Language of document : ECLI:EU:F:2011:34

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 4ης Απριλίου 2011

Υπόθεση F‑45/10

AO

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Πειθαρχική ποινή – Ανάκληση – Άρθρο 35, παράγραφοι 1, στοιχείο δ΄, και 2, στοιχείο α΄, του Κανονισμού Διαδικασίας – Προσφυγή εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή, ασκηθείσα βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, που εφαρμόζεται στη Συνθήκη ΕΚΑΧ δυνάμει του άρθρου 106α αυτής, με την οποία ο AO ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 2009, με την οποία του επιβλήθηκε, με ισχύ από τις 15 Αυγούστου 2009, η ποινή της άνευ μειώσεως ανακλήσεως των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και ως εν μέρει προδήλως αβάσιμη. Ο προσφεύγων‑ενάγων καταδικάζεται στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Διαδικασία – Προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης – Δυνατότητα να απορριφθεί επί της ουσίας η προσφυγή χωρίς να ληφθεί προηγουμένως απόφαση επί της προβληθείσας από τον καθού ενστάσεως απαραδέκτου

2.      Υπάλληλοι – Ηθική παρενόχληση – Έννοια – Συμπεριφορά σκοπούσα στην απαξίωση του ενδιαφερομένου ή στην υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας του

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρο 12α § 3)

1.       Στον δικαστή της Ένωσης εναπόκειται να εκτιμήσει αν, υπό τις περιστάσεις της εκάστοτε υποθέσεως, είναι δικαιολογημένη, από απόψεως ορθής απονομής της δικαιοσύνης, η επί της ουσίας απόρριψη της προσφυγής χωρίς προηγούμενη απόφαση επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε ο καθού.

(βλ. σκέψη 34)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 8 Απριλίου 2008, F‑134/06, Bordini κατά Επιτροπής, σκέψη 56· 28 Οκτωβρίου 2010, F‑113/05, Kay κατά Επιτροπής, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ ορίζει την ηθική παρενόχληση ως «καταχρηστική διαγωγή» η οποία, προκειμένου να αποδειχθεί, απαιτεί τη συνδρομή δύο σωρευτικών προϋποθέσεων. Η πρώτη αφορά την ύπαρξη μορφών συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, που γίνονται «επί ορισμένο χρονικό διάστημα, κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό», κάτι που προϋποθέτει ότι η ηθική παρενόχληση πρέπει να νοείται ως διαδικασία η οποία έχει κατ’ ανάγκη χρονική διάρκεια και περιλαμβάνει επαναλαμβανόμενες ή συνεχείς πράξεις, οι οποίες «γίνονται με πρόθεση». Η δεύτερη προϋπόθεση, η οποία χωρίζεται από την πρώτη με τον σύνδεσμο «και», απαιτεί οι εν λόγω μορφές συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, να έχουν ως αποτέλεσμα να θίξουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός προσώπου. Από το γεγονός ότι η λέξη «πρόθεση» αφορά την πρώτη προϋπόθεση, και όχι τη δεύτερη, μπορούν να συναχθούν δύο συμπεράσματα. Αφενός, οι κατά το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ μορφές συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, πρέπει να είναι ηθελημένες, γεγονός που αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής τις ενέργειες που γίνονται συμπτωματικά. Αφετέρου, δεν απαιτείται αντιθέτως οι εν λόγω μορφές συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, να έχουν γίνει με την πρόθεση να θιγεί η προσωπικότητα, η αξιοπρέπεια ή η φυσική ή ψυχική ακεραιότητα ενός προσώπου. Τουτέστιν, μπορεί να υπάρξει ηθική παρενόχληση υπό την έννοια του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ χωρίς το πρόσωπο που παρενοχλεί να ήθελε, με τις ενέργειές του, να υποτιμήσει τον παθόντα ή να υποβαθμίσει επίτηδες τις συνθήκες εργασίας του. Αρκεί μόνον οι ενέργειές του, εφόσον ήσαν ηθελημένες, να είχαν αντικειμενικά τέτοιες συνέπειες.

(βλ. σκέψη 37)

Παραπομπή :

ΔΔΔΕΕ: 9 Δεκεμβρίου 2008, F‑52/05, Q κατά Επιτροπής, σκέψη 135, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόθεση T‑80/09 P