Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Sąd Rejonowy dla Warszawy-Woli w Warszawie (Πολωνία) στις 10 Δεκεμβρίου 2019 – E. Sp. z o.o κατά K.S.

(Υπόθεση C-904/19)

Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική

Αιτούν δικαστήριο

Sąd Rejonowy dla Warszawy-Woli w Warszawie

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγουσα: E. Sp. z o.o

Εναγομένη: K.S.

Προδικαστικά ερωτήματα

Πρέπει να θεωρηθεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές1 […] και οι αιτιολογικές σκέψεις [20 και 24 της οδηγίας αυτής, οι οποίες αναφέρουν ότι] οι συμβάσεις πρέπει να συντάσσονται με σαφή και κατανοητό τρόπο και ο καταναλωτής πρέπει να έχει πράγματι την ευκαιρία να λάβει γνώση όλων των ρητρών και σε περίπτωση αμφιβολίας πρέπει να υπερισχύσει η πιο ευνοϊκή ερμηνεία για τον καταναλωτή, [καθώς και ότι] οι δικαστικές αρχές και τα διοικητικά όργανα [των κρατών μελών] πρέπει να διαθέτουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα ώστε να θέτουν τέρμα στην εφαρμογή των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές, σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ2 του Συμβουλίου […] και την αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας αυτής, έχουν την έννοια ότι στις εν λόγω διατάξεις αντιβαίνει το άρθρο 339 § 2 του k.p.c. (πολωνικού κώδικα πολιτικής δικονομίας, στο εξής: k.p.c.), το οποίο έχει ερμηνευθεί κατά τρόπο που να επιτρέπει την έκδοση ερήμην αποφάσεως σε υπόθεση […] η οποία αφορά την αποπληρωμή πιστώσεως χορηγηθείσας σε καταναλωτή […] ακόμη και όταν ο ενάγων δεν έχει προσκομίσει […] τη σύμβαση καταναλωτικής πίστεως […] και, επομένως, δεν έχει εξεταστεί αν τυχόν η σύμβαση αυτή περιέχει καταχρηστικές ρήτρες, ούτε έχει ελεγχθεί αν αυτή περιέχει όλα τα απαιτούμενα εκ του νόμου στοιχεία, ενώ παράλληλα το ως άνω άρθρο επιβάλλει να στηρίζεται η εκδιδόμενη ερήμην απόφαση μόνο στους πραγματικούς ισχυρισμούς του ενάγοντος χωρίς ανάλυση των αποδεικτικών στοιχείων για τη διαπίστωση τυχόν «εύλογων αμφιβολιών» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής; Μήπως δε, υπό το πρίσμα των αποφάσεων του Δικαστηρίου της 1ης Οκτωβρίου 2015, ERSTE Bank Hungary (C-32/14, EU:C:2015:637, σκέψη 62), της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, Kušionova (C-34/13, EU:C:2014:2189, σκέψη 56), και της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C-40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 47) είναι δυνατή η ερμηνεία του άρθρου 339 § 2 του k.p.c. υπό την έννοια ότι επιτρέπεται η έκδοση ερήμην αποφάσεως στηριζόμενης μόνο στους πραγματικούς ισχυρισμούς του ενάγοντος, σε υπόθεση [που αφορά την αποπληρωμή πιστώσεως χορηγηθείσας σε καταναλωτή] […], στο πλαίσιο της οποίας ο ενάγων δεν επισύναψε τη σύμβαση στο δικόγραφο της αγωγής και, επομένως, δεν εξετάστηκε αν τυχόν η σύμβαση αυτή περιέχει καταχρηστικές ρήτρες, ούτε ελέγχθηκε αν αυτή περιέχει όλα τα απαιτούμενα εκ του νόμου στοιχεία;

Πρέπει να θεωρηθεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές […] και οι αιτιολογικές σκέψεις [20 και 24 της οδηγίας αυτής, οι οποίες αναφέρουν ότι] οι συμβάσεις πρέπει να συντάσσονται με σαφή και κατανοητό τρόπο και ο καταναλωτής πρέπει να έχει πράγματι την ευκαιρία να λάβει γνώση όλων των ρητρών και σε περίπτωση αμφιβολίας πρέπει να υπερισχύσει η πιο ευνοϊκή ερμηνεία για τον καταναλωτή, [καθώς και ότι] οι δικαστικές αρχές και τα διοικητικά όργανα [των κρατών μελών] πρέπει να διαθέτουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα ώστε να θέτουν τέρμα στην εφαρμογή των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές, σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου […] και την αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας αυτής, έχουν την έννοια ότι στις εν λόγω διατάξεις αντιβαίνει το άρθρο 339 § 2 του k.p.c., το οποίο έχει ερμηνευθεί κατά τρόπο που να μην επιτρέπει την εξέταση από το εθνικό δικαστήριο συμβάσεως […] καταναλωτικής πίστεως η οποία προσκομίστηκε από τoν ενάγοντα […] ώστε να διαπιστωθεί αν τυχόν η σύμβαση αυτή περιέχει καταχρηστικές ρήτρες καθώς και αν αυτή περιέχει όλα τα απαιτούμενα εκ του νόμου στοιχεία, ενώ παράλληλα το ως άνω άρθρο επιβάλλει να στηρίζεται η εκδιδόμενη ερήμην απόφαση μόνο στους πραγματικούς ισχυρισμούς του ενάγοντος χωρίς ανάλυση των αποδεικτικών στοιχείων για τη διαπίστωση τυχόν «εύλογων αμφιβολιών» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής; Μήπως δε, υπό το πρίσμα των αποφάσεων του Δικαστηρίου της 1ης Οκτωβρίου 2015, ERSTE Bank Hungary (C-32/14, EU:C:2015:637, σκέψη 62), της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, Kušionova (C-34/13, EU:C:2014:2189, σκέψη 56), και της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C-40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 47) είναι δυνατή η ερμηνεία του άρθρου 339 § 2 του k.p.c. υπό την έννοια ότι επιτρέπεται η έκδοση ερήμην αποφάσεως στηριζόμενης μόνο στους πραγματικούς ισχυρισμούς του ενάγοντος, σε υπόθεση [που αφορά την αποπληρωμή πιστώσεως χορηγηθείσας σε καταναλωτή] […], χωρίς να εξεταστεί η προσκομισθείσα από τον ενάγοντα σύμβαση που επισυνάφθηκε στο δικόγραφο της αγωγής και, επομένως, χωρίς να εξεταστεί αν τυχόν η σύμβαση αυτή περιέχει καταχρηστικές ρήτρες, ή να ελεγχθεί αν αυτή περιέχει όλα τα απαιτούμενα εκ του νόμου στοιχεία;

____________

1 EE 1993, L 95, σ. 29.

2 EE 2008, L 133, σ. 66.