Language of document : ECLI:EU:C:2017:147

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 1ης Μαρτίου 2017(1)

Υπόθεση C‑60/16

Mohammad Khir Amayry

κατά

Migrationsverket

[αίτηση του Kammarrätten i Stockholm – Migrationsöverdomstolen (διοικητικού εφετείου Στοκχόλμης δικάζοντος υποθέσεις μεταναστεύσεως, Σουηδία)για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός (ΕΕ) 604/2013 – Προσδιορισμός του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας που υποβλήθηκε σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας – Άρθρο 28 – Θέση του ενδιαφερομένου υπό κράτηση για διασφάλιση της μεταφοράς του στο υπεύθυνο κράτος – Προθεσμία για πραγματοποίηση της μεταφοράς – Υπολογισμός της προθεσμίας – Εθνική ρύθμιση επιτρέπουσα τη θέση του ενδιαφερομένου υπό κράτηση και την παράτασή της για διάστημα μεγαλύτερο των δύο μηνών – Επιτρεπτό»






 I.      Εισαγωγή

1.        Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει τις διατάξεις του άρθρου 28, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 (2) προκειμένου να προσδιορίσει τις προθεσμίες που πρέπει να εφαρμοστούν στη διαδικασία μεταφοράς ενός αιτούντος διεθνή προστασία ο οποίος έχει τεθεί υπό κράτηση εν αναμονή της μεταφοράς του στο υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεώς του κράτος μέλος.

2.        Προκειμένου να διασφαλίσει την πραγματοποίηση της μεταφοράς αυτής, ο νομοθέτης της Ένωσης επιτρέπει στα κράτη μέλη να θέσουν υπό κράτηση τον ενδιαφερόμενο όταν προκύπτει, μετά από ατομική αξιολόγηση κάθε περιπτώσεως, ότι υπάρχει κίνδυνος αυτός να διαφύγει ώστε να μην υποβληθεί στη διαδικασία μεταφοράς, τούτο δε μόνον εφόσον η εν λόγω κράτηση δεν είναι δυσανάλογη και εφόσον δεν είναι δυνατό να εφαρμοστούν άλλα λιγότερο εξαναγκαστικά μέτρα.

3.        Για να διασφαλίσει ότι η εν λόγω κράτηση θα είναι όσο γίνεται συντομότερη, ο νομοθέτης όρισε τις προθεσμίες που έχουν εφαρμογή για την ολοκλήρωση της διαδικασίας προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους, καθώς και για την πραγματοποίηση της μεταφοράς, στο άρθρο 28, παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ –του οποίου η ερμηνεία ζητείται εν προκειμένω– εφαρμόζοντας τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.

4.        Με τα προδικαστικά του ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο θέτει ζητήματα αφορώντα τον υπολογισμό των προθεσμιών αυτών σε μια περίπτωση την οποία δεν προέβλεψε ο νομοθέτης της Ένωσης.

5.        Συγκεκριμένα, ο αιτών διεθνή προστασία τέθηκε υπό κράτηση, όχι σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας, όπως ρητώς προβλέπεται στο άρθρο 28, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού –δηλαδή πριν το αιτούν κράτος μέλος υποβάλει στο κράτος μέλος, το οποίο θεωρεί υπεύθυνο, την αίτησή του για (εκ νέου) ανάληψη του αιτούντος διεθνή προστασία–, αλλά σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας αυτής, όταν η εν λόγω αίτηση έχει γίνει δεκτή από το τελευταίο κράτος και, συνεπώς, απομένει μόνο να διευθετηθούν οι πρακτικές λεπτομέρειες της πραγματοποιήσεως της μεταφοράς.

6.        Μολονότι η απάντηση στα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου δεν προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 28, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, παρά ταύτα δύναται να συναχθεί, πρώτα, από την όλη οικονομία του εν λόγω άρθρου και, ιδίως, από τις αρχές της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας οι οποίες αποτελούν το βάθρο των προθεσμιών που έχουν εφαρμογή στη διαδικασία μεταφοράς αιτούντος διεθνή προστασία ο οποίος έχει τεθεί υπό κράτηση, στη συνέχεια, από τους σκοπούς που ο νομοθέτης της Ένωσης επιδιώκει στο πλαίσιο αυτό και, τέλος, από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

7.        Με την πρόταση που θα διατυπώσω στο τέλος της αναλύσεως που ακολουθεί, θα προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι, σε μια κατάσταση όπως η επίμαχη, τα συγκεκριμένα κράτη μέλη έχουν προθεσμία έξι εβδομάδων, από τη θέση του αιτούντος υπό κράτηση, για να προβούν στη μεταφορά του.

8.        Θα εξηγήσω επίσης ότι, σε περίπτωση που ο αιτών έχει ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως μεταφοράς ή έχει ζητήσει την επανεξέτασή της, η προθεσμία αυτή τρέχει εκ νέου από το χρονικό σημείο από το οποίο η προσφυγή ή η αίτηση επανεξετάσεως δεν έχει πλέον ανασταλτικό αποτέλεσμα, είτε η αναστολή της προθεσμίας επήλθε αυτομάτως είτε επιβλήθηκε με απόφαση των αρμοδίων εθνικών δικαστηρίων είτε, ακόμη, ζητήθηκε από τον ενδιαφερόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.

9.        Τέλος, θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους θεωρώ ότι, λαμβανομένης υπόψη της ερμηνείας αυτής, το άρθρο 28, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού αντιτίθεται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως η επίμαχη, η οποία επιτρέπει τόσο τη θέση υπό κράτηση αιτούντος διεθνή προστασία, ενόψει της μεταφοράς του, για διάστημα μεγαλύτερο των έξι εβδομάδων όσο και την παράτασή του διαστήματος αυτού μέχρι να φθάσει τους δώδεκα μήνες, για λόγους που δεν ικανοποιούν τις απαιτήσεις σαφήνειας και προβλεψιμότητας οι οποίες διέπουν τη λήψη μέτρων περιοριστικών της ελευθερίας.

 II.      Το νομικό πλαίσιο

 A.      Το δίκαιο της Ένωσης

 1.      Η οδηγία 2013/33/ΕΕ

10.      Το άρθρο 8, παράγραφος 3, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (3), διευκρινίζει:

«Ο αιτών μπορεί να υποβληθεί σε κράτηση μόνο:

[…]

στ)      σύμφωνα με το άρθρο 28 του κανονισμού [Δουβλίνο III].»

11.      Επιγραφόμενο «Εγγυήσεις για κρατούμενους αιτούντες», το άρθρο 9, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει:

«Η κράτηση αιτούντος έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και εφαρμόζεται μόνο για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι που καθορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3.

Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με τους λόγους κράτησης που καθορίζονται στο άρθρο 8, παράγραφος 3, εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στο αιτούντα δεν δικαιολογούν συνέχιση της κράτησης.»

 2.      Ο κανονισμός Δουβλίνο III

12.      Στην αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού αυτού εκτίθενται τα εξής:

«Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνο επειδή επιζητεί διεθνή προστασία. Η κράτηση θα πρέπει να είναι όσο το δυνατό πιο σύντομη και να υπόκειται στις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας. Ειδικότερα, η κράτηση των αιτούντων πρέπει να είναι σύμφωνη με το άρθρο 31 της Σύμβασης της Γενεύης [της 28ης Ιουλίου 1951, σχετικά με το καθεστώς των προσφύγων]. Οι διαδικασίες που προβλέπονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό όσον αφορά τους κρατουμένους θα πρέπει να εκτελούνται κατά προτεραιότητα, εντός των ελάχιστων δυνατών προθεσμιών.»

13.      Το άρθρο 27 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Προσφυγές», ορίζει:

«1.      Ο αιτών […] έχει το δικαίωμα άσκησης πραγματικής προσφυγής, με τη μορφή ένδικου μέσου ή επανεξέτασης, ενώπιον δικαστηρίου, τόσο για τα πραγματικά όσο και για τα νομικά στοιχεία, κατά απόφασης μεταφοράς.

[…]

3.      Για τους σκοπούς ένδικων μέσων κατά αποφάσεων μεταφοράς ή επανεξετάσεων των αποφάσεων αυτών, τα κράτη μέλη προβλέπουν στο εθνικό δίκαιο:

α)      ότι το ένδικο μέσο ή η επανεξέταση παρέχει στον ενδιαφερόμενο το δικαίωμα να παραμείνει στο συγκεκριμένο κράτος μέλος εν αναμονή του αποτελέσματος του ένδικου μέσου ή της επανεξέτασης ή

β)      η μεταφορά αναστέλλεται αυτόματα και παύει να ισχύει μετά την παρέλευση εύλογου χρονικού διαστήματος, κατά τη διάρκεια του οποίου το δικαστήριο, μετά από λεπτομερή και αυστηρή εξέταση του αιτήματος, λαμβάνει απόφαση για την αναστολή ή μη του ένδικου μέσου ή της επανεξέτασης ή

γ)      το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να ζητήσει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από δικαστήριο να αναστείλει την εφαρμογή της απόφασης μεταφοράς εν αναμονή του ένδικου μέσου ή της επανεξέτασης που αιτήθηκε. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη δυνατότητα πραγματικής προσφυγής αναστέλλοντας τη μεταφορά έως ότου ληφθεί η απόφαση για το πρώτο αίτημα αναστολής. Η απόφαση για την αναστολή ή μη της εφαρμογής της απόφασης μεταφοράς λαμβάνεται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, επιτρέποντας, παράλληλα, τη λεπτομερή και αυστηρή εξέταση του αιτήματος αναστολής. Η απόφαση για τη μη αναστολή της εφαρμογής της απόφασης μεταφοράς αναφέρει τους λόγους στους οποίους βασίζεται.

4.      Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποφασίσουν αυτεπάγγελτα να αναστείλουν την εφαρμογή της απόφασης μεταφοράς εν αναμονή [εκδίκασης] του ένδικου μέσου ή της επανεξέτασης.»

14.      Το άρθρο 28 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα V που επιγράφεται «Κράτηση για τον σκοπό της μεταφοράς», έχει ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη δεν κρατούν ένα πρόσωπο για τον λόγο και μόνο ότι υπόκειται στη διαδικασία που θεσπίζεται με τον παρόντα κανονισμό.

2.      Όταν υπάρχει σημαντικός κίνδυνος διαφυγής [(4)], τα κράτη μέλη δύνανται να κρατούν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ούτως ώστε να εξασφαλίζονται οι διαδικασίες μεταφοράς σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, βάσει ατομικής αξιολόγησης και μόνον εφόσον η κράτηση είναι αναλογική, εάν δεν μπορούν να εφαρμοσθούν αποτελεσματικά λιγότερο αυστηρά εναλλακτικά μέτρα.

3.      Η κράτηση είναι όσο το δυνατό συντομότερη και δεν διαρκεί περισσότερο από τον χρόνο που εύλογα απαιτείται για την πλήρωση των αναγκαίων διοικητικών διαδικασιών με τη δέουσα επιμέλεια, μέχρι την εκτέλεση της μεταφοράς βάσει του παρόντος κανονισμού.

Όταν ένα πρόσωπο κρατείται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η προθεσμία υποβολής αιτήματος αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα από την υποβολή της αίτησης. Το κράτος μέλος που διεξάγει τη διαδικασία σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό ζητεί επείγουσα απάντηση σε τέτοιες περιπτώσεις. Η εν λόγω απάντηση δίδεται εντός δύο εβδομάδων από την παραλαβή του αιτήματος. Η έλλειψη απάντησης εντός δύο εβδομάδων ισοδυναμεί με αποδοχή του αιτήματος και συνεπάγεται υποχρέωση αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης του προσώπου, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης πρόβλεψης των κατάλληλων προετοιμασιών για την άφιξη.

Όταν ένα πρόσωπο κρατείται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η μεταφορά του εν λόγω προσώπου από το αιτούν κράτος μέλος στο υπεύθυνο κράτος μέλος διεξάγεται μόλις αυτό είναι πρακτικά δυνατό και το αργότερο εντός έξι εβδομάδων από την [ρητή ή σιωπηρή] αποδοχή του αιτήματος αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης του ενδιαφερόμενου προσώπου από άλλο κράτος μέλος ή από το χρονικό σημείο στο οποίο το ένδικο μέσο ή η προσφυγή παύει να έχει ανασταλτικό χαρακτήρα σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 3.

Όταν το αιτούν κράτος μέλος δεν τηρεί τις προθεσμίες για την υποβολή αιτήματος αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης ή όταν η μεταφορά δεν εκτελείται εντός της προαναφερόμενης στο τρίτο εδάφιο προθεσμίας των έξι εβδομάδων, το πρόσωπο δεν κρατείται πλέον. Τα άρθρα 21, 23, 24 και 29 εξακολουθούν να εφαρμόζονται σχετικά.

4.      Όσον αφορά τις συνθήκες κράτησης προσώπων και τις εγγυήσεις για τους κρατουμένους, προκειμένου να εξασφαλίζονται οι διαδικασίες μεταφορών στο υπεύθυνο κράτος μέλος, εφαρμόζονται τα άρθρα [9 έως 11] της οδηγίας [2013/33].»

15.      Το άρθρο 29, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα VI που επιγράφεται «Μεταφορές», ορίζει:

«Η μεταφορά του αιτούντος […] από το κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα προς το υπεύθυνο κράτος μέλος πραγματοποιείται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους που υπέβαλε το αίτημα, ύστερα από διαβούλευση μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών μελών, μόλις αυτό είναι πρακτικά δυνατόν και το αργότερο εντός προθεσμίας έξι μηνών από την αποδοχή του αιτήματος περί αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης του ενδιαφερομένου από άλλο κράτος μέλος ή από την έκδοση οριστικής απόφασης επί ενδίκου μέσου ή επανεξέτασης εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 3, υπάρχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

[…]»

 B.      Το σουηδικό δίκαιο

16.      Ο utlänningslagen (νόμος περί αλλοδαπών) της 29ης Σεπτεμβρίου 2005 (5) ορίζει, στο πρώτο του κεφάλαιο, άρθρο 8, ότι ο νόμος πρέπει να εφαρμόζεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, με τέτοιον τρόπο ώστε να μην περιορίζεται η ελευθερία του ενδιαφερομένου περισσότερο απ’ όσο είναι αναγκαίο.

17.      Στο άρθρο 9 του πρώτου κεφαλαίου διευκρινίζεται ότι οι διατάξεις που αφορούν την υποχρέωση αποχωρήσεως από την ημεδαπή και την απέλαση έχουν εφαρμογή, mutatis mutandis, επίσης για τις αποφάσεις μεταφοράς που βασίζονται στον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ.

18.      Οι διατάξεις που διέπουν τη θέση των αλλοδαπών υπό κράτηση ή υπό επιτήρηση περιέχονται στο κεφάλαιο 10 του εν λόγω νόμου.

19.      Το άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, σημείο 3, του κεφαλαίου αυτού επιτρέπει τη θέση αλλοδαπών ηλικίας τουλάχιστον 18 ετών υπό κράτηση με σκοπό την προετοιμασία της εκτελέσεως αποφάσεως απελάσεως ή την πραγματοποίηση της απελάσεως.

20.      Κατά το άρθρο 1, τρίτο εδάφιο, του κεφαλαίου 10 του εν λόγω νόμου, η θέση υπό κράτηση μπορεί να αποφασιστεί μόνον αν υφίσταται κίνδυνος ο ενδιαφερόμενος να διαπράξει αξιόποινες πράξεις στη Σουηδία, να διαφύγει, να αποφύγει την εκτέλεση της αποφάσεως μεταφοράς ή να την εμποδίσει με άλλον τρόπο.

21.      Κατά το άρθρο 4, δεύτερο εδάφιο, του κεφαλαίου 10 του νόμου περί αλλοδαπών, δεν επιτρέπεται η με σκοπό τη μεταφορά κράτηση αλλοδαπού για διάστημα μεγαλύτερο των δύο μηνών, εκτός αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι που δικαιολογούν κράτηση μεγαλύτερης διάρκειας. Όταν υφίστανται τέτοιοι λόγοι, ο αλλοδαπός δεν μπορεί να κρατηθεί για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών. Όταν πιθανολογείται ότι η εκτέλεση της αποφάσεως μεταφοράς θα διαρκέσει περισσότερο λόγω μη συνεργασίας του αλλοδαπού ή όταν καθυστερεί η λήψη των αναγκαίων εγγράφων, η μέγιστη αυτή διάρκεια ορίζεται σε δώδεκα μήνες.

22.      Το άρθρο 13 του κεφαλαίου 12 του εν λόγω νόμου διευκρινίζει ότι η Migrationsverket (Υπηρεσία Μεταναστεύσεως, Σουηδία) δύναται να αναστείλει την εκτέλεση των αποφάσεων απομακρύνσεως όταν αυτό δικαιολογείται από ειδικούς λόγους.

 III.      Τα πραγματικά περιστατικά και τα προδικαστικά ερωτήματα

23.      Ο Mohammad Khir Amayry κατέθεσε στη Σουηδία αίτηση διεθνούς προστασίας στις 19 Δεκεμβρίου 2014. Πάντως, μετά από έρευνα στη βάση δεδομένων «Eurodac» προέκυψε ότι ο ενδιαφερόμενος είχε εισέλθει στο ιταλικό έδαφος λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 6 Δεκεμβρίου 2014, και ότι είχε ήδη υποβάλει αίτηση προστασίας στις δανικές αρχές στις 17 Δεκεμβρίου 2014. Επομένως, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, η Υπηρεσία Μεταναστεύσεως ζήτησε, στις 15 Ιανουαρίου 2015, από τις ιταλικές αρχές να αναλάβουν εκ νέου τον ενδιαφερόμενο.

24.      Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή από τις ιταλικές αρχές στις 18 Μαρτίου 2015.

25.      Κατά συνέπεια, στις 2 Απριλίου 2015 η Υπηρεσία Μεταναστεύσεως απέρριψε την αίτηση του ενδιαφερομένου για χορήγηση τίτλου διαμονής, συμπεριλαμβανομένης της αιτήσεώς του για διεθνή προστασία, και αποφάσισε τη μεταφορά του στην Ιταλία. Επιπλέον, εκτιμώντας ότι υπήρχε σημαντικός κίνδυνος διαφυγής του ενδιαφερομένου, η Υπηρεσία Μεταναστεύσεως αποφάσισε να τον θέσει υπό κράτηση.

26.      Στη συνέχεια, ο ενδιαφερόμενος προσέβαλε τις αποφάσεις αυτές ενώπιον του Förvaltningsrätten i Stockholm (διοικητικού πρωτοδικείου Στοκχόλμης, Σουηδία). Κατόπιν της εν λόγω προσφυγής, η Υπηρεσία Μεταναστεύσεως αποφάσισε να αναστείλει την εκτέλεση της αποφάσεως μεταφοράς, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13 του κεφαλαίου 12 του νόμου περί αλλοδαπών και του άρθρου 27, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε στις 29 Απριλίου 2015, δεδομένου ότι το Förvaltningsrätten i Stockholm (διοικητικό πρωτοδικείο Στοκχόλμης) έκρινε, ιδίως, ότι ο Khir Amayry, αν αφηνόταν ελεύθερος, υπήρχε κίνδυνος να διαφύγει, να αποφύγει την εκτέλεση της αποφάσεως μεταφοράς ή να την εμποδίσει με άλλον τρόπο. Ο ενδιαφερόμενος άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

27.      Στις 8 Μαΐου 2015 εκτελέστηκε η απόφαση μεταφοράς. Στη συνέχεια, ο ενδιαφερόμενος επέστρεψε στη Σουηδία, όπου υπέβαλε νέα αίτηση διεθνούς προστασίας, την 1η Ιουνίου 2015.

28.      Στις 30 Ιουλίου 2015, το αιτούν δικαστήριο απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη κατά το μέρος που αφορούσε την απόφαση σχετικά με τη μεταφορά αλλά, αντιθέτως, την έκρινε παραδεκτή κατά το μέρος που αφορούσε τη θέση υπό κράτηση.

29.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Kammarrätten i Stockholm – Migrationsöverdomstolen (διοικητικό εφετείο Στοκχόλμης δικάζον υποθέσεις μεταναστεύσεως, Σουηδία) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αν ένας αιτών [διεθνή προστασία] δεν κρατείται κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο το υπεύθυνο κράτος μέλος συμφωνεί να τον αναδεχθεί, αλλά τίθεται υπό κράτηση σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο –με την αιτιολογία ότι μόνον τότε κρίνεται ότι υπάρχει σημαντικός κίνδυνος διαφυγής του προσώπου αυτού– μπορεί η προθεσμία των έξι εβδομάδων στο άρθρο 28, παράγραφος 3, του κανονισμού [Δουβλίνο ΙΙΙ] να υπολογισθεί, σε μια τέτοια περίπτωση, από την ημερομηνία κατά την οποία το πρόσωπο τίθεται υπό κράτηση ή πρέπει να υπολογισθεί από κάποιο άλλο χρονικό σημείο και, στην περίπτωση αυτή, από ποιο;

2)      Αποκλείει το άρθρο 28 του κανονισμού, σε περίπτωση που ο αιτών [διεθνή προστασία] δεν κρατείται κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο το υπεύθυνο κράτος μέλος συμφωνεί να τον αναδεχθεί, την εφαρμογή εθνικών κανόνων οι οποίοι, όπως αυτοί της Σουηδίας, συνεπάγονται ότι δεν επιτρέπεται η κράτηση του αλλοδαπού, εν αναμονή της εκτελέσεως αποφάσεως περί μεταφοράς, επί διάστημα μακρότερο από δύο μήνες, αν δεν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να κρατηθεί επί μακρότερο διάστημα, και, αν υπάρχουν τέτοιου είδους σοβαροί λόγοι, επιτρέπεται η κράτηση του αλλοδαπού επί τρεις το πολύ μήνες ή, αν είναι πιθανό να διαρκέσει περισσότερο η εκτέλεση της αποφάσεως περί μεταφοράς λόγω ελλείψεως συνεργασίας από τον αλλοδαπό ή αν απαιτείται χρόνος για τη λήψη των αναγκαίων εγγράφων, δώδεκα το πολύ μήνες;

3)      Αν η διαδικασία εκτελέσεως [μεταφοράς] αρχίσει εκ νέου, αφού η προσφυγή ή η αίτηση επανεξετάσεως έχει πλέον πάψει να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα (βλ. άρθρο 27, παράγραφος 3, του κανονισμού [Δουβλίνο ΙΙΙ]), πρέπει στην περίπτωση αυτή να αρχίσει νέα προθεσμία έξι εβδομάδων για την εκτέλεση της αποφάσεως περί μεταφοράς ή πρέπει να αφαιρεθεί επί παραδείγματι ο αριθμός των ημερών κατά τις οποίες το πρόσωπο έχει ήδη διατελέσει υπό κράτηση αφότου το υπεύθυνο κράτος μέλος έχει συμφωνήσει στην αναδοχή ή εκ νέου ανάληψη;

4)      Έχει κάποια σημασία το αν ο αιτών [διεθνή προστασία] ο οποίος έχει ασκήσει προσφυγή κατά αποφάσεως περί μεταφοράς δεν έχει ζητήσει ο ίδιος την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως περί μεταφοράς εν αναμονή της εκβάσεως της προσφυγής (βλ. άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 4, του κανονισμού [Δουβλίνο ΙΙΙ]);»

 IV.      Ανάλυση

30.      Θα εξετάσω διαδοχικά το πρώτο, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, κάθε ένα από τα οποία αφορά την ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 28, παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Στο τέλος θα εξετάσω το δεύτερο ερώτημα αναλύοντας τις συνέπειες της ερμηνείας αυτής όσον αφορά την επίμαχη εθνική νομοθεσία.

 A.      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

31.      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, στην ουσία, το Δικαστήριο αν, σε μια κατάσταση όπως η επίμαχη, όπου το αιτούν κράτος μέλος έθεσε τον αιτούντα διεθνή προστασία υπό κράτηση αφότου η αίτηση για (εκ νέου) ανάληψη του εν λόγω αιτούντος έγινε δεκτή από το υπεύθυνο κράτος μέλος, το άρθρο 28, παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η προθεσμία έξι εβδομάδων που παρέχεται στα εν λόγω κράτη για να προβούν στη μεταφορά αρχίζει από το χρονικό σημείο της θέσεως του αιτούντος υπό κράτηση. Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να προσδιορίσει το σημείο ενάρξεως της προθεσμίας αυτής.

32.      Με άλλα λόγια, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να αποσαφηνίσει το νομικό καθεστώς που διέπει τον ενδιαφερόμενο και, ιδίως, να προσδιορίσει τις προθεσμίες που έχουν εφαρμογή στη διαδικασία μεταφοράς η οποία τον αφορά.

33.      Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 28, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, δεδομένου ότι ο νομοθέτης δεν προέβλεψε ρητώς μια κατάσταση όπως η επίμαχη.

34.      Ωστόσο, η απάντηση αυτή μπορεί να συναχθεί, αφενός, από την όλη οικονομία της εν λόγω διατάξεως και, ιδίως, από την αρχή που ο νομοθέτης διατύπωσε στο πρώτο εδάφιο της διατάξεως αυτής, καθώς και από τον τρόπο με τον οποίο αυτός εφάρμοσε την εν λόγω αρχή στο τρίτο εδάφιο της ίδιας διατάξεως, και, αφετέρου, από τους σκοπούς που επιδιώκει ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ.

35.      Ο νομοθέτης διατυπώνει στο άρθρο 28, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού αυτού την αρχή ότι η κράτηση πρέπει να είναι «όσο το δυνατό συντομότερη και δεν [πρέπει να] διαρκεί περισσότερο από τον χρόνο που εύλογα απαιτείται για την πλήρωση των αναγκαίων διοικητικών διαδικασιών με τη δέουσα επιμέλεια, μέχρι την εκτέλεση της μεταφοράς» (6).

36.      Με τον τρόπο αυτόν, ο νομοθέτης ενσωματώνει στη συγκεκριμένη ρύθμιση την κατά την αιτιολογική σκέψη 20 του εν λόγω κανονισμού αρχή ότι η διάρκεια της κρατήσεως πρέπει να ανταποκρίνεται στις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.

37.      Ό σεβασμός των αρχών αυτών πρέπει να διασφαλίζει ότι οι περιορισμοί που επιβάλλονται στην άσκηση του δικαιώματος ελευθερίας του αιτούντος μένουν εντός των ορίων του αυστηρώς αναγκαίου, ενώ στις αρχές των συγκεκριμένων κρατών μελών παρέχεται πραγματική δυνατότητα να προβούν με ορθό τρόπο στη μεταφορά.

38.      Εφαρμόζοντας τις δύο αυτές αρχές, ο νομοθέτης προσδιορίζει στη συνέχεια, στο δεύτερο και στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, τις προθεσμίες που θεωρεί ότι είναι εύλογο να παρέχονται στα κράτη μέλη για την πραγματοποίηση όλων των ενεργειών που έχουν ως σκοπό, πρώτα, τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους και, στη συνέχεια, τη μεταφορά του αιτούντος σε περίπτωση που αυτός έχει ήδη τεθεί υπό κράτηση.

39.      Το άρθρο 28, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού διέπει τη διαδικασία πριν το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε σχετική αίτηση δεχθεί να αναλάβει τον αιτούντα διεθνή προστασία. Έτσι, ο νομοθέτης καθορίζει, αφενός, τον χρόνο τον οποίο έχει στη διάθεσή του το αιτούν κράτος μέλος για να υποβάλει την αίτησή του για (εκ νέου) ανάληψη από το κράτος μέλος το οποίο θεωρεί ότι είναι υπεύθυνο και, αφετέρου, τον χρόνο τον οποίο το τελευταίο κράτος έχει στη διάθεσή του για να απαντήσει.

40.      Κατά το εδάφιο αυτό, το αιτούν κράτος μέλος έχει μέγιστη προθεσμία ενός μηνός από την υποβολή της αιτήσεως διεθνούς προστασίας για να υποβάλει την αίτησή του για (εκ νέου) ανάληψη από το κράτος μέλος το οποίο θεωρεί ότι είναι υπεύθυνο, το οποίο με τη σειρά του έχει προθεσμία δύο εβδομάδων για να απαντήσει. Η εκπνοή της τελευταίας προθεσμίας συνεπάγεται μεταβίβαση της ευθύνης στο κράτος μέλος στο οποίο το αιτούν κράτος μέλος απηύθυνε την αίτηση.

41.      Η διάταξη του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του εν λόγω κανονισμού διέπει τη διαδικασία που έπεται της αποδοχής από το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση για (εκ νέου) ανάληψη του αιτούντος διεθνή προστασία και της εκδόσεως της αποφάσεως μεταφοράς του. Πράγματι, ο νομοθέτης αναφέρει ρητώς την προθεσμία που ισχύει για τη μεταφορά του αιτούντος από το αιτούν κράτος μέλος προς «το υπεύθυνο κράτος μέλος», πράγμα που προϋποθέτει ότι το τελευταίο έχει ήδη προσδιοριστεί και δεχθεί, ρητώς ή σιωπηρώς, να αναλάβει (εκ νέου) τον αιτούντα. Περαιτέρω, ο νομοθέτης διευκρινίζει ότι η μεταφορά πρέπει να πραγματοποιηθεί «μόλις αυτό είναι πρακτικά δυνατό» (7), πράγμα που προϋποθέτει την ύπαρξη προηγουμένης αποφάσεως ορίζουσας, ως ζήτημα αρχής, τη μεταφορά του αιτούντος από το αιτούν κράτος μέλος προς το υπεύθυνο κράτος μέλος.

42.      Έτσι, με τη διάταξη αυτή ο νομοθέτης καθορίζει τον χρόνο τον οποίο έχει στη διάθεσή του το αιτούν κράτος μέλος για να οργανώσει πρακτικά και να προβεί στη μεταφορά ενόψει της οποίας αποφασίστηκε η θέση του αιτούντος υπό κράτηση.

43.      Επομένως, ο νομοθέτης θεωρεί ότι η εύλογη προθεσμία που είναι αναγκαία για την πραγματοποίηση της εν λόγω μεταφοράς είναι το πολύ έξι εβδομάδες, με σημείο ενάρξεως τη ρητή ή σιωπηρή αποδοχή της αιτήσεως για (εκ νέου) ανάληψη ή το χρονικό σημείο στο οποίο η προσφυγή ή η αίτηση επανεξετάσεως έπαυσε να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Έτσι, ο νομοθέτης ορίζει ως σημείο ενάρξεως της προθεσμίας το χρονικό σημείο στο οποίο η μελλοντική πραγματοποίηση της μεταφοράς είναι συμφωνημένη και εξασφαλισμένη και επομένως απομένει μόνο να ρυθμιστούν οι πρακτικές της λεπτομέρειες.

44.      Τέλος, το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ καθορίζει τις συνέπειες της μη τηρήσεως των ανωτέρω προθεσμιών. Οι προθεσμίες αυτές θέτουν ένα αυστηρό όριο για την εφαρμογή της διαδικασίας μεταφοράς ενόψει της οποίας αποφασίστηκε η θέση υπό κράτηση, εφόσον το αιτούν κράτος μέλος θα υποχρεωθεί να θέσει τέλος στην κράτηση αυτή αν δεν καταφέρει να υποβάλει την αίτησή του ή αν δεν καταφέρει να μεταφέρει τον αιτούντα εντός των τασσομένων προθεσμιών, και τούτο ανεξαρτήτως των λόγων που μπορεί να επικαλεστεί το εν λόγω κράτος.

45.      Ποια συμπεράσματα μπορούν να συναχθούν από την όλη οικονομία του κειμένου αυτού;

46.      Διαπιστώνεται ότι οι προθεσμίες του άρθρου 28, παράγραφος 3, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του κανονισμού αυτού εντάσσονται στο πλαίσιο μιας διαδικασίας όπου ο αιτών τέθηκε υπό κράτηση σε πολύ πρώιμο στάδιο της διαδικασίας αυτής, δηλαδή πριν από την υποβολή από το αιτούν κράτος μέλος αιτήσεως για (εκ νέου) ανάληψη του αιτούντος διεθνή προστασία.

47.      Αυτό προκύπτει όχι μόνον από το γράμμα του δευτέρου εδαφίου της εν λόγω διατάξεως, δεδομένου ότι ο νομοθέτης ορίζει την προθεσμία υποβολής της αιτήσεως, αλλά και από το γράμμα του τρίτου εδαφίου της ίδιας διατάξεως, όπου ο νομοθέτης ορίζει ως σημείο ενάρξεως της προθεσμίας έξι εβδομάδων τον χρόνο αποδοχής της εν λόγω αιτήσεως. Έτσι, η προθεσμία την οποία ο νομοθέτης ορίζει στο άρθρο 28, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού αποτελεί τη λογική συνέχεια των διατάξεων του προηγουμένου εδαφίου και βασίζεται στο ότι ο αιτών έχει ήδη τεθεί υπό κράτηση κατά τον χρόνο υποβολής από το αιτούν κράτος μέλος της αιτήσεως για (εκ νέου) ανάληψη του αιτούντος διεθνή προστασία.

48.      Κατά συνέπεια, οι προθεσμίες του άρθρου 28, παράγραφος 3, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ δεν προορίζονται να εφαρμοστούν στο πλαίσιο μιας διαδικασίας όπως η επίμαχη, όπου ο αιτών τέθηκε υπό κράτηση αφότου το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η σχετική αίτηση δέχθηκε να τον αναλάβει (εκ νέου) αλλά πριν οργανωθεί πρακτικά η μεταφορά του.

49.      Επομένως, δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις καλύπτουσες την κατάσταση όπου ο αιτών, λόγω της θέσεώς του υπό κράτηση, μεταπίπτει από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 29, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού –το οποίο προβλέπει ένα γενικό καθεστώς και μια μέγιστη προθεσμία έξι μηνών για την πραγματοποίηση της μεταφοράς ενός αιτούντος διεθνή προστασία ο οποίος δεν έχει τεθεί υπό κράτηση– στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 28 του εν λόγω κανονισμού –το οποίο περιέχει ειδικές διατάξεις και καθορίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής που αφορούν ειδικά τη διαδικασία μεταφοράς προσώπων που έχουν τεθεί υπό κράτηση.

50.      Παρά ταύτα, δεν θεωρώ ότι βρισκόμαστε ενώπιον νομικού κενού.

51.      Πράγματι, όπως προανέφερα (8), η απάντηση στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου βρίσκεται, πρώτα, στη γενική αρχή που ο νομοθέτης της Ένωσης διατυπώνει στο άρθρο 28, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Συγκεκριμένα, η κράτηση πρέπει να είναι όσο το δυνατό βραχύτερη και, σύμφωνα με τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, δεν πρέπει να παρατείνεται πέραν του χρόνου που είναι ευλόγως αναγκαίος για την ολοκλήρωση των απαιτουμένων ενεργειών για την πραγματοποίηση της μεταφοράς.

52.      Στη συνέχεια, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο τρόπος με τον οποίο ο νομοθέτης της Ένωσης εφάρμοσε in concreto την αρχή αυτή στο άρθρο 28, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού.

53.      Πράγματι, η νομική κατάσταση του ενδιαφερομένου μπορεί αρκετά εύκολα να προσεγγίσει την κατάσταση στην οποία αναφέρεται η εν λόγω διάταξη δεδομένου ότι, και στις δύο περιπτώσεις, ο ενδιαφερόμενος τίθεται υπό κράτηση σε χρονικό σημείο στο οποίο η μεταφορά έχει συμφωνηθεί μεταξύ των συγκεκριμένων κρατών μελών και, ως εκ τούτου, μπορεί πρακτικά να αρχίσει η σχετική διαδικασία.

54.      Επομένως, σε μια κατάσταση όπως η επίμαχη, δεν βλέπω κανένα λόγο που να δικαιολογεί απόκλιση από αυτή την προθεσμία των έξι εβδομάδων που ο νομοθέτης ορίζει στην εν λόγω διάταξη, καθόσον, όπως προανέφερα (9), είναι ακριβώς ο χρόνος τον οποίο ο νομοθέτης έκρινε ως ευλόγως αναγκαίο για τα συγκεκριμένα κράτη μέλη για να οργανώσουν πρακτικά τη μεταφορά, με σημείο ενάρξεως το χρονικό σημείο στο οποίο η μελλοντική πραγματοποίησή της έχει συμφωνηθεί και εξασφαλιστεί (είτε κατόπιν αποδοχής της αιτήσεως είτε επειδή η προσφυγή ή η αίτηση επανεξετάσεως δεν έχουν πλέον ανασταλτικό αποτέλεσμα) και επομένως απομένει μόνο η ρύθμιση των πρακτικών λεπτομερειών της μεταφοράς αυτής. Πάντως, εν προκειμένω, το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση, ήτοι η Ιταλική Δημοκρατία, δέχθηκε χωρίς προβλήματα να αναλάβει εκ νέου τον αιτούντα.

55.      Επομένως, η εν λόγω προθεσμία πρέπει να παρέχει στα δύο εμπλεκόμενα κράτη μέλη τη δυνατότητα να συνεννοηθούν για την πραγματοποίηση της μεταφοράς και, ιδίως, στο αιτούν κράτος μέλος τη δυνατότητα να ρυθμίσει τις τεχνικές λεπτομέρειες για την υλοποίησή της, η οποία διέπεται από την εθνική νομοθεσία του τελευταίου κράτους. Κατά συνέπεια, πρόκειται για προθεσμία που αμφότερα τα κράτη μέλη οφείλουν να αξιοποιήσουν πλήρως για να ρυθμίσουν τις τεχνικές λεπτομέρειες της πραγματοποιήσεως της μεταφοράς (10).

56.      Περιορίζοντας σε έξι εβδομάδες την προθεσμία πραγματοποιήσεως της μεταφοράς, με σημείο ενάρξεώς της το χρονικό σημείο στο οποίο η μεταφορά έχει κατ’ αρχήν συμφωνηθεί και εξασφαλιστεί, ο νομοθέτης της Ένωσης στάθμισε, αφενός, τις απαιτήσεις σχετικά με την εφαρμογή μιας τέτοιας διαδικασίας, η οποία μπορεί να παρουσιάζει δυσκολίες πρακτικής και οργανωτικής φύσεως, και, αφετέρου, τη σοβαρότητα της επεμβάσεως την οποία ένα μέτρο κρατήσεως συνιστά όσον αφορά το δικαίωμα ελευθερίας του αιτούντος, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

57.      Όσο για το σημείο ενάρξεως της προθεσμίας, αυτό δεν μπορεί παρά να είναι η ημερομηνία κατά την οποία ο αιτών τέθηκε όντως υπό κράτηση. Πράγματι, είναι προφανές ότι, σε μια κατάσταση όπως η επίμαχη, η προθεσμία έξι εβδομάδων που προβλέπεται από το άρθρο 28, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ δεν μπορεί να αρχίζει με την αποδοχή της αιτήσεως για την (εκ νέου) ανάληψη του αιτούντος. Σε μια τέτοια κατάσταση, η θέση του αιτούντος υπό κράτηση ενδέχεται να πραγματοποιήθηκε μερικές εβδομάδες, ή ακόμη και μερικούς μήνες, μετά την αποδοχή αυτή και το χρονικό αυτό διάστημα προφανώς δεν πρέπει να αφαιρεθεί από την προθεσμία έξι εβδομάδων που παρέχεται στα συγκεκριμένα κράτη μέλη για να πραγματοποιήσουν τη μεταφορά. Η εν λόγω προθεσμία θα κινδύνευε να εκμηδενιστεί και, εν πάση περιπτώσει, να συντμηθεί σε τέτοιον βαθμό ώστε το αιτούν κράτος μέλος όχι μόνο να μην καταφέρει να πραγματοποιήσει τη μεταφορά αλλά και να υποχρεωθεί επίσης να θέσει τέλος στην κράτηση, στερώντας κάθε πρακτικού αποτελέσματος τη διαδικασία που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη.

58.      Επομένως, λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων αυτών, φρονώ ότι το άρθρο 28, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε μια κατάσταση όπως η επίμαχη, όπου το αιτούν κράτος μέλος έθεσε τον αιτούντα διεθνή προστασία υπό κράτηση αφότου το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε σχετική αίτηση δέχθηκε να τον αναλάβει εκ νέου, τα εν λόγω κράτη μέλη έχουν προθεσμία έξι εβδομάδων από τότε που ο αιτών τέθηκε υπό κράτηση για να προβούν στη μεταφορά του.

 B.      Επί του τρίτου και του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

59.      Με το τρίτο και το τέταρτο ερώτημά του, τα οποία είναι σκόπιμο να εξεταστούν από κοινού, το Δικαστήριο καλείται να διευκρινίσει με ποιον τρόπο πρέπει να υπολογίζεται η προθεσμία έξι εβδομάδων που παρέχεται στα κράτη μέλη για να προβούν στη μεταφορά του αιτούντος διεθνή προστασία ο οποίος έχει τεθεί υπό κράτηση, στην περίπτωση που αυτός έχει ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως μεταφοράς ή έχει υποβάλει αίτηση επανεξετάσεως της αποφάσεως αυτής.

60.      Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 28, παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη έχουν νέα προθεσμία έξι εβδομάδων, για να προβούν στη μεταφορά του αιτούντος, από το χρονικό σημείο από το οποίο η προσφυγή ή η αίτηση επανεξετάσεως δεν έχει πλέον ανασταλτικό αποτέλεσμα ή αν πρέπει να αφαιρεθούν οι ημέρες κατά τις οποίες αυτός τελούσε υπό κράτηση μετά την αποδοχή από το υπεύθυνο κράτος μέλος της αιτήσεως για (εκ νέου) αναδοχή του εν λόγω αιτούντος.

61.      Επίσης, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος δεν υπέβαλε στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο αίτημα αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως μεταφοράς του.

62.      Πρώτον, εκτιμώ ότι η εν προκειμένω ζητούμενη ερμηνεία του άρθρου 28, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού συνάγεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου και, ιδίως, από τη συλλογιστική του στην απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2009, Petrosian (11).

63.      Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο είχε κληθεί να ερμηνεύσει τις διατάξεις του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού ΕΚ 343/2003 (12), το οποίο προέβλεπε ότι η μεταφορά του αιτούντος άσυλο προς το υπεύθυνο κράτος μέλος πρέπει να πραγματοποιηθεί ευθύς μόλις αυτό είναι πρακτικά δυνατό και, το αργότερο, εντός προθεσμίας έξι μηνών από την αποδοχή της αιτήσεως για (εκ νέου) ανάληψη ή από την έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής ή της αιτήσεως επανεξετάσεως σε περίπτωση υπάρξεως ανασταλτικού αποτελέσματος.

64.      Το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα αν η κατά την εν λόγω διάταξη προθεσμία για την πραγματοποίηση της μεταφοράς έτρεχε ήδη από το χρονικό σημείο εκδόσεως της προσωρινής δικαστικής αποφάσεως που είχε διατάξει την αναστολή της εφαρμογής της διαδικασίας μεταφοράς ή μόνον από το χρονικό σημείο εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως που έκρινε τη νομιμότητα της διαδικασίας.

65.      Για να δώσει απάντηση στο ερώτημα αυτό, το Δικαστήριο στηρίχθηκε προ πάντων σε τελολογική ερμηνεία της επίμαχης διατάξεως, αποδίδοντας ιδιαίτερη σημασία στον σκοπό που επιδιωκόταν με την επιβολή στα κράτη μέλη προθεσμίας για την πραγματοποίηση της μεταφοράς.

66.      Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η κατά το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 343/2003 προθεσμία έξι μηνών έχει ως σκοπό, λαμβανομένων υπόψη της πρακτικής πολυπλοκότητας και των οργανωτικών δυσχερειών που συνδέονται με την πραγματοποίηση της μεταφοράς, να παράσχει στα δύο εμπλεκόμενα κράτη μέλη τη δυνατότητα να συνεννοηθούν για την πραγματοποίηση της μεταφοράς αυτής και, ειδικότερα, στο αιτούν κράτος μέλος τη δυνατότητα να ρυθμίσει τις λεπτομέρειες για την πραγματοποίηση της μεταφοράς (13). Έκρινε δε ότι, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού αυτού, το σημείο ενάρξεως της προθεσμίας πραγματοποιήσεως της μεταφοράς πρέπει να καθορίζεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε τα κράτη μέλη να διαθέτουν εξάμηνη προθεσμία για να ρυθμίσουν τις τεχνικές λεπτομέρειες της πραγματοποιήσεως της μεταφοράς. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εν λόγω προθεσμία μπορεί να αρχίσει να τρέχει μόνον όταν η μελλοντική πραγματοποίηση της μεταφοράς έχει συμφωνηθεί και εξασφαλιστεί και απομένει μόνον η ρύθμιση των λεπτομερειών της, πράγμα που συνεπάγεται ότι η προθεσμία αυτή αρχίζει να τρέχει από την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως επί της νομιμότητας της διαδικασίας.

67.      Η ανάλυση αυτή δύναται, κατά τη γνώμη μου, να μεταφερθεί κατ’ αναλογίαν στην υπό κρίση υπόθεση.

68.      Μολονότι το άρθρο 28, παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ ορίζει την προθεσμία πραγματοποιήσεως της μεταφοράς προσώπου που έχει τεθεί υπό κράτηση, παρά ταύτα ο σκοπός που ο νομοθέτης επιδιώκει στο πλαίσιο αυτό είναι πανομοιότυπος με τον σκοπό που επιδιωκόταν στο πλαίσιο του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 343/2003. Όπως προεκτέθηκε, αυτή η προθεσμία έξι εβδομάδων, η οποία παρέχεται στα κράτη μέλη με σημείο ενάρξεως την αποδοχή της αιτήσεως για (εκ νέου) ανάληψη ή με σημείο ενάρξεως το χρονικό σημείο από το οποίο η προσφυγή κατά της αποφάσεως μεταφοράς ή η αίτηση επανεξετάσεως δεν έχουν πλέον ανασταλτικό αποτέλεσμα, πρέπει να δίνει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να οργανώσουν πρακτικά τη μεταφορά ενός προσώπου που έχει τεθεί υπό κράτηση.

69.      Επομένως, δεν τίθεται ζήτημα συντμήσεως της προθεσμίας αυτής, που ήδη είναι σύντομη, με την αφαίρεση του διαστήματος κατά το οποίο ο αιτών διεθνή προστασία είχε τεθεί υπό κράτηση.

70.      Αφενός, δεν πρέπει να λησμονείται ότι η θέση του αιτούντος υπό κράτηση με σκοπό την πραγματοποίηση της μεταφοράς του πρέπει να διακρίνεται από ένα μέτρο φυλακίσεως. Δεν βρισκόμαστε σε μια λογική ποινής από τη διάρκεια της οποίας πρέπει να αφαιρεθεί ο αριθμός των ημερών που ο ενδιαφερόμενος έχει ήδη διανύσει υπό κράτηση. Βρισκόμαστε ενώπιον ενός διοικητικού μέτρου κρατήσεως του οποίου η διάρκεια, όσο το δυνατόν βραχύτερη, πρέπει να παρέχει στις αρχές τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν τη μεταφορά του ενδιαφερομένου.

71.      Αφετέρου, σκοπός είναι να διασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα των διατάξεων του άρθρου 28, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, η προθεσμία πραγματοποιήσεως της μεταφοράς δεν πρέπει να συντμηθεί με αφαίρεση των ημερών κατά τις οποίες ο αιτών είχε τεθεί υπό κράτηση αφότου το υπεύθυνο κράτος μέλος δέχθηκε να τον αναλάβει (εκ νέου). Πράγματι, αν συνέβαινε αυτό, θα υπήρχε κίνδυνος να καταλήξουμε σε μια κατάσταση όπου η προθεσμία που έχουν τα κράτη μέλη για να προβούν στη μεταφορά του αιτούντος θα μειωνόταν κατά τον χρόνο που τα εθνικά δικαστήρια χρειάζονται για να αποφανθούν επί του βασίμου της αποφάσεως μεταφοράς. Πάντως, σε μια τέτοια περίπτωση η προθεσμία αυτή θα ήταν δυνατό να μειωθεί σε τέτοια έκταση ώστε τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη να κινδυνεύουν να μην προφθάσουν να οργανώσουν τη μεταφορά του αιτούντος εντός αυτού το εξαιρετικά σύντομου διαστήματος, οπότε θα όφειλαν, σύμφωνα με το άρθρο 28, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, να θέσουν τέλος στην κράτηση του ενδιαφερομένου.

72.      Κατά συνέπεια, το σημείο ενάρξεως της εν λόγω προθεσμίας πρέπει να καθοριστεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε τα κράτη μέλη να έχουν πράγματι στη διάθεσή τους προθεσμία έξι εβδομάδων για να ρυθμίσουν τις πρακτικές λεπτομέρειες της μεταφοράς αυτής, προθεσμία που, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να έχει ως σημείο ενάρξεως το χρονικό σημείο στο οποίο η προσφυγή κατά της αποφάσεως μεταφοράς ή η αίτηση επανεξετάσεως της εν λόγω αποφάσεως έπαυσε να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 28, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.

73.      Δεύτερον, εκτιμώ ότι αυτή η ερμηνεία του κανόνα δικαίου δεν δύναται να διαφοροποιείται αναλόγως του αν η αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως μεταφοράς επέρχεται αυτομάτως, αποφασίστηκε από τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια ή ζητήθηκε από τον ενδιαφερόμενο.

74.      Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού και προκειμένου να διασφαλιστεί πραγματικό δικαίωμα προσφυγής του αιτούντος κατά της αποφάσεως μεταφοράς, τα κράτη μέλη οφείλουν να προβλέπουν στο εθνικό τους δίκαιο ότι η προσφυγή ή η αίτηση επανεξετάσεως παρέχει στον ενδιαφερόμενο το δικαίωμα να παραμείνει στο αιτούν κράτος μέλος εν αναμονή της εκβάσεως της προσφυγής του ή της αιτήσεώς του επανεξετάσεως (στοιχείο αʹ της διατάξεως αυτής) «ή» ότι η μεταφορά αναστέλλεται αυτομάτως όταν δικαστήριο εξετάζει, εντός εύλογου διαστήματος, αν πρέπει να αναγνωριστεί ανασταλτικό αποτέλεσμα στην εν λόγω προσφυγή ή αίτηση επανεξετάσεως (στοιχείο βʹ της εν λόγω διατάξεως) «ή» ότι ο ενδιαφερόμενος έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως μεταφοράς εν αναμονή της εκβάσεως της προσφυγής του ή της αιτήσεώς του επανεξετάσεως (στοιχείο γʹ της ίδιας διατάξεως).

75.      Όπως προκύπτει από τις λέξεις που ο νομοθέτης της Ένωσης χρησιμοποίησε στο άρθρο 27, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού και, ιδίως, από τον διαζευκτικό σύνδεσμο «ή», τον οποίο χρησιμοποίησε στα στοιχεία αʹ και βʹ της διατάξεως αυτής, πρόκειται όντως για εναλλακτικά μέτρα.

76.      Πρώτον, επισημαίνεται ότι, στο άρθρο 28, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, ο νομοθέτης ορίζει ως σημείο ενάρξεως της προθεσμίας έξι εβδομάδων το χρονικό σημείο από το οποίο η προσφυγή ή η αίτηση επανεξετάσεως δεν έχει πλέον ανασταλτικό αποτέλεσμα «σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 3» του κανονισμού αυτού. Επομένως, ο νομοθέτης υπολογίζει την προθεσμία αυτή με τον ίδιο ακριβώς τρόπο είτε η αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως μεταφοράς είναι αυτόματη, κατά την έννοια του άρθρου 27, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού, είτε αποφασίστηκε από το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο, στο πλαίσιο του άρθρου 27, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, είτε ζητήθηκε από τον ενδιαφερόμενο που άσκησε τη δυνατότητα που του παρέχει το άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού αυτού.

77.      Δεύτερον, θεωρώ ότι, λαμβανομένης υπόψη της διακριτικής ευχέρειας που τα κράτη μέλη έχουν κατά το άρθρο 27, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, όσον αφορά τη μορφή και τις λεπτομέρειες εφαρμογής της αναστολής της αποφάσεως μεταφοράς, η προθεσμία έξι εβδομάδων που προβλέπεται από το άρθρο 28, παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ δεν μπορεί παρά να είναι μια αντικειμενικού χαρακτήρα προθεσμία, η οποία αρχίζει να τρέχει από το χρονικό σημείο στο οποίο παύει το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής κατά της αποφάσεως μεταφοράς ή της αιτήσεως επανεξετάσεώς της, ανεξάρτητα από τη νομοθετική επιλογή στην οποία έχουν προβεί τα κράτη μέλη.

78.      Εν προκειμένω, από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά εκτέθηκαν από το αιτούν δικαστήριο στην αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως, προκύπτει ότι η αναστολή αποφασίστηκε από την Υπηρεσία Μεταναστεύσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13 του κεφαλαίου 12 του νόμου περί αλλοδαπών.

79.      Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το άρθρο 28, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση που ο αιτών άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως μεταφοράς ή ζήτησε την επανεξέταση της αποφάσεως αυτής, τα συγκεκριμένα κράτη μέλη έχουν προθεσμία έξι εβδομάδων για να προβούν στη μεταφορά του, άπαξ η προσφυγή κατά της αποφάσεως μεταφοράς ή η αίτηση επανεξετάσεως έπαυσε να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως του αν η αναστολή επήλθε αυτομάτως, κατά την έννοια του άρθρου 27, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, ή αποφασίστηκε από τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια, στο πλαίσιο του άρθρου 27, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, ή ζητήθηκε από τον ενδιαφερόμενο βάσει του άρθρου 27, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του ίδιου κανονισμού.

 Γ.      Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

80.      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, στην ουσία, αν το άρθρο 28 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως η επίμαχη, η οποία επιτρέπει, για τη μεταφορά αιτούντος διεθνή προστασία από το αιτούν κράτος μέλος προς το υπεύθυνο κράτος μέλος, την κράτηση για ανώτατο διάστημα δύο μηνών εφόσον δεν υφίστανται σοβαροί λόγοι δικαιολογούντες κράτηση μεγαλύτερης διάρκειας, για ανώτατο διάστημα τριών μηνών αν υφίστανται τέτοιοι λόγοι και, τέλος, για ανώτατο διάστημα δώδεκα μηνών όταν πιθανολογείται ότι η πραγματοποίηση της εν λόγω μεταφοράς θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο λόγω μη συνεργασίας του αιτούντος ή μη υπάρξεως των αναγκαίων εγγράφων για τη διεξαγωγή της διαδικασίας.

81.      Η απάντηση στο ερώτημα αυτό απορρέει, πρώτον, από την ερμηνεία του γράμματος του άρθρου 28, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού την οποία δέχθηκα ανωτέρω στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος.

82.      Για τους λόγους που μόλις εξέθεσα, θεωρώ ότι το άρθρο 28, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού πρέπει, σε μια κατάσταση όπως η επίμαχη, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη έχουν μέγιστη προθεσμία έξι εβδομάδων από τη θέση του αιτούντος υπό κράτηση για να πραγματοποιήσουν τη μεταφορά του στο υπεύθυνο κράτος μέλος.

83.      Πάντως, εθνική νομοθετική ρύθμιση όπως η επίμαχη, η οποία επιτρέπει την κράτηση αιτούντος διεθνή προστασία για διάστημα μεγαλύτερο των έξι εβδομάδων και δέχεται την παράτασή της μέχρι δώδεκα μήνες, φρονώ ότι είναι εντελώς αντίθετη με την προσήκουσα ερμηνεία του γράμματος μιας υποχρεωτικής και έχουσας άμεσο αποτέλεσμα διατάξεως, όπως είναι το άρθρο 28, παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, και, επομένως, με τη δεσμευτική ισχύ που αποτελεί χαρακτηριστικό των κανονισμών της Ένωσης.

84.      Δεύτερον, επιτρέποντας την παράταση της κρατήσεως αυτής για ασαφείς λόγους, και τούτο για διάστημα μέχρι δώδεκα μηνών «όταν πιθανολογείται ότι η εκτέλεση της αποφάσεως μεταφοράς θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο λόγω μη συνεργασίας του αλλοδαπού ή όταν καθυστερεί η λήψη των αναγκαίων εγγράφων» (14), οι διατάξεις της εν λόγω εθνικής ρυθμίσεως, κατά τη γνώμη μου, όχι μόνον αντίκεινται στις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας στις οποίες πρέπει να στηρίζεται η θέση του αιτούντος διεθνή προστασία υπό κράτηση, αλλά επίσης δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις σαφήνειας και προβλεψιμότητας που διέπουν τη λήψη μέτρων στερητικών της ελευθερίας.

85.      Υπενθυμίζεται ότι, με το άρθρο 28 του εν λόγω κανονισμού, ο νομοθέτης της Ένωσης επιδιώκει να διασφαλίσει ότι οι περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος ελευθερίας του αιτούντος θα μένουν εντός των ορίων του αυστηρώς αναγκαίου για να μπορέσουν τα συγκεκριμένα κράτη μέλη να πραγματοποιήσουν τη μεταφορά του.

86.      Αφενός, κατά το άρθρο 28, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, η θέση αιτούντος διεθνή προστασία υπό κράτηση επιτρέπεται για έναν και μοναδικό λόγο ο οποίος ανάγεται στη συμπεριφορά του αιτούντος, οι δε αρχές οφείλουν να αποδείξουν ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος διαφυγής του.

87.      Αφετέρου, η εν λόγω κράτηση δεν μπορεί να παραταθεί πέραν των προθεσμιών που ρητώς ορίζονται στο άρθρο 28, παράγραφος 3, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Οι προθεσμίες αυτές θέτουν ένα αυστηρό όριο για τη διεξαγωγή της διαδικασίας. Ο νομοθέτης της Ένωσης δεν προβλέπει κανένα λόγο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την παράταση των προθεσμιών αυτών και, σε τελική ανάλυση, το αιτούν κράτος μέλος δεν έχει άλλη επιλογή από το να θέσει τέλος στην κράτηση του αιτούντος αν δεν καταφέρει, εντός των τασσομένων προθεσμιών, να υποβάλει την αίτησή του για (εκ νέου) ανάληψη του αιτούντος ή να πραγματοποιήσει τη μεταφορά του.

88.      Πάντως, η επίμαχη εθνική ρύθμιση προφανώς αφίσταται από τις αρχές αυτές.

89.      Πρώτον, η εν λόγω ρύθμιση επιτρέπει την παράταση της κρατήσεως.

90.      Δεύτερον, καθιστά δυνατή την παράταση του εν λόγω στερητικού της ελευθερίας μέτρου με βάση το γεγονός ότι υφίσταται ένας κίνδυνος ή ένα ενδεχόμενο («εφόσον πιθανολογείται ότι»(15)), πράγμα που προφανώς αντιβαίνει στην απαίτηση προβλεψιμότητας και δεν κατοχυρώνει την αναγκαία ασφάλεια δικαίου για το πρόσωπο που τίθεται υπό κράτηση.

91.      Τρίτον, η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση επιτρέπει την παράταση της κρατήσεως για «σοβαρούς λόγους» οι οποίοι δεν διευκρινίζονται ή για άλλους λόγους που, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι πειστικοί.

92.      Πράγματι, επιτρέποντας την παράταση της κρατήσεως για διάστημα έως δώδεκα μηνών, επειδή «πιθανολογείται ότι η εκτέλεση της αποφάσεως μεταφοράς θα διαρκέσει περισσότερο λόγω μη συνεργασίας του αλλοδαπού ή όταν καθυστερεί η λήψη των αναγκαίων εγγράφων» (16), η εν λόγω ρύθμιση βρίσκεται σε αντίφαση με τους λόγους για τους οποίους η εν λόγω θέση υπό κράτηση δύναται να διαταχθεί κατά το άρθρο 28, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.

93.      Υπενθυμίζεται ότι η θέση του αιτούντος διεθνή προστασία υπό κράτηση έχει ως σκοπό να διευκολύνει τις διοικητικές και πρακτικές ενέργειες που αποβλέπουν στη μεταφορά του, διασφαλίζοντας ιδίως ότι αυτός θα παραμείνει στη διάθεση των αρμοδίων αρχών και δεν θα θέσει σε κίνδυνο την εφαρμογή της διαδικασίας μεταφοράς. Επομένως, εφόσον ο αιτών τίθεται υπό κράτηση προκειμένου να διασφαλιστεί η χωρίς προβλήματα πραγματοποίηση της εν λόγω μεταφοράς, είναι, κατά τη γνώμη μου, δύσκολο να νομιμοποιηθεί η παράταση ενός τέτοιου μέτρου με βάση το επιχείρημα της μη συνεργασίας εκ μέρους του, ενόσω αυτός στερείται της ελευθερίας του.

94.      Επιπλέον, όσον αφορά τον λόγο που ανάγεται στην έλλειψη των αναγκαίων εγγράφων για τη μεταφορά, υπενθυμίζεται ότι στο άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/33, ο νομοθέτης της Ένωσης ρητώς ανέφερε ότι «[κ]αθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στο αιτούντα δεν δικαιολογούν συνέχιση της κράτησης».

95.      Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το άρθρο 28, παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως η επίμαχη, η οποία επιτρέπει, για τη μεταφορά του αιτούντος διεθνή προστασία από το αιτούν κράτος μέλος προς το υπεύθυνο κράτος μέλος, την κράτηση για ανώτατο διάστημα δύο μηνών εφόσον δεν υφίστανται σοβαροί λόγοι δικαιολογούντες κράτηση μεγαλύτερης διάρκειας, για ανώτατο διάστημα τριών μηνών αν υφίστανται τέτοιοι λόγοι και, τέλος, για ανώτατο διάστημα δώδεκα μηνών όταν πιθανολογείται ότι η πραγματοποίηση της μεταφοράς θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο λόγω μη συνεργασίας του αιτούντος ή μη υπάρξεως των αναγκαίων εγγράφων για τη διεξαγωγή της διαδικασίας.

 V.      Πρόταση

96.      Με βάση τις σκέψεις που αναπτύχθηκαν ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα του Kammarrätten i Stockholm – Migrationsöverdomstolen (διοικητικού εφετείου Στοκχόλμης δικάζοντος υποθέσεις μεταναστεύσεως, Σουηδία) ως εξής:

1)      Το άρθρο 28, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε μια κατάσταση όπως η επίμαχη, όπου το αιτούν κράτος μέλος έθεσε τον αιτούντα διεθνή προστασία υπό κράτηση αφότου το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε σχετική αίτηση δέχθηκε να τον αναλάβει εκ νέου, τα εν λόγω κράτη μέλη έχουν προθεσμία έξι εβδομάδων από τότε που ο αιτών τέθηκε υπό κράτηση για να προβούν στη μεταφορά του.

2)      Το άρθρο 28, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 604/2013 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που ο αιτών άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως μεταφοράς ή ζήτησε την επανεξέταση της αποφάσεως αυτής, τα συγκεκριμένα κράτη μέλη έχουν προθεσμία έξι εβδομάδων για να προβούν στη μεταφορά του, άπαξ η προσφυγή κατά της αποφάσεως μεταφοράς ή η αίτηση επανεξετάσεως έπαυσε να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως του αν η αναστολή επήλθε αυτομάτως, κατά την έννοια του άρθρου 27, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, ή αποφασίστηκε από τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια, στο πλαίσιο του άρθρου 27, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, ή ζητήθηκε από τον ενδιαφερόμενο βάσει του άρθρου 27, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του ίδιου κανονισμού.

3)      Το άρθρο 28, παράγραφος 3, του κανονισμού 604/2013 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως η επίμαχη, η οποία επιτρέπει, για τη μεταφορά του αιτούντος διεθνή προστασία από το αιτούν κράτος μέλος προς το υπεύθυνο κράτος μέλος, την κράτηση για ανώτατο διάστημα δύο μηνών εφόσον δεν υφίστανται σοβαροί λόγοι δικαιολογούντες κράτηση μεγαλύτερης διάρκειας, για ανώτατο διάστημα τριών μηνών αν υφίστανται τέτοιοι λόγοι και, τέλος, για ανώτατο διάστημα δώδεκα μηνών όταν πιθανολογείται ότι η πραγματοποίηση της μεταφοράς θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο λόγω μη συνεργασίας του αιτούντος ή μη υπάρξεως των αναγκαίων εγγράφων για τη διεξαγωγή της διαδικασίας.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (ΕΕ 2013, L 180, σ. 31) (στο εξής: κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ).


3      ΕΕ 2013, L 180, σ. 96.


4      Στο άρθρο 2, στοιχείο ιδʹ, του εν λόγω κανονισμού, ως «κίνδυνος διαφυγής» ορίζεται «η ύπαρξη λόγων σε μεμονωμένη περίπτωση, που βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια τα οποία καθορίζονται από τον νόμο, επί τη βάσει των οποίων εικάζεται ότι ο αιτών ή ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο άπατρις που υπόκειται σε διαδικασία μεταφοράς μπορεί να διαφύγει».


5      SFS 2005, αριθ. 716, στο εξής: νόμος περί αλλοδαπών.


6      Η υπογράμμιση δική μου.


7      Η υπογράμμιση δική μου.


8      Βλ. σημείο 34 των παρουσών προτάσεων.


9      Βλ. σημείο 43 των παρουσών προτάσεων.


10      Βλ. απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2009, Petrosian (C‑19/08, EU:C:2009:41, σκέψεις 40 και 44).


11      C‑19/08, EU:C:2009:41.


12      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος καταργήθηκε από τον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ.


13      Βλ. απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2009, Petrosian (C‑19/08, EU:C:2009:41, σκέψη 40).


14      Βλ. κεφάλαιο 10, άρθρο 4, δεύτερο εδάφιο, του νόμου περί αλλοδαπών. Η έμφαση δική μου.


15      Βλ. κεφάλαιο 10, άρθρο 4, δεύτερο εδάφιο, του νόμου περί αλλοδαπών. Η υπογράμμιση δική μου.


16      Βλ. κεφάλαιο 10, άρθρο 4, δεύτερο εδάφιο, του νόμου περί αλλοδαπών. Η υπογράμμιση δική μου.