Language of document : ECLI:EU:F:2013:158

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(τρίτο τμήμα)

της 23ης Οκτωβρίου 2013

Υπόθεση F‑39/12

BQ

κατά

Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλος – Έκθεση βαθμολογίας – Ηθική παρενόχληση – Αποζημίωση – Παραδεκτό – Προθεσμίες»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο BQ ζητεί, αφενός, να ακυρωθεί η από 7 Δεκεμβρίου 2011 απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως που υπέβαλε στις 26 Απριλίου 2011 κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του αναγνωρίσεως της ευθύνης του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης λόγω παράνομης συμπεριφοράς έναντι του προσφεύγοντος-ενάγοντος και, αφετέρου, να υποχρεωθεί το Ελεγκτικό Συνέδριο να του καταβάλει χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη και αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της παράνομης συμπεριφοράς.

Απόφαση:      Tο Ελεγκτικό Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρεούται να καταβάλει στον BQ το ποσό των 2 000 ευρώ. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Έκαστος των διαδίκων φέρει τα δικαστικά έξοδά του.



Περίληψη

1.      Προσφυγές υπαλλήλων – Προθεσμίες – Αίτημα αποζημιώσεως απευθυνόμενο σε θεσμικό όργανο – Τήρηση εύλογης προθεσμίας – Διάρκεια και χρόνος ενάρξεως της προθεσμίας

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 46· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90)

2.       Προσφυγές υπαλλήλων – Αγωγή αποζημιώσεως – Λόγοι – Παράνομη απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής που δεν προσβλήθηκε εμπροθέσμως – Απαράδεκτο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι – Εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικών οργάνων – Υπηρεσιακό πταίσμα – Έννοια – Προστριβές μεταξύ του υπαλλήλου και του προϊσταμένου του – Εμπίπτουν – Προϋποθέσεις

4.      Υπάλληλοι – Δικαιώματα και υποχρεώσεις – Εσωτερική έρευνα σχετικά με προβαλλόμενη ηθική παρενόχληση – Δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως του καταγγέλλοντος και προσβάσεώς του στον φάκελο της έρευνας – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 12α, 24 και 26)

1.      Ελλείψει προβλέψεως προθεσμίας από την εφαρμοστέα νομοθεσία για την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως η οποία απορρέει από την εργασιακή σχέση μεταξύ μονίμου υπαλλήλου και του θεσμικού οργάνου στο οποίο υπάγεται, η εν λόγω αγωγή πρέπει να ασκηθεί εντός εύλογης προθεσμίας, η οποία καθορίζεται με βάση τα δεδομένα της εκάστοτε υποθέσεως.

Επιπλέον, ελλείψει ρητής διατάξεως των νομοθετημάτων που εφαρμόζονται συναφώς, η πενταετής προθεσμία παραγραφής που προβλέπει το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου αποτελεί κρίσιμο στοιχείο συγκρίσεως για την εκτίμηση του παραδεκτού της αγωγής αποζημιώσεως του υπαλλήλου, χωρίς ωστόσο να συνιστά αυστηρό και απαράβατο όριο. Προστίθεται ότι, κατά το προαναφερθέν άρθρο 46, η πενταετής προθεσμία παραγραφής αρχίζει από την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος ή, πιο συγκεκριμένα, από τον χρόνο παραγωγής των ζημιογόνων αποτελεσμάτων της παράνομης πράξεως ή συμπεριφοράς ή ακόμη από την εκδήλωση των ζημιογόνων αποτελεσμάτων.

(βλ. σκέψεις 38 και 39)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 27 Ιανουαρίου 1982, 51/81, De Franceschi κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 10· 19 Απριλίου 2007, C‑282/05 P, Holcim(Deutschland) κατά Επιτροπής, σκέψη 29

ΠΕΚ: 5 Οκτωβρίου 2004, T‑144/02, Eagle κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 66 και 71· 27 Αυγούστου 2009, T‑367/08, Abouchar κατά Επιτροπής, σκέψεις 22 και 23

ΓΔΕΕ: 15 Σεπτεμβρίου 2010, T‑157/09 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψεις 46 και 47

2.      Υπάλληλος ο οποίος παρέλειψε να ασκήσει, εντός των προθεσμιών που τάσσουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, προσφυγή για την ακύρωση βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως δεν μπορεί, μέσω αγωγής με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την πράξη αυτή, να θεραπεύσει την παράλειψή του και να επιτύχει, κατά τον τρόπο αυτό, την έναρξη νέων προθεσμιών για την άσκηση προσφυγής. Επίσης, στο πλαίσιο της αγωγής αποζημιώσεως, δεν μπορεί να επικαλεστεί την προβαλλόμενη από αυτόν παρανομία της πράξεως.

(βλ. σκέψη 62)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 29 Φεβρουαρίου 1996, T‑547/93, Lopes κατά Επιτροπής, σκέψεις 174 και 175· 1 Δεκεμβρίου 1999, T‑81/99, Schuerer κατά Επιτροπής, σκέψη 31

3.      Η ύπαρξη προστριβών μεταξύ του υπαλλήλου και του προϊσταμένου του δεν μπορεί αυτή καθαυτή να συνεπάγεται υπηρεσιακό πταίσμα καταλογιστέο στη Διοίκηση, εκτός και αν αποδειχθεί παράλειψη της Διοικήσεως υπό την έννοια ότι αυτή δεν εμπόδισε την επιδείνωση μιας άκρως αρνητικής καταστάσεως τόσο για τη λειτουργία της υπηρεσίας όσο και για την υγεία των εμπλεκομένων.

(βλ. σκέψη 68)

4.      Εφόσον η διαδικασία έρευνας που έχει κινηθεί κατόπιν αιτήσεως αρωγής υπαλλήλου η οποία συνοδεύεται από καταγγελία για ηθική παρενόχληση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως διαδικασία έρευνας που έχει κινηθεί κατά του εν λόγω υπαλλήλου, ο ενδιαφερόμενος μπορεί πάντως, δυνάμει της αρχής της χρηστής διοικήσεως, να επικαλεστεί το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως σχετικά με τα περιστατικά που τον αφορούν, λαμβανομένων υπόψη των σοβαρών συνεπειών που ενδέχεται να έχει τυχόν απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής που υποβλήθηκε λόγω προβαλλόμενης ηθικής παρενοχλήσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι, αφενός, τα περιστατικά ηθικής παρενοχλήσεως μπορούν να έχουν επιβλαβέστατες συνέπειες για την υγεία του παθόντος και, αφετέρου, η ενδεχόμενη αναγνώριση από τη Διοίκηση της υπάρξεως ηθικής παρενοχλήσεως μπορεί, αυτή καθαυτή, να συμβάλει θετικά στη θεραπευτική διαδικασία ανασυγκροτήσεως της προσωπικότητας του παρενοχληθέντος προσώπου.

Εντούτοις, το διαδικαστικό δικαίωμα της προηγούμενης ακροάσεως δεν συνεπάγεται το δικαίωμα του υπαλλήλου ο οποίος διατείνεται ότι υπήρξε θύμα ηθικής παρενοχλήσεως να μπορεί να λάβει γνώση, σε κάθε περίπτωση, του πλήρους περιεχομένου της καταρτισθείσας εκθέσεως έρευνας, δεδομένου ότι, στο πλαίσιο έρευνας σχετικά με περιστατικά ηθικής παρενοχλήσεως, δεν είναι παράλογη, πλην ειδικών περιστάσεων, η πρόθεση προστασίας των μαρτύρων με εγγύηση της ανωνυμίας και του απορρήτου κάθε στοιχείου δυνάμενου να αποκαλύψει την ταυτότητά τους, προκειμένου, προς το ίδιο το συμφέρον των καταγγελλόντων, να καταστεί δυνατή η διεξαγωγή ουδέτερων και αντικειμενικών ερευνών με την αμέριστη συνεργασία των μελών του προσωπικού, να αποτραπεί κάθε κίνδυνος εκ των υστέρων επηρεασμού των μαρτύρων από τα κατηγορούμενα πρόσωπα ή ακόμη και από τους καταγγέλλοντες και, με τον τρόπο αυτό, να προφυλαχθούν οι σχέσεις εργασίας προκειμένου να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών.

Αντιθέτως, αν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αποφασίσει βάσει των πορισμάτων της εκθέσεως έρευνας να απορρίψει καταγγελία σχετική με περιστατικό ηθικής παρενοχλήσεως, ο καταγγέλλων υπάλληλος έχει δικαίωμα να ζητήσει να του ανακοινωθούν οι λόγοι που στηρίζουν τα πορίσματα της εκθέσεως έρευνας ή, στην περίπτωση που οι λόγοι αυτοί δεν εκτίθενται στην απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, να του γνωστοποιηθεί η μη εμπιστευτική μορφή της εκθέσεως έρευνας.

(βλ. σκέψεις 72 έως 74)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 16 Μαΐου 2012, F‑42/10, Skareby κατά Επιτροπής, σκέψη 46· 12 Δεκεμβρίου 2012, F‑43/10, Cerafogli κατά ΕΚΤ, σκέψεις 85, 92 και 97, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόθεση T‑114/13 P