Language of document : ECLI:EU:F:2007:216

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 11ης Δεκεμβρίου 2007

Υπόθεση F-60/07

Joaquin Martin Bermejo

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Συντάξεις – Συνταξιοδοτικά δικαιώματα κτηθέντα πριν από την ανάληψη υπηρεσίας στις Κοινότητες – Μεταφορά στο κοινοτικό σύστημα – Υπολογισμός των συντάξιμων ετών – Άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ – Κατάργηση των διατάξεων περί νομισματικής μετατροπής του μεταφερομένου ποσού»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο Martin Bermejo ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, περί καθορισμού των συνταξίμων ετών στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα κατόπιν μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει πριν από την ανάληψη υπηρεσίας στις Κοινότητες.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και ως εν μέρει προδήλως αβάσιμη. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Περίληψη

1.      Διαδικασία – Παραδεκτό των προσφυγών – Εκτίμηση βάσει των κανόνων που ισχύουν κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 76)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Ταυτότητα αντικειμένου και υποθέσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι – Συντάξεις – Συνταξιοδοτικά δικαιώματα κτηθέντα πριν από την ανάληψη υπηρεσίας στις Κοινότητες – Μεταφορά στο κοινοτικό σύστημα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VIII, άρθρο 11 § 2· κανονισμός 1103/97 του Συμβουλίου, άρθρο 3)

1.      Μολονότι ο κανόνας του άρθρου 76 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, κατά τον οποίο το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ) μπορεί, με διάταξη, να απορρίψει μια προδήλως απορριπτέα προσφυγή, είναι ένας δικονομικός κανόνας ο οποίος εφαρμόζεται, αυτός καθαυτός, από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του σε όλες τις διαφορές που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, τούτο δεν ισχύει για κανόνες δυνάμει των οποίων το Δικαστήριο ΔΔ δύναται, κατ’ εφαρμογή του άρθρου αυτού, να κρίνει μια προσφυγή προδήλως απαράδεκτη, οι οποίοι δύνανται να είναι μόνον όσοι εφαρμόζονται κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής.

(βλ. σκέψη 25)

2.      Επί ποινή απαραδέκτου, τα αιτήματα της προσφυγής πρέπει να περιλαμβάνουν αμφισβητήσεις στηριζόμενες στην ίδια αιτία με αυτές των οποίων έγινε επίκληση στην ένσταση και ισχυρισμοί που προβάλλονται ενώπιον του κοινοτικού δικαστή πρέπει να έχουν ήδη προβληθεί στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας.

Ο κανόνας της συμφωνίας διοικητικής ενστάσεως και ενδίκου προσφυγής δεν πρέπει, εντούτοις, να εφαρμόζεται συσταλτικά, αλλά με ευρύ πνεύμα. Ειδικότερα, το περιεχόμενο της διοικητικής ενστάσεως δεν έχει ως αντικείμενο να παγώσει κατά τρόπο άκαμπτο και οριστικό τη διοικητική φάση, υπό τον όρο βέβαια ότι η ένδικη προσφυγή δεν μεταβάλλει ούτε την αιτία ούτε το αντικείμενο της ενστάσεως, και οι αμφισβητήσεις των οποίων έγινε επίκληση στην ένσταση μπορούν να αναπτυχθούν με την προβολή ισχυρισμών και επιχειρημάτων που δεν περιελήφθησαν κατ’ ανάγκη στην ένσταση, αλλά συνδέονται στενά με αυτήν.

(βλ. σκέψεις 35 έως 37 και 39)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 23 Απριλίου 2002, C‑62/01 P, Campogrande κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑3793, σκέψη 35

ΠΕΚ: 30 Μαρτίου 1993, T‑4/92, Βαρδάκας κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑357, σκέψη 16· 8 Ιουνίου 1995, T‑496/93, Allo κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑127 και II‑405, σκέψη 27· 9 Ιουλίου 1997, T‑4/96, S κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1997, σ. II‑1125, σκέψη 99· 1 Απριλίου 2004, T‑312/02, Gussetti κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑125 και II‑547, σκέψεις 47 και 48· 4 Μαΐου 2005, T‑144/03, Schmit κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑101 και II‑465, σκέψη 90

3.      Χαρακτηριστικό ενός νέου κανόνα είναι ότι διακρίνει μεταξύ των προσώπων που ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του προγενέστερου κανόνα και των προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής αυτού του νέου κανόνα από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του. Η διάκριση αυτή δεν προσβάλλει, αυτή καθαυτή, την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, άλλως θα καθίστατο αδύνατη οποιαδήποτε τροποποίηση νόμου. Στο μέτρο που η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα, χωρίς να την εμποδίζει ο κανονισμός για την εισαγωγή του ευρώ, να τροποποιήσει τις γενικές εκτελεστικές διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ), ιδίως για να διευκρινίσει τον τρόπο εφαρμογής των διατάξεων του ΚΥΚ που τέθηκαν σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004, η διαφορετική μεταχείριση των υπαλλήλων οι οποίοι επωφελήθηκαν από τον μηχανισμό της νομισματικής μετατροπής που καταργήθηκε από τις εν λόγω γενικές εκτελεστικές διατάξεις, και εκείνων οι οποίοι, λόγω της καταργήσεως αυτής, στερήθηκαν τον εν λόγω μηχανισμό δεν μπορεί να θεωρηθεί, αυτή καθαυτή, ότι προσβάλλει την αρχή της ισότητας, ελλείψει οιασδήποτε λεπτομερούς κριτικής όσον αφορά τις έννομες συνέπειες των επίμαχων κανόνων στο μέλλον ή επί της καταστάσεως των υπαλλήλων που υπάγονταν στους κανόνες αυτούς.

(βλ. σκέψεις 55 και 56)

Παραπομπή:

ΔΔΔ: 16 Ιανουαρίου 2007, F‑115/05, Vienne κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2007, σ. Ι-Α-1-0000 και ΙΙ-Α-Ι-0000, σκέψη 59