Language of document : ECLI:EU:F:2014:250

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(δεύτερο τμήμα)

της 19ης Νοεμβρίου 2014

Υπόθεση F‑42/14

EH

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Μόνιμος υπάλληλος — Αποδοχές — Οικογενειακά επιδόματα — Κανόνας περί απαγορεύσεως της σωρεύσεως εθνικών επιδομάτων και επιδομάτων προβλεπομένων από τον ΚΥΚ — Είσπραξη εθνικών οικογενειακών επιδομάτων από τον/τη σύζυγο του υπαλλήλου — Μη δήλωση από τον υπάλληλο της μεταβολής της προσωπικής του καταστάσεως στη Διοίκηση — Πειθαρχική διαδικασία — Πειθαρχική ποινή — Τοποθέτηση σε κατώτερο κλιμάκιο — Αναλογικότητα — Αιτιολογία — Ελαφρυντικές περιστάσεις — Έλλειψη επιμέλειας της Διοικήσεως»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο EH ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 24ης Ιουνίου 2013, με την οποία του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή του υποβιβασμού κατά τρία κλιμάκια, καθώς και την ακύρωση της αποφάσεως της 24ης Ιανουαρίου 2014 με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική του ένσταση.

Απόφαση:      Η προσφυγή απορρίπτεται. Ο EH φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Αποδοχές – Οικογενειακά επιδόματα – Εθνικά επιδόματα – Κανόνας περί απαγορεύσεως της σωρεύσεως επιδομάτων – Υποχρέωση του υπαλλήλου να δηλώσει τα οικογενειακά επιδόματα που λαμβάνει από άλλη πηγή – Έκταση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 67 § 2)

2.      Υπάλληλοι – Αποδοχές – Οικογενειακά επιδόματα – Εθνικά επιδόματα – Κανόνας περί απαγορεύσεως της σωρεύσεως των επιδομάτων – Υποχρέωση του υπαλλήλου να δηλώσει τα οικογενειακά επιδόματα που λαμβάνει από άλλη πηγή – Αμέλεια ή σφάλμα της Διοικήσεως – Δεν ασκεί επιρροή

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 67 § 2)

3.      Υπάλληλοι – Δικαιώματα και υποχρεώσεις – Καθήκον πίστεως – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 11)

4.      Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Κύρωση – Εξουσία εκτιμήσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής – Συνεκτίμηση των επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων, παράρτημα ΙΧ, άρθρο 10)

5.      Υπάλληλοι – Βλαπτική απόφαση – Πειθαρχική ποινή – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25, εδ. 2)

1.      Όταν μόνιμος υπάλληλος ζητεί και λαμβάνει παροχή αφορώσα την οικογενειακή του κατάσταση, δεν μπορεί να επικαλείται τη φερόμενη άγνοια της καταστάσεως του/της συζύγου του, είτε πρόκειται για την άσκηση από τον/την τελευταίο/α μιας επαγγελματικής δραστηριότητας είτε για το ύψος των απολαβών από τη δραστηριότητα αυτή είτε ακόμη και για τη λήψη από τον/την εν λόγω σύζυγο εθνικών παροχών ανάλογων με εκείνες του ΚΥΚ. Πράγματι, αν ένα τέτοιο επιχείρημα γινόταν δεκτό, μόνιμοι ή έκτακτοι υπάλληλοι που λαμβάνουν ολόκληρα τα οικογενειακά επιδόματα του ΚΥΚ θα μπορούσαν να θεωρήσουν ότι είναι απαλλαγμένοι από την υποχρέωση να δηλώσουν εθνικά οικογενειακά επιδόματα που λαμβάνουν από άλλη πηγή, όταν αυτά δεν καταβάλλονται κατευθείαν στον υπάλληλο, αλλά στον/στη σύζυγό του, στον προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό αυτού/αυτής. Επιπλέον, μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να ενθαρρύνει τη βλαπτική για τα δημοσιονομικά συμφέροντα της Ένωσης παρακράτηση πληροφοριών.

(βλ. σκέψεις 99 και 100)

2.      Κάθε υπάλληλος που είναι δικαιούχος χρηματικών ωφελημάτων έχει τη γενική υποχρέωση να παρέχει όλες τις πληροφορίες που αφορούν την προσωπική του κατάσταση και να γνωστοποιεί στη Διοίκηση κάθε μεταβολή στην προσωπική του κατάσταση, υποχρέωση η οποία, εξάλλου, ρητώς μνημονεύεται στο άρθρο 67, παράγραφος 2, του ΚΥΚ σχετικά με τον κανόνα περί απαγορεύσεως της σωρεύσεως οικογενειακών επιδομάτων. Η ενδεχόμενη αναποτελεσματικότητα ή αδράνεια διοικητικής υπηρεσίας επιφορτισμένης με την προστασία των δημοσιονομικών συμφερόντων της Ένωσης δεν δύναται να εξαλείψει την εκ μέρους του υπαλλήλου παράβαση της υποχρεώσεως αυτής. Ένας επιμελής υπάλληλος, ο οποίος έχει λάβει γνώση των διατάξεων του ΚΥΚ βάσει των οποίων του χορηγείται, κατόπιν αιτήσεώς του, μια παροχή, ιδίως όταν οι διατάξεις αυτές μνημονεύονται στην απόφαση χορηγήσεως της συγκεκριμένης παροχής, δεν μπορεί να συνεχίσει απλώς να λαμβάνει σιωπηρώς την εν λόγω παροχή, ενώ ο/η σύζυγός του λαμβάνει ολόκληρες τις αντίστοιχες εθνικές παροχές λόγω των ίδιων τέκνων. Σε μια τέτοια κατάσταση, ο υπάλληλος δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη σιωπή του με το γεγονός ότι, εξ αμελείας, οι πληρωμές αυτές έγιναν σιωπηρώς δεκτές ή ανεκτές από τη Διοίκηση. Πράγματι, το να γίνει δεκτή ως ελαφρυντική περίσταση μια τέτοια αμέλεια της Διοικήσεως θα ενθάρρυνε τους υπαλλήλους και τα μέλη του λοιπού προσωπικού να επωφελούνται από τα σφάλματα της τελευταίας. Επιπροσθέτως, ο υπάλληλος που είναι αποδέκτης της προβλεπόμενης από τον ΚΥΚ παροχής οφείλει εν πάση περιπτώσει να προσκομίσει τα έγγραφα που ήδη κατέχει και να ενημερώσει τη Διοίκηση για ενδεχόμενες καταβολές κοινωνικών επιδομάτων προς τον/τη σύζυγό του εκ μέρους εθνικού οργανισμού επιφορτισμένου με την καταβολή των εν λόγω επιδομάτων.

(βλ. σκέψεις 104, 105, 107 και 108)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: απόφαση Lopez Cejudo κατά Επιτροπής, F‑28/13, EU:F:2014:55, σκέψη 67

3.      Το κατά το άρθρο 11 του ΚΥΚ καθήκον πίστεως συνεπάγεται ότι οι υπάλληλοι διευκολύνουν το έργο της Διοικήσεως όσον αφορά τον καθορισμό της εκτάσεως των προβλεπόμενων από τον ΚΥΚ δικαιωμάτων τους για χρηματικές απολαβές. Συναφώς, δεν μπορεί να διαφύγει από την προσοχή ενός φυσιολογικά επιμελούς υπαλλήλου ότι ένα έγγραφο σχετικό με μεταβολή της οικογενειακής του καταστάσεως, βάσει της οποίας λαμβάνει επιδόματα, πρέπει να διαβιβαστεί κατευθείαν στην αρμόδια υπηρεσία του θεσμικού του οργάνου, κατά τρόπο σαφή και αναμφίλεκτο, και ο υπάλληλος δεν μπορεί να επικαλεστεί, συναφώς, το γεγονός ότι η Διοίκηση έλαβε ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία τυχαίως ή εμμέσως. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν από το γράμμα του άρθρου 67, παράγραφος 2, του ΚΥΚ προκύπτει απερίφραστα ότι δεν είναι έργο του θεσμικού οργάνου να ερευνά ενδεχόμενη λήψη οικογενειακών επιδομάτων της ίδιας φύσεως καταβαλλόμενων από άλλη πηγή, αλλά τα μέλη του προσωπικού οφείλουν να δηλώσουν ότι λαμβάνουν τέτοια επιδόματα από άλλη πηγή. Εξάλλου, το άρθρο 11 του ΚΥΚ συνιστά μία από τις ειδικές εκφάνσεις του καθήκοντος πίστεως, το οποίο επιβάλλει στον υπάλληλο όχι μόνο να απέχει από συμπεριφορές που θίγουν την αξιοπρέπεια του λειτουργήματός του και τον οφειλόμενο σεβασμό στο θεσμικό όργανο και στις αρχές του, αλλά και να επιδεικνύει, κατά μείζονα λόγο αν είναι υψηλόβαθμος, συμπεριφορά υπεράνω πάσης υποψίας, έτσι ώστε να διατηρούνται πάντοτε οι δεσμοί εμπιστοσύνης μεταξύ του θεσμικού οργάνου και του ιδίου.

(βλ. σκέψεις 108, 112 και 123)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: απόφαση Costacurta κατά Επιτροπής, T‑34/89 και T‑67/89, EU:T:1990:20, σκέψεις 45 και 46

ΔΔΔΕΕ: απόφαση Andreasen κατά Επιτροπής, F‑40/05, EU:F:2007:189, σκέψη 233 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

4.      Το γεγονός ότι ο υπάλληλος, αφότου έλαβε γνώση της γνώμης του πειθαρχικού συμβουλίου, δεσμεύθηκε οικειοθελώς να επιστρέψει τα αχρεωστήτως καταβληθέντα που είχε εισπράξει ως οικογενειακά επιδόματα ουδόλως αναιρεί τον χαρακτηρισμό του προσαπτόμενου παραπτώματος, ιδίως όταν τούτο ήλθε στο φως μόνο κατόπιν ελέγχου του θεσμικού οργάνου και όχι λόγω έγκαιρης δηλώσεως με πρωτοβουλία του υπαλλήλου. Ο υπάλληλος επιδεικνύει βαριά αμέλεια όταν υποπίπτει σε παράπτωμα το οποίο, μολονότι δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως πρόθεση πλουτισμού εις βάρος του προϋπολογισμού της Ένωσης, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί συγγνωστό, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των καθηκόντων και ευθυνών του ενδιαφερομένου, καθώς και του βαθμού του και της αρχαιότητάς του στην υπηρεσία του θεσμικού οργάνου. Εξάλλου, το γράμμα του άρθρου 10 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ ουδόλως επιβάλλει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να θεωρήσει ως περίσταση δικαιολογούσα ελάφρυνση της επιβληθείσας κυρώσεως το γεγονός ότι ο υπάλληλος πλησιάζει την ηλικία συνταξιοδοτήσεως.

(βλ. σκέψεις 115, 118, 124 και 125)

5.      Αν η πειθαρχική κύρωση που επιβλήθηκε σε υπάλληλο από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή είναι τελικά βαρύτερη από την προταθείσα από το πειθαρχικό συμβούλιο, η απόφαση της αρχής αυτής πρέπει, εντούτοις, να διευκρινίζει με εμπεριστατωμένο τρόπο τους λόγους που την οδήγησαν να αποστεί από τη γνώμη του συμβουλίου αυτού.

(βλ. σκέψη 132)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: απόφαση F. κατά Επιτροπής, 228/83, EU:C:1985:28, σκέψη 35

ΓΔΕΕ: απόφαση N κατά Επιτροπής, T‑198/02, EU:T:2004:101, σκέψη 95 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία