιδί διέμεινε τουλάχιστον ένα έτος στο κράτος μέλος της παράνομης μετακινήσεως, όπου απέκτησε νέα συνήθη διαμονή και εντάχθηκε στο νέο περιβάλλον του, και στην οποία όχι μόνον τα δικαστήρια του κράτους μέλους της προγενέστερης συνήθους διαμονής του δεν επέτυχαν να εκδώσουν, κατά το διάστημα αυτό, οριστική απόφαση όσον αφορά την επιμέλεια του παιδιού, αλλά έκριναν επιπλέον ότι –προσωρινά οπωσδήποτε, αλλά σε κάθε περίπτωση κατά την οικεία περίοδο του ενός έτους τουλάχιστον– το υπέρτερο συμφέρον του απαιτούσε να παραμείνει στο κράτος μέλος της μετακινήσεως. Λαμβάνοντας υπόψη την πάροδο του χρόνου, είναι πολύ πιθανό ότι τα εν λόγω δικαστήρια θα αντιμετωπίσουν αυξανόμενες δυσκολίες ενημερώσεως σχετικά με την κατάσταση και το παρόν περιβάλλον του παιδιού (μέσω, για παράδειγμα, ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης, εκθέσεων των κοινωνικών υπηρεσιών ή/και, ανάλογα με την ηλικία του παιδιού, άμεσης υποβολής ερωτήσεων). Επιπλέον, βρίσκονται σε ένα κράτος μέλος με το οποίο το παιδί χάνει κατά πάσα πιθανότητα σταδιακά την επαφή. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν θα έπρεπε να υπερισχύσει η αρχή της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου που είναι πλησιέστερο στο παιδί επί της διατηρήσεως της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου της προγενέστερης συνήθους διαμονής;

47.      Δεν φρονώ ότι η απάντηση στην ερώτηση αυτή πρέπει να είναι καταφατική.

48.      Όταν ένα παιδί μετακινείται παρανόμως σε άλλο κράτος μέλος, άμεσος σκοπός του κανονισμού και της συμβάσεως είναι να διασφαλισθεί η ταχεία επιστροφή του, προκειμένου να αποστερηθεί ο «γονέας που απήγαγε το παιδί» κάθε πρακτικού ή νομικού πλεονεκτήματος το οποίο ενδεχομένως ήλπιζε ότι θα αποκομίσει από την κατάσταση (17). Εάν ο σκοπός αυτός πραγματοποιηθεί αποτελεσματικά, παράγεται επίσης μια μη ευκαταφρόνητη αποτρεπτική συνέπεια. Ωστόσο, όπως εξηγείται στην αιτιολογική έκθεση της προτάσεως κανονισμού της Επιτροπής που προηγήθηκε της εγκρίσεως του κανονισμού (18), «μπορεί να είναι νόμιμο σε ορισμένες περιπτώσεις να παράγονται νομικά αποτελέσματα, όπως είναι η μεταφορά της δικαιοδοσίας, από την de facto κατάσταση που δημιουργείται με την παράνομη πράξη της απαγωγής παιδιού. Προς τον σκοπό αυτόν, πρέπει να εξευρεθεί ισορροπία μεταξύ της δυνατότητας απονομής δικαιοδοσίας στο δικαστήριο που είναι τώρα πλησιέστερο στο παιδί και της αποτροπής της δυνατότητας του απαγωγέα να αντλεί οφέλη από την παράνομη πράξη του».

49.      Αυτή την ισορροπία –μεταξύ των δύο αρχών που επισήμανα ανωτέρω (19)– στοχεύει να επιτύχει το άρθρο 10 του κανονισμού όσον αφορά, κατά πρώτον, τη γενική δικαιοδοσία σε θέματα γονικής μέριμνας και, δευτερευόντως, μέσω του άρθρου 11, παράγραφος 8, του ίδιου κανονισμού, την ειδική δικαιοδοσία εκδόσεως αποφάσεως επιστροφής του παιδιού.

50.      Όσον αφορά τις παράνομες μετακινήσεις, η βασική αρχή, σκοπός της οποίας είναι να στερήσει από τον «γονέα που απήγαγε το παιδί» κάθε πλεονεκτήματος που θα μπορούσε να αποκομίσει από την παράνομη πράξη του, απαιτεί τη διατήρηση της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους της προγενέστερης συνήθους διαμονής. Η αρχή αυτή δεν ισχύει μόνο για τη γενική δικαιοδοσία, αλλά επίσης, και a fortiori, για τη δικαιοδοσία εκδόσεως αποφάσεως διατάσσουσας την επιστροφή.

51.      Φαίνεται, ωστόσο, απολύτως εύλογο –και σύμφωνο προς την επιδίωξη ισορροπίας που περιγράφεται ανωτέρω– να προβλέπεται, όπως συμβαίνει με το άρθρο 10, στοιχείο α΄, του κανονισμού, ότι η απόκτηση νέας συνήθους διαμονής, με τη συγκατάθεση κάθε μέρους που έχει δικαίωμα επιμέλειας, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση της εν λόγω δικαιοδοσίας στα δικαστήρια του κράτους μέλους της νέας συνήθους διαμονής. Στην περίπτωση αυτή, η δικαιοδοσία εκδόσεως αποφάσεως επιστροφής του παιδιού δεν έχει πλέον λόγο υπάρξεως.

52.      Εξίσου εύλογη θα μπορούσε να είναι η μεταβίβαση δικαιοδοσίας κάθε φορά που το παιδί όχι μόνον έχει αποκτήσει νέα συνήθη διαμονή, αλλά διέμεινε επίσης στο νέο κράτος μέλος πλέον του έτους και εντάχθηκε στο νέο περιβάλλον του, ακόμη και χωρίς τη ρητή συγκατάθεση όλων των μερών που έχουν δικαίωμα επιμέλειας. Πράγματι, αυτή είναι η λύση που επιλέγεται στο άρθρο 7 της Συμβάσεως της Χάγης του 1996 (20), η οποία φαίνεται σύμφωνη προς την αρχή της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων της συνήθους διαμονής λαμβάνοντας υπόψη το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού. Ωστόσο, καίτοι από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της εγκρίσεως του κανονισμού προκύπτει ότι αρκετές αντιπροσωπείες τάχθηκαν υπέρ της λύσεως αυτής (21), τελικά επιλέγηκε συνειδητά μια πιο απαιτητική προσέγγιση, η οποία περιορίζει τη μεταβίβαση δικαιοδοσίας αυστηρά στις τέσσερις περιπτώσεις που απαριθμούνται περιοριστικά στο τελικό κείμενο του άρθρου 10, στοιχείο β΄, του κανονισμού.

53.      Οι τρεις πρώτες από τις περιπτώσεις αυτές συνεπάγονται, εκ των πραγμάτων, τη σιωπηρή συγκατάθεση των δικαιούχων της επιμέλειας (δηλαδή, κανονικά, του γονέα από τον οποίο απομακρύνθηκε το παιδί), στον βαθμό που δεν διατυπώθηκε αίτημα επιστροφής του παιδιού στο κράτος μέλος της παράνομης μετακινήσεως, ή ένα τέτοιο αίτημα αποσύρθηκε ή απορρίφθηκε χωρίς ο ενάγων να δώσει συνέχεια στη διαδικασία κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφοι 7 και 8, του κανονισμού, στο κράτος μέλος της προγενέστερης συνήθους διαμονής.

54.      Η τέταρτη περίπτωση, η οποία μας ενδιαφέρει εν προκειμένω, αφορά την απόφαση για επιμέλεια που δεν συνεπάγεται την επιστροφή του παιδιού, η οποία εκδίδεται από δικαστήριο του κράτους μέλους της προγενέστερης συνήθους διαμονής. Στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για σιωπηρή συγκατάθεση, εκ μέρους του εν λόγω δικαστηρίου, στη μεταβίβαση δικαιοδοσίας, αλλά μάλλον για απόφαση η οποία εγκρίνει την απόκτηση από το παιδί νέας συνήθους διαμονής σε άλλο κράτος μέλος, η οποία συνεπάγεται τη μεταβίβαση δικαιοδοσίας. Έτσι, ενώ όταν ένα παιδί αλλάζει συνήθη διαμονή μετοικώντας νομίμως από ένα κράτος μέλος σε ένα άλλο, η μεταβίβαση δικαιοδοσίας λαμβάνει χώρα αυτομάτως, δυνάμει των άρθρων 8 και 9 του κανονισμού, σε περίπτωση παράνομης μετακινήσεως, το δικαστήριο του κράτους μέλους της προγενέστερης συνήθους διαμονής πρέπει να νομιμοποιήσει την εν λόγω μετακίνηση εγκρίνοντάς την για να επιτευχθεί το ίδιο αποτέλεσμα.

55.      Δεν αμφισβητείται ότι μια τέτοια έγκριση εκφράζεται μέσω αποφάσεως η οποία αποσκοπεί στη ρύθμιση του ζητήματος της επιμέλειας με διαρκή τρόπο, εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 10, στοιχείο β΄, του κανονισμού (νέα συνήθης διαμονή για διάστημα πλέον του έτους, ένταξη στο νέο περιβάλλον). Σύμφωνα με τη γραμματική ερμηνεία (η Σλοβενική Κυβέρνηση υπογράμμισε τον πολύ ευρύ ορισμό του όρου «απόφαση» στο άρθρο 2, σημείο 4, του κανονισμού), το ίδιο ισχύει και για μια προσωρινή απόφαση, η οποία προορίζεται να αντικατασταθεί από μεταγενέστερη διαρκή απόφαση.

56.      Εντούτοις, δεν φρονώ ότι πρέπει να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Το διάστημα του ενός έτους από το οποίο εξαρτάται η μεταβίβαση της δικαιοδοσίας σε όλες τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 10, στοιχείο β΄, του κανονισμού συνεπάγεται σαφώς, στις τρεις πρώτες περιπτώσεις, προθεσμία για την υποβολή ή την επιβεβαίωση αιτήσεως με σκοπό την επιστροφή του παιδιού. Θα ήταν επομένως παράδοξο –και ασυνεπές– εάν, στην τέταρτη περίπτωση, συνεπαγόταν προθεσμία για την περάτωση της διαδικασίας. Όμως, σε αυτό το αποτέλεσμα θα κατέληγε η συμπερίληψη των προσωρινών αποφάσεων στην έννοια της «αποφάσεως που δεν συνεπάγεται την επιστροφή του παιδιού». Στην περίπτωση αυτή, δικαστήριο το οποίο δεν θα είχε εκδώσει «απόφαση για επιμέλεια που δεν συνεπάγεται [αμέσως] την επιστροφή του παιδιού» θα διατηρούσε τη δικαιοδοσία του μέχρις περατώσεως της διαδικασίας, ενώ δικαστήριο που θα είχε εκδώσει μια τέτοια απόφαση (πράγμα το οποίο μπορεί συχνά να αποδεικνύεται επιθυμητό για το συμφέρον του παιδιού) θα αυτοδεσμευόταν, ως εκ του λόγου αυτού, να εκδώσει εντός τακτής προθεσμίας τη ρυθμίζουσα οριστικώς το ζήτημα απόφασή του.

57.      Όταν δικαστήριο επιλαμβάνεται διαφοράς σχετικής με την επιμέλεια παιδιού, και κυρίως όταν η διαφορά αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο παράνομης μετακινήσεως, αντιμετωπίζει συχνά μια σημαντική δυσκολία. Το πείσμα που διακατέχει τους γονείς μπορεί να οδηγήσει τον ένα ή τον άλλο να χρησιμοποιήσει κάθε διαθέσιμη διαδικασία για την ανάκτηση του παιδιού. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο ενδιαφερόμενος γονέας μπορεί να χρησιμοποιήσει εσφαλμένες διαδικασίες, σε άλλες μπορεί να τις αξιοποιήσει συνειδητά. Επίσης, αφού εμπλέκονται κατ’ ανάγκη τα δικαστήρια δύο κρατών μελών, οι διαδικασίες σε ένα κράτος μπορούν να καθυστερήσουν τις διαδικασίες στο άλλο, και η ενδεχόμενη έλλειψη επικοινωνίας μπορεί να παρατείνει ακόμη τις καθυστερήσεις. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, υπάρχει πραγματικός κίνδυνος η διάρκεια της διαδικασίας να ξεφύγει, εκ των πραγμάτων, από τον έλεγχο του δικαστηρίου που επιλήφθηκε της υποθέσεως στο κράτος μέλος της προγενέστερης συνήθους διαμονής.

58.      Παράδειγμα αυτού αποτελεί η παρούσα υπόθεση. Καταρχάς, φαίνεται ότι το Bezirksgericht Leoben απέρριψε την αίτηση επιστροφής που υπέβαλε ο πατέρας βάσει της συμβάσεως μόλις την 3η Ιουλίου 2008, σχεδόν ένδεκα εβδομάδες από την υποβολή της εν λόγω αιτήσεως τη 16η Απριλίου 2008, ενώ το άρθρο 11, παράγραφος 3, του κανονισμού επιβάλλει μέγιστη προθεσμία έξι εβδομάδων, «εκτός αν αυτό καθίσταται αδύνατο λόγω εξαιρετικών περιστάσεων». Ακολούθως, μετά την άρνηση αυτή, αντί να αποταθεί απευθείας στο Tribunale per i Minorenni di Venezia για να επιτύχει απόφαση δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού, ο πατέρας άσκησε έφεση κατά της αρνήσεως στην Αυστρία –δύο φορές, καθώς η πρώτη άρνηση ακυρώθηκε και εκδόθηκε νέα απόφαση αρνήσεως. Επίσης, ακόμη και μετά την απόρριψη της δεύτερης εφέσεώς του, την 7η Ιανουαρίου 2009, ο πατέρας περίμενε τρεις μήνες προτού υποβάλει την αίτησή του βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού (22). Καθ’ όλο αυτό το διάστημα, οι ρυθμίσεις που είχε προβλέψει το Tribunale per i Minorenni di Venezia ώστε να είναι επαρκώς ενημερωμένο για να εκδώσει απόφαση ρυθμίζουσα οριστικώς την επιμέλεια του παιδιού (επικοινωνία με τον πατέρα, έκθεση ψυχολόγου πραγματογνώμονα) –ρυθμίσεις οι οποίες είχαν αιτιολογήσει, ακριβώς, την απόφαση να παραμείνει το παιδί προσωρινά με τη μητέρα του στην Αυστρία– δεν στάθηκε δυνατό να υλοποιηθούν, λόγω της παντελούς απουσίας συνεργασίας εκ μέρους της μητέρας. Έτσι, η περίοδος του ενός έτους παρήλθε, χωρίς αυτό να καταλογίζεται ούτε στη συγκατάθεση του πατέρα ούτε στην αδράνεια του Tribunale per i Minorenni di Venezia (23).

59.      Παρ’ όλα αυτά, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται πρώτο μιας τέτοιας διαφοράς καλείται πολύ συχνά να αποφασίζει άμεσες προσωρινές ρυθμίσεις, για να αντιμετωπίσει τα πιο επείγοντα ζητήματα, έως ότου συγκεντρώσει όλα τα αναγκαία στοιχεία για να εκδώσει μια απόφαση ρυθμίζουσα οριστικώς την επιμέλεια του παιδιού. Αυτό ακριβώς συνέβη εν προκειμένω. Αποκλείεται λογικώς να είχε ο νομοθέτης την πρόθεση να ορίσει ότι μεταβιβάζεται αυτομάτως η δικαιοδοσία μετά την παρέλευση ενός έτους σε μια τέτοια περίπτωση, όταν μάλιστα το πρώτο δικαστήριο θα είχε διατηρήσει τη δικαιοδοσία του, εάν δεν είχε βρεθεί στην ανάγκη να αποφασίσει μια άμεση προσωρινή ρύθμιση αναβάλλοντας για μεταγενέστερη ημερομηνία την απόφαση περί οριστικής ρυθμίσεως της επιμέλειας. Αυτό θα ισοδυναμούσε με διακοπή της πορείας μιας διαδικασίας που έχει ξεκινήσει ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, για τον μόνο λόγο ότι το δικαστήριο αποφάσισε μια προσωρινή ρύθμιση την οποία θεωρούσε αναγκαία.

60.      Αντιθέτως, μόνον εάν η παρέλευση της περιόδου συνοδεύεται από τη συγκατάθεση του ενάγοντος γονέα –θέτοντας οριστικά τέλος σε κάθε διαδικασία που έχει ήδη κινηθεί, ή αποκλείοντας κάθε μεταγενέστερη διαδικασία, η οποία θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα εκτελεστή απόφαση επιστροφής δυνάμει των άρθρων 11, παράγραφος 8, και 42 του κανονισμού– ή από απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της υποθέσεως, η οποία θέτει τέλος στην αγωγή που ασκήθηκε ενώπιόν του και δεν συνεπάγεται την επιστροφή του παιδιού, φρονώ ότι μπορεί να δικαιολογείται η μεταβίβαση της δικαιοδοσίας στα δικαστήρια του κράτους μέλους της παράνομης μετακινήσεως. Έτσι, οι τέσσερις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 10, στοιχείο β΄, του κανονισμού αποκτούν όλες συνεκτική βάση σε μια απόφαση, ρητή ή σιωπηρή, η οποία αποκλείει τη μεταγενέστερη προσφυγή στον μηχανισμό των άρθρων 11, παράγραφος 8, και 42 του κανονισμού.

61.      Κατά την προφορική διαδικασία, τέθηκε το ζήτημα του πώς μπορεί το δικαστήριο του κράτους μέλους παράνομης μετακινήσεως να προσδιορίσει μετά βεβαιότητος κατά πόσον η απόφαση του δικαστηρίου του κράτους μέλους της προγενέστερης συνήθους διαμονής έχει προσωρινό ή οριστικό χαρακτήρα. Πράγματι, ως εκ της φύσεώς τους, οι αποφάσεις σε θέματα επιμέλειας παιδιών υπόκεινται πάντοτε στο ενδεχόμενο αναθεωρήσεως ανάλογα με τη μεταβολή των περιστάσεων και, επομένως, δεν συνεπάγονται ποτέ οριστική ρύθμιση στον ίδιο βαθμό με τις περισσότερες άλλες δικαστικές αποφάσεις (24). Επίσης, οι διαφορές στη διαδικασία και στην ορολογία μεταξύ των έννομων τάξεων των κρατών μελών μπορούν να δυσχεράνουν το έργο της διακρίσεως μιας προσωρινής αποφάσεως από μια «οριστική» απόφαση.

62.      Φρονώ ότι η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στο κριτήριο που διατύπωσε η Γαλλική Κυβέρνηση, δηλαδή ότι μια απόφαση επιμέλειας πρέπει να θεωρείται προσωρινή για όσο διάστημα το δικαστήριο δεν έχει «περατώσει την ενώπιόν του διαδικασία». Αρκεί, επομένως, να εξετασθεί –με τη βοήθεια, ενδεχομένως, των συναφών κεντρικών αρχών– κατά πόσον, στο πλαίσιο της οικείας διαδικασίας, μπορούν ακόμη να αποφασισθούν ρυθμίσεις, χωρίς να απαιτείται νέα προσφυγή στο δικαστήριο.

63.      Ως εκ τούτου, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι σκοποί του κανονισμού αντιτίθενται στη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 10, στοιχείο β΄, περίπτωση iv, και ότι προσωρινή ρύθμιση που απονέμει την επιμέλεια παιδιού στον γονέα που το απήγαγε έως ότου εκδοθεί η απόφαση η ρυθμίζουσα οριστικώς (ή διαρκώς) την επιμέλεια δεν αποτελεί «απόφαση για επιμέλεια που δεν συνεπάγεται την επιστροφή του παιδιού» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

 Επί του δεύτερου ερωτήματος

64.      Το Oberster Gerichtshof ερωτά εάν απόφαση επιστροφής υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού μόνον όταν το δικαστήριο την εκδίδει βάσει αποφάσεως επιμέλειας που εξέδωσε το ίδιο.

65.      Εξηγεί ότι η μητέρα διατείνεται ότι μόνο μια απόφαση επιστροφής η οποία εκδίδεται βάσει αποφάσεως επιμέλειας υπάγεται στο άρθρο 11, παράγραφος 8, του κανονισμού. Η απόφαση του Tribunale per i Minorenni di Venezia της 10ης Ιουλίου 2009, της οποίας την εκτέλεση επιδιώκει ο πατέρας, δεν στηρίζεται σε απόφαση επιμέλειας και, επομένως, δεν υπάγεται στην εν λόγω διάταξη.

66.      Το Oberster Gerichtshof αναγνωρίζει, δικαίως, ότι μια τέτοια ερμηνεία δεν δικαιολογείται ούτε από το γράμμα της διατάξεως (η οποία αναφέρεται, χωρίς προσδιορισμούς, σε «οιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση η οποία διατάσσει την επιστροφή του παιδιού») ούτε από την απόφαση Rinau (25) (η οποία υπογραμμίζει τη δικονομική αυτοτέλεια της αποφάσεως που αποτελεί συνέχεια αποφάσεως μη επιστροφής), αλλά εκτιμά ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί στο πλαίσιο μιας συστηματικής και τελολογικής ερμηνείας. Αφενός, από το άρθρο 11, παράγραφος 7, του κανονισμού προκύπτει ότι το καθεστώς των παραγράφων 6 έως 8, που αναγνωρίζει τον τελευταίο λόγο στα δικαστήρια του κράτους μέλους της προγενέστερης συνήθους διαμονής, δικαιολογείται μόνον εάν η απόφαση επιστροφής στηρίζεται σε ρύθμιση επιμέλειας η οποία συνεπάγεται την επιστροφή του παιδιού. Αφετέρου, μια τέτοια ερμηνεία καθιστά πιο συνεκτικό το σύστημα των άρθρων 10 και 11 στο σύνολό τους.

67.      Διευκρινίζω εξαρχής ότι δεν είμαι καθόλου πεπεισμένη ότι οι σκέψεις που παρατίθενται από το αιτούν δικαστήριο πρέπει να οδηγήσουν στο αποτέλεσμα που συνιστά. Όπως εξήγησα στο πλαίσιο του πρώτου ερωτήματος, πρώτος σκοπός της συμβάσεως είναι να διασφαλίζει, εκτός εάν συντρέχουν ορισμένες εξαιρετικές περιστάσεις, την άμεση επιστροφή του παιδιού, προτού εξετασθεί το ζήτημα της επιμέλειας ή της γονικής μέριμνας. Σκοπός του άρθρου 11 του κανονισμού είναι να ενισχύσει τη διάταξη αυτή, πάντοτε με την προοπτική μιας επιστροφής αμελλητί –και όχι μετά την έκδοση αποφάσεως σχετικά με το θέμα της επιμέλειας, στο πέρας μιας διαδικασίας η οποία μπορεί να αποδειχθεί μακροχρόνια.

68.      Ωστόσο, το Oberster Gerichtshof φρονεί –και με την άποψη αυτή συντάχθηκαν επίσης αρκετά κράτη μέλη κατά την προφορική διαδικασία– ότι απόφαση επιστροφής στηριζόμενη σε ρύθμιση επιμέλειας που συνεπάγεται την επιστροφή του παιδιού, η οποία αποφασίζεται κατόπιν διαπιστώσεως των πραγματικών περιστατικών και εξασφαλίσεως αποδείξεων, θα προσέφερε περισσότερες εγγυήσεις ως προς το βάσιμο αυτής σε σχέση με απόφαση εκδιδόμενη στο πλαίσιο μιας απλής διαδικασίας λήψεως ασφαλιστικών μέτρων.

69.      Επίσης, κατά το αιτούν δικαστήριο, εάν μια απόφαση του τελευταίου αυτού τύπου υπάγεται στο άρθρο 11, παράγραφος 8, του κανονισμού, είναι δύσκολο να κατανοήσουμε το άρθρο στο σύνολό του. Πράγματι, αντί να απαιτεί από το δικαστήριο του κράτους της παράνομης μετακινήσεως να κινήσει πρώτα διαδικασία επιστροφής δυνάμει της συμβάσεως, το δικαστήριο του κράτους της προηγούμενης συνήθους διαμονής θα μπορεί να εκδίδει μια απλή απόφαση επιστροφής αμέσως μετά την απαγωγή, η οποία μπορεί να είναι άμεσα εκτελεστή στο άλλο κράτος μέλος, ακριβώς όπως η απόφαση που εκδίδεται δυνάμει του εν λόγω άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού. Έτσι, η διαδικασία βάσει της συμβάσεως, η οποία απαιτείται από το συγκεκριμένο άρθρο 11, θα συνεπαγόταν απώλεια χρόνου και δεν θα είχε καμία χρησιμότητα.

70.      Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του σκεπτικού αυτού, αναγνωρίζω ότι μια διαδικασία η οποία συνεπάγεται εμβριθέστερη εξέταση των πραγματικών περιστατικών παρέχει αυξημένη εγγύηση του βασίμου της αποφάσεως. Ωστόσο, φρονώ ότι η διαδικασία του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού, εφόσον διεξαχθεί ορθώς, παρέχει μια απολύτως ικανοποιητική εγγύηση. Πρόκειται για κατάσταση στην οποία το δικαστήριο του κράτους παράνομης μετακινήσεως έχει ήδη αρνηθεί να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, για έναν ή περισσότερους από τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 13 της συμβάσεως, και κοινοποίησε στο δικαστήριο του κράτους της προγενέστερης συνήθους διαμονής –ενδεχομένως με τη βοήθεια των αντίστοιχων κεντρικών αρχών, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 55, στοιχείο γ΄, του κανονισμού– αντίγραφο της αποφάσεώς του καθώς και όλα τα συναφή έγγραφα. Το τελευταίο αυτό δικαστήριο –το οποίο είναι καταλληλότερο για να αξιολογήσει τις περιστάσεις υπό τις οποίες έζησε το παιδί πριν από τη μετακίνησή του και εκείνες υπό τις οποίες θα ζήσει, ενδεχομένως, μετά την επιστροφή του– μπορεί να εκδώσει πιστοποιητικό, σύμφωνα με το άρθρο 42 του κανονισμού, για την απόφασή του που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού, μόνον εάν έλαβε υπόψη τους λόγους και τα αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων εξεδόθη η απόφαση μη επιστροφής (26). Μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί –σύμφωνα με την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης στην οποία στηρίζεται ο κανονισμός– ότι έθεσε εκποδών τους εν λόγω λόγους και τα αποδεικτικά στοιχεία βάσει άλλων στοιχείων τα οποία δεν γνώριζε το πρώτο δικαστήριο.

71.      Αντιθέτως, η προσέγγιση που υποστηρίχθηκε από ορισμένα κράτη μέλη κατά την προφορική διαδικασία φαίνεται να στηρίζεται στην καχυποψία, εκ μέρους των δικαστηρίων του κράτους μέλους της μετακινήσεως, απέναντι στις αποφάσεις που εκδίδονται από τα δικαστήρια του κράτους μέλους της προγενέστερης συνήθους διαμονής. Μια τέτοια προσέγγιση όχι μόνον αντίκειται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, αλλά δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη το προφανές πλεονέκτημα που απορρέει από τη διττή εξέταση της αιτήσεως επιστροφής από τα δύο δικαστήρια, εκ των οποίων ένα είναι καταλληλότερο για να λάβει υπόψη τις πραγματικές περιστάσεις υπό τις οποίες ζει το παιδί, ενώ το άλλο είναι καταλληλότερο για να αξιολογήσει τις περιστάσεις υπό τις οποίες έζησε προηγουμένως και θα ζήσει σε περίπτωση επιστροφής του.

72.      Όσο για το δεύτερο σκέλος του σκεπτικού, φρονώ ότι βασίζεται σε μια εσφαλμένη ιδέα της σχέσεως μεταξύ της συμβάσεως και του κανονισμού. Η σύμβαση προβλέπει σαφώς ότι, σε περίπτωση απαγωγής παιδιού, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να αποταθεί πρώτα στα δικαστήρια του κράτους όπου βρίσκεται το παιδί για να επιτύχει την άμεση επιστροφή του. Πράγματι, τα δικαστήρια αυτά είναι καταλληλότερα για να διατάξουν την επιστροφή με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο. Οι αποφάσεις τους θα εκτελεσθούν άμεσα σύμφωνα με την εθνική διαδικασία. Μόνον εάν τα εν λόγω δικαστήρια εκτιμούν ότι συντρέχει ένας από τους λόγους μη επιστροφής που απαριθμούνται στο άρθρο 13 της συμβάσεως –επομένως, μόνο σε περιπτώσεις που θεωρούνται εξαιρετικές– ο ενδιαφερόμενος πρέπει να αποταθεί, δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού, στο αρμόδιο δικαστήριο του κράτους της προγενέστερης συνήθους διαμονής. Το τελευταίο αυτό δικαστήριο πρέπει, επομένως, να είναι πεπεισμένο ότι ο προβαλλόμενος λόγος δεν εμποδίζει την επιστροφή για να μπορέσει να αγνοήσει την απόφαση μη επιστροφής που εκδόθηκε δυνάμει της συμβάσεως.

73.      Εάν, αντιθέτως, τα δικαστήρια του κράτους της προηγούμενης συνήθους διαμονής μπορούσαν να διατάξουν εξαρχής την επιστροφή του παιδιού, αφενός, η διαδικασία εκτελέσεως θα περιπλεκόταν –πάντοτε και όχι μόνο σε περίπτωση προσφυγής στο άρθρο 11, παράγραφος 8, του κανονισμού– από την αναγκαιότητα συνεργασίας μεταξύ των αρχών των δύο διαφορετικών κρατών μελών, με συνέπεια, στις περισσότερες περιπτώσεις, την ανάγκη εξασφαλίσεως μεταφράσεως των σχετικών εγγράφων, και, αφετέρου, θα εξέλιπε μια σημαντική προστασία του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού, δηλαδή η διττή υποχρεωτική εξέταση σε περίπτωση αμφιβολίας όσον αφορά τη σκοπιμότητα της διαταγής της επιστροφής του.

74.      Φρονώ, επομένως, ότι το σύστημα του άρθρου 11 του κανονισμού είναι, στο σύνολό του, απολύτως συνεκτικό χωρίς να απαιτείται προηγούμενη απόφαση για την επιμέλεια ως βάση για την απόφαση που εκδίδεται δυνάμει της παραγράφου 8 της διατάξεως αυτής.

75.      Το Oberster Gerichtshof επισημαίνει επίσης ότι απόφαση η οποία εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού μπορεί, εάν προηγείται αποφάσεως περί οριστικής ρυθμίσεως της επιμέλειας, η οποία μπορεί να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα, να υποχρεώσει το παιδί να αλλάξει δύο φορές τόπο διαμονής. Το ενδεχόμενο αυτό υπογραμμίσθηκε από αρκετά κράτη μέλη κατά την προφορική διαδικασία.

76.      Το ενδεχόμενο διπλής μετακινήσεως δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Ωστόσο, φρονώ ότι πρόκειται για ένα στοιχείο που γίνεται δεκτό τόσο από τους συντάκτες της συμβάσεως όσο και από εκείνους του κανονισμού ως αναγκαία συνέπεια της επιδιώξεως να διασφαλισθεί, σε περίπτωση παράνομης μετακινήσεως ή παράνομης μη επιστροφής, η άμεση ή χωρίς καθυστέρηση επιστροφή του παιδιού. Η πρόθεση αυτή μου φαίνεται πολύ σαφής στο σύστημα των συναφών διατάξεων του κανονισμού: πρώτα, επιστρέφει το παιδί στο κράτος μέλος της προγενέστερης συνήθους διαμονής του· ακολούθως, αποφασίζονται τα ζητήματα της επιμέλειας και της γονικής μέριμνας. Αναγκαστικά, αυτό θα συνεπάγεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, διπλή μετακίνηση (ακόμη και τριπλή μετακίνηση, συνυπολογίζοντας την πρώτη παράνομη μετακίνηση). Παρότι οι πολλαπλές μετακινήσεις δεν είναι οπωσδήποτε προς το συμφέρον του ενδιαφερόμενου παιδιού, φρονώ ότι το ευρύτερο συμφέρον, της αποθαρρύνσεως κάθε απόπειρας απαγωγής στερώντας από αυτήν κάθε έννομη ή πρακτική συνέπεια, πρέπει να υπερισχύει, σύμφωνα με το πνεύμα του κανονισμού (και της συμβάσεως).

77.      Επίσης, η διαδικασία πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι της επιστροφής του παιδιού στο αρμόδιο δικαστήριο. Η επιστροφή αυτή συνίσταται απλώς στην «επανόρθωση» της πρώτης παράνομης μετακινήσεως. Το αρμόδιο δικαστήριο πρέπει, επομένως, να εξετάσει το ζήτημα της επιμέλειας λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις, ενώ ορισμένες τουλάχιστον από τις πτυχές της εξετάσεως αυτής, όπως οι ψυχολογικές παρατηρήσεις, οι εκθέσεις κοινωνικών υπηρεσιών ή, ενδεχομένως, η άμεση υποβολή ερωτήσεων, απαιτούν κατά κανόνα την παρουσία του παιδιού. Δεν μπορεί να είναι προς το συμφέρον του παιδιού να καταστεί η διαδικασία αυτή πιο πολύπλοκη και πιο μακροχρόνια, διατηρώντας το στο κράτος μέλος της παράνομης μετακινήσεως. Τέλος, το δικαστήριο εκδίδει την απόφασή του, η οποία ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα μια τελευταία μετακίνηση αλλά θα έχει εκδοθεί εν πλήρη γνώσει όλων των στοιχείων.

78.      Τέλος, το Oberster Gerichtshof εισηγείται ότι η δυνατότητα των δικαστηρίων του κράτους μέλους της προγενέστερης συνήθους διαμονής να διατάξουν την επιστροφή του παιδιού δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού, χωρίς να εκδώσουν προηγουμένως απόφαση για την επιμέλεια, θα αντέβαινε στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, διότι θα προϋπέθετε ότι τα δικαστήρια του άλλου κράτους μέλους μπορούν να αρνηθούν την επιστροφή για υποκειμενικούς λόγους.

79.      Το επιχείρημα αυτό δεν είναι καθόλου πειστικό. Όπως εξήγησα ανωτέρω, η διαδικασία παρέχει μάλλον την εγγύηση της διττής εξετάσεως σε περίπτωση αμφιβολίας όσον αφορά τη σκοπιμότητα διαταγής της επιστροφής του παιδιού και απαιτεί τεκμηριωμένη αιτιολόγηση κάθε αποφάσεως επιστροφής η οποία εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού. Φρονώ ότι κάτι τέτοιο δεν είναι ασυμβίβαστο με την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης στην οποία στηρίζεται ο κανονισμός και η οποία απαιτεί –αντιθέτως– από δικαστήριο κράτους μέλους να μην αποδίδει υστεροβουλία στα δικαστήρια άλλου κράτους μέλους, αλλά να θεωρεί ότι οι αποφάσεις τους είναι εξίσου αντικειμενικά αιτιολογημένες με τις αποφάσεις των δικαστηρίων του δικού του κράτους μέλους.

80.      Φρονώ, επομένως, ότι από κανένα στοιχείο του γράμματος ή της οικονομίας του κανονισμού δεν περιορίζεται η δυνατότητα εκδόσεως αποφάσεως διατάσσουσας την επιστροφή του παιδιού δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού στην περίπτωση που το ίδιο δικαστήριο έχει ήδη εκδώσει απόφαση για την επιμέλεια.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

81.      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ή στο δεύτερο ερώτημα, το Oberster Gerichtshof ερωτά εάν είναι δυνατόν να προβληθεί, στο κράτος εκτελέσεως, η αναρμοδιότητα του δικαστηρίου προελεύσεως (πρώτο ερώτημα) ή η μη εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού (δεύτερο ερώτημα) κατά της εκτελέσεως αποφάσεως για την οποία το δικαστήριο προελεύσεως εξέδωσε πιστοποιητικό, σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού, ή εάν, στην περίπτωση αυτή, ο καθού πρέπει να ζητήσει την ακύρωση του πιστοποιητικού στο κράτος προελεύσεως, πράγμα που θα επέτρεπε την αναστολή της εκτελέσεως στο κράτος εκτελέσεως έως ότου εκδοθεί η απόφαση στο κράτος προελεύσεως.

82.      Στον βαθμό που προτείνω αρνητική απάντηση στα δύο πρώτα ερωτήματα, το τρίτο ερώτημα καθίσταται άνευ αντικειμένου. Θα το εξετάσω, ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη το ενδεχόμενο το Δικαστήριο να δώσει καταφατική απάντηση στο πρώτο ή στο δεύτερο ερώτημα, και κυρίως λαμβάνοντας υπόψη το γενικότερο ενδιαφέρον της αποσαφηνίσεως των ορίων των δυνατοτήτων ασκήσεως ανακοπής κατά της εκτελέσεως αποφάσεως για την οποία εκδίδεται πιστοποιητικό σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού.

83.      Το Oberster Gerichtshof επισημαίνει ότι, καθώς το Tribunale per i Minorenni di Venezia εξέδωσε πιστοποιητικό σύμφωνα με το άρθρο 42 του κανονισμού, τα αυστριακά δικαστήρια δεν είναι αρμόδια να εξετάσουν την απόφασή του επί της ουσίας. Ωστόσο, δεν αποκλείεται τα εν λόγω δικαστήρια να μπορούν να επαληθεύσουν εάν η απόφαση αυτή εκδόθηκε πράγματι βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού. Αφού, κατά το άρθρο 40 του κανονισμού, το τμήμα 4 του κανονισμού εφαρμόζεται όσον αφορά «την επιστροφή παιδιού που απορρέει από απόφαση διατάσσουσα την επιστροφή του παιδιού σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11, παράγραφος 8», το άρθρο 42, παράγραφος 1, του κανονισμού δεν θα εφαρμόζεται και το πιστοποιητικό δεν θα έχει επομένως υποχρεωτικές συνέπειες παρά μόνον εάν υπάρχει μια τέτοια απόφαση –πράγμα που δεν θα συμβαίνει εάν η απάντηση σε ένα από τα δύο πρώτα ερωτήματα είναι καταφατική.

84.      Κατά το αιτούν δικαστήριο πάντοτε, αφού το εν λόγω πιστοποιητικό αποσκοπεί στην άμεση εκτέλεση χωρίς περαιτέρω εξέταση επί της ουσίας, μόνον το δικαστήριο προελεύσεως μπορεί να διαπιστώσει ότι εκδόθηκε εσφαλμένα. Όμως, το άρθρο 43 του κανονισμού προβλέπει μόνον τη «διόρθωση» του πιστοποιητικού. Αντιθέτως, το άρθρο 10 του κανονισμού 805/2004 (27), διάταξη πλέον πρόσφατη η οποία αφορά ένα ανάλογο πρόβλημα, προβλέπει ότι το πιστοποιητικό ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου, κατόπιν αιτήσεως προς το δικαστήριο προελεύσεως, ανακαλείται, όταν χορηγήθηκε προφανώς εσφαλμένα. Δεδομένου ότι ο Ευρωπαίος νομοθέτης δεν θα ήθελε βεβαίως να προβλέψει μικρότερη δικαστική προστασία κατά της επιστροφής ενός παιδιού από ό,τι κατά της εισπράξεως μιας μη αμφισβητούμενης αξιώσεως, το ίδιο θα πρέπει να ισχύει, κατά το Oberster Gerichtshof, για το πιστοποιητικό που προβλέπεται στην προκειμένη περίπτωση. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει επίσης να εφαρμοσθεί κατ’ αναλογία το άρθρο 23 του κανονισμού 805/2004 (28), έτσι ώστε να επιτραπεί η αναστολή της εκτελέσεως έως ότου το δικαστήριο προελεύσεως εκδώσει απόφαση επί της αιτήσεως διορθώσεως ή ανακλήσεως του πιστοποιητικού.

85.      Το σκεπτικό του αιτούντος δικαστηρίου στηρίζεται, επομένως, σε μεγάλο βαθμό στη σύγκριση με τον κανονισμό 805/2004, ο οποίος εκδόθηκε πριν καν συμπληρωθούν πέντε μήνες από της εκδόσεως του κανονισμού, ενώ οι προπαρασκευαστικές εργασίες που προηγήθηκαν των δύο κανονισμών εκτυλίχθηκαν στους κόλπους του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μεγάλο βαθμό κατά τις ίδιες περιόδους. Επομένως, φρονώ ότι θα ήταν παράδοξο μια αισθητή απόκλιση μεταξύ των δύο κειμένων (διόρθωση μόνο σε περίπτωση πραγματικού λάθους στο πλαίσιο του κανονισμού και διόρθωση λόγω τυπικού σφάλματος και ανάκληση εάν το πιστοποιητικό χορηγήθηκε εσφαλμένα στο πλαίσιο του κανονισμού 805/2004) να μην υποδηλώνει μια βούληση διαφοροποιήσεως εκ μέρους του νομοθέτη. Πράγματι, από τις εν λόγω προπαρασκευαστικές εργασίες προκύπτει ότι εξετάσθηκαν διάφορες εναλλακτικές δυνατότητες στις δύο περιπτώσεις, προτού καταλήξουμε στα ισχύοντα αποκλίνοντα κείμενα (29).

86.      Φρονώ, επομένως, ότι δεν πρέπει να επιδιώκεται η ερμηνεία του πρώτου εκ των κανονισμών αυτών υπό το πρίσμα του δευτέρου, κατά μείζονα λόγο διότι, καίτοι αμφότεροι υπάγονται στον γενικό τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, τα θέματα που αφορούν είναι διαφορετικά και δεν συνεπάγονται κατ’ ανάγκη συγκρίσιμες προσεγγίσεις. Πράγματι, δεν υπάρχει κοινό μέτρο συγκρίσεως μεταξύ του συμφέροντος διασφαλίσεως της επιστροφής ενός παιδιού σε περίπτωση παράνομης μετακινήσεως και του συμφέροντος εισπράξεως μιας μη αμφισβητούμενης αξιώσεως. Επισημαίνω, εξάλλου, ότι οι καταστάσεις που ρυθμίζονται από τις συναφείς διατάξεις διαφέρουν επίσης κατά το ότι, στο πλαίσιο του κανονισμού, πρόκειται για διαφορά, και επομένως για αμφισβήτηση, της οποίας έχουν ήδη επιληφθεί και την οποία έχουν ήδη εξετάσει τουλάχιστον δύο δικαστήρια, ενώ στο πλαίσιο του κανονισμού 805/2004, η αίτηση ανακλήσεως του πιστοποιητικού μετατρέπει μια αξίωση που θεωρείται μη αμφισβητούμενη σε αξίωση τουλάχιστον εν μέρει αμφισβητούμενη, γεγονός που μπορεί να δικαιολογεί την αναστολή εκ μέρους του δικαστηρίου εκτελέσεως το οποίο δεν επιλήφθηκε προηγουμένως της αξιώσεως.

87.      Παρ’ όλα αυτά, είναι προφανές ότι τίθεται το ζήτημα των δυνατοτήτων που είναι διαθέσιμες όταν φαίνεται ότι ένα πιστοποιητικό, όπως αυτό που προβλέπεται στο άρθρο 42 του κανονισμού, χορηγήθηκε εσφαλμένα. Παρότι το συμφέρον επιτεύξεως της άμεσης επιστροφής ενός παιδιού που μετακινήθηκε παρανόμως, και διασφαλίσεως της απλής και ταχείας εκτελέσεως των αποφάσεων που διατάσσουν την εν λόγω επιστροφή μετά το πέρας της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 11 του κανονισμού, τάσσεται κατά της δυνατότητας αμφισβητήσεως του πιστοποιητικού που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο 42, υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο ένα δικαστήριο να εκδώσει ένα τέτοιο πιστοποιητικό πιστεύοντας, εσφαλμένα, ότι δικαιούται να πράξει κάτι τέτοιο, ενώ στην πραγματικότητα δεν πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την έκδοση αποφάσεως βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού.

88.      Ένα παράδειγμα το οποίο αναφέρθηκε κατά την προφορική διαδικασία είναι αυτό δικαστηρίου του κράτους μέλους της προγενέστερης συνήθους διαμονής το οποίο διατάσσει την επιστροφή του παιδιού, χωρίς προηγούμενη έκδοση αποφάσεως μη επιστροφής κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13 της συμβάσεως στο κράτος μέλος της παράνομης μετακινήσεως, και το οποίο εκδίδει πιστοποιητικό για την απόφασή του σύμφωνα με το άρθρο 42 του κανονισμού. Βεβαίως, το οικείο δικαστήριο θα ήταν αρμόδιο να εκδώσει απόφαση διατάσσουσα την επιστροφή του παιδιού υπό τις περιστάσεις αυτές, αλλά στην προκειμένη περίπτωση, δεν θα πρόκειται για την απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 8, του κανονισμού. Ως εκ τούτου, η έκδοση πιστοποιητικού για μια τέτοια απόφαση, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο 42, δεν προβλέπεται (30), και το πιστοποιητικό χορηγήθηκε, επομένως, εσφαλμένα.

89.      Δεν είναι νοητό να θέλησε ο νομοθέτης να εξαλείψει κάθε μέσο θεραπείας ενός σφάλματος του συγκεκριμένου τύπου, το οποίο δεν αντιστοιχεί κατ’ ανάγκη στη μοναδική δυνατότητα διορθώσεως που προβλέπεται στην εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού, δηλαδή «εφόσον το πιστοποιητικό δεν αποδίδει ορθώς το περιεχόμενο της αποφάσεως».

90.      Έχω ήδη εξετάσει το πρόβλημα αυτό στη θέση που διατύπωσα στην υπόθεση Rinau (31) καθώς και πιο πρόσφατα, και σε ένα πλαίσιο ελαφρώς διαφορετικό, στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Purrucker (32). Θα περιορισθώ εδώ να συνοψίσω την άποψη στην οποία κατέληξα συναφώς, κάνοντας αναφορές στις εξελίξεις που περιγράφονται στις δύο προπαρατεθείσες υποθέσεις.

91.      Ο κανονισμός απαγορεύει σαφώς κάθε ένδικο μέσο κατά της χορηγήσεως του πιστοποιητικού. Αντιθέτως, δεν απαγορεύει την άσκηση ενδίκου μέσου κατά της αποφάσεως για την οποία εκδίδεται πιστοποιητικό. Εάν ένας διάδικος εκτιμά ότι δεν πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις ώστε το οικείο δικαστήριο να μπορεί να εκδώσει την απόφαση αυτή, πρέπει να μπορεί να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του εν λόγω δικαστηρίου ενώπιον του ίδιου αυτού δικαστηρίου –πράγμα το οποίο φαίνεται να έπραξε η μητέρα εν προκειμένω– και, ενδεχομένως, ασκώντας έφεση ενώπιον ανώτερου δικαστηρίου. Εάν το εθνικό δίκαιο δεν επιτρέπει την άσκηση ενδίκων μέσων στις περιστάσεις αυτές, το δικαστήριο οφείλει, δυνάμει του άρθρου 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο. Κάθε ένδικο μέσο ή παραπομπή στο Δικαστήριο υπό τις περιστάσεις αυτές πρέπει να εξετάζεται το συντομότερο δυνατόν.

92.      Το συμπέρασμα αυτό απαντά στο πρώτο σκέλος του τρίτου ερωτήματος του αιτούντος δικαστηρίου, αλλά το τελευταίο ερωτά επίσης, στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματός του, εάν, σε περίπτωση υπάρξεως αποφάσεως για την οποία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό αλλά αμφισβητείται το βάσιμο του πιστοποιητικού, το δικαστήριο εκτελέσεως μπορεί να αναστείλει την εκτέλεση της αποφάσεως προκειμένου να επιτρέψει την ενδεχόμενη ανάκληση του πιστοποιητικού.

93.      Επισημαίνω ότι, εν προκειμένω, από κανένα στοιχείο στην απόφαση περί παραπομπής ούτε στα άλλα έγγραφα που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η μητέρα έδωσε συνέχεια στην αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας του Tribunale per i Minorenni di Venezia ασκώντας έφεση, στην Ιταλία, κατά της αποφάσεως της 10ης Ιουλίου 2009, της οποίας η εκτέλεση ζητείται στην Αυστρία από τον πατέρα.

94.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, φρονώ ότι αποκλείεται παντελώς η δυνατότητα των αυστριακών δικαστηρίων να αναστείλουν την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής προκειμένου να επιτρέψουν στη μητέρα να ασκήσει ένδικο μέσο. Τα εν λόγω δικαστήρια δεν είναι τα ίδια αρμόδια να επιληφθούν ενδίκου μέσου και, δεδομένου ότι δεν ασκήθηκε κανένα ένδικο μέσο ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου, κανένα στοιχείο στη διατύπωση ή στους σκοπούς του κανονισμού δεν δικαιολογεί την καθυστέρηση της εκτελέσεως μιας αποφάσεως, με σκοπό –υπενθυμίζουμε– την επίτευξη της χωρίς καθυστέρηση επιστροφής του παιδιού.

95.      Θα ίσχυε κάτι διαφορετικό εάν η μητέρα είχε ήδη ασκήσει ένα τέτοιο ένδικο μέσο προτού ο πατέρας επιδιώξει την εκτέλεση της αποφάσεως στην Αυστρία; Η αναστολή της εκτελέσεως θα φαινόταν πιο δικαιολογημένη υπό τις περιστάσεις αυτές, αφού το δικαστήριο του κράτους μέλους εκτελέσεως βρίσκεται αντιμέτωπο με μια πραγματική, και όχι πλέον υποθετική, αβεβαιότητα όσον αφορά την εκτελεστότητα της αμφισβητούμενης αποφάσεως. Θα μπορούσε έτσι να αποτρέψει μια αδικαιολόγητη μετακίνηση του παιδιού, την οποία θα ακολουθούσε είτε μια νέα μετακίνηση είτε η αδικαιολόγητη παραμονή του παιδιού στο κράτος μέλος προελεύσεως.

96.      Ωστόσο, δεν είμαι πεπεισμένη ότι ο κανονισμός επιτρέπει μια τέτοια αναστολή. Όχι μόνον δεν την προβλέπει ρητώς, αλλά επιπλέον μπορούμε να συνάγουμε, από την ύπαρξη μιας άλλης διατάξεως του εν λόγω κανονισμού, η οποία επιτρέπει την αναστολή της διαδικασίας κατόπιν αιτήσεως για την κήρυξη της εκτελεστότητας αποφάσεως που αφορά την άσκηση της γονικής μέριμνας (33), ότι η παράλειψη αυτή είναι σκόπιμη – πράγμα το οποίο επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από το γεγονός ότι οι διατάξεις των ισχυόντων άρθρων 43 και 44 αμφισβητήθηκαν έντονα κατά την επεξεργασία του κανονισμού (34), χωρίς να εγκριθεί καμία διάταξη η οποία να επιτρέπει την αναστολή της εκτελέσεως.

97.      Ωστόσο, όπως και στην περίπτωση του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξα όσον αφορά τη δυνατότητα αμφισβητήσεως της αποφάσεως (35), φρονώ ότι είναι πρόδηλο ότι ο γονέας που αμφισβητεί την απόφαση αυτή στο κράτος μέλος προελεύσεως πρέπει να μπορεί επίσης να ζητήσει, στο ίδιο κράτος μέλος, την αναστολή της εκτελέσεως της αποφάσεως, αναστολή την οποία πρέπει να λάβουν υπόψη τα δικαστήρια του κράτους μέλους εκτελέσεως.

98.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, καταλήγω, επομένως, στο συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο πρέπει να απαντήσει στο τρίτο ερώτημα του Oberster Gerichtshof ότι, όταν μια απόφαση για την οποία εκδόθηκε πιστοποιητικό από δικαστήριο κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού, αμφισβητείται λόγω αναρμοδιότητας του δικαστηρίου προελεύσεως ή μη εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού, το μόνο δυνατό ένδικο μέσο είναι η άσκηση εφέσεως κατά της ίδιας της αποφάσεως (και όχι κατά του πιστοποιητικού) ενώπιον των δικαστηρίων του εν λόγω κράτους μέλους. Τα δικαστήρια του κράτους μέλους εκτελέσεως δεν διαθέτουν καμία δικαιοδοσία αρνήσεως ή αναστολής της εκτελέσεως.

 Επί του τέταρτου ερωτήματος

99.      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ή στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ή στο πρώτο σκέλος του τρίτου ερωτήματος, το Oberster Gerichtshof ερωτά εάν μια απόφαση, η οποία εκδόθηκε από δικαστήριο του κράτους εκτελέσεως και η οποία απονέμει προσωρινά την επιμέλεια στον γονέα που απήγαγε το παιδί και πρέπει να θεωρείται εκτελεστή δυνάμει του δικαίου του εν λόγω κράτους, εμποδίζει, δυνάμει του άρθρου 47, παράγραφος 2, του κανονισμού, την εκτέλεση αποφάσεως διατάσσουσας την επιστροφή η οποία εκδόθηκε προηγουμένως στο κράτος προελεύσεως δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού, ακόμη και εάν δεν εμποδίζει την εκτέλεση αποφάσεως διατάσσουσας την επιστροφή η οποία εκδόθηκε από το κράτος εκτελέσεως δυνάμει της συμβάσεως.

100. Πριν από την εξέταση του ερωτήματος αυτού, το οποίο, στο πλαίσιο της κύριας δίκης, αφορά τις συνέπειες της αποφάσεως του Bezirksgericht Judenburg της 25ης Αυγούστου 2009, φρονώ σκόπιμο να εξετασθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες το εν λόγω δικαστήριο έκρινε εαυτό αρμόδιο να εκδώσει την εν λόγω απόφαση.

101. Από την απόφαση του Tribunale per i Minorenni di Venezia της 10ης Ιουλίου 2009 προκύπτει ότι η μητέρα ζήτησε πρώτα από το ιταλικό δικαστήριο να παραπέμψει τη διαφορά στα αυστριακά δικαστήρια, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15 του κανονισμού (36). Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με το σκεπτικό, πρώτον, ότι δεν συνέτρεχαν εξαιρετικές περιπτώσεις, αλλά επρόκειτο για κοινή διαφορά μεταξύ γονέων αναφορικά με την επιμέλεια του παιδιού τους (ενώ το άρθρο 15 εφαρμόζεται «[σ]ε εξαιρετικές περιπτώσεις»), και, δεύτερον, ότι το παιδί δεν είχε «στενό σύνδεσμο» με την Αυστρία, σύμφωνα με τον ορισμό που περιέχεται στο εν λόγω άρθρο 15, παράγραφος 3.

102. Η απόφαση αυτή εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Tribunale per i Minorenni di Venezia και δεν τελεί υπό κρίση στην παρούσα προδικαστική παραπομπή. Ωστόσο, με ωθεί να διατυπώσω ορισμένες επιφυλάξεις.

103. Κατά πρώτον, φρονώ ότι δεν είναι ορθό να αποκλεισθεί η εφαρμογή του άρθρου 15 του κανονισμού επειδή η διαδικασία αφορά κοινή διαφορά μεταξύ γονέων αναφορικά με την επιμέλεια του παιδιού τους. Φρονώ ότι οι εισαγωγικές λέξεις «[σ]ε εξαιρετικές περιπτώσεις» δεν απαιτούν να είναι η περίπτωση εξαιρετική ώστε να μπορεί να εφαρμοσθεί η διάταξη. Οι λέξεις αυτές επιτρέπουν μάλλον σε ένα αρμόδιο δικαστήριο να παρεκκλίνει από τους γενικούς κανόνες περί δικαιοδοσίας και να παραπέμψει την υπόθεση, ή μέρος της υποθέσεως, σε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους με το οποίο το παιδί έχει στενό σύνδεσμο, εάν εκτιμά ότι το τελευταίο αυτό δικαστήριο είναι καταλληλότερο να επιληφθεί της υποθέσεως και ότι η παραπομπή θα εξυπηρετήσει το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού –περίπτωση η οποία θα είναι, καταρχήν, εξαιρετική.

104. Δεύτερον, φρονώ ότι, σε αντίθεση προς τα όσα διατείνεται το Tribunale per i Minorenni di Venezia στο σκεπτικό του, αρκετά από τα εναλλακτικά κριτήρια του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού (κατά συνέπεια, η ύπαρξη ενός και μόνον εξ αυτών θα αρκούσε για τη διαπίστωση «στενού συνδέσμου»), πληρούνταν στην πραγματικότητα εν προκειμένω. Έτσι, δεν αμφισβητείται ότι το παιδί είχε την αυστριακή ιθαγένεια επιπλέον της ιταλικής ιθαγένειας, ώστε να πληρούται η προϋπόθεση του στοιχείου γ΄ της διατάξεως, η οποία δεν περιορίζεται στην περίπτωση μίας και μοναδικής ιθαγένειας. Επίσης, είναι πρόδηλο ότι, κατά την απόρριψη της αιτήσεως παραπομπής, η μητέρα είχε πλέον τη συνήθη διαμονή της στην Αυστρία, πράγμα που αντιστοιχεί στο κριτήριο του στοιχείου δ΄ (37).

105. Παρ’ όλα αυτά, και μολονότι το σκεπτικό του Tribunale per i Minorenni di Venezia μπορεί να θεωρηθεί ελλιπές από ορισμένες απόψεις, είναι σαφές ότι κανένα στοιχείο στο άρθρο 15 του κανονισμού δεν μπορούσε να υποχρεώσει το δικαστήριο αυτό να εκτιμήσει ότι το Bezirksgericht Judenburg ήταν καταλληλότερο να επιληφθεί της υποθέσεως και ότι η παραπομπή θα είχε εξυπηρετήσει το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού, και επομένως να απεκδυθεί της αρμοδιότητάς του υπέρ του αυστριακού δικαστηρίου. Επισημαίνω επίσης ότι το Δικαστήριο δεν έχει πληροφορηθεί αν ασκήθηκε έφεση από τη μητέρα κατά αυτής της αρνήσεως παραπομπής, πράγμα που θα ήταν η κανονική διαδικασία που θα έπρεπε να ακολουθήσει, εάν αμφισβητούσε το σκεπτικό του Tribunale per i Minorenni di Venezia.

106. Ακολούθως, από την απόφαση παραπομπής προκύπτει ότι, χωρίς να περιμένει την εξέταση της αιτήσεώς της από το Tribunale per i Minorenni di Venezia, η μητέρα υπέβαλε κατευθείαν στο Bezirksgericht Judenburg αίτηση επιμέλειας. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε εαυτό αρμόδιο, την 26η Μαΐου 2009, «δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 5, του κανονισμού» και ζήτησε από το ιταλικό δικαστήριο να του διαβιβάσει τη δικογραφία. Προφανώς, το Bezirksgericht Judenburg εξέδωσε την απόφασή του της 25ης Αυγούστου 2009, βάσει αυτής της αποφάσεως περί της δικαιοδοσίας του, απονέμοντας προσωρινά την επιμέλεια στη μητέρα, απόφαση για την οποία το Oberster Gerichtshof διερωτάται εάν μπορεί να εμποδίσει την εκτέλεση της αποφάσεως του Tribunale per i Minorenni di Venezia, της 10ης Ιουλίου 2009 που διατάσσει την επιστροφή.

107. Δεν έχουμε στη διάθεσή μας το κείμενο της εν λόγω αποφάσεως της 26ης Μαΐου 2009, αλλά από τη σύντομη περιγραφή της από το Oberster Gerichtshof προκύπτει ότι το Bezirksgericht Judenburg εσφαλμένως έκρινε εαυτό αρμόδιο βάσει του άρθρου 15 του κανονισμού. Πράγματι, το εν λόγω άρθρο δεν επιτρέπει σε καμία περίπτωση σε δικαστήριο να κρίνει εαυτό αρμόδιο με δική του πρωτοβουλία. Από το άρθρο 15, παράγραφος 5, του κανονισμού προκύπτει σαφώς ότι μια τέτοια απόφαση (38) περί αρμοδιότητας πρέπει να εκδοθεί αφού το δικαστήριο επιληφθεί της υποθέσεως «σύμφωνα με την παράγραφο 1, στοιχείο α΄ ή β΄» – επομένως, με άμεση ή έμμεση πρωτοβουλία του αρμόδιου δικαστηρίου, το οποίο αναστέλλει την εξέταση της υποθέσεως και καλεί τους διαδίκους να προσφύγουν στο δικαστήριο άλλου κράτους μέλους ή ζητεί το ίδιο από το εν λόγω δικαστήριο να ασκήσει τη δικαιοδοσία του. Αίτημα παραπομπής, το οποίο υποβάλλεται από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους με το οποίο το παιδί έχει στενό σύνδεσμο, είναι οπωσδήποτε εφικτό, δυνάμει της παραγράφου 2, στοιχείο γ΄ (39), αλλά η συνέχεια που πρέπει να δοθεί στο εν λόγω αίτημα εμπίπτει στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου που έχει τη δικαιοδοσία να επιληφθεί της ουσίας της υποθέσεως –και, επομένως, στο δικαστήριο του κράτους μέλους της (προγενέστερης) συνήθους διαμονής.

108. Κατά συνέπεια, η δικαιοδοσία του Bezirksgericht Judenburg για την έκδοση της αποφάσεως της 25ης Αυγούστου 2009 είναι αμφίβολη. Εάν, δυνάμει του άρθρου 10, στοιχείο β΄, περίπτωση iv, του κανονισμού, το Tribunale per i Minorenni di Venezia είχε απολέσει τη δικαιοδοσία του τότε, ερώτηση στην οποία εισηγούμαι να απαντήσουμε αρνητικά, είναι εύλογο να είχε καταστεί το Bezirksgericht Judenburg αρμόδιο κατ’ εφαρμογή του κανονικού κανόνα του άρθρου 8 του εν λόγω κανονισμού. Όμως, δεν μπόρεσε να αποκτήσει τη δικαιοδοσία μέσω του άρθρου 15 του κανονισμού, καθώς το Tribunale per i Minorenni di Venezia δεν ανέλαβε καμία πρωτοβουλία προς την κατεύθυνση αυτή (40).

109. Στην απόφαση παραπομπής που εξέδωσε, το Oberster Gerichtshof επισημαίνει ορισμένους λόγους για τους οποίους το πιστοποιητικό που εξέδωσε το Bezirksgericht Judenburg, με το οποίο βεβαίωνε ότι η απόφασή του της 25ης Αυγούστου 2009 είχε αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου και ήταν εκτελεστή, μπορούσε να είχε χορηγηθεί εσφαλμένως, ιδίως λόγω ενδεχόμενων ελαττωμάτων στην επίδοση της αποφάσεως. Διευκρινίζει, ωστόσο, ότι το πιστοποιητικό δεσμεύει όλα τα λοιπά αυστριακά δικαστήρια και ότι θα μπορούσε να ανακληθεί, ενδεχομένως, μόνον από το ίδιο το Bezirksgericht Judenburg, κατόπιν αιτήσεως ή αυτεπαγγέλτως. Το Oberster Gerichtshof δεν εξετάζει το ενδεχόμενο το Bezirksgericht Judenburg να κήρυξε εαυτό αρμόδιο αδίκως, και επομένως δεν επισημαίνει εάν μια ενδεχόμενη αναρμοδιότητα εκφεύγει επίσης του ελέγχου του. Σε κάθε περίπτωση, φρονώ ότι η κήρυξη αρμοδιότητας δυνάμει του άρθρου 15 του κανονισμού θα πρέπει να μπορεί να αποτελεί αντικείμενο ελέγχου εντός του αυστριακού δικαστικού συστήματος.

110. Με την επιφύλαξη των τελευταίων αυτών σκέψεων, τις οποίες το Oberster Gerichtshof θα πρέπει ενδεχομένως να λάβει υπόψη, θα εξετάσω το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα θεωρώντας, όπως έπραξε το ίδιο το Oberster Gerichtshof, ότι η απόφαση του Bezirksgericht Judenburg της 25ης Αυγούστου 2009, η οποία ανέθεσε προσωρινά την επιμέλεια στη μητέρα, είναι εκτελεστή.

111. Το αιτούν δικαστήριο εξηγεί ότι, καίτοι, σε θέματα δικαίου επιμέλειας, εκτελεστή απόφαση ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε προηγουμένως εμποδίζει καταρχήν την εκτέλεση της τελευταίας –όπως προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 47, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού– αυτό δεν ισχύει κατ’ ανάγκη στο εθνικό δίκαιο. Πράγματι, το ίδιο το Oberster Gerichtshof αποφάνθηκε πρόσφατα ότι απόφαση διατάσσουσα την επιστροφή, η οποία εκδόθηκε στην Αυστρία δυνάμει της συμβάσεως, πρέπει να εκτελεσθεί, ακόμη και αν μια προσωρινή ρύθμιση επιμέλειας, η οποία αποφασίσθηκε από άλλο αυστριακό δικαστήριο αντιτίθεται σε αυτήν, επειδή το άρθρο 17 της συμβάσεως ορίζει ότι μόνο το γεγονός ότι μια απόφαση σχετική με την επιμέλεια εκδόθηκε στο κράτος εκτελέσεως δεν μπορεί να δικαιολογήσει την άρνηση επιστροφής του παιδιού. Εάν, δυνάμει του άρθρου 47, παράγραφος 2, του κανονισμού, η διαταγή επιστροφής που εκδόθηκε στο εξωτερικό πρέπει να αντιμετωπισθεί ακριβώς όπως η απόφαση ενός εθνικού δικαστηρίου, μια προσωρινή ρύθμιση απονομής της επιμέλειας δεν μπορεί να εμποδίσει την εκτέλεσή της.

112. Επομένως, στο ερώτημά του, το Oberster Gerichtshof υποθέτει ότι η διάταξη του άρθρου 47, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού («απόφαση για την οποία εκδίδεται πιστοποιητικό σύμφωνα με [...] το άρθρο 42, παράγραφος 1, δεν μπορεί να εκτελείται αν είναι ασυμβίβαστη με μεταγενέστερη εκτελεστή απόφαση») αφορά κάθε εκτελεστή απόφαση η οποία εκδίδεται μεταγενέστερα, ακόμη και στο κράτος μέλος εκτελέσεως. Η Επιτροπή αντιτίθεται στην ερμηνεία αυτή, ισχυριζόμενη ότι εξουδετερώνει τον μηχανισμό που θέσπισε ο νομοθέτης στο άρθρο 11, παράγραφος 8, του κανονισμού, ο οποίος απονέμει στα δικαστήρια του κράτους μέλους της προγενέστερης συνήθους διαμονής τον τελευταίο λόγο όσον αφορά την επιστροφή του παιδιού. Η έννοια της διατάξεως του άρθρου 47, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού είναι ότι διευκρινίζει πως μεταγενέστερη απόφαση δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως μπορεί να ακυρώσει την απόφαση επιστροφής δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού, η οποία δεν πρέπει τότε να εκτελείται.

113. Παρότι η διατύπωση της διατάξεως δεν παρέχει τη διευκρίνιση που προτείνει η Επιτροπή, συντάσσομαι με την άποψη της τελευταίας. Επιπλέον των επιχειρημάτων που προβάλλει –και είναι βέβαιο ότι το άρθρο 11, παράγραφος 8, του κανονισμού θα παρήλκε εάν η απόφαση που αφορά μπορούσε να υποκατασταθεί από μεταγενέστερη απόφαση του δικαστηρίου που έχει ήδη εκδώσει την απόφαση μη επιστροφής κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13 της συμβάσεως– είναι σαφές ότι η «μεταγενέστερη εκτελεστή απόφαση» δεν μπορεί παρά να είναι απόφαση αρμόδιου δικαστηρίου. Όμως, ακόμη και εάν πρόκειται για απόφαση σε θέμα γονικής μέριμνας, αρμόδια είναι τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο εκδόθηκε η απόφαση δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού, και όχι εκείνα του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το παιδί παρανόμως.

114. Κατά την προφορική διαδικασία, τέθηκε το ερώτημα για ποιον λόγο, εάν η διάταξη του άρθρου 47, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού περιορίζεται στην περίπτωση της ακυρώσεως μιας αποφάσεως για την οποία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό στο κράτος μέλος προελεύσεως, ο νομοθέτης δεν διευκρίνισε κάτι τέτοιο ρητώς, αντί να επιλέξει τον όρο «ασυμβίβαστη», ο οποίος θα μπορούσε να εφαρμοσθεί επίσης στην περίπτωση αποφάσεως που εκδίδεται μεταγενέστερα στο κράτος μέλος εκτελέσεως. Ωστόσο, φρονώ ότι και αυτό το ερώτημα απαντήθηκε με ικανοποιητικό τρόπο. Ακόμη και εάν αποκλεισθεί η δυνατότητα να μπορεί ένα δικαστήριο του κράτους μέλους εκτελέσεως, εκδίδοντας απλώς αντίθετη απόφαση, να καταστήσει ανενεργή την απόφαση η οποία πρέπει, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού, να αποτελεί τον τελευταίο λόγο σχετικά με την επιστροφή του παιδιού, μπορεί να υπάρχουν άλλοι τύποι αποφάσεων ασυμβίβαστων με την απόφαση που διατάσσει την επιστροφή –για παράδειγμα, εάν εκδόθηκε απόφαση επιστροφής σε έναν γονέα ο οποίος, στο μεταξύ, καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως. Πρέπει εξάλλου να σημειωθεί ότι το άρθρο 47 του κανονισμού εφαρμόζεται επίσης στις αποφάσεις για τις οποίες εκδίδεται πιστοποιητικό σύμφωνα με το άρθρο 41 του κανονισμού, οι οποίες αφορούν το δικαίωμα επικοινωνίας και οι οποίες μπορούν, επομένως, να επηρεασθούν από μεταγενέστερες αποφάσεις διαφορετικού περιεχομένου.

115. Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν σκόπιμο να ερμηνεύεται ο κανονισμός σύμφωνα με τη σύμβαση, στο μέτρο του δυνατού, και κυρίως όχι κατά τρόπο ώστε να προσλαμβάνει η αυξημένη εξουσία αποφάσεως, η οποία αναγνωρίζεται στα δικαστήρια του κράτους μέλους της προγενέστερης συνήθους διαμονής από το άρθρο 11, παράγραφος 8, του κανονισμού και από το σύστημα εκδόσεως πιστοποιητικού που προβλέπεται στο άρθρο 42 του κανονισμού, περιεχόμενο που να έχει ως αποτέλεσμα της αποδυνάμωσή της σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 17 της συμβάσεως, η οποία προβλέπει ιδίως ότι το γεγονός και μόνο ότι απόφαση σχετική με την επιμέλεια εκδόθηκε στο κράτος εκτελέσεως δεν μπορεί να δικαιολογήσει την άρνηση επιστροφής του παιδιού, αλλά ότι οι αρχές του εν λόγω κράτους μπορούν να λάβουν υπόψη το σκεπτικό μιας τέτοιας αποφάσεως.

 Επί του πέμπτου ερωτήματος

116. Τέλος, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα, το Oberster Gerichtshof ερωτά εάν είναι δυνατή η άρνηση εκτελέσεως στο κράτος εκτελέσεως μιας αποφάσεως για την οποία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό από το δικαστήριο προελεύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού, όταν θέτει σε σοβαρό κίνδυνο το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού, λόγω μεταβολής της καταστάσεως από την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, ή εάν αυτή η μεταβολή της καταστάσεως πρέπει να προβληθεί στο κράτος προελεύσεως, και εάν είναι δυνατόν να ανασταλεί η εκτέλεση στο κράτος εκτελέσεως έως την έκδοση της αποφάσεως του δικαστηρίου του κράτους προελεύσεως.

117. Το αιτούν δικαστήριο εξηγεί ότι η μητέρα θα αρνηθεί κατά πάσα πιθανότητα να μεταβεί στην Ιταλία με το παιδί και ότι δεν μπορεί να εξαναγκασθεί να πράξει κάτι τέτοιο. Επομένως, η εκτέλεση της αποφάσεως που διατάσσει την επιστροφή θα χωρίσει το παιδί από τη μητέρα για να το επιστρέψει στον πατέρα. Κατά το άρθρο 47, παράγραφος 2, του κανονισμού, η εκτέλεση αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί υπό τους αυτούς όρους ως εάν είχε εκδοθεί στην Αυστρία. Σύμφωνα, όμως, με την αυστριακή νομολογία, απόφαση διατάσσουσα την επιστροφή η οποία εκδίδεται στην Αυστρία δυνάμει της συμβάσεως δεν μπορεί να εκτελεσθεί, εάν η μεταβολή της καταστάσεως ενέχει σοβαρό κίνδυνο εκθέσεως του παιδιού σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία, πράγμα που μπορεί να συμβεί εάν διέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα στο κράτος εκτελέσεως.

118. Εν προκειμένω, το παιδί έζησε λίγο περισσότερο από ένα έτος στην Ιταλία, καθώς το Tribunale per i Minorenni di Venezia εξέδωσε την απόφαση επιστροφής του ενάμισι έτος μετά την παράνομη μετακίνηση του παιδιού στην Αυστρία. Προφανώς δεν υπήρξε καμία επικοινωνία μεταξύ του πατέρα και του παιδιού κατά τους εννέα μήνες που ακολούθησαν την απόφαση αυτή και, κατά τους δεκαοκτώ μήνες που προηγήθηκαν, η επικοινωνία μάλλον περιορίσθηκε σε επισκέψεις. Έτσι, το παιδί φαίνεται να πέρασε περισσότερο από τα δύο τρίτα της ζωής του χωριστά από τον πατέρα του. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι δεν αποκλείεται η απομάκρυνση του παιδιού από τη μητέρα του, προκειμένου αυτό να επιστραφεί στον πατέρα του, να εκθέσει σε σοβαρό κίνδυνο την ψυχική του ανάπτυξη και ότι, ακόμη και αν η στάση της μητέρας είναι κατακριτέα, αυτό δεν δικαιολογεί τον κίνδυνο εκθέσεως του παιδιού σε μια τέτοια δοκιμασία.

119. Επομένως, μια τέτοια απόφαση επιστροφής η οποία εκδόθηκε στην Αυστρία θα μπορούσε να μην εκτελεσθεί. Αφού το άρθρο 47 του κανονισμού επιβάλλει την ίδια μεταχείριση με εκείνη που αφορά τις αποφάσεις που εκδίδονται στο κράτος εκτελέσεως, το ίδιο πρέπει να ισχύει για την απόφαση του Tribunale per i Minorenni di Venezia.

120. Εντούτοις, σύμφωνα με το πνεύμα και τον σκοπό των συναφών διατάξεων, αρμόδιο να κρίνει κατά πόσον η κατάσταση μεταβλήθηκε είναι το Tribunale per i Minorenni di Venezia. Δεν πρόκειται για την εκτέλεση αφεαυτή, αλλά για την αιτιολόγηση επί της ουσίας της αποφάσεως επιστροφής. Κατά την άποψη αυτή, η μητέρα πρέπει να ζητήσει από το Tribunale per i Minorenni di Venezia να ανακαλέσει την απόφασή του. Στο μεταξύ, πρέπει να επιτραπεί η αναστολή της εκτελέσεως της αποφάσεως στην Αυστρία.

121. Συναφώς, η Αυστριακή Κυβέρνηση επισημαίνει ότι, κατά το άρθρο 47, παράγραφος 1, του κανονισμού, η διαδικασία εκτελέσεως διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους εκτελέσεως. Πρέπει να ληφθούν υπόψη όλα τα εμπόδια στην εκτέλεση, τα οποία προκύπτουν από το δίκαιο αυτό. Εν προκειμένω, τα εμπόδια αυτά περιλαμβάνουν όλες τις περιστάσεις που εμφανίσθηκαν μεταγενέστερα, οι οποίες θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού. Εάν το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως ήταν αρμόδιο να εξετάσει ένα τέτοιο εμπόδιο, αυτό θα οδηγούσε σε διαχωρισμό της εξετάσεως των διάφορων εμποδίων και σε παράλληλη δικαιοδοσία των δικαστηρίων των δύο κρατών, πράγμα που δεν θα ευνοούσε ούτε την αμοιβαία εμπιστοσύνη ούτε το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού, το οποίο πρέπει να παραμένει το απώτατο κριτήριο. Τέλος, η δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους εκτελέσεως αντιστοιχεί στην οικονομία του κανονισμού. Δυνάμει του κριτηρίου της εγγύτητας, οι αρχές του κράτους όπου βρίσκεται το παιδί είναι καταλληλότερες για να εκτιμήσουν εάν η κατάσταση μεταβλήθηκε μετά την έκδοση της αποφάσεως.

122. Η Επιτροπή εκτιμά, αντιθέτως, ότι το άρθρο 47, παράγραφος 2, του κανονισμού πρέπει να ερμηνεύεται λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της ταχείας επιστροφής του παιδιού και της κατανομής των αρμοδιοτήτων που προκύπτει από αυτήν. Καθώς η οριστική δεσμευτική απόφαση όσον αφορά την επιστροφή ανήκει στο δικαστήριο του κράτους μέλους της προγενέστερης συνήθους διαμονής, το δικαστήριο του κράτους εκτελέσεως πρέπει να καθορίσει μόνον τις λεπτομέρειες της εκτελέσεως. Το άρθρο 47, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού σημαίνει, επομένως, ότι οι τυπικές απαιτήσεις του κράτους εκτελέσεως –για παράδειγμα, όσον αφορά τις προθεσμίες, τις αρμόδιες υπηρεσίες και τα καθεστώτα κυρώσεων– εφαρμόζονται στην ίδια την εκτέλεση, ενώ το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως είναι μόνο αρμόδιο να κρίνει τις αιτιάσεις επί της ουσίας που σχετίζονται με την κανονικότητα του εκτελεστού τίτλου –για παράδειγμα, για να αποφασίσει εάν πρέπει να ανασταλεί η εκτέλεση της αποφάσεως επειδή, λόγω μεταβολής της καταστάσεως μετά τη χορήγηση του εκτελεστού τίτλου, η εφαρμογή της δεν συνάδει πλέον προς το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού.

123. Προσωπικά, συντάσσομαι με την άποψη της Επιτροπής, με την οποία προφανώς συμφωνεί εν μέρει το ίδιο το αιτούν δικαστήριο (41). Κατά την οικονομία του κανονισμού, η τελική απόφαση για τη σκοπιμότητα εκδόσεως αποφάσεως διατάσσουσας την επιστροφή του παιδιού ανήκει αποκλειστικά στα δικαστήρια του κράτους της προγενέστερης συνήθους διαμονής του. Εφόσον ένα από τα δικαστήρια του κράτους παράνομης μετακινήσεως εξέδωσε απόφαση μη επιστροφής, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13 της συμβάσεως, η δικαιοδοσία τους στο θέμα έχει εξαντληθεί, με εξαίρεση όσον αφορά, ενδεχομένως, την ανάκληση ή την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως. Κάθε μεταγενέστερη απόφαση επί της ουσίας –η οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους λόγους και τα αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων εκδόθηκε η απόφαση μη επιστροφής– ανήκει στο αρμόδιο δικαστήριο του κράτους μέλους της προγενέστερης συνήθους διαμονής. Η εν λόγω μεταγενέστερη απόφαση θα πρέπει, ενδεχομένως, να εκτελεσθεί υποχρεωτικά στο άλλο κράτος μέλος –οπωσδήποτε, κατά τη διαδικασία (δηλαδή τον τύπο) που καθορίζεται από το δικό του δίκαιο, αλλά χωρίς να μπορούν να ληφθούν υπόψη παράγοντες ουσίας οι οποίοι ενδεχομένως εμποδίζουν την εκτέλεση.

124. Πάντως, φρονώ ότι είναι προφανές πως ο ενδεχόμενος κίνδυνος φυσικής ή ψυχικής δοκιμασίας υπάγεται στους παράγοντες ουσίας και όχι τύπου. Επομένως, σε περίπτωση αμφισβητήσεως της οριστικής αποφάσεως η οποία διατάσσει την επιστροφή του παιδιού, ο ενδιαφερόμενος διάδικος πρέπει να αποταθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση αυτή και όχι σε εκείνο που είναι επιφορτισμένο με την εκτέλεσή της.

125. Όσον αφορά τη δυνατότητα αναστολής της εκδόσεως αποφάσεως εν αναμονή του αποτελέσματος της αμφισβητήσεως αυτής, ισχύουν οι ίδιες σκέψεις με εκείνες που παρατίθενται στα σημεία 93 έως 97 της παρούσας γνώμης, και πρέπει να συναχθεί ότι μια τέτοια δυνατότητα δεν παρέχεται σε καμία περίπτωση ενώπιον του δικαστηρίου εκτελέσεως αλλά ότι, σε περίπτωση αμφισβητήσεως ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως, αυτά πρέπει να μπορούν να διατάξουν την αναστολή της εκτελέσεως εν αναμονή της αποφάσεως όσον αφορά την αμφισβήτηση.

126. Τέλος, και σε κάθε περίπτωση, επισημαίνω ότι το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται σε ενδεχόμενο ψυχικής δοκιμασίας απορρέουσας όχι μόνον από τον χωρισμό του παιδιού από τον πατέρα του κατά τους εννέα μήνες μετά την έκδοση της αποφάσεως του Tribunale per i Minorenni di Venezia της 10ης Ιουλίου 2009, αλλά και στον χωρισμό κατά τους δεκαοκτώ μήνες προ της αποφάσεως. Όμως, ακόμη και εάν η εκτέλεση της αποφάσεως αυτής μπορεί να αμφισβητηθεί, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, λόγω μεταγενέστερων εξελίξεων, η αμφισβήτηση αυτή δεν μπορεί να στηρίζεται σε οποιαδήποτε πτυχή της προγενέστερης καταστάσεως, την οποία έλαβε αναγκαστικά υπόψη το Tribunale per i Minorenni di Venezia. Επίσης, όσον αφορά τέτοιες μεταγενέστερες εξελίξεις, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η απλή πάροδος του χρόνου δεν μπορεί να περιλαμβάνεται σε αυτές, εάν η διαδικασία που προβλέπεται από τον κανονισμό ακολουθηθεί ορθά και εκδοθεί απόφαση δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού, η οποία είναι άμεσα εκτελεστή, χωρίς η αναγνώρισή της να μπορεί να προσβληθεί.

 Πρόταση

127. Βάσει των προεκτεθέντων, φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να απαντήσει ως ακολούθως στα ερωτήματα που του υπέβαλε το Oberster Gerichtshof:

«1)      Προσωρινή ρύθμιση η οποία απονέμει την επιμέλεια ενός παιδιού στον γονέα που το απήγαγε έως την έκδοση αποφάσεως περί οριστικής (ή διαρκούς) αναθέσεως της επιμέλειας δεν είναι “απόφαση για επιμέλεια που δεν συνεπάγεται την επιστροφή του παιδιού” κατά την έννοια του άρθρου 10, στοιχείο β΄, περίπτωση iv, του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000.

2)      Απόφαση διατάσσουσα την επιστροφή υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού 2201/2003, ανεξάρτητα από το κατά πόσον το δικαστήριο την εξέδωσε βάσει αποφάσεως περί επιμέλειας την οποία εξέδωσε το ίδιο.

3)      Όταν απόφαση ως προς την οποία εκδόθηκε πιστοποιητικό από δικαστήριο κράτους μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003, αμφισβητείται λόγω αναρμοδιότητας του δικαστηρίου προελεύσεως ή μη εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 8, του εν λόγω κανονισμού, το μόνο δυνατό ένδικο μέσο συνίσταται στην άσκηση εφέσεως κατά της ίδιας της αποφάσεως (και όχι κατά του πιστοποιητικού) ενώπιον των δικαστηρίων του εν λόγω κράτους μέλους. Τα δικαστήρια του κράτους μέλους εκτελέσεως ουδόλως έχουν δικαιοδοσία αρνήσεως ή αναστολής της εκτελέσεως.

4)      Απόφαση εκδοθείσα από δικαστήριο του κράτους εκτελέσεως, η οποία απονέμει προσωρινά την επιμέλεια στον γονέα που απήγαγε το παιδί, δεν εμποδίζει την εκτέλεση αποφάσεως διατάσσουσας την επιστροφή, η οποία εκδόθηκε προηγουμένως στο κράτος προελεύσεως δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού 2201/2003.

5)      Όταν απόφαση ως προς την οποία εκδόθηκε πιστοποιητικό από δικαστήριο κράτους μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003, αμφισβητείται με το επιχείρημα ότι η εκτέλεσή της θα θέσει σε σοβαρό κίνδυνο το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού, λόγω μεταβολής της καταστάσεως μετά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, το μόνο δυνατό ένδικο μέσο συνίσταται στην άσκηση εφέσεως κατά της ίδιας της αποφάσεως (και όχι κατά του πιστοποιητικού) ενώπιον των δικαστηρίων του εν λόγω κράτους μέλους. Τα δικαστήρια του κράτους μέλους εκτελέσεως ουδόλως έχουν δικαιοδοσία αρνήσεως ή αναστολής της εκτελέσεως.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – Κανονισμός της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 (ΕΕ L 338, σ. 1, στο εξής: κανονισμός).


3 – Σύμβαση για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών, η οποία συνήφθη στις 25 Οκτωβρίου 1980 και ισχύει από την 1η Δεκεμβρίου 1983, στην οποία είναι συμβαλλόμενα μέρη όλα τα κράτη μέλη (στο εξής: σύμβαση). Σε αντίθεση προς τον κανονισμό, η εν λόγω σύμβαση δεν περιέχει κανόνες δικαιοδοσίας. Συναφώς, ο κανονισμός εμπνέεται από τη Σύμβαση για τη δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση, την εκτέλεση και τη συνεργασία σε θέματα γονικής μέριμνας και μέτρων προστασίας των παιδιών, η οποία συνήφθη στη Χάγη τη 19η Οκτωβρίου 1996 (ΕΕ 2008, L 151, σ. 39). Πρέπει να σημειωθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 60, ο κανονισμός υπερισχύει της συμβάσεως στον βαθμό που αυτή αφορά θέματα που ρυθμίζονται από τον κανονισμό.


4 – Τα άρθρα 9 και 12, τα οποία αφορούν αντίστοιχα την περίπτωση στην οποία ένα παιδί μετοίκησε νομίμως σε άλλο κράτος μέλος και την περίπτωση στην οποία η δικαιοδοσία των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους με το οποίο το παιδί έχει στενή σχέση γίνεται αποδεκτή με ανεπιφύλακτο τρόπο από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, δεν είναι κρίσιμα για την παρούσα υπόθεση.


5 –      Το άρθρο 53 του κανονισμού προβλέπει τον διορισμό, από κάθε κράτος μέλος, μίας ή περισσότερων κεντρικών αρχών, οι οποίες είναι «επιφορτισμένες να παρέχουν τη συνδρομή τους στην εφαρμογή του παρόντος κανονισμού» (βλ. σημείο 22 της παρούσας γνώμης).


6 –      Το άρθρο 56 του κανονισμού αφορά την τοποθέτηση του παιδιού σε ίδρυμα ή σε ανάδοχη οικογένεια σε άλλο κράτος μέλος.


7 –      Το χωρίο αναφέρει μόνον τις παραπομπές στις διατάξεις που αφορούν τη γονική μέριμνα, μη περιλαμβάνοντας εκείνες που αφορούν το διαζύγιο, τον δικαστικό χωρισμό και την ακύρωση του γάμου, οι οποίες δεν είναι συναφείς εν προκειμένω.


8 – Απόφαση της 11ης Ιουλίου 2008, C‑195/08 PPU (Συλλογή 2008, σ. I‑5271).


9 –      Δεν προκύπτει από τη δικογραφία για ποιον λόγο οι διαδικασίες στην Αυστρία διεξήχθησαν ενώπιον δύο διαφορετικών δικαστηρίων καντονίου.


10 –      Βλέπε υποσημείωση 36 της παρούσας γνώμης.


11 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8.


12 – Βλ., επίσης, απόφαση Rinau, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8 (σκέψεις 47 επ.) καθώς και τη γνώμη που διατύπωσα στην ίδια υπόθεση (σημεία 15 επ.).


13 – Ο κανονισμός αφορά τόσο τις περιπτώσεις παράνομης μετακινήσεως όσο και τις περιπτώσεις παράνομης επιστροφής. Ακολούθως, θα αναφερθώ μόνο σε «παράνομη μετακίνηση», καθώς αυτή είναι η κατάσταση στην παρούσα υπόθεση. Ωστόσο, όλες οι σκέψεις που διατυπώνονται αφορούν αμφότερες τις περιπτώσεις.


14 – Όπως επισήμανε η Ιταλική Κυβέρνηση κατά την προφορική διαδικασία, φαίνεται ότι η έκφραση «“γονική εξουσία λήψεως αποφάσεων”, και ειδικότερα το δικαίωμα προσδιορισμού του τόπου διαμονής», η οποία χρησιμοποιείται στο προδικαστικό ερώτημα, δεν αντικατοπτρίζει με απολύτως ορθό τρόπο το περιεχόμενο της αποφάσεως του Tribunale per i Minorenni di Venezia της 23ης Μαΐου 2008. Ωστόσο, δεν αμφισβητείται ότι η εν λόγω απόφαση αφορά πράγματι την επιμέλεια του παιδιού και δεν συνεπάγεται την επιστροφή του.


15 – Διερωτώμαι, μάλιστα, εάν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, σε κάποιον βαθμό, στην παρούσα υπόθεση. Πράγματι, το Oberster Gerichtshof φαίνεται να υποθέτει ότι το Tribunale per i Minorenni di Venezia απένειμε προσωρινά την επιμέλεια στη μητέρα, κυρίως για να αποφευχθούν οι επανειλημμένες μετακινήσεις του παιδιού, ενώ, σύμφωνα με τη δική μου ερμηνεία της αποφάσεως της 23ης Μαΐου 2008, το εν λόγω δικαστήριο επιδίωκε ειδικότερα να διευκολύνει τις μετακινήσεις του παιδιού, με τη μητέρα του, μεταξύ Αυστρίας και Ιταλίας, προκειμένου να διατηρήσει την επικοινωνία με τον πατέρα του.


16 – Βλ. δωδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού. Πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι το κριτήριο της εγγύτητας μπορεί, ως εκ της φύσεώς του, να παράγει αποτελέσματα τα οποία θα διαφέρουν με την πάροδο του χρόνου.


17 – Σημειώνω, ωστόσο, ότι συμφωνώ με τη διευκρίνιση της Γαλλικής Κυβερνήσεως κατά την προφορική διαδικασία, ότι δηλαδή δεν πρόκειται στην προκειμένη περίπτωση για κύρωση κατά του «γονέα που απήγαγε το παιδί», αλλά μάλλον για ρύθμιση που στοχεύει στην αποκατάσταση της νομικής καταστάσεως που θα επικρατούσε εάν δεν είχε λάβει χώρα η παράνομη μετακίνηση.


18 – Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2002, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 και τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 όσον αφορά τα θέματα διατροφής [COM(2002) 222 τελικό/2] σε σχέση με το άρθρο 21 της προτάσεως κανονισμού, το οποίο έγινε το άρθρο 10 του κανονισμού. Η διατύπωση της διάταξης άλλαξε, αλλά το περιεχόμενο παραμένει ουσιαστικά ίδιο.


19 – Βλ. σημεία 28 και 29 της παρούσας γνώμης.


20 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3. Η εν λόγω σύμβαση υπογράφηκε από όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης, εξαιρουμένης της Δημοκρατίας της Μάλτας, αλλά έχει κυρωθεί έως σήμερα μόνον από οκτώ εξ αυτών, μη συμπεριλαμβανομένων της Δημοκρατίας της Αυστρίας και της Ιταλικής Δημοκρατίας. Όλα τα λοιπά κράτη μέλη, εξαιρουμένου του Βασιλείου της Δανίας, εξουσιοδοτήθηκαν να την κυρώσουν ή να προσχωρήσουν σε αυτήν ταυτόχρονα, προς το συμφέρον της Ένωσης (βλ. απόφαση 2008/431/ΕΚ του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2008, με την οποία εξουσιοδοτούνται ορισμένα κράτη μέλη να επικυρώσουν τη σύμβαση της Χάγης του 1996 σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση, την εκτέλεση και τη συνεργασία σε θέματα γονικής μέριμνας και μέτρων προστασίας των παιδιών ή να προσχωρήσουν σε αυτήν προς το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και με την οποία εξουσιοδοτούνται ορισμένα κράτη μέλη να προβούν σε δήλωση σχετικά με την εφαρμογή των σχετικών εσωτερικών κανόνων του κοινοτικού δικαίου – Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση, την εκτέλεση και τη συνεργασία σε θέματα γονικής μέριμνας και μέτρων προστασίας των παιδιών, ΕΕ L 151, σ. 36).


21 – Βλ., ειδικότερα, τμήμα II, στοιχείο α΄, του εγγράφου 13940/02 του Συμβουλίου, της 8ης Νοεμβρίου 2002 (σημεία 11 επ.).


22 – Ενδεχομένως η καθυστέρηση αυτή να οφείλεται σε παρανόηση του άρθρου 11, παράγραφος 7, του κανονισμού, το οποίο προβλέπει προθεσμία τριών μηνών για την υποβολή παρατηρήσεων από τους διαδίκους σχετικά με την απόφαση μη επιστροφής, όμως δεν διαθέτουμε πληροφορίες συναφώς.


23 – Παραθέτω εδώ το παράδειγμα της συγκεκριμένης υποθέσεως, αλλά συγκρίσιμες περιστάσεις προκύπτουν επίσης από την προπαρατεθείσα υπόθεση Rinau και την υπόθεση Purrucker (C‑256/09), η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Στην παρούσα υπόθεση, σημειώνω ότι ορισμένες καθυστερήσεις στη γνωστοποίηση της αποφάσεως του Tribunale per i Minorenni di Venezia της 23ης Μαΐου 2008 στα αυστριακά δικαστήρια και του αιτήματος μεταβιβάσεως της δικαιοδοσίας του Bezirksgericht Judenburg της 26ης Μαΐου 2009 προς το Tribunale per i Minorenni di Venezia μπορεί επίσης να συνέβαλαν στην παράταση της διαδικασίας.


24 – Βλ. προτάσεις μου στην προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23 υπόθεση Purrucker (σημεία 118 επ.).


25 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8 (ειδικότερα, σημεία 63 και επόμενα).


26 – Άρθρο 42, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ΄, και παράρτημα IV, σημείο 13, του κανονισμού.


27 – Κανονισμός (ΕΚ) 805/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις (ΕΕ L 143, σ. 15).


28 – «Εάν ο οφειλέτης […] έχει ζητήσει […] την ανάκληση του πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου σύμφωνα με το άρθρο 10, το αρμόδιο δικαστήριο ή αρχή στο κράτος μέλος εκτέλεσης μπορεί, κατόπιν αιτήσεως του οφειλέτη [...] γ) σε έκτακτες περιστάσεις να αναστέλλει τη διαδικασία εκτέλεσης».


29 – Βλ., για παράδειγμα, στο πλαίσιο του κανονισμού, το έγγραφο 7730/03 της γερμανικής αντιπροσωπείας της 21ης Μαρτίου 2003, το οποίο υποστηρίζει θερμά (σ. 10) τη δυνατότητα ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της εκδόσεως του πιστοποιητικού –θέση η οποία δεν υιοθετήθηκε, ωστόσο, στον κανονισμό όπως εγκρίθηκε. Στο πλαίσιο του κανονισμού 805/2004, αντιθέτως, πρέπει να σημειωθεί ότι η αρχική πρόταση της Επιτροπής [COM(2002) 159 τελικό] προέβλεπε απλώς, αλλά με ένα σκεπτικό πλήρες και σαφές στην αιτιολογική έκθεση, ότι η απόφαση επί αιτήσεως για πιστοποιητικό «δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο» –θέση την οποία η Επιτροπή διατήρησε στην τροποποιημένη πρότασή της [COM(2003) 341 τελικό], ακόμη και μετά την πρόταση τροπολογίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία θέσπιζε δυνατότητα ασκήσεως ενδίκου μέσου, αλλά δεν διατηρήθηκε από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στο κείμενο που εγκρίθηκε τελικά.


30 – Βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8 απόφαση Rinau, σκέψεις 58 επ. Μια τέτοια απόφαση, παρότι δεν διαθέτει την άμεση εκτελεστότητα που προβλέπεται στα άρθρα 42 και 47 του κανονισμού, μπορεί να επωφεληθεί των διαδικασιών αναγνωρίσεως και εκτελέσεως που προβλέπονται για άλλες αποφάσεις στα άρθρα 28 επ.


31 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8· βλ., ειδικότερα, σημεία 85 έως 96 της γνώμης.


32 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23· βλ., ειδικότερα, σημεία 127, 128 και 148 έως 154 των προτάσεων.


33 – Άρθρα 35 του κανονισμού, στο τμήμα 2 του κεφαλαίου III, το οποίο δεν εφαρμόζεται στις αποφάσεις που διατάσσουν την επιστροφή του παιδιού, οι οποίες ρυθμίζονται από το τμήμα 4.


34 – Βλ. προπαρατεθέν στην υποσημείωση 29 έγγραφο 7730/03 της γερμανικής αντιπροσωπείας, της 21ης Μαρτίου 2003. Επρόκειτο τότε για το άρθρο 48 του σχεδίου κανονισμού.


35 – Βλ. σημείο 91 της παρούσας γνώμης.


36 – Παραπέμποντας στο άρθρο «15, στοιχείο β΄, σημείο 5», δεν είναι βέβαιο ότι το Tribunale per i Minorenni di Venezia στόχευε στο στοιχείο β΄ των παραγράφων 1, 2 ή 3 του άρθρου 15 του κανονισμού, καθεμία εκ των οποίων μπορεί να είναι ενδεχομένως συναφής. Η πιο ευλογοφανής εξήγηση φαίνεται, ωστόσο, να είναι ότι η μητέρα ζήτησε από το δικαστήριο αυτό, βάσει της παραγράφου 1, στοιχείο β΄, να καλέσει το Bezirksgericht Judenburg «να ασκήσει τη δικαιοδοσία του σύμφωνα με την παράγραφο 5».


37 – Επισημαίνω επίσης ότι το παιδί είχε διαμείνει κατά συνήθη τρόπο στην Αυστρία για περισσότερο από το ήμισυ της ζωής του (ανεξάρτητα από το κατά πόσον είχε αποκτήσει εκεί νέα «συνήθη διαμονή» κατά την έννοια του κανονισμού), γεγονός που θα μπορούσε ενδεχομένως να πληροί την προϋπόθεση του στοιχείου δ΄, κατά τη διατύπωσή του στη γαλλική γλώσσα, αλλά όχι κατ’ ανάγκη σε άλλες γλωσσικές εκδόσεις.


38 – Σημειώνω ότι η αγγλική έκδοση του κανονισμού προβλέπει, πιο ρητά, ότι το οικείο δικαστήριο δέχεται τη δικαιοδοσία και όχι ότι κρίνει εαυτό αρμόδιο.


39 – Από την απόφαση του Tribunale per i Minorenni di Venezia της 10ης Ιουλίου 2009 προκύπτει ότι το Bezirksgericht Judenburg διατύπωσε πράγματι ένα τέτοιο αίτημα – κηρύσσοντας όμως ταυτόχρονα εαυτό αρμόδιο και, επομένως, χωρίς να αναμένει την απάντηση στο εν λόγω αίτημα.


40 – Επισημαίνω, εξάλλου, ότι το άρθρο 15 εφαρμόζεται μόνον εάν το δικαστήριο που μεταβιβάζει την υπόθεση είναι το ίδιο αρμόδιο. Στηριζόμενο στο άρθρο αυτό, το Bezirksgericht Judenburg αναγνώρισε, επομένως, έμμεσα αλλά αναγκαστικά, τη δικαιοδοσία του Tribunale per i Minorenni di Venezia κατά την 26η Μαΐου 2009.


41 – Βλ. σημείο 120 της παρούσας γνώμης.