Language of document : ECLI:EU:F:2013:83

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 19ης Ιουνίου 2013

Υπόθεση F‑89/11

Charles Dieter Goetz

κατά

Επιτροπής των Περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Εξωσυμβατική ευθύνη — Αγωγή αποζημιώσεως — Παραδεκτό — Έναρξη προθεσμίας για την κίνηση διαδικασίας — Έρευνα της OLAF — Διοικητική έρευνα — Πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου — Υποχρέωση της Διοικήσεως να ενεργεί επιμελώς — Διάρκεια πειθαρχικής διαδικασίας — Ευθύνη λόγω της κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας η οποία περατώθηκε χωρίς την επιβολή κυρώσεων»

Αντικείμενο:      Αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο C.-D. Goetz ζητεί, κατ’ ουσίαν, να υποχρεωθεί η Επιτροπή των Περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ικανοποιήσει, πρώτον, την ηθική βλάβη που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της υπερβολικής παρατάσεως της καταστάσεως αβεβαιότητας στην οποία περιήλθε αφότου διατυπώθηκαν κατηγορίες εναντίον του, δεύτερον, την ηθική βλάβη που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω των σφαλμάτων και των παραλείψεων της Επιτροπής των Περιφερειών κατά την εξέλιξη της διοικητικής και πειθαρχικής διαδικασίας που τον αφορούν και, τρίτον, να αποκαταστήσει την υλική ζημία που αυτός ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της αναγκαστικής και πρόωρης συνταξιοδοτήσεώς του.

Απόφαση:      Η αγωγή απορρίπτεται. Ο C.-D. Goetz φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές — Προθεσμίες — Αίτημα αποζημιώσεως απευθυνόμενο σε θεσμικό όργανο — Τήρηση ευλόγου προθεσμίας — Διάρκεια και έναρξη της προθεσμίας

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 46· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90)

2.      Υπάλληλοι — Εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικών οργάνων — Προϋποθέσεις — Αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας σε μόνιμο υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού — Καθήκον μέριμνας που υπέχει η Διοίκηση — Περιεχόμενο

(Άρθρα 268 ΣΛΕΕ, 270 ΣΛΕΕ και 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 24, 90 και 91)

3.      Υπαλληλικές προσφυγές — Αγωγή αποζημιώσεως — Αίτημα ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που προκλήθηκε από την υπερβολική διάρκεια πειθαρχικής διαδικασίας — Παραδεκτό — Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

4.      Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Πειθαρχική διαδικασία — Προθεσμίες — Υποχρέωση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και της Διοικήσεως να ενεργούν με επιμέλεια — Εκτίμηση — Μη τήρηση — Ειδικές περιστάσεις — Βάρος αποδείξεως

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 1· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IΧ)

5.      Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Πειθαρχική διαδικασία — Προθεσμίες — Υποχρέωση της Διοικήσεως να ενεργεί εντός ευλόγου προθεσμίας — Έρευνα που προηγείται της κινήσεως της πειθαρχικής διαδικασίας — Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως — Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IΧ)

6.      Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου — Προθεσμίες προβλεπόμενες στο παράρτημα IX του ΚΥΚ — Μη αποσβεστικές προθεσμίες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IΧ)

7.      Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Πειθαρχική διαδικασία — Πειθαρχικές και ποινικές διώξεις που κινούνται συγχρόνως για τα ίδια πραγματικά περιστατικά — Αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας — Δικαιολογία — Αίτημα του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου περί αναμονής δικαστικής αποφάσεως ως προς αυτόν — Επιτρέπεται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα ΙΧ, άρθρο 25)

8.      Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Πειθαρχική διαδικασία — Αρμοδιότητες της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) — Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα ΙΧ, άρθρο 3· απόφαση 1999/352 της Επιτροπής)

9.      Υπαλληλικές προσφυγές — Βλαπτική πράξη — Έννοια — Έκθεση εσωτερικού ελέγχου — Δεν εμπίπτει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90)

10.    Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Πειθαρχική διαδικασία — Κίνηση έρευνας από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και ακολούθως πειθαρχικής διαδικασίας από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή — Εξουσία εκτιμήσεως — Περιεχόμενο — Ανάγκη υπάρξεως σοβαρών ενδείξεων — Τήρηση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IΧ)

1.      Οσάκις διατυπώνεται αίτημα αμιγώς αποζημιωτικό, υπό την έννοια ότι ζητείται η αποκατάσταση ζημίας φερόμενης ως οφειλόμενης σε πταίσμα ή παράλειψη που, ελλείψει οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, δεν δύναται να θεωρηθεί βλαπτική πράξη, το αίτημα είναι παραδεκτό μόνον εφόσον ο ενάγων το προέβαλε προηγουμένως στο πλαίσιο αιτήσεως αποζημιώσεως που υπέβαλε στη Διοίκηση εντός ευλόγου προθεσμίας, αφετηρία της οποίας πρέπει να θεωρηθεί η πραγματική επέλευση της προβαλλόμενης ζημίας, και ακολούθως στο πλαίσιο διοικητικής ενστάσεως κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεως αποζημιώσεως εντός των προβλεπομένων στο άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ προθεσμιών.

Συναφώς, έστω και αν ο εύλογος χαρακτήρας της προθεσμίας πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των ιδιαίτερων περιστάσεων κάθε υποθέσεως και, ιδίως, του διακυβεύματος της διαφοράς για τον ενδιαφερόμενο, της περιπλοκότητας της υποθέσεως και της συμπεριφοράς των διαδίκων, μπορεί να λαμβάνεται ως σημείο συγκρίσεως η πενταετής προθεσμία παραγραφής την οποία προβλέπει, για υποθέσεις εξωσυμβατικής ευθύνης, το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, έστω και αν η προθεσμία αυτή δεν έχει εφαρμογή στις διαφορές μεταξύ της Ενώσεως και του προσωπικού της.

(βλ. σκέψεις 95 και 96)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 19 Απριλίου 2007, C‑282/05 P, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, σκέψη 33· 17 Ιουλίου 2008, C‑51/05 P, Επιτροπή κατά Cantina sociale di Dolianova κ.λπ., σκέψη 63

ΓΔΕΕ: 5 Οκτωβρίου 2004, T‑144/02, Eagle κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 71

ΔΔΔΕΕ: 2 Μαΐου 2007, F‑23/05, Giraudy κατά Επιτροπής, σκέψη 69

2.      Οι αγωγές για την αποκατάσταση ζημίας που προκλήθηκε από θεσμικό όργανο σε μόνιμο υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού που ασκούνται βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ διέπονται από ιδιαίτερους και ειδικούς κανόνες σε σχέση με τους κανόνες που απορρέουν από τις γενικές αρχές που διέπουν την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης στο πλαίσιο του άρθρου 268 ΣΛΕΕ και του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, από τον ΚΥΚ προκύπτει ότι, αντιθέτως προς τους άλλους ιδιώτες, ο υπάλληλος της Ένωσης συνδέεται με το θεσμικό όργανο στο οποίο εργάζεται με σχέση εργασίας που περιλαμβάνει ισορροπία συγκεκριμένων αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, την οποία αντανακλά το καθήκον αρωγής του θεσμικού οργάνου έναντι του ενδιαφερόμενου. Κατά συνέπεια, όταν ενεργεί ως εργοδότρια, η Ένωση υπέχει αυξημένη ευθύνη, που εκδηλώνεται με την υποχρέωση αποκαταστάσεως των ζημιών που προκαλεί στο προσωπικό της κάθε παρανομία της ως εργοδότριας, χωρίς να απαιτείται, για να αποδειχθεί η εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικού οργάνου στο πλαίσιο των ενδίκων διαφορών μεταξύ υπαλλήλων και θεσμικών οργάνων, να αποδειχθεί η ύπαρξη κατάφωρης παραβιάσεως ή πρόδηλης και σοβαρής υπερβάσεως εκ μέρους του θεσμικού οργάνου των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει.

(βλ. σκέψη 98)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 16 Δεκεμβρίου 2010, T‑143/09 P, Επιτροπή κατά Petrilli, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 12 Ιουλίου 2012, T‑308/10 P, Επιτροπή κατά Νανόπουλου, σκέψεις 103 και 104

3.      Το γεγονός ότι η ηθική βλάβη που ισχυρίζεται ότι υπέστη υπάλληλος λόγω της υπερβολικής διάρκειας πειθαρχικής διαδικασίας δεν είχε πλήρως συντελεστεί κατά την ημερομηνία υποβολής εκ μέρους του της αιτήσεως αποζημιώσεως δεν συναρτάται με όρο του παραδεκτού του αποζημιωτικού αιτήματος σχετικά με την υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας. Διαφορετικά, η Διοίκηση θα μπορούσε, πράγματι, να καθυστερεί επ’ αόριστον την περάτωση της διαδικασίας προκειμένου να εμποδίσει τη θεμελίωση ευθύνης της για υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας.

(βλ. σκέψη 122)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 11 avril 2006, T‑394/03, Angeletti κατά Επιτροπής,

4.      Η Διοίκηση υποχρεούται να ενεργεί με επιμέλεια όταν χειρίζεται την κατάσταση κάποιου προσώπου. Η υποχρέωση αυτή αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης της οποίας τον σεβασμό εξασφαλίζει ο δικαστής της Ένωσης και η οποία επαναλαμβάνεται ως συστατικό του δικαιώματος για χρηστή διοίκηση στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η μη τήρηση του οποίου μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη της Ένωσης. Όταν προκύπτει ότι η Διοίκηση δεν επέδειξε επιμέλεια, σε αυτή εναπόκειται να αποδείξει την ύπαρξη ιδιαιτέρων περιστάσεων ικανών να δικαιολογήσουν τη συμπεριφορά της.

Όσον αφορά την πειθαρχική διαδικασία, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ή, κατά περίπτωση, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) υποχρεούνται να ενεργούν με επιμέλεια, από τη στιγμή που λαμβάνουν γνώση των πραγματικών περιστατικών και των συμπεριφορών που συνιστούν δυνητικές παραβάσεις των υπηρεσιακών υποχρεώσεων ενός υπαλλήλου, προκειμένου να εκτιμήσουν κατά πόσον πρέπει να κινηθεί έρευνα καθώς και, ενδεχομένως, κατά τη διεξαγωγή της εν λόγω έρευνας και, όσον αφορά την ΑΔΑ, κατά τη διεξαγωγή της πειθαρχικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την πειθαρχική διαδικασία, η εν λόγω αρχή πρέπει να μεριμνά ώστε κάθε διενεργούμενη πράξη να συντελείται εντός εύλογης προθεσμίας σε σχέση με την προηγούμενη πράξη.

Για να εκτιμηθεί κατά πόσον η έλλειψη επιμέλειας της Διοικήσεως κατέστησε δυσχερή, για τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο, την άσκηση των δικαιωμάτων του άμυνας, δικαιολογώντας με τον τρόπο αυτό, όπως συμβαίνει στην περίπτωση κανόνα περί παραγραφής, την ακύρωση της κυρώσεως που επιβλήθηκε κατόπιν της εν λόγω διαδικασίας, πρέπει να ληφθεί υπόψη το χρονικό διάστημα που παρήλθε μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία έλαβαν χώρα τα επίδικα περιστατικά και της ημερομηνίας κατά την οποία η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ή η OLAF έλαβαν γνώση αυτών. Αντιθέτως, το εν λόγω χρονικό διάστημα στερείται σημασίας για την εκτίμηση του ζητήματος κατά πόσον η εν λόγω αρχή και η OLAF προκάλεσαν αποκαταστατέα ζημία σε κάποιο πρόσωπο, διατηρώντας το για υπερβολική διάρκεια σε κατάσταση αγωνίας λόγω της υποψίας ότι παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τον ΚΥΚ, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, για όσο διάστημα η εν λόγω αρχή ή η OLAF δεν έχουν λάβει γνώση γεγονότος ικανού να αποδείξει παράβαση εκ μέρους του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, δεν είναι δυνατόν να διατυπωθεί σε βάρος καμίας από τις δύο η αιτίαση ότι διατήρησαν τον εν λόγω υπάλληλο για υπερβολικά μεγάλο διάστημα σε κατάσταση αβεβαιότητας λόγω ελλείψεως επιμέλειας.

(βλ. σκέψεις 123 και 125 έως 127)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 21 Σεπτεμβρίου 2006, C‑105/04 P, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, σκέψη 35

ΓΔΕΕ: Angeletti κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 162

ΔΔΔΕΕ: 13 Ιανουαρίου 2010, F‑124/05 και F‑96/06, A και G κατά Επιτροπής, σκέψη 395· 8 Μαρτίου 2012, F‑12/10, Kerstens κατά Επιτροπής, σκέψεις 124 έως 126

5.      Η επιλογή της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής να προβεί, επιπλέον της έρευνας της OLAF, σε εσωτερική διοικητική έρευνα οδηγεί αναγκαίως σε παράταση της διάρκειας της περιόδου πειθαρχικής εκκρεμότητας, δεν μπορεί όμως να θεωρηθεί ότι, κατ' αρχήν, η διεξαγωγή της εν λόγω εσωτερικής διοικητικής έρευνας καθιστά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου υπερβολική. Πράγματι, όταν τα επίδικα πραγματικά περιστατικά είναι περίπλοκα ή όταν η Διοίκηση δεν διαθέτει επαρκή τεχνογνωσία για να εκτιμήσει κατά πόσον ορισμένες πρακτικές, ιδίως στον οικονομικό τομέα, συνιστούν παρατυπίες, είναι δυνατόν να παραστεί ανάγκη η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να προσφύγει στις υπηρεσίες τρίτων προκειμένου να τη διαφωτίσουν σχετικά με το περιεχόμενο των πράξεων που διαπίστωσε η OLAF στην έκθεσή της για την έρευνα.

(βλ. σκέψεις 135 και 136)

6.      Στο παράρτημα IX του ΚΥΚ δεν αναφέρεται προθεσμία εντός της οποίας η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή πρέπει, μετά την έκδοση αποφάσεως κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου, να διαβιβάσει την αναφορά της στο πειθαρχικό συμβούλιο. Σε κάθε περίπτωση, οι προθεσμίες που προβλέπονται στο παράρτημα ΙΧ του ΚΥΚ δεν είναι αποκλειστικές και είναι δυνατόν να απαιτούνται μεγαλύτερες προθεσμίες από τις προβλεπόμενες στο εν λόγω παράρτημα προκειμένου να εκτιμηθούν τα πραγματικά περιστατικά με επαρκή πληρότητα και κατά τρόπον ώστε να παρέχονται στον ενδιαφερόμενο όλες οι προβλεπόμενες από τον ΚΥΚ εγγυήσεις.

(βλ. σκέψη 141)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 18 Δεκεμβρίου 1997, T‑12/94, Daffix κατά Επιτροπής, σκέψεις 130 και 131· 10 Ιουνίου 2004, T‑307/01, François κατά Επιτροπής, σκέψη 47

7.      Λόγος που συνδέεται με τη διάθεση ευνοϊκής αντιμετωπίσεως του αιτήματος υπαλλήλου, κατά του οποίου έχουν ασκηθεί πειθαρχική διαδικασία και εθνικές ποινικές διώξεις, περί αναμονής αποφάσεως των εθνικών αρχών για την υπόθεσή του φαίνεται ότι μπορεί εγκύρως να δικαιολογήσει την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας και, με τον τρόπο αυτό, την παράταση της διάρκειας της περιόδου πειθαρχικής εκκρεμότητας.

Αληθεύει, συναφώς, ότι το άρθρο 25 του παραρτήματος ΙΧ του ΚΥΚ δεν επιβάλλει την αναστολή των εργασιών του πειθαρχικού συμβουλίου. Αφενός, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, η παράλληλη ποινική δίωξη δεν εμποδίζει τη συνέχιση της πειθαρχικής διαδικασίας, αλλά μόνον την έκδοση της αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής. Αφετέρου, η Διοίκηση υποχρεούται να αναστείλει την πειθαρχική διαδικασία μόνον εφόσον ο υπάλληλος αποδείξει ότι έχει ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη, έννοια που, δεδομένου ότι απαιτεί την κίνηση κρατικού μηχανισμού επιβολής ποινών, δεν μπορεί να περιλαμβάνει τη διεξαγωγή έρευνας προκαταρκτικής εξετάσεως ή προανακριτικών πράξεων, αλλά προϋποθέτει την κίνηση ποινικής διώξεως.

Εντούτοις, το γεγονός ότι η σύνθεση του πειθαρχικού συμβουλίου δεν είναι υποχρεωμένη να αναστείλει την πειθαρχική διαδικασία δεν σημαίνει ότι η αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας που αποφασίζει δεν είναι δικαιολογημένη. Πράγματι, για να καθορισθεί κατά πόσον είναι πρόσφορη μια τέτοια αναστολή πρέπει να ληφθούν υπόψη τα μόνα στοιχεία που είχαν στη διάθεσή τους κατά τη λήψη της αποφάσεώς τους η αρχή ή το πειθαρχικό όργανο που την διέταξαν.

Αντιθέτως, λόγοι που συνδέονται με την περιπλοκότητα του φακέλου, τον αριθμό των μαρτύρων που πρέπει να εξεταστούν και τα λοιπά μέτρα διεξαγωγής αποδείξεων που προτίθεται να λάβει το πειθαρχικό συμβούλιο φαίνεται ότι δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας και, κατά συνέπεια, την παράταση της περιόδου πειθαρχικής εκκρεμότητας, αλλά πρέπει μόνον να οδηγήσουν το πειθαρχικό συμβούλιο να χρησιμοποιήσει περισσότερα μέσα για τον χειρισμό της υποθέσεως του προσφεύγοντος. Ομοίως, το πρόγραμμα της θερινής περιόδου δεν μπορεί να δικαιολογήσει την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 147 και 150 έως 153)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 17 Ιουλίου 2012, F‑54/11, BG κατά Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, σκέψη 70

8.      To άρθρο 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ προβλέπει ότι, μετά το πέρας της έρευνας της OLAF, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και όχι η OLAF είναι αρμόδια να αποφασίσει σχετικά με την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας και, κατά συνέπεια, σχετικά με τη σκοπιμότητα επιβολής κυρώσεως, από τις διατάξεις όμως αυτές δεν μπορεί να συναχθεί ότι η εν λόγω αρχή μπορεί να θέσει τέρμα στην έρευνα της OLAF χωρίς να τεθεί εν αμφιβόλω η αρχή της ανεξαρτησίας των ερευνών της OLAF, όπως αυτή εξαγγέλλεται στο άρθρο 3 της αποφάσεως 1999/352 για την ίδρυση της OLAF.

(βλ. σκέψη 159)

9.      Δεν συνιστά βλαπτική πράξη, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, έκθεση εσωτερικού ελέγχου θεσμικού οργάνου με σκοπό την ανάλυση της λειτουργίας μιας υπηρεσίας και όχι των ενεργειών ενός προσώπου, η οποία δεν συνδέεται, συνεπώς, με την έλλειψη νομιμότητας πράξεως βλαπτικής για τον υπάλληλο, κατά της οποίας ο τελευταίος οφείλει, επί ποινή απαραδέκτου, να ασκήσει διοικητική ένσταση εντός της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψη 170)

10.    Η OLAF και η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διαθέτουν αντιστοίχως ευρεία εξουσία εκτιμήσεως για να αποφανθούν κατά πόσον, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που διαθέτουν, πρέπει να αρχίσουν έρευνα και ακολούθως, ενδεχομένως, να κινήσουν μια από τις πειθαρχικές διαδικασίες που προβλέπουν τα τμήματα 4 και 5 του παραρτήματος ΙΧ του ΚΥΚ.

Εντούτοις, η εν λόγω ευρεία εξουσία εκτιμήσεως δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κίνηση διαδικασίας από την OLAF ή την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, ανάλογα με την περίπτωση, χωρίς αυτές να διαθέτουν ούτε καν αρχή αποδείξεως σε βάρος των ενδιαφερομένων. Κατά συνέπεια, προκειμένου να προστατευθούν τα δικαιώματα του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, τόσο η OLAF όσο και η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή πρέπει να βεβαιωθούν ότι διαθέτουν, πριν αρχίσουν έρευνα, ενδείξεις που προμηνύουν ότι ο ενδιαφερόμενος παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τον ΚΥΚ και, πριν κινήσουν την πειθαρχική διαδικασία, στοιχεία επαρκώς συγκεκριμένα και ικανά να αποδείξουν τις υπόνοιές τους. Εξάλλου, η OLAF και η εν λόγω αρχή οφείλουν να τηρούν την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας που απαιτεί από αυτές να είναι συγκρατημένες στις εκφράσεις τους κατά τη διάρκεια όλης της πειθαρχικής διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 184 και 185)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: Επιτροπή κατά Νανόπουλου, προπαρατεθείσα, σκέψεις 150 και 152

ΔΔΔΕΕ: Giraudy κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 99