Language of document : ECLI:EU:F:2008:163

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 9ης Δεκεμβρίου 2008

Υπόθεση F-144/07

Σπυρίδων Ευσταθόπουλος

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπάλληλοι – Πρώην έκτακτοι υπάλληλοι – Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑX) 2689/95 – Αποζημίωση εθελουσίας εξόδου από την υπηρεσία – Συνυπολογισμός ενός “κινήτρου παραγωγικότητας” για τον προσδιορισμό του ποσού των ακαθάριστων αποδοχών στο πλαίσιο των νέων καθηκόντων του ενδιαφερομένου»

Αντικείμενο: Προσφυγή δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο Σ. Ευσταθόπουλος, δικαιούχος αποζημιώσεως κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 2689/95 του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 1995, για τη θέσπιση ειδικών μέτρων που αφορούν την οριστική έξοδο από την υπηρεσία εκτάκτων υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με την ευκαιρία της προσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας (ΕΕ L 280 σ. 4), ζητεί κατ’ ουσίαν, πρώτον, την ακύρωση της αποφάσεως του Κοινοβουλίου της 18ης Απριλίου 2007, με την οποία, αφενός, το λεγόμενο κίνητρο παραγωγικότητας που ελάμβανε στο πλαίσιο των νέων καθηκόντων του στο Υπουργείο Ανάπτυξης στην Ελλάδα συνυπολογίστηκε προκειμένου να προσδιοριστεί το ποσό των ακαθάριστων αποδοχών του, υπό την έννοια του εν λόγω κανονισμού, βάσει των ως άνω νέων καθηκόντων, με συνέπεια τη μείωση της αποζημιώσεως που ελάμβανε κατ’ εφαρμογήν τού εν λόγω κανονισμού, και, αφετέρου, αποφασίστηκε η αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και, δεύτερον, την ακύρωση της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2007 περί απορρίψεως της ενστάσεως που υπέβαλε στις 9 Μαΐου 2007 κατά της προαναφερθείσας αποφάσεως της 18ης Απριλίου 2007.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Εκτακτοι υπάλληλοι – Ειδικά μέτρα που αφορούν την οριστική έξοδο από την υπηρεσία εκτάκτων υπαλλήλων – Κανονισμός 2689/95 – Αποζημίωση εθελουσίας εξόδου από την υπηρεσία

(Κανονισμός 2689/95 του Συμβουλίου, άρθρο 4 §§ 1 και 4)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Αντικείμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι – Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντος – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων, άρθρο 85)

1.      Για την ερμηνεία μιας διατάξεως του κοινοτικού δικαίου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, αφενός, το γράμμα αυτής και, αφετέρου, η γενική αλληλουχία στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται η οικεία διάταξη, καθώς και οι σκοποί που επιδιώκει η ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος η εν λόγω διάταξη. Σύμφωνα με μια γραμματική ερμηνεία, μια χρηματική παροχή την οποία λαμβάνει μηνιαίως άτομο που υπηρετεί σε εθνική διοικητική υπηρεσία λόγω ακριβώς της εργασίας του αυτής εμπίπτει στην κατά το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2689/95, για τη θέσπιση ειδικών μέτρων που αφορούν την οριστική έξοδο από την υπηρεσία εκτάκτων υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με την ευκαιρία της προσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας, έννοια των «ακαθάριστων αποδοχών» που λαμβάνει μηνιαίως ο εργαζόμενος στην υπηρεσία εθνικής διοικήσεως ακριβώς λόγω της εργασίας του αυτής. Το ίδιο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν η παροχή αυτή υπόκειται στον λεγόμενο φόρο «εισοδήματος».

Η ερμηνεία εννοίας του κοινοτικού δικαίου, όπως αυτής των «ακαθάριστων αποδοχών» που λαμβάνει ο δικαιούχος αποζημιώσεως λόγω οριστικής εξόδου από την υπηρεσία στο πλαίσιο των «νέων καθηκόντων» του υπό την έννοια του κανονισμού 2689/95, δεν μπορεί να εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίδουν οι εθνικές έννομες τάξεις σε κάθε χρηματική παροχή την οποία λαμβάνει κάποιο άτομο λόγω της ασκήσεως των καθηκόντων αυτών. Πράγματι, σε αντίθετη περίπτωση, υφίσταται κίνδυνος προσβολής της αρχής της ομοιόμορφης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, καθώς και της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των κοινοτικών υπαλλήλων.

(βλ. σκέψεις 33, 35 και 37)

Παραπομπή:

ΔΔΔ: 14 Δεκεμβρίου 2006, F-10/06, André κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ 2006, σ. I-A-1-183 και II-A-1-755, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Δεδομένου ότι το παραδεκτό των υπαλληλικών προσφυγών εξαρτάται από την τήρηση της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, απορρίπτεται ως απαράδεκτη κάθε αιτίαση που δεν είχε προβληθεί με τη διοικητική ένσταση και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στηρίζεται στις αιτιάσεις που διατυπώθηκαν με την εν λόγω ένσταση ή ως ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας που περιελάμβανε η ένσταση αυτή, λόγω παραβάσεως του κανόνα της αντιστοιχίας μεταξύ της ενστάσεως και της προσφυγής.

(βλ. σκέψη 43)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 4 Μαΐου 1999, T-242/97, Z κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I-A-77 και II-401, σκέψη 58· 22 Φεβρουαρίου 2001, T-144/00, Tirelli κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I-A-45 και II-171, σκέψη 25

ΔΔΔ: 11 Δεκεμβρίου 2007, F-60/07, Martin Bermejo κατά Συμβουλίου, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 34

3.      Ναι μεν η νομιμότητα αποφάσεως περί αναζητήσεως αχρεωστήτου εξαρτάται είτε από την προϋπόθεση να γνωρίζει ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος το παράτυπο της καταβολής, είτε από τον πρόδηλο χαρακτήρα της οικείας παρατυπίας, όμως ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να εξακριβώσει τη συνδρομή των σχετικών προϋποθέσεων παρά μόνον αν ο προσφεύγων προβάλλει λόγο ακυρώσεως στηριζόμενο σε παράβαση του άρθρου 85 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (ΚΥΚ) ή, τουλάχιστον, αν δεν περιορίζεται στο να αμφισβητεί ότι τα ποσά των οποίων την επιστροφή ζητεί το κοινοτικό όργανο καταβλήθηκαν αχρεωστήτως, αλλά ισχυρίζεται είτε ότι δεν εγνώριζε το παράτυπο των σχετικών καταβολών, είτε ότι δεν μπορούσε να το γνωρίζει. Μόνη η εκ μέρους του ενδιαφερομένου υπαλλήλου αμφισβήτηση του παράτυπου μιας καταβολής, όταν δεν υφίσταται καμία ειδική αναφορά σε (διαπιστωμένη ή υποτιθέμενη) γνώση της σχετικής παρατυπίας, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι περιλαμβάνει σιωπηρώς έναν ισχυρισμό ότι ο ενδιαφερόμενος δεν εγνώριζε ή δεν μπορούσε να γνωρίζει την παρατυπία, καθόσον διαφορετικά τίθεται υπό αμφισβήτηση η λειτουργία του άρθρου 85 του ΚΥΚ και η ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προβλέπει ο κανονισμός αυτός μεταξύ του κοινοτικού οργάνου και των υπαλλήλων του.

(βλ. σκέψη 45)