Language of document : ECLI:EU:F:2010:170

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

της 15ης Δεκεμβρίου 2010

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις F‑95/10 R και F‑105/10 R

Eberhard Bömcke

κατά

Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ)

«Υπαλληλική υπόθεση — Προσωπικό της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων — Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων — Εκπρόσωποι του προσωπικού — Παύση υπαλλήλου — Fumus boni juris — Δεν υφίσταται»

Αντικείμενο: Αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ασκηθείσες, αφενός, δυνάμει του άρθρου 41 του κανονισμού προσωπικού της ΕΤΕπ και, αφενός, δυνάμει των άρθρων 278 ΣΛΕΕ και 157 EA, καθώς και του άρθρου 279 ΣΛΕΕ, το οποίο ισχύει και για τη Συνθήκη ΕΑ δυνάμει του άρθρου 106α αυτής, με τις οποίες ο Ε. Bömcke ζητεί, πρώτον, να ανασταλεί η εκτέλεση της αποφάσεως της ΕΤΕπ, της 22ας Σεπτεμβρίου 2010, με την οποία διαπιστώθηκε ότι έληξε η θητεία του ως εκπροσώπου του προσωπικού λόγω της πλέον του τετραμήνου απουσίας του, δεύτερον, να ανασταλεί η εκτέλεση της αποφάσεως της ΕΤΕπ, της 12ης Οκτωβρίου 2010, με την οποία επιβεβαιώθηκε ότι έληξε η θητεία του ως εκπροσώπου του προσωπικού, καθώς και να ανασταλεί η αναπληρωματική εκλογή στην επιτροπή προσωπικού για την κάλυψη της κενής θέσεως που προέκυψε, η οποία πρόκειται να διεξαχθεί από 1ης έως 8ης Δεκεμβρίου 2010.

Απόφαση: Οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις F‑95/10 R και F‑105/10 R απορρίπτονται. Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Ασφαλιστικά μέτρα — Αναστολή εκτελέσεως — Προσωρινά μέτρα — Προϋποθέσεις χορηγήσεως — «Fumus boni juris» — Επείγον — Σωρευτικός χαρακτήρας — Στάθμιση όλων των εμπλεκομένων συμφερόντων — Σειρά εξετάσεως και τρόπος ελέγχου — Εξουσία εκτιμήσεως του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων

(Άρθρα 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 102 § 2)

2.      Υπάλληλοι — Αναρρωτική άδεια — Πρόωρη εκ νέου ανάληψη των καθηκόντων — Επιτρέπεται

1.      Στο πλαίσιο της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, οι σχετικές με το επείγον της υποθέσεως και με το εκ πρώτης όψεως νόμω βάσιμο της αιτήσεως (fumus boni juris) προϋποθέσεις είναι σωρευτικές και, επομένως, η αίτηση αναστολής απορρίπτεται εφόσον δεν πληρούται μία από αυτές. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει επίσης, αν απαιτείται, στη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων.

Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εξετάσεως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της ενώπιόν του υποθέσεως, είναι ελεύθερος να καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ελεγχθεί εάν πληρούνται οι διάφορες αυτές προϋποθέσεις καθώς και τη σειρά με την οποία θα γίνει η εξέταση αυτή, δεδομένου ότι κανένας κανόνας δικαίου δεν του επιβάλλει ένα προκαθορισμένο διάγραμμα εξετάσεως για να εκτιμήσει εάν παρίσταται ανάγκη να διατάξει προσωρινά μέτρα.

(βλ. σκέψεις 45 και 46)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 10 Σεπτεμβρίου 1999, T‑173/99 R, Elkaïm και Mazuel κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑155 και II‑811, σκέψη 18· 9 Αυγούστου 2001, T‑120/01 R, De Nicola κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑171 και II‑783, σκέψεις 12 και 13

ΓΔΕΕ: 31 Μαΐου 2006, F‑38/06 R, Bianchi κατά ETF, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑27 και II‑A‑1‑93, σκέψεις 20 και 22

2.      Ο υπάλληλος που έχει λάβει αναρρωτική άδεια επιτρέπεται να επιστρέψει στα καθήκοντά του πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία λήξεως της ανικανότητάς του προς εργασία λόγω ασθενείας η οποία έχει καθοριστεί στη σχετική ιατρική βεβαίωση, εφόσον ο υπάλληλος αυτός εκτιμά ότι βρίσκεται και πάλι σε θέση να ασκήσει τα καθήκοντά του. Επομένως, μολονότι, βάσει της προσκομίσεως της ιατρικής βεβαιώσεως, τεκμαίρεται ότι ο υπάλληλος έχει λάβει και εξακολουθεί να βρίσκεται σε αναρρωτική άδεια καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που προβλέπεται στη βεβαίωση αυτή, εντούτοις, το τεκμήριο αυτό δεν είναι αμάχητο και ο υπάλληλος έχει τη δυνατότητα να αποδείξει ότι επέστρεψε στα καθήκοντά του πριν από την καθοριζόμενη στην ιατρική βεβαίωση ημερομηνία λήξεως της ανικανότητάς του προς εργασία λόγω ασθενείας.

Εντούτοις, το συμφέρον της υπηρεσίας επιτάσσει να μην υπάρχουν ασάφειες ως προς τη διοικητική κατάσταση των υπαλλήλων. Ειδικότερα, δεδομένου ότι η πρόωρη επιστροφή του υπαλλήλου στα καθήκοντά του συνιστά νέο πραγματικό περιστατικό για τον εργοδότη, η αποτελεσματική οργάνωση της υπηρεσίας μπορεί να επιβάλει στον εργοδότη αυτόν να λάβει ορισμένα μέτρα για την οργάνωση της εργασίας.

Επομένως, ενόψει του συμφέροντος της υπηρεσίας και της απορρέουσας από αυτό επιταγής περί σαφήνειας της διοικητικής καταστάσεως των υπαλλήλων, σε περίπτωση υπαλλήλου ο οποίος διατείνεται ότι επέστρεψε στα καθήκοντά του πριν από την ημερομηνία λήξεως της ανικανότητας προς εργασία λόγω ασθενείας η οποία έχει καθοριστεί με την προσκομιζόμενη ιατρική βεβαίωση, η άρνηση του εργοδότη να αμφισβητήσει την αποδεικτική ισχύ της εν λόγω βεβαιώσεως προφανώς δεν στερείται ευλόγου ερείσματος, εφόσον η πρόωρη επιστροφή στα καθήκοντα δεν προκύπτει με βεβαιότητα από τη συμπεριφορά του υπαλλήλου αυτού.

Συνεπώς, από το γεγονός και μόνο ότι ο υπάλληλος βρίσκεται περιστασιακά στο γραφείο του δεν μπορεί να συναχθεί άνευ ετέρου ότι αυτός βρίσκεται και πάλι σε θέση να ασκήσει τα καθήκοντά του και όχι σε αναρρωτική άδεια, όπως αποδεικνύει η ιατρική βεβαίωση που αυτός έχει προσκομίσει.

Επομένως, το θεσμικό όργανο δύναται θεμιτώς να επικαλεστεί τη διοικητική κατάσταση του υπαλλήλου προκειμένου να απαιτήσει, ενδεχομένως, από τον υπάλληλο που επιθυμεί να επιστρέψει στα καθήκοντά του τη γνωστοποίηση του γεγονότος αυτού στον εργοδότη του. Επίσης, το θεσμικό όργανο δύναται θεμιτώς να επικαλεστεί τη διοικητική κατάσταση του υπαλλήλου ώστε, σε περίπτωση που ο υπάλληλος, αφού επιστρέψει στα καθήκοντά του, περιέλθει εκ νέου σε κατάσταση ανικανότητας προς εργασία λόγω ασθενείας, να μπορεί να του ζητηθεί να προσκομίσει στον εργοδότη του νέα ιατρική βεβαίωση για να δικαιολογήσει την απουσία του.

(βλ. σκέψεις 54 έως 58)