Language of document : ECLI:EU:F:2015:60

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 18ης Ιουνίου 2015

Υπόθεση F‑27/13

CX

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Πειθαρχική διαδικασία – Αποστολή και αρμοδιότητες του πειθαρχικού συμβουλίου και της ΑΔΑ – Πειθαρχική ποινή – Υποβιβασμός κατόπιν του οποίου εκδόθηκε απόφαση περί προαγωγής – Αναλογικότητα της ποινής»

Αντικείμενο:      Προσφυγή‑αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο CX ζητεί κατ’ ουσίαν, αφενός, να ακυρωθεί η απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012 με την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τού επέβαλε την πειθαρχική ποινή του υποβιβασμού από τον βαθμό AD 9 στον βαθμό AD 8 και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να αποκαταστήσει τις ζημίες που αυτός θεωρεί ότι υπέστη.

Απόφαση:      Η προσφυγή‑αγωγή απορρίπτεται. Ο CX φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου – Προθεσμίες προβλεπόμενες στο παράρτημα IX του ΚΥΚ – Μη αποκλειστικές προθεσμίες – Κανόνας χρηστής διοικήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX, άρθρο 22 § 1)

2.      Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Αποστολή και εξουσίες του πειθαρχικού συμβουλίου και της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής – Εκτίμηση ως προς την τέλεση των προσαπτομένων πράξεων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα ΙX, άρθρα 18 και 25)

3.      Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Πειθαρχική διαδικασία – Προθεσμίες – Υποχρέωση της Διοικήσεως να ενεργεί εντός εύλογης προθεσμίας – Εκτίμηση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX)

4.      Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Ποινή – Υποβιβασμός – Σχέση με απόφαση περί προαγωγής η οποία ακολούθησε και αφορούσε τον ίδιο υπάλληλο (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 45 και 86)

5.      Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Ποινή – Υποβιβασμός – Εξουσία εκτιμήσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX, άρθρο 9)

1.      Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 22, παράγραφος 1, του παραρτήματος ΙΧ του ΚΥΚ δεν είναι αποκλειστική προθεσμία. Η διάταξη αυτή αποτελεί έκφραση κανόνα χρηστής διοικήσεως, σκοπός του οποίου είναι να αποφεύγεται, προς το συμφέρον τόσο της Διοικήσεως όσο και των υπαλλήλων, αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη λήψη της αποφάσεως που τερματίζει την πειθαρχική διαδικασία. Κατά συνέπεια, οι πειθαρχικές αρχές υποχρεούνται να διεξάγουν με επιμέλεια την πειθαρχική διαδικασία και να ενεργούν κατά τρόπον ώστε κάθε διωκτική πράξη να συντελείται εντός εύλογης προθεσμίας σε σχέση με την προηγούμενη πράξη. Η μη τήρηση της εν λόγω προθεσμίας, που είναι δυνατόν να εκτιμηθεί μόνο βάσει των ειδικών περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της εκπροθέσμου πράξεως, ιδίως σε περίπτωση προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας.

(βλ. σκέψη 38)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: αποφάσεις N κατά Επιτροπής, T‑198/02, EU:T:2004:101, σκέψη 125, και François κατά Επιτροπής, T‑307/01, EU:T:2004:180, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να εξετάζει και να εκτιμά τις πράξεις που αποτελούν αντικείμενο πειθαρχικής διαδικασίας με διαφορετικό τρόπο από εκείνο που ακολουθεί η γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου, με την προϋπόθεση να αιτιολογεί τεκμηριωμένα τη σχετική απόφασή της.

Συγκεκριμένα, καμία διάταξη του ΚΥΚ δεν προβλέπει ότι η γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου είναι δεσμευτική για την εν λόγω αρχή, ως προς την πραγματική τέλεση των προσαπτομένων πράξεων. Αντιθέτως, από τον συνδυασμό των άρθρων 18 και 25 του παραρτήματος ΙΧ του ΚΥΚ συνάγεται ότι η γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου, το οποίο είναι συμβουλευτικό όργανο, δεν δεσμεύει συναφώς την εν λόγω αρχή.

Πράγματι, το άρθρο 18 του παραρτήματος ΙΧ του ΚΥΚ δεν προβλέπει ότι η γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου πρέπει να είναι σύμφωνη.

Αντιθέτως, από το άρθρο 25 του παραρτήματος ΙΧ του ΚΥΚ συνάγεται ότι η εν λόγω αρχή δικαιούται να στηριχθεί στις διαπιστώσεις των πραγματικών περιστατικών πoυ έχoυν γίνει στo πλαίσιo αμετακλήτoυ απoφάσεως πoινικoύ δικαστηρίoυ, και τoύτo έστω και αν o εν λόγω υπάλληλoς αμφισβητήσει τo υπoστατό των περιστατικών αυτών κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας. Τουτέστιν, ο νομοθέτης θέλησε να περιορίσει τις εξουσίες της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, αναφορικά με την εκτίμηση της τελέσεως των πράξεων που αποτελούν αντικείμενο πειθαρχικής διαδικασίας στην συγκεκριμένη περίπτωση κατά την οποία έχουν παράλληλα ασκηθεί ποινικές διώξεις για τις ίδιες πράξεις. Ωστόσο, δεν προέβλεψε ότι η εν λόγω αρχή δεν δύναται να παρεκκλίνει, εν όλω ή εν µέρει, από την γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου.

Ωστόσο, το πειθαρχικό συμβούλιο δεν στερείται τη βασική του λειτουργία ως συμβουλευτικό όργανο και ο οικείος υπάλληλος προστατεύεται από θεμελιώδη εγγύηση εφόσον η εν λόγω αρχή έχει την υποχρέωση να αιτιολογεί κάθε επιλογή της να αποκλίνει της γνώμης του πειθαρχικού συμβουλίου, ακόμη και σε θέματα εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών.

(βλ. σκέψεις 54 έως 58)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: απόφαση F. κατά Επιτροπής, 228/83, EU:C:1985:28, σκέψη 16

ΓΔΕΕ: απόφαση Stevens κατά Επιτροπής, T‑277/01, EU:T:2002:302, σκέψη 76, και διάταξη Di Rocco κατά ΕΟΚΕ, T‑8/92, EU:T:1992:122, σκέψη 28

ΔΔΔΕΕ: απόφαση Bedin κατά Επιτροπής, F‑128/14, EU:F:2015:51, σκέψη 30

3.      Απόρροια της αρχής της χρηστής διοικήσεως είναι ότι οι πειθαρχικές αρχές υποχρεούνται να διεξάγουν με επιμέλεια την πειθαρχική διαδικασία και να ενεργούν κατά τρόπον ώστε κάθε πράξη σχετική με την πειθαρχική δίωξη να τελείται εντός εύλογης προθεσμίας σε σχέση με την προηγούμενη πράξη. Η μη εύλογη διάρκεια μιας πειθαρχικής διαδικασίας μπορεί να οφείλεται τόσο στη διεξαγωγή των προαπαιτούμενων διοικητικών ερευνών όσο και σ’ αυτή καθαυτή την πειθαρχική διαδικασία. Ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διαδικασίας πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν κάθε υπόθεση και, ειδικότερα, με τα συμφέροντα του διαδίκου που διακυβεύονται στη δίκη, την περιπλοκότητα της υποθέσεως, καθώς και τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος και εκείνη των αρμοδίων αρχών.

(βλ. σκέψη 77)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: απόφαση A και G κατά Επιτροπής, F‑124/05 και F‑96/06, EU:F:2010:2, σκέψεις 390 έως 393

4.      Εφόσον πρόκειται για υπάλληλο που έχει αποτελέσει αντικείμενο αποφάσεων που του επέβαλαν την πειθαρχική ποινή του υποβιβασμού και στη συνέχεια, τον προήγαγαν με αναδρομική ισχύ, οι εν λόγω αποφάσεις αποτελούν δύο ξεχωριστές και αυτοτελείς διοικητικές πράξεις, στηριζόμενες σε δύο διαφορετικές νομικές βάσεις, η μία στο άρθρο 86 και η άλλη στο άρθρο 45 του ΚΥΚ. Ακόμη, αυτές οι δύο αποφάσεις επιδιώκουν δύο διαφορετικούς και ανταγωνιστικούς σκοπούς. Σε κανένα σημείο του ΚΥΚ δεν προβλέπεται, συναφώς, ότι πειθαρχική απόφαση υποβιβασμού υπερισχύει αυτοδικαίως μεταγενέστερης αποφάσεως περί προαγωγής, όταν ο αποδέκτης των δύο αποφάσεων είναι ο ίδιος μόνιμος υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού.

Εξάλλου, η προαγωγή αποτελεί, εκ φύσεως, έννομη πράξη που δεν επιδέχεται ούτε αίρεση, αναβλητική ή διαλυτική, ούτε χρονικό περιορισμό. Πράγματι, υπό το πρίσμα ειδικότερα των άρθρων 4 και 6 του ΚΥΚ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο ΚΥΚ δεν επιτρέπει την προσωρινή προαγωγή μονίμου υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού, από την 1η Ιανουαρίου ενός δεδομένου ημερολογιακού έτους, για παράδειγμα, μέχρι την 1η Ιουλίου του επόμενου έτους.

(βλ. σκέψεις 95, 99 και 100)

5.      Όσον αφορά την επιλογή της επιβλητέας πειθαρχικής ποινής, σύμφωνα με το άρθρο 9 του παραρτήματος ΙΧ του ΚΥΚ, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν διαθέτει την εξουσία να επιβάλει στον οικείο υπάλληλο κύρωση ορίζοντας απευθείας την «κατάταξή» του σε συγκεκριμένο βαθμό, αλλά διαθέτει αποκλειστικά την εξουσία να τον υποβιβάσει, είτε προσωρινώς είτε οριστικώς, από τον βαθμό που πράγματι κατείχε κατά τον χρόνο επιβολής της συγκεκριμένης ποινής.

(βλ. σκέψη 101)