Language of document : ECLI:EU:F:2012:183

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(δεύτερο τμήμα)

της 12ης Δεκεμβρίου 2012

Υπόθεση F‑12/10 DEP

Petrus Kerstens

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Διαδικασία — Καθορισμός των δικαστικών εξόδων — Εκπροσώπηση θεσμικού οργάνου από υπάλληλό του — Αποδοτέα έξοδα — Αναγκαία έξοδα — Έννοια — Έξοδα μετακινήσεως, διαμονής και ημερήσιες αποζημιώσεις, που καταβάλλονται στον υπάλληλο αυτόν»

Αντικείμενο: Αίτηση καθορισμού των αποδοτέων δικαστικών εξόδων, την οποία υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, βάσει του άρθρου 92, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατόπιν της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 8ης Μαρτίου 2012, F‑12/10, Kerstens κατά Επιτροπής.

Απόφαση: Το ποσό των αποδοτέων στην Επιτροπή δικαστικών εξόδων στην υπόθεση F‑12/10, Kerstens κατά Επιτροπής, καθορίζεται σε 348,52 ευρώ. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας περί καθορισμού των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Ένδικη διαδικασία — Δικαστικά έξοδα — Καθορισμός των εξόδων — Αποδοτέα έξοδα — Αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι — Έξοδα μετακινήσεως και διαμονής των εκπροσώπων των οργάνων της Ένωσης — Προϋποθέσεις αποδόσεως

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρα 91, στοιχείο β΄, και 92)

2.      Ένδικη διαδικασία — Δικαστικά έξοδα — Καθορισμός των εξόδων — Αποδοτέα έξοδα — Αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι — Έννοια — Αμοιβή υπαλλήλου επιφορτισμένου με την εκπροσώπηση θεσμικού οργάνου ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης — Δεν περιλαμβάνεται

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 91, στοιχείο β΄)

3.      Ένδικη διαδικασία — Δικαστικά έξοδα — Καθορισμός των εξόδων — Αμφισβήτηση περί των αποδοτέων σε θεσμικό όργανο δικαστικών εξόδων το οποίο εκπροσωπήθηκε από υπάλληλό του — Όρια

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 91, στοιχείο β΄)

1.      Από το άρθρο 91, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προκύπτει ότι τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν περιορίζονται, αφενός, σε αυτά στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και, αφετέρου, σε αυτά τα οποία ήσαν συναφώς αναγκαία. Επομένως, το αν τα σχετικά έξοδα καλύπτονται ή όχι από τον προϋπολογισμό του οικείου θεσμικού οργάνου δεν αποτελεί κριτήριο για το αν αυτά είναι αποδοτέα ή όχι. Εντούτοις, μόνον τα έξοδα που δεν συνδέονται με την εσωτερική δραστηριότητα ενός θεσμικού οργάνου, όπως τα απαραίτητα λόγω της δίκης έξοδα μετακινήσεως και διαμονής, καλύπτονται από την έννοια των αναγκαίων για τη δίκη εξόδων.

Όσον αφορά το ζήτημα για ποια από τα έξοδα στα οποία προβαίνει θεσμικό όργανο μπορεί να έχει ενδεχομένως αξίωση αποδόσεως το θεσμικό αυτό όργανο έναντι του τρίτου που έχει καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των εξόδων που δεν συνδέονται με την εσωτερική δραστηριότητα του οργάνου και των λοιπών εξόδων. Συναφώς, καίτοι οι αφορώσες τη Νομική Υπηρεσία πιστώσεις του προϋπολογισμού θεσμικού οργάνου για τα έξοδα αποστολής του προσωπικού του κατά τη διάρκεια κάθε δημοσιονομικού έτους προβλέπονται προς κάλυψη, μεταξύ άλλων, των εξόδων μετακινήσεως στο Λουξεμβούργο για τις ανάγκες εκπροσωπήσεως του οικείου οργάνου σε δικαστικές διαδικασίες, εντούτοις, αν μετά το πέρας της διαδικασίας ο προσφεύγων καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, ορισμένα έξοδα στα οποία προέβη το θεσμικό όργανο και τα οποία λογίζονται ως αναγκαία για τη δίκη πρέπει να αποδίδονται στον προϋπολογισμό αυτό, λόγος για τον οποίο το όργανο είναι υποχρεωμένο να ζητεί την απόδοσή τους από τον ηττηθέντα διάδικο και, αν απαιτείται, να κινεί τη διαδικασία του άρθρου 92 του Κανονισμού Διαδικασίας. Κατά συνέπεια, πρέπει να συναχθεί ότι τα έξοδα μετακινήσεως, διαμονής και οι ημερήσιες αποζημιώσεις που καταβάλλονται στον εκπρόσωπο θεσμικού οργάνου μπορούν να συνιστούν αποδοτέα δικαστικά έξοδα. Ομοίως, η προσφυγή σε πρακτορείο ταξιδίων δεν είναι παράλογη, διότι διευκολύνει τη διαχείριση από τη Διοίκηση των εξόδων μετακινήσεως των επιφορτισμένων με καθήκοντα εκπροσωπήσεως υπαλλήλων και της παρέχει τη δυνατότητα πραγματοποιήσεως οικονομιών.

Εξάλλου, τα μη συνδεόμενα με την εσωτερική δραστηριότητα θεσμικού οργάνου έξοδα δεν μπορούν να υπολογίζονται κατ’ αποκοπήν. Πράγματι, τούτο θα παρείχε τη δυνατότητα στο θεσμικό όργανο να περιλάβει σε αυτά εσωτερικά έξοδα, όπως έξοδα γραμματείας ή διοικητικά έξοδα, που δεν μπορούν να αποδίδονται στο πλαίσιο των δυνάμενων να αναζητηθούν δικαστικών εξόδων.

(βλ. σκέψεις 24, 25, 27, 29, 30 και 41)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 26 Νοεμβρίου 2004, C‑198/02 P(R)‑DEP, ΕΤΕπ κατά De Nicola, σκέψη 20

ΓΔΕΕ: 23 Μαρτίου 2012, T‑266/08 P‑DEP, Kerstens κατά Επιτροπής, σκέψεις 13 και 21

2.      Τα έξοδα που αφορούν τη δραστηριότητα ενός υπαλλήλου δεν μπορούν να λογίζονται ως έξοδα πραγματοποιηθέντα λόγω της δίκης και επομένως, ως δυνάμενα να αναζητηθούν. Πράγματι, όταν τα όργανα εκπροσωπούνται από υπάλληλό τους, οι καταβαλλόμενες βάσει του ΚΥΚ αποδοχές του υπαλλήλου αυτού συνιστούν την αντιπαροχή έναντι της εκπληρώσεως του συνόλου των καθηκόντων του. Ο εν λόγω υπάλληλος, η εργασία του οποίου διέπεται από κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως ο οποίος ρυθμίζει τις οικονομικές απολαβές του, έχει ως αποστολή να συμβουλεύει και να επικουρεί το θεσμικό όργανο στο οποίο υπηρετεί και να εκτελεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται στον τομέα δραστηριοτήτων του, πράγμα το οποίο περιλαμβάνει, επιπλέον της εκπροσωπήσεως ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης, την προάσπιση των συμφερόντων του οργάνου το οποίο εκπροσωπεί.

(βλ. σκέψη 26)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 7 Σεπτεμβρίου 1999, C-409/96 P-DEP, Επιτροπή κατά Sveriges Betodlares και Henrikson, σκέψη 12

ΓΔΕΕ: Kerstens κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 13, 19 και 21

3.      Ουδόλως εναπόκειται σε προσφεύγοντα, σε διαφορά μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της, να ορίσει τον τρόπο με τον οποίο ο εκπρόσωπος που εκπροσωπεί το καθού όργανο ενώπιον του δικαστή της Ένωσης μεταβαίνει σε άλλο τόπο στο πλαίσιο αποστολής, ούτε τη διάρκεια μιας τέτοιας αποστολής, υπό την προϋπόθεση ότι τα δικαστικά έξοδα των οποίων την απόδοση ζητεί το καθού είναι αναγκαία υπό την έννοια του άρθρου 91, στοιχείο β΄, του κανονισμού του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

(βλ. σκέψη 36)