Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Corte suprema di cassazione (Ιταλία) στις 30 Σεπτεμβρίου 2020 – Randstad Italia SpA κατά Umana SpA κ.λπ.

(Υπόθεση C-497/20)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Corte suprema di cassazione

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείουσα: Randstad Italia SpA

Αναιρεσίβλητες: Umana SpA, Azienda USL Valle d’Aosta, IN. VA SpA, Synergie Italia agenzia per il lavoro SpA

Προδικαστικά ερωτήματα

Αντιτίθεται το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ, και το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενα επίσης υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε ερμηνευτική πρακτική όπως αυτή που αφορά το άρθρο 111, όγδοο εδάφιο, του Συντάγματος, το άρθρο 360, περίπτωση 1, και το άρθρο 362, περίπτωση 1, του codice di procedura civile (Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) καθώς και το άρθρο 110 του codice del processo amministrativo (Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας) —στο μέτρο που οι εν λόγω διατάξεις επιτρέπουν την άσκηση αναιρέσεως κατά των αποφάσεων του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας) για «λόγους που αφορούν τη δικαιοδοσία»—, όπως προκύπτει από την απόφαση 6/2018 του Corte costituzionale (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ιταλία) και από τη μεταγενέστερη εθνική νομολογία η οποία τροποποίησε την προηγούμενη προσέγγιση και κατά την οποία το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί, υπό το πρίσμα της λεγόμενης «έλλειψης δικαιοδοτικής εξουσίας», προκειμένου να προσβάλλονται αποφάσεις του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας) που εφαρμόζουν εθνικές ερμηνευτικές πρακτικές αντίθετες προς αποφάσεις του Δικαστηρίου σε τομείς οι οποίοι διέπονται από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εν προκειμένω σχετικά με την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων) και στο πλαίσιο των οποίων τα κράτη μέλη αρνούνται να ασκούν τις κυριαρχικές εξουσίες τους κατά τρόπο μη συμβατό με το εν λόγω δίκαιο, με αποτέλεσμα να διαπιστώνεται παγίωση παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης που θα μπορούσαν να αρθούν με την άσκηση του ανωτέρω ενδίκου μέσου και να θίγεται η ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και η αποτελεσματική δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που παρέχονται σε ιδιώτες βάσει του δικαίου της Ένωσης, αντιθέτως προς την απαίτηση να εφαρμόζει κάθε δικαστήριο πλήρως και επιμελώς το δίκαιο της Ένωσης, κατά τρόπο δεσμευτικώς σύμφωνο προς την ορθή ερμηνεία του, όπως αυτή έχει δοθεί από το Δικαστήριο, λαμβανομένων υπόψη των ορίων της «δικονομικής αυτονομίας» των κρατών μελών ως προς τον καθορισμό των δικονομικών κανόνων;

Αντιτίθενται το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ και το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενα επίσης υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 111, όγδοο εδάφιο, του Συντάγματος, του άρθρου 360, περίπτωση 1, και του άρθρου 362, περίπτωση 1, του codice di procedura civile (Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας), καθώς και του άρθρου 110 του codice del processo amministrativo (Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας), όπως ερμηνεύεται από την εθνική νομολογία, κατά την οποία η αναίρεση που ασκείται ενώπιον της Ολομέλειας [του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου] για «λόγους που αφορούν τη δικαιοδοσία», υπό το πρίσμα της λεγόμενης «έλλειψης δικαιοδοτικής εξουσίας», δεν μπορεί να συνιστά ένδικο μέσο κατά των αποφάσεων του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας), το οποίο, αποφαινόμενο επί διαφορών που αφορούν ζητήματα σχετικά με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, παραλείπει αναιτιολόγητα να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο, πέραν των στενά ερμηνευόμενων προϋποθέσεων τις οποίες απαριθμεί περιοριστικώς το Δικαστήριο (αρχής γενομένης από την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1982, Cilfit, C-238/81) και οι οποίες απαλλάσσουν το εθνικό δικαστήριο από την ανωτέρω υποχρέωση, αντιθέτως προς την αρχή κατά την οποία δεν είναι συμβατές με το δίκαιο της Ένωσης οι εθνικές δικονομικές διατάξεις ή οι πρακτικές, νομοθετικής ή συνταγματικής φύσεως, οι οποίες στερούν, έστω και προσωρινώς, από εθνικό δικαστήριο (είτε αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό είτε όχι) τη δυνατότητα να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα, με αποτέλεσμα να νοσφίζεται την αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να διατυπώνει την ορθή και δεσμευτική ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, να καθιστά αδύνατη την άρση ενδεχόμενης ερμηνευτικής αντίθεσης μεταξύ του δικαίου που εφάρμοσε το εθνικό δικαστήριο και του δικαίου της Ένωσης (και να ευνοεί την παγίωσή της), καθώς και να θίγει την ομοιόμορφη εφαρμογή και την αποτελεσματική δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που παρέχονται σε ιδιώτες βάσει του δικαίου της Ένωσης;

Έχουν εφαρμογή οι αρχές που διατύπωσε το Δικαστήριο με τις αποφάσεις της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, C-333/18, Lombardi, της 5ης Απριλίου 2016, C-689/13, PFE, της 4ης Ιουλίου 2013, Fastweb, C-100/12, όσον αφορά το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 3, και το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ 1 , όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2007/66/ΕΚ 2 , στην υπόθεση της κύριας δίκης, στο πλαίσιο της οποίας, στο μέτρο που η διαγωνιζόμενη επιχείρηση προσέβαλε τον αποκλεισμό της από διαδικασία διαγωνισμού και την ανάθεση της σύμβασης σε άλλη επιχείρηση, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) εξέτασε επί της ουσίας μόνον τον λόγο πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής με τον οποίο η αποκλεισθείσα επιχείρηση αμφισβητεί τη βαθμολογία που έλαβε η τεχνική προσφορά της και υπολείπεται του «κατώτατου ορίου», ενώ, εξετάζοντας κατά προτεραιότητα τις αντίθετες προσφυγές της αναθέτουσας αρχής και της αναδόχου επιχείρησης, τις έκανε δεκτές, απορρίπτοντας ως απαράδεκτους (και χωρίς να εξετάσει επί της ουσίας) τους λοιπούς λόγους της κύριας προσφυγής που αφορούν το αποτέλεσμα του διαγωνισμού (ασάφεια των κριτηρίων αξιολόγησης των προσφορών ως προς τη συγγραφή υποχρεώσεων, έλλειψη αιτιολογίας της βαθμολογίας, παράνομος διορισμός και παράνομη σύνθεση της επιτροπής του διαγωνισμού), κατ’ εφαρμογήν εθνικής νομολογιακής πρακτικής κατά την οποία η επιχείρηση που αποκλείσθηκε από διαγωνισμό δεν νομιμοποιείται να προβάλει αιτιάσεις που βάλλουν κατά της ανάθεσης της σύμβασης σε άλλη υποψήφια επιχείρηση, ακόμη και σε περίπτωση ακυρώσεως ακυρότητας της διαδικασίας του διαγωνισμού, ενώ οφείλει να εκτιμήσει αν είναι συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης το ενδεχόμενο να στερείται η επιχείρηση του δικαιώματος να εξεταστεί από το δικαστήριο κάθε λόγος με τον οποίον βάλλει κατά του αποτελέσματος του διαγωνισμού, εφόσον ο αποκλεισμός της δεν έχει διαπιστωθεί οριστικώς και κάθε υποψήφιος δύναται να επικαλεσθεί έννομο συμφέρον που συνίσταται στον αποκλεισμό της προσφοράς των λοιπών υποψηφίων, με συνέπεια να διαπιστωθεί ενδεχομένως η αδυναμία της αναθέτουσας αρχής να επιλέξει νομότυπη προσφορά και η υποχρέωσή της να διενεργήσει νέα διαδικασία διαγωνισμού, στην οποία θα μπορούσε να συμμετάσχει καθένας από τους υποψηφίους;

____________

1     Οδηγία 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1989 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων (ΕΕ 1989, L 395, σ. 33).

2     Οδηγία 2007/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2007, για την τροποποίηση των οδηγιών 89/665/ΕΟΚ και 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης δημόσιων συμβάσεων (ΕΕ 2007, L 335, σ. 31).