Language of document : ECLI:EU:T:2018:63

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 5ης Φεβρουαρίου 2018 (*)

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Πίνακας περιεχομένων του φακέλου της Επιτροπής περί διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ – Άρνηση παροχής προσβάσεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Υποχρέωση ενημερώσεως για τα μέσα έννομης προστασίας – Εξαίρεση σχετική με την προστασία των σκοπών έρευνας – Γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας»

Στην υπόθεση T-611/15,

Edeka-Handelsgesellschaft Hessenring mbH, με έδρα το Melsungen (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους E. Wagner και H. Hoffmeyer, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης, αρχικώς, από τις F. Clotuche‑Duvieusart, L. Wildpanner και τον A. Buchet, εν συνεχεία από την F. Clotuche-Duvieusart, τον Α. Buchet και τον F. Erlbacher και, τέλος, από την F. Clotuche-Duvieusart και τον Α. Buchet,

καθής,

με αντικείμενο, αφενός, προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, με την οποία η Επιτροπή αρνήθηκε να παράσχει στην προσφεύγουσα πρόσβαση στο μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως της Επιτροπής της 4ης Δεκεμβρίου 2013, περί διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ [υπόθεση AT.39914 – Euro Interest Rate Derivatives (EIRD) – Διαδικασία διευθετήσεως διαφορών], καθώς και στον πίνακα περιεχομένων του διοικητικού φακέλου της διαδικασίας αυτής και, αφετέρου, προσφυγή δυνάμει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ με αίτημα να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή παρανόμως παρέλειψε να συντάξει μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως C(2013) 8512 τελικό και του σχετικού με τη διαδικασία αυτή πίνακα περιεχομένων,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο, F. Schalin και Μ. J. Costeira (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Edeka-Handelsgesellschaft Hessenring mbH, είναι επιχείρηση η οποία ασκεί το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων της στο ομόσπονδο κράτος της Έσσης (Γερμανία), κυρίως στον τομέα του χονδρικού και του λιανικού εμπορίου τροφίμων.

2        Στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), η οποία αφορoύσε, ειδικότερα, έρευνα επί συμπράξεων μεταξύ τραπεζών στον τομέα των παραγώγων επιτοκίου σε ευρώ (Euro Interest Rate Derivatives, EIRD) (στο εξής: διαδικασία EIRD), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, απόφαση με την οποία επέβαλε πρόστιμο σε τέσσερις τράπεζες που είχαν συνεργαστεί με την Επιτροπή στο πλαίσιο διαδικασίας διευθετήσεως διαφορών και έτυχαν, ως εκ τούτου, μειώσεως του ποσού του επιβληθέντος προστίμου (στο εξής: απόφαση EIRD). Η έρευνα της Επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής ήταν ακόμη εν εξελίξει κατά τον χρόνο καταθέσεως του δικογράφου της προσφυγής στην υπό κρίση υπόθεση.

3        Με επιστολή της 3ης Δεκεμβρίου 2014, η Edeka Verband kaufmännischer Genossenschaften eV (στο εξής: Edeka Verband) ζήτησε, για λογαριασμό της προσφεύγουσας, πρόσβαση στον φάκελο της Επιτροπής για τη διαδικασία EIRD, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43). Η αίτηση αυτή καταχωρίσθηκε από την Επιτροπή με αριθμό πρωτοκόλλου GESTDEM 2015/429 (στο εξής: πρώτη διαδικασία).

4        Με επιστολή της 12ης Μαρτίου 2015, η Edeka Verband επιβεβαίωσε την αίτησή της για πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα που είχαν συνταχθεί από το 2006 και περιείχαν πληροφορίες σχετικές με τον τρόπο με τον οποίο τα μέλη της συμπράξεως είχαν χειραγωγήσει το επιτόκιο Euribor.

5        Με επιστολή της 31ης Μαρτίου 2015, ηΓενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Ανταγωνισμός» της Επιτροπής απέρριψε την υποβληθείσα από την Edeka Verband αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα (στο εξής: αρχική απόφαση της πρώτης διαδικασίας), αφενός, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, και παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001 και, αφετέρου, βάσει γενικού τεκμηρίου εμπιστευτικότητας συνδεόμενου με την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού. Αρνήθηκε επίσης την παροχή μερικής προσβάσεως στα ζητηθέντα έγγραφα.

6        Με επιστολή της 8ης Απριλίου 2015, η Edeka Verband ζήτησε από τη γενική γραμματεία της Επιτροπής να επανεξετάσει την αρχική απόφαση της πρώτης διαδικασίας. Ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι η άρνηση παροχής μερικής προσβάσεως παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας και ότι η ΓΔ «Ανταγωνισμός» έπρεπε τουλάχιστον να επιτρέψει την πρόσβαση στον πίνακα περιεχομένων του φακέλου της Επιτροπής για τη διαδικασία EIRD (στο εξής: πίνακας περιεχομένων).

7        Με απόφαση της 27ης Απριλίου 2015, ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής επιβεβαίωσε την αρχική απόφαση της πρώτης διαδικασίας (στο εξής: επιβεβαιωτική απόφαση της πρώτης διαδικασίας).Η άρνηση παροχής προσβάσεως στα έγγραφα του φακέλου της διαδικασίας EIRD, συμπεριλαμβανομένου του πίνακα περιεχομένων, στηριζόταν, κατ’ ουσίαν, πρώτον, στις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, και παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, για την προστασία, αντιστοίχως, των εμπορικών συμφερόντων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, των σκοπών έρευνας και της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων του θεσμικού οργάνου. Συγκεκριμένα, η δημοσιοποίηση των εγγράφων αυτών μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τις εν εξελίξει έρευνες και να θίξει τους κανόνες εμπιστευτικότητας, τα δικαιώματα άμυνας και τα εμπορικά συμφέροντα των μερών τα οποία αφορά η έρευνα.Η άρνηση παροχής προσβάσεως στα έγγραφα στηριζόταν, δεύτερον, σε γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας, το οποίο απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, και σε συνεκτική ερμηνεία και εφαρμογή των διαφορετικών κανόνων και στόχων που προβλέπονται, αφενός, στον κανονισμό 1049/2001 και, αφετέρου, στον κανονισμό (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1) και στον κανονισμό (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2004, L 123, σ. 18). Το τεκμήριο αυτό εμπόδιζε την πλήρη πρόσβαση καθώς και τη μερική πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα, συμπεριλαμβανομένου του πίνακα περιεχομένων. Η άρνηση παροχής προσβάσεως στα έγγραφα στηριζόταν, τρίτον, στην απουσία υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος για τη δημοσιοποίησή τους, κατά την έννοια του κανονισμού 1049/2001, δεδομένου ότι το υπέρτερο αυτό συμφέρον δεν μπορεί να συμπίπτει με το συμφέρον της προσφεύγουσας να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως. Όσον αφορά, ειδικότερα, τον πίνακα περιεχομένων, διευκρινίστηκε ότι αποτελούσε μέρος του φακέλου της υποθέσεως αυτής, η οποία δεν είχε περατωθεί, και ότι, συνεπώς, το έγγραφο αυτό καλυπτόταν από το γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας, το οποίο εμπόδιζε την πλήρη πρόσβαση καθώς και τη μερική πρόσβαση στο έγγραφο.

8        Με επιστολή της 13ης Ιουλίου 2015, ο δικηγόρος της προσφεύγουσας ζήτησε, εξ ονόματος και για λογαριασμό της, πρόσβαση στην απόφαση EIRD και στον πίνακα περιεχομένων. Η αίτηση αυτή καταχωρίσθηκε με αριθμό πρωτοκόλλου GESTDEM 2015/4023 (στο εξής: δεύτερη διαδικασία).

9        Με επιστολή της 29ης Ιουλίου 2015, η ΓΔ «Ανταγωνισμός» της Επιτροπής απάντησε αναφέροντας ότι αίτηση προσβάσεως είχε ήδη υποβληθεί προηγουμένως από την Edeka Verband για λογαριασμό της προσφεύγουσας και ότι τα δύο ζητηθέντα έγγραφα, ήτοι η απόφαση EIRD και ο πίνακας περιεχομένων, καλύπτονταν ήδη από την πρώτη αυτή αίτηση και, ως εκ τούτου, από την επιβεβαιωτική απόφαση της πρώτης διαδικασίας (στο εξής: αρχική απόφαση της δεύτερης διαδικασίας). Στην ίδια αυτή απόφαση, η ΓΔ «Ανταγωνισμός» έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι τα δύο ζητηθέντα έγγραφα συγκαταλέγονταν στο σύνολο των εγγράφων ως προς τα οποία είχε ήδη απορριφθεί η αίτηση προσβάσεως κατά την πρώτη διαδικασία και ότι, κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα υπέρ της απορρίψεως της προηγούμενης αιτήσεως, τα οποία εκτέθηκαν στην αρχική απόφαση και στην επιβεβαιωτική απόφαση της πρώτης διαδικασίας, ίσχυαν mutatis mutandis και στην περίπτωση της δεύτερης αυτής αιτήσεως.

10      Με επιστολή της 10ης Αυγούστου 2015, η προσφεύγουσα ζήτησε από τη γενική γραμματεία της Επιτροπής να επανεξετάσει την αρχική απόφαση της δεύτερης διαδικασίας.

11      Με επιστολή της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής επιβεβαίωσε την αρχική απόφαση της δεύτερης διαδικασίας (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).Καταρχάς, με τη σκέψη 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο γενικός γραμματέας της Επιτροπής υπενθύμισε ότι με την αρχική απόφαση και την επιβεβαιωτική απόφαση της πρώτης διαδικασίας είχε απορριφθεί η αίτηση προσβάσεως στο σύνολο των σχετικών με τη διαδικασία EIRD εγγράφων βάσει των εξαιρέσεων του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, και παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, ήτοι της προστασίας, αντιστοίχως, των εμπορικών συμφερόντων φυσικού ή νομικού προσώπου, των σκοπών επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, καθώς και της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων του θεσμικού οργάνου. Εν συνεχεία, με τη σκέψη 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο γενικός γραμματέας της Επιτροπής υπενθύμισε ότι με την αρχική απόφαση της δεύτερης διαδικασίας είχε διευκρινιστεί ότι τα ζητηθέντα από την προσφεύγουσα έγγραφα, ήτοι το μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως EIRD και ο πίνακας περιεχομένων, συγκαταλέγονταν στο σύνολο των σχετικών με τη διαδικασία EIRD εγγράφων, ως προς τα οποία είχε ήδη απορριφθεί η αίτηση προσβάσεως στο πλαίσιο της πρώτης διαδικασίας, κατά την οποία η Edeka Verband ενεργούσε για λογαριασμό της προσφεύγουσας. Επιπλέον, υπενθύμισε ότι η Επιτροπή δεν είχε ακόμη ολοκληρώσει την προετοιμασία μη εμπιστευτικού κειμένου της αποφάσεως EIRD και ότι η διαδικασία EIRD συνεχιζόταν κατά των μερών που δεν ήταν πρόθυμα προς διευθέτηση της διαφοράς. Τέλος, με τη σκέψη 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο γενικός γραμματέας της Επιτροπής έκρινε, πρώτον, ότι ακόμη δεν υπήρχε μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως EIRD και ήταν, επομένως, αδύνατο να συνεχιστεί η εξέταση της αιτήσεως προσβάσεως σε ανύπαρκτο έγγραφο, δεύτερον, ότι η αίτηση προσβάσεως στον πίνακα περιεχομένων καλυπτόταν από το αντικείμενο της πρώτης διαδικασίας, στο πλαίσιο της οποίας είχε ήδη παρασχεθεί στην προσφεύγουσα, με την αρχική απόφαση και την επιβεβαιωτική απόφαση της πρώτης διαδικασίας, λεπτομερής εξήγηση των λόγων αρνήσεως, και, τρίτον, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση απλώς επιβεβαίωνε την άρνηση παροχής προσβάσεως κατά την πρώτη διαδικασία, άρνηση η οποία είχε καταστεί απρόσβλητη, καθώς δεν είχε ασκηθεί κανένα μέσο έννομης προστασίας εντός της καθορισμένης προθεσμίας.

 Διαδικασία, πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα της ασκήσεως της προσφυγής και αιτήματα των διαδίκων

12      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Νοεμβρίου 2015, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

13      Με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στο μέτρο κατά το οποίο η Επιτροπή αρνήθηκε την παροχή προσβάσεως στο τμήμα εκείνο της αποφάσεως EIRD ή του πίνακα περιεχομένων του σχετικού με τη διαδικασία EIRD φακέλου της του οποίου την εμπιστευτικότητα δεν είχαν προβάλει, ή έπαυσαν να προβάλλουν, οι επιχειρήσεις τις οποίες αφορά η εν λόγω απόφαση·

–        όλως επικουρικώς, να κρίνει ότι η Επιτροπή παρανόμως παρέλειψε να συντάξει και να της κοινοποιήσει μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως EIRD ή του σχετικού με τη διαδικασία EIRD πίνακα περιεχομένων·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

14      Στις 18 Ιανουαρίου 2016, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

15      Την 1η Μαρτίου 2016, η προσφεύγουσα κατέθεσε παρατηρήσεις επί της ενστάσεως απαραδέκτου που είχε προβάλει η Επιτροπή.

16      Με διάταξη της 26ης Οκτωβρίου 2016, Edeka-Handelsgesellschaft Hessenring κατά Επιτροπής (T-611/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:643), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή κατά παραλείψεως ως απαράδεκτη και απέρριψε την προβληθείσα από την Επιτροπή ένσταση απαραδέκτου κατά τα λοιπά. Επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

17      Στις 28 Οκτωβρίου 2016, η Επιτροπή δημοσίευσε, στον ιστότοπό της, μη εμπιστευτικό προσωρινό κείμενο της αποφάσεως EIRD.

18      Στις 8 Δεκεμβρίου 2016, η Επιτροπή κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου το υπόμνημα αντικρούσεως.

19      Στις 23 Ιανουαρίου 2017, η προσφεύγουσα υπέβαλε, με χωριστό δικόγραφο, αίτημα για μερική κατάργηση της δίκης, δυνάμει του άρθρου 130, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

20      Στις 23 Ιανουαρίου 2017, η προσφεύγουσα κατέθεσε επίσης στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου το υπόμνημα απαντήσεως, με το οποίο διευκρίνισε ότι ενέμενε στο αίτημα περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον, με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή αρνήθηκε την παροχή προσβάσεως στον πίνακα περιεχομένων.

21      Στις 2 Φεβρουαρίου 2017, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου ανέθεσε την υπό κρίση υπόθεση σε άλλον εισηγητή δικαστή.

22      Στις 10 Μαρτίου 2017, η Επιτροπή κατέθεσε παρατηρήσεις επί του αιτήματος για μερική κατάργηση της δίκης που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα.

23      Στις 10 Μαρτίου 2017, η Επιτροπή κατέθεσε επίσης στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου το υπόμνημα ανταπαντήσεως.

24      Με διάταξη της 22ας Ιουνίου 2017, Edeka-Handelsgesellschaft Hessenring κατά Επιτροπής (T-611/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:440), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν συνέτρεχε πλέον λόγος να αποφανθεί επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον, με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή αρνήθηκε την παροχή προσβάσεως στο μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως EIRD. Επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

25      Το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία.

 Σκεπτικό

26      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατόπιν των διατάξεων του Γενικού Δικαστηρίου που μνημονεύονται στις ανωτέρω σκέψεις 16 και 24, το αντικείμενο της προσφυγής περιορίζεται στο αίτημα περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον, με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή αρνήθηκε την παροχή προσβάσεως στον πίνακα περιεχομένων.

27      Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ'ουσίαν, εννέα λόγους ακυρώσεως: ο πρώτος αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως· ο δεύτερος από παράβαση της υποχρεώσεως ενημερώσεως της προσφεύγουσας για τα μέσα έννομης προστασίας που διέθετε· ο τρίτος από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001· ο τέταρτος από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001· ο πέμπτος από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001· ο έκτος από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001· ο έβδομος από προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα· ο όγδοος από προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας· ο ένατος από παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

28      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμη την ομαδοποίηση και την αναδιοργάνωση των λόγων ακυρώσεως και των επιχειρημάτων που προβάλλει η προσφεύγουσα.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

29      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και στο άρθρο 8, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1049/2001. Κατά την προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει τους λόγους της αρνήσεως παροχής προσβάσεως στο ζητηθέν έγγραφο, αλλά παραπέμπει μόνον στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα έχει ήδη λάβει λεπτομερή εξήγηση των λόγων αυτών με την αρχική απόφαση της πρώτης διαδικασίας, με την επιβεβαιωτική απόφαση της πρώτης διαδικασίας και με την αρχική απόφαση της δεύτερης διαδικασίας. Η παραπομπή στους λόγους που εκτίθενται με τις αποφάσεις αυτές δεν αρκεί. Αφενός, πρόκειται περί δύο χωριστών διαδικασιών που αφορούν διαφορετικά νομικά πρόσωπα και, ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστούν μεμονωμένα, όπως ήδη προκύπτει από τη διάταξη της 26ης Οκτωβρίου 2016, Edeka-Handelsgesellschaft Hessenring κατά Επιτροπής (T-611/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:643). Αφετέρου, οι λόγοι της αρνήσεως έπρεπε να έχουν εκτεθεί με την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβανομένων υπόψη τόσο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, η οποία συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα ως μέρος του θεμελιώδους δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, όσο και του θεμελιώδους δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, και του άρθρου 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διότι άλλως δεν παρέχεται η δυνατότητα ούτε στην προσφεύγουσα να χρησιμοποιήσει το δικαίωμά της ασκήσεως ένδικου βοηθήματος υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες ούτε στον δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει κανέναν αυτοτελή λόγο αρνήσεως όσον αφορά την αίτηση προσβάσεως στον πίνακα περιεχομένων.

30      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

31      Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολόγηση πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της επίμαχης πράξεως και να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερόμενους να λάβουν γνώση της δικαιολογητικής βάσεως του ληφθέντος μέτρου, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως δε του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως της παρατιθέμενης αιτιολογίας και του συμφέροντος που ενδεχομένως έχουν προς λήψη εξηγήσεων οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται να εξειδικεύονται στην αιτιολογία όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις επιταγές του εν λόγω άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον τη διατύπωσή της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό ζήτημα (βλ. απόφαση της 7ης Ιουλίου 2011, Valero Jordana κατά Επιτροπής, T-161/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:337, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32      Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι αιτιολόγηση διά παραπομπής μπορεί να γίνει δεκτή [βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 1998, Κοινοβούλιο κατά Gaspari, C-316/97 P, EU:C:1998:558, σκέψη 27, της 11ης Μαΐου 2000, T-34/99, Pipeaux κατά Κοινοβουλίου, EU:T:2000:125, σκέψη 18, και της 12ης Μαΐου 2016, Zuffa κατά EUIPO (ULTIMATE FIGHTING CHAMPIONSHIP), T-590/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:295, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Επιπλέον, έχει κριθεί νομολογιακώς ότι η γενομένη εντός μιας πράξεως παραπομπή σε χωριστή πράξη πρέπει να εξετάζεται με γνώμονα το άρθρο 296 ΣΛΕΕ και δεν αποτελεί παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που υπέχουν τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση της 30ής Μαρτίου 2000, Kish Glass κατά Επιτροπής, T-65/96, EU:T:2000:93, σκέψη 51).

33      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την σκέψη 11 ανωτέρω, πρώτον, διαπιστώνεται ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση εκτίθεται ότι η αίτηση προσβάσεως στον πίνακα περιεχομένων καλυπτόταν ήδη από το αντικείμενο της πρώτης διαδικασίας, κατά την οποία η «[Edeka Verband] ενεργούσε για λογαριασμό της προσφεύγουσας», και ότι, ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση απλώς επιβεβαιώνει την άρνηση παροχής προσβάσεως κατά την πρώτη διαδικασία. Δεύτερον, με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται ότι η άρνηση παροχής προσβάσεως κατά την πρώτη διαδικασία στηριζόταν στις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, και παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001. Τρίτον, με την προσβαλλόμενη απόφαση υπογραμμίζεται ότι συνέτρεχε λόγος να γίνει παραπομπή στην αρχική απόφαση και την επιβεβαιωτική απόφαση της πρώτης διαδικασίας και διευκρινίζεται ότι, με τις αποφάσεις αυτές, είχε ήδη παρασχεθεί στην προσφεύγουσα λεπτομερής εξήγηση των λόγων αρνήσεως.

34      Επιπλέον, όπως προκύπτει από την σκέψη 7 ανωτέρω, πρώτον, με την επιβεβαιωτική απόφαση της πρώτης διαδικασίας στην οποία παραπέμπει η προσβαλλόμενη απόφαση διευκρινίζεται ότι η άρνηση παροχής προσβάσεως στα έγγραφα του φακέλου της διαδικασίας EIRD, συμπεριλαμβανομένου του πίνακα περιεχομένων, στηριζόταν στις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, και παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001. Δεύτερον, με την επιβεβαιωτική απόφαση της πρώτης διαδικασίας προβάλλεται ότι η άρνηση της παροχής πλήρους προσβάσεως καθώς και μερικής προσβάσεως στα έγγραφα στηριζόταν σε γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας, το οποίο απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, και σε συνεκτική ερμηνεία και εφαρμογή των διαφορετικών κανόνων και στόχων του κανονισμού 1049/2001, αφενός, και των κανονισμών 1/2003 και 773/2004, αφετέρου. Τρίτον, με την επιβεβαιωτική απόφαση της πρώτης διαδικασίας υπογραμμίζεται ότι η άρνηση παροχής προσβάσεως στα έγγραφα στηριζόταν στην απουσία υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος για τη δημοσιοποίησή τους, κατά την έννοια του κανονισμού 1049/2001, το οποίο δεν μπορεί να συμπίπτει με το συμφέρον της προσφεύγουσας να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως.

35      Επομένως, η ίδια η προσβαλλόμενη απόφαση, αφενός, εκθέτει τους λόγους που διαλαμβάνονται στη σκέψη 33 ανωτέρω και, αφετέρου, παραπέμπει στους λόγους που περιλαμβάνονται στην επιβεβαιωτική απόφαση της πρώτης διαδικασίας και υπενθυμίζονται με την ανωτέρω σκέψη 34.

36      Όσον αφορά την παραπομπή στην αιτιολογία της επιβεβαιωτικής αποφάσεως της πρώτης διαδικασίας, πρέπει να επισημανθεί ότι, εν προκειμένω, ασφαλώς, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά, έναντι της προσφεύγουσας, πράξη η οποία απλώς επιβεβαιώνει την επιβεβαιωτική αυτή απόφαση, όπως έχει διευκρινιστεί με τη σκέψη 61 της διατάξεως της 26ης Οκτωβρίου 2016, Edeka‑Handelsgesellschaft Hessenring κατά Επιτροπής (T-611/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:643).

37      Ωστόσο, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η αρχική απόφαση και η επιβεβαιωτική απόφαση της πρώτης διαδικασίας εκδόθηκαν εντός πλαισίου γνωστού στην προσφεύγουσα. Πράγματι, η προσφεύγουσα υπενθύμισε, στην αίτησή της περί προσβάσεως, την εξέλιξη της πρώτης αυτής διαδικασίας. Επιπλέον, δεν αμφισβητείται, εν προκειμένω, ότι η επιβεβαιωτική απόφαση της πρώτης διαδικασίας είχε γνωστοποιηθεί στην προσφεύγουσα πριν από την υποβολή της αιτήσεώς της περί προσβάσεως κατά τη δεύτερη διαδικασία (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη της 26ης Οκτωβρίου 2016, Edeka-Handelsgesellschaft Hessenring κατά Επιτροπής, T-611/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:643, σκέψη 52).

38      Ως εκ τούτου, ανεξαρτήτως της αυτοτελούς φύσεως της πρώτης και της δεύτερης διαδικασίας, η γενομένη εντός της προσβαλλομένης αποφάσεως παραπομπή στην αιτιολογία της επιβεβαιωτικής αποφάσεως της πρώτης διαδικασίας δεν μπορεί, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, να συνιστά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

39      Επιπλέον, ο επαρκής χαρακτήρας της εν λόγω αιτιολογήσεως διά παραπομπής επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο του δικογράφου της προσφυγής. Πράγματι, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής αφορά την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως καθώς και την αιτιολογία της επιβεβαιωτικής αποφάσεως της πρώτης διαδικασίας στην οποία παραπέμπει η προσβαλλόμενη απόφαση.

40      Επιπροσθέτως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει λόγους αρνήσεως που αφορούν συγκεκριμένα την αίτηση προσβάσεως στον πίνακα περιεχομένων. Συναφώς, αφενός, διαπιστώνεται ότι, με τις σκέψεις 2 και 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο πίνακας περιεχομένων συγκαταλεγόταν στο σύνολο των σχετικών με τη διαδικασία EIRD εγγράφων, ως προς τα οποία είχε ήδη απορριφθεί η αίτηση προσβάσεως στο πλαίσιο της πρώτης διαδικασίας, στην οποία η Edeka Verband ενεργούσε, κατά την Επιτροπή, για λογαριασμό της προσφεύγουσας. Αφετέρου, είχε ήδη παρασχεθεί στην προσφεύγουσα, με την επιβεβαιωτική απόφαση της πρώτης διαδικασίας, λεπτομερής εξήγηση των λόγων τής αρνήσεως παροχής προσβάσεως στον πίνακα περιεχομένων (βλ. σκέψεις 7 και 11 ανωτέρω).

41      Εν πάση περιπτώσει, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, συμπεριλαμβανομένης της αιτιολογήσεως διά παραπομπής, εξακολουθούσε να είναι επαρκής ώστε η προσφεύγουσα να είναι σε θέση να γνωρίζει τους λόγους αρνήσεως παροχής προσβάσεως που της είχαν αντιταχθεί και να τους αμφισβητήσει λυσιτελώς ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Επομένως, δεδομένου ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν ήταν ικανή να παρεμποδίσει το δικαίωμα ασκήσεως ένδικου βοηθήματος της προσφεύγουσας και τον έλεγχο που πρέπει να ασκήσει το Γενικό Δικαστήριο επί της προσβαλλομένης αποφάσεως, η απόφαση αυτή δεν έχει εκδοθεί κατά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, η οποία συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα ως μέρος του θεμελιώδους δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, ούτε κατά προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

42      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πληροί τις περί αιτιολογήσεως επιταγές του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και του άρθρου 8, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1049/2001.

43      Συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται υποχρέωση ενημερώσεως της προσφεύγουσας για τα μέσα έννομης προστασίας που διέθετε

44      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία πληροφορία για τα μέσα έννομης προστασίας που διέθετε, με αποτέλεσμα την προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, και του δικαιώματος ενημερώσεως για τα μέσα ένδικης προστασίας, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1049/2001. Επιπλέον, οι πληροφορίες που δόθηκαν συναφώς κατά τη διάρκεια της πρώτης διαδικασίας δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για την εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι οι αιτούντες και οι αποδέκτες ήταν διαφορετικοί στις δύο διαδικασίες.

45      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

46      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001 επιβάλλει ρητώς στο εμπλεκόμενο θεσμικό όργανο που αρνείται εν όλω ή εν μέρει την παροχή προσβάσεως στο ζητηθέν έγγραφο να «ενημερώνει τον αιτούντα για τα ένδικα μέσα που διαθέτει, δηλαδή τη δικαστική προσφυγή κατά του θεσμικού οργάνου και/ή την καταγγελία στον ευρωπαίο διαμεσολαβητή, υπό τους όρους που προβλέπονται αντίστοιχα στα άρθρα [263 και 228 ΣΛΕΕ]».

47      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, σε αντίθεση με την επιβεβαιωτική απόφαση της πρώτης διαδικασίας, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία πληροφορία για τα μέσα έννομης προστασίας που διέθετε η προσφεύγουσα. Πράγματι, η Επιτροπή ερμήνευσε την προσβαλλόμενη απόφαση υπό την έννοια ότι απλώς επιβεβαίωνε την άρνηση παροχής προσβάσεως κατά την πρώτη διαδικασία, ερμηνεία κατά την οποία, επομένως, κανένα μέσο έννομης προστασίας δεν ήταν πλέον διαθέσιμο (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω).

48      Όπως, όμως, προκύπτει από τη σκέψη 61 της διατάξεως της 26ης Οκτωβρίου 2016, Edeka-Handelsgesellschaft Hessenring κατά Επιτροπής (T-611/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:643), η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά, έναντι της προσφεύγουσας, πράξη η οποία απλώς επιβεβαιώνει την επιβεβαιωτική απόφαση της πρώτης διαδικασίας και, ως εκ τούτου, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

49      Ωστόσο, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως και λαμβανομένου, ιδίως, υπόψη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραπέμπει στην αιτιολογία της επιβεβαιωτικής αποφάσεως της πρώτης διαδικασίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η παράβαση της υποχρεώσεως της Επιτροπής να υπενθυμίσει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τα μέσα έννομης προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001 συνιστά παράνομη συμπεριφορά ικανή να επιφέρει την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως επί του σημείου αυτού. Πράγματι, εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι, παρά την έλλειψη ενημερώσεως για τα διαθέσιμα μέσα έννομης προστασίας κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα μπόρεσε να λάβει σχετική γνώση και να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή ακυρώσεως.

50      Επομένως, εν προκειμένω, η παράλειψη ενημερώσεως της προσφεύγουσας για τα μέσα έννομης προστασίας που διέθετε δεν συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου ικανή να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι η παράλειψη αυτή δεν είχε κανέναν αντίκτυπο στη νομική κατάσταση της προσφεύγουσας.

51      Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

 Επί του τρίτου, του τετάρτου και του ένατου λόγου ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 και του άρθρου 101 ΣΛΕΕ

52      Λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων που προβάλλει η προσφεύγουσα, ο τρίτος, ο τέταρτος και ο ένατος λόγος ακυρώσεως πρέπει να ομαδοποιηθούν και να διαιρεθούν σε δύο σκέλη. Με το πρώτο σκέλος προβάλλεται απουσία γενικού τεκμηρίου εμπιστευτικότητας και παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Με το δεύτερο σκέλος προβάλλεται ύπαρξη υπέρτερου συμφέροντος για τη δημοσιοποίηση του ζητηθέντος εγγράφου και παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

 Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου, του τέταρτου και του ένατου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλονται απουσία γενικού τεκμηρίου εμπιστευτικότητας και παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001

53      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον περιέχει ολική απόρριψη του αιτήματός της για πρόσβαση στον πίνακα περιεχομένων, συνιστά παράβαση των ρυθμίσεων περί εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, δεδομένου ότι οι εξαιρέσεις αυτές πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά. Συναφώς, κατ’ αρχάς, δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας, δεδομένου ότι η αίτηση προσβάσεως δεν αφορούσε το σύνολο των εγγράφων του φακέλου, αλλά μόνον ένα έγγραφο το οποίο προσδιοριζόταν ειδικώς. Περαιτέρω, ο πίνακας περιεχομένων δεν συγκαταλέγεται, ως εκ της φύσεώς του, στα έγγραφα του φακέλου διαδικασίας περί συμπράξεων για τα οποία έχει προβλεφθεί το γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας, αλλά είναι, αντιθέτως, έγγραφο ως προς το οποίο πρέπει να «σταθμίζονται, κατά περίπτωση, τα διάφορα συμφέροντα που δικαιολογούν τη δημοσιοποίηση ή την προστασία των επίμαχων εγγράφων». Συγκεκριμένα, στο μέτρο κατά το οποίο με τον πίνακα περιεχομένων καταρτίζεται απλώς ο κατάλογος των εγγράφων που περιέχονται στον φάκελο, η πρόσβαση στο έγγραφο αυτό δεν είναι ικανή να θίξει τα συμφέροντα που προστατεύει το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Τέλος, η Επιτροπή δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους η άρνηση παροχής προσβάσεως στον πίνακα περιεχομένων ήταν αναγκαία για την προστασία των συμφερόντων τα οποία αφορούν οι εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

54      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

55      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθούν η νομοθεσία που έχει εφαρμογή εν προκειμένω καθώς και οι νομολογιακές αρχές που έχουν αναπτυχθεί επί του ζητήματος της προσβάσεως στα έγγραφα.

56      Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και το άρθρο 42 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε κράτος μέλος έχει δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, με την επιφύλαξη των αρχών και των προϋποθέσεων που καθορίζονται μέσω κανονισμών σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

57      Επί της βάσεως αυτής, ο κανονισμός 1049/2001 έχει ως σκοπό να παράσχει στο κοινό ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων, το οποίο, ωστόσο, υπόκειται, όπως προκύπτει ιδίως από το καθεστώς εξαιρέσεων του άρθρου 4, σε ορισμένους περιορισμούς στηριζόμενους σε λόγους δημόσιου ή ιδιωτικού συμφέροντος (βλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά EnBW, C-365/12 P, EU:C:2014:112, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

58      Ειδικότερα, ο κανονισμός 1049/2001 προβλέπει, στο άρθρο 4, καθεστώς εξαιρέσεων που παρέχει στα θεσμικά όργανα τη δυνατότητα να αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφο του οποίου η γνωστοποίηση θα έθιγε κάποιο από τα συμφέροντα που προστατεύονται με το άρθρο αυτό (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, C-514/07 P, C-528/07 P και C-532/07 P, EU:C:2010:541, σκέψη 71).

59      Εντούτοις, δεδομένου ότι τέτοιου είδους εξαιρέσεις συνιστούν απόκλιση από την αρχή της κατά το δυνατόν ευρύτερης προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα, πρέπει να υποβάλλονται σε συσταλτική ερμηνεία και σε αυστηρή εφαρμογή (βλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, C‑506/08 P, EU:C:2011:496, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

60      Επομένως, για να δικαιολογηθεί η άρνηση παροχής προσβάσεως σε έγγραφο του οποίου ζητήθηκε η δημοσιοποίηση, δεν αρκεί, καταρχήν, το έγγραφο αυτό να αφορά δραστηριότητα μνημονευόμενη στο άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1049/2001. Το σχετικό θεσμικό όργανο πρέπει επίσης να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους η πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο μπορεί να θίξει συγκεκριμένα και ουσιαστικά το συμφέρον που προστατεύεται με εξαίρεση προβλεπόμενη στο άρθρο αυτό (αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C-39/05 P και C-52/05 P, EU:C:2008:374, σκέψη 49, και της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά EnBW, C-365/12 P, EU:C:2014:112, σκέψη 64).

61      Εντούτοις, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι επιτρέπεται στο σχετικό θεσμικό όργανο να στηρίζεται σε γενικά τεκμήρια που εφαρμόζονται επί ορισμένων κατηγοριών εγγράφων, δεδομένου ότι παρόμοιες εκτιμήσεις μπορούν να εφαρμόζονται επί αιτήσεων δημοσιοποιήσεως που αφορούν έγγραφα ιδίας φύσεως (απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C‑39/05 P και C-52/05 P, EU:C:2008:374, σκέψη 50).

62      Όσον αφορά, ειδικότερα, την πρόσβαση στα έγγραφα που περιέχονται στον διοικητικό φάκελο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, ο δικαστής της Ένωσης έκρινε ότι η Επιτροπή μπορούσε βασίμως να θεωρήσει, χωρίς να προβεί σε εξατομικευμένη και συγκεκριμένη εξέταση καθενός από τα έγγραφα αυτά, ότι η δημοσιοποίησή τους θίγει, καταρχήν, τόσο την προστασία των σκοπών που επιδιώκουν οι δραστηριότητες επιθεωρήσεως και έρευνας όσο και την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των μετεχουσών στη διαδικασία επιχειρήσεων, οι οποίες συνδέονται στενά μεταξύ τους στο πλαίσιο αυτό (βλ. αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά EnBW, C-365/12 P, EU:C:2014:112, σκέψεις 79 και 93 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, T-380/08, EU:T:2013:480, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

63      Ωστόσο, η αναγνώριση τέτοιου γενικού τεκμηρίου δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να αποδειχθεί ότι συγκεκριμένο έγγραφο, του οποίου ζητείται η δημοσιοποίηση, δεν καλύπτεται από το εν λόγω τεκμήριο ή ότι υφίσταται υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση του σχετικού εγγράφου δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταίο σκέλος της περιόδου, του κανονισμού 1049/2001 (βλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά EnBW, C‑365/12 P, EU:C:2014:112, σκέψη 100 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

64      Πρέπει επίσης να επισημανθεί προκαταρκτικώς ότι, εν προκειμένω, το έγγραφο ως προς το οποίο η Επιτροπή αρνήθηκε την παροχή προσβάσεως είναι ο πίνακας περιεχομένων του διοικητικού φακέλου της Επιτροπής για τη διαδικασία EIRD, διαδικασία που αφορά την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ.

65      Επιπλέον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως της προσφεύγουσας περί προσβάσεως, η διαδικασία EIRD δεν είχε περατωθεί (βλ. σκέψεις 2, 8 και 11 ανωτέρω).

66      Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε πράγματι στο τεκμήριο κατά το οποίο η δημοσιοποίηση του πίνακα περιεχομένων θίγει, καταρχήν, τους σκοπούς έρευνας, οι οποίοι προστατεύονται με την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 (βλ. σκέψεις 7 και 11 ανωτέρω).

67      Το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας πρέπει να εξεταστεί υπό το φως αυτών των προκαταρκτικών παρατηρήσεων.

68      Πρώτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας κατά το οποίο το γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω δεδομένου ότι η αίτηση προσβάσεως αφορούσε ένα μόνον έγγραφο.

69      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας το Δικαστήριο αναγνώρισε την ύπαρξη γενικού τεκμηρίου εμπιστευτικότητας όσον αφορά τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ χαρακτηριζόταν πράγματι από το γεγονός ότι η επίμαχη αίτηση προσβάσεως δεν αφορούσε ένα μόνον έγγραφο, αλλά σύνολο εγγράφων (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά EnBW, C-365/12 P, EU:C:2014:112, σκέψη 69). Ομοίως, σημαντικό μέρος των υποθέσεων στο πλαίσιο των οποίων η νομολογία έχει δεχθεί την εφαρμογή των γενικών τεκμηρίων εμπιστευτικότητας αφορούσε επίσης αιτήσεις προσβάσεως σε σύνολο εγγράφων (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά EnBW, C-365/12 P, EU:C:2014:112, σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

70      Ωστόσο, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα στηριζόμενη στην απόφαση της 7ης Ιουλίου 2015, Axa Versicherung κατά Επιτροπής (T-677/13, EU:T:2015:473), δεν προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, όπως έχει τονίσει το Δικαστήριο με τη σκέψη 41 της αποφάσεως της 14ης Ιουλίου 2016, Sea Handling κατά Επιτροπής (C-271/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:557), ότι γενικό τεκμήριο αρνήσεως παροχής προσβάσεως εφαρμόζεται μόνον όταν η αίτηση προσβάσεως αφορά το σύνολο του φακέλου.

71      Επιπλέον, το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο έχουν δεχθεί την εφαρμογή γενικών τεκμηρίων εμπιστευτικότητας ανεξαρτήτως του αριθμού των εγγράφων τα οποία αφορούσε η αίτηση προσβάσεως, τούτο δε ακόμη και όταν η αίτηση αφορούσε ένα μόνον έγγραφο (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 2016, Sea Handling κατά Επιτροπής, C-271/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:557, σκέψη 41, της 25ης Σεπτεμβρίου 2014, Spirlea κατά Επιτροπής, T-306/12, EU:T:2014:816, σκέψεις 74 και 75, και της 25ης Οκτωβρίου 2013, Beninca κατά Επιτροπής, T-561/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:558, σκέψεις 1, 24 και 32).

72      Πράγματι, εκείνο το οποίο καθορίζει την εφαρμογή του γενικού τεκμηρίου αρνήσεως είναι ένα ποιοτικό κριτήριο, δηλαδή το γεγονός ότι τα έγγραφα αφορούν την ίδια διαδικασία, και όχι ένα ποσοτικό κριτήριο, δηλαδή ο μεγαλύτερος ή μικρότερος αριθμός των εγγράφων τα οποία αφορά η αίτηση προσβάσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2014, Spirlea κατά Επιτροπής, T-306/12, EU:T:2014:816, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

73      Βεβαίως, η νομολογία που μνημονεύεται στις ανωτέρω σκέψεις 70 έως 72 αφορούσε αιτήσεις προσβάσεως σε έγγραφα σχετικά με διαδικασίες διαφορετικές από εκείνη της υπό κρίση υποθέσεως. Ωστόσο, η αρχή που συνάγεται από τη νομολογία αυτή, δηλαδή ότι γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας μπορεί να έχει εφαρμογή ανεξαρτήτως του αριθμού των εγγράφων τα οποία αφορά η αίτηση προσβάσεως, τούτο δε ακόμη και όταν η αίτηση αφορά ένα μόνον έγγραφο, μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω κατ’ αναλογία.

74      Πράγματι, ανεξαρτήτως του αριθμού των εγγράφων που αποτελούν αντικείμενο της αιτήσεως προσβάσεως, η πρόσβαση στα έγγραφα διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ δεν μπορεί να παρασχεθεί χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ίδιοι αυστηροί κανόνες οι οποίοι προβλέπονται στους κανονισμούς 1/2003 και 773/2004 και αφορούν την επεξεργασία των πληροφοριών που έχουν συλλεγεί ή αποδειχθεί στο πλαίσιο τέτοιας διαδικασίας.

75      Δεύτερον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι ο πίνακας περιεχομένων δεν μπορεί να καλύπτεται από γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας λόγω της ιδιαίτερης φύσεως του εγγράφου αυτού.

76      Βεβαίως, ο πίνακας περιεχομένων είναι έγγραφο με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, καθώς δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο, στο μέτρο κατά το οποίο αποτελεί απλώς περίληψη του περιεχομένου του φακέλου. Ωστόσο, πρώτον, είναι έγγραφο με το οποίο οργανώνεται ο φάκελος της επίμαχης διαδικασίας και το οποίο συγκαταλέγεται, ως εκ τούτου, στο σύνολο των σχετικών εγγράφων. Δεύτερον, είναι έγγραφο με το οποίο καταρτίζεται ο κατάλογος όλων των περιλαμβανόμενων στον φάκελο εγγράφων και στο οποίο προσδιορίζονται τα έγγραφα αυτά και αναγράφονται οι τίτλοι τους. Τρίτον, ο πίνακας περιεχομένων, καθόσον παραπέμπει σε κάθε έγγραφο του φακέλου, συνιστά έγγραφο που αντικατοπτρίζει το σύνολο των εγγράφων του φακέλου καθώς και ορισμένες πληροφορίες σχετικές με το περιεχόμενό τους. Τέταρτον, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, από τον πίνακα περιεχομένων προκύπτουν όλες οι ενέργειες στις οποίες έχει προβεί η Επιτροπή κατά τη διαδικασία περί συμπράξεων. Συνεπώς, ο πίνακας περιεχομένων του φακέλου περί συμπράξεων μπορεί να περιέχει κρίσιμες και ακριβείς πληροφορίες σχετικές με το περιεχόμενο του φακέλου.

77      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η γνωστοποίηση των στοιχείων που περιλαμβάνονται στον πίνακα περιεχομένων είναι ικανή, όπως και η δημοσιοποίηση των εγγράφων αυτών καθεαυτά, να θίξει τα συμφέροντα που προστατεύονται με τις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον έχει ως αποτέλεσμα να γνωστοποιηθούν σε τρίτο ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες ή πληροφορίες σχετικές με την εν εξελίξει έρευνα. Επιπλέον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας, το οποίο στηρίζεται στην απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011, CDC Hydrogene Peroxide κατά Επιτροπής (T-437/08, EU:T:2011:752), δεν μπορεί να γίνει δεκτό, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι προγενέστερη της αποφάσεως της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά EnBW (C-365/12 P, EU:C:2014:112), με την οποία αναγνωρίστηκε γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας εφαρμοζόμενο επί των εγγράφων που περιέχονται στον διοικητικό φάκελο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (βλ. σκέψη 62 ανωτέρω).

78      Επιπροσθέτως, πρέπει να επισημανθεί ότι οι λόγοι που οδήγησαν το Δικαστήριο, στην απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά EnBW (C-365/12 P, EU:C:2014:112), να αναγνωρίσει τέτοιο γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας εφαρμόζονται επίσης επί του πίνακα περιεχομένων του σχετικού φακέλου.

79      Συναφώς, καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως επισήμανε το Δικαστήριο, οι εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα, οι οποίες διαλαμβάνονται ιδίως στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001, δεν πρέπει, σε περίπτωση κατά την οποία τα έγγραφα που αφορά η αίτηση προσβάσεως εμπίπτουν σε συγκεκριμένο τομέα του δικαίου της Ένωσης, όπως στην περίπτωση διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, να ερμηνεύονται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικοί κανόνες που διέπουν την πρόσβαση στα έγγραφα αυτά (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά EnBW, C-365/12 P, EU:C:2014:112, σκέψη 83).

80      Εν συνεχεία, το Δικαστήριο έκρινε ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, ορισμένες διατάξεις των κανονισμών 1/2003 και 773/2004 ρύθμιζαν περιοριστικώς τη χρήση των εγγράφων που περιλαμβάνονταν στον φάκελο της εν λόγω διαδικασίας, δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές προέβλεπαν ότι τα εμπλεκόμενα μέρη σε διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ δεν διέθεταν απεριόριστο δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα του φακέλου της Επιτροπής και ότι οι τρίτοι, εκτός των καταγγελλόντων, δεν διέθεταν, στο πλαίσιο τέτοιας διαδικασίας, δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα του φακέλου της Επιτροπής (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά EnBW, C-365/12 P, EU:C:2014:112, σκέψεις 86 και 87).

81      Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι το να επιτραπεί γενικευμένη πρόσβαση, βάσει του κανονισμού 1049/2001, στα έγγραφα του φακέλου διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ισορροπία που ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να διασφαλίσει, με τους κανονισμούς 1/2003 και 773/2004, μεταξύ, αφενός, της υποχρεώσεως των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων να γνωστοποιούν στην Επιτροπή ενδεχομένως ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες προκειμένου να της παρασχεθεί η δυνατότητα να διαπιστώσει την ύπαρξη συμπράξεως και να εκτιμήσει αν η σύμπραξη αυτή είναι συμβατή με το εν λόγω άρθρο και, αφετέρου, της εξασφαλίσεως ενισχυμένης προστασίας, βάσει του επαγγελματικού και του επιχειρηματικού απορρήτου, των πληροφοριών που έχουν διαβιβασθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο στην Επιτροπή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά EnBW, C-365/12 P, EU:C:2014:112, σκέψη 90 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

82      Τέλος, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι, βεβαίως, το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ διακρίνεται, από νομικής απόψεως, από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα βάσει του κανονισμού 1049/2001. Ωστόσο, κατά το Δικαστήριο, αμφότερα έχουν ως αποτέλεσμα παρεμφερή κατάσταση από λειτουργικής απόψεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά EnBW, C‑365/12 P, EU:C:2014:112, σκέψη 89 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

83      Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι το γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας που εφαρμόζεται επί των εγγράφων του διοικητικού φακέλου διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, σε ερμηνεία των κατ’ άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεων από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα η οποία λαμβάνει υπόψη τους προβλεπόμενους στους κανονισμούς 1/2003 και 773/2004 αυστηρούς κανόνες περί της επεξεργασίας των πληροφοριών που έχουν συλλεγεί ή αποδειχθεί στο πλαίσιο τέτοιας διαδικασίας.

84      Με άλλα λόγια, το τεκμήριο αυτό στηρίζεται στην παραδοχή ότι η εν λόγω διαδικασία προβλέπει συγκεκριμένο καθεστώς για την πρόσβαση στα έγγραφα. Από την ύπαρξη του εν λόγω καθεστώτος τεκμαίρεται ότι, καταρχήν, η δημοσιοποίηση των εγγράφων αυτών θα μπορούσε να θίξει τον σκοπό τον οποίο υπηρετεί η διαδικασία στην οποία εντάσσονται (βλ., υπό την έννοια αυτή, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ρ. Cruz Villalón στην υπόθεση Συμβούλιο κατά Access Info Europe, C-280/11 P, EU:C:2013:325, σημείο 75).

85      Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το γεγονός ότι το έγγραφο του οποίου ζητείται η δημοσιοποίηση εμπίπτει στον διοικητικό φάκελο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ αρκεί, εν προκειμένω, για να δικαιολογήσει την εφαρμογή του γενικού τεκμηρίου εμπιστευτικότητας των σχετικών με την εν λόγω διαδικασία εγγράφων, ανεξαρτήτως του αριθμού των εγγράφων τα οποία αφορά η αίτηση (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογία, απόφαση της 14ης Ιουλίου 2016, Sea Handling κατά Επιτροπής, C-271/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:557, σκέψη 41).

86      Επομένως, ορθώς με την προσβαλλόμενη απόφαση προβλήθηκε ότι ο πίνακας περιεχομένων καλυπτόταν από το γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας το οποίο εφαρμόζεται επί των εγγράφων που περιέχονται σε διοικητικό φάκελο περί διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

87      Τρίτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους η δημοσιοποίηση του ζητηθέντος εγγράφου ήταν ικανή να θίξει τα συμφέροντα που προστατεύονται με τις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

88      Πράγματι, όπως προβάλλει η Επιτροπή, στην περίπτωση κατά την οποία εφαρμόζεται γενικό τεκμήριο αρνήσεως παροχής προσβάσεως, το σχετικό θεσμικό όργανο οφείλει απλώς να διευκρινίσει επί ποιων εκτιμήσεων γενικής φύσεως στηρίζει το τεκμήριο ότι η δημοσιοποίηση των εγγράφων θίγει κάποιο από τα συμφέροντα που προστατεύονται με τις εξαιρέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001, τούτο δε χωρίς να υποχρεούται να προβεί σε συγκεκριμένη εκτίμηση του περιεχομένου καθενός από τα έγγραφα αυτά (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, C-514/07 P, C-528/07 P και C-532/07 P, EU:C:2010:541, σκέψη 76).

89      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση διευκρινίστηκε ότι το προβληθέν γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας στηριζόταν, αφενός, στην προστασία των σκοπών που επιδιώκουν οι δραστηριότητες έρευνας στο πλαίσιο της διαδικασίας EIRD, σύμφωνα με την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, και, αφετέρου, σε ερμηνεία των κανόνων του κανονισμού αυτού η οποία συνάδει προς τους ειδικούς κανόνες των κανονισμών 1/2003 και 773/2004. Επιπλέον, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι ο πίνακας περιεχομένων αποτελούσε μέρος του διοικητικού φακέλου της διαδικασίας EIRD, η οποία δεν είχε ακόμη περατωθεί, και ότι η δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων, συμπεριλαμβανομένου του πίνακα περιεχομένων, μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τις εν εξελίξει έρευνες και να θίξει τους κανόνες εμπιστευτικότητας, τα δικαιώματα άμυνας και τα εμπορικά συμφέροντα των μερών τα οποία αφορούσε η έρευνα (βλ. σκέψεις 7 και 11 ανωτέρω).

90      Όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, η προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι στηρίζεται στο τεκμήριο ότι η δημοσιοποίηση του πίνακα περιεχομένων θίγει, καταρχήν, τους σκοπούς έρευνας, οι οποίοι προστατεύονται με την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, δεν συνιστά παράβαση των διατάξεων του άρθρου αυτού.

91      Επομένως, το πρώτο σκέλος του τρίτου, του τέταρτου και του ένατου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δεύτερου σκέλους του τρίτου, του τέταρτου και του ένατου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλονται ύπαρξη υπέρτερου συμφέροντος που δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση του ζητηθέντος εγγράφου και παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ

92      Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του τρίτου, του τέταρτου και του ένατου λόγου ακυρώσεως, πρώτον, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ύπαρξη υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος για πρόσβαση στον πίνακα περιεχομένων προκειμένου να εξετάσει «τη δυνατότητα ασκήσεως αγωγής προς αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από τη σύμπραξη». Αφενός, οι αγωγές προς αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από τη σύμπραξη εξυπηρετούν υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, δεδομένου ότι ενισχύουν «την αποτελεσματικότητα των κανόνων της Ένωσης περί ανταγωνισμού» και συμβάλλουν «κατ’ αυτόν τον τρόπο στη διατήρηση συνθηκών πραγματικού ανταγωνισμού εντός της Ένωσης». Αφετέρου, μόνον η πρόσβαση στον πίνακα περιεχομένων θα επέτρεπε στην προσφεύγουσα να διαμορφώσει άποψη επί του ζητήματος αν τα έγγραφα που απαριθμούνται στον πίνακα αυτόν ενδέχεται να είναι αναγκαία για τη στήριξη ενδεχόμενης αγωγής αποζημιώσεως. Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, στο μέτρο κατά το οποίο η άρνηση παροχής προσβάσεως στον πίνακα περιεχομένων την εμποδίζει, στην πράξη, να ασκήσει αποτελεσματικά το δικαίωμα αποζημιώσεως που της παρέχει το άρθρο αυτό.

93      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

94      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύεται στην ανωτέρω σκέψη 63, η αναγνώριση γενικού τεκμηρίου εμπιστευτικότητας δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να αποδειχθεί ότι συγκεκριμένο έγγραφο, του οποίου ζητείται η δημοσιοποίηση, δεν καλύπτεται από το εν λόγω τεκμήριο ή ότι υφίσταται υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση του σχετικού εγγράφου δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταίο σκέλος της περιόδου, του κανονισμού 1049/2001.

95      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι κάθε πρόσωπο δικαιούται να αξιώσει την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη εξαιτίας παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Το δικαίωμα αυτό ενισχύει πράγματι την αποτελεσματικότητα των κανόνων της Ένωσης περί ανταγωνισμού, συμβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στη διατήρηση συνθηκών πραγματικού ανταγωνισμού εντός της Ένωσης (βλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά EnBW, C-365/12 P, EU:C:2014:112, σκέψη 104 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

96      Ωστόσο, κατά τη νομολογία, σε εκείνον ο οποίος προβάλλει την ύπαρξη υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος απόκειται να επικαλεστεί με συγκεκριμένο τρόπο τα στοιχεία που δικαιολογούν τη δημοσιοποίηση των σχετικών εγγράφων (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, C-139/07 P, EU:C:2010:376, σκέψη 62). Η έκθεση εκτιμήσεων αμιγώς γενικής φύσεως δεν αρκεί προκειμένου να αποδειχθεί ότι υπέρτερο δημόσιο συμφέρον κατισχύει των λόγων που δικαιολογούν την άρνηση δημοσιοποιήσεως των επίμαχων εγγράφων (βλ. απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2014, Spirlea κατά Επιτροπής, T-669/11, EU:T:2014:814, σκέψη 92 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

97      Ειδικότερα, απόκειται σε κάθε πρόσωπο το οποίο ζητεί την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη λόγω παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ να αποδείξει ότι είναι αναγκαίο, για εκείνο, να αποκτήσει πρόσβαση σε κάποιο έγγραφο του φακέλου της Επιτροπής, προκειμένου η Επιτροπή να μπορέσει, κατά περίπτωση, να σταθμίσει τα συμφέροντα που δικαιολογούν την δημοσιοποίηση των εγγράφων αυτών και την προστασία τους, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία της υποθέσεως (βλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά EnBW, C‑365/12 P, EU:C:2014:112, σκέψη 107 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

98      Εάν δεν υφίσταται τέτοια ανάγκη, το συμφέρον για την αποκατάσταση της οφειλόμενης σε παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ζημίας δεν συνιστά υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 (βλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά EnBW, C-365/12 P, EU:C:2014:112, σκέψη 108 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

99      Επιπλέον, το συμφέρον που προκύπτει μόνον από ζημία την οποία υπέστη ιδιωτική επιχείρηση στο πλαίσιο παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «δημόσιο» (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 2016, Sea Handling κατά Επιτροπής, C-271/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:557, σκέψεις 97 και 98, και της 20ής Μαρτίου 2014, Reagens κατά Επιτροπής, T-181/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:139, σκέψη 142).

100    Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αφενός, η Επιτροπή έκρινε ότι η δημοσιοποίηση του πίνακα περιεχομένων έπρεπε να θεωρηθεί ικανή να θίξει την προστασία των δραστηριοτήτων έρευνας, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Αφετέρου, η Επιτροπή εκτίμησε ότι κανένα υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταίο σκέλος της περιόδου, του κανονισμού αυτού, δεν δικαιολογούσε τη δημοσιοποίηση του πίνακα περιεχομένων, δεδομένου ότι το συμφέρον αυτό δεν μπορεί να συμπίπτει με το συμφέρον της προσφεύγουσας να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως (βλ. σκέψεις 7 και 11 ανωτέρω).

101    Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν μπορούν να κλονίσουν την εκτίμηση αυτή.

102    Πρώτον, πρέπει να τονιστεί ότι η προσφεύγουσα επικαλέστηκε απλώς ότι η πρόσβαση στον πίνακα περιεχομένων θα της επέτρεπε να «διαμορφώσει άποψη επί του ζητήματος αν τα έγγραφα που απαριθμούντα[ν] στον πίνακα αυτόν μπορ[ούσαν] να είναι αναγκαία για τη στήριξη ενδεχόμενης αγωγής αποζημιώσεως». Το πολύ γενικό αυτό επιχείρημα δεν αρκεί, όμως, για να αποδείξει τον λόγο για τον οποίο η άρνηση παροχής προσβάσεως στον πίνακα περιεχομένων θα εμπόδιζε την προσφεύγουσα να ασκήσει αποτελεσματικά το δικαίωμά της αποζημιώσεως. Συνεπώς, η προσφεύγουσα ουδόλως τεκμηριώνει το συμπέρασμά της ότι η πρόσβαση στον πίνακα περιεχομένων είναι απαραίτητη προκειμένου να μπορέσει να ασκήσει σχετική αγωγή αποζημιώσεως.

103    Υπό τις περιστάσεις αυτές, το συμφέρον προς αποκατάσταση της ζημίας που ενδεχομένως προκλήθηκε λόγω παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ δεν μπορεί να συνιστά υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταίο σκέλος της περιόδου, του κανονισμού 1049/2001.

104    Δεύτερον, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να συνιστά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι η εν λόγω απόφαση δεν στηρίζεται στη διάταξη αυτή, αλλά στις διατάξεις του κανονισμού 1049/2001.

105    Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν κατόρθωσε να αποδείξει ούτε ότι το έγγραφο του οποίου η δημοσιοποίηση ζητήθηκε δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του γενικού τεκμηρίου εμπιστευτικότητας ούτε ότι υφίστατο υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογούσε τη δημοσιοποίηση του εγγράφου αυτού.

106    Επομένως, το δεύτερο σκέλος του τρίτου, του τέταρτου και του ένατου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί. Ως εκ τούτου, ο τρίτος, ο τέταρτος και ο ένατος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

 Επί του έβδομου και του όγδοου λόγου ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλονται προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

107    Αφενός, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι κατ’ άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω και ότι, συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 42 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το άρθρο 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001. Αφετέρου, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση των διατάξεων περί του θεμελιώδους δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, δεδομένου ότι η Επιτροπή αρνήθηκε ακόμη και την παροχή προσβάσεως στο τμήμα του πίνακα περιεχομένων ως προς το οποίο δεν είχε υποβληθεί καμία αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως.

108    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

109    Όσον αφορά την προβαλλόμενη προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα, αρκεί να επισημανθεί ότι, όπως υπενθυμίζεται με τις ανωτέρω σκέψεις 57 και 58, το δικαίωμα αυτό υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς στηριζόμενους σε λόγους δημόσιου ή ιδιωτικού συμφέροντος, όπως προκύπτει ιδίως από το καθεστώς εξαιρέσεων που προβλέπεται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την ανωτέρω σκέψη 90, η πρόσβαση στο ζητηθέν έγγραφο υπέκειτο σε περιορισμούς στηριζόμενους σε λόγους δημόσιου συμφέροντος και καλυπτόταν από γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας στηριζόμενο ιδίως στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

110    Όσον αφορά το επιχείρημα περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας λόγω της αρνήσεως παροχής μερικής προσβάσεως στο ζητηθέν έγγραφο, αρκεί η υπόμνηση ότι τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στον φάκελο EIRD εξαιρούνται από την υποχρέωση πλήρους ή μερικής γνωστοποιήσεως του περιεχομένου τους, δεδομένου ότι καλύπτονται από το γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας που διαλαμβάνεται στην ανωτέρω σκέψη 78 (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, C-404/10 P, EU:C:2012:393, σκέψη 133, και της 14ης Ιουλίου 2016, Sea Handling κατά Επιτροπής, C-271/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:557, σκέψη 63).

111    Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εκδοθείσα κατά προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα και κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

112    Συνεπώς, ο έβδομος και ο όγδοος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

 Επί του πέμπτου και του έκτου λόγου ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001

113    Με τον πέμπτο και τον έκτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ο πίνακας περιεχομένων δεν είναι έγγραφο που καλύπτεται από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 και ότι, ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά παράβαση των κανόνων περί εξαιρέσεων.

114    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

115    Συναφώς, πρώτον, αρκεί η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001. Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας με το οποίο προβάλλεται παράβαση της διατάξεως αυτής είναι αλυσιτελές.

116    Δεύτερον, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η προσφεύγουσα επικαλείται απλώς το γεγονός ότι το επίμαχο έγγραφο δεν καλύπτεται από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, χωρίς, ωστόσο, να διευκρινίζει τον ισχυρισμό αυτόν. Πράγματι, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει με ποιον τρόπο ο πίνακας περιεχομένων δεν μπορεί να θεωρηθεί «[έγγραφο] που συντάχθηκε από ένα θεσμικό όργανο για εσωτερική χρήση».

117    Εν πάση περιπτώσει, ενδεχόμενη πλάνη περί το δίκαιο ή πλάνη εκτιμήσεως εκ μέρους της Επιτροπής στο πλαίσιο της εφαρμογής των εξαιρέσεων του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001 δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή επί της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, εφόσον έχει κριθεί ότι η Επιτροπή μπορούσε βασίμως να θεωρήσει ότι ο πίνακας περιεχομένων καλυπτόταν από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού.

118    Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να θεωρηθεί ως εκδοθείσα κατά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001.

119    Συνεπώς, ο πέμπτος και ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν, ο μεν πέμπτος λόγος ακυρώσεως ως αβάσιμος, ο δε έκτος ως αλυσιτελής.

120    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

121    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά το άρθρο 137 του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης, το Γενικό Δικαστήριο κανονίζει τα δικαστικά έξοδα κατά την κρίση του.

122    Εν προκειμένω, η μερική κατάργηση της δίκης είναι συνέπεια της εκ μέρους της Επιτροπής δημοσιεύσεως, στον ιστότοπό της, του μη εμπιστευτικού προσωρινού κειμένου της αποφάσεως EIRD, κατόπιν της ασκήσεως της προσφυγής. Ωστόσο, η δημοσίευση αυτή δεν αποτελεί απάντηση στην αίτηση της προσφεύγουσας περί προσβάσεως, αλλά ανάγεται στην εκπλήρωση της υποχρεώσεως δημοσιεύσεως που υπέχει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 30 του κανονισμού 1/2003. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, το μη εμπιστευτικό αυτό κείμενο της αποφάσεως EIRD δεν υφίστατο ακόμη κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

123    Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, της απορρίψεως της προσφυγής κατά παραλείψεως ως απαράδεκτης και του γεγονότος ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε κατά τα λοιπά όσον αφορά τα αιτήματα ακυρώσεως, πρέπει να καταδικαστεί η προσφεύγουσα στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στα έξοδα της Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για τα οποία επιφυλάχθηκε το Γενικό Δικαστήριο με τις διατάξεις που διαλαμβάνονται στις ανωτέρω σκέψεις 16 και 24, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Edeka-Handelsgesellschaft Hessenring mbH στα δικαστικά έξοδα.

Prek

Schalin

Costeira

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Φεβρουαρίου 2018.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.