Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Raad voor Vergunningsbetwistingen (Βέλγιο) στις 15 Ιανουαρίου 2019 – A, B, C, D, E κατά Gewestelijke stedenbouwkundige ambtenaar van het departement Ruimte Vlaanderen, afdeling Oost-Vlaanderen

(Υπόθεση C-24/19)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Αιτούν δικαστήριο

Raad voor Vergunningsbetwistingen

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγοντες: A, B, C, D, E

Καθού: Gewestelijke stedenbouwkundige ambtenaar van het departement Ruimte Vlaanderen, afdeling Oost-Vlaanderen

Προδικαστικά ερωτήματα

Έχουν το άρθρο 2, στοιχείο α΄, και το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2001/42/ΕΚ1 (στο εξής: οδηγία ΣΕΠΕ) την έννοια ότι το άρθρο 99 της Besluit van de Vlaamse regering van 23 december 2011 tot wijziging van het besluit van de Vlaamse regering van 6 februari 1991 houdende de vaststelling van het Vlaams reglement betreffende de milieuvergunning en van het besluit van de Vlaamse regering van 1 juni 1995 houdende algemene en sectorale bepalingen inzake milieuhygiëne [απόφαση της Φλαμανδικής Κυβερνήσεως της 23ης Δεκεμβρίου 2011 για την τροποποίηση της αποφάσεως της Φλαμανδικής Κυβερνήσεως της 6ης Φεβρουαρίου 1991 περί θεσπίσεως των φλαμανδικών κανόνων σχετικά με την έκδοση περιβαλλοντικής άδειας και της αποφάσεως της Φλαμανδικής Κυβερνήσεως της 1ης Ιουνίου 1995 περί θεσπίσεως γενικών και τομεακών κανόνων στον τομέα της υγιεινής του περιβάλλοντος, στο εξής: απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2011] σχετικά με την προσαρμογή των αποφάσεων αυτών στην ανάπτυξη της τεχνικής που εισάγει το τμήμα 5.20.6 στη VLAREM II όσον αφορά τις εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος από αιολική ενέργεια, καθώς και η Omzendbrief «Afwegingskader en randvoorwaarden voor de inplanting van windturbines» [εγκύκλιος «Πλαίσιο αξιολογήσεως και προϋποθέσεων για την εγκατάσταση ανεμογεννητριών», στο εξής: εγκύκλιος] του έτους 2006 [στο εξής, από κοινού: εξεταζόμενα νομικά εργαλεία], που περιέχουν διάφορες διατάξεις για την εγκατάσταση ανεμογεννητριών, μεταξύ άλλων και μέτρα ασφάλειας και κανόνες που ρυθμίζουν την προκαλούμενη σκίαση και τα επίπεδα θορύβου ανάλογα με την περιοχή χωροταξικού σχεδιασμού, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ως «σχέδιο ή πρόγραμμα» κατά την έννοια των παρατιθέμενων διατάξεων της οδηγίας; Σε περίπτωση που προκύψει ότι πριν από τη θέσπιση των εξεταζόμενων νομικών εργαλείων έπρεπε να διενεργηθεί εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, μπορεί το αιτούν δικαστήριο να διατηρήσει προσωρινώς τα έννομα αποτελέσματα αυτών των παράνομων νομικών εργαλείων; Συναφώς, πρέπει να υποβληθούν ορισμένα επιμέρους ερωτήματα:

1)     Μπορεί να θεωρηθεί ως «σχέδιο ή πρόγραμμα» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας ΣΕΠΕ πολιτικό μέτρο όπως η προκειμένη εγκύκλιος η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας και της πολιτικής ελευθερίας διαμορφώσεως που διαθέτει η οικεία αρχή, λόγος άλλωστε για τον οποίον δεν έχει καθορισθεί, κατ’ ουσίαν, αρμόδια αρχή για την εκπόνηση «σχεδίων ή προγραμμάτων» και δεν προβλέπεται τυπική διαδικασία εκπονήσεως;

2)    Μπορεί να θεωρηθεί ως «σχέδιο ή πρόγραμμα» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας ΣΕΠΕ πολιτικό μέτρο ή γενική ρύθμιση, όπως τα εξεταζόμενα νομικά εργαλεία, μόνο για τον λόγο ότι περιορίζει εν μέρει τη διακριτική ευχέρεια της αρχής που είναι αρμόδια για τη χορήγηση άδειας, ακόμη και αν δεν συνιστά απαίτηση ή αναγκαία προϋπόθεση για τη χορήγηση της άδειας και δεν επιδιώκει να καθορίσει πλαίσιο για τη χορήγηση μελλοντικών αδειών, μολονότι, κατά τον νομοθέτη της Ένωσης, ο σκοπός αυτός αποτελεί συστατικό στοιχείο της έννοιας «σχέδια και προγράμματα»;

3)    Μπορεί να θεωρηθεί ως «σχέδιο ή πρόγραμμα» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας ΣΕΠΕ πολιτικό μέτρο, όπως η εξεταζόμενη εγκύκλιος, που ανάγεται σε λόγους ασφάλειας δικαίου και, ως εκ τούτου, εκπονήθηκε απολύτως προαιρετικά, και αντιβαίνει τέτοια ερμηνεία, ενδεχομένως, στη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία η τελολογική ερμηνεία οδηγίας δεν δύναται να παρεκκλίνει ουσιωδώς από τη σαφώς εκφρασθείσα βούληση του νομοθέτη της Ένωσης;

4)    Μπορεί να θεωρηθεί ως «σχέδιο ή πρόγραμμα» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας ΣΕΠΕ το τμήμα 5.20.6 της VLAREM II που περιέχει διατάξεις των οποίων η θέσπιση δεν ήταν υποχρεωτική, και αντιβαίνει τέτοια ερμηνεία, ενδεχομένως, στη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία η τελολογική ερμηνεία οδηγίας δεν δύναται να παρεκκλίνει ουσιωδώς από τη σαφώς εκφρασθείσα βούληση του νομοθέτη της Ένωσης;

5)    Μπορούν να θεωρηθούν ως «σχέδιο ή πρόγραμμα [...] τα οποία καθορίζουν το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄, και του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας ΣΕΠΕ πολιτικό μέτρο και κανονιστική κυβερνητική απόφαση, όπως τα εξεταζόμενα νομικά εργαλεία, που έχουν περιορισμένο ενδεικτικό χαρακτήρα ή τουλάχιστον δεν θέτουν ορισμένο πλαίσιο από το οποίο να προκύπτει δικαίωμα εκτελέσεως έργου και δεν παρέχουν δικαίωμα σε πλαίσιο εντός του οποίου δύνανται να επιτραπούν έργα, και αντιβαίνει τέτοια ερμηνεία, ενδεχομένως, στη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία η τελολογική ερμηνεία οδηγίας δεν δύναται να παρεκκλίνει ουσιωδώς από τη σαφώς εκφρασθείσα βούληση του νομοθέτη της Ένωσης;

6)    Μπορούν να θεωρηθούν ως «σχέδιο ή πρόγραμμα» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄, και του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας ΣΕΠΕ και, επομένως, ως πράξεις οι οποίες θεσπίζουν κανόνες και διαδικασίες ελέγχου στον οικείο τομέα και προβλέπουν σημαντικό σύνολο κριτηρίων και προϋποθέσεων για την αδειοδότηση και εκτέλεση ενός ή περισσότερων έργων που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, πολιτικό μέτρο, όπως η εγκύκλιος EME/2006/01- RO/2006/02 η οποία έχει αμιγώς ενδεικτικό χαρακτήρα, και/ή κανονιστική κυβερνητική απόφαση, όπως το τμήμα 5.20.6 της VLAREM II το οποίο καθορίζει ελάχιστα όρια για τη χορήγηση άδειας και κατά τα λοιπά λειτουργεί απολύτως αυτόνομα ως γενική ρύθμιση, ενώ και στις δύο περιπτώσεις προβλέπεται μόνον περιορισμένος αριθμός κριτηρίων και προϋποθέσεων και ούτε το εν λόγω μέτρο ούτε η κυβερνητική απόφαση καθορίζουν αυτοτελώς οποιοδήποτε κριτήριο ή οποιαδήποτε προϋπόθεση και, ως εκ τούτου, θα μπορούσε να προβληθεί το επιχείρημα ότι βάσει αντικειμενικών περιστάσεων δύναται να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων;

7)    Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, δύναται δικαστήριο να προβεί σε τέτοια διαπίστωση μετά από την έκδοση της αποφάσεως ή τη θέσπιση των ψευδοκανονιστικών διατάξεων (όπως οι εξεταζόμενοι κανόνες της VLAREM και η εγκύκλιος);

8)    Εάν από την απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα προκύψει ότι τα εξεταζόμενα νομικά εργαλεία είναι παράνομα, δύναται δικαστήριο, το οποίο έχει μόνον έμμεση δικαιοδοσία στο πλαίσιο ενστάσεως inter partes, να διατάξει τη διατήρηση των αποτελεσμάτων της παράνομης αποφάσεως και/ή εγκυκλίου, εφόσον τα παράνομα νομικά εργαλεία συμβάλλουν στην επίτευξη σκοπού περιβαλλοντικής προστασίας που επιδιώκει και μια οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 288 ΣΛΕΕ και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του δικαίου της Ένωσης που αφορούν τέτοια διατήρηση (όπως αυτές τίθενται στην απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, Association France Nature Environnement, [C-379/15]);

9)    Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα 8, δύναται δικαστήριο να διατάξει τη διατήρηση των αποτελεσμάτων του προσβαλλόμενου έργου, προκειμένου να εκπληρώσει κατ’ αυτόν τον τρόπο τις προϋποθέσεις του δικαίου της Ένωσης για τη διατήρηση των έννομων αποτελεσμάτων σχεδίου ή προγράμματος που αντιβαίνει στην οδηγία ΣΕΠΕ (όπως αυτές τίθενται στην απόφαση Association France Nature Environnement);

____________

1     Οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2001, σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων (ΕΕ 2001, L 197, σ. 30).