Language of document : ECLI:EU:C:2019:355

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 2ας Μαΐου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία της υγείας – Δέσμη των κανόνων για την υγιεινή – Κανονισμός (ΕΚ) 853/2004 – Υγιεινή των τροφίμων ζωικής προελεύσεως – Υποχρεώσεις των υπευθύνων επιχειρήσεων τροφίμων – Ειδικές απαιτήσεις – Κρέας κατοικίδιων οπληφόρων – Αποθήκευση και μεταφορά – Συνθήκες θερμοκρασίας του κρέατος»

Στην υπόθεση C‑98/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το College van Beroep voor het bedrijfsleven (διοικητικό εφετείο αρμόδιο επί οικονομικών υποθέσεων, Κάτω Χώρες) με απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Φεβρουαρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

T. Boer & Zonen BV

κατά

Staatssecretaris van Economische Zaken,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe, πρόεδρο του ενάτου τμήματος, D. Šváby (εισηγητή) και S. Rodin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η T. Boer & Zonen BV, εκπροσωπούμενη από τον K. J. Defares, advocaat,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Κ. Bulterman και M. L. Noort,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους D. Colas και S. Horrenberger, καθώς και από την A.-L. Desjonquères,

–        η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Z. Fehér και G. Koós, καθώς και από την M. M. Tátrai,

–        η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον C.-R. Canţăr, καθώς και από τις C.-M. Florescu και A. Wellman,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Bouquet και W. Farrell, καθώς και από την B. Eggers,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του παραρτήματος IΙΙ, τμήμα Ι, κεφάλαιο VIΙ, σημεία 1 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών κανόνων υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (ΕΕ 2004, L 139, σ. 55, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 226, σ. 22).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της T. Boer & Zonen BV, επιχειρήσεως τροφίμων με έδρα τις Κάτω Χώρες, και του Staatssecretaris van Economische Zaken (Υφυπουργού Οικονομικών, Κάτω Χώρες, στο εξής: Υφυπουργός), σχετικά με τα διοικητικά πρόστιμα που επιβλήθηκαν από τον τελευταίο στην εκκαλούσα της κύριας δίκης επειδή αυτή μεταφόρτωσε σε φορτηγό ψυγείο κρέας σε θερμοκρασία άνω των 7 °C και ορισμένα προϊόντα με βάση το κρέας σε θερμοκρασία άνω των 11 °C.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο κανονισμός 853/2004

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 2, 4 και 9 του κανονισμού 853/2004 αναφέρουν τα εξής:

«(1)      Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 852/2004[, της 29ης Απριλίου 2004, για την υγιεινή των τροφίμων (ΕΕ 2004, L 139, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004 L 226, σ. 3)], το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θέσπισαν γενικούς κανόνες που πρέπει να τηρούν οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων για την υγιεινή των τροφίμων.

(2)      Ορισμένα τρόφιμα ενδέχεται να παρουσιάζουν ειδικούς κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία, οι οποίοι απαιτούν τη θέσπιση ειδικών κανόνων υγιεινής. Αυτό συμβαίνει ιδίως για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, στα οποία έχουν διαπιστωθεί συχνά μικροβιολογικοί και χημικοί κίνδυνοι.

[…]

(4)      Όσον αφορά τη δημόσια υγεία, οι κανόνες αυτοί περιλαμβάνουν κοινές αρχές, οι οποίες ειδικότερα αφορούν τις ευθύνες των παρασκευαστών και των αρμόδιων αρχών, τις απαιτήσεις για τη διάρθρωση, τη λειτουργία και την υγιεινή των εγκαταστάσεων, τις διαδικασίες έγκρισης των εγκαταστάσεων, τις απαιτήσεις αποθήκευσης και μεταφοράς και τα σήματα καταλληλότητας.

[…]

(9)      Οι κύριοι στόχοι της αναδιατύπωσης είναι η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του καταναλωτή όσον αφορά την ασφάλεια των τροφίμων, ιδίως μέσω της επιβολής των ίδιων κανόνων στους υπευθύνους επιχειρήσεων τροφίμων σε ολόκληρη την Κοινότητα, και η εξασφάλιση της ορθής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς προϊόντων ζωικής προέλευσης, συμβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στην επίτευξη των στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής.»

4        Το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Ορισμοί», ορίζει τα ακόλουθα:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)      οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 178/2002·

2)      οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 852/2004·

3)      οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι· και

4)      οι τυχόν τεχνικοί ορισμοί που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα ΙΙ και ΙΙΙ.»

5        Το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Γενικές υποχρεώσεις», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων πρέπει να τηρούν τις σχετικές διατάξεις των παραρτημάτων ΙΙ και ΙΙΙ.»

6        Το άρθρο 4 του ίδιου κανονισμού, με τίτλο «Καταχώριση και έγκριση εγκαταστάσεων», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων διαθέτουν στην αγορά προϊόντα ζωικής προέλευσης που έχουν παραχθεί στην Κοινότητα, μόνον εφόσον τα προϊόντα αυτά έχουν παρασκευασθεί και υποστεί χειρισμούς αποκλειστικά σε εγκαταστάσεις:

α)      οι οποίες πληρούν τις σχετικές απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 852/2004, των παραρτημάτων ΙΙ και ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού και άλλες σχετικές απαιτήσεις της νομοθεσίας περί τροφίμων, και

β)      τις οποίες η αρμόδια αρχή έχει καταχωρίσει ή, οσάκις απαιτείται βάσει της παραγράφου 2, εγκρίνει.

2.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 6 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 852/2004, οι εγκαταστάσεις που χειρίζονται τα συγκεκριμένα προϊόντα ζωικής προέλευσης, για τα οποία το παράρτημα ΙΙΙ θεσπίζει απαιτήσεις, λειτουργούν μόνον αφού εγκριθούν από την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, πλην των εγκαταστάσεων στις οποίες πραγματοποιείται μόνον:

[…]

β)      μεταφορά·

[…]

3.      Μια εγκατάσταση, η οποία υπόκειται σε έγκριση σύμφωνα με την παράγραφο 2 δεν μπορεί να λειτουργεί εκτός εάν η αρμόδια αρχή, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 854/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών διατάξεων για την οργάνωση των επίσημων ελέγχων στα προϊόντα ζωικής προέλευσης που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο:

α)      της έχει χορηγήσει έγκριση λειτουργίας μετά από επιτόπου επιθεώρηση, ή

[…]

4.      Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 854/2004. Συγκεκριμένα, οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων εξασφαλίζουν ότι μια εγκατάσταση παύει να λειτουργεί εάν η αρμόδια αρχή αποσύρει την έγκρισή της ή, στην περίπτωση έγκρισης υπό όρους, δεν την παρατείνει ή δεν χορηγήσει πλήρη έγκριση.

[…]»

7        Το παράρτημα I του κανονισμού 853/2004, με τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει στο σημείο 1.16 ότι ως «Σφαγείο» νοείται η «εγκατάσταση που χρησιμοποιείται για τη σφαγή και τον καθαρισμό ζώων, των οποίων το κρέας προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση».

8        Το παράρτημα ΙΙΙ, τμήμα Ι, κεφάλαιο II, του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Απαιτήσεις για τα σφαγεία», προβλέπει διάφορες απαιτήσεις σε σχέση με την κατασκευή, τη διαρρύθμιση και τον εξοπλισμό των σφαγείων τις οποίες πρέπει να τηρούν οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων.

9        Το παράρτημα III του εν λόγω κανονισμού περιλαμβάνει το τμήμα Ι, του οποίου το κεφάλαιο VII, με τίτλο «Αποθήκευση και μεταφορά», ορίζει τα εξής:

«Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων διασφαλίζουν ότι η αποθήκευση και η μεταφορά του κρέατος κατοικίδιων οπληφόρων πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις ακόλουθες απαιτήσεις.

1.      α)      Εάν δεν προβλέπεται άλλως από διαφορετικές ειδικές διατάξεις, η μετά τη σφαγή επιθεώρηση πρέπει να ακολουθείται αμέσως από ψύξη στο σφαγείο που να εξασφαλίζει για όλα τα σημεία του κρέατος θερμοκρασία όχι ανώτερη των 3 °C για τα εντόσθια και των 7 °C για τα λοιπά κρέατα, με βάση καμπύλη ψύξης που εξασφαλίζει συνεχή μείωση της θερμοκρασίας. Ωστόσο, είναι δυνατός ο τεμαχισμός του κρέατος και η αφαίρεση των οστών του κατά την ψύξη σύμφωνα με το κεφάλαιο V σημείο 4.

β)      Κατά τη διάρκεια των εργασιών ψύξης, πρέπει να υπάρχει επαρκής αερισμός, ώστε να αποφεύγεται η συμπύκνωση υδρατμών στην επιφάνεια του κρέατος.

2.      Το κρέας πρέπει να φθάνει τη θερμοκρασία που ορίζεται στο σημείο 1 και να διατηρεί αυτή τη θερμοκρασία κατά τη διάρκεια της αποθήκευσης.

3.      Το κρέας πρέπει να φθάνει τη θερμοκρασία που ορίζεται στο σημείο 1 πριν από τη μεταφορά και να διατηρεί αυτή τη θερμοκρασία κατά τη διάρκεια της μεταφοράς. Ωστόσο, η μεταφορά επιτρέπεται επίσης να πραγματοποιείται εάν το επιτρέπει η αρμόδια αρχή για να είναι δυνατή η παραγωγή συγκεκριμένων προϊόντων, υπό τον όρο ότι:

α)      η μεταφορά αυτή πραγματοποιείται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζει η αρμόδια αρχή για τη μεταφορά από μια συγκεκριμένη εγκατάσταση σε άλλη·

β)      το κρέας εγκαταλείπει το σφαγείο ή την αίθουσα τεμαχισμού που βρίσκεται στον ίδιο τόπο με τις κτιριακές εγκαταστάσεις του σφαγείου αμέσως, και η διάρκεια της μεταφοράς δεν υπερβαίνει τις δύο ώρες.

4.      Το κρέας που προορίζεται για κατάψυξη πρέπει να καταψύχεται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, λαμβάνοντας υπόψη, όταν χρειάζεται, μια περίοδο σταθεροποίησης πριν από την κατάψυξη.

5.      Το ασυσκεύαστο κρέας πρέπει να αποθηκεύεται και να μεταφέρεται χωριστά από το συσκευασμένο κρέας, εκτός εάν αποθηκεύονται ή μεταφέρονται σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα ή κατά τρόπον ώστε τα υλικά συσκευασίας και ο τρόπος αποθήκευσης ή μεταφοράς να μην αποτελούν πηγή μόλυνσης για το κρέας.»

 Ο κανονισμός 852/2004

10      Το άρθρο 2 του κανονισμού 852/2004, με τίτλο «Ορισμοί», διευκρινίζει στην παράγραφο 1, στοιχείο γʹ, ότι, για τους σκοπούς του κανονισμού αυτού, ως «εγκατάσταση» νοείται «κάθε μονάδα μιας επιχείρησης τροφίμων».

11      Το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Ανάλυση κινδύνων και κρίσιμα σημεία ελέγχου», ορίζει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν πάγια διαδικασία ή διαδικασίες βάσει των αρχών [Hazard Analysis Critical Control Point (HACCP) (Ανάλυση κινδύνων και κρίσιμα σημεία ελέγχου)].»

 Ο κανονισμός (ΕΚ) 178/2002

12      Ο κανονισμός (ΕΚ) 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (ΕΕ 2002, L 31, σ. 1), ορίζει, στο άρθρο 3, παράγραφος 2, την «επιχείρηση τροφίμων» ως «κάθε επιχείρηση, κερδοσκοπική ή μη, δημόσια ή ιδιωτική, η οποία ασκεί οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που συνδέονται με οιοδήποτε στάδιο της παραγωγής, μεταποίησης και διανομής των τροφίμων».

13      Το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Ανάλυση του κινδύνου», ορίζει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Προκειμένου να επιτευχθεί ο γενικός στόχος για υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας και της ζωής του ανθρώπου, η νομοθεσία για τα τρόφιμα θα βασιστεί στην ανάλυση του κινδύνου, εκτός όταν αυτό δεν είναι κατάλληλο για τις συνθήκες ή τη φύση του μέτρου.»

14      Το άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Αρχή της προφύλαξης», ορίζει τα εξής:

«1.      Στις ειδικές περιπτώσεις κατά τις οποίες, ύστερα από αξιολόγηση των διαθέσιμων πληροφοριών, εντοπίζεται πιθανότητα βλαβερών επιπτώσεων στην υγεία, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα, μπορούν να ληφθούν τα προσωρινά μέτρα διαχείρισης του κινδύνου που είναι αναγκαία για την εξασφάλιση του υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας που έχει επιλεγεί στην Κοινότητα, μέχρι να υπάρξουν περαιτέρω επιστημονικές πληροφορίες για μια πιο εμπεριστατωμένη αξιολόγηση του κινδύνου.

2.      Τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει της παραγράφου 1 είναι ανάλογα και όχι πιο περιοριστικά για το εμπόριο από όσο απαιτείται για την επίτευξη του υψηλού επιπέδου προστασίας που έχει επιλεγεί στην Κοινότητα, ενώ παράλληλα λαμβάνουν υπόψη την τεχνική και οικονομική βιωσιμότητα και άλλους παράγοντες όπως αρμόζει στο εκάστοτε ζήτημα. Αυτά τα μέτρα αναθεωρούνται μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, ανάλογα με τη φύση του κινδύνου που προσδιορίζεται όσον αφορά τη ζωή ή την υγεία και του είδους των επιστημονικών πληροφοριών που απαιτούνται για τη διασαφήνιση της επιστημονικής αβεβαιότητας και τη διεξαγωγή μιας πιο εμπεριστατωμένης αξιολόγησης του κινδύνου.»

15      Το άρθρο 8 του ίδιου κανονισμού, που τιτλοφορείται «Προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Η νομοθεσία για τα τρόφιμα αποβλέπει στην προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών και αποτελεί τη βάση ώστε οι καταναλωτές να μπορούν να επιλέγουν ενήμεροι τα τρόφιμα που καταναλώνουν. […]»

16      Το άρθρο 14 του κανονισμού 178/2002, με τίτλο «Γενικές απαιτήσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα», ορίζει τα εξής:

«1.      Τρόφιμα τα οποία είναι μη ασφαλή δεν διατίθενται στην αγορά.

[…]

5.      Κατά τον προσδιορισμό του κατά πόσο ένα τρόφιμο είναι ακατάλληλο για ανθρώπινη κατανάλωση, δίδεται προσοχή στο κατά πόσο το εν λόγω τρόφιμο δεν μπορεί να γίνει δεκτό για ανθρώπινη κατανάλωση σύμφωνα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, λόγω μόλυνσης προερχόμενης είτε από ξένες ουσίες είτε από άλλον παράγοντα, ή λόγω σήψης, αλλοίωσης ή αποσύνθεσης.»

17      Το άρθρο 17 του κανονισμού αυτού, σε σχέση με τις «Υποχρεώσεις», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων και ζωοτροφών εξασφαλίζουν ότι τα τρόφιμα ή οι ζωοτροφές, σε όλα τα στάδια της παραγωγής, μεταποίησης και διανομής μέσα στην επιχείρηση που βρίσκεται υπό τον έλεγχό τους, ικανοποιούν τις απαιτήσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα οι οποίες αφορούν τις δραστηριότητές τους και επαληθεύουν την ικανοποίηση αυτών των απαιτήσεων.

2.      Τα κράτη μέλη εκτελούν τη νομοθεσία για τα τρόφιμα, παρακολουθούν και επαληθεύουν εάν τηρούνται οι σχετικές απαιτήσεις της νομοθεσίας αυτής από τους υπευθύνους των επιχειρήσεων τροφίμων και ζωοτροφών σε όλα τα στάδια παραγωγής, μεταποίησης και διανομής.

Για το σκοπό αυτό διατηρούν σύστημα επίσημων ελέγχων και άλλων δραστηριοτήτων όπως αρμόζει στις περιστάσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η δημόσια επικοινωνία σε θέματα που αφορούν την ασφάλεια και τον κίνδυνο των τροφίμων και των ζωοτροφών, η εποπτεία της ασφάλειας των τροφίμων και των ζωοτροφών και άλλες δραστηριότητες παρακολούθησης που καλύπτουν όλα τα στάδια παραγωγής, μεταποίησης και διανομής.

Τα κράτη μέλη καθορίζουν επίσης το σύστημα των κυρώσεων που επιβάλλονται στις παραβιάσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές. Οι εν λόγω κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές.»

 Το ολλανδικό δίκαιο

18      Το άρθρο 6.2, παράγραφος 1, του Wet houdende een integal kader voor regels over gehouden dieren daraan gerebererde onderwwerpen (νόμου περί ολοκληρωμένου πλαισίου σχετικά με την εκτροφή ζώων και συναφή ζητήματα), της 19ης Μαΐου 2011 (Stb. 2011, αριθ. 345) (στο εξής: νόμος περί ζώων), προβλέπει τα εξής:

«Απαγορεύεται οποιαδήποτε πράξη που παραβιάζει διατάξεις κανονισμών της Ένωσης σχετικά με ζητήματα στα οποία έχει εφαρμογή ο παρών νόμος, οι οποίες ορίζονται με διάταγμα ή με άλλη πράξη εκδιδόμενη βάσει διατάγματος ή με υπουργική απόφαση.»

19      Το άρθρο 8.7 του νόμου περί ζώων ορίζει τα ακόλουθα:

«Ο Υπουργός μπορεί να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο στον παραβάτη.»

20      Το άρθρο 2.4 της Regeling van de Minister van Economische Zaken, nr. WJZ/12346914, houdende regels met betrekking tot dierlijke producten (αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών αριθ. WJZ/12346914, περί κανόνων σχετικά με προϊόντα ζωικής προελεύσεως), της 7ης Δεκεμβρίου 2012 (Stcrt. 2012, αριθ. 25949), ορίζει στην παράγραφο 1, στοιχείο d, τα εξής:

«Οι διατάξεις των κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 6.2, παράγραφος 1, του νόμου περί ζώων είναι οι ακόλουθες:

[…]

d)      τα άρθρα 3 και 4, παράγραφοι 1 έως 4, καθώς και τα άρθρα 5 και 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 853/2004.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

21      Η T. Boer & Zonen εκμεταλλεύεται σφαγείο μέσω του οποίου μεταποιεί και εμπορεύεται κυρίως μοσχαρίσιο κρέας, προϊόντα με βάση το κρέας και υποπροϊόντα. Εφαρμόζει διαδικασία σφαγής κατά την οποία, μετά τη σφαγή και τον καθαρισμό, τα σφάγια και τα τεμάχια των σφαγίων ψύχονται σταδιακά εντός ψυκτικού θαλάμου ευρισκόμενου δίπλα στον χώρο σφαγής και καθαρισμού. Η διαδικασία ψύξεως συνεχίζεται εντός φορτηγού ψυγείου, ευρισκόμενου στην αποβάθρα φορτώσεως του σφαγείου, στο οποίο το κρέας μεταφορτώνεται από τον ψυκτικό θάλαμο ενόψει της μεταφοράς του.

22      Προκειμένου να διαπιστώσει αν η απαιτούμενη θερμοκρασία ψύξεως, η οποία ορίζεται στους 7 °C στο παράρτημα III, τμήμα I, κεφάλαιο VII, του κανονισμού 853/2004, έχει επιτευχθεί σε όλα τα σημεία του κρέατος, η T. Boer & Zonen εφαρμόζει έναν εμπειρικό κανόνα, κατά τον οποίο η θερμοκρασία του κρέατος μειώνεται κατά 1 °C ανά ώρα. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας σταδιακής ψύξεως, το φορτηγό‑ψυγείο είναι σταθμευμένο εντός του περιφραγμένου χώρου της εκμεταλλεύσεως της T. Boer & Zonen, τα δε έγγραφα μεταφοράς καταρτίζονται και εκδίδονται κατά το πέρας της διαδικασίας αυτής. Ακολούθως, το κρέας μεταφέρεται με το εν λόγω φορτηγό.

23      Κατά τη διάρκεια ελέγχων που διενεργήθηκαν στις 16 και στις 30 Δεκεμβρίου 2014 από τη Nederlandse Voedsel- en Warenautoriteit (ολλανδική Αρχή ασφάλειας τροφίμων και καταναλωτικών προϊόντων, Κάτω Χώρες) στις εγκαταστάσεις της T. Boer & Zonen, διαπιστώθηκε ότι το κρέας μεταφορτωνόταν σε φορτηγά‑ψυγεία σε θερμοκρασία υπερβαίνουσα τους 7 °C και, σε ορισμένες περιπτώσεις, τους 11 °C. Διαπιστώθηκε, επίσης, ότι η πρακτική αυτή είχε διαρθρωτικό χαρακτήρα.

24      Βάσει των ως άνω διαπιστώσεων, ο Υφυπουργός επέβαλε στην T. Boer & Zonen, με δύο χωριστές αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 2015, διοικητικά πρόστιμα συνολικού ύψους 20 000 ευρώ, αφενός, λόγω παραβάσεως του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 853/2004 και του παραρτήματος III, τμήμα I, κεφάλαιο VII, σημείο 3, του ίδιου κανονισμού (υπέρβαση της μέγιστης θερμοκρασίας κατά τη μεταφόρτωση) και, αφετέρου, λόγω παραβάσεως του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 852/2004 για την υγιεινή των τροφίμων (μη τήρηση των διαδικασιών που βασίζονται στις αρχές HACCP).

25      Η Τ. Boer & Zonen προσέβαλε τις προμνησθείσες αποφάσεις. Με απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2015, ο Υφυπουργός, κάνοντας εν μέρει δεκτές τις αιτιάσεις της T. Boer & Zonen, μείωσε το ύψος των εν λόγω προστίμων.

26      Ακολούθως, η Τ. Boer & Zonen άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως της 1ης Οκτωβρίου 2015 ενώπιον του Rechtbank Rotterdam (πρωτοδικείου Ρότερνταμ, Κάτω Χώρες), η οποία απερρίφθη στις 14 Ιουλίου 2016.

27      Η Τ. Boer & Zonen άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως ενώπιον του College van Beroep voor het Bedrijfsleven (διοικητικού εφετείου αρμόδιου επί υποθέσεων οικονομικής φύσεως, Κάτω Χώρες).

28      Προς στήριξη της προσφυγής της, η T. Boer & Zonen υποστηρίζει ότι η ψύξη του κρέατος μπορεί επίσης να πραγματοποιηθεί και μετά τη μεταφόρτωση σε φορτηγό‑ψυγείο, έως ότου επιτευχθεί η απαιτούμενη θερμοκρασία των 7 °C, εφόσον το όχημα αυτό δεν εξέλθει από τον χώρο του σφαγείου προτού θεωρηθεί δεδομένο ότι έχει επιτευχθεί η θερμοκρασία αυτή, βάσει του εμπειρικού κανόνα κατά τον οποίο η θερμοκρασία του κρέατος μειώνεται κατά 1 °C ανά ώρα. Ο Υφυπουργός υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι η διαδικασία ψύξεως που εφαρμόζει η T. Boer & Zonen είναι προδήλως μη συμβατή προς τις διατάξεις και προς τον σκοπό του κανονισμού 853/2004, καθότι δεν διασφαλίζει την ασφάλεια των τροφίμων. Κατά την άποψή του, η ψύξη πρέπει να πραγματοποιείται εντός του σφαγείου, σύμφωνα με τις επιταγές του σημείου 1 του κεφαλαίου VII του τμήματος Ι που περιλαμβάνεται στο παράρτημα III του εν λόγω κανονισμού, το δε φορτηγό‑ψυγείο δεν μπορεί να εξομοιωθεί με σφαγείο, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως. Επιπλέον, η απαιτούμενη ψύξη πρέπει να έχει επιτευχθεί πριν από τη μεταφόρτωση του κρέατος στο όχημα.

29      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι δεν αμφισβητείται, αφενός, ότι η θερμοκρασία του κρέατος που ήλεγξε η ολλανδική Αρχή ασφάλειας τροφίμων και καταναλωτικών προϊόντων υπερέβαινε τους 7 °C κατά τον χρόνο της μεταφορτώσεως στο φορτηγό‑ψυγείο και, αφετέρου, ότι οι περιστάσεις της ενώπιόν του εκκρεμούσας υποθέσεως δεν αντιστοιχούν στην περίπτωση που προβλέπεται στο σημείο 3, δεύτερη περίοδος, στοιχεία αʹ και βʹ, του κεφαλαίου VII του τμήματος I που περιλαμβάνεται στο παράρτημα III του κανονισμού 853/2004.

30      Το αιτούν δικαστήριο φρονεί, αφενός, ότι ένα φορτηγό‑ψυγείο δεν μπορεί να εξομοιωθεί με «σφαγείο», όπως το τελευταίο ορίζεται στο σημείο 1.16 του παραρτήματος I του κανονισμού 853/2004. Αφετέρου, εκτιμά ότι ένα τέτοιο όχημα δεν αποτελεί μονάδα της επιχειρήσεως τροφίμων και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να λογισθεί ως εγκατάσταση, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 852/2004. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι η μεταφορά του κρέατος αρχίζει με τη μεταφόρτωσή του στο φορτηγό‑ψυγείο και ότι η πλήρης ψύξη του πρέπει να έχει ολοκληρωθεί πριν από τη μεταφόρτωσή του στο εν λόγω όχημα.

31      Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των αποκλινουσών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί από ολλανδικά δικαστήρια σε σχέση με την ερμηνεία της υποχρεώσεως ψύξεως που προβλέπεται στο παράρτημα III, τμήμα I, κεφάλαιο VII, σημεία 1 και 3, του κανονισμού 853/2004, το αιτούν δικαστήριο δέχεται ότι η ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης δεν είναι τόσο προφανής ώστε να μην χωρεί καμία εύλογη αμφιβολία.

32      Υπό τις συνθήκες αυτές, το College van Beroep voor het bedrijfsleven (διοικητικό εφετείο αρμόδιο επί οικονομικών υποθέσεων) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν οι διατάξεις του παραρτήματος III, τμήμα I, κεφάλαιο VII, σημεία 1 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 853/2004 την έννοια ότι η ψύξη του κρέατος πρέπει να πραγματοποιείται στο ίδιο το σφαγείο, προκειμένου η μεταφόρτωση του κρέατος σε φορτηγό‑ψυγείο να μπορεί να ξεκινήσει μόνον όταν η θερμοκρασία του κρέατος έχει φτάσει τους 7 °C κατ’ ανώτατο όριο, ή μπορεί η ψύξη του κρέατος να πραγματοποιείται επίσης στο φορτηγό‑ψυγείο, εφόσον αυτό δεν εξέρχεται από τον χώρο του σφαγείου;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

33      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινισθεί εάν τo παράρτημα III, τμήμα I, κεφάλαιο VII, σημεία 1 και 3, του κανονισμού 853/2004 έχει την έννοια ότι η ψύξη του κρέατος μετά τη σφαγή πρέπει να πραγματοποιείται αποκλειστικώς εντός των εγκαταστάσεων του σφαγείου, έως ότου επιτευχθεί σε όλα τα σημεία του κρέατος θερμοκρασία μη υπερβαίνουσα τους 7 °C, ή εάν μπορεί επίσης να πραγματοποιείται εντός φορτηγού‑ψυγείου ευρισκόμενου στον χώρο του εν λόγω σφαγείου.

34      Προκαταρκτικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, στη δεύτερη περίοδο του σημείου 3 του κεφαλαίου VII που περιλαμβάνεται στο τμήμα I του εν λόγω παραρτήματος, ο κανονισμός 853/2004 προβλέπει, για ορισμένα προϊόντα και υπό ειδικές προϋποθέσεις, παρέκκλιση από την υποχρέωση να ψύχεται το κρέας σε θερμοκρασία 7 °C πριν από τη μεταφορά. Πλην όμως, δεν ετέθη εν προκειμένω ζήτημα τέτοιας παρεκκλίσεως, το δε αιτούν δικαστήριο δεν ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει την ανωτέρω διάταξη κατά το μέτρο που προβλέπει τέτοια παρέκκλιση.

35      Σύμφωνα με τα σημεία 1 και 3 του κεφαλαίου VII, τμήμα I, του παραρτήματος III του κανονισμού 853/2004, η μετά τη σφαγή επιθεώρηση των ζώων πρέπει να ακολουθείται αμέσως από ψύξη εντός του σφαγείου, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται ότι η θερμοκρασία σε όλα τα σημεία του κρέατος δεν υπερβαίνει τους 7 °C. Επιπλέον, η θερμοκρασία αυτή πρέπει να επιτυγχάνεται και να διατηρείται τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του κρέατος.

36      Από το γράμμα των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η ψύξη πρέπει να πραγματοποιείται εντός του ίδιου του σφαγείου. Ως εκ τούτου, πρέπει να διερευνηθεί εάν ένα φορτηγό‑ψυγείο, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί μέρος ενός «σφαγείου», κατά την έννοια του κανονισμού 853/2004, το οποίο προορίζεται για την ψύξη του κρέατος.

37      Το σημείο 1.16 του παραρτήματος I του εν λόγω κανονισμού ορίζει ως «Σφαγείο» την «εγκατάσταση που χρησιμοποιείται για τη σφαγή και τον καθαρισμό ζώων, των οποίων το κρέας προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση». Κατά το άρθρο 2, παράγραφος, 1 στοιχείο γʹ, του κανονισμού 852/2004, ως «εγκατάσταση» νοείται «κάθε μονάδα μιας επιχείρησης τροφίμων».

38      Επιπλέον, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, η εγκατάσταση αυτή πρέπει να εξασφαλίζει την άμεση ψύξη όλων των σημείων του κρέατος πριν από τη μεταφορά του.

39      Επ’ αυτού, όπως ορθώς επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ένα φορτηγό‑ψυγείο όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης προορίζεται, από τη φύση του, για τη μεταφορά του κρέατος και δεν εμπλέκεται στη διαδικασία σφαγής, καθαρισμού και ψύξεως του κρέατος πριν από την αποθήκευση ή τη μεταφορά. Η επιτελούμενη από τέτοια οχήματα λειτουργία συνίσταται κυρίως στη μεταφορά του κρέατος και όχι στην ψύξη του, δεδομένου ότι ο ψυκτικός μηχανισμός τους έχει σχεδιασθεί για τη διατήρηση χαμηλής θερμοκρασίας κατά τη μεταφορά.

40      Επιπροσθέτως, όπως υπογράμμισε η Γαλλική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της, η ψύξη εντός του ψυκτικού θαλάμου των σφαγείων καθιστά δυνατή την άμεση ψύξη υπό τις καλύτερες συνθήκες, με σκοπό την πρόληψη της ανάπτυξης βακτηρίων και, κατά συνέπεια, την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου ασφάλειας των τροφίμων, σε αντίθεση με την ψύξη που μπορεί να πραγματοποιηθεί εντός φορτηγού‑ψυγείου, κατά την οποία η θερμοκρασία ελέγχεται μόνον εμπειρικά.

41      Οι ως άνω εκτιμήσεις δεν ανατρέπονται λόγω της περιστάσεως ότι το φορτηγό‑ψυγείο βρίσκεται εντός του χώρου του σφαγείου κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ψύξεως.

42      Επιπλέον, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 853/2004, οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων διαθέτουν στην αγορά προϊόντα ζωικής προέλευσης που έχουν παραχθεί στην [Ένωση], μόνον εφόσον τα προϊόντα αυτά έχουν παρασκευασθεί και υποστεί χειρισμούς αποκλειστικά σε εγκαταστάσεις οι οποίες έχουν καταχωρισθεί ή, στις προβλεπόμενες στην παράγραφο 2 περιπτώσεις, έχουν εγκριθεί από την αρμόδια αρχή. Η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου προβλέπει ότι οι εγκαταστάσεις που χειρίζονται προϊόντα ζωικής προελεύσεως, για τα οποία το παράρτημα ΙΙΙ του κανονισμού αυτού θεσπίζει απαιτήσεις, δύνανται να ασκούν τις δραστηριότητές τους μόνον εφόσον η αρμόδια αρχή τους έχει χορηγήσει έγκριση λειτουργίας μετά από επιτόπου επιθεώρηση. Η χορήγηση της εγκρίσεως αυτής στις επιχειρήσεις τροφίμων εξαρτάται από ορισμένες απαιτήσεις σε σχέση με τους χώρους των εγκαταστάσεων όπου εκτελούνται η σφαγή και ο καθαρισμός, οι οποίες εκτίθενται στο παράρτημα III, τμήμα I, κεφάλαιο II, του εν λόγω κανονισμού.

43      Πλην όμως, τα μέσα μεταφοράς κρέατος, μολονότι υπόκεινται σε ορισμένες απαιτήσεις, όπως οι προβλεπόμενες στο τιτλοφορούμενο «Μεταφορά» κεφάλαιο IV του παραρτήματος II του κανονισμού 852/2004, εξαιρούνται από την ανωτέρω διαδικασία εγκρίσεως από την αρμόδια αρχή και δεν καλύπτονται από την έγκριση που χορηγείται στον υπεύθυνο του σφαγείου.

44      Τέλος, τυχόν ερμηνεία του παραρτήματος III, τμήμα I, κεφάλαιο VII, σημεία 1 και 3, του κανονισμού 853/2004 υπό την έννοια ότι οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίμων μπορούν να προβαίνουν σε ψύξη, εντός φορτηγού‑ψυγείου ευρισκόμενου στον χώρο σφαγείου, κρέατος προοριζόμενου για ανθρώπινη κατανάλωση και προερχόμενου από ζώα που έχουν μόλις σφαγεί έως ότου επιτευχθεί, όσον αφορά το κρέας, η θερμοκρασία των 7 °C δεν συνάδει προς τον κύριο σκοπό που επιδιώκεται με τους κανόνες περί υγιεινής, ο οποίος, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 9 του εν λόγω κανονισμού, έγκειται στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του καταναλωτή όσον αφορά την ασφάλεια των τροφίμων.

45      Πράγματι, από την αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 853/2004 προκύπτει ότι τα τρόφιμα ζωικής προελεύσεως ενδέχεται να παρουσιάζουν ειδικούς κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία, οι οποίοι απαιτούν τη θέσπιση ειδικών κανόνων υγιεινής.

46      Συναφώς, ο σκοπός που έγκειται στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της δημόσιας υγείας ώθησε τον νομοθέτη της Ένωσης, όπως αναφέρει η αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 853/2004, να προβλέψει ότι οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίμων φέρουν την ευθύνη να διασφαλίζουν την ασφάλεια των τροφίμων, καθώς και να τους επιβάλει την υποχρέωση να πραγματοποιούν όλες τις σφαγές ζώων εντός σφαγείων που πληρούν τις σχετικές με την κατασκευή, τη διαρρύθμιση και τον εξοπλισμό τεχνικές απαιτήσεις που ορίζονται, ειδικότερα, στο παράρτημα III του κανονισμού 853/2004.

47      Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθεισών σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το παράρτημα III, τμήμα I, κεφάλαιο VII, σημεία 1 και 3, του κανονισμού 853/2004 έχει την έννοια ότι η ψύξη του κρέατος μετά από τη σφαγή πρέπει να πραγματοποιείται εντός των ίδιων των εγκαταστάσεων του σφαγείου, έως ότου επιτευχθεί σε όλα τα σημεία του κρέατος θερμοκρασία μη υπερβαίνουσα τους 7 °C, πριν από οιαδήποτε μεταφόρτωσή του σε φορτηγό‑ψυγείο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

48      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

Το παράρτημα III, τμήμα I, κεφάλαιο VII, σημεία 1 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών κανόνων υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, έχει την έννοια ότι η ψύξη του κρέατος μετά από τη σφαγή πρέπει να πραγματοποιείται εντός των ίδιων των εγκαταστάσεων του σφαγείου, έως ότου επιτευχθεί σε όλα τα σημεία του κρέατος θερμοκρασία μη υπερβαίνουσα τους 7 °C, πριν από οιαδήποτε μεταφόρτωσή του σε φορτηγόψυγείο.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.