Language of document : ECLI:EU:F:2007:9

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 16ης Ιανουαρίου 2007 (*)

«Υπάλληλοι – Συντάξεις – Συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν από την ανάληψη υπηρεσίας στις Κοινότητες – Μεταφορά στο κοινοτικό σύστημα – Απόσυρση της αίτησης μεταφοράς με σκοπό την επίκληση νέων ευνοϊκότερων διατάξεων»

Στην υπόθεση F‑92/05,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ,

Emmanuel Genette, μόνιμος υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Gorze (Γαλλία), εκπροσωπούμενος από τον M.-A. Lucas, δικηγόρο,

προσφεύγων,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους V. Joris και D. Martin, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

υποστηριζόμενης από το

Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από την L. Van den Broeck, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνον,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

συγκείμενο από τους H. Kreppel, πρόεδρο, Χ. Ταγαρά και S. Gervasoni (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: W. Hakenberg,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 20ής Σεπτεμβρίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 26 Σεπτεμβρίου 2005 με τηλεομοιοτυπία (το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2005), ο E. Genette ζητεί μεταξύ άλλων την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 25ης Ιανουαρίου 2005, με την οποία δεν του επιτράπηκε, αφενός, να αποσύρει την υποβληθείσα το 2001 αίτηση μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει στο πλαίσιο των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων και, αφετέρου, να ζητήσει νέα μεταφορά των εν λόγω δικαιωμάτων.

 Νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), όπως είχε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, που τροποποίησε τον ΚΥΚ (ΕΕ L 124, σ. 1), (στο εξής: κανονισμός της 22ας Μαρτίου 2004), όριζε τα ακόλουθα:

«Ο υπάλληλος που εισέρχεται στην υπηρεσία των Κοινοτήτων:

–        μετά τη λήξη των καθηκόντων του σε διοίκηση, σε εθνικό ή διεθνή οργανισμό

ή

–        μετά την άσκηση μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας,

έχει την ευχέρεια, κατά τον χρόνο της μονιμοποίησής του, να ενεργήσει ώστε να καταβληθεί στις Κοινότητες είτε το ασφαλιστικό στατιστικό ισοδύναμο είτε το κατά αποκοπήν ποσό της εξαγοράς των δικαιωμάτων σύνταξης αρχαιότητας που έχει αποκτήσει βάσει των προαναφερόμενων δραστηριοτήτων.

Σε παρόμοια περίπτωση, το όργανο στο οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος καθορίζει, λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό μονιμοποίησης, τον αριθμό των συνταξίμων ετών που συνυπολογίζει σύμφωνα με το καθεστώς που τον διέπει, δυνάμει του χρόνου προϋπηρεσίας βάσει του ποσού του στατιστικού ισοδυνάμου ή του κατ’ αποκοπή ποσού της εξαγοράς.»

3        Το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως διαμορφώθηκε με τον κανονισμό της 22ας Μαρτίου 2004, ο οποίος, δυνάμει του οικείου άρθρου 2, τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004, ορίζει πλέον τα εξής:

«Ο υπάλληλος που εισέρχεται στην υπηρεσία των Κοινοτήτων:

–        μετά τη λήξη των καθηκόντων του σε διοίκηση, σε εθνικό ή διεθνή οργανισμό

ή

–        μετά την άσκηση μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας,

δικαιούται, από της μονιμοποιήσεώς του και μέχρι τη στιγμή που θεμελιώνει το δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας κατά την έννοια του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, να ενεργήσει ώστε να καταβληθεί στις Κοινότητες το κεφάλαιο, με αναγωγή του σχετικού ποσού στον χρόνο της πραγματικής μεταφοράς του, που αντιπροσωπεύει τα δικαιώματα σύνταξης τα οποία έχει αποκτήσει βάσει των προαναφερομένων υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων.

Σε παρόμοια περίπτωση, το όργανο στο οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος καθορίζει, μέσω γενικών εκτελεστικών διατάξεων, λαμβάνοντας υπόψη τον βασικό μισθό του υπαλλήλου, την ηλικία του και τη συναλλαγματική ισοτιμία κατά την ημερομηνία της αίτησης μεταφοράς, τον αριθμό των συντάξιμων ετών που συνυπολογίζει σύμφωνα με το κοινοτικό συνταξιοδοτικό καθεστώς δυνάμει του χρόνου προϋπηρεσίας, βάσει του μεταφερθέντος κεφαλαίου, αφαιρουμένου του ποσού που αντιπροσωπεύει η ανατίμηση του κεφαλαίου μεταξύ της ημερομηνίας της αίτησης μεταφοράς και της πραγματικής ημερομηνίας που διενεργήθηκε η μεταφορά.

Ο υπάλληλος μπορεί να κάνει χρήση της ευχέρειας αυτής μία μόνον φορά ανά κράτος μέλος και ανά ταμείο συντάξεων.»

4        Σύμφωνα με το άρθρο 107α του ΚΥΚ, που προστέθηκε με τον κανονισμό της 22ας Μαρτίου 2004, στο παράρτημα XIII του ΚΥΚ προβλέπονται «μεταβατικές διατάξεις». Το άρθρο 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος αυτού ορίζει τα ακόλουθα:

«Υπάλληλοι οι οποίοι είχαν υποβάλει αίτηση μεταφοράς [εμπροθέσμως], αλλά είχαν απορρίψει την πρόταση που τους είχε γίνει, οι οποίοι δεν είχαν υποβάλει αίτηση μεταφοράς εντός των προθεσμιών που προβλέπονταν προηγουμένως ή των οποίων η αίτηση είχε απορριφθεί λόγω εκπρόθεσμης υποβολής, μπορούν να υποβάλουν ακόμη ή να υποβάλουν εκ νέου σχετική αίτηση το αργότερο έως τις 31 Οκτωβρίου 2004.»

5        Το άρθρο 3 του βελγικού νόμου της 21ης Μαΐου 1991, που ρυθμίζει ορισμένες σχέσεις μεταξύ των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων και των συνταξιοδοτικών συστημάτων θεσμικών οργάνων δημοσίου διεθνούς δικαίου και ο οποίος δημοσιεύθηκε στο Moniteur belge της 20ής Ιουνίου 1991, σ. 13871 (στο εξής: νόμος του 1991) προέβλεπε ότι «[κ]άθε υπάλληλος δύναται, με τη σύμφωνη γνώμη του θεσμικού οργάνου, να ζητήσει να καταβληθεί στο όργανο το ποσό της σύνταξης αρχαιότητας για υπηρεσίες και περιόδους προγενέστερες της εισόδου της στην υπηρεσία του οργάνου». Εφόσον ο υπάλληλος είχε ζητήσει τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει στο πλαίσιο βελγικού συνταξιοδοτικού συστήματος και η αίτηση είχε γίνει δεκτή, το κοινοτικό όργανο, δυνάμει του άρθρου 11 του ίδιου νόμου, υπεκαθίστατο στα δικαιώματα του υπαλλήλου. Λαμβανομένου υπόψη του μηχανισμού υποκατάστασης που θέσπισε ο νόμος αυτός, δεν διενεργούνταν καμία καταβολή προς το όργανο από το βελγικό συνταξιοδοτικό σύστημα πριν από την ημερομηνία συνταξιοδότησης του ενδιαφερομένου υπαλλήλου από το κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα. Το άρθρο 9 του νόμου του 1991 όριζε ότι «επί όσο χρονικό διάστημα δεν έχει ενεργοποιηθεί η υποκατάσταση που προβλέπεται στο άρθρο 11, ο υπάλληλος μπορεί, με τη σύμφωνη γνώμη του οργάνου, να αποσύρει την αίτηση μεταφοράς. Η απόσυρση αυτή είναι οριστική».

6        Ο βελγικός νόμος της 10ης Φεβρουαρίου 2003 που ρυθμίζει τη μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων μεταξύ των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων και των συνταξιοδοτικών συστημάτων θεσμικών οργάνων δημοσίου διεθνούς δικαίου, και ο οποίος δημοσιεύθηκε στο Moniteur belge της 27ης Μαρτίου 2003, σ. 14747 (στο εξής: νόμος του 2003), τροποποίησε τη βελγική νομοθεσία σχετικά με τη μεταφορά προς τις Κοινότητες συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων. Ο νόμος αυτός, ο οποίος, δυνάμει του οικείου άρθρου 29, εφαρμόζεται στις αιτήσεις μεταφοράς που υποβλήθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2002, θεσπίζει ένα σύστημα κατ’ αποκοπήν εξαγοράς των εισφορών που έχουν καταβληθεί στο βελγικό συνταξιοδοτικό σύστημα, προσαυξανομένων με σύνθετους τόκους. Το άρθρο 4 του νόμου αυτού ορίζει ότι «[ο] μόνιμος ή έκτακτος υπάλληλος ο οποίος, αφού έχει θεμελιώσει δικαιώματα επί μιας ή πλειόνων συντάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 3, [παράγραφος] 1, 1° έως 4°, εισήλθε στην υπηρεσία θεσμικού οργάνου δύναται, με τη σύμφωνη γνώμη του οργάνου, να ζητήσει τη μεταφορά προς το όργανο αυτό ή στο ταμείο συντάξεών του, βάσει της ασφαλίσεώς του στα συνταξιοδοτικά αυτά συστήματα για το προ της εισόδου του στην υπηρεσία του οργάνου χρονικό διάστημα, των ποσών που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 7 […]». Κατά τη νέα αυτή νομοθεσία, η μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων συνεπάγεται την άμεση καταβολή ενός κεφαλαίου στο κοινοτικό σύστημα. Το άρθρο 9, παράγραφος 1, του νόμου του 2003 ορίζει ότι «[η] αίτηση μεταφοράς καθίσταται αμετάκλητη κατά την ημερομηνία κατά την οποία ο [εθνικός φορέας συντάξεων] λαμβάνει από το θεσμικό όργανο την οριστική επιβεβαίωση της αίτησης μεταφοράς που έχει υποβάλει ο μόνιμος ή έκτακτος υπάλληλος».

7        Ο βελγικός νόμος της 20ής Ιουλίου 2006, που περιέχει διάφορες διατάξεις και δημοσιεύθηκε στο Moniteur belge της 28ης Ιουλίου 2006, σ. 36940 (στο εξής: νόμος του 2006), τροποποίησε το άρθρο 9 του νόμου του 1991 αναδρομικώς από 1ης Μαΐου 2004. Το άρθρο αυτό ορίζει πλέον ότι «επί όσο χρονικό διάστημα δεν έχει ενεργοποιηθεί η υποκατάσταση που προβλέπεται στο άρθρο 11, ο υπάλληλος που εγκαταλείπει το όργανο χωρίς να έχει θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας μπορεί, με τη σύμφωνη γνώμη του οργάνου, να αποσύρει την αίτηση μεταφοράς. Η απόσυρση αυτή είναι οριστική».

 Ιστορικό της διαφοράς

8        Προτού εισέλθει στην υπηρεσία της Επιτροπής, την 1η Απριλίου 2000, οπότε κατατάχθηκε στον βαθμό Β 5, κλιμάκιο 3, ο προσφεύγων, γεννηθείς το 1968, εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα στο Βέλγιο ως ελεύθερος επαγγελματίας από το 1992 έως το 1996 και κατόπιν ως μισθωτός από το 1996 έως το 2000.

9        Λόγω αυτών των δραστηριοτήτων του, ήταν ασφαλισμένος αρχικά στο Institut national d’assurance sociale des travailleurs indépendants (στο εξής: INASTI) και κατόπιν στο Office national des pensions (στο εξής: ONP), στα συνταξιοδοτικά συστήματα των οποίων κατέβαλε εισφορές και απέκτησε συνεπώς, στους οργανισμού αυτούς, συνταξιοδοτικά δικαιώματα.

10      Αφού μονιμοποιήθηκε ως κοινοτικός υπάλληλος την 1η Ιανουαρίου 2001, ο προσφεύγων ζήτησε, με επιστολή που απηύθυνε στην Επιτροπή στις 13 Ιουλίου 2001, τη μεταφορά των δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει στα βελγικά συνταξιοδοτικά συστήματα ελευθέρων επαγγελματιών και μισθωτών προς το κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως αυτό είχε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού της 22ας Μαρτίου 2004, καθώς και βάσει του προμνησθέντος άρθρου 3 του νόμου του 1991.

11      Στις 11 Ιουνίου 2002, η διοικητική μονάδα «Συντάξεις και σχέσεις με τους πρώην υπαλλήλους» της Διεύθυνσης Β της Γενικής Διεύθυνσης (ΓΔ) Διοίκησης και Προσωπικού της Επιτροπής απηύθυνε στον προσφεύγοντα υπηρεσιακό σημείωμα το οποίο ανέφερε τον αριθμό των επιπλέον συνταξίμων ετών που θα λαμβάνονταν υπόψη στο πλαίσιο του κοινοτικού συστήματος, βάσει του στατιστικού ισοδύναμου –που είχε υπολογίσει η Επιτροπή– της εθνικής σύνταξης που είχε αποκτηθεί στο πλαίσιο του βελγικού συστήματος ελεύθερων επαγγελματιών. Αν ο προσφεύγων συνταξιοδοτούνταν στην ηλικία των 65 ετών, το στατιστικό ισοδύναμο της ετήσιας σύνταξης ύψους 1 431,29 ευρώ που είχε υπολογίσει το INASTI θα ανερχόταν σε 8 139,33 ευρώ και ο επιπλέον συντάξιμος χρόνος που θα λαμβανόταν υπόψη στο κοινοτικό σύστημα θα ήταν ένα έτος και δεκαεννέα ημέρες. Εξάλλου, η Επιτροπή τον πληροφόρησε ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11 του νόμου του 1991, θα τον υποκαθιστούσε στα αποκτηθέντα στο Βέλγιο συνταξιοδοτικά δικαιώματά του από τον χρόνο της εκκαθάρισης των κοινοτικών συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων.

12      Στις 26 Αυγούστου 2002, η ίδια υπηρεσία απηύθυνε στον προσφεύγοντα παρόμοιο σημείωμα όσον αφορά τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που είχε αποκτήσει ως μισθωτός, πληροφορώντας τον ότι, στο εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του, το στατιστικό ισοδύναμο της ετήσιας σύνταξης ύψους 1 952,48 ευρώ που είχε υπολογίσει το ONP θα ανερχόταν σε 11 102,79 ευρώ και ότι ο αντίστοιχος συντάξιμος χρόνος στο κοινοτικό σύστημα θα ήταν ένα έτος, πέντε μήνες και πέντε ημέρες.

13      Τα υπηρεσιακά αυτά σημειώματα επισήμαιναν στον προσφεύγοντα ότι, από την παραλαβή της εκ μέρους του αποδοχής των προτάσεων που περιείχαν τα σημειώματα, η αίτησή του δεν θα μπορούσε πλέον να αποσυρθεί. Τα εν λόγω σημειώματα διευκρίνιζαν ωστόσο ότι μπορούσε κατ’ εξαίρεση να ανακαλέσει την αίτησή του σε περίπτωση που θα αποχωρούσε από την υπηρεσία της Επιτροπής χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις ώστε να λάβει κοινοτική σύνταξη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 77 του ΚΥΚ.

14      Στις 17 Ιουλίου και στις 29 Αυγούστου 2002, ο προσφεύγων δήλωσε ότι αποδέχεται τις από 11 Ιουνίου και 26 Αυγούστου 2002 προτάσεις της Επιτροπής.

15      Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω στη σκέψη 6, ο νόμος του 2003 τροποποίησε τις προϋποθέσεις μεταφοράς στις Κοινότητες των δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων για τις αιτήσεις που υποβάλλονται από την 1η Ιανουαρίου 2002 και μετά.

16      Ο προσφεύγων πληροφορήθηκε, λίγο πριν από τον Οκτώβριο του 2004, ότι στην περίπτωση ενός γνωστού του, ο οποίος εισήλθε στην υπηρεσία της Επιτροπής το 2003 και είχε, όπως ο προσφεύγων, υπό το κράτος του ΚΥΚ όπως αυτός ίσχυε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού της 22ας Μαρτίου 2004, ζητήσει τη μεταφορά στο κοινοτικό σύστημα των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει στο πλαίσιο του βελγικού συνταξιοδοτικού συστήματος των μισθωτών, το Βέλγιο είχε προβεί στη μεταφορά κεφαλαίου, αντιστοιχούντος σε έτη ασφάλισης και αποδοχές συγκρίσιμες με τις δικές του, βάσει της οποίας του αναγνωρίστηκαν στο κοινοτικό σύστημα πολύ περισσότερα επιπλέον συντάξιμα έτη από αυτά που είχαν αναγνωριστεί στον προσφεύγοντα.

17      Στις 31 Οκτωβρίου 2004, ο προσφεύγων υπέβαλε στην Επιτροπή, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, αίτηση με την οποία της ζητούσε:

–        να του επιτρέψει, όπως προβλέπει το άρθρο 9 του νόμου του 1991, να αποσύρει την αίτηση, που είχε υποβάλει στις 13 Ιουλίου 2001 βάσει του νόμου αυτού, για τη μεταφορά στο κοινοτικό σύστημα των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει στο πλαίσιο των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων των ελεύθερων επαγγελματιών και των μισθωτών·

–        να του επιτρέψει, όπως προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, του νόμου του 2003, να ζητήσει τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του βάσει του νόμου αυτού.

18      Στις 2 Φεβρουαρίου 2005 κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2005, με την οποία ο προϊστάμενος της διοικητικής μονάδας «Συντάξεις» απέρριπτε την από 31 Οκτωβρίου 2004 αίτησή του (στο εξής: επίδικη απόφαση) ως εξής:

19      «[…] Επιθυμείτε […] να σας επιτραπεί, πρώτον, να αποσύρετε την υποβληθείσα βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII [του ΚΥΚ] αίτησή σας για μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχετε αποκτήσει στο πλαίσιο των βελγικών συστημάτων INASTI και ONP, η οποία ήδη ικανοποιήθηκε από τα συνταξιοδοτικά συστήματα σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου του 1991 και, δεύτερον, να υποβάλετε νέα αίτηση την οποία τα εν λόγω συνταξιοδοτικά συστήματα θα πρέπει να ικανοποιήσουν σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου του 2003.

20      Όμως, οι προτάσεις που σας απηύθυνε η διοίκηση της Επιτροπής στις 11 Ιουνίου 2002 και στις 26 Αυγούστου 2002, κατόπιν της εκ μέρους των INASTI και ONP ανακοίνωσης του ποσού της δυνάμενης να μεταφερθεί σύνταξης, ανέφεραν ρητώς ότι η μεταφορά θα καθίστατο οριστική μόλις η αρμόδια υπηρεσία θα ελάμβανε την εκ μέρους σας αποδοχή των εν λόγω προτάσεων. Κατόπιν της αποδοχής σας, η μεταφορά των δικαιωμάτων σας εκτελέστηκε και η [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή] έκλεισε οριστικά τους φακέλους ONP και INASTI.

21      Καίτοι ο νόμος του 1991 προβλέπει τη δυνατότητα “απόσυρσης της αίτησης μεταφοράς με τη σύμφωνη γνώμη του οργάνου” (άρθρο 9 του νόμου του 1991), στην πράξη η δυνατότητα αυτή προβλεπόταν, σε επίπεδο θεσμικών οργάνων, μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οποίες μνημονεύονταν εξάλλου στην έγγραφη πρόταση προς τον ενδιαφερόμενο: “ο ενδιαφερόμενος μπορεί κατ’ εξαίρεση να ανακαλέσει την αίτηση σε περίπτωση που αποχωρήσει από την υπηρεσία της Επιτροπής χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις ώστε να λάβει κοινοτική σύνταξη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 77 του ΚΥΚ.” Πουθενά δεν γίνεται εδώ λόγος για απόσυρση της αίτησης, αλλά για ανάκληση της διενεργηθείσας πράξης σε μια όλως ιδιαίτερη περίπτωση.

22      Εξάλλου, με την απόφασή του της 9ης Νοεμβρίου 1989 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 75/88, 146/88 και 147/88, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διέκρινε σαφώς μεταξύ δύο διαφορετικών εννόμων τάξεων στις οποίες εντάσσονται, αντίστοιχα, οι αποφάσεις που αφορούν, αφενός, τον υπολογισμό του ασφαλιστικού ισοδυνάμου και αφετέρου, τη μετατροπή του κεφαλαίου αυτού σε συντάξιμα έτη, και οι οποίες υπάγονται στους δικαστικούς ελέγχους που προσιδιάζουν σε κάθε έννομη τάξη. Από αυτό συνάγεται ότι η θεωρητική δυνατότητα της απόσυρσης της αίτησης μεταφοράς την οποία προβλέπει η βελγική νομοθεσία είναι ανενεργή εφόσον δεν την προβλέπει η κοινοτική νομοθεσία. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση.

23      Υπό τις συνθήκες αυτές, μου είναι αδύνατο να σας επιτρέψω να αποσύρετε την ήδη διεκπεραιωθείσα αίτηση και να υποβάλετε νέα αίτηση για μεταφορά η οποία έχει ήδη δεόντως ολοκληρωθεί.»

24      Στις 22 Απριλίου 2005, ο προσφεύγων, μέσω του δικηγόρου του, υπέβαλε στην Επιτροπή διοικητική ένσταση βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ κατά της επίδικης απόφασης.

25      Στις 10 Ιουνίου 2005, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ Διοίκησης και Προσωπικού έλαβε, υπό την ιδιότητα της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ) απόφαση «σε απάντηση στις αιτήσεις και διοικητικές ενστάσεις πλειόνων υπαλλήλων σχετικά με τη μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από το βελγικό συνταξιοδοτικό σύστημα στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα», που κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και με τηλεομοιοτυπία στις 14 Ιουνίου 2005 (στο εξής: απόφαση της 10ης Ιουνίου 2005).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

26      Η υπό κρίση προσφυγή πρωτοκολλήθηκε αρχικά στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου με αριθμό υπόθεσης T‑361/05.

27      Με διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 2005, το Πρωτοδικείο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 3, της απόφασης 2004/752/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 2ας Νοεμβρίου 2004, για την ίδρυση Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 333, σ. 7), παρέπεμψε την υπό κρίση υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ. Η προσφυγή πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ με αριθμό υπόθεσης F‑92/05.

28      Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 8 Μαΐου 2006, το Βασίλειο του Βελγίου ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ των αιτημάτων της καθής. Κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 115, παράγραφος 1, και 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, που έχει εφαρμογή mutatis mutandis στο Δικαστήριο ΔΔ, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 4, της απόφασης 2004/752, έως την έναρξη της ισχύος του δικού του Κανονισμού Διαδικασίας, ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Δικαστηρίου ΔΔ δέχθηκε την παρέμβαση αυτή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, με διάταξη της 29ης Ιουνίου 2006. Η έκθεση ακροατηρίου κοινοποιήθηκε στο Βασίλειο του Βελγίου.

29      Στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το Δικαστήριο ΔΔ ζήτησε από την Επιτροπή να του διαβιβάσει τις γενικές εκτελεστικές διατάξεις (στο εξής: ΓΕΔ) του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, τόσο εκείνες που ίσχυαν κατά τον χρόνο της μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του προσφεύγοντος όσο και τις νυν ισχύουσες, τις οποίες το όργανο θέσπισε, αντιστοίχως, το 1993 και το 2004, και ζήτησε από τους διαδίκους καθώς και από το παρεμβαίνον να απαντήσουν σε γραπτές ερωτήσεις. Τα αιτήματα αυτά ικανοποιήθηκαν.

30      Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να ακυρώσει την επίδικη απόφαση·

–        να ακυρώσει την απόφαση της 10ης Ιουνίου 2005·

–        να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

31      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να κρίνει την προσφυγή απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων κατά νόμον.

32      Το Βασίλειο του Βελγίου, υποστηρίζοντας την Επιτροπή, ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

33      Η Επιτροπή προβάλλει ένσταση απαραδέκτου αντλούμενη από το εκπρόθεσμο της προσφυγής σε σχέση προς την προβλεπόμενη από το άρθρο 91, παράγραφος 3, του ΚΥΚ προθεσμία. Υποστηρίζει ότι ο προσφεύγων απατήθηκε θεωρώντας ότι οι προθεσμίες προσβολής της απόφασης της 10ης Ιουνίου 2005 άρχισαν να τρέχουν μόλις στις 18 Αυγούστου 2005, ημερομηνία κατά την οποία η ΑΔΑ απλώς του επιβεβαίωσε με επιστολή την απόρριψη της διοικητικής του ένστασης. Κατά συνέπεια, η προσφυγή ασκήθηκε εκπρόθεσμα και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

34      Ο προσφεύγων υπέβαλε, στις 22 Απριλίου 2005, διοικητική ένσταση κατά της επίδικης απόφασης. Η ΑΔΑ απέρριψε τη διοικητική αυτή ένσταση με την απόφαση της 10ης Ιουνίου 2005, η οποία κοινοποιήθηκε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και με τηλεομοιοτυπία στον ενδιαφερόμενο στις 14 Ιουνίου 2005. Με την από 18 Αυγούστου 2005 επιστολή της, η ΑΔΑ επιβεβαίωσε απλώς ότι με την απόφαση της 10ης Ιουνίου 2005 είχε απαντήσει –«κατά τη γνώμη [της] πλήρως»– στη διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος. Κατά συνέπεια, ορθώς παρατήρησε η Επιτροπή ότι η τρίμηνη προθεσμία άσκησης ένδικης προσφυγής, κατά τη διάρκεια της οποίας επιτρεπόταν να ασκηθεί προσφυγή κατά της απόφασης της 25ης Ιανουαρίου 2005, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 91, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, είχε αρχίσει να τρέχει από την ημερομηνία της κοινοποίησης της απόρριψης της διοικητικής ένστασης, ήτοι στις 14 Ιουνίου 2005.

35      Η τρίμηνη προθεσμία έληξε συνεπώς στις 14 Σεπτεμβρίου 2005. Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της παρέκτασης των προθεσμιών λόγω απόστασης, την οποία προβλέπει το άρθρο 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, η οποία είναι δέκα ημέρες, η προθεσμία άσκησης της προσφυγής έληγε, στην προκειμένη περίπτωση, στις 24 Σεπτεμβρίου 2005 τα μεσάνυκτα.

36      Ωστόσο, το άρθρο 101, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού προβλέπει ότι, «[α]ν η λήξη της προθεσμίας συμπίπτει με ημέρα Σάββατο, Κυριακή ή με κατά νόμον εορτάσιμη, η προθεσμία παρατείνεται μέχρι το τέλος της επομένης εργάσιμης ημέρας». Η 24η Σεπτεμβρίου 2005 ήταν Σάββατο. Συνεπώς, δυνάμει των προμνησθεισών διατάξεων, η προθεσμία άσκησης της προσφυγής παρατάθηκε, εν προκειμένω, έως το τέλος της 26ης Σεπτεμβρίου 2005.

37      Κατά συνέπεια, η υπό κρίση προσφυγή, η οποία φέρει χρονολογία 26 Σεπτεμβρίου 2005 και απεστάλη με τηλεομοιοτυπία αυθημερόν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, ασκήθηκε εντός της προθεσμίας άσκησης ένδικης προσφυγής. Επομένως, η ένσταση απαραδέκτου που αντλείται από το εκπρόθεσμο της άσκησης της προσφυγής είναι απορριπτέα.

 Επί του αιτήματος ακύρωσης της απόφασης της 10ης Ιουνίου 2005

38      Κατά πάγια νομολογία, αιτήματα που βάλλουν κατά της απόρριψης διοικητικής ένστασης έχουν ως αποτέλεσμα να επιλαμβάνεται ο δικαστής της πράξης κατά της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση και, ως τοιαύτα, στερούνται αυτοτελούς περιεχομένου (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 23, σκέψη 8). Συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα προμνησθέντα αιτήματα, που βάλλουν κατά της απόρριψης της διοικητικής ένστασης της 10ης Ιουνίου 2005, έχουν ως μοναδικό αντικείμενο αίτημα ακύρωσης της επίδικης απόφασης (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Μαρτίου 2004, T‑310/02, Θεοδωράκης κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑95 και II‑427, σκέψη 19).

 Επί των αιτημάτων που βάλλουν κατά της επίδικης απόφασης στο μέτρο που δεν επιτρέπει στον προσφεύγοντα να αποσύρει την αίτηση μεταφοράς στο κοινοτικό σύστημα των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απέκτησε στο πλαίσιο των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων ανεξάρτητων επαγγελματιών και μισθωτών

 1. Επί της ερμηνείας των αιτημάτων

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

39      Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο προσφεύγων αμφισβητεί στην πραγματικότητα τις αποφάσεις της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 με τις οποίες η ίδια καθόρισε τον αριθμό των συνταξίμων ετών που θα λαμβάνονταν υπόψη στο πλαίσιο του κοινοτικού συστήματος βάσει των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος αντιστοίχως στο βελγικό συνταξιοδοτικό σύστημα ανεξάρτητων επαγγελματιών και στο βελγικό συνταξιοδοτικό σύστημα μισθωτών.

40      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, καίτοι σκοπός του είναι να ανακαλέσει η Επιτροπή τις αποφάσεις της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 και να τις αντικαταστήσει με νέες αποφάσεις, το αντικείμενο του αιτήματός του δεν είναι η ανάκληση των αποφάσεων αυτών, αλλά το να του επιτρέψει η Επιτροπή να αποσύρει την αίτηση που υπέβαλε το 2001 για μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει στο πλαίσιο των βελγικών συστημάτων.

41      Οι αποφάσεις της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 θα εξακολουθούσαν να ισχύουν ως έχουν έστω και αν η Επιτροπή δεχόταν το αίτημά του, μόνον δε εφόσον πληρούνταν ορισμένες συμπληρωματικές προϋποθέσεις θα υποχρεωνόταν η Επιτροπή να τροποποιήσει τις αποφάσεις αυτές. Πράγματι, το αποτέλεσμα αυτό θα επιτυγχανόταν μόνον αν οι βελγικές αρχές, ενδεχομένως κατόπιν προσφυγής ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων, πρώτον, δέχονταν την απόσυρση της αίτησης μεταφοράς που είχε υποβάλει ο προσφεύγων στις 13 Ιουλίου 2001 βάσει του νόμου 1991, δεύτερον, δέχονταν την εκ μέρους του υποβολή νέας αίτησης μεταφοράς βάσει του νόμου του 2003 και, τέλος, εξέδιδαν νέες αποφάσεις ως προς τα ποσά που έπρεπε να μεταφερθούν στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα, τα οποία η Επιτροπή θα όφειλε να λάβει υπόψη της, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως αυτό διαμορφώθηκε με τον κανονισμό της 22ας Μαρτίου 2004, προκειμένου να τροποποιήσει τις αποφάσεις της σχετικά με τον αριθμό των επιπλέον συνταξίμων ετών που έπρεπε να αναγνωριστούν στον προσφεύγοντα στο πλαίσιο του κοινοτικού συστήματος.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

42      Το τιθέμενο ζήτημα ερμηνείας των προμνησθέντων αιτημάτων συνίσταται στο κατά πόσον το αίτημα του προσφεύγοντος να του επιτραπεί να αποσύρει την αίτηση μεταφοράς των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων διακρίνεται από το αίτημα ανάκλησης των αποφάσεων που καθορίζουν τον αριθμό των ετών που λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος για τα προηγουμένως αποκτηθέντα συνταξιοδοτικά δικαιώματα.

43      Πρέπει, προκαταρκτικώς, να υπομνησθούν οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για τη μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα.

44      Από την απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Οκτωβρίου 1981, 137/80, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1981, σ. 2393, σκέψη 13), προκύπτει ότι η ευχέρεια την οποία παρέχει στον υπάλληλο το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως αυτό ίσχυε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού της 22ας Μαρτίου 2004, να μεταφέρει, κατά τη μονιμοποίησή του, στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα το ασφαλιστικό στατιστικό ισοδύναμο ή το κατά αποκοπήν ποσό της εξαγοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχει αποκτήσει κατά την προηγούμενη άσκηση καθηκόντων σε διοίκηση, εθνικό ή διεθνή οργανισμό ή σε επιχείρηση, έχει ως σκοπό την παροχή ενός δικαιώματος του οποίου η άσκηση εξαρτάται αποκλειστικά από τη δική του επιλογή.

45      Εφόσον η αίτηση που υποβάλλεται βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, τόσον όπως αυτό είχε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού της 22ας Μαρτίου 2004 όσο και όπως διαμορφώθηκε με τον κανονισμό αυτόν, πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου αυτού, ο οργανισμός που διαχειρίζεται το συνταξιοδοτικό σύστημα στο πλαίσιο του οποίου ο υπάλληλος έχει αποκτήσει προηγουμένως συνταξιοδοτικά δικαιώματα, και κατόπιν το κοινοτικό όργανο, υποχρεούνται διαδοχικά, ο μεν πρώτος να υπολογίσει τα αποκτηθέντα δικαιώματα, το δε δεύτερο να καθορίσει, βάσει των δικαιωμάτων αυτών, τον αριθμό των συνταξίμων ετών που λαμβάνει υπόψη στο πλαίσιο του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος για τον προγενέστερο χρόνο υπηρεσίας.

46      Η μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων αναλύεται, συνεπώς, ως πράξη περιλαμβάνουσα διαδοχικώς δύο μονομερείς αποφάσεις λαμβανόμενες, μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου και στο πλαίσιο δέσμιας αρμοδιότητας, αφενός, από τον οργανισμό που διαχειρίζεται το εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα και, αφετέρου, από το κοινοτικό όργανο.

47      Κατά συνέπεια, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο των συγκεκριμένων βελγικών συστημάτων μπορεί να ακυρωθεί συμπίπτουν με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να επιτευχθεί η ανάκληση των προμνησθεισών αποφάσεων που συναποτελούν την πράξη μεταφοράς.

48      Ο νόμος του 1991, υπό το κράτος του οποίου ο προσφεύγων υπέβαλε, στις 13 Ιουλίου 2001, αίτηση μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει στο πλαίσιο των βελγικών συστημάτων, προβλέπει ένα μηχανισμό υποκατάστασης του κοινοτικού οργάνου στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί στο Βέλγιο, από την ημερομηνία ενεργοποίησης του κοινοτικού συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Το άρθρο 9 του νόμου αυτού ορίζει ότι «επί όσο χρονικό διάστημα δεν έχει ενεργοποιηθεί η υποκατάσταση που προβλέπεται στο άρθρο 11, ο υπάλληλος μπορεί, με τη σύμφωνη γνώμη του οργάνου, να αποσύρει την αίτηση μεταφοράς. Η απόσυρση αυτή είναι οριστική».

49      Η διατύπωση των προμνησθεισών διατάξεων του νόμου του 1991 επιτρέπει να εξηγηθεί το γεγονός ότι ο προσφεύγων υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση να του επιτραπεί να αποσύρει την αίτηση μεταφοράς. Εφόσον οι διατάξεις αυτές προβλέπουν ότι, μέχρις ότου ενεργοποιηθεί η υποκατάσταση, η ανάκληση των αποφάσεων που λαμβάνουν προς τον σκοπό της μεταφοράς οι οργανισμοί που διαχειρίζονται τα βελγικά συνταξιοδοτικά συστήματα πραγματοποιείται αυτοδικαίως με αίτηση του ενδιαφερομένου, η μεταφορά των δικαιωμάτων ακυρώνεται πλήρως αν ανακληθεί και η απόφαση του οργάνου περί καθορισμού των συνταξίμων ετών που αντιστοιχούν στο κοινοτικό σύστημα. Κατά συνέπεια, η «σύμφωνη γνώμη του οργάνου», στην οποία αναφέρονται οι προμνησθείσες διατάξεις του νόμου του 1991, δεν μπορεί να αφορά παρά την ανάκληση της απόφασης που λαμβάνει το όργανο κατά τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.

50      Επομένως, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, τα προμνησθέντα αιτήματα πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι ζητείται η ακύρωση της άρνησης της Επιτροπής να ανακαλέσει τις αποφάσεις της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 τις οποίες είχε λάβει κατά τη μεταφορά προς το κοινοτικό σύστημα των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος στο πλαίσιο των δύο βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων.

 2. Επί του παραδεκτού των αιτημάτων

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

51      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι αποφάσεις της της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 είναι οριστικές και, κατά συνέπεια, δεν μπορούν πλέον να ανατραπούν.

52      Κατά την Επιτροπή, κακώς ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι οι δύο αυτές αποφάσεις είναι προσωρινές, με την αιτιολογία ότι, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, του νόμου του 1991, τα συντάξιμα έτη που έλαβε οριστικά υπόψη του το όργανο για τον υπολογισμό της σύνταξής του αποτελούν συνάρτηση της ηλικίας κατά την οποία θα συνταξιοδοτηθεί και του δείκτη τιμών καταναλωτή κατά την ημερομηνία αυτή. Οι αποφάσεις της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 είναι όντως οριστικές καθόσον σημειώνουν τη συμφωνία του προσφεύγοντος επί των προτάσεων της Επιτροπής σχετικά με τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων και επί των στοιχείων των αναλυτικών λογαριασμών που επισυνάπτονταν στις αποφάσεις αυτές. Το γεγονός ότι το ποσό που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον οριστικό υπολογισμό της σύνταξής του δεν μπορεί, προφανώς, να καθοριστεί παρά κατά την ηλικία κατά την οποία τελικά ο ενδιαφερόμενος θα συνταξιοδοτηθεί δεν ασκεί επιρροή ως προς το θέμα αυτό.

53      Εφόσον ο προσφεύγων δήλωσε ρητώς τη συμφωνία του επί των προτάσεων της Επιτροπής, η συμφωνία αυτή τους προσέδωσε τον οριστικό τους χαρακτήρα.

54      Μόνον η επέλευση νέου και ουσιώδους γεγονότος θα ήταν ικανή να επιτρέψει την ανατροπή μιας οριστικής απόφασης, υπό την προϋπόθεση της επίκλησης αυτού του νέου γεγονότος εντός εύλογης προθεσμίας. Όμως, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η έναρξη της ισχύος του νόμου του 2003, ο οποίος δημοσιεύθηκε στο Moniteur belge στις 27 Μαρτίου 2003, μπορεί να θεωρηθεί ως νέο περιστατικό κατά την έννοια της νομολογίας, η αίτηση του προσφεύγοντος, που φέρει την ημερομηνία της 31ης Οκτωβρίου 2004, υποβλήθηκε πολύ μετά την παρέλευση μιας τέτοιας εύλογης προθεσμίας. Εξάλλου, η –υποκειμενικού χαρακτήρα– διαπίστωση, εκ μέρους του προσφεύγοντος, των οφειλομένων στην έναρξη της ισχύος του νόμου του 2003 διαφορών μεταχείρισης μεταξύ υπαλλήλων δεν μπορεί να συνιστά νέο περιστατικό διακρινόμενο από την έναρξη της ισχύος του εν λόγω νόμου.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

55      Από τα εκτεθέντα ανωτέρω στις σκέψεις 45 έως 47 προκύπτει ότι οι επιστολές της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 δεν μπορούν να εκληφθούν ως αποτελούσες προτάσεις σύμφωνης γνώμης ή σύμβασης απευθυνθείσες από την Επιτροπή στον προσφεύγοντα. Αποτελούν σχέδια μονομερών αποφάσεων, τα οποία κατάρτισε η Επιτροπή υπό καθεστώς δέσμιας αρμοδιότητας, μετά από αίτηση του υπαλλήλου, και τα οποία δεν καθίστανται στην πράξη αποφάσεις του οργάνου και δεν τίθενται σε ισχύ παρά μόνο μετά την επιβεβαίωση, εκ μέρους του ενδιαφερομένου, των αιτήσεών του μεταφοράς. Εν προκειμένω, ο προσφεύγων επιβεβαίωσε τις αιτήσεις του στις 17 Ιουλίου και στις 29 Αυγούστου 2002. Ο άτυπος τρόπος κατάρτισης και θέσης σε ισχύ των πράξεων αυτών, που εξαρτώνται από τη συμφωνία του ενδιαφερομένου, δεν επηρεάζουν τον μονομερή χαρακτήρα τους. Εφόσον πρόκειται για μονομερείς αποφάσεις, ο οριστικός τους χαρακτήρας δεν μπορεί να προκύπτει από τη ρητή συμφωνία του προσφεύγοντος, η οποία, κατά συνέπεια, δεν μπορεί λυσιτελώς να του αντιταχθεί. Δεν είναι η συμφωνία του προσφεύγοντος επί των προτάσεων της Επιτροπής εκείνη που προσέδωσε στις αποφάσεις της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 τον οριστικό τους χαρακτήρα.

56      Οι μονομερείς αποφάσεις των οργάνων όσον αφορά τους υπαλλήλους καθίστανται οριστικές και δεν μπορούν πλέον να αμφισβητηθούν δικαστικώς με την εκπνοή των προθεσμιών υποβολής διοικητικής ένστασης και άσκησης προσφυγής τις οποίες προβλέπουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ. Όμως, ο προσφεύγων δεν αμφισβήτησε τις αποφάσεις της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 παρά με αίτηση την οποία υπέβαλε στην Επιτροπή στις 31 Οκτωβρίου 2004, καθ’ υπέρβαση των προθεσμιών αυτών.

57      Ο προσφεύγων δεν μπορεί εγκύρως να υποστηρίξει ότι οι αποφάσεις αυτές, οι οποίες ασφαλώς δεν καθορίζουν όλα τα στοιχεία που επιτρέπουν τον οριστικό υπολογισμό της προσαύξησης των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του, είναι απλώς ενδεικτικές ή προσωρινές και ότι η λήξη των προθεσμιών άσκησης προσφυγής δεν τις κατέστησε, συνεπώς, οριστικές. Πράγματι, οι αποφάσεις αυτές είχαν όντως ως αποτέλεσμα τον καθορισμό του τρόπου με τον οποίο θα ληφθούν υπόψη, στο πλαίσιο του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος, τα δικαιώματα που ο προσφεύγων έχει αποκτήσει στο Βέλγιο, λαμβανομένων υπόψη στοιχείων ήδη γνωστών.

58      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι αποφάσεις της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 έχουν καταστεί, εντός των ορίων των στοιχείων που οι ίδιες καθορίζουν, οριστικές μετά τη λήξη των προθεσμιών άσκησης προσφυγής κατά των αποφάσεων αυτών.

59      Κατά την κοινοτική νομολογία, οι προθεσμίες που προβλέπονται από τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, δεδομένου ότι προορίζονται να εγγυηθούν την ασφάλεια των εννόμων σχέσεων, είναι δημόσιας τάξης και δεσμεύουν τους διαδίκους και τον δικαστή. Επομένως, ένας υπάλληλος δεν μπορεί, υποβάλλοντας στην ΑΔΑ αίτηση υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, να επιτύχει την αναβίωση, υπέρ αυτού, δικαιώματος άσκησης προσφυγής κατά απόφασης η οποία κατέστη οριστική κατά την εκπνοή των προθεσμιών άσκησης προσφυγής (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 22ας Σεπτεμβρίου 1994, T‑495/93, Carrer κ.λπ. κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑201 και II‑651, σκέψη 20, και της 14ης Ιουλίου 1998, T‑42/97, Lebedef κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑371 και II‑1071, σκέψη 25).

60      Ωστόσο, η ύπαρξη νέου και ουσιώδους περιστατικού μπορεί να δικαιολογήσει την υποβολή αίτησης για επανεξέταση μιας τέτοιας απόφασης (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμβρίου 1985, 231/84, Valentini κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 3027, σκέψη 14).

61      Σύμφωνα με τις απαιτήσεις της νομολογίας, το σχετικό περιστατικό πρέπει να είναι ικανό να μεταβάλει ουσιωδώς την κατάσταση του επιδιώκοντος την επανεξέταση απόφασης η οποία έχει καταστεί οριστική (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Νοεμβρίου 1986, 232/85, Becker κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 3401, σκέψη 10· απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Φεβρουαρίου 2001, T‑186/98, Inpesca κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑557, σκέψη 51).

62      Εξάλλου, για να μπορεί να γίνει λυσιτελώς επίκληση νέου ουσιώδους περιστατικού, στον υπάλληλο εναπόκειται να υποβάλει τη διοικητική του ένσταση εντός εύλογης προθεσμίας. Πράγματι, το συμφέρον του υπαλλήλου να ζητήσει την προσαρμογή της υπηρεσιακής κατάστασής του σε μια νέα ρύθμιση πρέπει να σταθμίζεται με όσα επιτάσσει η αρχή της ασφάλειας δικαίου (διάταξη του Πρωτοδικείου της 25ης Μαρτίου 1998, T‑202/97, Koopman κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑163 και II‑511, σκέψη 24· βλ. επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2001, T‑192/99, Dunnett κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, Συλλογή 2001, σ. II‑813, σκέψη 52).

63      Συνεπώς, πρέπει, καταρχάς, να εξεταστεί κατά πόσον τα στοιχεία που επικαλείται ο προσφεύγων προς στήριξη των αιτημάτων του συνιστούν νέο ουσιώδες περιστατικό ικανό να δικαιολογήσει την επανεξέταση των αποφάσεων της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 και, δεύτερον, να εκτιμηθεί κατά πόσον η αίτηση επανεξέτασης των εν λόγω αποφάσεων υποβλήθηκε εντός εύλογης προθεσμίας.

 Επί της ύπαρξης νέου ουσιώδους περιστατικού

64      Εν προκειμένω, η αναδρομική έναρξη της ισχύος, από 1ης Ιανουαρίου 2002, του νόμου του 2003, ανέτρεψε τους όρους μεταφοράς προς το σύστημα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων.

65      Ο νόμος του 1991, που ισχύει για τις αιτήσεις μεταφοράς που είχαν υποβληθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001, στηριζόταν σε ένα μηχανισμό υποκατάστασης του οργάνου στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που είχε αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος στο πλαίσιο των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων, υποκατάστασης η οποία δεν καθίστατο ενεργή παρά κατά την εκκαθάριση της σύνταξης του ενδιαφερομένου. Η υποκατάσταση αυτή δεν συνεπαγόταν την καταβολή, προς το κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα, κεφαλαίου αντιστοιχούντος στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που ο υπάλληλος είχε αποκτήσει προηγουμένως στο Βέλγιο. Κατά τον χρόνο της συνταξιοδότησης του υπαλλήλου από τις Κοινότητες, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που είχε αποκτήσει στο Βέλγιο καταβάλλονταν κατά μήνα στις Κοινότητες εκ μέρους των αρμόδιων βελγικών οργανισμών, όπως θα καταβάλλονταν προς τον υπάλληλο αν δεν είχε υπάρξει υποκατάσταση.

66      Ο νόμος του 2003 εγκαθίδρυσε έναν όλως διαφορετικό μηχανισμό μεταφοράς. Καταρχάς, η μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί στο Βέλγιο συγκεκριμενοποιείται αμέσως με την καταβολή ενός κεφαλαίου στο κοινοτικό σύστημα. Περαιτέρω, ο νόμος του 2003 αντικαθιστά τον –απαντώμενο μόνο στο Βέλγιο– sui generis μηχανισμό υποκατάστασης με ένα μηχανισμό μεταφοράς που ανταποκρίνεται στα προβλεπόμενα από το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως αυτό ίσχυε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού της 22ας Μαρτίου 2004, ήτοι τη μεταφορά ενός κατ’ αποκοπήν ποσού εξαγοράς. Τέλος, μεταβάλλεται ο τρόπος υπολογισμού των μεταφερομένων δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, ενώ η υποκατάσταση στηριζόταν στον υπολογισμού του ασφαλιστικού στατιστικού ισοδύναμου του ποσού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, η μεταφορά του κατ’ αποκοπήν ποσού εξαγοράς συνίσταται στην καταβολή στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα των εισφορών που έχουν καταβληθεί στα βελγικά συνταξιοδοτικά συστήματα, προσαυξανομένων με σύνθετους τόκους.

67      Στο πλαίσιο αυτό, οι διάδικοι συμφωνούν ότι η επελθούσα μεταβολή της βελγικής νομοθεσίας συνεπάγεται γενικώς αύξηση του δυναμένου να μεταφερθεί ποσού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων ενός δεδομένου ατόμου, σε σχέση προς το ποσό που προέκυπτε από τον υπολογισμό κατ’ εφαρμογήν του νόμου του 1991. Ασφαλώς, η Βελγική Κυβέρνηση ανέφερε, με τις απαντήσεις στις γραπτές ερωτήσεις του Δικαστηρίου ΔΔ, ιδιαίτερες περιπτώσεις στις οποίες οι προϋποθέσεις που θεσπίζει ο νόμος του 2003 είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που προέβλεπε ο νόμος του 1991. Όμως, οι επιφυλάξεις αυτές δεν αρκούν προς αμφισβήτηση του ευνοϊκότερου χαρακτήρα της νέας βελγικής νομοθεσίας σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων και, ειδικότερα, στην περίπτωση του προσφεύγοντος. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο τελευταίος υποστήριξε, χωρίς να αντικρουσθεί, ότι το ποσό των δυναμένων να μεταφερθούν δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει στο Βέλγιο θα αυξανόταν κατά 300 % περίπου σε περίπτωση νέας μεταφοράς υπό τους όρους του νόμου του 2003.

68      Όμως, καίτοι ο νόμος του 2003 ανέτρεψε τους όρους μεταφοράς των αποκτηθέντων στο Βέλγιο συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων προς το κοινοτικό σύστημα, η Βελγική Κυβέρνηση, με τις γραπτές απαντήσεις της στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου ΔΔ, υποστήριξε ότι ο νόμος αυτός, ο οποίος εφαρμόζεται μόνο στις αιτήσεις μεταφοράς που υποβλήθηκαν από την 1η Ιανουαρίου 2002 και μετά, ουδόλως μετέβαλε τη νομική κατάσταση των μονίμων και εκτάκτων κοινοτικών υπαλλήλων που, όπως ο προσφεύγων, ζήτησαν τη μεταφορά των δικαιωμάτων τους πριν από την ημερομηνία αυτή και ότι, συνεπώς, ο εν λόγω νόμος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως νέο περιστατικό το οποίο να μπορούν να επικαλεστούν αυτοί οι μόνιμοι ή έκτακτοι υπάλληλοι.

69      Ωστόσο, από τη νομολογία, ειδικότερα δε από τις αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 1982, 9/81, Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (Συλλογή 1982, σ. 3301, σκέψη 14), και της 11ης Ιανουαρίου 2001, C‑389/98 P, Gevaert κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. I‑65, σκέψη 49), τις οποίες εξέδωσε το Δικαστήριο σχετικά με αποφάσεις γενικής εφαρμογής που τροποποιούσαν τους κανόνες βαθμολογικής κατάταξης του προσωπικού, προκύπτει ότι η θέσπιση νέας ρύθμισης συνιστά νέο ουσιώδες περιστατικό, ακόμα και για τους υπαλλήλους που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, αν η ρύθμιση αυτή δημιουργεί καταστάσεις αδικαιολόγητης άνισης μεταχείρισης μεταξύ αυτών των υπαλλήλων και εκείνων που ωφελούνται από τη ρύθμιση.

70      Όμως, η διαδοχική θέση σε ισχύ του νόμου του 2003 και του άρθρου 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ συνιστά για τον προσφεύγοντα τέτοιο νέο περιστατικό.

71      Στο πλαίσιο των μεταβατικών μέτρων που προβλέπει ο ΚΥΚ, το άρθρο 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ παρέχει τη δυνατότητα υποβολής, εντός έξι μηνών από την έναρξη της ισχύος του ΚΥΚ, αίτησης μεταφοράς ή νέας αίτησης μεταφοράς σε τρεις κατηγορίες υπαλλήλων: στους υπαλλήλους που είχαν υποβάλει αίτηση μεταφοράς εμπροθέσμως, αλλά είχαν απορρίψει την πρόταση που τους είχε γίνει, στους υπαλλήλους που δεν είχαν υποβάλει αίτηση μεταφοράς εντός των προθεσμιών που προβλέπονταν προηγουμένως και στους υπαλλήλους των οποίων η αίτηση είχε απορριφθεί λόγω εκπρόθεσμης υποβολής.

72      Οι διατάξεις αυτές επιτρέπουν σε υπαλλήλους οι οποίοι θα είχαν μπορέσει να επωφεληθούν μόνον από τους όρους του νόμου του 1991, αν είχαν επιτύχει, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως αυτό ίσχυε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού της 22ας Μαρτίου 2004, τη μεταφορά των δικαιωμάτων τους κατά τον χρόνο της μονιμοποίησής τους, τη δυνατότητα να επωφεληθούν από τους ευνοϊκότερους όρους του νόμου του 2003. Τους επιφυλάσσεται έτσι διαφορετική μεταχείριση, όσον αφορά τους όρους μεταφοράς των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων, έναντι των υπαλλήλων που είχαν αποκτήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα στο Βέλγιο και εισήλθαν στην υπηρεσία των Κοινοτήτων την ίδια εποχή με τους πρώτους, με την αιτιολογία ότι οι μεν έχουν επιτύχει τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων ενώ οι δε όχι.

73      Όμως, πρώτον, η κατάσταση του προσφεύγοντος δεν διαφέρει ουσιωδώς, ως προς το ζήτημα αυτό, από την κατάσταση των υπαλλήλων στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ. Πράγματι, ο προσφεύγων, καίτοι υπήχθη στον μηχανισμό που προβλέπει ο νόμος του 1991, δεν επέτυχε, όπως οι τρεις προαναφερθείσες κατηγορίες υπαλλήλων, τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως αυτό ίσχυε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού της 22ας Μαρτίου 2004, καθόσον δεν υλοποιήθηκε καμία από τις ενέργειες τις οποίες ακριβώς προβλέπει η διάταξη αυτή.

74      Τόσο κατά την νυν ισχύουσα διατύπωσή τους όσο και όπως είχαν προηγουμένως, οι διατάξεις αυτές παρέχουν στον υπάλληλο το δικαίωμα να ζητήσει την καταβολή στο κοινοτικό σύστημα του κεφαλαίου που αντιστοιχεί στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία έχει αποκτήσει προηγουμένως στο πλαίσιο άλλων συνταξιοδοτικών συστημάτων. Όμως, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω στη σκέψη 66, ο μηχανισμός υποκατάστασης που θέσπισε ο νόμος του 1991 δεν προέβλεπε την καταβολή του εν λόγω κεφαλαίου. Μόνον ο νόμος του 2003 επέτρεψε για πρώτη φορά στους υπαλλήλους που είχαν αποκτήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα στο Βέλγιο να ασκήσουν το αναγνωριζόμενο από τον ΚΥΚ δικαίωμα υπό τους όρους του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, τόσο όπως αυτό ίσχυε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού της 22ας Μαρτίου 2004 όσο και όπως διαμορφώθηκε με τον κανονισμό αυτόν.

75      Έτσι, ο προσφεύγων, κατά την ημερομηνία κατά την οποία ζήτησε τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων, επέτυχε απλώς, δυνάμει του τότε ισχύοντος νόμου του 1991, να υποκατασταθεί η Επιτροπή στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αυτός είχε αποκτήσει στο Βέλγιο. Από το ίδιο το κείμενο των αποφάσεων της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 προκύπτει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε στην αίτηση μεταφοράς τον μηχανισμό υποκατάστασης που προέβλεπε ο νόμος του 1991 και όχι τους κανόνες μεταφοράς που προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως αυτό είχε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού της 22ας Μαρτίου 2004.

76      Όμως, από τους ίδιους τους όρους του άρθρου 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ προκύπτει σαφώς ότι οι διατάξεις αυτές θεσπίστηκαν ακριβώς για να παράσχουν σε υπαλλήλους που δεν είχαν ακόμα επιτύχει τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων υπό τους όρους του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως αυτό είχε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού της 22ας Μαρτίου 2004, τη δυνατότητα να ζητήσουν να υπαχθούν στις νέες αντίστοιχες διατάξεις. Επομένως, ο προσφεύγων βρίσκεται, από πλευράς του σκοπού που επιδιώκει το άρθρο 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη των τριών κατηγοριών υπαλλήλων στις οποίες αναφέρεται το άρθρο αυτό.

77      Εφόσον ούτε ο προσφεύγων μπόρεσε να κάνει χρήση του προβλεπόμενου από τον ΚΥΚ δικαιώματος υπό τους όρους του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, επιτρέπεται να τεθεί το ερώτημα μήπως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ. Πράγματι, μια ερμηνεία του άρθρου 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ η οποία θα εξαιρούσε τον προσφεύγοντα από το πεδίο εφαρμογής του είναι ικανή να οδηγήσει, όσον αφορά τη μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί στο Βέλγιο, σε διαφορετική μεταχείριση μη δικαιολογούμενη από πλευράς του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ.

78      Δεύτερον, αυτή η διαφορετική μεταχείριση δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί, ιδίως, όταν, σύμφωνα με την τρίτη περίπτωση του άρθρου 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, η μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων δεν έχει επιτευχθεί λόγω εκπρόθεσμης αίτησης, δηλαδή εξ αιτίας της αμέλειας του αιτούντος. Όπως αναγνώρισε ο εκπρόσωπος της Επιτροπής κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ένας υπάλληλος που θα είχε μονιμοποιηθεί την ίδια ημέρα με τον προσφεύγοντα και ο οποίος, λιγότερο επιμελής από τον προσφεύγοντα, θα είχε υποβάλει εκπροθέσμως την αίτηση μεταφοράς βάσει του νόμου του 1991, θα είχε, αντίθετα προς τον προσφεύγοντα, νέα δυνατότητα μεταφοράς σύμφωνα με τους ευνοϊκότερους όρους του νόμου του 2003. Ομοίως, το άρθρο 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ έχει ως σκοπό και ως αποτέλεσμα να μπορούν οι υπάλληλοι των οποίων η αίτηση μεταφοράς είχε απορριφθεί οριστικά βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως αυτό είχε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού της 22ας Μαρτίου 2004 (βλ., επί του σημείου αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Οκτωβρίου 2000, T‑27/99, Drabbe κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑213 και II‑955), να υποβάλουν νέα αίτηση βάσει των τροποποιημένων διατάξεων του εν λόγω άρθρου 11, παράγραφος 2, ενώ ο φάκελος του προσφεύγοντα ουδέποτε έχει μέχρι σήμερα εξεταστεί με βάση τους κανόνες του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ τόσο υπό την προ της 1ης Μαΐου 2004 όσο και υπό την μετά την ημερομηνία αυτή διατύπωσή του.

79      Τρίτον, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι η επιλογή, στην οποία προβαίνουν οι ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι κατά τον χρόνο της μονιμοποίησής τους, να υποβάλουν ή όχι αίτηση μεταφοράς δικαιολογεί μεταγενέστερη –και, κατά συνέπεια, μη δυνάμενη να προβλεφθεί κατά την ημερομηνία της επιλογής– διαφορά μεταχείρισης.

80      Πράγματι, το άρθρο 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ τροποποίησε διττώς την κατάσταση των υπαλλήλων που είχαν επιλέξει να μη ζητήσουν μεταφορά ή να μην επιβεβαιώσουν την αίτησή τους, ανατρέποντας τις συνέπειες αυτών των επιλογών. Αφενός, το εν λόγω άρθρο επιτρέπει στους τελευταίους αυτούς υπαλλήλους να αναθεωρήσουν μια επιλογή στην οποία προέβησαν κατά το χρόνο της μονιμοποίησής τους και της οποίας ο οριστικός χαρακτήρας απέρρεε από το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως αυτό είχε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού της 22ας Μαρτίου 2004 (βλ. προμνησθείσα απόφαση Drabbe κατά Επιτροπής). Αφετέρου, το άρθρο 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ παρέχει ρητώς στους ίδιους αυτούς υπαλλήλους τη δυνατότητα να ζητήσουν τη μεταφορά των αποκτηθέντων στο Βέλγιο συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τους υπό τους ευνοϊκότερους όρους του νόμου του 2003.

81      Έτσι, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τους έννομες συνέπειες μιας από τις δύο επιλογές που προσφέρει στον υπάλληλο το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως αυτό είχε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού της 22ας Μαρτίου 2004, κατά τον χρόνο της μονιμοποίησής του, ήτοι της δυνατότητας να μη ζητήσει μεταφορά, ο συνδυασμός των διατάξεων του νόμου του 2003 και του άρθρου 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ μετέβαλε αναγκαστικά αυτούς καθαυτούς τους όρους αυτής της επιλογής.

82      Επιπλέον, η τροποποίηση αυτή θεσπίστηκε αναδρομικά και, κατά συνέπεια, κατά τρόπο μη δυνάμενο να προβλεφθεί από τους υπαλλήλους οι οποίοι είχαν επιλέξει στο παρελθόν να ζητήσουν τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων. Έτσι, ο προσφεύγων, κατά την ημερομηνία κατά την οποία επέλεξε να ζητήσει τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων, δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι οι μεταγενέστερες διατάξεις του ΚΥΚ θα ανέτρεπαν τον οριστικό χαρακτήρα της μη μεταφοράς ούτε, κατά μείζονα λόγο, ότι θα παρείχαν στους υπαλλήλους που δεν είχαν ενεργήσει για τη μεταφορά των αποκτηθέντων στο Βέλγιο συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τους τη δυνατότητα να επιτύχουν τη μεταφορά αυτή υπό ευνοϊκότερους όρους.

83      Όμως, οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, τις οποίες έχει διατυπώσει ο κοινοτικός δικαστής, επιβάλλουν να είναι η κοινοτική νομοθεσία σαφής, η δε εφαρμογή της να μπορεί να προβλεφθεί από τους διοικουμένους (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Φεβρουαρίου 1996, C‑63/93, Duff κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I‑569, σκέψη 20, και της 18ης Μαΐου 2000, C‑107/97, Rombi και Arkopharma, Συλλογή 2000, σ. I‑3367, σκέψη 66· απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Σεπτεμβρίου 1999, T‑182/96, Partex κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑2673, σκέψη 191). Οι αρχές αυτές δεν επιτρέπουν να μη παρέχεται στον υπάλληλο η δυνατότητα να υπαχθεί σε ευνοϊκότερη νομοθεσία λόγω μιας επιλογής της οποίας οι συνέπειες, όταν αυτή έγινε, δεν ήταν προβλέψιμες.

84      Τα εκτιθέμενα στις πέντε προηγούμενες σκέψεις είναι ικανά να δημιουργήσουν, από πλευράς της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αμφιβολία ως προς τη νομιμότητα της απορρέουσας από το άρθρο 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ διαφοράς μεταχείρισης μεταξύ του προσφεύγοντος και των κατηγοριών υπαλλήλων στους οποίους αναφέρεται η διάταξη αυτή.

85      Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι η διαδοχική θέση σε ισχύ του νόμου του 2003 και του άρθρου 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ μετέβαλε τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος από πλευράς της μεταφοράς των αποκτηθέντων στο Βέλγιο συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων και συνιστά, συνεπώς, ουσιώδες νέο περιστατικό, το οποίο δικαιολογεί την επανεξέταση των αποφάσεων της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002.

86      Εξάλλου, με την ανακοίνωσή της προς το προσωπικό η οποία δημοσιεύθηκε στο τεύχος υπ’ αριθ. 357 του «Commission en direct», της εβδομάδας από 11 έως 17 Μαρτίου 2005, η ίδια η Επιτροπή θεώρησε πιθανό ότι, κατόπιν της έναρξης της ισχύος του νόμου του 2003, οι βελγικές αρχές θα αποφάσιζαν να υπολογίσουν εκ νέου το ποσό των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των υπαλλήλων που είχαν ζητήσει τη μεταφορά των δικαιωμάτων αυτών στο πλαίσιο του νόμου του 1991 και ανέφερε ότι, στην περίπτωση αυτή, όλοι οι φάκελοι θα επανεξετάζονταν αυτομάτως.

 Επί του εύλογου χαρακτήρα της προθεσμίας

87      Η καθής υποστηρίζει ότι η αίτηση επανεξέτασης των αποφάσεων της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 δεν υποβλήθηκε εντός εύλογης προθεσμίας από τη δημοσίευση του νόμου του 2003.

88      Ωστόσο, αναφέρθηκε ανωτέρω ότι το ουσιώδες νέο περιστατικό που δικαιολογεί αίτηση επανεξέτασης των αποφάσεων της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 συνίστατο στη διαδοχική έναρξη της ισχύος του νόμου του 2003 και του άρθρου 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ. Κατά συνέπεια, η εύλογη προθεσμία εντός της οποίας ο προσφεύγων μπορούσε βασίμως να επικαλεστεί αυτό το νέο περιστατικό άρχισε να τρέχει μόνον από την έναρξη της ισχύος του ΚΥΚ, ήτοι την 1η Μαΐου 2004.

89      Πρέπει, ωστόσο, να εξεταστεί μήπως ο προσφεύγων, υποβάλλοντας στις 31 Οκτωβρίου 2004 την αίτηση επανεξέτασης των αποφάσεων της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002, ήτοι ακριβώς έξι μήνες μετά την έναρξη της ισχύος του ΚΥΚ, υπερέβη το εύλογο χρονικό διάστημα που ήταν αναγκαίο για την προετοιμασία της αίτησης και την υποβολή της στην ΑΔΑ.

90      Η επιμέλεια του προσφεύγοντος πρέπει να εκτιμηθεί από την ημερομηνία κατά την οποία ήταν σε θέση να λάβει επακριβή γνώση του νέου περιστατικού το οποίο επικαλείται. Συναφώς, πρέπει να αναγνωριστεί υπέρ του προσφεύγοντος ότι το πλεονέκτημα, για τους υπαλλήλους, του συστήματος της κατ’ αποκοπήν εξαγοράς που εγκαθιδρύθηκε με τον νόμο του 2003 έναντι του συστήματος υποκατάστασης που είχε θεσπιστεί με τον νόμο του 1991 δεν προκύπτει κατά τρόπο εμφανή από το ίδιο το κείμενο του νόμου του 2003. Εξάλλου, όπως δέχτηκε η Επιτροπή με την προμνησθείσα ανακοίνωση προς το προσωπικό, η επελθούσα αλλαγή της βελγικής νομοθεσίας μόνο «γενικώς» συνεπάγεται αύξηση του δυναμένου να μεταφερθεί ποσού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων ενός δεδομένου ατόμου. Όμως, η πολυπλοκότητα των κανόνων υπολογισμού των μεταφερομένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων δύσκολα επιτρέπει σε έναν υπάλληλο να καθορίσει μόνος του κατά πόσον η νομική του κατάσταση επηρεάζεται ευνοϊκά ή όχι από τη νέα βελγική νομοθεσία. Συναφώς, ο προσφεύγων υποστηρίζει, χωρίς να αντικρούεται σοβαρά, ότι δεν βεβαιώθηκε για το συγκριτικό πλεονέκτημα του συστήματος της κατ’ αποκοπήν εξαγοράς παρά μόνο μετά από μια σειρά γεγονότων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται η σύγκριση των συνταξίμων ετών που του είχαν αναγνωριστεί βάσει του νόμου του 1991 με τα συντάξιμα έτη που είχαν αναγνωριστεί σε συνάδελφό του βάσει του νόμου του 2003, η αίτηση πληροφοριών την οποία μερίμνησε να υποβάλει στην Union syndicale ως προς τις αιτίες και τη νομιμότητα αυτής της διαφοράς μεταχείρισης και νομική μελέτη την οποία παρήγγειλε η Union syndicale σε νομικό της σύμβουλο για το θέμα αυτό και η οποία της κοινοποιήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2004.

91      Κυρίως, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο προσφεύγων υπέβαλε την αίτησή του για επανεξέταση των αποφάσεων της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 στις 31 Οκτωβρίου 2004, ήτοι εντός της εξάμηνης προθεσμίας την οποία, δυνάμει του άρθρου 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, έταξε ο νομοθέτης στους υπαλλήλους που δεν έχουν μεταφέρει τα δικαιώματά τους για να υποβάλουν σχετική αίτηση. Συνεπώς, ο προσφεύγων, έχοντας υποβάλει την αίτησή του εντός της προθεσμίας που τάσσει το άρθρο αυτό στους υπαλλήλους σε σχέση προς τους οποίους θεωρεί ότι υπέστη δυσμενή διάκριση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επικαλέστηκε, προς στήριξη της αίτησης επανεξέτασης, το άρθρο αυτό εντός μη εύλογης προθεσμίας.

92      Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι η αίτηση ανάκλησης των αποφάσεων της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002, η οποία υποβλήθηκε στην Επιτροπή στις 31 Οκτωβρίου 2004, δικαιολογούνταν από ουσιώδες νέο περιστατικό και υποβλήθηκε εντός εύλογης προθεσμίας από τον χρόνο κατά τον οποίο ο προσφεύγων έλαβε επακριβή γνώση του περιστατικού αυτού.

93      Κατά συνέπεια, το αίτημα ακύρωσης της άρνησης της Επιτροπής να επανεξετάσει τις οριστικές αυτές αποφάσεις είναι παραδεκτό.

 3. Επί της ουσίας

94      Προς στήριξη των ακυρωτικών αιτημάτων του, ο προσφεύγων προβάλλει επτά λόγους ακύρωσης:

–        ο πρώτος λόγος αντλείται από νομική πλάνη στην αιτιολογία της επίδικης απόφασης, σύμφωνα με την οποία το αμετάκλητο της μεταφοράς προκύπτει από την ίδια τη συμφωνία του ενδιαφερομένου·

–        ο δεύτερος λόγος ακύρωσης αντλείται από νομική πλάνη στην αιτιολογία της επίδικης απόφασης, σύμφωνα με την οποία η μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων έχει καταστεί οριστική διότι έχει εκτελεστεί και ότι οι φάκελοι του INASTI και του ONP του προσφεύγοντος έχουν κλείσει οριστικά·

–        ο τρίτος λόγος ακύρωσης αντλείται από νομική πλάνη στην αιτιολογία της επίδικης απόφασης, σύμφωνα με την οποία η μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων δεν μπορεί να ακυρωθεί ελλείψει διάταξης που να το επιτρέπει στο κοινοτικό δίκαιο·

–        ο τέταρτος λόγος αντλείται από το ότι η επίδικη απόφαση προσβάλλει το δικαίωμα του προσφεύγοντος να αμφισβητήσει ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων το συμβατό των αποφάσεων των βελγικών αρχών που εφάρμοσαν στην περίπτωσή του τον νόμο του 1991 με το κοινοτικό δίκαιο και συνιστά, ως εκ τούτου, παραβίαση της αρχής του δικαιώματος άσκησης πραγματικής ένδικης προσφυγής·

–        ο πέμπτος λόγος ακύρωσης αντλείται από το ότι η επίδικη απόφαση συνιστά παράβαση της υποχρέωσης αρωγής που προβλέπει το άρθρο 24 του ΚΥΚ και την οποία η Επιτροπή όφειλε εν προκειμένω να τηρήσει αυτεπαγγέλτως·

–        ο έκτος και ο έβδομος λόγος αντλούνται από το ότι ο νόμος του 1991 ήταν αντίθετος προς το κοινοτικό δίκαιο, ήτοι, αφενός, προς το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως αυτό είχε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού της 22ας Μαρτίου 2004, και, αφετέρου, προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

95      Από την απάντηση στη διοικητική ένσταση προκύπτει ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε για δύο νομικούς λόγους, συνιστάμενους, αφενός, στο αμετάκλητο της μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του προσφεύγοντος λόγω του ότι είχε ρητώς συμφωνήσει στις προτάσεις της Επιτροπής και, αφετέρου, στην απουσία διάταξης κοινοτικού δικαίου που να επιτρέπει στην Επιτροπή να επανεξετάσει την εν λόγω μεταφορά.

96      Για τον λόγο αυτόν, πρέπει να εξεταστούν καταρχάς ο πρώτος και ο τρίτος λόγος ακύρωσης, που αφορούν τις δύο αυτές αιτιολογίες.

 Επί του λόγου ακύρωσης που αντλείται από νομική πλάνη στην αιτιολογία της επίδικης απόφασης, σύμφωνα με την οποία το αμετάκλητο της μεταφοράς προκύπτει από την ίδια τη συμφωνία του ενδιαφερομένου

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

97      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι ούτε οι ΓΕΔ του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ που ίσχυαν κατά τον χρόνο της μεταφοράς των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων και οι οποίες δημοσιεύθηκαν στο Informations administratives αριθ. 789 της 16ης Απριλίου 1993 ούτε οι νυν ισχύουσες, που δημοσιεύθηκαν στο Informations administratives αριθ. 60 της 9ης Ιουνίου 2004, προβλέπουν ότι η επιλογή καθίσταται οριστική και αμετάκλητη εφόσον ο ενδιαφερόμενος δηλώσει ότι συμφωνεί επί του συντάξιμου χρόνου που του προτείνεται από το όργανό του βάσει του προς μεταφορά ποσού που έχουν καθορίσει οι εθνικές αρχές.

98      Κατά συνέπεια, οι από 11 Ιουνίου και 26 Αυγούστου 2002 προτάσεις της Επιτροπής αντιβαίνουν στις ΓΕΔ του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο της μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του προσφεύγοντος, καθόσον προβλέπουν ότι «από την παραλαβή της εκ μέρους σας συμφωνίας από τη διοίκηση, δεν θα μπορείτε πλέον να αποσύρετε την αίτησή σας για τη μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων».

99      Συνεπώς, η επίδικη απόφαση δεν μπορούσε να αντιτάξει στον προσφεύγοντα τις εν λόγω προτάσεις.

100    Ακόμα και αν υποτεθεί ότι υπήρχε τότε κοινοτική ρύθμιση προβλέπουσα το αμετάκλητο της μεταφοράς όταν ο ενδιαφερόμενος δήλωνε ότι συμφωνεί με τις προτάσεις της Επιτροπής, μια τέτοια ρύθμιση θα αντέβαινε στο άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως αυτό είχε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού της 22ας Μαρτίου 2004, και στην αρχή της ίσης μεταχείρισης.

101    Κατά συνέπεια, η ΑΔΑ, αρνούμενη να ανακαλέσει τις αποφάσεις της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 με την αιτιολογία ότι είχαν καταστεί αμετάκλητες κατόπιν της αποδοχής τους από τον προσφεύγοντα, υπέπεσε σε νομική πλάνη εκδίδοντας την επίδικη απόφαση.

102    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι ο προσφεύγων δήλωσε ρητώς ότι συμφωνούσε με τις προτάσεις που του είχαν υποβληθεί και ότι αυτή ακριβώς η ρητή αποδοχή είναι εκείνη που τους προσέδωσε τον οριστικό χαρακτήρα τους. Το να υποστηρίζεται ότι οι αποφάσεις αυτές δεν έχουν οριστικό χαρακτήρα και ότι ένας υπάλληλος έχει το δικαίωμα, ανά πάσα στιγμή, να ανακαλέσει τη ρητή συμφωνία του θα ισοδυναμούσε με πλήρη αλλοίωση της έννοιας και του περιεχομένου της διαδικασίας που οργανώνει το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως αυτό είχε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού της 22ας Μαρτίου 2004, και με άρνηση κάθε νομικής αξίας στη συμφωνία που εξέφρασε ελεύθερα ο υπάλληλος.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

103    Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως στις σκέψεις 46 έως 48 και στη σκέψη 56, οι πράξεις της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 των οποίων ο προσφεύγων ζητεί την ανάκληση αναλύονται ως μονομερείς αποφάσεις, που τέθηκαν σε ισχύ μετά την επιβεβαίωσή τους από τον προσφεύγοντα στις 17 Ιουλίου και στις 29 Αυγούστου 2002.

104    Οι μονομερείς αποφάσεις καθίστανται καταρχήν απρόσβλητες μετά τη λήξη των προθεσμιών τις οποίες προβλέπουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ.

105    Παρέκκλιση από τις διατάξεις αυτές είναι δυνατή μόνο με ειδική κανονιστική διάταξη προβλέπουσα τις ιδιαίτερες προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι αποφάσεις που λαμβάνονται από το όργανο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, τόσο όπως αυτό είχε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού της 22ας Μαρτίου 2004 όσο και όπως διαμορφώθηκε με τον κανονισμό αυτόν, καθίστανται απρόσβλητες.

106    Όμως, απαντώντας στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου ΔΔ, η Επιτροπή δεν ανέφερε ποιο κείμενο της επιτρέπει να θεωρήσει ότι οι αποφάσεις της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 κατέστησαν οριστικές μετά τη ρητή αποδοχή τους από τον προσφεύγοντα.

107    Ασφαλώς, το άρθρο 1, παράγραφος 2, των ΓΕΔ του άρθρου 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως ίσχυαν το 2002, όριζε ότι «[η] επιλογή καθίστατ[ο] οριστική και αμετάκλητη εφόσον ο ενδιαφερόμενος [είχε] δηλώσει ότι συμφων[ούσε] […]».

108    Ωστόσο, αυτές οι ΓΕΔ δεν είχαν εφαρμογή στις περιπτώσεις, όπως η υπό κρίση, μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων προς το κοινοτικό σύστημα, αλλά στις αντίθετες περιπτώσεις μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο του κοινοτικού συστήματος προς άλλο συνταξιοδοτικό σύστημα. Από την άλλη πλευρά, σημαντικό είναι το ότι οι ΓΕΔ του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, που ίσχυαν κατά τον χρόνο της μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του προσφεύγοντος, δεν μνημονεύουν την ύπαρξη συμφωνίας του υπαλλήλου με τις προτάσεις του οργάνου ούτε, κατά μείζονα λόγο, προσδίδουν στη συμφωνία αυτή οριστικό χαρακτήρα.

109    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η εκ μέρους του προσφεύγοντος ρητή αποδοχή, στις 17 Ιουλίου και στις 29 Αυγούστου 2002, των μονομερών αποφάσεων της 11ης Ιουλίου και της 26ης Αυγούστου 2002 επέτρεψε μεν να τεθούν οι αποφάσεις αυτές σε ισχύ, δεν είχε όμως, αντιθέτως, ως αποτέλεσμα να καταστούν οι αποφάσεις αυτές απρόσβλητες.

110    Κατά συνέπεια, αρνούμενη να ανακαλέσει τις αποφάσεις της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 με την αιτιολογία ότι η ρητή αποδοχή τους εκ μέρους του προσφεύγοντος τις είχε καταστήσει απρόσβλητες, η ΑΔΑ υπέπεσε σε νομική πλάνη εκδίδοντας την επίδικη απόφαση.

 Επί του λόγου ακύρωσης που αντλείται από νομική πλάνη στην αιτιολογία της επίδικης απόφασης σύμφωνα με την οποία η μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων δεν μπορούσε να ακυρωθεί ελλείψει διάταξης που να το επιτρέπει στο κοινοτικό δίκαιο

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

111    Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, αντίθετα προς την άποψη που εξέφρασε ο προϊστάμενος της μονάδας «Συντάξεις» με την επίδικη απόφαση, η δυνατότητα απόσυρσης μιας αίτησης μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων με σύμφωνη γνώμη του οργάνου δεν προκύπτει, εν προκειμένω, μόνον από το άρθρο 9 του νόμου του 1991, αλλά και από το κοινοτικό δίκαιο.

112    Βάση της αίτησης της 31ης Οκτωβρίου 2004 δεν ήταν το άρθρο 9 του νόμου του 1991 ούτε το άρθρο 4 του νόμου του 2003, αλλά το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, το οποίο προβλέπει την ευχέρεια του υπαλλήλου να υποβάλει στην ΑΔΑ αίτηση καλώντας τη να λάβει απόφαση για τον ίδιο.

113    Πράγματι, το Πρωτοδικείο, με την απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 1998, T‑154/96, Chvatal κ.λπ. κατά Δικαστηρίου (Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑527 και II‑1579, σκέψη 52), έκρινε ότι η άσκηση του δικαιώματος που αναγνωρίζεται από το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ σε κάθε πρόσωπο υπαγόμενο στον ΚΥΚ να υποβάλει στην ΑΔΑ αίτηση καλώντας τη να λάβει απόφαση για την περίπτωσή του ούτε εξαρτάται από την προϋπόθεση της ύπαρξης νομικής βάσης που να επιτρέπει στη διοίκηση να λάβει τη ζητούμενη απόφαση ούτε εμποδίζεται από το ότι η διοίκηση δεν διαθέτει κανένα περιθώριο εκτίμησης για να λάβει την απόφαση αυτή.

114    Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή διαθέτει, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, τόσο όπως είχε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού της 22ας Μαρτίου 2004 όσο και όπως διαμορφώθηκε με τον κανονισμό αυτόν, αρμοδιότητα να επιτρέψει την απόσυρση αίτησης μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, υπό την επιφύλαξη του δικαιώματός της να εναντιωθεί στην απόσυρση αυτή για λόγους ασφάλειας δικαίου καθώς και για λόγους χρηστής διοικητικής και δημοσιονομικής διαχείρισης, οι οποίοι, ωστόσο, προδήλως δεν συντρέχουν εν προκειμένω.

115    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν μπορούσε να ανακαλέσει τις αποφάσεις της της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002, δεδομένου ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν προβλέπει την απόσυρση των αιτήσεων μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από τον προσφεύγοντα, οι όροι του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, τόσο όπως είχε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού της 22ας Μαρτίου 2004 όσο και όπως διαμορφώθηκε με τον κανονισμό αυτόν, δεν απονέμουν αρμοδιότητα στα όργανα να προβαίνουν στην ανάκληση μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.

116    Ούτε η παλαιά διατύπωση του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ ούτε η νέα διατύπωσή του επιτρέπουν σε υπάλληλο να υποβάλει πλείονες αιτήσεις μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχει αποκτήσει στο πλαίσιο εθνικού συστήματος αναλόγως της εξέλιξης της σχετικής νομοθεσίας του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Συγκεκριμένα, το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως είχε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού της 22ας Μαρτίου 2004, όριζε ότι η αίτηση μεταφοράς μπορεί να υποβληθεί μόνο κατά τον χρόνο της μονιμοποίησης. Το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ όπως διαμορφώθηκε με τον κανονισμό αυτόν επιβεβαιώνει τον οριστικό χαρακτήρα της απόφασης που λαμβάνεται σχετικά με αίτηση μεταφοράς, ορίζοντας ότι «[ο] υπάλληλος μπορεί να κάνει χρήση της ευχέρειας αυτής μία μόνον φορά».

117    Η νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου σχετικά με το απαράδεκτο των αιτήσεων μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο εθνικού συστήματος, όταν έχει παρέλθει ορισμένο χρονικό διάστημα από τη μονιμοποίηση του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, δικαιολογούν την άποψη αυτή. Αν ο υπάλληλος μπορούσε, καθ’ οιαδήποτε χρονική στιγμή της σταδιοδρομίας του, να αποσύρει την αίτηση μεταφοράς, η νομολογία αυτή δεν θα είχε καμία πρακτική αποτελεσματικότητα. Το Πρωτοδικείο, αναφέροντας, με την προμνησθείσα απόφασή του Drabbe κατά Επιτροπής (σκέψη 74), ότι αίτηση μεταφοράς μπορεί να υποβληθεί εγκύρως μόνον εντός βραχέως χρονικού διαστήματος μετά τη μονιμοποίηση, επιβεβαίωσε ότι, υπό το κράτος του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως αυτό είχε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού της 22ας Μαρτίου 2004, μια τέτοια αίτηση δεν μπορούσε να υποβληθεί παρά κατά τον χρόνο της μονιμοποίησης και ότι, κατά συνέπεια, η αίτηση μεταφοράς, εφόσον επιβεβαιωνόταν, καθίστατο οριστική.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

118    Πρέπει, καταρχάς, να εξεταστεί κατά πόσον οι διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, τόσον όπως είχε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού της 22ας Μαρτίου 2004 όσο και όπως διαμορφώθηκε με τον κανονισμό αυτό, μπορούν, όπως υποστηρίζει η καθής, να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αποκλείουν την ανάκληση μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.

119    Το Πρωτοδικείο, με την προμνησθείσα απόφαση Drabbe κατά Επιτροπής, έκρινε ότι οι διατάξεις αυτές, όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ο προσφεύγων επέτυχε τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων, επέτρεπαν στον υπάλληλο να μεταφέρει στις Κοινότητες τα προηγουμένως αποκτηθέντα συνταξιοδοτικά δικαιώματα μόνον κατά τον χρόνο της μονιμοποίησής του. Το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως διαμορφώθηκε με τον κανονισμό της 22ας Μαρτίου 2004, ορίζει ρητώς, σχετικά με την ευχέρεια μεταφοράς στις Κοινότητες των προηγουμένως αποκτηθέντων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, ότι «[ο] υπάλληλος μπορεί να κάνει χρήση της ευχέρειας αυτής μία μόνον φορά ανά κράτος μέλος και ανά ταμείο συντάξεων».

120    Πρώτον, οι διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως είχαν πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού της 22ας Μαρτίου 2004, υπό το φως της προμνησθείσας νομολογίας, περιόριζαν μεν χρονικώς τη δυνατότητα του υπαλλήλου να ζητήσει τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων μόνο κατά την μονιμοποίησή του, δεν προέβλεπαν όμως, αντιθέτως, κανένα περιορισμό ως προς τη δυνατότητα του υπαλλήλου να ζητήσει την ανάκληση της μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.

121    Δεύτερον, σε περίπτωση που ανακαλούνταν οι αποφάσεις της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002, θα υποβαλλόταν, ενδεχομένως, νέα αίτηση εντός της προθεσμίας που έχει πλέον γίνει δεκαετής και υπό τους όρους των διατάξεων του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως αυτό διαμορφώθηκε με τον κανονισμό της 22ας Μαρτίου 2004. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως είχε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού της 22ας Μαρτίου 2004, ιδίως εκείνες που προέβλεπαν ότι αίτηση μεταφοράς μπορούσε να υποβληθεί μόνον κατά τον χρόνο της μονιμοποίησης, δεν θα μπορούσαν να εμποδίσουν την υποβολή αίτησης μεταφοράς σε χρόνο μεταγενέστερο της κατάργησής τους.

122    Τρίτον, δεν μπορεί να αντληθεί επιχείρημα από το ότι οι διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως διαμορφώθηκε με τον κανονισμό της 22ας Μαρτίου 2004, δεν επιτρέπουν παρά μία μόνο φορά στον υπάλληλο να κάνει χρήση της ευχέρειας να ζητήσει τη μεταφορά των προηγουμένως αποκτηθέντων συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι εν λόγω διατάξεις απαγορεύουν την απόσυρση της αίτησης μεταφοράς. Πράγματι, αφενός, η δυνατότητα υποβολής δεύτερης αίτησης μεταφοράς δεν συγχέεται με τη δυνατότητα απόσυρσης της πρώτης. Αφετέρου, οι προμνησθείσες διατάξεις, που τέθηκαν σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004, δεν εφαρμόζονται σε αιτήσεις μεταφοράς που είχαν υποβληθεί πριν από την ημερομηνία αυτή και, κατά συνέπεια, δεν μπορούν, σε περίπτωση απόσυρσης της εν λόγω αίτησης μεταφοράς, να εμποδίσουν τον αιτούντα να υποβάλει νέα αίτηση υπό τους νυν ισχύοντες όρους.

123    Τέλος, από τους ίδιους τους όρους των αποφάσεων της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 προκύπτει ότι οι αποφάσεις αυτές στηρίζονται σε μηχανισμό συνυπολογισμού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα διαφορετικό από εκείνον που προβλέπεται ρητώς για τη μεταφορά των δικαιωμάτων αυτών από το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως είχε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού της 22ας Μαρτίου 2004. Συνεπώς, ακόμα και αν ο ΚΥΚ και, ιδίως, η διάταξη αυτή μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπουν την ανάκληση της μεταφοράς, οι ίδιες αυτές διατάξεις δεν μπορούσαν να διέπουν τους όρους ανάκλησης μιας απόφασης ληφθείσας βάσει ενός sui generis μηχανισμού που προκύπτει από τον νόμο του 1991 και εφαρμόστηκε στον προσφεύγοντα το 2002.

124    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ούτε οι διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, τόσο όπως είχαν πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού της 22ας Μαρτίου 2004 όσο και όπως διαμορφώθηκαν με τον κανονισμό αυτό, ούτε καμία άλλη διάταξη του ΚΥΚ μπορούν να ερμηνευθούν ως αποκλείουσες την ανάκληση των αποφάσεων της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002.

125    Ελλείψει ειδικής διάταξης που να διέπει, στο κοινοτικό δίκαιο, την ανάκληση των αποφάσεων της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002, οι προϋποθέσεις ανάκλησης των αποφάσεων αυτών είναι οι γενικές προϋποθέσεις τις οποίες έχει διατυπώσει η νομολογία του Δικαστηρίου για τις ατομικές αποφάσεις που γεννούν δικαιώματα. Οι αποφάσεις αυτές δεν μπορούν να ανακληθούν μονομερώς από το όργανο που τις εξέδωσε, εφόσον είναι νόμιμες (απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1957, 7/56, 3/57 έως 7/57, Algera κ.λπ. κατά Κοινής Συνέλευσης ΕΚΑΧ, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 157). Η ανάγκη διαφύλαξης της εμπιστοσύνης στη σταθερότητα της δημιουργηθείσας κατά τον τρόπο αυτόν κατάστασης απαγορεύει στη διοίκηση, στην περίπτωση αυτή, να αναθεωρήσει την απόφασή της.

126    Ωστόσο, μια τέτοια απαγόρευση, η οποία αποσκοπεί να προστατεύσει τα δικαιώματα του υπέρ ου η απόφαση, δεν μπορεί, ως εκ του ίδιου τους σκοπού της, να του αντιταχθεί. Με αίτηση του υπέρ ου η απόφαση, η διοικητική αρχή η οποία εξέδωσε την απόφαση που γεννά δικαιώματα μπορεί να τη μεταρρυθμίσει, για να την αντικαταστήσει με απόφαση ευνοϊκότερη για τον αιτούντα, υπό την προϋπόθεση ότι η ανάκληση δεν θίγει δικαιώματα τρίτων. Πράγματι, η ανάκληση μιας διοικητικής πράξης επιτρέπεται μεν καταρχήν, μόνον, όμως, εφόσον τηρούνται οι επιταγές της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

127    Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί μήπως η ανάκληση των αποφάσεων της Επιτροπής της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 είναι ικανή να θίξει τα δικαιώματα των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων.

128    Πρώτον, η ιδιαιτερότητα του μηχανισμού υποκατάστασης που είχε θεσπίσει ο νόμος του 1991 συνίσταται στο ότι δεν μεταβάλλονται ούτε τα δικαιώματα ούτε οι υποχρεώσεις των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων κατά τον χρόνο της μεταφοράς προς το κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα των δικαιωμάτων που έχει αποκτήσει ο υπάλληλος στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών. Πράγματι, η μεταφορά αυτή δεν συνοδεύεται από την καταβολή κανενός ποσού εκ μέρους των εν λόγω συστημάτων προς το κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα. Τα συστήματα αυτά παραμένουν οφειλέτες των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του υπαλλήλου, η δε υποχρέωσή τους συνίσταται, όπως και προηγουμένως, στην εκκαθάριση της αντίστοιχης σύνταξης με μηνιαίες καταβολές από την ημερομηνία συνταξιοδότησης του υπαλλήλου από το κοινοτικό σύστημα. Η μόνη μεταβολή αφορά τις σχέσεις του υπαλλήλου και του οργάνου, το οποίο χορηγεί στον υπάλληλο, στο πλαίσιο του κοινοτικού συστήματος, το ασφαλιστικό στατιστικό ισοδύναμο των βελγικών συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και, σε αντάλλαγμα, υποκαθίσταται στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία ο υπάλληλος έχει αποκτήσει στο πλαίσιο των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων.

129    Εφόσον τα δικαιώματα των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων δεν θίγονται από τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων σύμφωνα με τον μηχανισμό υποκατάστασης, δεν μπορούν να θιγούν ούτε από την ανάκληση των αποφάσεων που λαμβάνονται προς εξασφάλιση αυτής της μεταφοράς.

130    Δεύτερον, κατά την ημερομηνία της επίδικης απόφασης, το άρθρο 9 του νόμου του 1991 επέτρεπε ακόμα στον κοινοτικό υπάλληλο, χωρίς άλλη προϋπόθεση πέραν της σύμφωνης γνώμης του οργάνου, να αποσύρει την αίτηση μεταφοράς επί όσο χρονικό διάστημα δεν είχε ακόμα ενεργοποιηθεί η υποκατάσταση. Εφόσον ο νόμος του 1991 αναγνώριζε στον υπάλληλο το δικαίωμα να αποσύρει αυτή την αίτηση μεταφοράς πριν από την ενεργοποίηση της υποκατάστασης, η Επιτροπή δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι η ανάκληση των αποφάσεων που έχουν ληφθεί κατ’ εφαρμογήν του νόμου αυτού, προτού ενεργοποιηθεί η υποκατάσταση, θίγει τα δικαιώματα των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων. Εξάλλου, όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη σκέψη, το ότι η μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων προς το κοινοτικό σύστημα σύμφωνα με τον μηχανισμό της υποκατάστασης δεν συνεπαγόταν άμεσα την καταβολή κάποιας σύνταξης ή του αντίστοιχου κεφαλαίου αναμφίβολα ήταν ο λόγος για τον οποίο το άρθρο 9 του νόμου του 1991 αναγνώριζε ευρέως στον υπάλληλο δικαίωμα απόσυρσης της αίτησής του.

131    Ασφαλώς, το Βασίλειο του Βελγίου υποστήριξε, τόσο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση όσο και με τις γραπτές απαντήσεις του στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου ΔΔ, ότι ο Βέλγος νομοθέτης θέσπισε τη δυνατότητα απόσυρσης την οποία προέβλεπε το άρθρο 9 του νόμου του 1991 αποκλειστικά προκειμένου να μπορεί ο υπάλληλος που αποχωρεί από την υπηρεσία των Κοινοτήτων προτού θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης λόγω αρχαιότητας στο πλαίσιο του κοινοτικού συστήματος να διατηρήσει τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που έχει αποκτήσει στο πλαίσιο του βελγικού συστήματος. Κατά το Βασίλειο του Βελγίου, η τροποποίηση, με το άρθρο 194 του νόμου του 2006, του εν λόγω άρθρου 9, αναδρομικώς από 1ης Μαΐου 2004, επιβεβαιώνει ότι αυτή ήταν η πρόθεση του νομοθέτη το 1991. Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, η ερμηνεία αυτή δεν βρίσκει έρεισμα στο γράμμα του άρθρου 9, όπως αυτό ήταν αρχικά διατυπωμένο στον νόμο του 1991. Επιπλέον, το προβαλλόμενο από το Βασίλειο του Βελγίου γεγονός ότι η Επιτροπή πρότεινε στις βελγικές αρχές, κατά την προετοιμασία του νόμου του 1991, να περιορίσουν τη δυνατότητα απόσυρσης της αίτησης μεταφοράς μόνο στην περίπτωση παραίτησης, επιβάλλει μάλιστα να θεωρηθεί ότι ο Βέλγος νομοθέτης εσκεμμένως δεν ακολούθησε την πρόταση αυτή στο ίδιο το κείμενο του άρθρου 9 του νόμου του 1991, επιτρέποντας στους υπαλλήλους να αποσύρουν την αίτηση μεταφοράς, υπό τη μόνη προϋπόθεση της σύμφωνης γνώμης του οργάνου τους. Εξάλλου, ο Βέλγος νομοθέτης, περιορίζοντας την αναδρομική ισχύ του άρθρου 194 του νόμου του 2006 στην 1η Μαΐου 2004, δέχθηκε σιωπηρώς ότι το άρθρο αυτό δεν ήταν ερμηνευτικό, αλλά τροποποιητικό και ότι, κατά συνέπεια, η προηγούμενη διατύπωση του άρθρου 9 του νόμου του 1991 δεν περιόριζε την απόσυρση μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο υπάλληλος δεν μπορούσε να λάβει κοινοτική σύνταξη αρχαιότητας.

132    Τρίτον, έστω και αν υποτεθεί ότι η νέα διατύπωση του άρθρου 9 του νόμου του 1991 πρέπει να ληφθεί υπόψη προς εκτίμηση του κατά πόσον, κατά την ημερομηνία της επίδικης απόφασης, τα δικαιώματα των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων μπορούσαν να θιγούν από την ανάκληση των αποφάσεων της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, υπό την επιφύλαξη της αμφισβήτησης, ενδεχομένως, των διατάξεων του άρθρου 194 του νόμου του 2006 ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων, το άρθρο 9 του νόμου του 1991, υπό τη νέα διατύπωσή του, θα εμπόδιζε, όπως παρατηρεί η Βελγική Κυβέρνηση, τον προσφεύγοντα να επιτύχει την ανάκληση των αποφάσεων με τις οποίες τα βελγικά συστήματα καθόρισαν το ποσό των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων ενόψει της μεταφοράς τους.

133    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η ανάκληση των αποφάσεων της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 δεν είναι, αυτή καθαυτήν, ικανή να θίξει τα δικαιώματα των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων και ότι, κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει, να απορρίψει την αίτηση ανάκλησης των εν λόγω αποφάσεων που της υπέβαλε ο υπέρ ου είχαν εκδοθεί οι αποφάσεις αυτές.

134    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι γενικοί κανόνες που ισχύουν για την ανάκληση των διοικητικών πράξεων δεν εμπόδιζαν την Επιτροπή να ακυρώσει τις αποφάσεις αυτές.

135    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, θεωρώντας ότι, ελλείψει ρητών διατάξεων του κοινοτικού δικαίου που να την εξουσιοδοτούν προς τούτο, δεν μπορούσε να ανακαλέσει τις αποφάσεις της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002 κατόπιν της αίτησης του υπέρ ου είχαν εκδοθεί, εκτίμησε εσφαλμένως την έκταση της αρμοδιότητας που της παρέχει το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, τόσο όπως αυτό είχε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού της 22ας Μαρτίου 2004 όσο και όπως διαμορφώθηκε με τον κανονισμό αυτόν, και υπέπεσε, συνεπώς, σε νομική πλάνη εκδίδοντας την επίδικη απόφαση.

136    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι η άρνηση ανάκλησης των αποφάσεων της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002, την οποία η Επιτροπή αντέταξε στον προσφεύγοντα με την επίδικη απόφαση, πρέπει, χωρίς να είναι ανάγκη να αποφανθεί το Δικαστήριο ΔΔ επί των λοιπών λόγων της προσφυγής, να ακυρωθεί στο μέτρο που η εν λόγω άρνηση στηρίζεται σε δύο αιτιολογίες ενέχουσες νομική πλάνη.

 Επί των αιτημάτων της προσφυγής με τα οποία ζητείται η ακύρωση της άρνησης της Επιτροπής να επιτρέψει στον προσφεύγοντα να υποβάλει νέα αίτηση μεταφοράς

137    Κατά της προμνησθείσας απόφασης, ο προσφεύγων δεν διατυπώνει κανένα ειδικό λόγο, οπότε πρέπει να θεωρηθεί ότι ζήτησε την ακύρωση της απόφασης αυτής μόνον ως συνέπεια της ακύρωσης της άρνησης της Επιτροπής να ανακαλέσει τις αποφάσεις της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002.

138    Η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα του προσφεύγοντος να του επιτραπεί να υποβάλει νέα αίτηση μεταφοράς των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων για τους ίδιους λόγους για τους οποίους απέρριψε και την αίτησή του για την ανάκληση των αποφάσεων της 11ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2002. Από την παρούσα απόφαση προκύπτει ότι οι λόγοι αυτοί ενέχουν νομική πλάνη. Επομένως, η άρνηση της Επιτροπής να επιτρέψει στον προσφεύγοντα να υποβάλει νέα αίτηση μεταφοράς πρέπει επίσης να ακυρωθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

139    Όπως έκρινε το Δικαστήριο ΔΔ με την απόφαση της 26ης Απριλίου 2006, F‑16/05, Falcione κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 77 έως 86), επί όσο χρονικό διάστημα ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου ΔΔ και ιδίως οι ειδικές διατάξεις περί δικαστικών εξόδων δεν έχουν τεθεί σε ισχύ, εφαρμόζεται απλώς ο Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

140    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εφόσον η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί να φέρει, πέραν των δικών της εξόδων, και τα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος.

141    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Κατά συνέπεια, το Βασίλειο του Βελγίου, παρεμβαίνον, θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 25ης Ιανουαρίου 2005.

2)      Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να φέρει, πέραν των δικών της εξόδων, και τα δικαστικά έξοδα του E. Genette.

3)      Το Βασίλειο του Βελγίου φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Kreppel

Ταγαράς

Gervasoni

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Ιανουαρίου 2007.

Η Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      H. Kreppel


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.