Language of document : ECLI:EU:C:2013:554

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 12ης Σεπτεμβρίου 2013 (1)

Υπόθεση C‑530/11

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας

«Σύμβαση του Άαρχους – Οδηγία 2003/35/ΕΚ – Πρόσβαση στη δικαιοσύνη – Έννοια του “απαγορευτικού κόστους” ένδικης διαδικασίας – Μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο»





I –    Εισαγωγή

1.        Ως γνωστόν, η πρόσβαση στη δικαιοσύνη στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι δαπανηρή. Ιδίως τα έξοδα εκπροσωπήσεως μπορεί να είναι υψηλά. Δεδομένου ότι ο ηττηθείς διάδικος φέρει, κατά κανόνα, τα έξοδα του νικήσαντος διαδίκου, μια δίκη συνεπάγεται κίνδυνο σημαντικών δαπανών.

2.        Αντιθέτως, η Σύμβαση του Άαρχους (2) και για συγκεκριμένες διαδικασίες η οδηγία 2003/35 (3), που μεταφέρει την εν λόγω Σύμβαση στην έννομη τάξη της Ένωσης, επιβάλλουν οι ένδικες διαδικασίες που αφορούν περιβαλλοντικά ζητήματα να μην έχουν απαγορευτικό κόστος. Στην απόφαση Edwards (4), το Δικαστήριο εξέτασε ήδη, κατά τρόπο αφηρημένο, τη σημασία αυτής της διατάξεως βάσει του αγγλικού δικαίου. Πλέον πρέπει να διευκρινισθεί, κατά τρόπο συγκεκριμένο, αν το Ηνωμένο Βασίλειο έχει μεταφέρει ορθώς τις σχετικές διατάξεις στην εσωτερική έννομη τάξη.

3.        Συναφώς, πρέπει να εξετασθεί κατ’ αρχάς η ευχέρεια των δικαστηρίων να περιορίζουν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις τον κίνδυνο του προσφεύγοντος που αφορά την υποχρέωση αναλήψεως των δικαστικών εξόδων του καθού σε περίπτωση ήττας. Επιπλέον, πρέπει να αποσαφηνισθεί εάν συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης τα δικαστήρια, κατά την άσκηση της ανωτέρω αρμοδιότητας, να περιορίζουν συγχρόνως και τον κίνδυνο του καθού —κατά κανόνα ορισμένης αρχής—να επιβαρυνθεί με τα έξοδα του προσφεύγοντος. Τέλος, αμφισβητείται εάν η λήψη προσωρινών μέτρων στη σχετική διαδικασία μπορεί να εξαρτηθεί από την υποχρέωση του αιτούντος να αποκαταστήσει τις ζημίες που οφείλονται στα προσωρινά μέτρα σε περίπτωση που ηττηθεί στην κύρια δίκη. Ως προκαταρκτικό ζήτημα, πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον δύναται οδηγία να μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη διά της νομολογίας.

II – Νομικό πλαίσιο

 Α      Το διεθνές δίκαιο

4.        Οι εφαρμοστέες ρυθμίσεις σχετικά με τα δικαστικά έξοδα στις διαδικασίες που αφορούν το περιβάλλον περιλαμβάνονται στη Σύμβαση του Άαρχους που υπεγράφη στις 25 Ιουνίου 1998 στο Άαρχους (Δανία) από την τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα (5).

5.        Το άρθρο 6 της Συμβάσεως προβλέπει τη συμμετοχή του κοινού σε αποφάσεις σχετικές με ειδικές δραστηριότητες.

6.        Το άρθρο 9 της Συμβάσεως ρυθμίζει την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα. Η προκειμένη περίπτωση αφορά διαδικασία κατά την παράγραφο 2:

«Κάθε μέρος, στο πλαίσιο της εθνικής του νομοθεσίας, εξασφαλίζει ότι το ενδιαφερόμενο κοινό:

[…]

διαθέτει πρόσβαση σε διαδικασία επανεξέτασης ενώπιον δικαστηρίου ή/και άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου φορέα, που καθορίζεται διά νόμου, προκειμένου να προσβάλει την ουσιαστική και τυπική νομιμότητα οποιασδήποτε αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως που υπόκειται στις διατάξεις του άρθρου 6 [...] της παρούσας Συμβάσεως.»

7.        Η παράγραφος 4 αφορά, μεταξύ άλλων, τα έξοδα:

«(4)      Επιπλέον, και υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 1, οι διαδικασίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 προβλέπουν κατάλληλη και αποτελεσματική επανόρθωση, συμπεριλαμβανομένων προσωρινών μέτρων, όπως ενδείκνυται, και είναι αμερόληπτες, δίκαιες, έγκαιρες και μη απαγορευτικά δαπανηρές. […]»

       Το δίκαιο της Ένωσης

8.        Προκειμένου να μεταφέρει στην έννομη τάξη της Ένωσης τις διατάξεις για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη του άρθρου 9, παράγραφος 2, της Συμβάσεως του Άαρχους, το άρθρο 3, παράγραφος 7, της οδηγίας 2003/35 εισήγαγε το άρθρο 10α στην οδηγία ΕΠΕ (6) και το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/35 προσέθεσε το άρθρο 15α στην οδηγία ΟΠΕΡ (7). Συναφώς, η παράγραφος 5 αμφότερων αυτών των διατάξεων περιλαμβάνει πανομοιότυπη πρόβλεψη περί των εξόδων:

«Οι σχετικές διαδικασίες πρέπει να είναι ορθές, δίκαιες, εμπρόθεσμες και να μην έχουν απαγορευτικό κόστος.»

       Το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου

9.        Κατά τον κανόνα 44.3, παράγραφος 2, των Civil Procedure Rules [κανόνων πολιτικής δικονομίας] για την Αγγλία και την Ουαλία, τα έξοδα του νικήσαντος διαδίκου βαρύνουν, καταρχήν, τον ηττηθέντα διάδικο. Ωστόσο, το δικαστήριο δύναται να κρίνει κατά τρόπο διαφορετικό συνεκτιμώντας τις περιστάσεις της κάθε περιπτώσεως. Ο κανόνας 44.3, παράγραφος 6, επιτρέπει ιδίως την έκδοση διατάξεων οι οποίες περιορίζουν σε συγκεκριμένο ποσό την ευθύνη για τα έξοδα άλλου διαδίκου. Παρόμοιο νομικό καθεστώς ισχύει και στη Σκωτία και στη Βόρεια Ιρλανδία.

10.      Ο κανόνας 25 των Civil Procedure Rules αφορά τη λήψη προσωρινών μέτρων. Ως προς αυτήν τη διάταξη υφίστανται κοινώς καλούμενες Practice Directions [πρακτικές οδηγίες], οι οποίες στο τμήμα 5.1 προβλέπουν ότι κάθε διάταξη λήψεως προσωρινών μέτρων πρέπει να περιλαμβάνει δέσμευση του αιτούντος έναντι του δικαστηρίου ότι θα παράσχει την απαιτούμενη, κατά την εκτίμηση του δικαστηρίου, αποζημίωση στον αντίδικο. Επιπλέον, βάσει του τμήματος 5.1Α, το δικαστήριο πρέπει να εξετάσει μήπως παρόμοια δέσμευση επιβάλλεται και όσον αφορά τις ζημίες που υπέστησαν τρίτοι λόγω της διατάξεως περί λήψεως προσωρινών μέτρων. Εντούτοις, το δικαστήριο μπορεί και να μην επιβάλει αυτές τις υποχρεώσεις. Ενώ οι κανόνες στη Βόρεια Ιρλανδία είναι παρεμφερείς, στη Σκωτία δεν προβλέπεται παρόμοια υποχρέωση αποζημιώσεως.

11.      Μετά την έκδοση της αποφάσεως Edwards (8) το Ηνωμένο Βασίλειο συμπλήρωσε αυτές τις ρυθμίσεις βάσει της Συμβάσεως του Άαρχους, καθώς και του άρθρου 3, παράγραφος 7, και του άρθρου 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/35, αλλά οι εν λόγω τροποποιήσεις δεν συνιστούν, ratione temporis, αντικείμενο της προκειμένης διαδικασίας.

III – Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων

12.      Κατόπιν καταγγελίας, η Επιτροπή ζήτησε από το Ηνωμένο Βασίλειο, στις 23 Οκτωβρίου 2007, να διατυπώσει τις απόψεις του σχετικά με το αν έχει τηρήσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3, παράγραφος 7, και από το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/35.

13.      Παρά τις απαντήσεις που έλαβε από το Ηνωμένο Βασίλειο στις 20 Δεκεμβρίου 2007 και στις 5 Σεπτεμβρίου 2008, η Επιτροπή απηύθυνε, στις 22 Μαρτίου 2010, αιτιολογημένη γνώμη προς το εν λόγω κράτος μέλος, με την οποία υποστήριζε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μετέφερε δεόντως τις ανωτέρω διατάξεις στην εσωτερική έννομη τάξη του ούτε τις εφάρμοσε ορθώς. Η Επιτροπή κάλεσε το Ηνωμένο Βασίλειο να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με αυτήν την αιτιολογημένη γνώμη εντός δύο μηνών, ήτοι έως την 22α Μαΐου 2010.

14.      Η Επιτροπή επέμεινε στην άποψή της, ακόμη και μετά την από 19 Ιουλίου 2010 απάντηση του Ηνωμένου Βασιλείου και άσκησε την προκειμένη προσφυγή στις 18 Οκτωβρίου 2011. Ζητεί από το Δικαστήριο:

1)      να διαπιστώσει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, παραλείποντας να μεταφέρει πλήρως και να εφαρμόσει ορθώς το άρθρο 3, παράγραφος 7, και το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/35, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις αντίστοιχες διατάξεις της εν λόγω οδηγίας·

2)      να καταδικάσει το Ηνωμένο Βασίλειο στα δικαστικά έξοδα.

15.      Το Ηνωμένο Βασίλειο ζητεί από το Δικαστήριο:

1)      να διαπιστώσει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3, παράγραφος 7, και το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/35·

2)      να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

16.      Με διάταξη της 4ης Μαΐου 2012 ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέτρεψε στο Βασίλειο της Δανίας και στην Ιρλανδία να παρέμβουν στη διαδικασία προς υποστήριξη των αιτημάτων του Ηνωμένου Βασιλείου.

17.      Οι διάδικοι κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις και, εξαιρουμένης της Δανίας, τις ανέπτυξαν και προφορικά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Ιουλίου 2013.

IV – Νομική εκτίμηση

18.      Η Επιτροπή στηρίζει μεν την προσφυγή της στο άρθρο 3, παράγραφος 7, και στο άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/35, αλλά εκτιμώ ότι είναι πιο λογικό, κατά την εξέταση των λόγων της προσφυγής, να αναφέρονται οι κανόνες που θεσπίσθηκαν διά των ανωτέρω διατάξεων, ήτοι το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ και το άρθρο 15α της οδηγίας ΟΠΕΡ. Κατά την πανομοιότυπη παράγραφο 5 αμφότερων αυτών των διατάξεων, οι προβλεπόμενες διαδικασίες επανεξετάσεως αδειών που χορηγούνται βάσει αυτών των οδηγιών δεν πρέπει να έχουν απαγορευτικό κόστος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο μεταφέρεται στην έννομη τάξη της Ένωσης το άρθρο 9, παράγραφος 4, της Συμβάσεως του Άαρχους, το οποίο αφορά τη διαδικασία επανεξετάσεως που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 2, της Συμβάσεως.

19.      Η Επιτροπή βάλλει με την προσφυγή της τόσο κατά της μεταφοράς της σχετικής ρυθμίσεως στην εσωτερική έννομη τάξη των τριών δικαστικών περιφερειών του Ηνωμένου Βασιλείου, δηλαδή της Αγγλίας και Ουαλίας, περιλαμβανομένου του Γιβραλτάρ, στη Σκωτία, καθώς και στη Βόρεια Ιρλανδία (σχετικά, υπό Β), όσο και κατά της εφαρμογής της (σχετικά, υπό Γ). Κατ’ αρχάς όμως θα ήθελα να παρουσιάσω εν συντομία τα σημεία της εκδοθείσας, εν τω μεταξύ, αποφάσεως Edwards (9), που είναι κρίσιμα για την προκειμένη υπόθεση και υπό το πρίσμα αυτό να εξετάσω συγκεκριμένα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι, τα οποία έχουν μεν σχέση με το ζήτημα των δικαστικών εξόδων, αλλά δεν συμβάλλουν στη διευκρίνιση των επιμέρους λόγων της προσφυγής (σχετικά, υπό Α).

       Προκαταρκτική παρατήρηση

20.      Το άρθρο 10α, παράγραφος 5, της οδηγίας ΕΠΕ, το άρθρο 15α, παράγραφος 5, της οδηγίας ΟΠΕΡ και το άρθρο 9, παράγραφος 4, της Συμβάσεως θεμελιώνουν υποχρέωση περιορισμού των δικαστικών εξόδων. Η υποχρέωση αυτή συγκεκριμενοποιείται με την απόφαση Edwards.

21.      Από την εν λόγω απόφαση προκύπτει ότι οι ενδιαφερόμενοι, κατά το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ και κατά το άρθρο 15α της οδηγίας ΟΠΕΡ, πρέπει να μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ή να συνεχίσουν μια διαδικασία που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων χωρίς η ενδεχόμενη οικονομική επιβάρυνση να συνιστά σχετικό εμπόδιο. Συναφώς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη τόσο το συμφέρον του προσώπου το οποίο επιθυμεί να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του όσο και το γενικό συμφέρον στην προστασία του περιβάλλοντος (10).

22.      Επιπλέον, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η απαίτηση να μην έχουν οι σχετικές διαδικασίες απαγορευτικό κόστος αφορά όλες τις οικονομικές δαπάνες που προκύπτουν λόγω της συμμετοχής στην ένδικη διαδικασία. Έτσι, το ζήτημα του τυχόν απαγορευτικού κόστους πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς, λαμβανομένων υπόψη όλων των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο ενδιαφερόμενος διάδικος (11). Σε αυτά περιλαμβάνονται, καταρχήν, και τα έξοδα εκπροσωπήσεως.

23.      Τέλος, αντιθέτως προς το επιχείρημα που είχε προβάλει η Δανική Κυβέρνηση, στην απόφαση Edwards διευκρινίστηκε ότι η απαίτηση να μην έχει η δικαστική διαδικασία απαγορευτικό κόστος δεν επιτρέπεται να εκτιμάται διαφορετικά από το εθνικό δικαστήριο ανάλογα με το αν αυτό αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό, κατ’ έφεση ή κατ’ αναίρεση (12). Αυτή η διαπίστωση όμως δεν πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι κατά την εκτίμηση της επιτρεπόμενης επιβαρύνσεως με τα δικαστικά έξοδα σε ανώτερο βαθμό δικαιοδοσίας μπορεί να μη λαμβάνονται υπόψη τα έξοδα τα οποία έχουν ήδη προκύψει. Τουναντίον, κάθε βαθμός δικαιοδοσίας πρέπει να μεριμνά, ώστε το κόστος στο σύνολο των βαθμών δικαιοδοσίας να μην καθίσταται υπέρμετρο ή απαγορευτικό.

24.      Εντούτοις, ορθώς επισημαίνει η Δανική Κυβέρνηση ότι σε συγκεκριμένες διαδικασίες επανεξετάσεως δεν είναι αναγκαία η επαγγελματική εκπροσώπηση. Τούτο ισχύει επί παραδείγματι όταν οι αρμόδιες αρχές λειτουργούν σε σημαντικό βαθμό αυτεπαγγέλτως και, συνακόλουθα, εξετάζουν κατ’ αυτόν τον τρόπο όλα τα σχετικά επιχειρήματα και τα πραγματικά περιστατικά. Ωστόσο, η δυνατότητα μη επαγγελματικής εκπροσωπήσεως πρέπει να εξετασθεί συνεκτιμώντας όλες τις νομικές και πρακτικές συνθήκες κάθε διαδικασίας, καθώς και τα συναλλακτικά ήθη.

25.      Εν προκειμένω, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η εκπροσώπηση από δικηγόρο ενώπιον των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου είναι αναγκαία και μπορεί να συνεπάγεται σημαντικά έξοδα. Το κράτος μέλος εξηγεί ότι τούτο οφείλεται στις ιδιαίτερες συνθήκες της κατ’ αντιμωλίαν ένδικης διαδικασίας στο πλαίσιο του common law, η οποία συνεπάγεται υψηλές απαιτήσεις από πλευράς εκπροσωπήσεως.

26.      Όπως συμβαίνει και στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης, τα έξοδα εκπροσωπήσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο επιβαρύνουν κατά κανόνα τον ηττηθέντα διάδικο. Επομένως, εάν ηττηθούν οι προσφεύγοντες στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ και το άρθρο 15α της οδηγίας ΟΠΕΡ, αυτοί πρέπει κανονικά να καλύψουν τόσο τα δικά τους έξοδα όσο και τα έξοδα του αντιδίκου τους. Αντιθέτως, εάν γίνει δεκτή η προσφυγή θα απαλλαχθούν από τα δικαστικά τους έξοδα τα οποία θα αναλάβει ο αντίδικός τους.

27.      Μολονότι το Ηνωμένο Βασίλειο εκτιμά προφανώς ότι τα έξοδα που προκύπτουν βάσει του ανωτέρω συστήματος είναι δικαιολογημένα, ο κίνδυνος αναλήψεως αυτής της δαπάνης μπορεί να αποτρέψει την άσκηση προσφυγών ή τη συνέχιση διαδικασιών δυνάμει του άρθρου 10α της οδηγίας ΕΠΕ και του άρθρου 15α της οδηγίας ΟΠΕΡ. Ως εκ τούτου, οι διαδικασίες αυτές μπορεί να έχουν υπέρμετρο ή απαγορευτικό κόστος κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων. Συνεπώς, επιβάλλεται να προβλεφθεί επαρκής περιορισμός των δικαστικών εξόδων.

28.      Το Ηνωμένο Βασίλειο αναφέρεται σε διάφορους μηχανισμούς οι οποίοι καλύπτουν ή τουλάχιστον περιορίζουν τον κίνδυνο των δικαστικών εξόδων. Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί καθαυτούς τους εν λόγω μηχανισμούς, αλλά ορθώς δεν θεωρεί ότι επαρκούν για να μεταφέρουν το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ και το άρθρο 15α της οδηγίας ΟΠΕΡ στην εσωτερική έννομη τάξη.

29.      Στο Ηνωμένο Βασίλειο, λοιπόν, υφίσταται η δυνατότητα παροχής του ευεργετήματος της πενίας, αλλά το εν λόγω κράτος μέλος δεν αρνείται ότι το ευεργέτημα, αφενός, είναι αδύνατο να παρασχεθεί σε ενώσεις (13) και, αφετέρου, προϋποθέτει την οικονομική ανάγκη του αιτούντος. Δεδομένου όμως ότι οι ενώσεις και οι οικονομικώς ισχυροί προσφεύγοντες (14) πρέπει επίσης να προστατεύονται από το απαγορευτικό κόστος, το σχετικό εργαλείο δεν επαρκεί για να εξασφαλίσει τον περιορισμό των δικαστικών εξόδων.

30.      Περαιτέρω, το Ηνωμένο Βασίλειο επισημαίνει ότι, από πλευράς εξόδων, είναι πολύ περιορισμένος ο κίνδυνος που συνδέεται με την άσκηση διοικητικής προσφυγής (judicial review). Τούτη επιτρέπεται μόνον εάν διαπιστωθεί, κατόπιν προκαταρκτικής εξέτασης, ότι έχει πιθανότητες ευδοκιμήσεως. Ως προς τη συμμετοχή σε αυτήν τη διαδικασία, τα αποδοτέα έξοδα είναι ούτως ή άλλως ελάχιστα.

31.      Ασφαλώς, αυτή η προκαταρκτική διαδικασία περιορίζει τον κίνδυνο των εξόδων σε περιπτώσεις προσφυγών με ελάχιστες προοπτικές επιτυχίας, καθόσον αυτές απορρίπτονται εγκαίρως, πριν προκαλέσουν επιπλέον δαπάνες. Ωστόσο, η Σύμβαση του Άαρχους και η μεταφορά της στην έννομη τάξη της Ένωσης δεν αφορούν προπαντός τις προσφυγές με ελάχιστες προοπτικές επιτυχίας (15). Το γενικό συμφέρον στην προστασία του περιβάλλοντος εξυπηρετείται πολύ περισσότερο όταν διευκολύνεται η άσκηση προσφυγών οι οποίες στηρίζονται μεν σε εύλογες εκτιμήσεις, αλλά το αποτέλεσμά τους είναι αβέβαιο. Κατά κανόνα, τέτοιου είδους διαδικασίες βρίσκουν έρεισμα στο έννομο συμφέρον προστασίας του περιβάλλοντος, αλλά η αβέβαιη έκβασή τους καθιστά τον κίνδυνο των εξόδων ιδιαιτέρως σοβαρό.

32.      Τέλος, το Ηνωμένο Βασίλειο αναφέρει και τη δυνατότητα ασφαλίσεως για τον κίνδυνο των δικαστικών εξόδων, την κοινώς καλούμενη «After the Event Insurance». Εντούτοις, δεν χωρεί αμφιβολία ότι και αυτό το εργαλείο δεν καλύπτει όλες τις περιπτώσεις. Είναι πρόδηλο ότι οι ασφαλιστικές εταιρίες πρέπει να απαιτήσουν ασφάλιστρα τα οποία, ιδίως σε διαδικασίες με αβέβαιη έκβαση, δηλαδή υψηλού κινδύνου, μπορεί να έχουν επίσης απαγορευτικό κόστος.

33.      Η Επιτροπή τονίζει μεν την ανάγκη να είναι δυνατή η πρόβλεψη των εξόδων, αλλά εν προκειμένω παρέλκει η εξέταση του ζητήματος κατά πόσον τα έξοδα πρέπει να καθορίζονται πράγματι σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας. Άλλωστε, στο πλαίσιο του δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου υφίσταται το εργαλείο της διατάξεως περί περιορισμού των δικαστικών εξόδων ως μέσο για τον έγκαιρο καθορισμό του μέγιστου κινδύνου εξόδων.

34.      Η Επιτροπή βάλλει μεν κατά συγκεκριμένων αποτελεσμάτων και κριτηρίων της εφαρμογής του εν λόγω εργαλείου, αλλά δεν θεωρεί ότι αυτό είναι καθαυτό ανεπαρκές. Ως προς την κριτική την οποία ασκεί για την αβεβαιότητα του ύψους των εξόδων, η αντίρρησή της είναι ότι ο περιορισμός των δικαστικών εξόδων δεν προβλέπεται στο δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου με επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια.

       Επί της μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη

35.      Η Επιτροπή προσάπτει στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι δεν έχει θεσπίσει τις αναγκαίες διατάξεις ώστε να μεταφέρει στην εσωτερική του έννομη τάξη τα όσα προβλέπει η οδηγία σχετικά με τον περιορισμό των δικαστικών εξόδων. Συναφώς, επικαλείται απόφαση σχετική με το νομικό καθεστώς στην Ιρλανδία. Στο εν λόγω κράτος μέλος τα δικαστήρια έχουν την ευχέρεια να μην καταδικάζουν τον ηττηθέντα διάδικο στα δικαστικά έξοδα και μπορούν, επιπλέον, να ορίζουν ότι τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε βαρύνουν τον αντίδικο. Δεδομένου όμως ότι τούτο αποτελεί απλώς δικαστική πρακτική, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν συνιστά δέουσα μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη (16).

36.      Το Ηνωμένο Βασίλειο αντιτείνει σε αυτό το επιχείρημα τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων. Στηρίζεται στο ότι κατά το άρθρο 288, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, η οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών (17).

37.      Πράγματι, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι η μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των κανόνων της Ένωσης δεν απαιτεί κατ’ ανάγκη τυπική και κατά γράμμα επανάληψή τους σε ρητή και ειδική διάταξη. Μπορεί να πραγματοποιηθεί με ένα γενικό νομικό πλαίσιο, εφόσον αυτό εξασφαλίζει πράγματι την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας κατά τρόπο επαρκώς σαφή και ακριβή (18).

38.      Ωστόσο, δεν έχει κριθεί ακόμη αν δεσμευτικά δικαστικά προηγούμενα, ήτοι οι δικαστικές αποφάσεις που χαρακτηρίζουν το σύστημα του common law το οποίο ισχύει στο Ηνωμένο Βασίλειο, μπορούν να μεταφέρουν δεόντως οδηγία στην εσωτερική έννομη τάξη. Το Δικαστήριο, πάντως, έχει αναγνωρίσει ήδη ότι και κατά την εκτίμηση του ζητήματος της μεταφοράς οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο το περιεχόμενο των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών εθνικών διατάξεων πρέπει να εκτιμάται υπό το φως της ερμηνείας τους από τα εθνικά δικαστήρια (19).

39.      Εντούτοις, για τη μεταφορά οδηγίας δεν επαρκεί ότι τα δικαστήρια έχουν τη δυνατότητα να συμμορφωθούν με την οδηγία και ότι ενδεχομένως το πράττουν. Πράγματι, η δυνατότητα ασκήσεως εξουσίας εκτιμήσεως κατά τρόπο σύμφωνο προς την οδηγία δεν αρκεί, κατά πάγια νομολογία, προς στην εσωτερική έννομη τάξη των διατάξεων της οδηγίας, δεδομένου ότι μια τέτοια πρακτική μπορεί να μεταβληθεί ανά πάσα στιγμή (20). Τούτο ακριβώς διαπιστώθηκε και στην περίπτωση που παραθέτει η Επιτροπή: τα ιρλανδικά δικαστήρια διέθεταν μεν την ευχέρεια εκτιμήσεως προκειμένου να εξασφαλίσουν τον περιορισμό των δικαστικών εξόδων, αλλά δεν είχαν υποχρέωση να ενεργήσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Επίσης δεν υφίσταντο κριτήρια ως προς το πότε έπρεπε να περιορίζονται τα δικαστικά έξοδα. Στο πλαίσιο εκείνο δεν προβλήθηκαν ούτε σχετικά δικαστικά προηγούμενα τα οποία θα θεμελίωναν τέτοια υποχρέωση.

40.      Επομένως, έχει αποφασιστική σημασία αν οι σχετικές αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων εξασφαλίζουν όντως την πλήρη εφαρμογή του αναγκαίου περιορισμού των δικαστικών εξόδων κατά τρόπο επαρκώς σαφή και ακριβή, καθώς και δεσμευτικό (21). Εάν συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις, τα δικαστικά προηγούμενα θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν τη μεταφορά των σχετικών κανόνων της Ένωσης στην εσωτερική έννομη τάξη (22).

41.      Στην προκειμένη διαδικασία, οι διάδικοι παραπέμπουν σε διάφορες αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων. Η Επιτροπή υποστηρίζει μεν ότι αυτές στερούνται πρακτικής εφαρμογής, αλλά κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων αυτές είναι κρίσιμες και για τη μεταφορά των κανόνων της Ένωσης στην εσωτερική έννομη τάξη.

42.      Συναφώς, πρέπει να εξετασθεί, πρώτον, το γεγονός ότι η έκδοση διατάξεως περιορισμού των δικαστικών εξόδων εμπίπτει στην ευχέρεια εκτιμήσεως των δικαστηρίων (σχετικά, υπό 1), εν συνεχεία, ο ενδεχόμενος περιορισμός των εξόδων που μπορεί να ζητήσει ο προσφεύγων εάν νικήσει (σχετικά, υπό 2) και τέλος, η περίπτωση λήψεως προσωρινών μέτρων (σχετικά, υπό 3).

1.      Επί της ευχέρειας εκτιμήσεως ως προς την έκδοση διατάξεως για περιορισμό των δικαστικών εξόδων

43.      Ο θεσμός της διατάξεως περιορισμού των δικαστικών εξόδων αναπτύχθηκε από το Court of Appeal της Αγγλίας και της Ουαλίας στην απόφαση Corner House (23). Τα δικαστήρια στη Σκωτία και στη Βόρεια Ιρλανδία υιοθέτησαν αυτόν τον θεσμό. Σε εξαιρετικές περιστάσεις, η διάταξη αυτού του είδους μπορεί να θέσει για τον εκάστοτε βαθμό δικαιοδοσίας ανώτατο όριο των εξόδων στα οποία μπορεί να καταδικασθεί ο προσφεύγων εάν ηττηθεί. Αυτή η απόφαση μπορεί να ληφθεί σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, εφόσον το δικαστήριο πεισθεί ότι

–        τίθενται ζητήματα δημοσίου συμφέροντος,

–        το δημόσιο συμφέρον επιτάσσει τη νομική επίλυση αυτών των ζητημάτων,

–        ο προσφεύγων δεν αντλεί ιδιωτικό συμφέρον από την έκβαση της διαδικασίας,

–        λαμβάνοντας υπόψη τα οικονομικά μέσα του προσφεύγοντος και των αντιδίκων, καθώς και τα προβλεπόμενα έξοδα, είναι εύλογο και δίκαιο να εκδοθεί διάταξη για περιορισμό των δικαστικών εξόδων και

–        ο προσφεύγων δεν θα συνεχίσει ενδεχομένως τη διαδικασία εάν δεν εκδοθεί τέτοια διάταξη.

44.      Αυτή η αυστηρή προσέγγιση έχει ως συνέπεια ότι η απόφαση περιορισμού των δικαστικών εξόδων συνεπάγεται ήδη σχετικά υψηλό κόστος και προκαλεί επιπρόσθετα έξοδα, χωρίς να συμβάλει στην αποσαφήνιση ζητημάτων του δικαίου του περιβάλλοντος.

45.      Το εργαλείο αυτό παρέχει στα αρμόδια δικαστήρια περιθώριο εκτιμήσεως σχετικά με τις διάφορες προϋποθέσεις για την έκδοση διατάξεως περιορισμού των δικαστικών εξόδων και, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις, τους παρέχει την ευχέρεια να προσδιορίσουν σε ποιόν βαθμό πρέπει να προσδιορισθούν τα δικαστικά έξοδα στη συγκεκριμένη περίπτωση. Στο πλαίσιο αυτής της ευχέρειας συγκεκριμένου προσδιορισμού εμπίπτει τόσο το ύψος του επιτρεπόμενου κινδύνου των εξόδων όσο και το ζήτημα αν ενδεχομένως και, εν ανάγκη, κατά πόσον πρέπει να περιορισθεί επίσης ο κίνδυνος των εξόδων και ως προς τον αντίδικο.

46.      Τόσο το ανωτέρω περιθώριο εκτιμήσεως όσο και η σχετική ευχέρεια δεν είναι καθαυτά επικριτέα. Άλλωστε, λόγω των σημαντικών διαφορών μεταξύ των κανόνων που ισχύουν στα κράτη μέλη όσον αφορά την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, υφίσταται ευρύ περιθώριο ελιγμών προκειμένου να υλοποιηθεί ο περιορισμός των δικαστικών εξόδων (24). Επιπλέον, και το ίδιο το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι είναι απαραίτητη η αναγνώριση περιθωρίου εκτιμήσεως και διακριτικής ευχέρειας ως προς τον περιορισμό των δικαστικών εξόδων (25). Εντούτοις, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να δεσμεύονται κατά τρόπο σαφή να ασκούν τη διακριτική τους ευχέρεια με σκοπό να εξασφαλίσουν επαρκή περιορισμό των δικαστικών εξόδων στις σχετικές διαδικασίες (26).

47.      Η ευχέρεια που διαθέτουν τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου ως προς την έκδοση διατάξεως περιορισμού των δικαστικών εξόδων δεν πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, η ευχέρεια αυτή αναγνωρίζεται προκειμένου να διαπιστωθεί αν θα ήταν, κατ’ εξαίρεση (27), αθέμιτο ή άδικο στη συγκεκριμένη περίπτωση να τηρηθεί η γενική αρχή ότι τα δικαστικά έξοδα δεν περιορίζονται. Δεν καθίσταται πρόδηλη κάποια βασική δέσμευση προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός του περιορισμού των δικαστικών εξόδων.

48.      Η μεταγενέστερη της αποφάσεως Corner House νομολογία, στην οποία παραπέμπουν οι διάδικοι, δεν μετέβαλε το εν λόγω καθεστώς. Αντιθέτως, στην εκδοθείσα το 2009 απόφαση Morgan επισημαίνεται ότι η υφιστάμενη ευχέρεια εκτιμήσεως στο πλαίσιο αποφάσεων που αφορούν τα έξοδα δεν συνάδει ενδεχομένως με την επιταγή περί περιορισμού των δικαστικών εξόδων (28).

49.      Επίσης, από την απόφαση επί της υποθέσεως Garner, η οποία εκδόθηκε το 2010 μετά την παρέλευση της προθεσμίας που είχε ταχθεί με την αιτιολογημένη γνώμη, δεν προκύπτει ότι εν τω μεταξύ η σχετική ευχέρεια είχε προσανατολισθεί προς τον σκοπό του περιορισμού των δικαστικών εξόδων (29).

50.      Επιπλέον, τα κριτήρια που εφαρμόζονται στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν συνάδουν με τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην απόφαση Edwards.

51.      Βεβαίως, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι τα κριτήρια για τον αναγκαίο περιορισμό των δικαστικών εξόδων δεν συνιστούν αντικείμενο της προκειμένης διαδικασίας, αλλά το ως άνω επιχείρημα δεν είναι πειστικό. Τουναντίον, τα κριτήρια περιορισμού των δικαστικών εξόδων αποτελούν τον πυρήνα της αιτιάσεως της Επιτροπής, ότι η απαίτηση προστασίας από το τυχόν απαγορευτικό κόστος των ένδικων διαδικασιών δεν έχει μεταφερθεί δεόντως στην εσωτερική έννομη τάξη. Επομένως, πρέπει να εξετασθούν εν προκειμένω.

52.      Τα προβλήματα που ανακύπτουν σχετικά με τα κριτήρια που εφαρμόζονται στο Ηνωμένο Βασίλειο αφορούν κατ’ αρχάς την εκτίμηση του δημοσίου και ιδιωτικού συμφέροντος ως προς τη διεξαγωγή της διαδικασίας. Ασφαλώς και το Δικαστήριο απαιτεί να συνεκτιμώνται αυτά τα συμφέροντα (30). Το Ηνωμένο Βασίλειο όμως αναγνωρίζει ότι πριν από την απόφαση Garner τα εν λόγω συμφέροντα δεν λαμβάνονταν υπόψη όπως θα έπρεπε (31). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αποδέχεται ότι πριν από την ανωτέρω απόφαση το δημόσιο συμφέρον στην εξασφάλιση της εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας δεν αναγνωριζόταν ούτε σταθμιζόταν επαρκώς στο πλαίσιο των διαδικασιών στις οποίες αναφέρονται το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ και το άρθρο 15α της οδηγίας ΟΠΕΡ. Δεδομένου ότι η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε μετά την παρέλευση της προθεσμίας που είχε ταχθεί στην αιτιολογημένη γνώμη, η σχετική παράβαση δεν εξαλείφθηκε εγκαίρως.

53.      Επίσης, δεν συνάδει με τον περιορισμό των δικαστικών εξόδων το γεγονός ότι, άπαξ και υπάρχει ιδιωτικό συμφέρον για την έκβαση της διαδικασίας, αποκλείεται την έκδοση διατάξεως περιορισμού των δικαστικών εξόδων. Ασφαλώς και το Δικαστήριο ζητεί να λαμβάνεται υπόψη τυχόν συμφέρον αυτού του είδους, τούτο όμως δεν πρέπει να αποκλείει τον περιορισμό των δικαστικών εξόδων. Αντιθέτως, η προστασία που απορρέει από τον εν λόγω περιορισμό πρέπει να παρέχεται και στον ιδιώτη, όταν αυτός προβάλλει ατομικά δικαιώματα τα οποία αντλεί από το δίκαιο της Ένωσης (32).

54.      Μολονότι στην απόφαση Morgan επισημαίνεται —προφανώς ως obiter dictum— ότι το κριτήριο αυτό πρέπει να εφαρμόζεται κατά τρόπο ευέλικτο (33), καθίσταται πρόδηλο ότι επικρατεί συναφώς σημαντική αβεβαιότητα.

55.      Τον απαιτούμενο περιορισμό των δικαστικών εξόδων θίγει και η συνεκτίμηση της οικονομικής δυνατότητας του προσφεύγοντος, δηλαδή της μη τεκμηριώσεως της οικονομικής του ανάγκης, ως κριτηρίου αποκλεισμού. Αντιθέτως, το κόστος της διαδικασίας δεν πρέπει να υπερβαίνει τις προσωπικές οικονομικές δυνατότητες του ενδιαφερομένου, αλλά ούτε να είναι υπέρμετρο από αντικειμενικής απόψεως —ήτοι, ανεξαρτήτως της οικονομικής του δυνατότητας (34). Δηλαδή: ακόμη και οι οικονομικώς ισχυροί προσφεύγοντες δεν πρέπει να αναλαμβάνουν υπέρμετρο ή απαγορευτικό κίνδυνο εξόδων, ενώ για τους προσφεύγοντες που διαθέτουν περιορισμένα οικονομικά μέσα ο αντικειμενικώς εύλογος κίνδυνος εξόδων πρέπει υπό ορισμένες συνθήκες να μειώνεται περαιτέρω.

56.      Τέλος, το Δικαστήριο δεν έχει δεχθεί ότι ο περιορισμός των εξόδων αποκλείεται κατ’ ανάγκη σε περίπτωση που ο κίνδυνος των εξόδων δεν είναι πιθανό να αποτρέψει τον ενδιαφερόμενο (35). Ωστόσο, κατά την απόφαση Corner House, αυτός ο κίνδυνος αποτροπής συνιστά επιπρόσθετη προϋπόθεση για την έκδοση διατάξεως περιορισμού των δικαστικών εξόδων.

57.      Συνεπώς, το Ηνωμένο Βασίλειο παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3, παράγραφος 7, και από το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/35, καθόσον η ευχέρεια εκτιμήσεως των δικαστηρίων δεν προσανατολίζεται προς τον σκοπό της προστασίας από το απαγορευτικό κόστος, υπό τη μορφή περιορισμού των δικαστικών εξόδων, και τα σχετικά κριτήρια δεν συνάδουν με τις εν λόγω διατάξεις.

2.      Επί του αμοιβαίου περιορισμού των εξόδων

58.      Η Επιτροπή βάλλει επίσης κατά του ότι οι διατάξεις περιορισμού των δικαστικών εξόδων περιορίζουν συχνά τον κίνδυνο των εξόδων και ως προς τον αντίδικο. Το ζήτημα αυτό αφορά και τις τρεις δικαστικές περιφέρειες του Ηνωμένου Βασιλείου.

Επί του παραδεκτού

59.      Το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρεί ότι αυτή η αιτίαση είναι απαράδεκτη, διότι δεν προβλήθηκε κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία. Όντως, η Επιτροπή αμφισβήτησε πρώτη φορά ρητώς τον αμοιβαίο περιορισμό των δικαστικών εξόδων στην αιτιολογημένη γνώμη της (36).

60.      Η αντίρρηση του Ηνωμένου Βασιλείου στηρίζεται στο ότι το έγγραφο οχλήσεως που η Επιτροπή απευθύνει στο κράτος μέλος, καθώς και η αιτιολογημένη γνώμη που διατυπώνει οριοθετούν το αντικείμενο της διαφοράς, το οποίο δεν μπορεί πλέον να διευρυνθεί. Πράγματι, η δυνατότητα του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του αποτελεί βασική εγγύηση, η δε τήρησή της συνιστά ουσιώδη τύπο για τη νομιμότητα της διαδικασίας αναγνωρίσεως παραβάσεως κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, η αιτιολογημένη γνώμη και η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να στηρίζονται στις ίδιες αιτιάσεις με αυτές του εγγράφου οχλήσεως, με το οποίο η Επιτροπή κινεί την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία (37).

61.      Ωστόσο, η προϋπόθεση αυτή δεν μπορεί να σημαίνει ότι επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση να υπάρχει απόλυτη σύμπτωση μεταξύ της διατυπώσεως των αιτιάσεων στο έγγραφο οχλήσεως, του διατακτικού της αιτιολογημένης γνώμης και των αιτημάτων της προσφυγής, εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς δεν διευρύνθηκε ούτε μεταβλήθηκε (38).

62.      Ιδίως για το έγγραφο οχλήσεως δεν μπορεί να απαιτείται τόσο μεγάλη ακρίβεια όσο για την αιτιολογημένη γνώμη, αφού αυτό το έγγραφο συνίσταται κατ’ ανάγκη σε μια πρώτη σύντομη περίληψη των αιτιάσεων. Τίποτα δεν εμποδίζει επομένως την Επιτροπή να αναπτύξει λεπτομερώς, με την αιτιολογημένη γνώμη, τις αιτιάσεις που έχει ήδη διατυπώσει συνοπτικότερα στο έγγραφο οχλήσεως (39).

63.      Τούτο συνέβη εν προκειμένω. Η Επιτροπή ορθώς διατείνεται ότι τα έξοδα εκπροσωπήσεως αποτελούν επίσης τμήμα των δικαστικών εξόδων, το ύψος των οποίων τα κράτη μέλη οφείλουν να περιορίσουν (40). Συνεπώς, η αντίρρηση ότι ο κίνδυνος των εξόδων εκπροσωπήσεως δεν περιορίζεται επαρκώς περιλαμβανόταν στην αιτίαση ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο ο κίνδυνος εξόδων, συνολικά, δεν περιορίζεται επαρκώς.

64.      Αυτή η εκτίμηση επιβεβαιώνεται από την απάντηση την οποία έδωσε το Ηνωμένο Βασίλειο όταν κλήθηκε να διατυπώσει τις απόψεις του, δηλαδή από το πρώτο έγγραφο που απέστειλε το κράτος μέλος κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία. Σε αυτό αναφέρεται συγκεκριμένα ότι οι συμφωνίες καταβολής δικηγορικής αμοιβής μόνον υπό τον όρο επιτυχούς εκβάσεως της υποθέσεως συνιστά μέσο περιορισμού του κινδύνου εξόδων μιας προσφυγής (41). Το επιχείρημα που προβάλλει η Επιτροπή στην αιτιολογημένη γνώμη, ότι οι διατάξεις περιορισμού των δικαστικών εξόδων υπονομεύουν το εν λόγω μέσο, καθόσον περιορίζουν το ποσό των εξόδων το οποίο μπορεί να απαιτήσει ο προσφεύγων σε περίπτωση νίκης, συνιστά εν τέλει απλώς αντεπειχείρημα προς εξασθένηση της ανωτέρω θέσεως που υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το συγκεκριμένο ζήτημα κατέστη τμήμα του αντικειμένου της διαδικασίας.

65.      Επομένως, η αιτίαση αυτή προβάλλεται παραδεκτώς και χρήζει εξετάσεως.

Επί της ουσίας

66.      Η Επιτροπή επικρίνει το γεγονός ότι οι διατάξεις περιορισμού των δικαστικών εξόδων διαμορφώνονται εν μέρει κατά τρόπο αμοιβαίο υπό την έννοια ότι δεν περιορίζουν μόνον τον κίνδυνο του προσφεύγοντος να επιβαρυνθεί με τα έξοδα του αντιδίκου σε περίπτωση ήττας, αλλά και τον κίνδυνο του καθού να υποχρεωθεί να αναλάβει τα έξοδα του προσφεύγοντος εάν γίνει δεκτή η προσφυγή.

67.      Η διάταξη μονομερούς περιορισμού των δικαστικών εξόδων, η οποία περιορίζει την ευθύνη για τα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου μόνον προς όφελος του προσφεύγοντος, μπορεί να συμβάλει σε σημαντικό βαθμό στην αποφυγή υπέρμετρου ή απαγορευτικού κόστους της ένδικης διαδικασίας. Ωστόσο, και μόνον τα δικά τους έξοδα εκπροσωπήσεως μπορούν να αποτρέψουν τους ενδιαφερομένους κατά την έννοια του άρθρου 10α της οδηγίας ΕΠΕ και του άρθρου 15α της οδηγίας ΟΠΕΡ να ασκήσουν προσφυγή ή να συνεχίσουν μια διαδικασία που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων.

68.      Όσον αφορά τα έξοδα εκπροσωπήσεως, τόσο το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και η Ιρλανδία επισημαίνουν το ενδεχόμενο αρνήσεως αμοιβής εκ μέρους του εκπροσώπου. Εντούτοις, τέτοια άρνηση μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο των εξόδων σε εξαιρετικές περιπτώσεις, καθόσον οι εκπρόσωποι πρέπει να έχουν κατά κανόνα οικονομικές απολαβές. Η απαίτηση δωρεάν εκπροσωπήσεως του προσφεύγοντος, εν γένει, σε διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ και στο άρθρο 15α της οδηγίας ΟΠΕΡ θα αποδομούσε τα οικονομικά θεμέλια της αναγκαίας εξειδικεύσεως των δικηγόρων στους εν λόγω τομείς.

69.      Δυνατότητα εισπράξεως των αναγκαίων απολαβών από οικονομικώς ασθενείς προσφεύγοντες που δεν λαμβάνουν το ευεργέτημα της πενίας παρέχουν οι συμφωνίες κατά τις οποίες η σχετική δικηγορική αμοιβή καταβάλλεται αναλόγως της εκβάσεως της υποθέσεως. Στην Αγγλία και στην Ουαλία, καθώς και στη Σκωτία μπορεί να προβλεφθεί, βάσει αυτών των συμφωνιών, ότι ο εκπρόσωπος του προσφεύγοντος θα λάβει αμοιβή μόνον εάν γίνει δεκτή η προσφυγή. Στο πλαίσιο αμφότερων των συστημάτων ο ηττηθείς διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδα τα οποία θα ίσχυαν εάν δεν υφίστατο η εν λόγω συμφωνία. Στην Αγγλία και στην Ουαλία, ο ηττηθείς διάδικος επιβαρύνεται επιπλέον και με ποσό το οποίο εισπράττει επιπροσθέτως ο εκπρόσωπος του προσφεύγοντος λόγω της επιτυχούς εκβάσεως της υποθέσεως, ενώ στη Σκωτία το ποσό αυτό επιβαρύνει τον προσφεύγοντα. Στη Βόρεια Ιρλανδία δεν υφίσταται αυτός ο θεσμός που εξαρτά την αμοιβή από την επιτυχή έκβαση της υποθέσεως. Ασφαλώς, οι συμφωνίες δικηγορικής αμοιβής αναλόγως της εκβάσεως της υποθέσεως δημιουργούν ορισμένα ζητήματα, ιδίως στον βαθμό που συνεπάγονται είσπραξη ποσού που υπερβαίνει τη συνήθη αμοιβή (42), αλλά το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι σε πολυάριθμες περιπτώσεις που εμπίπτουν στο άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ και στο άρθρο 15α της οδηγίας ΟΠΕΡ οι συμφωνίες αυτές είναι απαραίτητες προκειμένου να καταστεί δυνατός ο αναγκαίος περιορισμός των δικαστικών εξόδων στην εν λόγω έννομη τάξη.

70.      Η διάταξη αμοιβαίου περιορισμού των δικαστικών εξόδων όμως περιορίζει τα έξοδα που επιβαρύνουν τον αντίδικο, εάν η προσφυγή γίνει δεκτή. Κατά πάσα πιθανότητα, σε περίπτωση τέτοιου περιορισμού, ο προσφεύγων θα πρέπει να αναλάβει εν μέρει το κόστος εκπροσωπήσεώς του, δεδομένου ότι θα περιορισθεί σε ανάλογο βαθμό και η επιπρόσθετη αμοιβή που εξαρτάται βάσει σχετικής συμφωνίας από την επιτυχή έκβαση της υποθέσεως και την οποία θα κάλυπτε ο ηττηθείς διάδικος. Επομένως, είτε οι εκπρόσωποι πρέπει να αποδεχθούν αυτήν τη μειωμένη αμοιβή είτε ο προσφεύγων πρέπει να αναλάβει επιπλέον έξοδα σε περίπτωση που η προσφυγή του γίνει δεκτή. Αυτό το επιπλέον κόστος όμως μπορεί επίσης να είναι απαγορευτικό. Συνεπώς, η διάταξη αμοιβαίου περιορισμού των δικαστικών εξόδων μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τον σκοπό του περιορισμού των δικαστικών εξόδων.

71.      Ωστόσο, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των διατάξεων αμοιβαίου περιορισμού των δικαστικών εξόδων πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των ιδιωτών και των δημόσιων φορέων ως διαδίκων.

72.      Ως προς τους ιδιώτες διάδικους ο αμοιβαίος περιορισμός των εξόδων μπορεί να δικαιολογείται υπό ορισμένες συνθήκες βάσει της δικονομικής ισότητας των όπλων, που περιλαμβάνεται στο θεμελιώδες δικαίωμα για δίκαιη δίκη (43), το οποίο καταλέγεται ρητώς στις δικονομικές αρχές κατά το άρθρο 9, παράγραφος 4, της Συμβάσεως. Αυτή η ισότητα των όπλων μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω (44), εάν ένας διάδικος απαλλαγεί σε σημαντικό βαθμό από την ευθύνη για τα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου, ενώ ο έτερος διάδικος οφείλει να αναλάβει το μεγαλύτερο τμήμα των εξόδων του και σε περίπτωση που ηττηθεί το σύνολο των εξόδων της διαδικασίας. Τέτοια άνιση κατανομή του κινδύνου των εξόδων θα μπορούσε, μάλιστα, να επηρεάσει την ανάπτυξη της δικονομικής στρατηγικής. Πράγματι, διάδικος ως προς τον οποίο έχει περιορισθεί σημαντικά ο κίνδυνος εξόδων θα μπορούσε να επιχειρήσει να διευρύνει άνευ άλλου λόγου τα στοιχεία της διαφοράς, προκειμένου να αυξήσει τα έξοδα του αντιδίκου και κατ’ επέκταση να τον ωθήσει σε συμβιβασμό.

73.      Ωστόσο, η Επιτροπή ορθώς επισημαίνει ότι η προκειμένη υπόθεση αφορά μόνον προσφυγές βάσει του άρθρου 10α της οδηγίας ΕΠΕ και του άρθρου 15α της οδηγίας ΟΠΕΡ. Αυτές στρέφονται, ως εκ της φύσεώς τους, κατά των αποφάσεων της διοικήσεως, δηλαδή κατά της αδείας σχεδίου κατόπιν εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ή κατά της ολοκληρωμένης αδείας συγκεκριμένων βιομηχανικών δραστηριοτήτων.

74.      Σε διαδικασία κατά των δημοσίων Αρχών δεν υφίσταται εξαρχής πραγματική ισότητα, καθόσον οι Αρχές διαθέτουν κατά κανόνα πολύ ευρύτερους πόρους από τους ενδιαφερομένους κατά την έννοια του άρθρου 10α της οδηγίας ΕΠΕ και του άρθρου 15α της οδηγίας ΟΠΕΡ. Υπό αυτό το πρίσμα, η διάταξη μονομερούς περιορισμού των δικαστικών εξόδων συνιστά απλώς το πρώτο στάδιο για την επίτευξη της ισότητας των όπλων.

75.      Εξάλλου, στις διαδικασίες αυτού του είδους αμφότερες οι πλευρές έχουν εν τέλει ένα κοινό συμφέρον, ήτοι την τήρηση του δικαίου. Εάν διοικητική Αρχή ηττηθεί σε ένδικη διαδικασία επειδή η προσβαλλόμενη απόφασή της είναι παράνομη, δεν μπορεί να τύχει περιορισμού των δικαστικών εξόδων όπως ο προσφεύγων. Άλλωστε, αυτή προκάλεσε την κίνηση της διαδικασίας ενεργώντας κατά παράβαση των κανόνων δικαίου.

76.      Τέλος, το δημόσιο συμφέρον στην τήρηση του δικαίου έχει ιδιαίτερη σημασία βάσει της Συμβάσεως του Άαρχους (45). Το συμφέρον αυτό απαγορεύει, τουλάχιστον στις διαδικασίες κατά το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ και το άρθρο 15α της οδηγίας ΟΠΕΡ, να περιορισθεί η εφαρμογή οποιουδήποτε εργαλείου το οποίο μπορεί, όπως η συμφωνία αμοιβής αναλόγως της εκβάσεως της υποθέσεως, να συμβάλει στην αποφυγή υπέρμετρων εξόδων εκπροσωπήσεως.

77.      Αυτός ο στόχος της Συμβάσεως του Άαρχους αποδυναμώνει επίσης την επιχειρηματολογία του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τα περιορισμένα μέσα των αρμόδιων αρχών. Ασφαλώς, είναι ορθό ότι οι αρχές χρησιμοποιούν μέσα για την ένδικη διαδικασία που τα στερούνται ακολούθως για την άσκηση των κύριων καθηκόντων τους. Κατά τη Σύμβαση όμως αυτό είναι φυσιολογικό. Είναι δε απολύτως εύλογο διότι η δικαστική επιβολή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας ή ο κίνδυνος δικαστικής ακυρώσεως επιβάλλει στις Αρχές να επιδεικνύουν ιδιαίτερη επιμέλεια κατά την εφαρμογή αυτής της νομοθεσίας.

78.      Αυτό όμως δεν αποκλείει κάθε δυνατότητα περιορισμού των δικαστικών εξόδων για το Δημόσιο. Δεν συντρέχει κανένας λόγος να αναλάβει το Δημόσιο το κόστος αμοιβής του εκπροσώπου του αντιδίκου που εξαρτάται, βάσει συμφωνίας, από την έκβαση της υποθέσεως και υπερβαίνει προδήλως τις συνήθεις αμοιβές ως προς τις οποίες δεν υφίσταται σχετική συμφωνία. Συνεπώς, ακόμη και σε διαδικασίες κατά του Δημοσίου δεν μπορεί να αποκλεισθεί άνευ ετέρου, για λόγους δικονομικής ισότητας των όπλων, η έκδοση διατάξεως «ασύμμετρου» αμοιβαίου περιορισμού των δικαστικών εξόδων που περιορίζει τον κίνδυνο των εξόδων αμφότερων των διαδίκων, αλλά παρέχει περιθώριο για συμφωνία εύλογης αμοιβής που εξαρτάται από την έκβαση της υποθέσεως.

79.      Ωστόσο, η διάταξη αυτή δεν επιτρέπεται εν τέλει να δημιουργεί κίνητρο ώστε το οικονομικώς ισχυρότερο Δημόσιο να διευρύνει άνευ άλλου λόγου τα στοιχεία της διαφοράς, αυξάνοντας τα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου σε βαθμό που υπερβαίνει προδήλως τα όρια του κόστους που δύναται καλυφθεί (46). Το ύψος της εύλογης αμοιβής η οποία εξαρτάται βάσει συμφωνίας από την έκβαση της υποθέσεως μπορεί να κριθεί, λοιπόν, μόνον υπό το φως της εκάστοτε περιπτώσεως.

80.      Συνεπώς, το Ηνωμένο Βασίλειο παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3, παράγραφος 7, και από το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/35, καθόσον στο πλαίσιο των διαδικασιών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής αυτών των διατάξεων τα δικαστήρια μπορούν να διατάξουν αμοιβαίο περιορισμό των δικαστικών εξόδων ο οποίος αποτρέπει, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η προσφυγή, να επιβαρυνθεί ο αντίδικος με το κόστος εύλογης αμοιβής ανάλογης της εκβάσεως της υποθέσεως για την εκπροσώπηση των προσώπων και ενώσεων που αφορούν οι εν λόγω διατάξεις.

3.      Επί των προσωρινών μέτρων

81.      Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα προσωρινά μέτρα στην Αγγλία και την Ουαλία, περιλαμβανομένου του Γιβραλτάρ, καθώς και στη Βόρεια Ιρλανδία λαμβάνονται κατά κανόνα μόνον όταν ο αιτών αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποκαταστήσει τις ζημίες που προκαλούν τα εν λόγω μέτρα.

82.      Από τη δικογραφία δεν προκύπτει σαφώς το τι περιλαμβάνει αυτή η υποχρέωση αποζημιώσεως. Θεωρώ ως δεδομένο ότι δεν αφορά ζημίες που προκλήθηκαν λόγω υπαίτιας παράνομης συμπεριφοράς. Ως προς τούτο δεν θα ήταν αναγκαία η πρόβλεψη ιδιαίτερης υποχρεώσεως αποζημιώσεως, διότι θα εφαρμόζονταν οι γενικοί κανόνες περί αδικοπραξίας.

83.      Αντιθέτως, φρονώ ότι η ανωτέρω υποχρέωση επιβάλλεται όταν η αξίωση που προστατεύεται διά της λήψεως προσωρινών μέτρων αποδεικνύεται αβάσιμη στο πλαίσιο της μεταγενέστερης διαδικασίας. Στην περίπτωση αυτή, ο αιτών οφείλει προφανώς να αποκαταστήσει τις ζημίες που προκλήθηκαν λόγω της λήψεως προσωρινών μέτρων (47). Επομένως, στα επίμαχα, εν προκειμένω, είδη διαδικασίας συντρέχει κίνδυνος αναλήψεως του κόστους που οφείλεται στην καθυστέρηση ορισμένων έργων.

84.      Κατ’ αρχάς οι διάδικοι διαφωνούν σχετικά με το αν αυτός ο κίνδυνος εξόδων καλύπτεται εν γένει από τον περιορισμό των δικαστικών εξόδων με βάση το άρθρο 10α, παράγραφος 5, της οδηγίας ΕΠΕ και το άρθρο 15α, παράγραφος 5, της οδηγίας ΟΠΕΡ. Συγκεκριμένα, κατά το γράμμα των εν λόγω διατάξεων, μόνον η διαδικασία δεν πρέπει να έχει απαγορευτικό κόστος. Βάσει στενής ερμηνείας όμως η υποχρέωση αποκαταστάσεως των ζημιών που οφείλονται σε καθυστέρηση λόγω της λήψεως προσωρινών μέτρων δεν εμπίπτει στα δικαστικά έξοδα.

85.      Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ήδη ότι η εγγύηση της αποτελεσματικότητας του προβλεπόμενου από το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ και το άρθρο 15α της οδηγίας ΟΠΕΡ δικαιώματος προσβάσεως απαιτεί να έχουν τα μέλη του ενδιαφερόμενου κοινού το δικαίωμα να ζητήσουν τη διάταξη προσωρινών μέτρων (48). Αντιστοίχως, στο έγγραφο το οποίο δημοσιεύθηκε το έτος 2000 από την Οικονομική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη, με τίτλο «Η σύμβαση του Άαρχους, οδηγός εφαρμογής» τα προσωρινά μέτρα εμπίπτουν στο πλαίσιο της δικαστικής διατάξεως (49) που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 4, της Συμβάσεως ως τμήμα της διαδικασίας επανεξετάσεως (50).

86.      Επίσης, πρέπει να υπομνησθεί ότι η απαίτηση να μην είναι το κόστος αυτών των διαδικασιών απαγορευτικό αφορά το σύνολο των δαπανών που προκύπτουν από τη συμμετοχή στην ένδικη διαδικασία. Έτσι, το ζήτημα του τυχόν απαγορευτικού κόστους πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς, λαμβανομένων υπόψη όλων των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο ενδιαφερόμενος διάδικος (51). Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι ενδιαφερόμενοι κατά την έννοια του άρθρου 10α της οδηγίας ΕΠΕ και του άρθρου 15α της οδηγίας ΟΠΕΡ πρέπει να μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ή να συνεχίσουν μια διαδικασία που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων χωρίς η ενδεχόμενη οικονομική επιβάρυνση να συνιστά εμπόδιο συναφώς (52).

87.      Δεδομένου ότι και η αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων συνιστά διαδικασία αυτού του είδους, καθώς και ότι οι ενδεχόμενες αξιώσεις αποζημιώσεως θα αύξαναν το σύνολο της οικονομικής δαπάνης, αυτές οι αξιώσεις πρέπει να καλύπτονται επίσης από τον περιορισμό των δικαστικών εξόδων. Ειδάλλως, η κίνηση της εν λόγω διαδικασίας θα αποτρεπόταν ενόψει της ενδεχόμενης υποχρεώσεως καταβολής αποζημιώσεως.

88.      Το Ηνωμένο Βασίλειο αντιτείνει στην Επιτροπή ότι τα έργα που καλύπτονται από το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ και από το άρθρο 15α της οδηγίας ΟΠΕΡ δεν συνεχίζονται, ως επί το πλείστον, όσο εκκρεμεί η ένδικη διαδικασία ακόμη και χωρίς να ληφθούν προσωρινά μέτρα. Δεν υλοποιούνται συνήθως δαπανηρές εργασίες όταν υφίσταται κίνδυνος ακυρώσεως της αντίστοιχης αδείας.

89.      Το επιχείρημα αυτό καθιστά σχετική την πρακτική σημασία της αιτιάσεως της Επιτροπής, η οποία όμως εξακολουθεί να είναι βάσιμη στις περιπτώσεις που είναι αναγκαία η λήψη προσωρινών μέτρων.

90.      Περαιτέρω, το Ηνωμένο Βασίλειο διατείνεται ότι τα διοικητικά δικαστήρια ασκούν κατά κανόνα την ευχέρεια εκτιμήσεως που διαθέτουν προς την κατεύθυνση αποκλεισμού της υποχρεώσεως αποζημιώσεως. Συναφώς όμως ισχύει επίσης ότι η απλή δυνατότητα ασκήσεως διακριτικής ευχέρειας κατά τρόπο σύμφωνο προς την υποχρέωση περιορισμού των δικαστικών εξόδων δεν επαρκεί, προκειμένου να μεταφερθεί το άρθρο 10α, παράγραφος 5, της οδηγίας ΕΠΕ και το άρθρο 15α, παράγραφος 5, της οδηγίας ΟΠΕΡ στην εσωτερική έννομη τάξη.

91.      Πιο σημαντικό είναι το επιχείρημα του Ηνωμένου Βασιλείου ότι η υποχρέωση αποζημιώσεως συνάδει με την αρχή της αποτελεσματικότητας, δηλαδή δεν καθιστά υπερβολικά δυσχερή ούτε πρακτικώς αδύνατη την άσκηση δικαιωμάτων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης.

92.      Το επιχείρημα αυτό στηρίζεται στην ορθή παραδοχή ότι τα κράτη μέλη έχουν περιθώριο ελιγμών κατά την εφαρμογή του άρθρου 10α της οδηγίας ΕΠΕ και του άρθρου 15α της οδηγίας ΟΠΕΡ, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (53). Τούτο το περιθώριο δεν τίθεται εν αμφιβόλω ούτε υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (54) και συνδέεται με την αρχή της αποτελεσματικότητας.

93.      Επομένως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί η δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν, καταρχήν, υποχρέωση αποζημιώσεως για τη λήψη προσωρινών μέτρων, η οποία αφορά και την άσκηση δικαιωμάτων που στηρίζονται στο δίκαιο της Ένωσης. Αυτό ισχύει ιδίως σε διαδικασίες μεταξύ ιδιωτών διαδίκων, καθόσον τέτοιο μέτρο θίγει κατ’ ανάγκη τα δικαιώματα του αντιδίκου.

94.      Συναφώς, το Ηνωμένο Βασίλειο προτάσσει ορθώς την προστασία της ιδιοκτησίας του αποδέκτη της προσβαλλομένης αδείας.

95.      Βεβαίως, πρέπει να σημειωθεί ότι κανένα δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν θεμελιώνεται σε άδεια η οποία μπορεί ακόμη να προσβληθεί ενώπιον δικαστηρίου (55). Συγκεκριμένα, στο στάδιο αυτό υφίσταται μόνον η προσδοκία της δυνατότητας εκμεταλλεύσεως της αδείας. Οι απλές προσδοκίες όμως δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο προστασίας του δικαιώματος της ιδιοκτησίας (56), ιδίως όταν αμφισβητείται η πραγματοποίησή τους (57). Εντούτοις, οι επιβαρύνσεις που προκύπτουν από την ένδικη διαδικασία μπορούν να περιορίσουν την άσκηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας (58) κωλύοντας, επί παραδείγματι, συγκεκριμένη χρήση ακινήτου για την υλοποίηση του έργου.

96.      Πάντως, η προστασία του περιβάλλοντος δύναται να δικαιολογήσει περιορισμό της ασκήσεως του δικαιώματος της ιδιοκτησίας (59). Τούτο ισχύει και για τα προσωρινά μέτρα που λαμβάνονται προς εξασφάλιση του status quo κατά τη διάρκεια της δικαστικής επανεξετάσεως περιβαλλοντικής αδείας. Ο περιορισμός της ιδιοκτησίας και άλλων ελευθεριών στηρίζεται, δηλαδή, προπαντός στο ότι τα επιδιωκόμενα έργα χρήζουν αδείας για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος. Εφόσον όμως η απαίτηση αδείας είναι δικαιολογημένη, τούτο πρέπει να ισχύει ομοίως, καταρχήν, και ως προς τη λήψη προσωρινών μέτρων, ώστε να μην εκλείψει στην πράξη το αντικείμενο της υποθέσεως κατά τη διάρκεια της δικαστικής επανεξετάσεως της αδείας.

97.      Σε παρόμοιες σκέψεις, άλλωστε, θα μπορούσε να στηρίζεται η δικαστική πρακτική που επικαλείται το Ηνωμένο Βασίλειο, κατά την οποία σε διαδικασίες όπου ένας εκ των διαδίκων είναι το Δημόσιο δεν επιβάλλεται συνήθως υποχρέωση αποζημιώσεως.

98.      Όσον αφορά τις διαδικασίες στις οποίες αναφέρονται το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ και το άρθρο 15α της οδηγίας ΟΠΕΡ, οι ανωτέρω σκέψεις έχουν επιπρόσθετη σημασία, διότι στο πλαίσιο των εν λόγω διαδικασιών αναγνωρίζεται ιδιαιτέρως το γενικό συμφέρον στην εξασφάλιση της εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Επομένως, οι προσφεύγοντες σε αυτές τις διαδικασίες απολαύουν προστασίας από υπέρμετρο ή απαγορευτικό κόστος, η οποία υπερβαίνει την προστασία βάσει της αρχής της αποτελεσματικότητας και του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας (60).

99.      Αυτό το συμπέρασμα δεν αμφισβητείται ούτε υπό το φως της αποφάσεως Zuckerfabrik Süderdithmarschen και Zuckerfabrik Soest (61), την οποία παραθέτει το Ηνωμένο Βασίλειο. Στην απόφαση αυτή το Δικαστήριο απαίτησε την παροχή εγγυήσεως για την περίπτωση που τα προσωρινά μέτρα θα προκαλούσαν οικονομικό κίνδυνο για την Ένωση. Η εν λόγω απόφαση όμως δεν μπορεί να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία στις διαδικασίες στις οποίες αναφέρονται το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ και το άρθρο 15α της οδηγίας ΟΠΕΡ.

100. Συγκεκριμένα, η σχετική προσφυγή δεν ασκήθηκε προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος στην εξασφάλιση της εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, αλλά στρεφόταν, αποκλειστικώς για λόγους ιδιωτικού συμφέροντος του προσφεύγοντος, κατά ορισμένου τέλους που έπρεπε να καταβληθεί στην πρώην Κοινότητα. Επιπλέον, η εν λόγω εγγύηση παρασχέθηκε κυρίως προς εξασφάλιση της καταβολής του σχετικού τέλος και όχι προς αντιστάθμιση τυχόν ζημιών από καθυστέρηση λόγω της λήψεως προσωρινών μέτρων. Αυτές οι ζημίες θα μπορούσαν να καλυφθούν από τους οφειλόμενους κατά τα συνήθη τόκους υπερημερίας.

101. Πάντως, δεν αποκλείεται η ανάληψη δράσεως κατά της καταχρηστικής επιδιώξεως προσωρινής προστασίας. Εντούτοις, η ανάγκη προλήψεως των καταχρηστικών πρακτικών ή η επιβολή σχετικών κυρώσεων δεν σημαίνει ότι η λήψη προσωρινών μέτρων πρέπει να εξαρτάται κατ’ ανάγκην από υποχρέωση αποζημιώσεως. Αντιθέτως, σε τέτοιες περιπτώσεις θα αρκούσε η απόρριψη της αιτήσεως προσωρινών μέτρων ή η αναγνώριση των συνήθων αξιώσεων αποζημιώσεως, εάν η κατάχρηση αποκαλυπτόταν εκ των υστέρων.

102. Συνεπώς, το Ηνωμένο Βασίλειο παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3, παράγραφος 7, και από το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/35, καθόσον στο πλαίσιο των διαδικασιών στις οποίες αναφέρονται οι εν λόγω διατάξεις τα δικαστήρια στην Αγγλία και την Ουαλία, περιλαμβανομένου του Γιβραλτάρ, καθώς και στη Βόρεια Ιρλανδία μπορούν να εξαρτήσουν τη λήψη αναγκαίων προσωρινών μέτρων από υποχρέωση αποζημιώσεως.

       Επί της εφαρμογής

103. Πέραν της ελλιπούς μεταφοράς του άρθρου 3, παράγραφος 7, και του άρθρου 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/35, η Επιτροπή βάλλει επίσης κατά της εφαρμογής αυτών των διατάξεων από τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου.

104. Ο συγκεκριμένος λόγος της προσφυγής δεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η Επιτροπή προσβάλλει μεμονωμένες αποφάσεις των δικαστηρίων ως παράνομες λόγω παραβάσεως του άρθρου 3, παράγραφος 7, και του άρθρου 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/35. Άλλωστε, η Επιτροπή δεν παρέχει επαρκή στοιχεία για τις υποθέσεις αυτές, ώστε να καταστεί δυνατή η εξέταση του ζητήματος αν υπήρξε πράγματι παράβαση των εν λόγω διατάξεων.

105. Εντούτοις, η στάση της Επιτροπής θα μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι με τον συγκεκριμένο λόγο της προσφυγής βάλλει κατά μιας πρακτικής των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί, σε ορισμένο βαθμό, πάγια και γενική (62). Για τον σκοπό αυτόν θα έπρεπε να προσκομίσει επαρκή στοιχεία ότι σε αυτό το κράτος μέλος έχει διαμορφωθεί διαρκής και κατ’ επανάληψη ακολουθούμενη πρακτική (63).

106. Εκ πρώτης όψεως, η διαπίστωση ότι η νομολογία των εθνικών δικαστηρίων δεν αρκεί για να εξασφαλίσει τη δέουσα μεταφορά του άρθρου 3, παράγραφος 7, και του άρθρου 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/35 στην εσωτερική έννομη τάξη, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένδειξη ότι τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου παραβαίνουν συστηματικά τις ανωτέρω διατάξεις.

107. Το συμπέρασμα αυτό όμως δεν ευσταθεί. Η ως άνω διαπίστωση στηρίζεται στο ότι ο αναγκαίος περιορισμός των δικαστικών εξόδων δεν μπορεί να εξασφαλισθεί κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή διά της νομολογίας. Αντιθέτως, πάγια πρακτική θα υφίστατο, εάν καθαυτές οι δικαστικές αποφάσεις είχαν ως αποτέλεσμα την παραβίαση της επιταγής περί περιορισμού των δικαστικών εξόδων.

108. Τούτο δεν το απέδειξε η Επιτροπή. Παραπέμπει μεν σε πολυάριθμες δικαστικές αποφάσεις, αλλά αυτή η επιχειρηματολογία της αποδεικνύει κυρίως ότι οι σχετικές αποφάσεις δεν μεταφέρουν ακόμη δεόντως τον περιορισμό των δικαστικών εξόδων που προβλέπουν το άρθρο 3, παράγραφος 7, και το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/35 στην έννομη τάξη του Ηνωμένου Βασιλείου. Συναφώς, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, το κεντρικό πρόβλημα συνίσταται στην ευχέρεια εκτιμήσεως που διαθέτουν τα δικαστήρια ως προς τα κρίσιμα ζητήματα και στην επακόλουθη αβεβαιότητα όσον αφορά τον κίνδυνο των εξόδων.

109. Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν χρησιμοποιεί τις διάφορες αποφάσεις για να αποδείξει ότι υφίστανται συγκεκριμένες πάγιες πρακτικές οι οποίες αντιβαίνουν σε συγκεκριμένες απαιτήσεις στο πλαίσιο του περιορισμού των δικαστικών εξόδων.

110. Η Επιτροπή προσεγγίζει αυτήν την απόδειξη στον εγγύτερο βαθμό όταν επισημαίνει ότι σε τέσσερις υποθέσεις οι προσφεύγοντες καταδικάστηκαν από τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου σε συγκεκριμένα έξοδα (64).

111. Αυτό όμως δεν επαρκεί για να στοιχειοθετηθεί πάγια πρακτική των δικαστηρίων στο Ηνωμένο Βασίλειο να καταδικάζουν σε υπέρμετρα ή απαγορευτικά έξοδα τους προσφεύγοντες τους οποίους αφορά το άρθρο 3, παράγραφος 7, και το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/35.

112. Αφενός, τέσσερις αποφάσεις από δύο δικαστικές περιφέρειες του Ηνωμένου Βασιλείου δεν αρκούν για να τεκμηριώσουν πάγια πρακτική. Αφετέρου, η Επιτροπή δεν περιγράφει αυτές τις διαδικασίες κατά τρόπο αρκούντως ακριβή, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί αν τα σχετικά έξοδα είναι όντως πολύ υψηλά.

113. Εάν η Επιτροπή απέβλεπε με την αιτίασή της περί ελλιπούς εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 7, και του άρθρου 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/35 να στραφεί κατά πάγιας και γενικής πρακτικής των δικαστηρίων στο Ηνωμένο Βασίλειο, αυτός ο λόγος της προσφυγής θα έπρεπε να απορριφθεί.

114. Εντούτοις, θεωρώ ως δεδομένο ότι αυτός ο λόγος της προσφυγής βάλλει μόνον κατά της μη δέουσας μεταφοράς του άρθρου 3, παράγραφος 7, και του άρθρου 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/35 στην εσωτερική έννομη τάξη βάσει δικαστικών προηγούμενων (65). Δεν επιβάλλεται λοιπόν η χωριστή απόρριψη του.

V –    Επί των εξόδων

115. Δυνάμει του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του Ηνωμένου Βασιλείου στα δικαστικά έξοδα και το Ηνωμένο Βασίλειο ηττήθηκε κατά το κύριο μέρος των ισχυρισμών του, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Κατά το άρθρο 140, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, η Δημοκρατία της Ιρλανδίας και το Βασίλειο της Δανίας που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

VI – Πρόταση

116. Προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

1)      Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3, παράγραφος 7, και από το άρθρο 4, παράγραφος 4 , της οδηγίας 2003/35/ΕΚ, σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού στην κατάρτιση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων που αφορούν το περιβάλλον και με την τροποποίηση όσον αφορά τη συμμετοχή του κοινού και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, των οδηγιών 85/337/ΕΟΚ και 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου,

–      καθόσον η ευχέρεια εκτιμήσεως των δικαστηρίων δεν προσανατολίζεται προς τον σκοπό της προστασίας από το απαγορευτικό κόστος, υπό τη μορφή περιορισμού των δικαστικών εξόδων, και τα σχετικά κριτήρια δεν συνάδουν με τις εν λόγω διατάξεις,

–      καθόσον στο πλαίσιο των διαδικασιών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής αυτών των διατάξεων τα δικαστήρια μπορούν να διατάξουν αμοιβαίο περιορισμό των δικαστικών εξόδων ο οποίος αποτρέπει, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η προσφυγή, να επιβαρυνθεί ο αντίδικος με το κόστος εύλογης αμοιβής ανάλογης της εκβάσεως της υποθέσεως για την εκπροσώπηση των προσώπων και ενώσεων που αφορούν οι εν λόγω διατάξεις, και

–      καθόσον στο πλαίσιο των διαδικασιών στις οποίες αναφέρονται οι εν λόγω διατάξεις τα δικαστήρια στην Αγγλία και την Ουαλία, περιλαμβανομένου του Γιβραλτάρ, καθώς και στη Βόρεια Ιρλανδία μπορούν να εξαρτήσουν τη λήψη αναγκαίων προσωρινών μέτρων από υποχρέωση αποζημιώσεως.

2)      Καταδικάζει το Ηνωμένο Βασίλειο στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το Βασίλειο της Δανίας και η Ιρλανδία φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – Σύμβαση για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (ΕΕ 2005, L 124, σ. 4).


3 – Οδηγία 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού στην κατάρτιση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων που αφορούν το περιβάλλον και με την τροποποίηση όσον αφορά τη συμμετοχή του κοινού και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, των οδηγιών 85/337/ΕΟΚ και 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (EE L 156, σ. 17).


4 – Απόφαση της 11ης Απριλίου 2013, C‑260/11.


5 – Εγκρίθηκε με την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (ΕΕ L 124, σ. 1)


6 – Οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 175, σ. 40) [στο εξής: οδηγία ΕΠΕ), όπως κωδικοποιήθηκε με την οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ 2012, L 26, σ. 1).


7 –      Οδηγία 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (ΕΕ L 257, σ. 26) [στο εξής: οδηγία ΟΠΕΡ], όπως κωδικοποιήθηκε με την οδηγία 2008/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2008, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (ΕΕ L 24, σ. 8), και αντικαταστάθηκε με την οδηγία 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (ΕΕ L 334, σ. 17).


8 – Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4.


9 – Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4.


10 – Απόφαση Edwards (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 35).


11 – Απόφαση Edwards (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψεις 27 επ.).


12 – Απόφαση Edwards (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 45).


13 – Σχετικά με ενδεχόμενα δικαιώματα ευρύτερης εμβέλειας κατά το άρθρο 47, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, βλ. τις προτάσεις μου της 18ης Οκτωβρίου 2012, στην υπόθεση Edwards (σημείο 38), καθώς και την απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C‑279/09, DEB (Συλλογή 2010, σ. I‑13849, σκέψεις 60 επ.).


14 – Απόφαση Edwards (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 40).


15 – Βλ. απόφαση Edwards (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 42) και προτάσεις μου σε αυτήν την υπόθεση (προαναφερθείσες στην υποσημείωση 13, σημείο 47).


16 – Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, C‑427/07, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Συλλογή 2009, σ. I‑6277, σκέψεις 93 επ.).


17 – Αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2007, C‑418/04, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Συλλογή 2007, σ. I‑10947, σκέψη 157), και της 14ης Οκτωβρίου 2010, C‑535/07, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Συλλογή 2010, σ. I‑9483, σκέψη 60).


18 – Αποφάσεις της 27ης Απριλίου 1988, 252/85, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1988, σ. 2243, σκέψη 5), της 12ης Ιουλίου 2007, C‑507/04, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Συλλογή 2007, σ. I‑5939, σκέψη 89), και της 27ης Οκτωβρίου 2011, C‑311/10, Επιτροπή κατά Πολωνίας (σκέψη 40).


19 – Αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1992, C‑132/91, C‑138/91 και C‑139/91, Κατσικάς κ.λπ. (Συλλογή 1992, σ. I‑6577, σκέψη 39), της 8ης Ιουνίου 1994, C‑382/92, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Συλλογή 1994, σ. I‑2435, σκέψη 36), της 9ης Δεκεμβρίου 2003, C‑129/00, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2003, σ. I‑14637, σκέψη 30), και Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψη 166).


20 – Βλ. προτάσεις μου της 15ης Ιανουαρίου 2009, C‑427/07, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Συλλογή 2009, σ. I‑6277, σημείο 99 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


21 – Βλ. απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2010, C‑456/08, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Συλλογή 2010, σ. I‑859, σκέψη 65), και προτάσεις μου σε αυτήν την υπόθεση (σημεία 60 επ.).


22 – Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi της 18ης Ιανουαρίου 2007, C‑127/05, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (απόφαση της 14ης Ιουνίου 2007, Συλλογή 2007, σ. I‑4619, σημεία 130 επ.).


23 – Court of Appeal, Corner House Research (R on the application of) v Secretary of State for Trade & Industry [2005] 1 WLR 2600, σκέψεις 72 και 74.


24 – Απόφαση Edwards (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψεις 30 και 37 επ.), καθώς και προτάσεις μου στην υπόθεση αυτή (σημεία 19 επ. και 45 επ.).


25 – Βλ. απόφαση Edwards (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4, ιδίως σκέψη 40), καθώς και προτάσεις μου στην υπόθεση αυτή (ιδίως σημείο 36).


26 – Απόφαση Edwards (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4, ιδίως σκέψεις 35 και 40), καθώς και προτάσεις μου στην υπόθεση αυτή (ιδίως σημείο 24).


27 – Απόφαση Corner House (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 72).


28 –      Court of Appeal, Morgan & Baker v Hinton Organics (Wessex) Ltd [2009] EWCA 107 Civil Division, σκέψη 47, περίπτωση ii.


29 – Court of Appeal, Garner, R (on the application of) v Elmbridge Borough Council & Ors [2010] EWCA Civ 1006, σκέψη 50 (απόφαση της 29ης Ιουλίου 2010).


30 – Απόφαση Edwards (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψεις 35 και 39).


31 – Υπόμνημα αντικρούσεως (σημείο 70), λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως Garner (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 29, σκέψη 39), βλ. επίσης σημείο 44 του υπομνήματος αντικρούσεως.


32 – Απόφαση Edwards (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 33).


33 – Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 28 (σκέψεις 35 επ.).


34 – Απόφαση Edwards (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 40).


35 – Απόφαση Edwards (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 43).


36 – Σ. 12 (σ. 111 των παραρτημάτων που επισυνάπτονται στο δικόγραφο της προσφυγής).


37 – Αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑191/95, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1998, σ. I‑5449, σκέψη 55), της 6ης Νοεμβρίου 2003, C‑358/01, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 2003, σ. I‑13145, σκέψη 27), και της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑186/06, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 2007, σ. I‑12093, σκέψη 15).


38 – Αποφάσεις Επιτροπή κατά Γερμανίας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 37, σκέψη 56), της 6ης Νοεμβρίου 2003, Επιτροπή κατά Ισπανίας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 37, σκέψη 28), και της 7ης Ιουλίου 2005, C‑147/03, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Συλλογή 2005, σ. I‑5969, σκέψη 24).


39 – Αποφάσεις Επιτροπή κατά Γερμανίας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 37, σκέψη 54), της 6ης Νοεμβρίου 2003, Επιτροπή κατά Ισπανίας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 37, σκέψη 29), και της 7ης Απριλίου 2011, C‑20/09, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Συλλογή 2011, σ. I‑2637, σκέψη 20).


40 – Απόφαση Edwards (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψεις 27 επ.).


41 – Παρατηρήσεις της 20ής Δεκεμβρίου 2007, σημείο 31 (σ. 83 των παραρτημάτων που επισυνάπτονται στο δικόγραφο της προσφυγής).


42 – Βλ., σχετικά με την προσβολή της ελευθερίας του Τύπου λόγω συμφωνιών αυξημένων αμοιβών αναλόγως της εκβάσεως της υποθέσεως, την απόφαση του ΕΔΔΑ MGN κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 18ης Ιανουαρίου 2011 (προσφυγή υπ’ αριθ. 39401/04, §§ 192 επ.).


43 – Απόφαση της 26ης Ιουνίου 2007, C‑305/05, Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I‑5305, σκέψεις 29 έως 31).


44 – Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Stankiewicz κατά Πολωνίας της 6ης Απριλίου 2006 (προσφυγή υπ’ αριθ. 46917/99, §§ 60 επ.), σχετικά με την απαλλαγή της εισαγγελίας από τα δικαστικά έξοδα.


45 – Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Edwards (προαναφερθείσες στην υποσημείωση 13, σημεία 40 επ.).


46 – Η παρουσίαση της διαδικασίας R (Birch) v Barnsley MBC στο σημείο 26 του υπομνήματος απαντήσεως της Επιτροπής υποδηλώνει τέτοια στρατηγική.


47 – Στο γερμανικό αστικό δικονομικό δίκαιο, τέτοιο δικαίωμα αποζημιώσεως θεμελιώνεται στο άρθρο 945 του [γερμανικού] Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ωστόσο, κατά την απόφαση του Bundesgerichtshof [Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου] της 23ης Σεπτεμβρίου 1980 (VI ZR 165/78, Neue Juristische Wochenschrift 1981, σ. 349), τούτο δεν μπορεί να εφαρμοσθεί ως προς τις ζημίες των προσεπικληθέντων στη διοικητική διαδικασία.


48 – Απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2013, C‑416/10, Križan κ.λπ. (σκέψη 109).


49 – Συναφώς, το μη αυθεντικό, κατά το άρθρο 22 της Συμβάσεως, γερμανικό κείμενο της Συμβάσεως αναφέρεται εσφαλμένως σε «vorläufigem Rechtsschutz» [προσωρινά μέτρα]. Στα αυθεντικά κείμενα, στην αγγλική και γαλλική γλώσσα, χρησιμοποιούνται οι όροι «injunctive relief» και «redressement par injonction».


50 – Σ. 133 της αγγλικής εκδόσεως και σ. 170 της γαλλικής εκδόσεως (αμφότερες προσβάσιμες στο http://www.unece.org/index.php?id=21437). Κατά την απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, C‑182/10, Solvay κ.λπ. (σκέψη 27), ο οδηγός αυτός μπορεί να ληφθεί υπόψη, αλλά δεν είναι δεσμευτικός.


51 – Απόφαση Edwards (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψεις 27 επ.).


52 – Απόφαση Edwards (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψεις 35).


53 – Βλ. απόφαση Križan κ.λπ. (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 48, σκέψη 106).


54 – Απόφαση DEB (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψεις 28 επ.) και απόφαση της 27ης Ιουνίου 2013, C‑93/12, Agrokonsulting (σκέψεις 59 επ.).


55 – Βλ. προτάσεις μου της 19ης Απριλίου 2012, C‑416/10, Križan κ.λπ. (απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2013, σημείο 181).


56 – Βλ. αποφάσεις της 14ης Μαΐου 1974, 4/73, Nold κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1974, σ. 277, σκέψη 14), και της 5ης Οκτωβρίου 1994, C‑280/93, Γερμανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1994, σ. I‑4973, σκέψεις 79 επ.), καθώς και την απόφαση του ΕΔΔΑ Pine Valley Developments Ltd κ.λπ. κατά Ιρλανδίας της 29ης Νοεμβρίου 1991 (προσφυγή υπ’ αριθ. 12742/87, § 51).


57 – Απόφαση του ΕΔΔΑ Anheuser-Busch Inc. κατά Πορτογαλίας της 11ης Ιανουαρίου 2007 (προσφυγή υπ’ αριθ. 73049/01, Recueil des arrêts et décisions 2007‑I, §§ 64 επ.).


58 – Απόφαση Križan κ.λπ. (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 48, σκέψη 112).


59 – Απόφαση Križan κ.λπ. (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 48, σκέψη 114).


60 – Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Edwards (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 13, σημεία 39 επ.).


61 –      Απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1991, C‑143/88 και C‑92/89, Zuckerfabrik Süderdithmarschen και Zuckerfabrik Soest (Συλλογή 1991, σ. I‑415, σκέψη 32).


62 – Βλ. αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, C‑387/99, Επιτροπή κατά Γερμανίας, (Συλλογή 2004, σ. I‑3751, σκέψη 42), της 26ης Απριλίου 2005, C‑494/01, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Συλλογή 2005, σ. I‑3331, σκέψη 28), και της 5ης Μαρτίου 2009, C‑88/07, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 2009, σ. I‑1353, σκέψη 54).


63 – Απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 62, σκέψη 47).


64 – Σημεία 122 επ. του δικογράφου της προσφυγής.


65 –      Βλ., ανωτέρω, σημείο 41.