Language of document : ECLI:EU:F:2007:66

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 17ης Απριλίου 2007

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις F-44/06 και F-94/06

C

και

F

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι – Άρθρο 78 του ΚΥΚ – Σύνταξη αναπηρίας – Εκτέλεση αποφάσεως του Πρωτοδικείου – Προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως»

Αντικείμενο: Προσφυγές-αγωγές ασκηθείσες δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία οι προσφεύγοντες-ενάγοντες ζητούν: στην υπόθεση F‑44/06, αφενός, να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής της 13ης Ιουνίου 2005 με την οποία η Επιτροπή αρνήθηκε να λάβει έναντι του προσφεύγοντος-ενάγοντος οποιοδήποτε μέτρο προς εκτέλεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 23ης Νοεμβρίου 2004, T-376/02, T‑376/02, O κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑349 και II‑1595), προσφυγή που ασκήθηκε επίσης στο πλαίσιο των δύο υπό κρίση υποθέσεων) και ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 23ης Φεβρουαρίου 2006 με την οποία χορηγήθηκε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα σύνταξη αναπηρίας της οποίας το ύψος καθορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 78, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, με αναδρομική ισχύ από 1ης Φεβρουαρίου 2002, και αφετέρου, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα ποσό 15 000 ευρώ λόγω παραβιάσεως της αρχής τηρήσεως εύλογης προθεσμίας· στην υπόθεση F‑94/06, να ακυρωθεί η προαναφερθείσα απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2006 και να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα χρηματική ικανοποίηση ύψους 15 000 ευρώ.

Απόφαση: Η Επιτροπή υποχρεούται να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα χρηματική ικανοποίηση ύψους 2 000 ευρώ για την ηθική βλάβη την οποία υπέστη. Οι προσφυγές-αγωγές απορρίπτονται κατά τα λοιπά. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα και τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων του προσφεύγοντος-ενάγοντος στις υποθέσεις F-44/06, C κατά Επιτροπής, και F-94/06, F κατά Επιτροπής.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Υποχρέωση λήψεως μέτρων εκτελέσεως

(Άρθρο 233 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 53· παράρτημα VIII, άρθρο 14)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αίτημα χρηματικής ικανοποιήσεως συνδεόμενο με αίτημα ακυρώσεως

(Άρθρο 233 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι – Εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικών οργάνων – Παράβαση υποχρεώσεως εκτελέσεως αποφάσεως περί ακυρώσεως

(Άρθρο 233 ΕΚ)

1.      Για να εκτελεστεί δικαστική απόφαση ακυρώνουσα απόφαση περί συνταξιοδοτήσεως του προσφεύγοντος και χορηγήσεώς του συντάξεως αναπηρίας με μοναδική αιτιολογία την εσφαλμένη επιλογή της νομικής βάσεώς της, αλλά χωρίς να αμφισβητηθούν όλα τα στάδια εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή οφείλει να εκδώσει νέα απόφαση προς διόρθωση του σφάλματος στην επιλογή της νομικής βάσεως, δεν υποχρεούται όμως να θέσει αναδρομικώς τον ενδιαφερόμενο σε υπηρεσία ούτε, κατά μείζονα λόγο, να εκδώσει απόφαση ισχύουσα μόνο για το μέλλον, πράγμα που θα ισοδυναμούσε με άρνηση της υπάρξεως καθαυτής των παθήσεων και της αναπηρίας του προσφεύγοντος, που ωστόσο αναγνωρίσθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση. Συνεπώς, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί, χωρίς παραβίαση του δεδικασμένου ή παράβαση του άρθρου 233 ΕΚ, να καθορίσει αναδρομικώς τις συνέπειες της νέας αποφάσεως περί συνταξιοδοτήσεως του προσφεύγοντος κατά την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τις συνέπειες της χορηγήσεως συντάξεως αναπηρίας κατά την πρώτη ημέρα του ακόλουθου μήνα, σύμφωνα με το άρθρο 53 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ) και το άρθρο 14 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ.

Τέλος, στο μέτρο που η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να υποκαταστήσει με έγκυρη απόφαση την απόφαση που ακύρωσε ο δικαστής, μπορεί βασίμως να εφαρμόσει, όσον αφορά την επιλογή της νομικής βάσεως, τις διατάξεις του ΚΥΚ που ισχύουν κατά την ημερομηνία εκδόσεως της ακυρωθείσας αποφάσεως και όχι διατάξεις του ΚΥΚ όπως οι τροποποιηθείσες κατά τον χρόνο εκδόσεως της νέας αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 42 και 46 έως 49)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 19 Απριλίου 1999, T‑305/94, T‑306/94, T‑307/94, T‑313/04 έως T‑316/94, T‑318/94, T‑325/94, T‑328/94, T‑329/94 και T‑335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑931, σκέψη 189 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 23 Νοεμβρίου 2004, T‑376/02, O κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑349 και II‑1595

2.      Αιτήματα αποζημιώσεως προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο ενάγων λόγω μη εύλογης προθεσμίας εκτελέσεως ή πλήρους ελλείψεως μέτρων εκτελέσεως ακυρωτικής αποφάσεως εκδοθείσας υπέρ του συνδέονται άμεσα με αιτήματα ακυρώσεως της αποφάσεως με την οποία η διοίκηση επρόκειτο να εκτελέσει την εν λόγω απόφαση και είναι, ως εκ τούτου, παραδεκτά, ακόμη και αν δεν αποτέλεσαν αντικείμενο προηγούμενης αιτήσεως βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ και υποβλήθηκαν για πρώτη φορά στο πλαίσιο της διοικητικής ενστάσεως κατά της αποφάσεως αυτής. Πράγματι, μολονότι η έκβαση των εν λόγω αιτημάτων αποζημιώσεως δεν εξαρτάται κατ' ανάγκη από εκείνη των αιτημάτων ακυρώσεως, στο πλαίσιο αυτό στο οποίο ο υπάλληλος φρονεί ότι η διοίκηση δεν έλαβε ακόμη τα μέτρα που απαιτεί ο κοινοτικός δικαστής, το αίτημα αποζημιώσεως δεν μπορεί να εκτιμηθεί ανεξαρτήτως του ζητήματος αν, με τις ήδη εκδοθείσες πράξεις, η διοίκηση όντως συμμορφώθηκε με το δεδικασμένο, καθότι, αν οι πράξεις αυτές δεν πληρούν τις απαιτήσεις της εκδοθείσας υπέρ του υπαλλήλου αποφάσεως, τα αιτήματα αποζημιώσεως λόγω μη τηρήσεως εύλογης προθεσμίας δεν μπορούν παρά να ενισχυθούν. Δεν μπορεί, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι ο ενάγων στήριξε το αίτημά του αποζημιώσεως μόνο στην εκπρόθεσμη λήψη των μέτρων εκτελέσεως της αποφάσεως, αποκλείοντας κάθε είδους επίκριση επί του περιεχομένου των εν λόγω μέτρων.

Εξάλλου, παρουσία ακυρωτικής αποφάσεως, η διοίκηση υποχρεούται να ενεργήσει και πρέπει να λάβει αυτή καθαυτή τα απαιτούμενα μέτρα εκτελέσεως του δεδικασμένου, χωρίς να απαιτείται καμία σχετική αίτηση εκ μέρους του υπαλλήλου. Συναφώς, η παράλειψη της διοικήσεως να ενεργήσει μπορεί να θεωρηθεί ως παράλειψη λήψεως μέτρου που επιβάλλει το άρθρο 233 ΕΚ, ανάλογου με μέτρο επιβαλλόμενο από το ΚΥΚ, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, και συνιστά βλαπτική πράξη κατά της οποίας ένας υπάλληλος μπορεί παραδεκτώς να υποβάλει εκ προοιμίου, εντός τρίμηνης προθεσμίας, διοικητική ένσταση. Οσάκις ζητείται αποκατάσταση λόγω μη εύλογης προθεσμίας εκτελέσεως ή λόγω πλήρους ελλείψεως μέτρων εκτελέσεως αποφάσεως, η νομιμότητα της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας δεν μπορεί να εξαρτηθεί από την υποβολή αιτήσεως εκ μέρους του υπαλλήλου βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.

Επιπλέον, το να απαιτείται από υπάλληλο που ζητεί την εφαρμογή ακυρωτικής αποφάσεως εκδοθείσας υπέρ του, αφενός, να υποβάλει διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως της διοικήσεως που προβάλλεται ως εσφαλμένη εφαρμογή της αποφάσεως και, αφετέρου, να υποβάλει χωριστό αίτημα αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, αίτημα που, σε περίπτωση αρνήσεως της διοικήσεως, θα έπρεπε να οδηγήσει επίσης σε υποβολή διοικητικής ενστάσεως αντιβαίνει στις απαιτήσεις περί οικονομίας της διαδικασίας τις οποίες επιβάλλει η αρχή τηρήσεως εύλογης προθεσμίας.

(βλ. σκέψεις 55 έως 58)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 12 Φεβρουαρίου 1992, T‑6/91, Pfloeschner κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑141, σκέψη 22· 12 Ιανουαρίου 1994, T‑65/91, White κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑9 και II‑23, σκέψεις 91 και 92· 26 Οκτωβρίου 1994, T‑18/93, Marcato κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑215 και II‑681, σκέψη 59· 6 Νοεμβρίου 1997, T‑15/96, Liao κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑329 και II‑897, σκέψη 61· 31 Μαΐου 2006, F‑91/05, Frankin κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑25 και II‑A‑1‑83, σκέψη 22

3.      Η διοίκηση υποπίπτει σε υπηρεσιακό πταίσμα ικανό να θεμελιώσει την ευθύνη της οσάκις, χωρίς να αντιμετωπίζει ιδιαίτερες δυσκολίες ερμηνείας ή πρακτικές δυσκολίες δυνάμενες να παρακωλύσουν την εκτέλεση ακυρωτικής αποφάσεως, δεν λαμβάνει εντός εύλογης προθεσμίας τα απαραίτητα μέτρα εκτελέσεως. Το ότι ο ενδιαφερόμενος ζητεί την έκδοση άλλων μέτρων από εκείνα που επιβάλλει η απόφαση δεν μπορεί να δικαιολογήσει την άρνηση της διοικήσεως να εκδώσει συγκεκριμένα μέτρα εκτελέσεως.

Η άρνηση αυτή, που θίγει την εμπιστοσύνη την οποία πρέπει να έχει κάθε διοικούμενος στο κοινοτικό έννομο καθεστώς και η οποία στηρίζεται ιδίως στην τήρηση των αποφάσεων που εκδίδουν τα κοινοτικά όργανα, συνεπάγεται αφ’ εαυτής, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε παρεπόμενης υλικής ζημίας, ηθική βλάβη σε βάρος του διαδίκου υπέρ του οποίου εκδόθηκε ευνοϊκή απόφαση.

(βλ. σκέψεις 63, 64, 66, 67 και 69)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 12 Δεκεμβρίου 2000, T‑11/00, Hautem κατά ΕΤΕπ, Συλλογή 2000, σ. II‑4019, σκέψη 51