Language of document : ECLI:EU:F:2013:85

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(τρίτο τμήμα)

της 19ης Ιουνίου 2013

Υπόθεση F‑40/12

CF

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασφάλειας της Αεροπορίας (EASA)

«Υπαλληλική υπόθεση — Πρώην έκτακτος υπάλληλος — Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου — Απόλυση κατά τη διάρκεια αναρρωτικής άδειας — Άρθρο 16 του ΚΛΠ — Άρθρο 48, στοιχείο β΄, του ΚΛΠ — Ηθική παρενόχληση»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, με την οποία η CF ζητεί, κατ’ ουσίαν, πρώτον, την ακύρωση της αποφάσεως της 24ης Μαΐου 2011, με την οποία η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή (στο εξής: ΑΣΣΑ) του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασφάλειας της Αεροπορίας (EASA ή στο εξής: Οργανισμός) κατήγγειλε τη σύμβασή της ως εκτάκτου υπαλλήλου (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), δεύτερον, την εκ μέρους του EASA αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη εξαιτίας της αποφάσεως αυτής και, τρίτον, την ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης συνεπεία της ηθικής παρενοχλήσεως που υπέστη.

Απόφαση:      Η απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, με την οποία η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασφάλειας της Αεροπορίας κατήγγειλε τη σύμβαση της CF ως εκτάκτου υπαλλήλου, ακυρώνεται. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ασφάλειας της Αεροπορίας υποχρεούται να καταβάλει στην CF το ποσό των 88 189,76 ευρώ προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας της. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ασφάλειας της Αεροπορίας φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα τρία τέταρτα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η CF. Η CF φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών της εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι — Καταγγελία συμβάσεως ορισμένου χρόνου κατά το πέρας αναρρωτικής άδειας — Υπολογισμός της χρονικής διάρκειας εργασίας του υπαλλήλου — Λαμβάνονται υπόψη τα καθήκοντα που άσκησε προηγουμένως ο ενδιαφερόμενος ως συμβασιούχος υπάλληλος

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 34 § 1· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 3α, 16 και 48, στοιχείο β΄)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές — Αίτημα αποζημιώσεως προς αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από συμπεριφορά μη έχουσα τον χαρακτήρα αποφάσεως — Έλλειψη συμφωνίας προς τον ΚΥΚ — Απαράδεκτο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπαλληλικές προσφυγές — Αγωγή αποζημιώσεως — Προσφυγή-αγωγή στηριζόμενη στην υποχρέωση της Διοικήσεως να αποκαταστήσει τη ζημία που προκλήθηκε σε υπάλληλο από τρίτο πρόσωπο — Παραδεκτό — Προϋπόθεση — Εξάντληση των ενδίκων βοηθημάτων — Εξαίρεση — Έλλειψη αποτελεσματικών ενδίκων βοηθημάτων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 24, εδ. 2, και 91)

4.      Υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι — Απόλυση που λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο παρενοχλήσεως — Παράνομος χαρακτήρας της αποφάσεως περί απολύσεως— Ανάγκη να συνδέεται η παρενόχληση με το σκεπτικό της αποφάσεως περί απολύσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 12α, 90 και 91)

5.      Υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι — Οργάνωση των υπηρεσιών — Μέτρο συνιστάμενο στην εξασφάλιση δηλώσεως εκ μέρους υπαλλήλου ως προς τη φύση των σχέσεών του με έτερο υπάλληλο — Επιτρέπεται — Προσβολή του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής — Δικαιολογία — Μέτρο ληφθέν με σκοπό την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της υπηρεσίας

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 7 και 52 § 3)

1.      Τα καθήκοντα που άσκησε έκτακτος υπάλληλος υπό την προηγούμενη ιδιότητα του συμβασιούχου υπαλλήλου δυνάμει του άρθρου 3α του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού [στο εξής: ΚΛΠ] πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της «χρονικής διάρκειας εργασίας του υπαλλήλου», κατά την οποία η αναρρωτική άδεια αμείβεται δυνάμει του άρθρου 16 του ΚΛΠ και κατά το πέρας της οποίας η υπαλληλική σχέση του εν λόγω εκτάκτου υπαλλήλου μπορεί να λυθεί χωρίς προειδοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 48, στοιχείο β΄, του ΚΛΠ.

Εντούτοις, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον το γράμμα της αλλά και το πλαίσιό της, καθώς και οι σκοποί που επιδιώκονται από την κανονιστική ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος, καθώς και το σύνολο των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης.

Το άρθρο 16, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ πρέπει, συναφώς, να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 34, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το οποίο η Ένωση αναγνωρίζει και σέβεται, ως θεμελιώδες δικαίωμα, το δικαίωμα προσβάσεως στις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως που εξασφαλίζουν, μεταξύ άλλων, προστασία σε περίπτωση ασθένειας.

Τέλος, το άρθρο 16, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ αποσκοπεί, σε περίπτωση ασθένειας, στην προστασία των εκτάκτων υπαλλήλων από τους κοινωνικούς και οικονομικούς κινδύνους που συνεπάγεται η κατάσταση αυτή, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην εκπλήρωση ενός τόσο επιτακτικού σκοπού όπως η προστασία της υγείας.

Εντούτοις, στο μέτρο που οι υπάλληλοι μπορεί να προσληφθούν είτε ως έκτακτοι υπάλληλοι είτε ως συμβασιούχοι και δεν είναι σπάνιο τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί να προσφεύγουν εναλλάξ στα δύο αυτά υπαλληλικά καθεστώτα προκειμένου να εξασφαλίσουν τις υπηρεσίες του αυτού υπαλλήλου, ο σκοπός της προστασίας της υγείας δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί πλήρως αν δεν συνυπολογίζονταν τα καθήκοντα που άσκησε ο υπάλληλος με τη μία ή την άλλη από αυτές τις ιδιότητες.

(βλ. σκέψεις 36, 37 και 41 έως 43)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 6 Οκτωβρίου 1982, 283/81, Cilfit κ.λπ., σκέψη 20

ΔΔΔΕΕ: 29 Σεπτεμβρίου 2009, F‑69/07 και F‑60/08, O κατά Επιτροπής, σκέψη 114

2.      Στο πλαίσιο των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, της ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που απορρέει από συμπεριφορά της Διοικήσεως η οποία δεν έχει τον χαρακτήρα αποφάσεως, όπως η ηθική παρενόχληση, πρέπει να προηγείται διοικητική διαδικασία περιλαμβάνουσα δύο στάδια. Ο ενδιαφερόμενος οφείλει, κατ’ αρχάς, να υποβάλει στην αρχή στην οποία υπάγεται αίτηση κατά το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, καλώντας τη Διοίκηση να αποκαταστήσει την εν λόγω ζημία. Η ρητή ή σιωπηρή απόρριψη αυτής της αιτήσεως και μόνον αποτελεί βλαπτική απόφαση κατά της οποίας μπορεί να υποβληθεί διοικητική ένσταση, μόνον δε μετά την απόφαση με την οποία απορρίπτεται ρητά ή σιωπηρά αυτή την ένσταση μπορεί να ασκηθεί αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον του δικαστή της Ένωσης.

(βλ. σκέψη 57)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 1 Φεβρουαρίου 2007, F‑42/05, Rossi Ferreras κατά Επιτροπής, σκέψεις 58 έως 61

3.      Αντικείμενο του άρθρου 24, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ είναι η αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη κάποιος μόνιμος υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού από τις περιγραφόμενες στο πρώτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου ενέργειες τρίτων ή άλλων υπαλλήλων, υπό την επιφύλαξη ότι δεν έχει επιτύχει ικανοποίηση από τους δράστες. Το παραδεκτό της αιτήσεως αποζημιώσεως την οποία υποβάλλει μόνιμος υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού για πραγματικά περιστατικά παρενοχλήσεως εξαρτάται, συνεπώς, από την εξάντληση των ένδικων βοηθημάτων της εθνικής έννομης τάξεως, εφόσον τα βοηθήματα αυτά διασφαλίζουν την παροχή αποτελεσματικής προστασίας στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και μπορούν να εξασφαλίσουν την αποκατάσταση της προβαλλόμενης ζημίας.

(βλ. σκέψη 59)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 9 Μαρτίου 2005, T‑254/02, L κατά Επιτροπής, σκέψη 148

ΔΕΕ: 5 Οκτωβρίου 2006, C‑365/05 P, Schmidt-Brown κατά Επιτροπής, σκέψη 78

ΓΔΕΕ: 12 Ιουλίου 2011, T‑80/09 P, Επιτροπή κατά Q, σκέψη 67

4.      Η απόδειξη της υπάρξεως ηθικής παρενοχλήσεως σε βάρος εκτάκτου υπαλλήλου δεν συνεπάγεται ότι κάθε βλαπτική για τον υπάλληλο αυτόν απόφαση λαμβανόμενη στο πλαίσιο αυτής της ηθικής παρενοχλήσεως είναι παράνομη. Πράγματι, λόγω της φύσεως της ηθικής παρενοχλήσεως, επίκλησή της χωρεί μόνον προς υποστήριξη αιτήματος ακυρώσεως στρεφομένου κατά της απορρίψεως αιτήματος αρωγής. Εντούτοις είναι κατ’ εξαίρεση δυνατόν να προβληθεί λόγος ακυρώσεως αποφάσεως περί απολύσεως ο οποίος στηρίζεται σε φερόμενη παρενόχληση, εφόσον διαφαίνεται ότι η εν λόγω παρενόχληση συνδέεται με το σκεπτικό της εν λόγω αποφάσεως. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση αποφάσεως περί απολύσεως που στηρίζεται στην παράταση αναρρωτικής αδείας η οποία οφείλεται σε κατάσταση δυνάμενη, ενδεχομένως, να απορρέει από ηθική παρενόχληση.

(βλ. σκέψεις 79 και 80)


Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 24 Φεβρουαρίου 2010, F‑2/09, Menghi κατά ENISA, σκέψη 69

5.      Λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων αποτελεσματικότητας στις οποίες καλούνται να ανταποκριθούν οι έκτακτοι υπάλληλοι, μέτρο συνιστάμενο στην εξασφάλιση από τη Διοίκηση δηλώσεως του εκτάκτου υπαλλήλου που βεβαιώνει ότι δεν διατηρούσε στενές προσωπικές σχέσεις με άλλο μέλος του προσωπικού μπορεί, πράγματι, να θεωρηθεί ότι αποσκοπεί στην ομαλή λειτουργία της Διοικήσεως και να δικαιολογείται, για τον λόγο αυτό, από την προστασία της τάξεως κατά την έννοια του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, όταν το ζήτημα της φύσεως των σχέσεων του εν λόγω υπαλλήλου δημιουργεί επιβλαβές κλίμα στην υπηρεσία.

Συναφώς, μολονότι είναι βέβαιο ότι ένα τέτοιο αίτημα προσβάλλει την ιδιωτική ζωή, το δικαίωμα όμως στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, που διασφαλίζει το άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατοχυρώνει το άρθρο 8 της προαναφερθείσας Συμβάσεως, δεν αποτελεί απόλυτο προνόμιο και μπορεί να περιοριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη.

(βλ. σκέψεις 85 και 86)