Language of document :

Αναίρεση που άσκησε την 2α Απριλίου 2019 ο Εκτελεστικός Οργανισμός του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας (ERCEA) κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) που εκδόθηκε την 17η Ιανουαρίου 2019 στην υπόθεση T-348/16 OP, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κατά ERCEA

(Υπόθεση C-280/19 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική

Διάδικοι

Αναιρεσείων: Εκτελεστικός Οργανισμός του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας (ERCEA) (Francesca Sgritta, Miguel Pesquera Alonso, εκπρόσωποι, Ευάγγελος Κουράκης, δικηγόρος)

Αντίδικος στην αναιρετική διαδικασία: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ)

Αιτήματα

Να κηρύξει την υπό κρίση Αίτηση Αναιρέσεως παραδεκτή και βάσιμη και να αναιρέσει την Απόφαση κατά το μέτρο που όρισε: 1) ότι το ποσό των 184.157,00 ευρώ που αφορά σε δαπάνες προσωπικού αντιστοιχεί σε επιλέξιμες δαπάνες και 2) ως επιλέξιμες τις έμμεσες δαπάνες που αντιστοιχούσαν σε τέτοιες δαπάνες προσωπικού, ποσού 36,831,40,

Να επανεξετάσει την Υπόθεση Τ-348/16 OP1 στην ουσία της και να απορρίψει την Αγωγή του ΑΠΘ, που κατετέθη στην Υπόθεση Τ-348/16, αναφορικά με την απαίτηση ποσού ύψους €184.157.00 συν €36,831,40 και

Να καταδικάσει το ΑΠΘ στην δικαστική δαπάνη του ιδίου και του ERCEA αναφορικά με αυτή τη διαδικασία, καθώς και αναφορικά με τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς υποστήριξη της παρούσας Αιτήσεως Αναίρεσης αναφορικά με το αίτημα της αναιρέσεως της Απόφασης, ο ERCEA βασίζεται σε τέσσερις βασικούς λόγους αναίρεσης:

Πρώτος λόγος αναίρεση σύμφωνα με τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε ως ακολούθως:

Παραβίασε κανόνες δημοσίου συμφέροντος του ενωσιακού δικαίου και συγκεκριμένα κανόνες που σχετίζονται με το 7ο Ερευνητικό Πρόγραμμα Πλαίσιο, τη νομοθεσία που διέπει το εν λόγω πρόγραμμα (π.χ. Κανονισμός ΕΚ Νο 1906/2006) και τον Δημοσιονομικό Κανονισμό (οι «Κανόνες»).

Παραβίασε τους κανόνες ερμηνείας, υιοθετώντας μια προδήλως εσφαλμένη και απαράδεκτη ερμηνεία της Σύμβασης Επιχορήγησης Νο. 211166 (η « ΣΕ »), που είναι επίσης ασυμβίβαστη με τους Κανόνες και με τον τρόπο αυτό παραβίασε τον νόμο.

Εναλλακτικά, παραμόρφωσε το σαφές νόημα των σχετικών διατάξεως της ΣΕ και επομένως παραμόρφωσε τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία.

Δεν κατάφερε να εξηγήσει 1) γιατί η επίβλεψη δεν απαιτείται στην περίπτωση της τηλεργασίας, ή 2) γιατί όλα τα είδη τηλεργασίας ικανοποιούν εξ ορισμού την προϋπόθεση της επίβλεψης, τουτέστιν χωρίς την αναγκαιότητα για επιπλέον μέτρα (αν υποθέσουμε ότι δέχθηκε ότι η επίβλεψη απαιτείται εξίσου και στην τηλεργασία).

Δεύτερος λόγος αναίρεση, σύμφωνα με τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο- αν και όρισε ορθά τις νομικές προϋποθέσεις για την επιλεξιμότητα της απαίτησης- δέχθηκε ότι η σχετική απαίτηση ήταν νόμιμη επί τη βάσει ότι ένας μόνο από τους όρους (δηλαδή, η Προϋπόθεση των Πραγματικών Ωρών Εργασίας) πληρούται εξαιτίας της (κατά την κρίση Του) έλλειψης αμφισβήτησης από τον ERCEA. Με τον τρόπο αυτό έσφαλε ως ακολούθως:

Παραβίασε του Κανόνες.

Παραβίασε επίσης τους κανόνες του εφαρμοστέου δικαίου επί των συμβάσεων.

Υπό την παραδοχή ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν λησμόνησε να αξιολογήσει τις Υπόλοιπες Προϋποθέσεις (και ότι η προσέγγιση του θέματος ήταν συνειδητή), το Γενικό Δικαστήριο πάλι παραβίασε την απαίτηση για επαρκή αιτιολογία των αποφάσεων.

Σε κάθε περίπτωση – και θεωρώντας ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν λησμόνησε την αξιολόγηση των Υπόλοιπων Προϋποθέσεων και πράγματι τις εξέτασε σιωπηρά – παραβίασε του κανόνες του βάρους της απόδειξης.

Τρίτος λόγος αναίρεσης, σύμφωνα με τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο θεώρησε ότι η σύμβαση έργου μεταξύ ΑΠΘ και ερευνητών επέτρεπε την τηλεργασία και με τον τρόπο αυτό έσφαλε σε πολλαπλά σημεία:

Παραβίασε τους κανόνες της ερμηνείας των συμβάσεων υιοθετώντας μια προφανώς εσφαλμένη και απαράδεκτη ερμηνεία των συμβάσεων έργου.

Παραμόρφωσε τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία.

Εξέδωσε μια Απόφαση η οποία περιλάμβανε ανεπαρκείς και αντικρουόμενες αιτιολογίες σχετικά με ουσιώδη τμήματα της υπόθεση.

Τέταρτος λόγος Αναίρεσης σύμφωνα με τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε για τους ακόλουθους λόγους:

Παρέλειψε να αξιολογήσει τη συνήθη πρακτική του ΑΠΘ αναφορικά με την Τηλεργασία και χρησιμοποίησε το αντικείμενο (δηλαδή την υπό κρίση σύμβαση έργου) της αξιολόγησης ως πηγή της αξιολόγησης βάσης. Κατά τον τρόπο αυτό παρέλειψε να παράσχει επαρκή αιτιολογία, δεδομένου ότι η αιτιολογία ήταν προδήλως εσφαλμένη.

Εναλλακτικά, παραβίασε τους κανόνες σχετικά με την απόδειξη και τη νόμιμη αιτιολογία των αποφάσεων, καθώς δεν εξέτασε καθόλου, ποια ήταν η συνήθης πρακτική των ΑΠΘ, αναφορικά με την τηλεργασία των υπαλλήλων της και δεν παρέχει καμία λεπτομέρεια επ’ αυτού.

____________

1 ECLI:EU:T:2019:14.