Language of document : ECLI:EU:F:2014:209

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(τρίτο τμήμα)

της 10ης Σεπτεμβρίου 2014

Υπόθεση F‑122/13

Maria José Carneiro

κατά

Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ)

«Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της Ευρωπόλ – Μη ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου – Μετατροπή της συμβάσεως ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου – Προσφυγή εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως στερούμενη νομικής βάσεως»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ με την οποία η Μ. J. Carneiro ζητεί την ακύρωση των αποφάσεων με τις οποίες η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Ευρωπόλ) αρνήθηκε να αναγνωρίσει ότι η σύμβαση προσλήψεώς της ως εκτάκτου υπαλλήλου ήταν αορίστου χρόνου και να ανανεώσει επ’ αόριστον την εν λόγω σύμβαση, η οποία έληξε στις 31 Οκτωβρίου 2013.

Απόφαση:      Η προσφυγή απορρίπτεται ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως στερούμενη νομικής βάσεως. Η Μ. J. Carneiro φέρει τα δικαστικά της έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας.

Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Προθεσμίες – Έναρξη – Υπογραφή της συμβάσεως προσλήψεως του εκτάκτου υπαλλήλου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Αντιστοιχία μεταξύ διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής – Ταυτότητα αντικειμένου και αιτίας – Ισχυρισμοί και επιχειρήματα που δεν περιλαμβάνονται στην ένσταση, αλλά συνδέονται στενά με αυτή – Παραδεκτό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι – Αρχές – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Προϋποθέσεις – Συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις εκ μέρους της Διοικήσεως

4.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου – Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως – Καθήκον μέριμνας που υπέχει η Διοίκηση – Συνεκτίμηση των συμφερόντων του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως της Ευρωπόλ, άρθρα 6 και 57 § 3· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 88)

1.      Όσον αφορά τον καθορισμό του χρονικού σημείου κατά το οποίο εχώρησε η βλαπτική πράξη, ήτοι τον καθορισμό της ημερομηνίας από της οποίας πρέπει να υπολογιστεί η προθεσμία για την υποβολή της διοικητικής ενστάσεως, πρέπει να τονιστεί ότι μια σύμβαση παράγει τα αποτελέσματά της και, συνεπώς, μπορεί να επιφέρει βλαπτικές συνέπειες για τον οικείο έκτακτο υπάλληλο από της υπογραφής της, οπότε, κατ’ αρχήν, η προθεσμία για την εμπρόθεσμη υποβολή διοικητικής ενστάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, πρέπει να υπολογίζεται από του χρόνου της εν λόγω υπογραφής.

(βλ. σκέψη 36)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: αποφάσεις Scheefer κατά Κοινοβουλίου, F‑105/09, EU:F:2011:41, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Davids κατά Επιτροπής, F‑105/11, EU:F:2012:84, σκέψη 54

2.      Στις υπαλληλικές προσφυγές, τα αιτήματα που προβάλλονται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης μπορούν να περιλαμβάνουν μόνον τους λόγους αμφισβητήσεως που στηρίζονται στην ίδια αιτία με αυτή στην οποία στηρίζονται οι λόγοι αμφισβητήσεως που προβλήθηκαν με τη διοικητική ένσταση. Διευκρινίζεται ότι οι λόγοι αυτοί μπορούν να αναπτυχθούν, ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, με τη διατύπωση ισχυρισμών και επιχειρημάτων που δεν περιλαμβάνονται κατ’ ανάγκη στη διοικητική ένσταση, αλλά συνδέονται στενά με αυτή. Συναφώς επισημαίνεται, αφενός, ότι, εφόσον η διαδικασία που προηγείται της δίκης έχει άτυπο χαρακτήρα και οι ενδιαφερόμενοι ενεργούν γενικώς στο στάδιο αυτό χωρίς την επικουρία δικηγόρου, η Διοίκηση δεν πρέπει να ερμηνεύει τις διοικητικές ενστάσεις κατά τρόπο συσταλτικό, αλλά πρέπει αντιθέτως να τις εξετάζει με ευρύτητα πνεύματος. Αφετέρου, το άρθρο 91 του ΚΥΚ δεν έχει ως σκοπό να δεσμεύει, κατά τρόπο άκαμπτο και οριστικό, την ενδεχόμενη ένδικη διαδικασία, εφόσον η προσφυγή δεν μεταβάλλει ούτε την αιτία ούτε το αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως. Εντούτοις, προκειμένου να εκπληρώσει τον σκοπό της η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 91, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, απαιτείται η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ή η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή να είναι σε θέση να γνωρίζει κατά τρόπο αρκούντως ακριβή τις επικρίσεις που διατυπώνουν οι ενδιαφερόμενοι κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 41 και 42)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: απόφαση Επιτροπή κατά Μοσχονάκη, T‑476/11 P, EU:T:2013:557, σκέψεις 73, 76 κα 77 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Το δικαίωμα επικλήσεως της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εκτείνεται σε κάθε ιδιώτη που βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η Διοίκηση δημιούργησε σε αυτόν βάσιμες ελπίδες, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις υπό τη μορφή συγκεκριμένων, στερούμενων αιρέσεων και συγκλινουσών πληροφοριών προερχόμενων από έγκριτες και αξιόπιστες πηγές.

Κατά συνέπεια, ένα μέλος του λοιπού προσωπικού δεν μπορεί να προσάψει λυσιτελώς στη Διοίκηση ότι έλαβε υπόψη τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, καθόσον οι περιορισμοί αυτοί καταλέγονται μεταξύ των παραγόντων τους οποίους η Διοίκηση υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού.

(βλ. σκέψεις 48 και 56)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: αποφάσεις Bellantone κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, F‑85/06, EU:F:2007:171, σκέψη 64, και Mendes κατά Επιτροπής, F‑125/11, EU:F:2013:35, σκέψη 62

4.      Η Διοίκηση διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στον τομέα της ανανεώσεως των συμβάσεων και, στο πλαίσιο αυτό, ο έλεγχος του δικαστή περιορίζεται στο ζήτημα αν η Διοίκηση, λαμβανομένων υπόψη των μεθόδων που ακολούθησε και των λόγων στους οποίους στηρίχθηκε για να καταλήξει στην εκτίμησή της, κινήθηκε εντός μη αμφισβητήσιμων ορίων και δεν χρησιμοποίησε την εξουσία της κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο.

Συναφώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί να κληθεί να ελέγξει αν η Διοίκηση βάσισε την απόφασή της σε ανακριβή ή ελλιπή πραγματικά περιστατικά. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να ελέγξει αν η Διοίκηση άσκησε πράγματι τις αρμοδιότητες που διαθέτει προκειμένου να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται η απόφασή της, κατά τρόπον ώστε να λαμβάνει υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δύναται επίσης να κληθεί να ελέγξει αν η Διοίκηση προέβη σε εμπεριστατωμένη ή συγκεκριμένη εξέταση των στοιχείων που ασκούν επιρροή στην οικεία υπόθεση, καθώς και αν η εξέταση αυτή διενεργήθηκε με επιμέλεια και αμεροληψία.

Περαιτέρω, το καθήκον μέριμνας συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι η αρμόδια αρχή, όταν αποφαίνεται επί της καταστάσεως ενός υπαλλήλου, ακόμη και στο πλαίσιο της ασκήσεως ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως, λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που μπορούν να είναι καθοριστικά για την απόφασή της. Στο πλαίσιο αυτό, οφείλει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας, αλλά και αυτό του οικείου υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού. Λαμβανομένης, εντούτοις, υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτουν τα θεσμικά όργανα κατά την αξιολόγηση του συμφέροντος της υπηρεσίας, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης πρέπει να περιορίζεται στο ερώτημα κατά πόσον η αρμόδια αρχή ενήργησε εντός ευλόγων ορίων και δεν έκανε χρήση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο.

(βλ. σκέψεις 50, 51 και 60)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: απόφαση Επιτροπή κατά Tetra Laval, C‑12/03 P, EU:C:2005:87, σκέψη 39

ΓΔΕΕ: αποφάσεις Καραβέλης κατά Κοινοβουλίου, T‑182/99, EU:T:2001:131, σκέψη 32· Brendel κατά Επιτροπής, T‑55/03, EU:T:2004:316, σκέψη 60, και BUPA κ.λπ., T‑289/03, EU:T:2008:29, σκέψη 221

ΔΔΔΕΕ: απόφαση Gheysens κατά Συμβουλίου, F‑8/10, EU:F:2010:151, σκέψη 75