Language of document : ECLI:EU:C:2019:958

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 12ης Νοεμβρίου 2019 (1)

Υπόθεση C502/19

Ποινική δίκη

παρισταμένων των

Oriol Junqueras Vies,

Ministerio Fiscal,

Abogacía del Estado,

Partido político VOX

[αίτηση του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου, Ισπανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Υπήκοος κράτους μέλους τελών υπό προσωρινή κράτηση, ο οποίος εξελέγη μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας ποινικής δίκης – Άρνηση χορήγησης άδειας στον ενδιαφερόμενο να συμμορφωθεί με απαίτηση που προβλέπει το εθνικό δίκαιο – Πρωτόκολλο (αριθ. 7) περί των προνομίων και των ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 9 – Πεδίο εφαρμογής και περιεχόμενο της βουλευτικής ασυλίας – Έννοιες του “εκλεγέντος” και του “μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου” – Πράξη περί της εκλογής των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 39 – Δικαίωμα του εκλέγεσθαι»






 Εισαγωγή

1.        Κατά την έναρξη κάθε νέας κοινοβουλευτικής περιόδου του House of Commons (Βουλής των Κοινοτήτων, Ηνωμένο Βασίλειο), ο speaker (Πρόεδρος) απευθύνει αίτημα στον βασιλιά (ή, όπως συμβαίνει σήμερα, στη βασίλισσα) προκειμένου αυτός να παράσχει στη Βουλή «την ελευθερία του λόγου, την προστασία κατά της σύλληψης, την πρόσβαση στην Αυτού Μεγαλειότητά του, όταν επιβάλλεται από τις περιστάσεις, και την ευνοϊκότερη δυνατή ερμηνεία του έργου της». Ο βασιλιάς απαντά επιβεβαιώνοντας όλα τα προνόμια που παρασχέθηκαν από τον ίδιο ή τους πολυάριθμους προκατόχους του (2).

2.        Πράγματι, η βουλευτική ασυλία έχει την απαρχή της στην ιστορία του Κοινοβουλίου του Ηνωμένου Βασιλείου, υπό την ονομασία parliamentary privilege. Η σημαντικότερη πτυχή του προνομίου αυτού, η ελευθερία του λόγου, θεσμοθετήθηκε στο τέλος του 16ου αιώνα και κωδικοποιήθηκε στην διακήρυξη των δικαιωμάτων (Bill of Rights) το 1689. Οδήγησε στο σημερινό ανεύθυνο (ή ουσιαστική ασυλία) για απόψεις που διατυπώνονται ή πράξεις που τελούνται κατά την άσκηση της βουλευτικής εντολής.

3.        Στο ηπειρωτικό δίκαιο, η εμφάνιση της βουλευτικής ασυλίας συνδέεται συνήθως με τη γαλλική επανάσταση. Πράγματι, ο νέος θεσμός που δημιουργήθηκε κατά τη γαλλική επανάσταση, η Assemblée nationale (Εθνοσυνέλευση), είχε ανάγκη προστασίας έναντι της μέχρι τότε απόλυτης μοναρχίας. Η πρώτη έκφραση της ασυλίας αυτής εντοπίζεται στα διατάγματα της ίδιας της Εθνοσυνέλευσης. Περιελάμβανε ήδη τις δυο πτυχές της βουλευτικής ασυλίας όπως είναι γνωστή σήμερα: την ουσιαστική ασυλία (ανεύθυνο) για πράξεις που τελούνται κατά την άσκηση βουλευτικών καθηκόντων (3) και τη δικονομική ασυλία (ακαταδίωκτο) για οποιαδήποτε άλλη πράξη, πλην των περιπτώσεων χορήγησης άδειας δίωξης από την Εθνοσυνέλευση (4). Η βουλευτική ασυλία κατοχυρώθηκε εν συνεχεία σε συνταγματικό επίπεδο με το Σύνταγμα του 1791.

4.        Η μορφή της ασυλίας αυτής, η οποία έχει δύο πτυχές, το ανεύθυνο και το ακαταδίωκτο, καθιερωθείσα κατά τη γαλλική επανάσταση, έχει επαναληφθεί σε μεγάλο βαθμό στα κοινοβουλευτικά δίκαια των κρατών της ηπειρωτικής Ευρώπης.

5.        Αν και η βουλευτική ασυλία εμφανίζεται υπό τη μορφή της προστασίας που παρέχεται σε κάθε μέλος του Κοινοβουλίου ατομικά, ο στόχος της είναι εντούτοις διαφορετικός. Δεν αποτελεί προνόμιο του βουλευτή ώστε αυτός να αποφύγει την υπαγωγή του στους γενικώς ισχύοντες νόμους αλλά μηχανισμό προστασίας του Κοινοβουλίου συνολικά (5).

6.        Όσον αφορά ειδικότερα το ακαταδίωκτο, ένας από τους στόχους της προστασίας αυτής είναι να διασφαλιστεί ότι το Κοινοβούλιο θα μπορεί να συνέρχεται σε πλήρη σύνθεση, χωρίς καταχρηστικές ή κακόβουλες ποινικές (ή και αστικές) διώξεις να απομακρύνουν ορισμένα από τα μέλη του από τις συνεδριάσεις (6).

7.        Πλέον ο δικαιολογητικός λόγος ύπαρξης της ασυλίας αυτής τίθεται συχνά υπό αμφισβήτηση. Υποστηρίζεται πράγματι ότι αποτελεί αναχρονισμό, κατάλοιπο μιας εποχής κατά την οποία τα κοινοβούλια ήταν εκτεθειμένα σε επιθέσεις εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας και της δικαιοσύνης που συχνά τελούσε στην υπηρεσία της εκτελεστικής εξουσίας. Αντιθέτως, στο σύγχρονο κράτος δικαίου η ανεξαρτησία των δικαστών αποτελεί την καλύτερη εγγύηση έναντι των αδικαιολόγητων επιθέσεων που απειλούν τη λειτουργία ή τη σύνθεση του Κοινοβουλίου με αποτέλεσμα η δικονομική ασυλία να μην έχει λόγο ύπαρξης. Η ασυλία αυτή αποτελεί, επιπλέον, πηγή καταχρήσεων καθώς και προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος πρόσβασης στην δικαιοσύνη των θιγόμενων από τις πράξεις που οι βουλευτές τέλεσαν εκτός της άσκησης των καθηκόντων τους (7).

8.        Οι επικρίσεις αυτές είναι αναμφίβολα σε μεγάλο βαθμό αληθείς.

9.        Ωστόσο, φρονώ αφενός ότι αντανακλούν μια πολύ αισιόδοξη θεώρηση των πραγμάτων: η πρόοδος του κράτους δικαίου δεν είναι η ίδια παντού και οι πολιτικές εξελίξεις δεν οδηγούν πάντα προς την κατεύθυνση της ενίσχυσής του. Επιπλέον, αν και οι δικαστές παραμένουν καταρχήν ανεξάρτητοι, τούτο δεν ισχύει απαραιτήτως για τις δυνάμεις ασφαλείας ή την εισαγγελική αρχή (8).

10.      Αφετέρου, μέτρα όπως ο δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων άρσης της ασυλίας, ο περιορισμός της έκτασής του ή της εμβέλειάς του καθώς και η πρακτική των κοινοβουλίων να αίρουν καταρχήν την ασυλία εκτός αν υφίσταται fumus persecutionis (μεροληπτική δίωξη), καθιστούν δυνατή την αποφυγή των καταχρήσεων και τον περιορισμό της ασυλίας στα όρια που αρμόζουν στον ρόλο της ως ασπίδας προστασίας του Κοινοβουλίου.

11.      Αν εφαρμοστεί ορθώς, η ασυλία των βουλευτών αποτελεί συνεπώς μία από τις εγγυήσεις της ανεξαρτησίας τους και ως εκ τούτου, της ανεξαρτησίας κάθε Κοινοβουλίου, μεταξύ των οποίων και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

12.      Ωστόσο, προκειμένου οι ενδιαφερόμενοι να απολαύουν της ασυλίας αυτής πρέπει προηγουμένως να αποκτήσουν την ιδιότητα του βουλευτή. Στη θεσμική τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης η διαδικασία απόκτησης της ιδιότητας αυτής διέπεται εν μέρει από τις εθνικές διατάξεις των κρατών μελών και εν μέρει από τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Η παρούσα υπόθεση θέτει το ζήτημα της κατανομής των αντίστοιχων πεδίων εφαρμογής των διαφορετικών αυτών έννομων τάξεων. Αποκτά επομένως σημασία συνταγματικής εμβέλειας που βαίνει πέραν της ατομικής περίπτωσης του προσφεύγοντος της κύριας δίκης και της εθνικής πολιτικής συζήτησης που αφορά την περίπτωση αυτή. Υπό το συνταγματικό αυτό πρίσμα προτίθεμαι να εξετάσω τα νομικά ερωτήματα που ανέκυψαν στην παρούσα υπόθεση.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

13.      Κατά το άρθρο 9 του πρωτοκόλλου (αριθ. 7) περί των προνομίων και των ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (9), που προσαρτάται στις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ (στο εξής: πρωτόκολλο):

«Κατά τη διάρκεια των συνόδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τα μέλη του απολαύουν:

α)      εντός της επικρατείας των κρατών τους, των ασυλιών που αναγνωρίζονται στα μέλη του Κοινοβουλίου της χώρας τους,

β)      εντός της επικρατείας άλλων κρατών μελών της εξαιρέσεως από κάθε μέτρο κρατήσεως και κάθε δικαστική δίωξη.

Η ασυλία τούς καλύπτει επίσης όταν μεταβαίνουν στον τόπο συνεδριάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή όταν επιστρέφουν από αυτόν.

Επίκληση της ασυλίας δεν δύναται να γίνει στην περίπτωση αυτοφώρου εγκλήματος και ούτε δύναται να εμποδίσει την άσκηση του δικαιώματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να άρει την ασυλία ενός από τα μέλη του.»

14.      Η διαδικασία επιλογής των μελών του Κοινοβουλίου διέπεται από την πράξη περί της εκλογής των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορία, που προσαρτάται στην απόφαση 76/787/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 (10), όπως έχει τροποποιηθεί με την απόφαση 2002/772/ΕΚ, της 25ης Ιουνίου 2002 και της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 (11) (στο εξής: πράξη του 1976). Κατά το άρθρο 5 της πράξεως αυτής:

«1.      Η πενταετής περίοδος για την οποία εκλέγονται τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αρχίζει με την έναρξη της πρώτης συνόδου μετά από κάθε εκλογές.

[…]

2.      Η θητεία κάθε μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αρχίζει και λήγει ταυτόχρονα με την περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 1.»

15.      Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, της εν λόγω πράξης:

«Τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου απολαύουν των προνομίων και των ασυλιών που ισχύουν γι’ αυτά δυνάμει του πρωτοκόλλου της 8ης Απριλίου 1965 περί των προνομίων και των ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.»

16.      Το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, της αυτής πράξης ορίζει ότι:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας πράξης, η εκλογική διαδικασία διέπεται, σε κάθε κράτος μέλος, από τις εθνικές διατάξεις.»

17.      Κατά το άρθρο 12 της πράξης του 1976:

«Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προβαίνει στον έλεγχο της εντολής των μελών του. Για τον σκοπό αυτό, λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα που ανακοινώνονται επισήμως από τα κράτη μέλη και αποφασίζει επί των διαφορών οι οποίες θα μπορούσαν ενδεχομένως να ανακύψουν από την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας πράξης, εξαιρουμένων των εθνικών διατάξεων στις οποίες παραπέμπει η πράξη αυτή.»

18.      Τέλος, το άρθρο 13, παράγραφος 1, της πράξης αυτής ορίζει ότι:

«Μία βουλευτική έδρα χηρεύει όταν η θητεία μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου λήξει λόγω παραίτησης ή θανάτου του ή έκπτωσης από το αξίωμά του.»

 Το ισπανικό δίκαιο

19.      Το άρθρο 71 του ισπανικού Συντάγματος προβλέπει ότι:

«1.      Οι βουλευτές και οι γερουσιαστές δεν διώκονται ποινικώς [(12)] για τις απόψεις που εκφράζουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

2.      Κατά τη διάρκεια της θητείας τους, οι βουλευτές και οι γερουσιαστές απολαύουν επίσης ασυλίας και μπορούν να συλληφθούν μόνο σε περίπτωση αυτόφωρου εγκλήματος. Δεν μπορούν να τους απαγγελθούν κατηγορίες ούτε να ασκηθεί δίωξη κατ’ αυτών χωρίς προηγούμενη άδεια του αντίστοιχου νομοθετικού σώματος.

3.      Αρμόδιο για τις ποινικές διαδικασίες κατά βουλευτών και γερουσιαστών είναι το ποινικό τμήμα του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου).

[…]»

20.      Το ισπανικό εκλογικό σύστημα διέπεται από τον ley orgánica 5/1985 del Régimen Electoral General (οργανικό νόμο 5/1985 περί γενικού εκλογικού καθεστώτος) της 19ης Ιουνίου 1985 (13),. όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: εκλογικός κώδικας). Ο τίτλος VI του κώδικα αυτού περιέχει ειδικές διατάξεις για τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Μεταξύ άλλων, το άρθρο 224, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κώδικα προβλέπει ότι:

«1.      Η Junta Electoral Central (Κεντρική Εκλογική Επιτροπή, Ισπανία) προβαίνει, το αργότερο έως την εικοστή ημέρα μετά τις εκλογές, στην καταμέτρηση των ψήφων σε εθνικό επίπεδο, στην απονομή των εδρών που αντιστοιχούν στους υποψηφίους και στην ανακήρυξη της εκλογής των υποψηφίων.

2.      Εντός πέντε ημερών από την ανακήρυξη της εκλογής τους, οι εκλεγέντες υποψήφιοι οφείλουν να δώσουν όρκο ή να παράσχουν υπόσχεση υπακοής στο Σύνταγμα ενώπιον της Κεντρικής Εκλογικής Επιτροπής. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή κηρύσσει κενές τις έδρες των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τα οποία δεν έχουν δώσει όρκο υπακοής στο Σύνταγμα, αναστελλομένων όλων των προνομίων που, ως εκ της θέσεώς τους, θα απήλαυαν, έως ότου δοθεί ο εν λόγω όρκος.»

21.      Κατά το άρθρο 384bis του Real Decreto por el que se aprueba la Ley de Enjuiciamiento Criminal (βασιλικού διατάγματος που εγκρίνει τον κώδικα ποινικής δικονομίας, στο εξής: κώδικας ποινικής δικονομίας) της 14ης Σεπτεμβρίου 1882 (14):

«Αφ’ ης στιγμής η απόφαση άσκησης ποινικής δίωξης κατά συγκεκριμένου προσώπου καταστεί αμετάκλητη και διαταχθεί η προσωρινή κράτηση για αδίκημα που έχει διαπραχθεί από πρόσωπο το οποίο είναι μέλος ή συνδέεται με ένοπλες ομάδες ή τρομοκράτες ή στασιαστές, επιβάλλεται αυτοδικαίως στον κατηγορούμενο ο οποίος κατέχει δημόσιο λειτούργημα ή θέση η αναστολή της άσκησης των καθηκόντων του ενόσω διαρκεί η κράτηση.»

22.      Τα άρθρα 750 έως 755 του κώδικα αυτού έχουν ως εξής:

«Άρθρο 750

Εάν τα νομοθετικά σώματα βρίσκονται σε σύνοδο, ο δικαστής ή το δικαστήριο που διαπιστώνει ότι υπάρχουν λόγοι να διωχθεί γερουσιαστής ή βουλευτής για διάπραξη αδικήματος δεν κινεί διαδικασία κατ’ αυτών ενόσω δεν έχει λάβει την αντίστοιχη άδεια του νομοθετικού σώματος μέλος του οποίου είναι ο ενδιαφερόμενος.

Άρθρο 751

Εάν γερουσιαστής ή βουλευτής καταληφθεί επ’ αυτοφώρω να διαπράττει αδίκημα, μπορεί να συλληφθεί και να διωχθεί χωρίς την κατά το προηγούμενο άρθρο άδεια· πάντως, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τη σύλληψη ή τη δίωξη, το νομοθετικό σώμα μέλος του οποίου είναι ο ενδιαφερόμενος πρέπει να ενημερωθεί σχετικώς.

Το αντίστοιχο νομοθετικό σώμα ενημερώνεται ομοίως για κάθε διαδικασία που τυχόν εκκρεμεί κατά προσώπου που, ενώ διώκεται ποινικώς, έχει εκλεγεί γερουσιαστής ή βουλευτής.

Άρθρο 752

Εάν ασκηθεί δίωξη κατά γερουσιαστή ή βουλευτή κατά τη διάρκεια της διακοπής των κοινοβουλευτικών εργασιών, ο δικαστής ή το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της υποθέσεως οφείλει να ενημερώσει αμελλητί το αντίστοιχο νομοθετικό σώμα.

Το ίδιο ισχύει όταν, πριν από τη σύγκληση της Γερουσίας ή της Βουλής, ασκείται δίωξη κατά εκλεγέντος γερουσιαστή ή βουλευτή.

Άρθρο 753

Εν πάση περιπτώσει, από την ημερομηνία ενημερώσεως των νομοθετικών σωμάτων, είτε αυτά βρίσκονται σε σύνοδο είτε όχι, ο δικαστικός γραμματέας αναστέλλει τη διαδικασία έως ότου το αντίστοιχο νομοθετικό σώμα λάβει απόφαση.

Άρθρο 754

Εάν η Γερουσία ή η Βουλή των Αντιπροσώπων αρνηθούν να δώσουν τη ζητηθείσα άδεια, η δίωξη κατά του γερουσιαστή ή βουλευτή κηρύσσεται απαράδεκτη, πλην όμως συνεχίζεται κατά των λοιπών διωκόμενων.

Άρθρο 755

Η άδεια ζητείται υπό μορφή suplicatorio (αιτήσεως) στην οποία επισυνάπτεται, υπό καθεστώς απορρήτου, επικυρωμένο αντίγραφο των κατηγοριών εις βάρος του γερουσιαστή ή βουλευτή, συμπεριλαμβανομένης της γνώμης του εισαγγελέα και των ειδικών αιτημάτων τα οποία αφορά η αίτηση άδειας.»

 Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

23.      Ο προσφεύγων της κύριας δίκης, O. Junqueras Vies, ήταν αντιπρόεδρος της Gobierno autonómico de Cataluña (Κυβέρνησης της Αυτόνομης Κοινότητας της Καταλονίας, Ισπανία) κατά τον χρόνο έκδοσης, από το Parlamento de Cataluña (Κοινοβούλιο της Καταλονίας, Ισπανία), του Ley 19/2017 del referéndum de autodeterminación (νόμου 19/2017 για το δημοψήφισμα περί αυτοδιαθέσεως) της 6ης Σεπτεμβρίου 2017 (15) και του Ley 20/2017 de transitoríedad jurídica y fundacional de la República (νόμου 20/2017 περί νομικής μεταβάσεως και ιδρυτικού της Δημοκρατίας) της 8ης Σεπτεμβρίου 2017 (16), καθώς και κατά τον χρόνο διεξαγωγής, την 1η Οκτωβρίου 2017, του δημοψηφίσματος περί αυτοδιαθέσεως που προέβλεπε ο πρώτος από τους δυο αυτούς νόμους, η ισχύς των διατάξεων του οποίου είχε εν τω μεταξύ ανασταλεί με απόφαση του Tribunal Constitucional (Συνταγματικού Δικαστηρίου).

24.      Μετά τις εξελίξεις αυτές, η Ministerio fiscal (εισαγγελία, Ισπανία), το Abogado del Estado (νομικό συμβούλιο του κράτους, Ισπανία) και το πολιτικό κόμμα VOX κίνησαν ποινική διαδικασία κατά ενός συνόλου προσώπων, συμπεριλαμβανομένου του Ο. Junqueras Vies, για συμμετοχή σε αποσχιστική διαδικασία και τέλεση στο πλαίσιο αυτό πράξεων που στοιχειοθετούν τρία ποινικά αδικήματα, ήτοι, πρώτον, το αδίκημα της εξέγερσης ή, εναλλακτικώς, στάσης, δεύτερον, της απείθειας και τρίτον, της απιστίας στην υπηρεσία.

25.      Κατά το στάδιο της ανακρίσεως, ο O. Junqueras Vies ετέθη υπό προσωρινή κράτηση με απόφαση της 2ας Νοεμβρίου 2017. Έκτοτε η απόφαση αυτή ανανεώθηκε αδιαλείπτως.

26.      Μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας της εις βάρος του ποινικής δίκης, ο O. Junqueras Vies υπέβαλε υποψηφιότητα στις εκλογές για την ανάδειξη των μελών του Congreso de los Diputados (Βουλής των Αντιπροσώπων, Ισπανία) οι οποίες διεξήχθησαν στις 28 Απριλίου 2019. Εξελέγη βουλευτής.

27.      Με διάταξη της 14ης Μαΐου 2019 (17), το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) έκρινε ότι δεν υπήρχε λόγος να ζητηθεί από τη Βουλή των Αντιπροσώπων η προηγούμενη άδεια που προβλέπεται στο άρθρο 71, παράγραφος 2, του ισπανικού Συντάγματος καθώς και στο άρθρο 755 του κώδικα ποινικής δικονομίας, καθόσον η εκλογή του Ο. Junqueras Vies εχώρησε μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας της εις βάρος του ποινικής δίκης. Πράγματι, σύμφωνα με το δικαστήριο αυτό, η ασυλία που κατοχυρώνεται στην εν λόγω συνταγματική διάταξη ισχύει μόνο για τις ποινικές διαδικασίες κατά βουλευτών ή γερουσιαστών που δεν έχουν ακόμη περιέλθει στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας.

28.      Με την ίδια διάταξη, το δικαστήριο αυτό, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος από τον Ο. Junqueras Vies, τού χορήγησε έκτακτη άδεια εξόδου από τη φυλακή προκειμένου να παραστεί υπό αστυνομική επιτήρηση και υπό συνθήκες που εξασφάλιζαν την ασφάλειά του στην εναρκτήρια συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής των Αντιπροσώπων για να εκπληρώσει, κατά τη συνεδρίαση αυτή, τις απαιτούμενες διατυπώσεις για την ανάληψη της έδρας του, μεταξύ των οποίων η παροχή όρκου, όπως οι διατυπώσεις αυτές προβλέπονται στο άρθρο 20 του κανονισμού της Βουλής των Αντιπροσώπων.

29.      Μετά την εκπλήρωση των διατυπώσεων αυτών και την ανάληψη της έδρας του και την εν συνεχεία επιστροφή του στο σωφρονιστικό κατάστημα, ο Ο. Junqueras Vies τέθηκε υπό καθεστώς αναστολής της ασκήσεως των βουλευτικών καθηκόντων του με απόφαση του Προεδρείου της Βουλής των Αντιπροσώπων της 24ης Μαΐου 2019, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 384bis του κώδικα ποινικής δικονομίας.

30.      Ο O. Junqueras Vies υπέβαλε ομοίως υποψηφιότητα στις εκλογές της 26ης Μαΐου 2019 για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Εξελέγη στις εκλογές, ανακηρύχθηκε δε η εκλογή του με απόφαση της Κεντρικής Εκλογικής Επιτροπής της 13ης Ιουνίου 2019 περί «Ανακήρυξης των εκλεγέντων βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις εκλογές της 26ης Μαΐου 2019» (18), κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 224, παράγραφος 1, του εκλογικού κώδικα.

31.      Με διάταξη της 14ης Ιουνίου 2019 (στο εξής: διάταξη της 14ης Ιουνίου 2019), το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) απεφάνθη επί αιτήματος του Ο. Junqueras Vies με αντικείμενο τη χορήγηση έκτακτης άδειας εξόδου από τη φυλακή προκειμένου να παραστεί ενώπιον της Κεντρικής Εκλογικής Επιτροπής για να παράσχει τον όρκο υπακοής στο ισπανικό Σύνταγμα που απαιτεί το άρθρο 224, παράγραφος 2, του εκλογικού κώδικα για τα εκλεγέντα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το δικαστήριο αυτό αρνήθηκε να χορηγήσει την αιτηθείσα άδεια.

32.      Στις 20 Ιουνίου 2019, η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή εξέδωσε απόφαση με την οποία διαπίστωνε ότι ο Ο. Junqueras Vies δεν είχε παράσχει τον εν λόγω όρκο και, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 224, παράγραφος 2, του εκλογικού κώδικα, κήρυξε κενή την έδρα του ενδιαφερομένου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καθώς και την αναστολή όλων των προνομίων που θα μπορούσε ·έχει λόγω των καθηκόντων του. Παράλληλα, η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή κοινοποίησε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατάλογο βουλευτών εκλεγέντων στην Ισπανία στον οποίο δεν περιλαμβανόταν το όνομα του Ο. Junqueras Vies.

33.      Στις 2 Ιουλίου 2019, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο της ένατης κοινοβουλευτικής περιόδου πραγματοποίησε την πρώτη συνεδρίασή του.

34.      Εν τω μεταξύ, ο O. Junqueras Vies άσκησε προσφυγή ενώπιον του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου) κατά της διάταξης της 14ης Ιουνίου 2019 στο πλαίσιο της οποίας επικαλέστηκε την προβλεπόμενη στο άρθρο 9 του πρωτοκόλλου ασυλία.

35.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 9 του [πρωτοκόλλου] εφαρμογή, πριν από την έναρξη των “συνόδων”, σε κατηγορούμενο για σοβαρά αδικήματα, ο οποίος τελεί υπό προσωρινή κράτηση διαταχθείσα δικαστικώς για πράξεις προγενέστερες της ενάρξεως εκλογικής διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας ανακηρύχθηκε η εκλογή του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και του οποίου η αίτηση χορηγήσεως έκτακτης άδειας εξόδου από τη φυλακή προκειμένου να εκπληρώσει τις προϋποθέσεις της εσωτερικής εκλογικής νομοθεσίας στην οποία παραπέμπει το άρθρο 8 της [Πράξεως του 1976] απορρίφθηκε με δικαστική απόφαση;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, εάν το αρμόδιο κατά την εθνική εκλογική νομοθεσία όργανο έχει ενημερώσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι ο εκλεγείς, καθόσον δεν έχει τηρήσει τις προβλεπόμενες στην εκλογική νομοθεσία προϋποθέσεις (αδυναμία απορρέουσα από τον περιορισμό της ελευθερίας κινήσεώς του λόγω προσωρινής κρατήσεώς του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας για σοβαρά αδικήματα), δεν θα αποκτήσει την ιδιότητα του βουλευτή ενόσω δεν έχει εκπληρώσει τις προϋποθέσεις αυτές, εξακολουθεί να ισχύει η διασταλτική ερμηνεία του όρου “κατά τη διάρκεια των συνόδων”, παρά την προσωρινή διάψευση της προσδοκίας του εκλεγέντος να καταλάβει την έδρα του;

3)      Εάν δοθεί απάντηση υπέρ της διασταλτικής ερμηνείας, σε περίπτωση κατά την οποία ο εκλεγείς τελεί, ήδη αρκετά πριν από την έναρξη της εκλογικής διαδικασίας, υπό προσωρινή κράτηση στο πλαίσιο διαδικασίας για σοβαρά αδικήματα, υποχρεούται η διατάξασα την προσωρινή κράτηση δικαστική αρχή, υπό το πρίσμα της εκφράσεως “όταν μεταβαίνουν στον τόπο συνεδριάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή όταν επιστρέφουν από αυτόν” του άρθρου 9 του [πρωτοκόλλου], να άρει την προσωρινή κράτηση κατά τρόπο απόλυτο, οιονεί αυτόματο, ώστε να επιτραπεί η εκπλήρωση των διατυπώσεων και των μετακινήσεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ή πρέπει να εφαρμόσει ένα σχετικό κριτήριο κατά περίπτωση σταθμίσεως των δικαιωμάτων και των συμφερόντων που απορρέουν από την ανάγκη απονομής της δικαιοσύνης και σύννομης διεξαγωγής της διαδικασίας, αφενός, και εκείνων που συνδέονται με τον θεσμό της ασυλίας, αφετέρου, όσον αφορά τόσο τον σεβασμό της λειτουργίας και της ανεξαρτησίας του Κοινοβουλίου όσο και το δικαίωμα του εκλεγέντος να ασκήσει δημόσιο αξίωμα;»

36.      Με την απόφαση περί παραπομπής, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) επισήμανε ότι υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που ανέκυψαν ενώπιόν του όχι στο πλαίσιο της διάσκεψης για την έκδοση επί της ουσίας αποφάσεως στην ποινική δίκη εις βάρος του Ο. Junqueras Vies αλλά στο πλαίσιο παρεμπίπτοντος ζητήματος που ανέκυψε λόγω της προσφυγής του ενδιαφερομένου κατά της διάταξης της 14ης Ιουνίου 2019. Επισήμανε επίσης ότι όφειλε να υποβάλει στο Δικαστήριο τα προδικαστικά αυτά ερωτήματα, ως δικαστήριο που αποφαίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό σύμφωνα με το άρθρο 71, παράγραφος 3, του ισπανικού Συντάγματος.

37.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Ιουλίου 2019. Ο Ο. Junqueras Vies, η εισαγγελία, το πολιτικό κόμμα VOX, η Ισπανική Κυβέρνηση, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Οι ως άνω διάδικοι εκπροσωπήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Οκτωβρίου 2019.

38.      Την ίδια ημέρα, το αιτούν δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση 459/2019 (στο εξής: απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2019), με την οποία καταδίκασε, μεταξύ άλλων, τον Ο. Junqueras Vies σε κάθειρξη δεκατριών ετών και σε στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων για το ίδιο χρονικό διάστημα (inhabilitación absoluta). Με επιστολή της ίδιας ημέρας προς το Δικαστήριο, το δικαστήριο αυτό επισήμανε ότι εμμένει στην προδικαστική παραπομπή.

 Ανάλυση

39.      Το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει στο Δικαστήριο τρία προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν κατ’ ουσίαν το προσωπικό και χρονικό πεδίο εφαρμογής της ασυλίας των μελών του Κοινοβουλίου που προβλέπει το άρθρο 9 του πρωτοκόλλου. Ωστόσο, από τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν διάφοροι διάδικοι στην παρούσα δίκη προκύπτει ότι στην περίπτωση του προσφεύγοντος της κύριας δίκης τίθεται ένα προκαταρκτικό και πολύ πιο θεμελιώδες ζήτημα: απολαύει ο O. Junqueras Vies της ιδιότητας του βουλευτή (19) του Κοινοβουλίου; Θα αρχίσω επομένως την ανάλυσή μου εξετάζοντας το ζήτημα αυτό.

 Η ιδιότητα του βουλευτή του Κοινοβουλίου

40.      Η βουλευτική ασυλία που προβλέπεται στο άρθρο 9 του πρωτοκόλλου καλύπτει τα μέλη του Κοινοβουλίου. Ωστόσο, οι διάδικοι της κύριας δίκης που κατέθεσαν παρατηρήσεις, εξαιρέσει φυσικά του προσφεύγοντος της κύριας δίκης, φρονούν ότι αυτός δεν απέκτησε ή εν πάση περιπτώσει δεν απέκτησε πλήρως την ιδιότητα αυτή. Υποστηρίζουν πράγματι ότι, κατά την πράξη του 1976, η εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διέπεται από το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών. Σύμφωνα με τους διαδίκους αυτούς, η υποχρέωση παροχής όρκου υπακοής στο ισπανικό Σύνταγμα που καθιερώνεται στο άρθρο 224 του εκλογικού κώδικα για τους εκλεγέντες στο Κοινοβούλιο αποτελεί στάδιο της εκλογικής διαδικασίας στην Ισπανία με αποτέλεσμα πρόσωπο του οποίου η εκλογή ανακηρύχθηκε να αποκτά το αξίωμα του βουλευτή του Κοινοβουλίου με όλα τα προνόμια που απορρέουν από αυτό, συμπεριλαμβανομένης της ασυλίας, μόνο μετά την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής. Ακολουθώντας τη λογική αυτή, η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή κοινοποίησε στο Κοινοβούλιο κατάλογο εκλεγέντων στον οποίο δεν περιλαμβανόταν το όνομα του προσφεύγοντος της κύριας δίκης.

41.      Τη συλλογιστική αυτή υποστηρίζουν το Κοινοβούλιο και κατ’ ουσίαν η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις τους στην παρούσα υπόθεση. Αυτή φαίνεται να είναι επίσης η θέση του αιτούντος δικαστηρίου η οποία εκτίθεται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

42.      Προσωπικά, δεν συμφωνώ με τη συλλογιστική αυτή για τους ακόλουθους λόγους.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

43.      Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 2, ΣΕΕ, το Κοινοβούλιο απαρτίζεται από αντιπροσώπους των πολιτών της Ένωσης. Αυτοί εκλέγονται, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 3, ΣΕΕ, με άμεση και καθολική ψηφοφορία. Η εκλογή αυτή διέπεται από τις διατάξεις της πράξεως του 1976. Η εν λόγω πράξη προβλέπει ότι, με την επιφύλαξη των εναρμονισθέντων σε αυτήν ζητημάτων, η εκλογική διαδικασία διέπεται από το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών (άρθρο 8 της εν λόγω πράξεως). Η παραπομπή αυτή στο εθνικό δίκαιο αφορά, πέραν της εκλογικής διαδικασίας αυτής καθεαυτής, ζητήματα όπως το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, τον έλεγχο του κύρους των εκλογών ή εν μέρει τις περιπτώσεις ασυμβίβαστου.

44.      Αντιθέτως, το καθεστώς των βουλευτών του Κοινοβουλίου ως εκπροσώπων των πολιτών της Ένωσης που εξελέγησαν με άμεση ψηφοφορία και ως μελών ενός θεσμικού οργάνου της Ένωσης διέπεται αποκλειστικά από το δίκαιο της Ένωσης. Πράγματι, η ρύθμιση του καθεστώτος των βουλευτών του Κοινοβουλίου από το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών θα έθιγε όχι μόνο την ανεξαρτησία του Κοινοβουλίου έναντι των κρατών μελών αλλά και την αυτοτέλεια της έννομης τάξης της Ένωσης στο σύνολό της.

45.      Υπό το πρίσμα αυτό της θεσμικής ανεξαρτησίας και της νομικής αυτοτέλειας πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα της απόκτησης της ιδιότητας του μέλους του Κοινοβουλίου.

 Η φύση της άμεσης ψηφοφορίας

46.      Πρώτον, η συλλογιστική σύμφωνα με την οποία η ιδιότητα του βουλευτή του Κοινοβουλίου αποκτάται μόνον υπό την προϋπόθεση τήρησης των διατυπώσεων που προβλέπει το εθνικό δίκαιο, όπως η παροχή όρκου, μου φαίνεται αντίθετη προς την ίδια την έννοια της άμεσης και καθολικής ψηφοφορίας και της αντιπροσωπευτικής εντολής. Πράγματι, η απόκτηση της εντολής αυτής δεν μπορεί να απορρέει παρά μόνον από την ψήφο των εκλογέων και δεν πρέπει να εξαρτάται από τη μεταγενέστερη εκπλήρωση οποιασδήποτε διατύπωσης, η οποία, όπως αποδεικνύει η παρούσα υπόθεση, δεν εξαρτάται πάντα αποκλειστικά από τον εκλεγέντα. Οι εκλογείς εκλέγουν βουλευτές και όχι «πρόσωπα που έχουν αξίωση να γίνουν βουλευτές». Η απόφασή τους που εκφράζεται κατά την ψηφοφορία δεν υπόκειται σε «επικύρωση» ή «επιβεβαίωση».

47.      Ασφαλώς, η βουλευτική εντολή και η ανάθεσή της εξαρτώνται από ορισμένες τυπικές απαιτήσεις και περιορισμούς: την εκλογιμότητα του υποψηφίου, τα ασυμβίβαστα και την εγκυρότητα της εκλογής. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή πρόκειται για αντικειμενικές περιστάσεις που αφορούν ιδιότητες του εκλεγέντος ή της εκλογικής διαδικασίας. Η μη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις αυτές καθιστά την απόκτηση ή τη διατήρηση του αξιώματος νομικώς αδύνατη και ενδέχεται να οδηγήσει στην πρόωρη λήξη του.

48.      Είναι επίσης αληθές ότι διάφορα κοινοβουλευτικά συστήματα προβλέπουν την εκπλήρωση τυπικών υποχρεώσεων από τους βουλευτές πριν από την πραγματική ανάληψη των καθηκόντων τους, είτε πρόκειται για υποχρέωση παροχής όρκου, δήλωσης οικονομικών συμφερόντων ή άλλες. Ωστόσο, οι υποχρεώσεις αυτές αφορούν βουλευτές, δηλαδή πρόσωπα που έχουν ήδη αποκτήσει το αξίωμα. Αντιθέτως, δεν αποτελούν προϋπόθεση για την απόκτησή του, η οποία απορρέει μόνον από τη λαϊκή βούληση που εκφράζεται στις εκλογές (20).

49.      Επομένως, η ανακήρυξη των αποτελεσμάτων αποτελεί την πράξη που ολοκληρώνει την εκλογική διαδικασία και είναι συστατικό στοιχείο της απόκτησης του αξιώματος από τους εκλεγέντες (21). Όλες οι μεταγενέστερες της πράξεως αυτής διατυπώσεις, εξαιρουμένης της ενδεχόμενης ακύρωσης των εκλογών, έχουν αποκλειστικά αναγνωριστικό χαρακτήρα και δεν αποτελούν προϋπόθεση για την απόκτηση του αξιώματος.

50.      Μπορώ επομένως να δεχτώ ότι, κατά το ισπανικό δίκαιο, η παροχή όρκου υπακοής στο ισπανικό Σύνταγμα, η οποία επιβάλλεται στους εκλεγέντες στην Ισπανία βουλευτές του Κοινοβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 224 του εκλογικού κώδικα, μπορεί να αποτελεί προϋπόθεση για την πραγματική ανάληψη καθηκόντων από τους βουλευτές αυτούς (22). Αντιθέτως, δεν μπορεί να αποτελεί προϋπόθεση για την εκ μέρους τους απόκτηση της ιδιότητας του μέλους του Κοινοβουλίου και των προνομίων που απορρέουν από την ιδιότητα αυτή, μεταξύ των οποίων η ασυλία. Η συλλογιστική σύμφωνα με την οποία η ιδιότητα του βουλευτή και επομένως η ασυλία που απορρέει από αυτήν αποδίδονται αποκλειστικά σε εκείνον που, πλήρως ανενόχλητος, έχει αρχίσει να ασκεί πράγματι τα καθήκοντά του καταλήγει σε φαύλο κύκλο: ο εκλεγείς δεν μπορεί να επικαλεστεί την ασυλία του καθόσον δεν έχει την ιδιότητα του βουλευτή αλλά, ελλείψει της ασυλίας αυτής, εμποδίζεται να εκπληρώσει την υποχρέωση που θα του επέτρεπε να αποκτήσει την ιδιότητα αυτή και την εξ αυτής απορρέουσα ασυλία. Το να εμποδίζεται όμως πρόσωπο που έχει νομίμως εκλεγεί σε δημόσιο αξίωμα να παράσχει τον απαιτούμενο για την ανάληψη του αξιώματος αυτού όρκο αποτελεί άριστη μέθοδο στέρησης του σχετικού αξιώματος από το πρόσωπο αυτό παρά τη βούληση εκείνων που έχουν την νόμιμη αρμοδιότητα ανάδειξής του.

51.      Είναι αληθές ότι, κατά το άρθρο 3 του εσωτερικού κανονισμού του Κοινοβουλίου, η διαδικασία ελέγχου της εντολής των βουλευτών στηρίζεται στην κοινοποίηση των ονομάτων των εκλεγέντων από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών. Όπως είναι ευλόγως αναμενόμενο, το Κοινοβούλιο πρέπει να ενημερώνεται επισήμως για το αποτέλεσμα των εκλογών καθόσον δεν οφείλει να διατρέχει την επίσημη εφημερίδα κάθε κράτους μέλους για να λάβει την πληροφορία αυτή. Ωστόσο, η κοινοποίηση αυτή αποτελεί απλώς τεχνική πράξη η οποία, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει μεταξύ άλλων η Επιτροπή, δεν μπορεί να αποτελεί συστατικό στοιχείο της απόκτησης της εντολής. Τεκμαίρεται επίσης ότι η κοινοποίηση αυτή απεικονίζει πιστά το αποτέλεσμα των εκλογών, διότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του εσωτερικού κανονισμού του Κοινοβουλίου, ο έλεγχος της εντολής βασίζεται «στην επίσημη κοινοποίηση από κάθε κράτος μέλος του συνόλου των εκλογικών αποτελεσμάτων, στην οποία αναγράφονται τα ονόματα των εκλεγέντων υποψηφίων». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 12 της πράξεως του 1976, το Κοινοβούλιο προκειμένου να ελέγξει τις εντολές των μελών του λαμβάνει υπόψη «αποτελέσματα που ανακοινώνονται επισήμως από τα κράτη μέλη» (23). Η δε πράξη του 1976 ως κανονιστική πράξη υπερισχύει του εσωτερικού κανονισμού του Κοινοβουλίου (24).

 Η συμβατότητα με την πράξη του 1976

52.      Δεύτερον, το αποτέλεσμα που σύμφωνα με το ισπανικό δίκαιο συνδέεται με τη μη παροχή όρκου υπακοής στο ισπανικό Σύνταγμα, δηλαδή η κήρυξη της (προσωρινής) κένωσης της έδρας και η αναστολή των προνομίων που απορρέουν από αυτήν μέχρι την εκπλήρωση της υποχρέωσης παροχής του όρκου αυτού, δεν συνάδει κατά την άποψή μου με τις σχετικές διατάξεις της πράξεως του 1976.

53.      Πράγματι, μολονότι η πράξη αυτή αναθέτει στα κράτη μέλη τη μέριμνα για την εκλογή των βουλευτών του Κοινοβουλίου, δεν τους επιτρέπει να ρυθμίζουν ελεύθερα το αξίωμα των τελευταίων. Τα κράτη μέλη είναι βεβαίως αρχικώς αρμόδια για τον έλεγχο της εγκυρότητας των εκλογών. Τούτο είναι εύλογο δεδομένου ότι τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν την ευθύνη για τη διεξαγωγή των εκλογών. Σε περίπτωση διαπίστωσης παρατυπιών, οι εκλογές και συνακόλουθα το αποτέλεσμά τους ενδέχεται να ακυρωθούν, γεγονός που οδηγεί καταρχήν σε νέα ψηφοφορία. Έπειτα, τα κράτη μέλη μπορούν να διαπιστώσουν την έκπτωση βουλευτή του Κοινοβουλίου από το βουλευτικό αξίωμα Η έκπτωση αυτή μπορεί να οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην απώλεια της εκλογιμότητας του βουλευτή ή στην επέλευση ασυμβίβαστου με το αξίωμα του βουλευτή του Κοινοβουλίου.

54.      Ωστόσο, ουδεμία από τις περιστάσεις αυτές συντρέχει εν προκειμένω, τουλάχιστον μέχρι την έκδοση της αποφάσεως της 14ης Οκτωβρίου 2019. Πράγματι, η μη παροχή του απαιτούμενου όρκου από τον προσφεύγοντα της κύριας δίκης δεν επιφέρει την έκπτωση από το αξίωμά του αλλά μόνον, σύμφωνα με τη διατύπωση του ίδιου του αιτούντος δικαστηρίου, «την προσωρινή αναστολή [της πραγματικής απόκτησής του] μέχρι, σύμφωνα με την πιθανή έκβαση της διαδικασίας, να αρθούν τα εμπόδια για την απόκτηση της ιδιότητας του βουλευτή». Ωστόσο, ούτε η πράξη του 1976 ούτε άλλη διάταξη του δικαίου της Ένωσης προβλέπουν αρμοδιότητα των κρατών μελών να αναστέλλουν (προσωρινά) το αξίωμα του βουλευτή του Κοινοβουλίου για απροσδιόριστη χρονική περίοδο που ίσως επεκταθεί σε ολόκληρη την κοινοβουλευτική περίοδο.

 Το ισπανικό δίκαιο

55.      Τρίτον, το επιχείρημα ότι η υποχρέωση παροχής όρκου υπακοής στο ισπανικό Σύνταγμα, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 224 του εκλογικού κώδικα, αποτελεί στοιχείο της εκλογικής διαδικασίας δεν μου φαίνεται ότι απορρέει από το ισπανικό δίκαιο καθεαυτό.

56.      Πράγματι, η υποχρέωση αυτή προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 8, του εκλογικού κώδικα για κάθε εκλεγέντα. Ωστόσο, δυνάμει του άρθρου αυτού, ο εν λόγω όρκος απαιτείται «κατά τον χρόνο ανάληψης της έδρας και προκειμένου να αποκτήσει πλήρως το αξίωμά του». Αντίθετα επομένως προς τα όσα προέβαλε η Ισπανική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, από το εν λόγω άρθρο δεν προκύπτει ότι η επίμαχη υποχρέωση αποτελεί προϋπόθεση της απόκτησης του αξιώματος.

57.      Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται ιδίως όσον αφορά τους εκλεγέντες στο Cortes générales (ισπανικό κοινοβούλιο). Η σχετική υποχρέωση ρυθμίζεται από τον εσωτερικό κανονισμό κάθε τμήματος του ισπανικού Κοινοβουλίου. Ο όρκος παρέχεται ενώπιον του τμήματος στο οποίο ανήκει κάθε μέλος του Κοινοβουλίου αυτού, καταρχήν κατά την εναρκτήρια συνεδρίαση της ολομέλειάς του. Ωστόσο, τα μέλη έχουν στη διάθεσή τους τρεις συνεδριάσεις της ολομέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής προτού επιβληθεί η κύρωση της κήρυξης της θέσεως ως κενής.

58.      Επομένως, εκτιμώ ότι πρόκειται σαφώς για διατύπωση που βαρύνει τα μέλη του ισπανικού Κοινοβουλίου, τα οποία και μόνον αφορούν οι διατάξεις των εσωτερικών κανονισμών και τα οποία μπορούν να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της ολομέλειας των τμημάτων. Αν και η διατύπωση αυτή μπορεί να αποτελεί προϋπόθεση για την πραγματική άσκηση του αξιώματος, εντούτοις δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση προϋπόθεση για την απόκτησή του καθόσον αυτή απορρέει αποκλειστικά από το αποτέλεσμα των εκλογών.

59.      Τούτο επιβεβαιώνεται ρητώς από το Tribunal Constitucional (Συνταγματικό Δικαστήριο), το οποίο έκρινε ως προς την υποχρέωση παροχής όρκου υπακοής στο ισπανικό Σύνταγμα ότι «η ενδεχόμενη μη εκπλήρωσή της δεν στερεί την ιδιότητα του βουλευτή ή του γερουσιαστή καθόσον η τελευταία πηγάζει αποκλειστικά από τη λαϊκή εκλογή αλλά μόνον την άσκηση των καθηκόντων που συνδέονται με την ιδιότητα αυτή» (25). Πρόκειται επομένως για την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων και όχι για την απόκτηση του αξιώματος.

60.      Ωστόσο, αν τούτο ισχύει για τα μέλη του ισπανικού Κοινοβουλίου, δεν μπορώ να αντιληφθώ πώς τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά για τους βουλευτές του Κοινοβουλίου. Πράγματι, μια τυπική υποχρέωση που βαρύνει βουλευτή (ή γερουσιαστή) και αποτελεί προϋπόθεση για την πραγματική ανάληψη των καθηκόντων του, δηλαδή η υποχρέωση παροχής όρκου υπακοής στο ισπανικό Σύνταγμα, δεν μπορεί να αλλάζει αιφνιδίως φύση και να καθίσταται απαραίτητο στοιχείο της εκλογικής διαδικασίας με σημασία συστατικού στοιχείου για την απόκτηση του αξιώματος του βουλευτή του Κοινοβουλίου.

 Η άνιση μεταχείριση των βουλευτών του Κοινοβουλίου σε σχέση με τους εθνικούς βουλευτές

61.      Τέλος, τέταρτον, ως προς τα ερωτήματα που συνδέονται άμεσα με την ερμηνεία του άρθρου 9 του πρωτοκόλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι η άποψη ότι η εκπλήρωση της υποχρέωσης παροχής όρκου υπακοής στο ισπανικό Σύνταγμα αποτελεί προϋπόθεση για την απόκτηση του αξιώματος των εκλεγέντων στην Ισπανία βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, θέτει τους βουλευτές αυτούς καθώς και το ίδιο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε σαφώς δυσμενέστερη θέση από το ισπανικό Κοινοβούλιο και τα μέλη του όσον αφορά το ευεργέτημα της βουλευτικής ασυλίας και την αρμοδιότητα για την άρση ή την προστασία της ασυλίας αυτής.

62.      Πράγματι, τα μέλη του ισπανικού Κοινοβουλίου παρέχουν τον όρκο αυτόν ενώπιον των αντίστοιχων τμημάτων τους, καταρχήν κατά την πρώτη συνεδρίαση της ολομέλειας στην οποία παρίστανται. Η παροχή του όρκου αυτού ρυθμίζεται από τον εσωτερικό κανονισμό κάθε τμήματος. Πρόκειται επομένως για εσωτερική διαδικασία του αντίστοιχου τμήματος στην οποία δεν παρεμβαίνει τρίτο όργανο. Εξάλλου, όπως ήδη έχω επισημάνει, η υποχρέωση αυτή δεν αποτελεί προϋπόθεση για την απόκτηση της ιδιότητας του βουλευτή αλλά μόνον για την πλήρη ενάσκηση της ιδιότητας αυτής. Επιπλέον, σε κάθε περίπτωση όσον αφορά τη Βουλή των Αντιπροσώπων, η κύρωση που συνίσταται στην αναστολή των προνομίων του βουλευτή επέρχεται μόνον αφού έχουν λάβει χώρα τρεις συνεδριάσεις της ολομέλειας χωρίς αυτός να εκπληρώσει την εν λόγω υποχρέωση (26). Δεν είναι εξάλλου βέβαιο ότι η αναστολή αυτή αφορά ομοίως τη βουλευτική ασυλία (27).

63.      Αντιθέτως, στην περίπτωση των μελών του Κοινοβουλίου, ο όρκος παρέχεται ενώπιον της Κεντρικής Εκλογικής Επιτροπής, οργάνου άσχετου προς το Κοινοβούλιο, χωρίς το τελευταίο να έχει τη δυνατότητα να εκφέρει γνώμη. Η μη τήρηση της υποχρεώσεως αυτής από ευρωβουλευτή (ή «εκλεγέντα υποψήφιο» σύμφωνα με τη διατύπωση του άρθρου 224 του εκλογικού κώδικα), ακόμη και για λόγους ανεξάρτητους από τη βούλησή του, οδηγεί αμέσως και αυτομάτως στην κήρυξη της κένωσης της έδρας του με αποτέλεσμα το όνομά του να μην κοινοποιείται καν στο Κοινοβούλιο μεταξύ των ονομάτων των εκλεγέντων και, όπως υποστηρίχθηκε, να μην καλύπτεται από τη βουλευτική ασυλία.

64.      Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του πρωτοκόλλου, τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου απολαύουν εντός της επικράτειας των κρατών τους «των ασυλιών που αναγνωρίζονται στα μέλη του Κοινοβουλίου της χώρας τους», η δε αρμοδιότητα για την άρση της ασυλίας αυτής ανήκει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 9, τρίτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου. Δεν μπορώ ωστόσο να αντιληφθώ πώς η ασυλία αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ίδια με την ασυλία που αποδίδεται στους εθνικούς βουλευτές αν οι προϋποθέσεις απόκτησης της ιδιότητας του βουλευτή που προηγούνται της αναγνώρισης της ασυλίας δεν είναι αντίστοιχες.

 Συμπέρασμα και τελικές παρατηρήσεις

65.      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, αντίθετα προς τα επιχειρήματα των διαδίκων που παρατίθενται στα σημεία 40 και 41 των παρουσών προτάσεων, η παροχή όρκου υπακοής στο ισπανικό Σύνταγμα δεν αποτελεί στάδιο της διαδικασίας εκλογής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην Ισπανία καθόσον η διαδικασία αυτή πρέπει να θεωρείται ότι περατώνεται με την επίσημη ανακήρυξη των αποτελεσμάτων. Επομένως, η ιδιότητα του μέλους του Κοινοβουλίου πρέπει να θεωρείται ότι έχει αποκτηθεί εκ μόνου του γεγονότος και από τον χρόνο της ανακήρυξης αυτής.

66.      Επίσης, σύμφωνα με τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως καθώς και στις παρατηρήσεις της Ισπανικής Κυβέρνησης, η άσκηση των καθηκόντων του προσφεύγοντος της κύριας δίκης όσον αφορά τα εθνικά αιρετά αξιώματά του (του βουλευτή του Κοινοβουλίου της Αυτόνομης Κοινότητας της Καταλονίας και της Κάτω Βουλής του Ισπανικού Κοινοβουλίου) έχει ανασταλεί δυνάμει του άρθρου 384bis του κώδικα ποινικής δικονομίας.

67.      Αντιθέτως, ακόμη μία φορά, προς τα όσα υποστηρίζει η Ισπανική Κυβέρνηση, θεωρώ ότι είναι σαφές ότι ένα τέτοιο μέτρο αναστολής δεν μπορεί να αφορά τον προσφεύγοντα της κύριας δίκης ως μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ισχύει βέβαια ότι οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εκλέγονται στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις διατυπώσεις που προβλέπει το εθνικό τους δίκαιο, το οποίο έχει εναρμονισθεί σε ορισμένα σημεία με την πράξη του 1976. Για τους σκοπούς της εκλογής αυτής, η Συνθήκη κατανέμει τις έδρες του Κοινοβουλίου μεταξύ των κρατών μελών σύμφωνα με τον κανόνα της «φθίνουσας αναλογικότητας» (άρθρο 14, παράγραφος 2, τρίτη περίοδος, ΣΕΕ). Για τον ίδιο λόγο τα κράτη μέλη εφαρμόζουν, πέραν των αμιγώς διαδικαστικών διατάξεων, τους εθνικούς τους κανόνες όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την εκλογιμότητα. Έχουν επίσης την αρμοδιότητα να εφαρμόζουν στα μέλη του Κοινοβουλίου που έχουν εκλεγεί στην επικράτειά τούς τους εθνικούς τους κανόνες περί ασυμβίβαστων, πέραν του καταλόγου των ασυμβίβαστων που προβλέπει το άρθρο 7 της πράξεως του 1976. Είναι επίσης εύλογο το ότι το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών διέπει τον έλεγχο του κύρους των εκλογών.

68.      Μετά την εκλογή τους, τα μέλη του Κοινοβουλίου κατέχουν εντούτοις αξίωμα που διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης, το οποίο τα κράτη μέλη δεν μπορούν να ανακαλέσουν ή να περιορίσουν χωρίς ρητή αρμοδιότητα που απορρέει από το δίκαιο αυτό. Μόνη δε περίπτωση κατά την οποία η θητεία μέλους του Κοινοβουλίου λήγει πριν από την κανονική της διάρκεια, εκτός από τις περιπτώσεις παραίτησης ή θανάτου, είναι η έκπτωση από το αξίωμα (άρθρο 13, παράγραφος 1, της πράξεως του 1976). Η έκπτωση αυτή μπορεί να απορρέει από την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο εξελέγη ο εν λόγω βουλευτής. Τούτο είναι εύλογο δεδομένου ότι η έκπτωση από το αξίωμα του ευρωβουλευτή επέρχεται συνήθως είτε λόγω της απώλειας της εκλογιμότητας του ενδιαφερομένου είτε λόγω της επέλευσης ασυμβίβαστου, δύο περιπτώσεις που διέπονται, η δεύτερη εν μέρει, από το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών.

69.      Αντιθέτως, η πράξη του 1976 δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος να αναστείλει το αξίωμα μέλους του Κοινοβουλίου ούτε τα προνόμια που απορρέουν από αυτό, είτε το μέλος αυτό εξελέγη στο ίδιο ή σε διαφορετικό κράτος μέλος (28), για οποιονδήποτε λόγο. Υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων λήξεως της θητείας που προβλέπει το άρθρο 13, παράγραφος 1, της πράξεως του 1976, το μέλος του Κοινοβουλίου διατηρεί την ιδιότητα αυτή καθ’ όλη την κανονική διάρκεια της θητείας του.

70.      Ολοκληρώνοντας το μέρος αυτό, φρονώ ότι πρόσωπο η εκλογή του οποίου στο Κοινοβούλιο ανακηρύχθηκε επισήμως από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο έλαβε χώρα η εκλογή αυτή, αποκτά εκ μόνου του γεγονότος αυτού και από την χρονική αυτή στιγμή την ιδιότητα του μέλους του Κοινοβουλίου, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε μεταγενέστερης διατύπωσης που το πρόσωπο αυτό οφείλει να τηρήσει είτε δυνάμει του δικαίου της Ένωσης είτε του εθνικού δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους. Το πρόσωπο αυτό διατηρεί την εν λόγω ιδιότητα μέχρι το πέρας της θητείας του, υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων λήξης της θητείας που προβλέπονται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της πράξεως του 1976.

 Η ασυλία των μελών του Κοινοβουλίου

71.      Το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει στο Δικαστήριο τρία ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 9 του πρωτοκόλλου. Ειδικότερα, το πρώτο και δεύτερο ερώτημα αφορούν το χρονικό και προσωπικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του πρωτοκόλλου αυτού. Το τρίτο ερώτημα αφορά το πεδίο εφαρμογής και την εμβέλεια του άρθρου 9, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω πρωτοκόλλου.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

72.      Η βουλευτική ασυλία των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προβλέπεται στα άρθρα 8 και 9 του πρωτοκόλλου.

73.      Το άρθρο 8 του πρωτοκόλλου καθιερώνει το ανεύθυνο των μελών αυτών για γνώμη ή ψήφο δοθείσα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (ουσιαστική ασυλία). Προφανώς, το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση.

74.      Το άρθρο 9 του πρωτοκόλλου καθιερώνει με τη σειρά του το ακαταδίωκτο των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (δικονομική ασυλία). Κατά το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του πρωτοκόλλου, τα μέλη αυτά απολαύουν εντός της επικράτειας των κρατών τους των ασυλιών που αναγνωρίζονται στα μέλη του Κοινοβουλίου της χώρας τους (29). Η διάταξη αυτή αποτελεί το αντικείμενο των δυο πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων. Εντός της επικράτειας των άλλων κρατών μελών, τα εν λόγω μέλη απολαύουν δυνάμει του άρθρου 9, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του πρωτοκόλλου αυτού «της εξαιρέσεως από κάθε μέτρο κρατήσεως και κάθε δικαστική δίωξη». Σύμφωνα με το άρθρο 9, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω πρωτοκόλλου, η ασυλία καλύπτει επίσης τα μέλη του Κοινοβουλίου όταν μεταβαίνουν στον τόπο συνεδριάσεως του Κοινοβουλίου ή όταν επιστρέφουν από αυτόν. Η διάταξη αυτή αποτελεί αντικείμενο του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος. Κατά το άρθρο 9, τρίτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου, η ασυλία που προβλέπεται στο άρθρο αυτό, τόσο στο πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ και βʹ, όσο και στο δεύτερο εδάφιο, μπορεί να αρθεί από το Κοινοβούλιο. Η αρμοδιότητα αυτή αποκλείει την αρμοδιότητα κάθε άλλου εθνικού οργάνου ή οργάνου της Ένωσης.

75.      Το κείμενο του νυν άρθρου 9, πρώτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητο από την υπογραφή του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και των ασυλιών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα του 1951. Συμφωνώ με την άποψη της θεωρίας ότι η παραπομπή στο εθνικό δίκαιο όσον αφορά την ασυλία των βουλευτών του Κοινοβουλίου στα δικά τους κράτη μέλη αποτελεί κατάλοιπο της εποχής κατά την οποία τα μέλη της Συνέλευσης ήταν επίσης μέλη των εθνικών κοινοβουλίων. Απήλαυαν επομένως ήδη της ασυλίας του εθνικού δικαίου και ήταν περιττό να προστεθεί δεύτερη. Η λύση αυτή κατέστη αναχρονιστική από το χρονικό σημείο κατά το οποίο τα μέλη του Κοινοβουλίου άρχισαν να εκλέγονται με άμεση ψηφοφορία και είναι ακόμη περισσότερο αναχρονιστική από το χρονικό σημείο κατά το οποίο απαγορεύθηκε η ταυτόχρονη κατοχή και των δύο αξιωμάτων. Ως εκ τούτου αποτελεί αυτή καθεαυτή αντικείμενο έντονης επίκρισης ως πηγή άνισης μεταχείρισης (30).

76.      Πρέπει να σημειωθεί ότι οι προτάσεις για την ενοποίηση της βουλευτικής ασυλίας που διατυπώθηκαν από το Κοινοβούλιο δεν έχουν τελεσφορήσει (31).

77.      Πάντως, το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του πρωτοκόλλου πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η συνοχή και ενότητα του καθεστώτος των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος: η διάρκεια της προστασίας του άρθρου 9, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του πρωτοκόλλου

78.      Κατά το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου, η προβλεπόμενη σε αυτό ασυλία εφαρμόζεται «κατά τη διάρκεια των συνόδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου». Η διάταξη αυτή αφορά τόσο την ασυλία που απορρέει από το εθνικό δίκαιο (η οποία αναφέρεται στο άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του πρωτοκόλλου αυτού) όσο και την «ευρωπαϊκή» ασυλία (η οποία αναφέρεται στο άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του εν λόγω πρωτοκόλλου). Πράγματι, αν και το ουσιαστικό περιεχόμενο της ασυλίας που απορρέει από το εθνικό δίκαιο εξαρτάται από το δίκαιο αυτό, η διάρκεια της προστασίας ρυθμίζεται εντούτοις από το δίκαιο της Ένωσης κατά τον ίδιο τρόπο για όλους τους βουλευτές του Κοινοβουλίου. Δεδομένης της διαφοράς μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά την χρονική έκταση της κάλυψης από τη βουλευτική ασυλία, οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα να επιταθεί η άνιση μεταχείριση των βουλευτών του Κοινοβουλίου με βάση το κράτος μέλος στο οποίο έχουν εκλεγεί. Η έννοια των «συνόδων» του Κοινοβουλίου πρέπει επομένως να ερμηνευθεί ως αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης (32).

79.      Κατά το άρθρο 229 ΣΛΕΕ, το Κοινοβούλιο συνέρχεται σε ετήσια σύνοδο. Η πρώτη σύνοδος του νεοεκλεγέντος Κοινοβουλίου αρχίζει την πρώτη Τρίτη μετά την πάροδο μηνός από το τέλος της εκλογικής περιόδου (άρθρο 11, παράγραφος 3, της πράξεως του 1976)(33). Ο καθορισμός του τέλους των ετήσιων συνόδων εναπόκειται στο Κοινοβούλιο ως μέτρο εσωτερικής οργάνωσης. Σύμφωνα με την τρέχουσα πρακτική, η σύνοδος αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα ενός έτους με αποτέλεσμα το Κοινοβούλιο να παραμένει σε σύνοδο διαρκώς (34). Το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να κρίνει ότι η έννοια των «συνόδων» κατά το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου καλύπτει το σύνολο της περιόδου αυτής, ανεξαρτήτως του αν το Κοινοβούλιο συνεδριάζει πράγματι (35)

80.      Συνεπώς, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, όπως τίθεται από το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η διάρκεια των συνόδων του Κοινοβουλίου κατά την έννοια του άρθρου 9, πρώτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου έχει ως αφετηρία την έναρξη της πρώτης συνόδου του νεοεκλεγέντος Κοινοβουλίου, δηλαδή την ημέρα που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφος 3, της πράξεως του 1976. Από την ίδια ημέρα αρχίζει η εφαρμογή της διατάξεως αυτής του πρωτοκόλλου.

 Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος: το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της ασυλίας που προβλέπεται στο άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου:

81.      Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αφορά το ζήτημα αν η ασυλία που προβλέπεται στο άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου καλύπτει επίσης πρόσωπο που εξελέγη βουλευτής του Κοινοβουλίου αλλά δεν μπόρεσε να αναλάβει τα καθήκοντά του καθόσον δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση παροχής όρκου που προβλέπεται στο ισπανικό δίκαιο.

82.      Όπως επισήμανα στο πρώτο μέρος των παρουσών προτάσεων, πρόσωπο που βρίσκεται στην κατάσταση του προσφεύγοντος της κύριας δίκης πρέπει να θεωρείται ότι έχει αποκτήσει το βουλευτικό αξίωμα και επομένως την ιδιότητα του μέλους του Κοινοβουλίου. Συνεπώς, το πρόσωπο αυτό είναι ικανό να απολαύει της ασυλίας που προβλέπεται στο άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου. Εντούτοις. πρέπει να καθοριστεί ο χρόνος κατά τον οποίο ο βουλευτής αυτός αρχίζει να απολαύει της ως άνω ασυλίας.

83.      Η ασυλία που προβλέπεται στο άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου καλύπτει τα μέλη του Κοινοβουλίου, καταρχήν, από την έναρξη της πρώτης συνόδου του νεοεκλεγέντος Κοινοβουλίου. Από το ίδιο χρονικό σημείο αρχίζει η βουλευτική θητεία των βουλευτών αυτών (άρθρο 5, παράγραφος 2, της πράξεως του 1976). Δεδομένου ότι το Κοινοβούλιο βρίσκεται σε σύνοδο διαρκώς, η διάρκεια της κάλυψης από την εν λόγω ασυλία συμπίπτει με τη διάρκεια της θητείας.

84.      Σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, της πράξεως του 1976, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της πράξεως αυτής, η θητεία «κάθε» βουλευτή του Κοινοβουλίου αρχίζει με την έναρξη της πρώτης συνόδου μετά τις εκλογές (36). Ούτε η διάταξη αυτή ούτε κάποια άλλη εξαρτούν την έναρξη της θητείας από το ότι ο ευρωβουλευτής παρίσταται πράγματι στην πρώτη συνεδρίαση του νεοεκλεγέντος Κοινοβουλίου, από το ότι αναλαμβάνει πράγματι γενικώς τα καθήκοντά του ή από οποιαδήποτε άλλη περίσταση. Πρέπει, κατά συνέπεια, να γίνει δεκτό ότι η θητεία ευρωβουλευτή ο οποίος δεν έχει πράγματι αναλάβει τα καθήκοντά του καθόσον δεν έχει τηρήσει όλες τις διατυπώσεις που προβλέπει το εθνικό δίκαιο αρχίζει επίσης με την έναρξη της πρώτης συνόδου του νεοεκλεγέντος Κοινοβουλίου. Από την ίδια χρονική στιγμή ο βουλευτής αυτός καλύπτεται συνεπώς από τη βουλευτική ασυλία που προβλέπεται στο άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος: άρθρο 9, δεύτερο εδάφιο, του πρωτοκόλλου

85.      Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα αφορά την ερμηνεία του άρθρου 9, δεύτερο εδάφιο, του πρωτοκόλλου.

86.      Κατά τη διάταξη αυτή, οι βουλευτές του Κοινοβουλίου καλύπτονται επίσης από τη βουλευτική ασυλία όταν μεταβαίνουν στον τόπο συνεδριάσεως του Κοινοβουλίου ή όταν επιστρέφουν από αυτόν. Κατ’ αρχάς, είναι σημαντικό να διευκρινισθεί η ακριβής φύση της ασυλίας αυτής.

87.      Η εν λόγω διάταξη δεν είναι σαφής ως προς το σημείο αυτό: αφορά την «ασυλία» εν γένει. Φρονώ ότι ο όρος αυτός πρέπει να ερμηνευθεί ως παραπομπή στην ασυλία που προβλέπεται στο άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ και βʹ, του πρωτοκόλλου. Επομένως, ο βουλευτής που μεταβαίνει στον τόπο συνεδριάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή επιστρέφει από αυτόν καλύπτεται, εντός της επικράτειας του κράτους μέλους του, από την ασυλία που αναγνωρίζεται στα μέλη του Κοινοβουλίου αυτού του κράτους μέλους.

88.      Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το άρθρο 9, τρίτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου, το οποίο αφορά ιδίως την άρση της ασυλίας των ευρωβουλευτών, χρησιμοποιεί επίσης τον όρο «ασυλία» χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις. Ωστόσο, δεν αμφισβητείται ότι στην περίπτωση αυτή πρόκειται για την ασυλία που προβλέπεται στο άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου αυτού.

89.      Όσον αφορά την χρονική έκταση της ασυλίας που προβλέπεται στο άρθρο 9, δεύτερο εδάφιο, του πρωτοκόλλου, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να κρίνει ότι αυτή ισχύει πέραν της περιόδου κατά την οποία το Κοινοβούλιο ευρίσκεται σε σύνοδο, δηλαδή μετά το πέρας της τελευταίας (37).

90.      Δεν βλέπω τους λόγους για τους οποίους η ασυλία αυτή δεν μπορεί επίσης να ισχύει πριν από την εν λόγω περίοδο, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου πριν από την έναρξη της πρώτης συνόδου μετά τις εκλογές. Τούτο μου φαίνεται μάλιστα αρκετά εύλογο δεδομένου ότι οι βουλευτές υποτίθεται ότι φθάνουν στον τόπο των συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου πριν από την έναρξη των συνεδριάσεων αυτών.

91.      Δεν συμμερίζομαι την άποψη που προέβαλε η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της και επανέλαβε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά την οποία το άρθρο 9, δεύτερο εδάφιο, του πρωτοκόλλου ήταν κρίσιμο μόνον κατά το παρελθόν, όταν το Κοινοβούλιο δεν βρισκόταν σε σύνοδο διαρκώς, και έκτοτε είναι παρωχημένο,. Το κείμενο υφίσταται και δεν πρέπει να ερμηνευθεί με βάση υποθετικές λειτουργίες που θα είχε επιτελέσει υπό προηγούμενο κανονιστικό πλαίσιο αλλά υπό το πρίσμα των υφιστάμενων περιστάσεων. Ακολουθώντας τη συλλογιστική της Επιτροπής, θα μπορούσε να κριθεί παρωχημένη και η παραπομπή στο εθνικό δίκαιο που περιέχεται στο άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του πρωτοκόλλου.

92.      Είναι αληθές ότι τα ανωτέρω σημαίνουν ότι η ασυλία θα ισχύσει πριν καν αρχίσει η θητεία των βουλευτών. Ωστόσο, δεν βρίσκω σε αυτό τίποτε που να προκαλεί κατάπληξη. Στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών είναι αρκετά σύνηθες η ασυλία να ισχύει από την ανακήρυξη των αποτελεσμάτων των εκλογών, μολονότι η θητεία ή η άσκησή της αρχίζει επισήμως σε μεταγενέστερο χρόνο (38). Η λύση αυτή συνάδει απόλυτα προς τον σκοπό του βουλευτικού ακαταδίωκτου, ο οποίος έγκειται στο να διασφαλιστεί ότι το Κοινοβούλιο μπορεί να αρχίσει τις εργασίες του υπό πλήρη σύνθεση. Όπως δε αναγνωρίζει το ίδιο το αιτούν δικαστήριο, ο σκοπός αυτός θα μπορούσε να διακυβευθεί αν μετά τη γνωστοποίηση των ονομάτων των εκλεγέντων βουλευτών οι τελευταίοι δεν καλύπτονται από την ασυλία.

93.      Απομένει να ερμηνευθεί η φράση «όταν μεταβαίνουν στον τόπο συνεδριάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου». Σύμφωνα με μια αυστηρώς γραμματική ερμηνεία πρόκειται αποκλειστικά για τον χρόνο κατά τον οποίο ο βουλευτής μεταβαίνει στον τόπο συνεδριάσεως του Κοινοβουλίου. Εντούτοις, η συσταλτική αυτή ερμηνεία θα καθιστούσε κατά τη γνώμη μου, άνευ αποτελέσματος την εν λόγω διάταξη.

94.      Πράγματι, αυτό που προέχει δεν είναι τόσο να μην συλληφθεί ο βουλευτής κατά τη μετάβασή του προς τον τόπο συνεδριάσεως του Κοινοβουλίου αλλά το να πραγματοποιήσει λυσιτελώς τη μετάβαση αυτή, δηλαδή να μπορέσει να προβεί χωρίς περιορισμούς στις απαραίτητες ενέργειες για την πραγματική ανάληψη των καθηκόντων του καθώς και για τη μετάβασή του στον ως άνω τόπο συνεδριάσεως. Κατά τον τρόπο αυτό, η κάλυψη των βουλευτών του Κοινοβουλίου από την ασυλία που προβλέπεται στο άρθρο 9 του πρωτοκόλλου είναι πλήρης και απόλυτα αποτελεσματική. Πράγματι, ο σκοπός της ασυλίας που είναι η προστασία της λειτουργίας και της ανεξαρτησίας του Κοινοβουλίου δεν επιβάλλει, πριν από την έναρξη των συνόδων του τελευταίου, να προστατεύονται τα μέλη του από κάθε μέτρο που ενδέχεται να συνεπάγεται ποινική δίωξη. Αντιθέτως, ο σκοπός αυτός επιβάλλει να μην εμποδίζονται να αναλάβουν τα καθήκοντά τους κατά τον χρόνο έναρξης των συνόδων αυτών.

95.      Όσον αφορά το κράτος μέλος στο οποίο εξελέγη ο οικείος βουλευτής, οι εθνικές αρχές υποχρεούνται συνεπώς να απόσχουν από κάθε μέτρο που θα μπορούσε να παρακωλύσει τις ενέργειες αυτές και να αναστείλουν τα μέτρα που ήδη έχουν δρομολογηθεί, εκτός αν έχουν εξασφαλίσει την άρση της ασυλίας από το Κοινοβούλιο. Ασφαλώς, δεδομένου ότι το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του πρωτοκόλλου παραπέμπει, όσον αφορά το ουσιαστικό περιεχόμενο της ασυλίας, στο εθνικό δίκαιο, η υποχρέωση αυτή ισχύει μόνον για τα μέτρα που καλύπτει η βουλευτική ασυλία δυνάμει του ως άνω εθνικού δικαίου.

 Επί των συνεπειών της αποφάσεως της 14ης Οκτωβρίου 2019

96.      Υπενθυμίζεται ότι η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας αμφισβήτησης της άρνησης του αιτούντος δικαστηρίου να χορηγήσει στον προσφεύγοντα της κύριας δίκης άδεια εξόδου από τη φυλακή προκειμένου να παράσχει τον όρκο υπακοής στο ισπανικό Σύνταγμα, ενέργεια απαραίτητη για να μπορέσει να αρχίσει η πραγματική εκτέλεση της βουλευτικής εντολής στο Κοινοβούλιο.

97.      Η δημοσίευση της απόφασης περί αμετάκλητης καταδίκης του προσφεύγοντος της κύριας δίκης κατά την ίδια ημέρα με την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στην παρούσα υπόθεση έθεσε υπό αμφισβήτηση αυτό καθαυτό το αντικείμενο της διαδικασίας αυτής και, κατά συνέπεια, το αντικείμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

98.      Είναι αληθές ότι το αιτούν δικαστήριο ενέμεινε στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως επισημαίνοντας ότι «η απάντηση του Δικαστηρίου είναι απαραίτητη ανεξαρτήτως του αν ο Ο. [Junqueras Vies] κρατείται προσωρινά ή κατόπιν καταδίκης».

99.      Εντούτοις, το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στον δικαιολογητικό λόγο της κράτησης του προσφεύγοντος της κύριας δίκης αλλά στην παρεπόμενη ποινή της απώλειας των πολιτικών δικαιωμάτων του, στην οποία επίσης καταδικάστηκε. Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, η ποινή αυτή επιφέρει, μεταξύ άλλων, την οριστική απώλεια κάθε δημόσιου αξιώματος, συμπεριλαμβανομένων των αιρετών αξιωμάτων καθώς και την απώλεια της ικανότητας του εκλέγεσθαι (παθητικού εκλογικού δικαιώματος)(39). Ωστόσο, καθόσον η εκλογιμότητα στο αξίωμα του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ως στοιχείο της εκλογικής νομοθεσίας, εξαρτάται από το εθνικό δίκαιο (40), η στέρηση της εκλογιμότητας αυτής αφορά και την εκλογιμότητα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Πρέπει συνεπώς να επιφέρει έκπτωση από το αξίωμα κατά την έννοια του άρθρου 13 της πράξεως του 1976.

100. Επομένως, καθόσον η απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2019 επιφέρει έκπτωση από το αξίωμα του προσφεύγοντος της κύριας δίκης (41), δεν βλέπω να υπάρχει λόγος να εξεταστεί το ζήτημα αν έπρεπε να του χορηγηθεί η επίμαχη άδεια, δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, η τυχόν εκ μέρους του παροχή όρκου καθίσταται άνευ αντικειμένου.

101. Διατηρώ συνεπώς αμφιβολίες όσον αφορά την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα στην παρούσα υπόθεση. Είναι αληθές ότι, κατά το άρθρο 100, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ενόσω το αιτούν δικαστήριο δεν έχει ανακαλέσει την υποβληθείσα στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί επ’ αυτής. Εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 100, παράγραφος 2, του ως άνω Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε να διαπιστώσει ότι δεν συντρέχουν πλέον οι προϋποθέσεις αρμοδιότητάς του. Κατά το δε άρθρο 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται για ζητήματα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο πραγματικών διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών. Συνεπώς, όταν η διαφορά της κύριας δίκης παύει να υφίσταται, το Δικαστήριο παύει να είναι αρμόδιο καθόσον η απάντησή του θα είχε υποθετικό χαρακτήρα.

102. Η απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2019, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της διατάξεως της 14ης Μαΐου 2019, έχει ως συνέπεια ότι ο προσφεύγων της κύριας δίκης, μολονότι εξελέγη βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και, όπως ανέλυσα στις παρούσες προτάσεις, απέκτησε την ιδιότητα αυτή, χωρίς εντούτοις να μπορέσει να αρχίσει την πραγματική εκτέλεση της εντολής, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε ποινική δίκη χωρίς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να έχει την ευκαιρία να αποφανθεί επί της άρσης ή της ενδεχόμενης προστασίας της βουλευτικής του ασυλίας.

103. Βάσει γραμματικής ερμηνείας του άρθρου 9 του πρωτοκόλλου, ουδεμία παρατυπία υφίσταται. Εντός της επικράτειας του κράτους μέλους του, ο βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου απολαύει της ασυλίας που προβλέπει το εθνικό δίκαιο, το οποίο ερμηνεύεται αποκλειστικά από τα εθνικά δικαστήρια.

104. Εντούτοις, όπως ήδη επεσήμανα, το γράμμα του άρθρου 9 του πρωτοκόλλου παραμένει αμετάβλητο από την εποχή της Συνθήκης ΕΚΑΧ και του πρωτοκόλλου της αριθ. 7. Ωστόσο, εκτός από το πρωτόκολλο αυτό, το υπόλοιπο κανονιστικό πλαίσιο έχει μεταβληθεί.

105. Το Κοινοβούλιο, από απλή συμβουλευτική και ελεγκτική συνέλευση κατέστη το κύριο νομοθετικό και πολιτικό όργανο της Ένωσης, το οποίο διασφαλίζει τη δημοκρατική της νομιμοποίηση. Δεν αποτελείται πλέον από εκπροσώπους των λαών των κρατών μελών αλλά των πολιτών της Ένωσης. Οι εκπρόσωποι αυτοί δεν λαμβάνουν πλέον εντολή από τα εθνικά κοινοβούλια, αλλά εκλέγονται με άμεση και καθολική ψηφοφορία. Η απαγόρευση της διττής εντολής ενισχύει την ανεξαρτησία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έναντι των εθνικών κοινοβουλίων.

106. Επίσης, το εκλογικό δικαίωμα απέκτησε ισχύ θεμελιώδους δικαιώματος με το άρθρο 39, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Πράγματι, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να κρίνει ότι το άρθρο 39, παράγραφος 2, του Χάρτη κατά το οποίο «τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εκλέγονται με άμεση και καθολική, ελεύθερη και μυστική ψηφοφορία» συνιστά «την έκφραση στον Χάρτη του δικαιώματος ψήφου των πολιτών της Ένωσης στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου» (42). Εφόσον δε το άρθρο 39, παράγραφος 2, του Χάρτη προστατεύει το ενεργητικό εκλογικό δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης (δικαίωμα ψήφου), πρέπει απαραιτήτως να προστατεύει και το παθητικό εκλογικό τους δικαίωμα, δηλαδή το δικαίωμα να θέτουν υποψηφιότητα και να εκλέγονται. Πράγματι, το δικαίωμα άμεσης και ελεύθερης ψηφοφορίας δεν θα είχε καμία αξία χωρίς το δικαίωμα των υποψηφίων, πρώτον, να θέτουν ελεύθερα υποψηφιότητα στις εκλογές και έπειτα, αφού εκλεγούν, να ασκούν τα καθήκοντά τους, απολαύοντας, εφόσον παρίσταται ανάγκη, της προστασίας που παρέχει η βουλευτική ασυλία.

107. Δεδομένων των αλλαγών αυτών, το αποτέλεσμα της γραμματικής ερμηνείας του άρθρου 9 του πρωτοκόλλου αποδεικνύεται μη ικανοποιητικό. Τίθεται επομένως το ερώτημα αν η ερμηνεία της διάταξης αυτής πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στον χρόνο της Συνθήκης ΕΚΑΧ ή αν πρέπει να ακολουθήσει την εξέλιξη του κανονιστικού και θεσμικού πλαισίου.

108. Χωρίς να αμφισβητείται η παραπομπή στο εθνικό δίκαιο που περιέχεται στο άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του πρωτοκόλλου, η ερμηνεία αυτή θα μπορούσε να ενισχύσει την αρμοδιότητα του Κοινοβουλίου σχετικά με την ασυλία των μελών του. Μεταξύ άλλων, η διάταξη αυτή παραπέμπει στους εθνικούς κανόνες όσον αφορά το ουσιαστικό περιεχόμενο της ασυλίας, αλλά αναθέτει στο Κοινοβούλιο τη μέριμνα εφαρμογής των κανόνων αυτών. Ως εκ τούτου, μου φαίνεται απολύτως εύλογο, εφόσον το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους αναγνωρίζει ασυλία στους βουλευτές, να μην εναπόκειται στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει κατά πόσον είναι σκόπιμο να ζητήσει την άρση της ασυλίας, αλλά να εναπόκειται στο Κοινοβούλιο να αξιολογήσει τη σκοπιμότητα άρσης ή προστασίας της ασυλίας αυτής.

 Τελική παρατήρηση

109. Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο θέτει ακόμη το ζήτημα της σταθμίσεως των συμφερόντων που θα έπρεπε να γίνει στο πλαίσιο της απόφασης επί ενδεχόμενης χορήγησης άδειας εξόδου από τη φυλακή στον προσφεύγοντα της κύριας δίκης. Ωστόσο, με τη δημοσίευση της απόφασης της 14ης Οκτωβρίου 2019, το ερώτημα αυτό κατέστη άνευ αντικειμένου. Το μοναδικό ερώτημα που παραμένει κρίσιμο είναι αν, κατά τον χρόνο δημοσίευσης της απόφασης αυτής, ο προσφεύγων της κύριας δίκης καλυπτόταν από την ασυλία ως μέλος του Κοινοβουλίου.

 Πρόταση

110. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει επί των υποβληθέντων από το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία) προδικαστικών ερωτημάτων την ακόλουθη απάντηση:

1)      Πρόσωπο η εκλογή του οποίου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ανακηρύχθηκε επισήμως από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο έλαβε χώρα η εκλογή αυτή, αποκτά εκ μόνου του γεγονότος αυτού και από την χρονική αυτή στιγμή την ιδιότητα του μέλους του Κοινοβουλίου, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε μεταγενέστερης διατύπωσης που το πρόσωπο αυτό οφείλει να τηρήσει είτε δυνάμει του δικαίου της Ένωσης είτε του εθνικού δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους. Το πρόσωπο αυτό διατηρεί την εν λόγω ιδιότητα μέχρι το πέρας της θητείας του, υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων λήξης της θητείας που προβλέπονται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της πράξεως περί της εκλογής των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορία που προσαρτάται στην απόφαση 76/787/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2002/772/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002 και της 23ης Σεπτεμβρίου 2002.

2)      Η διάρκεια των συνόδων του Κοινοβουλίου, κατά την έννοια του άρθρου 9, πρώτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου (αριθ. 7) περί των προνομίων και των ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προσαρτάται στις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ, έχει ως αφετηρία την έναρξη της πρώτης συνόδου του νεοεκλεγέντος Κοινοβουλίου, δηλαδή την ημέρα που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφος 3, της πράξεως περί της εκλογής των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορία που προσαρτάται στην απόφαση 76/787, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2002/772. Από την ίδια ημέρα αρχίζει η εφαρμογή της διατάξεως αυτής του εν λόγω πρωτοκόλλου. Τούτο ισχύει επίσης όσον αφορά μέλος του Κοινοβουλίου το οποίο δεν έχει πράγματι αναλάβει τα καθήκοντά του καθόσον δεν έχει τηρήσει όλες τις διατυπώσεις που προβλέπει το εθνικό δίκαιο.

3)      Το άρθρο 9, δεύτερο εδάφιο, του πρωτοκόλλου (αριθ. 7) περί των προνομίων και των ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του πρωτοκόλλου αυτού, έχει την έννοια ότι πριν από την έναρξη της πρώτης συνόδου του Κοινοβουλίου μετά τις εκλογές, οι αρχές του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου εξελέγη ορισμένο μέλος του Κοινοβουλίου έχουν την υποχρέωση να απόσχουν από κάθε μέτρο που θα μπορούσε να παρακωλύσει τις ενέργειες του μέλους αυτού που είναι απαραίτητες για την πραγματική ανάληψη των καθηκόντων του και να αναστείλουν τα μέτρα που ήδη έχουν δρομολογηθεί, εκτός αν έχουν εξασφαλίσει την άρση της ασυλίας από το Κοινοβούλιο. Η υποχρέωση αυτή ισχύει μόνο για τα μέτρα που καλύπτει η βουλευτική ασυλία δυνάμει του εθνικού δικαίου.

4)      Από τη στιγμή που το εθνικό δίκαιο ενός κράτους μέλους παρέχει ασυλία στα μέλη του εθνικού Κοινοβουλίου, το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του πρωτοκόλλου (αριθ. 7) περί των προνομίων και των ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το άρθρο 9, τρίτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου αυτού, έχει την έννοια ότι εναπόκειται στο Κοινοβούλιο να αξιολογήσει τη σκοπιμότητα άρσης ή προστασίας της ασυλίας ορισμένου μέλους του.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Hardt, S., Parliamentary Immunity. A Comprehensive Study of the Systems of Parliamentary Immunity in the United Kingdom, France, and the Netherlands in a European Context, Intersentia, Cambridge, 2013, σ. 62.


3      Διάταγμα της Εθνοσυνέλευσης της 23ης Ιουνίου 1789, για το ακαταδίωκτο των βουλευτών.


4      Διάταγμα της Εθνοσυνέλευσης της 26ης και της 27ης Ιουνίου 1790, που ρυθμίζει προσωρινά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι δυνατόν να συλλαμβάνονται οι βουλευτές της Εθνοσυνέλευσης και τη μορφή των διαδικασιών που θα κινηθούν εναντίον τους.


5      Βλ. άρθρο 5, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του εσωτερικού κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κατά το οποίο «η βουλευτική ασυλία δεν αποτελεί προσωπικό προνόμιο των βουλευτών αλλά εγγύηση της ανεξαρτησίας του Κοινοβουλίου στο σύνολό του και των βουλευτών του».


6      Η ιδέα αυτή εκφράστηκε άψογα από το Tribunal Constitucional (Συνταγματικό Δικαστήριο, Ισπανία) στην απόφασή του 90/1985, της 22ας Ιουλίου 1985 (ES:TC:1985:90), κατά την οποία ο λόγος ύπαρξης της δικονομικής ασυλίας είναι «να αποτραπεί η χρήση της ποινικής διαδικασίας προκειμένου να διαταραχθεί η λειτουργία των τμημάτων ή να μεταβληθεί η σύνθεση τους η οποία διαμορφώθηκε από τη λαϊκή βούληση» (η μετάφραση δική μου).


7      Βλ., για παράδειγμα, Santaolalla López, F., Derecho parlamentario español, Editorial Dykinson, Μαδρίτη 2013, σ. 143. Για τη σχέση μεταξύ ασυλίας και θεμελιωδών δικαιωμάτων, βλ. Muylle, K., «L’immunité parlementaire face à la Convention européenne des droits de l’Homme», Administration publique, 3/2008, σ. 207 έως 216.


8      Η παρατήρηση αυτή δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι υποδεικνύει κάποιο κράτος συγκεκριμένα, ιδίως το Βασίλειο της Ισπανίας. Αποτελεί αντικειμενική διαπίστωση, όπως αναγνωρίζει μεταξύ άλλων η Επιτροπή της Βενετίας, η οποία είναι κατά τα άλλα πολύ επικριτική έναντι του ακαταδίωκτου των βουλευτών [βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη Δημοκρατία μέσω του Δικαίου, «Report on the scope and lifting of parliamentary immunities (Έκθεση για την έκταση και την άρση των βουλευτικών ασυλιών)» που εκδόθηκε στη Βενετία στις 21 και 22 Μαρτίου 2014, www.venice.coe.int, σημείο 154].


9      ΕΕ 2012, C 326, σ. 266.


10      JO 1976, L 278, σ. 1.


11      ΕΕ 2002, L 283, σ. 1.


12      Στην ισπανική νομική ορολογία, καλείται «ακαταδίωκτο» (inviolabilidad) αυτό που στην πραγματικότητα είναι το ανεύθυνο, δηλαδή η ουσιαστική ασυλία, και «ασυλία» (inmunidad) αυτό που αλλού καλείται ακαταδίωκτο, δηλαδή η δικονομική ασυλία.


13      BOE αριθ. 147 της 20ής Ιουνίου 1985, σ. 19110.


14      Gaceta de Madrid αριθ. 260 της 17ης Σεπτεμβρίου 1882, σ. 803 (BOE-A-1882-6036).


15      DOGC αριθ. 7449 της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, σ. 1.


16      DOGC αριθ. 7451 της 8ης Σεπτεμβρίου 2017, σ. 1.


17      Διάταξη του Tribunal Supremo 5051/2019 (ES:TS:2019:5051A).


18      BOE 2019, αριθ° 142, σ. 62477.


19      Καθόσον η ορολογία δεν είναι όμοια σε όλες τις επίσημες γλώσσες, χρησιμοποιώ τους όρους «μέλος του Κοινοβουλίου» και «βουλευτής του Κοινοβουλίου» ως συνώνυμους.


20      Ως προς τη διάκριση αυτή μεταξύ της απόκτησης και της άσκησης του βουλευτικού αξιώματος, βλ., μεταξύ άλλων, Avril, P., Gicquel, J., Droit parlementaire, Montchrestien, Παρίσι, 2004, σ. 35 έως 36 και Grajewski, K., Status prawny posła i senatora, Wydawnictwo Sejmowe, Βαρσοβία, 2016, σ. 12.


21      Βλ., για παράδειγμα, στο γαλλικό δίκαιο, Gicquel, J., Gicquel, J.-E., Droit constitutionnel et institutions politiques, LGDJ, Παρίσι, 2015, σ. 678· στο πολωνικό δίκαιο, Gierach, E., σε Safjan, M., Bosek, L., Konstytucja RP. Komentarz, C.H.Beck, Βαρσοβία, 2016, t. 2, σ. 329 και 330, και στο ισπανικό δίκαιο, Álvarez Conde, E., Tur Ausina, R., Derecho constitucional, Tecnos, Μαδρίτη, 2013, σ. 557 επ.


22      Κατά την άποψή μου, η απαίτηση αυτή δημιουργεί επίσης αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως υπό το πρίσμα του άρθρου 14, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, ΣΕΕ, κατά το οποίο «το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απαρτίζεται από αντιπροσώπους των πολιτών της Ένωσης» (η υπογράμμιση δική μου). Δεν θα αναλύσω εντούτοις το πρόβλημα αυτό καθόσον η παρούσα υπόθεση δεν αφορά την εν λόγω υποχρέωση αυτή καθεαυτή αλλά τις συνέπειες της μη εκπλήρωσής της.


23      Η υπογράμμιση δική μου. Δεν συνάγεται κάτι διαφορετικό από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως από τη νομολογία που επικαλούνται η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις τους, δηλαδή τις αποφάσεις της 7ης Ιουλίου 2005, Le Pen κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (C-208/03 P, EU:C:2005:429), και της 30ής Απριλίου 2009, Ιταλία και Donnici κατά Κοινοβουλίου (C‑393/07 και C-9/08, EU:C:2009:275). Οι υποθέσεις αυτές αφορούσαν συγκεκριμένες περιπτώσεις, αντιστοίχως, έκπτωσης από το αξίωμα λόγω ποινικής καταδίκης και παραίτησης από το αξίωμα η οποία έπειτα ανακλήθηκε. Δεν υφίστατο διαφορά μεταξύ της ανακήρυξης της εκλογής (ή της έκπτωσης) που πραγματοποιήθηκε από την αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους και την κοινοποίηση προς στο Κοινοβούλιο. Επίσης, η παρούσα υπόθεση δεν αφορά ενδεχόμενο έλεγχο από το Κοινοβούλιο των αποτελεσμάτων των εκλογών που ανακηρύχθηκαν ή κοινοποιήθηκαν από το κράτος μέλος αλλά την αξιολόγηση της καταστάσεως του εκλεγέντος στο Κοινοβούλιο από εθνικό δικαστήριο.


24      Πρβλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2009, Ιταλία και Donnici κατά Κοινοβουλίου (C-393/07 και C-9/08, EU:C:2009:275, σκέψη 48).


25      Απόφαση 119/1990 της 21ης Ιουνίου 1990 (ES:TC:1990:119) (η μετάφραση δική μου). Βλ., επίσης, σχολιασμό της απόφασης αυτής: Santaolalla López, F., «El juramento y los reglamentos parlamentarios», Revista española de derecho constitutional, αριθ. 30/1990, σ. 149. Κατά τον συγγραφέα αυτό, το γεγονός ότι η υποχρέωση παροχής όρκου υπακοής στο Σύνταγμα δεν αποτελεί προϋπόθεση για την απόκτηση της βουλευτικής εντολής αποτελεί «κοινή παραδοχή και δεν χρήζει περαιτέρω σχολιασμού».


26      Όσον αφορά την παροχή όρκου από τα μέλη του ισπανικού Κοινοβουλίου, βλ., μεταξύ άλλων, Alvarez Conde, E., Tur Ausina, R., όπ.π., σ. 571 έως 572.


27      Βλ. Santaolalla López, F., Derecho palamentario español, όπ.π., σ. 113. Κατά τον συγκεκριμένο συγγραφέα, η ερμηνεία αυτή μπορεί να συγκρούεται με το ισπανικό Σύνταγμα κατά το οποίο η ασυλία ισχύει για την περίοδο της βουλευτικής θητείας, δηλαδή από την εκλογή.


28      Είναι εύλογο ότι η αναστολή λόγω ποινικής δίωξης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 384bis του κώδικα ποινικής δικονομίας, μπορεί να αφορά ευρωβουλευτή εκλεγέντα σε διαφορετικό κράτος μέλος από εκείνο στο οποίο διώκεται.


29      Είναι αληθές ότι, κάνοντας λόγο για τις «ασυλίες», η διάταξη αυτή φαίνεται να αναφέρεται κυριολεκτικά σε όλα τα είδη βουλευτικής ασυλίας, συμπεριλαμβανομένου του ανεύθυνου (ουσιαστική ασυλία). Ωστόσο, η ερμηνεία αυτή δεν είναι κατά τη γνώμη μου ορθή. Πράγματι, πρώτον, κατά το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών, το ανεύθυνο περιορίζεται συνήθως σε πράξεις τελεσθείσες κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων. Η δε ιδιότητα του βουλευτή του Κοινοβουλίου είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα μέλους του εθνικού Κοινοβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, της Πράξεως του 1976. Επομένως, το ανεύθυνο που απορρέει από το εθνικό δίκαιο δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να έχει εφαρμογή στους βουλευτές του Κοινοβουλίου. Όσον αφορά τους τελευταίους, η εγγύηση αυτή διασφαλίζεται από το άρθρο 8 του πρωτοκόλλου. Δεύτερον, δεν υφίσταται λόγος να περιορίζεται η ισχύς του ανεύθυνου στη διάρκεια της συνόδου του Κοινοβουλίου και να επιτρέπεται η δίωξη για απόψεις εκφρασθείσες κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων μετά την περάτωση των συνόδων αυτών. Το ανεύθυνο πρέπει να είναι απεριόριστο χρονικά προκειμένου να είναι αποτελεσματικό. Τέλος, τρίτον, το ανεύθυνο αποτελεί απόλυτη ασυλία, επομένως δεν συνάδει με τη δυνατότητα του Κοινοβουλίου να άρει την ασυλία, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 9, τρίτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του πρωτοκόλλου έχει την έννοια ότι αναφέρεται αποκλειστικά στο ακαταδίωκτο (δικονομική ασυλία).


30      Βλ., μεταξύ άλλων, Corbett, R., Jacobs, F., Neville, D., The European Parliament, John Harper Publishing, Λονδίνο, 2016, σ. 76 έως 77· Hardt, S., όπ.π., σ. 45· Lis‑Staronowicz, D., Galster, J., «Immunitet posła do Parlamentu Europejskiego», Przegląd Sejmowy, 2006/6, σ. 9, και Schultz-Bleis, Ch., Die parlamentarische Immunität der Mitglieder des Europäischen Parlaments, Duncker & Humblot, Βερολίνο, 1995, σ. 29 επ.


31      Βλ., μεταξύ άλλων, résolution du Parlement du 15 septembre 1983 sur le statut des membres du Parlement européen (ψήφισμα του Κοινοβουλίου της 15ης Σεπτεμβρίου 1983 επί του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου) (ΕΕ 1983, C 277, σ. 135) και σχέδιο για την αναθεώρηση του πρωτοκόλλου (αριθ. 7) [COM(84) 666], καθώς και εκθέσεις Donnez (A2-0121/86) και Rothley (A5‑0193/03) του Κοινοβουλίου.


32      Απόφαση της 10ης Ιουλίου 1986, Wybot (149/85, EU:C:1986:310, σκέψεις 11 έως 13).


33      Η πρώτη σύνοδος του Κοινοβουλίου της ένατης κοινοβουλευτικής περιόδου άρχισε στις 2 Ιουλίου 2019.


34      Βλ. άρθρο 153, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού του Κοινοβουλίου της ένατης κοινοβουλευτικής περιόδου.


35      Απόφαση της 10ης Ιουλίου 1986, Wybot (149/85, EU:C:1986:310, διατακτικό).


36      Η μοναδική προφανής εξαίρεση συνίσταται στην περίπτωση εκείνων που αντικαθιστούν βουλευτή η θητεία του οποίου έληξε πρόωρα.


37      Απόφαση της 10ης Ιουλίου 1986, Wybot (149/85, EU:C:1986:310, σκέψη 25).


38      Θα αναφέρω απλώς ως παράδειγμα το άρθρο 105, παράγραφος 2, του πολωνικού Συντάγματος που απαγορεύει την ποινική δίωξη των βουλευτών από τον χρόνο ανακήρυξης των αποτελεσμάτων των εκλογών καθώς και τα άρθρα 751 και 752 του κώδικα ποινικής δικονομίας που παρατίθενται στο σημείο 22 των παρουσών προτάσεων.


39      Κατά το ενημερωτικό σημείωμα που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Consejo General del Poder Judicial (Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, Ισπανία), η απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων επιφέρει την οριστική στέρηση όλων των δημόσιων τιμητικών διακρίσεων, θέσεων εργασίας και αξιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των αιρετών, καθώς και της δυνατότητας απόκτησης των εν λόγω δημόσιων τιμητικών διακρίσεων, θέσεων εργασίας ή αξιωμάτων και της εκλογής σε δημόσιο αξίωμα (βλ. άρθρο 41 του código penal (ποινικού κώδικα). Επίσης, κατά το άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 4, του εκλογικού κώδικα, η καταδίκη σε στερητική της ελευθερίας ποινή επιφέρει απώλεια της ικανότητας του εκλέγεσθαι καθώς και ασυμβίβαστο.


40      Πρβλ. απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, Ισπανία κατά Ηνωμένου Βασιλείου, (C-145/04, EU:C:2006:543, σκέψη78).


41      Εν τέλει, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει τα ακριβή αποτελέσματα της αποφάσεως της 14ης Οκτωβρίου 2019.


42      Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Delvigne (C-650/13, EU:C:2015:648, σκέψη 44).