Language of document : ECLI:EU:C:2004:311

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PHILIPPE LÉGER

της 19ης Μαΐου 2004 (1)

Υπόθεση C-447/02 P

KWS Saat AG

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Αίτηση αναιρέσεως – Κοινοτικό σήμα – Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 – Σήμα που αποτελείται από χρώμα καθεαυτό (απόχρωση του πορτοκαλί) – Διακριτικός χαρακτήρας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δικαίωμα ακροάσεως»





1.     Η παρούσα αίτηση αναιρέσεως εντάσσεται στο πλαίσιο αιτήσεως καταχωρίσεως ενός χρώματος καθεαυτού ως κοινοτικού σήματος. Την αίτηση αναιρέσεως άσκησε η εταιρία KWS Saat AG (2) κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 9ης Οκτωβρίου 2002, KWS Saat AG κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) (απόχρωση πορτοκαλί) (3). Με την εν λόγω απόφαση, το Πρωτοδικείο απέρριψε εν μέρει την προσφυγή που άσκησε η KWS κατά της αποφάσεως του δεύτερου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (4), με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της καταχωρίσεως του πορτοκαλί χρώματος καθεαυτού ως κοινοτικού σήματος για προϊόντα και υπηρεσίες που αφορούν, κυρίως, γεωργικούς σπόρους (5).

2.     Η παρούσα υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο την αφορμή να εξετάσει εκ νέου το ζήτημα της καταχωρίσεως ενός χρώματος καθεαυτού ως σήματος, επί του οποίου έχει αποφανθεί, μετά την έκδοση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, στο πλαίσιο της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου (6), με την απόφασή του Libertel της 6ης Μαΐου 2003 (7), και το οποίο πρέπει, επίσης, να αντιμετωπίσει στο πλαίσιο της υποθέσεως Heidelberg Bauchemie (8).

I –    Το νομικό πλαίσιο

3.     Οι ουσιαστικοί και δικονομικοί κανόνες που αφορούν την καταχώριση κοινοτικού σήματος και τυγχάνουν εφαρμογής εν προκειμένω περιλαμβάνονται στον κανονισμό (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου (9).

4.     Το άρθρο 4 του κανονισμού καθορίζει τα σημεία που μπορούν να αποτελέσουν κοινοτικό σήμα. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, πρόκειται για «οποιοδήποτε σημείο επιδεκτικό γραφικής παράστασης, ιδίως λέξεις, συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων των προσώπων, σχέδια, γράμματα, αριθμοί, το σχήμα προϊόντος ή της συσκευασίας του, υπό την προϋπόθεση ότι τα σημεία αυτά είναι ικανά να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων».

5.     Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού προβλέπει τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου. Το εν λόγω άρθρο ορίζει:

«1.      Δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση:

[…]

β)      τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα·

[…]

3.      Η παράγραφος 1, στοιχεία β΄, γ΄ και δ΄ δεν εφαρμόζεται αν το σήμα έχει αποκτήσει για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες ζητείται η καταχώριση διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσης που του έχει γίνει.»

6.     Τα άρθρα 73 και 74 του κανονισμού περιλαμβάνονται στον τίτλο ΙΧ που περιέχει τις δικονομικές διατάξεις. Το άρθρο 73, το οποίο καθιερώνει την αιτιολόγηση των αποφάσεων, προβλέπει ότι «οι αποφάσεις του Γραφείου αιτιολογούνται» και ότι «δεν μπορούν να στηρίζονται παρά μόνο στους λόγους επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση».

7.     Η πρώτη παράγραφος του άρθρου 74 του κανονισμού ορίζει ότι, «κατά την ενώπιόν του διαδικασία, το Γραφείο εξετάζει τα πραγματικά περιστατικά εντούτοις, σε διαδικασία που αφορά τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου της καταχώρισης, η εξέταση περιορίζεται στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι καθώς και τα υποβληθέντα από αυτούς αιτήματα».

II – Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία

8.     Στις 17 Μαρτίου 1998, η KWS υπέβαλε ενώπιον του Γραφείου αίτηση καταχωρίσεως του πορτοκαλί χρώματος καθεαυτού ως κοινοτικού σήματος. Η αίτηση υποβλήθηκε με τη μορφή ορθογώνιας επιφάνειας πορτοκαλί χρώματος, η οποία περιελήφθη στο κενό διάστημα του εντύπου καταθέσεως που προορίζεται για τη γραφική παράσταση του οικείου σήματος, και της φράσεως «Πορτοκαλί (HKS7)», η οποία περιελήφθη στο τμήμα του εντύπου καταθέσεως που προορίζεται για την περιγραφή του οικείου σήματος.

9.     Η επίμαχη καταχώριση ζητήθηκε για προϊόντα και υπηρεσίες που υπάγονται, τα μεν, στις κλάσεις 7, 11 και 13 του Διακανονισμού της Νίκαιας (10) και, οι δε, στην κλάση 42 του εν λόγω Διακανονισμού. Αντιστοιχούν δε στην ακόλουθη περιγραφή:

–       «Εγκαταστάσεις επεξεργασίας σπόρων για σπορά, συγκεκριμένα για τον καθαρισμό, την απολύμανση, την ένδυση σπόρου, τη βαθμονόμηση, την επεξεργασία ενεργών συστατικών, τον ποιοτικό έλεγχο και τη διήθηση» (κλάση 7)·

–       «Εγκαταστάσεις επεξεργασίας για την αποξήρανση σπόρων για σπορά» (κλάση 11)·

–       «Προϊόντα γεωργικά, κηπουρικά και δασικά» (κλάση 31), και

–       «Παροχή τεχνικών και τεχνικοοικονομικών συμβουλών στον τομέα της φυτικής παραγωγής ειδικότερα στον τομέα των σπόρων για σπορά» (κλάση 42).

10.   Με απόφασή του στις 25 Μαρτίου 1999, ο εξεταστής του Γραφείου απέρριψε την υποβληθείσα από την KWS αίτηση καταχωρίσεως, με την αιτιολογία ότι το πορτοκαλί χρώμα καθεαυτό στερείται διακριτικού χαρακτήρα για τα οικεία προϊόντα και τις υπηρεσίες, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού.

11.   Με την προσβαλλόμενη απόφασή του στις 19 Απριλίου 2000, το δεύτερο τμήμα προσφυγών του Γραφείου απέρριψε την ασκηθείσα από την KWS προσφυγή κατά της αποφάσεως του εξεταστή και επιβεβαίωσε ότι η υποβληθείσα αίτηση καταχωρίσεως προσκρούει στον απόλυτο λόγο απαραδέκτου που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού.

12.   Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 28 Ιουνίου 2000, η KWS άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως.

III – Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

13.   Προς στήριξη της προσφυγής της, η KWS προέβαλε δύο λόγους ακυρώσεως που αντλούνται, ο πρώτος, από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού και, ο δεύτερος, από εσφαλμένη ερμηνεία των άρθρων 73 και 74 του εν λόγω κανονισμού.

 A –       Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού

14.   Η KWS υποστήριξε ότι οι παραγωγοί σπόρων χρωματίζουν τα προϊόντα τους προκειμένου να διαφέρουν από εκείνα των ανταγωνιστών τους, ότι τα γενικώς χρησιμοποιούμενα χρώματα συνιστούν αποχρώσεις του κυανού, του κίτρινου ή του ερυθρού και όχι του πορτοκαλί και ότι, κατά συνέπεια, η απόχρωση του πορτοκαλί, της οποίας ζητείται η καταχώριση, γίνεται αμέσως αντιληπτή ως ένδειξη εμπορικής προελεύσεως. Επομένως, αντιθέτως προς την κρίση που διατύπωσε το τμήμα προσφυγών, δεν είναι αναγκαίο να παραμείνει το εν λόγω χρώμα διαθέσιμο για τους ανταγωνιστές της, διότι δεν συνηθίζεται η χρήση του στον οικείο επαγγελματικό τομέα. Όσον αφορά τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας των σπόρων, η KWS ισχυρίσθηκε ότι το συνήθως χρησιμοποιούμενο χρώμα είναι το ερυθρό και ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις διακρίνονται, γενικώς, από τις γεωργικές τους μηχανές (11).

15.   Με το σκεπτικό της αποφάσεώς του, το Πρωτοδικείο επισήμανε κατ’ αρχάς ότι «τα χρώματα ή οι συνδυασμοί χρωμάτων, αυτοί καθεαυτοί, είναι δυνατό να αποτελέσουν εμπορικό σήμα, στο μέτρο που προσφέρονται για να διακρίνονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες μιας επιχειρήσεως από αυτές μιας άλλης» (12).

16.   Εντούτοις, τόνισε ότι η δυνατότητα, γενικώς, μιας κατηγορίας σημείων να συνιστούν σήμα δεν συνεπάγεται ότι τα εμπίπτοντα στην εν λόγω κατηγορία σημεία διαθέτουν κατ’ ανάγκη διακριτικό χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού και επισήμανε ότι ο διακριτικός χαρακτήρας ενός σημείου μπορεί να εκτιμηθεί μόνο σε σχέση, αφενός, με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση και, αφετέρου, με τον τρόπο που το οικείο κοινό αντιλαμβάνεται το επίμαχο σημείο (13).

17.   Εν συνεχεία, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι, μολονότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού δεν κάνει διάκριση μεταξύ διαφορετικής φύσεως σημείων, εντούτοις, «ο τρόπος αντιλήψεως του οικείου κοινού δεν είναι κατ’ ανάγκην ο ίδιος, στην περίπτωση σημείου αποτελούμενου από χρώμα ή από συνδυασμό, αποκλειστικώς, χρωμάτων, απ’ ό,τι στην περίπτωση ενός λεκτικού ή συνισταμένου σε παράσταση σήματος, το οποίο συνίσταται από σημείο ανεξάρτητο της εξωτερικής όψεως των προϊόντων που δηλώνει. Πράγματι, μολονότι το κοινό έχει τη συνήθεια να αντιλαμβάνεται, αμέσως, τα λεκτικά ή αποτελούμενα από παραστάσεις σήματα ως σημεία πιστοποιούντα την εμπορική καταγωγή ενός προϊόντος, δεν συμβαίνει, κατ’ ανάγκην, το ίδιο όταν το σημείο συγχέεται με την εξωτερική όψη του προϊόντος ή όταν αποτελείται απλώς από ένα χρώμα ή χρώματα, χρησιμοποιούμενα για τη γνωστοποίηση παροχής υπηρεσιών» (14).

18.   Το Πρωτοδικείο τόνισε ότι, εν προκειμένω, το οικείο κοινό είναι ιδιαίτερο κοινό, το οποίο διαθέτει γνώσεις και παρατηρητικότητα σε βαθμό υψηλότερο απ’ ό,τι το σύνηθες κοινό, δίχως, εντούτοις, να είναι εξειδικευμένο σε καθένα από τα οικεία προϊόντα (15).

19.   Όσον αφορά τα εμπίπτοντα στην κλάση 31 γεωργικά, κηπευτικά και δασικά προϊόντα και, ιδίως, όσον αφορά τους σπόρους, προϊόν που ιδιαιτέρως προβάλλει η προσφεύγουσα, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι το οικείο κοινό είναι σε θέση να αντιληφθεί την απόχρωσή τους, εφόσον είναι διαφορετική από το φυσικό χρώμα τους, ως ένδειξη της εμπορικής τους προελεύσεως πολλώ δε μάλλον διότι το μέγεθός τους δεν επιτρέπει την επίθεση λεκτικού ή παραστατικού σήματος και διότι ο προορισμός τους, που είναι να φυτευτούν στο έδαφος, δεν ωθεί το οικείο κοινό να υποθέσει ότι η εν λόγω απόχρωση εξυπηρετεί διακοσμητικούς σκοπούς (16).

20.   Εν συνεχεία, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι:

«33      Ωστόσο, όπως το τμήμα προσφυγών έχει διαπιστώσει, στην αιτιολογική σκέψη 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η χρήση χρωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της υποβληθείσας προς καταχώριση αποχρώσεως πορτοκαλί ή συγγενικών αποχρώσεων, δεν είναι κάτι σπάνιο όσον αφορά τα προϊόντα αυτά. Κατά συνέπεια, το υποβληθέν προς καταχώριση σημείο δεν θα επιτρέπει στο οικείο κοινό να διακρίνει αμέσως και με βεβαιότητα τα προϊόντα της προσφεύγουσας από αυτά των άλλων επιχειρήσεων τα οποία φέρουν άλλες αποχρώσεις πορτοκαλί.

34      Εξάλλου, έστω και αν υποτεθεί ότι το χρώμα αυτό δεν είναι σύνηθες όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες σπόρων, όπως αυτούς του αραβοσίτου ή των ζαχαροτεύτλων στους οποίους η προσφεύγουσα αναφέρθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, πρέπει να επισημανθεί ότι από ορισμένες επιχειρήσεις χρησιμοποιούνται επίσης και άλλα χρώματα προκειμένου να υποδηλώνεται ότι σπόροι έχουν υποστεί κατεργασία.

35      Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι το οικείο κοινό διαθέτει, όπως έχει τονιστεί στην ανωτέρω σκέψη 31, ιδιαίτερες γνώσεις, που του επιτρέπουν, τουλάχιστον, να μην αγνοεί ότι τα χρώματα των σπόρων μπορούν να χρησιμοποιούνται, μεταξύ άλλων, για να καταδεικνύεται ότι αυτοί έχουν υποστεί επεξεργασία. Κατά συνέπεια, όπως έχει επισημάνει το τμήμα προσφυγών, το οικείο κοινό δεν θα αντιληφθεί το υποβληθέν προς καταχώριση χρώμα ως ένδειξη της εμπορικής καταγωγής των σχετικών σπόρων.

36      Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το υποβληθέν προς καταχώριση, για τα προϊόντα της, χρώμα δεν επιτελεί τεχνικής φύσεως λειτουργία στο πλαίσιο της προπαρασκευής των σπόρων.

37      Πράγματι, ενόψει της χρησιμοποιήσεως, γενικώς, στον οικείο τομέα, χρωμάτων για τεχνικούς σκοπούς, το οικείο κοινό δεν μπορεί να αποκλείσει, εντελώς, το ενδεχόμενο ότι το πορτοκαλί χρώμα χρησιμοποιείται, ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί, για να καταδειχθεί ότι οι σπόροι έχουν υποστεί επεξεργασία. Κατά συνέπεια, εφόσον δεν έχει προηγουμένως ειδοποιηθεί, το ενδιαφερόμενο κοινό δεν μπορεί να συναγάγει ότι το υποβληθέν να καταχωριστεί ως σήμα πορτοκαλί χρώμα αποτελεί την ένδειξη της εμπορικής καταγωγής των σπόρων.

38      Εξάλλου, η αίτηση καταχωρίσεως σήματος δεν περιορίζεται στους σπόρους ζαχαροτεύτλων και αραβοσίτου και, κατά συνέπεια, πρέπει να εκτιμηθεί σε σχέση με τους σπόρους, γενικώς, κατηγορία που μνημονεύεται ως παράδειγμα σχετικών γεωργικών προϊόντων στην αίτηση καταχωρίσεως σήματος και όχι σε σχέση με σπόρους συγκεκριμένου είδους, ειδικώς κατονομαζομένου.»

21.   Όσον αφορά τις εμπίπτουσες στις κλάσεις 7 και 11 εγκαταστάσεις επεξεργασίας, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι τα προϊόντα αυτά υπάγονται στη γενική κατηγορία των γεωργικών μηχανών, ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις υπάγονται σε ειδική κατηγορία μηχανών για τις οποίες τα χρώματα χρησιμοποιούνται με διαφορετικό τρόπο και ότι, κατά συνέπεια, το οικείο κοινό αποτελείται από τον μέσο καταναλωτή του συνόλου των γεωργικών μηχανών (17).

22.   Κατόπιν των ανωτέρω, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι:

«40      Υπό το φως των ανωτέρω, το τμήμα προσφυγών ορθώς διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν είναι σπάνιο φαινόμενο να απαντώνται μηχανές έχουσες αυτό το χρώμα ή παρόμοια απόχρωση. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ως συνηθισμένο χρώμα, το πορτοκαλί δεν θα επιτρέψει στο οικείο κοινό να διακρίνει αμέσως και με βεβαιότητα τις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας από άλλες μηχανές, φέρουσες παρόμοιες αποχρώσεις πορτοκαλί, έχουσες άλλη εμπορική καταγωγή. Συνεπώς, το οικείο κοινό θα αντιληφθεί το υποβληθέν προς καταχώριση σήματος χρώμα μάλλον ως απλό στοιχείο, συμπληρωματικό της συνολικής εικόνας των επιμάχων προϊόντων.»

23.   Όσον αφορά τις υπηρεσίες, το Πρωτοδικείο έκρινε, πρώτον, ότι το χρώμα ούτε τίθεται επί της ίδιας της υπηρεσίας, η οποία είναι εκ της φύσεώς της άχρωμη, ούτε της προσδίδει κάποια ουσιώδη αξία, με συνέπεια το οικείο κοινό να είναι σε θέση να διακρίνει τη χρήση ενός χρώματος ως απλού διακοσμητικού στοιχείου από τη χρήση του ως στοιχείου που καταδεικνύει την εμπορική προέλευση της υπηρεσίας (18). Δεύτερον, έκρινε ότι, στο μέτρο που δεν αποδείχθηκε ότι το επίμαχο χρώμα επιτελεί άλλες λειτουργίες, μπορεί να απομνημονευθεί ευχερώς και αμέσως από το οικείο κοινό ως διακριτικό σημείο για τις υπηρεσίες που αφορά η καταχώριση. Τέλος, έκρινε ότι, δεδομένου ότι το επίμαχο χρώμα αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη απόχρωση, απομένουν διαθέσιμα πολυάριθμα χρώματα για ταυτόσημες ή παρόμοιες υπηρεσίες. Κατόπιν των ανωτέρω, αποφάνθηκε ότι το επίμαχο χρώμα παρέχει στο ενδιαφερόμενο κοινό τη δυνατότητα να διακρίνει τις οικείες υπηρεσίες από άλλες, έχουσες διαφορετική εμπορική προέλευση (19).

24.   Το Πρωτοδικείο κατέληξε ότι ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού πρέπει να γίνει δεκτός ως προς τις υπηρεσίες και να απορριφθεί ως προς το σύνολο των προϊόντων.

 B –         Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση των άρθρων 73 και 74 του κανονισμού

25.   Το Πρωτοδικείο συνόψισε την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας ως εξής:

«48      Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι το άρθρο 93 του κανονισμού 40/94 επιβάλλει στο Γραφείο να αιτιολογεί τις αποφάσεις του. Σκοπός της υποχρεώσεως αυτής είναι να αναγκάζεται η διοίκηση να προετοιμάζει προσεκτικά την απόφασή της, κατόπιν έρευνας των γεγονότων.

49      Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι δεν της κοινοποιήθηκαν τα έγγραφα επί των οποίων στηρίχθηκε το Γραφείο για να λάβει την απόφασή του, πράγμα που την εμποδίζει να ελέγξει την καταλληλότητα των ερευνών του εν λόγω Γραφείου, να κατανοήσει τη σχετική συλλογιστική και το κατά πόσον αυτή είναι βάσιμη καθώς και, ενδεχομένως, να αμφισβητήσει τα συναχθέντα, εν προκειμένω, συμπεράσματα. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα φρονεί ότι στερήθηκε του δικαιώματός της να ακουστεί καθώς και της δυνατότητας να περιορίσει τον κατάλογο των περιεχομένων στην αίτησή της για καταχώριση σήματος προϊόντων και υπηρεσιών.

50      Επιπλέον, σύμφωνα με την προσφεύγουσα, βάσει του άρθρου 74, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, κάθε απόφαση πρέπει να στηρίζεται επί συγκεκριμένων γεγονότων. Εν προκειμένω, η ύπαρξη αποφάσεων αναλόγων προς την προσβαλλομένη δεν αναιρεί την απαίτηση αιτιολογίας όσον αφορά την επίδικη απόφαση.»

26.   Με το σκεπτικό της αποφάσεώς του, το Πρωτοδικείο επισήμανε, πρώτον, ότι το άρθρο 73, πρώτη περίοδος, του κανονισμού καθιερώνει την υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων του Γραφείου και ότι η αιτιολόγηση αυτή πρέπει να καθιστά γνωστούς, ενδεχομένως, τους λόγους απορρίψεως της αιτήσεως καταχωρίσεως και να παρέχει τη δυνατότητα λυσιτελούς αμφισβητήσεως της επίδικης αποφάσεως (20). Το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου η προσφεύγουσα να μπορεί να την κατανοήσει και να αμφισβητήσει τη νομιμότητά της (21).

27.   Δεύτερον, το Πρωτοδικείο τόνισε ότι, βάσει του άρθρου 73 του κανονισμού, οι αποφάσεις του Γραφείου μπορούν να στηρίζονται μόνο σε λόγους επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση. Εντούτοις, έκρινε ότι τα έγγραφα τα οποία δεν κοινοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα δεν της ήταν απολύτως απαραίτητα προκειμένου να κατανοήσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να ασκήσει, ενδεχομένως, το δικαίωμά της να περιορίσει τον κατάλογο των προϊόντων και υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση. Το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι, λαμβανομένων υπόψη των λόγων που προέβαλε με την προσφυγή της ενώπιον του τμήματος προσφυγών, η αναιρεσείουσα γνώριζε, κατ’ ουσίαν, τα επιχειρήματα και τα στοιχεία που το εν λόγω τμήμα επρόκειτο να εξετάσει προκειμένου να ακυρώσει ή να επιβεβαιώσει την απόφαση του εξεταστή και, συνεπώς, είχε τη δυνατότητα να λάβει θέση επί του ζητήματος. Κατόπιν των ανωτέρω, το Πρωτοδικείο κατέληξε ότι το τμήμα προσφυγών δεν παρέβη την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 73 του κανονισμού (22).

28.   Τέλος, όσον αφορά την προβλεπόμενη από το άρθρο 74, παράγραφος 1, του κανονισμού υποχρέωση του Γραφείου να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς εξέτασε και χρησιμοποίησε ορισμένα πραγματικά περιστατικά που ασκούν επιρροή, προκειμένου να εκτιμήσει τον διακριτικό χαρακτήρα του επίμαχου σημείου σε σχέση με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αφορά η αίτηση καταχωρίσεως (23).

29.   Συνεπώς, το Πρωτοδικείο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέτρο που αφορά τις εμπίπτουσες στην κλάση 42 υπηρεσίες και απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά.

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

30.   Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 11 Δεκεμβρίου 2002, η KWS άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου. Στις 3 Μαρτίου 2003, το Γραφείο κατέθεσε στο Δικαστήριο υπόμνημα αντικρούσεως. Η κατάθεση υπομνημάτων απαντήσεως και ανταπαντήσεως δεν κρίθηκε αναγκαία, σύμφωνα με το άρθρο 117 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Εντούτοις, οι προφορικές παρατηρήσεις των διαδίκων ακούσθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στις 4 Μαρτίου 2004. Κατά τη διάρκεια της εν λόγω συζητήσεως, οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση επί των συμπερασμάτων που επιβάλλεται να συναχθούν, στο πλαίσιο της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως, από την προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Libertel.

31.   Η KWS ζητεί από το Δικαστήριο:

–       να εξαφανίσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέτρο που απορρίπτει την προσφυγή της·

–       να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέτρο που δεν ακυρώθηκε από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και

–       να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα.

32.   Το Γραφείο, το οποίο με το υπόμνημά του αντικρούσεως (24) ισχυρίσθηκε ότι το Πρωτοδικείο όφειλε να απορρίψει την προσφυγή και κατά το μέτρο που αφορά τις υπηρεσίες, δεν άσκησε αντίθετη αναίρεση. Ζητεί από το Δικαστήριο:

–       να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

–       να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

V –    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

33.   Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει διάφορους λόγους που αντλούνται από παράβαση, πρώτον, της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των αποφάσεων, δεύτερον, του δικαιώματός της ακροάσεως, τρίτον, του άρθρου 74 του κανονισμού που προβλέπει την αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών και, τέταρτον, του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού. Θα εξετάσω καθέναν από τους λόγους αναιρέσεως με τη σειρά που αναφέρθηκαν.

 A –         Επί της παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

34.   Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η KWS προσάπτει στο Πρωτοδικείο, αφενός, ότι παρερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 73, πρώτη περίοδος, του κανονισμού, η οποία επιβάλλει στο Γραφείο την υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεών του. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γραφείο, λόγω της υποχρεώσεως αυτής, οφείλει να μην περιορίζεται στην αμιγώς τυπική αναφορά των λόγων απορρίψεως, αλλά να αναλύει το περιεχόμενο όλων των στοιχείων που ασκούν επιρροή. Επομένως, το Πρωτοδικείο προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση τoυ περιεχομένου της εν λόγω υποχρεώσεως. Σύμφωνα με την KWS, η προσβαλλόμενη απόφαση έθιγε το θεμελιώδες δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας και, συνεπώς, η αναιρεσείουσα είχε ιδιαίτερο συμφέρον να είναι αναλυτική η αιτιολογία της εν λόγω αποφάσεως, η οποία δεν της παρείχε ουδεμία ένδειξη. Επιπλέον, όσον αφορά τους σπόρους, η KWS διατείνεται ότι το Γραφείο στήριξε την απόφασή του αποκλειστικώς επί αποσπάσματος κειμένου περιλαμβανομένου στον διαδικτυακό τόπο ενός κατασκευαστή χρωμάτων για σπόρους, ήτοι σε ανεπαρκή στοιχεία από τα οποία δεν προκύπτει ότι το επίμαχο χρώμα στερείται διακριτικού χαρακτήρα, δίχως να ληφθούν υπόψη χωρία του περιλαμβανομένου στον εν λόγω ιστότοπο κειμένου που συνηγορούσαν υπέρ της καταχωρίσεως. Ομοίως, όσον αφορά το χρώμα των μηχανών, το Γραφείο προέβη απλώς σε κρίση επί των πραγματικών περιστατικών χωρίς να διαπιστώσει το υποστατό τους.

35.   Η KWS προσάπτει, αφετέρου, στο Πρωτοδικείο ότι παρέβη τη δική του υποχρέωση αιτιολογήσεως. Έτσι, προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν αιτιολόγησε τη διαλαμβανόμενη στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως κρίση του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση καθιστούσε γνωστούς στην προσφεύγουσα τους λόγους απορρίψεως της αιτήσεώς της καταχωρίσεως.

36.   Το Γραφείο υποστηρίζει, κυρίως, ότι οι ανωτέρω αιτιάσεις, όπως και το σύνολο των λόγων αναιρέσεως που αφορούν τη διαδικασία, είναι απαράδεκτες διότι στοχεύουν αποκλειστικώς στην εκ νέου εξέταση της ασκηθείσας ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγής. Επικουρικώς, το Γραφείο ισχυρίζεται ότι είναι αβάσιμες διότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιείχε τις ουσιαστικές σκέψεις επί των οποίων στηρίχθηκε.

2.      Εκτίμηση

37.   Η επιχειρηματολογία που η αναιρεσείουσα αναπτύσσει στο πλαίσιο του λόγου αναιρέσεως που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως αναλύεται, στην πράξη, σε δύο χωριστούς λόγους αναιρέσεως. Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, το επιχείρημα ότι το ίδιο το Πρωτοδικείο παρερμήνευσε την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, η αναιρεσείουσα αναφέρεται στην τυπική απαίτηση αιτιολογήσεως της εν λόγω αποφάσεως. Η αναιρεσείουσα δεν στηρίζεται στο άρθρο 73, πρώτη περίοδος, του κανονισμού, όπως ισχυρίζεται με την αίτησή της αναιρέσεως, αλλά στη διάταξη του άρθρου 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου που ορίζει ότι οι αποφάσεις πρέπει να είναι αιτιολογημένες και εφαρμόζεται επί των αποφάσεων του Πρωτοδικείου, δυνάμει του άρθρου 53 του εν λόγω Οργανισμού.

38.   Στο πλαίσιο αυτού του λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν αιτιολόγησε τη διατυπωθείσα με τη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως κρίση ότι «η προσφεύγουσα διέθετε τα στοιχεία που ήσαν αναγκαία για να κατανοήσει την προσβαλλομένη απόφαση και να αμφισβητήσει τη νομιμότητά της ενώπιον του κοινοτικού δικαστή». Η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη. Συγκεκριμένα, αρκεί μια αναδρομή στην επίμαχη σκέψη για να διαπιστωθεί ότι το Πρωτοδικείο, προτού διατυπώσει την εν λόγω κρίση, συνόψισε το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως και εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι τα αναπαραχθέντα στοιχεία της εν λόγω αποφάσεως παρείχαν στην αναιρεσείουσα τη δυνατότητα να κατανοήσει τους λόγους απορρίψεως της αιτήσεώς της καταχωρίσεως για έκαστη από τις κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών που αυτή αφορούσε.

39.   Εν συνεχεία, με ένα δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η KWS προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Κατά πάγια νομολογία, η εκτίμηση του Πρωτοδικείου επί του περιεχομένου της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως της ενώπιόν του προσβαλλόμενης αποφάσεως συνιστά νομικό ζήτημα που υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (25). Εντούτοις, συμμερίζομαι την άποψη του Γραφείου ότι ούτε η εν λόγω αιτίαση είναι βάσιμη.

40.   Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη διατύπωση του άρθρου 73, πρώτη περίοδος, του κανονισμού, «οι αποφάσεις του Γραφείου αιτιολογούνται». Συνεπώς, το εν λόγω άρθρο εξειδικεύει για το Γραφείο την υποχρέωση αιτιολογήσεως που το άρθρο 253 ΕΚ επιβάλλει για όλες τις κανονιστικές πράξεις του κοινοτικού δικαίου. Ουδέν μείζον επιχείρημα επιβάλλει τη διαπίστωση ότι η ούτως διαλαμβανόμενη στο άρθρο 73 του κανονισμού υποχρέωση αιτιολογήσεως έχει διαφορετικό περιεχόμενο από εκείνο που καθιερώνει το άρθρο 253 ΕΚ. Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξεως και να καθιστά γνωστή, κατά τρόπο σαφή και στερούμενο αμφισημίας, τη συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, προκειμένου να παρέχει τη δυνατότητα στα μεν ενδιαφερόμενα μέρη να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του. Η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται με βάση τις εκάστοτε περιστάσεις και, ιδίως, το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση των λόγων που προβάλλει το όργανο που εξέδωσε την πράξη και το συμφέρον προς παροχή διευκρινίσεων που, ενδεχομένως, έχουν οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα, τα οποία η πράξη αφορά άμεσα ή ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να προσδιορίζει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ασκούν επιρροή, καθόσον το ζήτημα κατά πόσο η αιτιολογία μιας πράξεως πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν το οικείο ζήτημα (26).

41.   Στην περίπτωση αποφάσεως του Γραφείου, η οποία απορρίπτει υποβληθείσα αίτηση καταχωρίσεως, για να πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις, η απόφαση αυτή πρέπει να εκθέτει σαφώς τον προβλεπόμενο από τον κανονισμό λόγο ή λόγους απαραδέκτου επί του οποίου στηρίζεται η απόρριψη, καθώς και τους λόγους που δικαιολογούν την εφαρμογή αυτού του λόγου ή λόγων απαραδέκτου σε καθεμιά από τις κατηγορίες προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση του σήματος. Το ζήτημα κατά πόσο οι ούτως εκτεθέντες λόγοι αρκούν προκειμένου να επιτευχθεί ο διπλός στόχος της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ήτοι η παροχή δυνατότητας, αφενός, στον αιτούντα την καταχώριση να γνωρίζει τους λόγους απορρίψεως της αιτήσεώς του και, αφετέρου, στον κοινοτικό δικαστή να ασκεί τον προβλεπόμενο έλεγχο νομιμότητας, πρέπει να εκτιμηθεί βάσει των συγκεκριμένων περιστάσεων εκάστης περιπτώσεως και, ιδίως, πρέπει να ληφθούν υπόψη η επικοινωνία μεταξύ του αιτούντος την καταχώριση και του Γραφείου, το επίμαχο σήμα, καθώς και τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες για τα οποία ζητείται η καταχώριση. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, επιβάλλεται να εξετασθεί αν το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε, εν προκειμένω, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβαίνει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 73 του κανονισμού υποχρέωση αιτιολογήσεως.

42.   Από την εξέταση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η αίτηση καταχωρίσεως προσκρούει στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (27). Το τμήμα προσφυγών εξέθεσε επίσης τους λόγους για τους οποίους ο συγκεκριμένος λόγος απαραδέκτου ισχύει εν προκειμένω. Αφενός, ένα χρώμα καθεαυτό δεν έχει διακριτικό χαρακτήρα, εκτός αν αποδειχθεί ότι έχει αποκτήσει παρόμοιο χαρακτήρα μέσω της χρήσεώς του και, αφετέρου, τα χρώματα πρέπει να παραμένουν διαθέσιμα για όλες τις επιχειρήσεις. Επομένως, σύμφωνα με το τμήμα προσφυγών, ένα χρώμα καθεαυτό μπορεί να αναγνωρισθεί ως έχον διακριτικό χαρακτήρα μόνον υπό ορισμένες περιστάσεις (28).

43.   Εν συνεχεία, το τμήμα προσφυγών εξήγησε γιατί δεν συντρέχουν, εν προκειμένω, παρόμοιες ειδικές περιστάσεις σε σχέση με τα προϊόντα που αφορά η αίτηση καταχωρίσεως. Έτσι, το επίμαχο χρώμα, το οποίο είναι εκ φύσεως «βασικό χρώμα» που απαντά συχνά είτε όπως ακριβώς ζητήθηκε να καταχωρισθεί είτε σε πολύ κοντινές αποχρώσεις του, είναι καθ’ όλα σύνηθες όσον αφορά τα εν λόγω προϊόντα (29). Όσον αφορά τους σπόρους, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι, από κάποιο χρονικό σημείο και εφεξής, οι παραγωγοί σπόρων χρωματίζουν τα εν λόγω προϊόντα προκειμένου να καταδείξουν ότι έχουν υποστεί επεξεργασία. Ως παράδειγμα, παρέθεσε απόσπασμα κειμένου περιλαμβανομένου στον διαδικτυακό τόπο ενός κατασκευαστή χρωμάτων για σπόρους. Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το πορτοκαλί καταλέγεται μεταξύ των χρωμάτων που χρησιμοποιούνται στον οικείο τομέα και, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, θα γίνεται αντιληπτό από την οικεία πελατεία ως ένδειξη όχι της εμπορικής προελεύσεως του προϊόντος, αλλά του γεγονότος ότι οι εν λόγω σπόροι έχουν υποστεί επεξεργασία (30). Όσον αφορά τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας των σπόρων, το τμήμα προσφυγών τόνισε ότι, όπως διαπίστωσε ο εξεταστής, συχνά απαντούν μηχανές έχουσες το επίμαχο χρώμα (31).

44.   Τέλος, το τμήμα προσφυγών υπογράμμισε ότι οι ανταγωνιστές έχουν συμφέρον να παραμείνει διαθέσιμο το επίμαχο χρώμα προκειμένου να μπορούν και εκείνοι να το χρησιμοποιήσουν, ότι οι αποφάσεις των αρμοδίων επί του ζητήματος γερμανικών αρχών, τις οποίες επικαλέστηκε η προσφεύγουσα, δεν δεσμεύουν το Γραφείο και ότι το Γραφείο ουδέποτε αποφάνθηκε ότι το επίμαχο χρώμα έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα μέσω της χρήσεώς του (32).

45.   Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω στοιχείων, φρονώ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και, συνεπώς, παρείχε τη δυνατότητα στη μεν προσφεύγουσα να κατανοήσει τους νομικής και πραγματικής φύσεως λόγους απορρίψεως της αιτήσεώς της καταχωρίσεως του πορτοκαλί χρώματος καθεαυτού ως κοινοτικού σήματος για έκαστη από τις κατηγορίες δηλωθέντων προϊόντων, στο δε Πρωτοδικείο να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας της εν λόγω αποφάσεως. Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στο μέτρο που έκρινε ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως ήταν σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του άρθρου 73 του κανονισμού.

46.   Για τους λόγους αυτούς, φρονώ ότι οι λόγοι αναιρέσεως που αντλούνται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

 B –         Επί της προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

47.   Η KWS ισχυρίζεται, εν προκειμένω, ότι το τμήμα προσφυγών στήριξε την προσβαλλόμενη απόφαση αποκλειστικώς σε ένα έγγραφο, ήτοι σε απόσπασμα κειμένου περιλαμβανομένου στον διαδικτυακό τόπο ενός κατασκευαστή χρωμάτων για σπόρους, και έκανε για πρώτη φορά μνεία του στοιχείου αυτού με την εν λόγω απόφαση. Συνεπώς, το τμήμα προσφυγών προέβαλε το δικαίωμα ακροάσεως της αναιρεσείουσας. Το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη την εν λόγω προσβολή και ασχολήθηκε αποκλειστικώς με το ζήτημα κατά πόσο τα έγγραφα αυτά ήταν απολύτως απαραίτητα για την κατανόηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο κακώς έκρινε ότι η αναιρεσείουσα γνώριζε, κατ’ ουσίαν, τα στοιχεία τα οποία επρόκειτο να εξετασθούν από το τμήμα προσφυγών και, συνεπώς, είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει τις απόψεις της επί του ζητήματος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Πρωτοδικείο παρερμήνευσε τον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο η αρχή η οποία λαμβάνει την απόφαση οφείλει να παράσχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να λάβει θέση επί όλων των παραγόντων που μπορούν να επηρεάσουν το περιεχόμενο της εν λόγω αποφάσεως και αρκεί, για τη διαπίστωση της προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως, η πιθανότητα απλώς να είχε εκδοθεί διαφορετική απόφαση, ελλείψει της εν λόγω προσβολής.

48.   Η KWS υποστηρίζει επίσης ότι, αν το εν λόγω έγγραφο της είχε κοινοποιηθεί, θα μπορούσε να καταστήσει γνωστές τις παρατηρήσεις της επί του περιεχομένου του. Συγκεκριμένα, θα είχε τη δυνατότητα να επισημάνει ότι στον επίμαχο διαδικτυακό τόπο διατυπωνόταν η άποψη ότι η απόχρωση των σπόρων γίνεται αντιληπτή ως ένδειξη εμπορικής προελεύσεως.

49.   Επιπλέον, το Πρωτοδικείο παρέλειψε να περιλάβει το εν λόγω επιχείρημα στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με συνέπεια να προβάλει το δικαίωμά της ακροάσεως. Η αναιρεσείουσα διατείνεται ότι οι εν λόγω προσβολές, εκ μέρους του τμήματος προσφυγών και του Πρωτοδικείου, της στέρησαν τη δυνατότητα να περιορίσει τον κατάλογο των προϊόντων που αφορά η αίτηση καταχωρίσεως αποκλειστικώς στους σπόρους και να απολαύσει των δικαιωμάτων που συνεπάγεται η αίτηση αυτή.

50.   Το Γραφείο αμύνθηκε υποστηρίζοντας ότι το Πρωτοδικείο δεν προσέβαλε το δικαίωμα ακροάσεως της αναιρεσείουσας, διότι της παρέσχε τη δυνατότητα να προβάλει το σύνολο των επιχειρημάτων της, ιδίως, με το υπόμνημά της απαντήσεως. Εν συνεχεία, ισχυρίσθηκε ότι η παραπομπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στον διαδικτυακό τόπο του κατασκευαστή χρωμάτων για σπόρους δεν συνιστά την αιτιολογία της εν λόγω αποφάσεως, αλλά απλώς ένα στοιχείο που την επικυρώνει. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν θα ήταν διαφορετική αν η προσφεύγουσα είχε περιορίσει τον κατάλογο των προϊόντων που αφορά η αίτηση καταχωρίσεως.

2.      Εκτίμηση

51.   Η επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας στο πλαίσιο του λόγου αναιρέσεως που αντλείται από προσβολή του δικαιώματός της ακροάσεως αναλύεται, επίσης, σε δύο διαφορετικούς λόγους αναιρέσεως.

52.   Κατ’ αρχάς, η αιτίαση ότι το ίδιο το Πρωτοδικείο προσέβαλε το δικαίωμα ακροάσεως της αναιρεσείουσας στοχεύει στη διαπίστωση ότι το Πρωτοδικείο, στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας, δεν σεβάσθηκε τα δικαιώματα άμυνας της αναιρεσείουσας. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως δεν στηρίζεται στο άρθρο 73, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού, αλλά στη θεμελιώδη αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας που καθιερώνει το κοινοτικό δίκαιο, η οποία επιτάσσει να παρέχεται σε κάθε διάδικο ενώπιον του Πρωτοδικείου η δυνατότητα να καθιστά λυσιτελώς γνωστούς τους ισχυρισμούς του. Στο πλαίσιο αυτού του λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν περιέλαβε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση την επιχειρηματολογία της που αφορά έλλειψη προηγούμενης κοινοποιήσεως του περιεχομένου του επίμαχου διαδικτυακού τόπου.

53.   Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα ακροάσεως στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας δεν συνεπάγεται ότι ο δικαστής πρέπει να περιλάβει στην απόφασή του όλους τους ισχυρισμούς των διαδίκων (33). Στον δικαστή εναπόκειται να ακούσει όλους τους ισχυρισμούς και, αφού εκτιμήσει τα αποδεικτικά στοιχεία, να αποφανθεί επί των αιτημάτων των διαδίκων και να αιτιολογήσει την απόφασή του (34). Εν προκειμένω, από την εξέταση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι, μολονότι το Πρωτοδικείο δεν περιέλαβε με κάθε λεπτομέρεια την επίμαχη επιχειρηματολογία στην απόφασή του, εντούτοις, περιέλαβε μια σύνοψη αυτής (35) και διατύπωσε αιτιολογημένη επ’ αυτής κρίση με τις σκέψεις 58 και 59. Συνεπώς, ο λόγος αναιρέσεως που αντλείται από προσβολή, εκ μέρους του Πρωτοδικείου, του δικαιώματος ακροάσεως της αναιρεσείουσας στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας είναι αβάσιμος.

54.   Εν συνεχεία, στο πλαίσιο διαφορετικού λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στο μέτρο που αποφάνθηκε ότι το τμήμα προσφυγών δεν προσέβαλε το δικαίωμα ακροάσεώς της. Επομένως, κατά το μέτρο αυτό, το Πρωτοδικείο παρερμήνευσε το περιεχόμενο της υποχρεώσεως που επιβάλλει στο Γραφείο το άρθρο 73, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού. Πρέπει να υπομνησθεί ότι το ζήτημα κατά πόσο το Πρωτοδικείο εφάρμοσε ορθώς την αρχή περί της τηρήσεως του δικαιώματος άμυνας και, ιδίως, του δικαιώματος ακροάσεως αποτελεί νομικό ζήτημα που υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (36).

55.   Σύμφωνα με το άρθρο 73, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού, οι αποφάσεις του Γραφείου «δεν μπορούν να στηρίζονται παρά μόνο στους λόγους επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση». Έτσι, το εν λόγω άρθρο καθιερώνει για την ενώπιον του Γραφείου εφαρμοζόμενη διαδικασία τη θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα άμυνας πρέπει να τηρείται στο πλαίσιο οποιασδήποτε διαδικασίας, ακόμη και διοικητικού χαρακτήρα (37). Συναφώς, πρέπει να τονισθεί ότι ο νομοθέτης μερίμνησε να διατυπώσει την εν λόγω αρχή όχι μόνον κατά γενικό τρόπο με τη διάταξη του άρθρου 73 του κανονισμού, αλλά και με τις διατάξεις που αφορούν κάθε στάδιο της διαδικασίας το οποίο μπορεί να καταλήξει στην έκδοση αποφάσεως βλαπτικής για τα συμφέροντα επιχειρηματία, τόσο στο πλαίσιο του κανονισμού όσο και στο πλαίσιο των κανόνων που θεσπίστηκαν για την εφαρμογή του (38). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η εν λόγω αρχή διέπει, μεταξύ άλλων, τόσο τις διατάξεις που αφορούν τον έλεγχο των απόλυτων λόγων απαραδέκτου (39) όσο και τις ειδικές διατάξεις που αφορούν την εφαρμοζόμενη ενώπιον των τμημάτων προσφυγών διαδικασία (40).

56.   Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, το τμήμα προσφυγών μπορεί να στηρίξει την απόφαση με την οποία αρνείται την καταχώριση σήματος μόνο σε νομικά ή πραγματικά στοιχεία επί των οποίων ο αιτών την καταχώριση είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του (41). Φρονώ ότι το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τα νομικά ή πραγματικά στοιχεία τα οποία συνιστούν την αιτιολογία της αποφάσεως του εξεταστή που προσβάλλεται ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Πράγματι, τα στοιχεία αυτά πρέπει, κατ’ αρχήν, να υποβάλλονται ως λόγοι από τον ίδιο τον εξεταστή στον αιτούντα την καταχώριση, ο οποίος έχει τη δυνατότητα να τα αμφισβητήσει εκ νέου στο πλαίσιο της προσφυγής του ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Ομοίως, το άρθρο 73 του κανονισμού δεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στο Γραφείο την υποχρέωση να εξετάζει εκ προοιμίου τις παρατηρήσεις του αιτούντος την καταχώριση επί των νομικών ή πραγματικών στοιχείων, τις οποίες διατύπωσε στο πλαίσιο της επικοινωνίας του με τον εξεταστή ή με την προσφυγή του κατά της αποφάσεως που έλαβε ο εξεταστής (42). Αντιθέτως, όταν το Γραφείο αποφασίζει, σύμφωνα με το άρθρο 74 του κανονισμού, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά, επί των οποίων πρέπει να στηριχθεί η απόφαση που απορρίπτει αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος και τα οποία, εξ υποθέσεως, δεν περιλαμβάνονταν ούτε στην απόφαση του εξεταστή ούτε στα έγγραφα του αιτούντος την καταχώριση, οφείλει υποχρεωτικώς να τα κοινοποιήσει στον αιτούντα προκειμένου αυτός να μπορέσει να καταστήσει γνωστές τις παρατηρήσεις του.

57.   Εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών δεν κοινοποίησε στην προσφεύγουσα ούτε τα αποτελέσματα των ερευνών που διενήργησε σχετικά με τη χρήση του επίμαχου χρώματος στα οικεία προϊόντα, στις οποίες παρέπεμψε με την προσβαλλόμενη απόφαση, ούτε το περιεχόμενο του κειμένου που περιλαμβάνεται στον διαδικτυακό τόπο του κατασκευαστή χρωμάτων, του οποίου απόσπασμα παρέθεσε στην εν λόγω απόφαση. Εν πάση περιπτώσει, φρονώ ότι δεν πρόκειται για προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας που θα έπρεπε να οδηγήσει το Πρωτοδικείο στην έκδοση αποφάσεως ακυρώνουσας την προσβαλλόμενη απόφαση.

58.   Πράγματι, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, ο λόγος αναιρέσεως που αντλείται από πλημμέλειες κατά τη διαδικασία μπορεί να κριθεί βάσιμος μόνον αν οι επίμαχες πλημμέλειες θίγουν τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος. Συνεπώς, για να διαπιστωθεί προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας είναι αναγκαίο η διαδικασία να μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα, ελλείψει της πλημμέλειας της διοικητικής αρχής (43). Αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, εναπόκειται στον αναιρεσείοντα να αποδείξει ότι, ελλείψει της εν λόγω πλημμέλειας, θα είχε τη δυνατότητα να εξασφαλίσει αποτελεσματικότερα την υπεράσπιση των συμφερόντων του (44).

59.   Φρονώ ότι οι εν λόγω προϋποθέσεις δεν πληρούνται εν προκειμένω. Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τις έρευνες στις οποίες παρέπεμψε το τμήμα προσφυγών με την προσβαλλόμενη απόφαση, αληθεύει ότι αντικρούουν τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας ότι το επίμαχο χρώμα δεν χρησιμοποιείται από τους ανταγωνιστές της για τον χρωματισμό των οικείων προϊόντων (45). Εν πάση περιπτώσει, ο ισχυρισμός ότι το πορτοκαλί χρώμα χρησιμοποιείται στην πράξη για τα εν λόγω προϊόντα δεν συνιστά αναγκαίο στοιχείο της αιτιολογήσεως της απορρίψεως της αιτήσεως καταχωρίσεως. Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, το τμήμα προσφυγών, επικυρώνοντας την απόφαση του εξεταστή επί του ζητήματος αυτού, έκρινε ότι το επίμαχο χρώμα στερείται διακριτικού χαρακτήρα για τα οικεία προϊόντα, διότι τα χρώματα καθαυτά στερούνται, εξ ορισμού, διακριτικού χαρακτήρα και το πορτοκαλί είναι άκρως συνηθισμένο χρώμα. Το τμήμα προσφυγών έκρινε επίσης ότι οι σπόροι χρωματίζονται συνήθως με χρώμα διαφορετικό από το φυσικό τους χρώμα, ειδικότερα δε, για να καταδειχθεί ότι έχουν υποστεί επεξεργασία, με συνέπεια η απόχρωση να μη γίνεται αντιληπτή ως ένδειξη εμπορικής προελεύσεως, και ότι όχι σπανίως απαντούν μηχανές πορτοκαλί χρώματος ή παρόμοιας αποχρώσεως. Τέλος, τόνισε ότι οι ανταγωνιστές της αναιρεσείουσας μπορεί να έχουν συμφέρον να χρησιμοποιούν επίσης το εν λόγω χρώμα.

60.   Όπως επισημάνθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του προηγούμενου λόγου αναιρέσεως, οι ανωτέρω σκέψεις αρκούν για να δικαιολογήσουν την απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός ότι το πορτοκαλί χρώμα χρησιμοποιείται για τον χρωματισμό τόσο των σπόρων όσο και των εγκαταστάσεων επεξεργασίας τους ενισχύει, απλώς, το συμπέρασμα ότι το εν λόγω χρώμα δεν θα γινόταν αντιληπτό από το οικείο κοινό ως ένδειξη της εμπορικής προελεύσεως των προϊόντων της αναιρεσείουσας.

61.   Εν συνεχεία, όσον αφορά το περιεχόμενο του διαδικτυακού τόπου που περιελήφθη στην προσβαλλόμενη απόφαση, το εν λόγω κείμενο απλώς επιβεβαιώνει ένα επιχείρημα που η ίδια η αναιρεσείουσα προέβαλε προς στήριξη της προσφυγής της κατά της αποφάσεως του εξεταστή, ήτοι ότι οι παραγωγοί των σπόρων χρωματίζουν τα προϊόντα τους (46).

62.   Εν πάση περιπτώσει, η αναιρεσείουσα δεν δικαιολογεί ούτε γιατί η προηγούμενη κοινοποίηση των εν λόγω εγγράφων θα της παρείχε τη δυνατότητα να περιορίσει τον κατάλογο των προϊόντων για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση, ούτε γιατί η απόφαση του τμήματος προσφυγών θα μπορούσε να είναι διαφορετική, αν η υποβληθείσα αίτηση αφορούσε μόνον τους σπόρους. Πράγματι, οι λόγοι απορρίψεως που προβλήθηκαν από το τμήμα προσφυγών αφορούν, ιδίως, τους σπόρους.

63.   Συνεπώς, το Πρωτοδικείο είχε τη δυνατότητα να κρίνει, χωρίς να παρερμηνεύσει το άρθρο 73 του κανονισμού, ότι δεν υπήρξε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της αναιρεσείουσας που να δικαιολογεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, διότι, αφενός, η αναιρεσείουσα γνώριζε τους λόγους απορρίψεως της αιτήσεώς της καταχωρίσεως, οι οποίοι κατ’ ουσίαν περιλαμβάνονταν είτε στην απόφαση του εξεταστή είτε στην προσφυγή της, και, αφετέρου, η έλλειψη προηγούμενης κοινοποιήσεως των επίδικων εγγράφων δεν έθιξε τα συμφέροντά της. Κατόπιν των σκέψεων αυτών, φρονώ ότι οι λόγοι αναιρέσεως που αντλούνται από προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως είναι αβάσιμοι.

Γ –      Επί του λόγου αναιρέσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 74 του κανονισμού, το οποίο προβλέπει την αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών

64.   Η KWS ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο, περιοριζόμενο στη διαπίστωση ότι το τμήμα προσφυγών «ορθώς εξέτασε και χρησιμοποίησε ορισμένα πραγματικά περιστατικά που ασκούν επιρροή», παρερμήνευσε την υποχρέωση που επιβάλλει στο Γραφείο το άρθρο 74 του κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο «το Γραφείο εξετάζει τα πραγματικά περιστατικά». Έτσι, κατά την αναιρεσείουσα, το ζήτημα δεν είναι αν εξετάσθηκαν τα πραγματικά περιστατικά, αλλά κατά πόσο η εν λόγω εξέταση ήταν πλήρης. Μια πλήρης εξέταση θα παρείχε στο Γραφείο τη δυνατότητα να διαπιστώσει με βεβαιότητα αν συντρέχουν ή όχι οι λόγοι απαραδέκτου του άρθρου 7 του κανονισμού, αφού η απόφαση να καταχωρισθεί ή όχι το υποβληθέν σημείο ως σήμα εμπίπτει στη δεσμία αρμοδιότητα και όχι στη διακριτική ευχέρεια του Γραφείου.

65.   Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση κάνει λόγο για «έρευνες του τμήματος προσφυγών», πλην όμως παραπέμπει μόνο στον διαδικτυακό τόπο ενός κατασκευαστή χρωμάτων για σπόρους, στοιχείο που δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την απόρριψη της αιτήσεως. Η εν λόγω παραπομπή δεν δικαιολογεί την άρνηση του Γραφείου να καταχωρίσει το υποβληθέν σήμα πολλώ μάλλον διότι η επίμαχη ιστοσελίδα ανήκει σε αμερικανική επιχείρηση και δεν είναι βέβαιον ότι οι τρέχουσες χρήσεις των εν λόγω προϊόντων στην αμερικανική αγορά μπορούν να αποτελέσουν αποδεικτικό στοιχείο για τα ισχύοντα στην κοινοτική αγορά. Τέλος, δεδομένου ότι η εν λόγω ιστοσελίδα ήταν συνταγμένη στην αγγλική γλώσσα, ούτε προκύπτει με σαφήνεια ούτε έχει αποδειχθεί ότι το οικείο κοινό εντός της Κοινότητας είχε τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου της.

66.   Όπως και το Γραφείο, φρονώ ότι αυτός ο λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος. Πράγματι, υπό τον μανδύα παραβάσεως του άρθρου 74 του κανονισμού και υποστηρίζοντας ότι μια σε βάθος εξέταση των οικείων πραγματικών περιστατικών θα οδηγούσε το Γραφείο στο να δεχθεί την αίτησή της καταχωρίσεως, η αναιρεσείουσα επιδιώκει στην πράξη να αμφισβητήσει εκ νέου την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβησαν το τμήμα προσφυγών και, εν συνεχεία, το Πρωτοδικείο. Όμως, κατά πάγια νομολογία, από τα άρθρα 225 ΕΚ και 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως μπορεί να στηρίζεται μόνο σε λόγους που αφορούν παράβαση νομικών κανόνων, αποκλειομένης οποιασδήποτε εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών (47).

Δ –      Επί της παραβάσεως του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

67.   Η KWS υπενθυμίζει ότι η απόρριψη της αιτήσεώς της καταχωρίσεως από το Γραφείο και το Πρωτοδικείο στηρίζεται αποκλειστικώς στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα.

68.   Η αναιρεσείουσα επισημαίνει ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, ένα σήμα έχει διακριτικό χαρακτήρα όταν μπορεί να γίνει αντιληπτό ως ένδειξη εμπορικής προελεύσεως, ότι, συναφώς, αρκεί απλώς η δυνατότητα ενός σήματος να χρησιμοποιηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, ότι η εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα ενός σήματος πρέπει να γίνεται με βάση τα προϊόντα και τις υπηρεσίες για τα οποία ζητείται η καταχώριση και όχι με αφηρημένο τρόπο, ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως και, ιδίως, η γενόμενη χρήση του σήματος, και, τέλος, ότι η αντίληψη των ενδιαφερομένων μερών αποτελεί το σημείο αναφοράς.

69.   Η KWS προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν έλαβε υπόψη τις ανωτέρω αρχές, στο μέτρο που, αφενός, έθεσε αυστηρότερες προϋποθέσεις για τα σήματα που αποτελούνται αποκλειστικώς από ένα χρώμα απ’ ότι για τα υπόλοιπα σήματα και, αφετέρου, στηρίχθηκε στη δική του αντίληψη και όχι στην αντίληψη των ενδιαφερομένων μερών και, τέλος, παρερμήνευσε το κριτήριο του διακριτικού χαρακτήρα.

70.   Έτσι, το Πρωτοδικείο έσφαλε, καθόσον έκρινε ότι, στις περιπτώσεις που ζητείται η καταχώριση χρώματος, ο τρόπος που το οικείο κοινό αντιλαμβάνεται το σήμα «δεν είναι κατ’ ανάγκην ο ίδιος [...] απ’ ό,τι στην περίπτωση ενός λεκτικού ή συνισταμένου σε παράσταση σήματος, το οποίο συνίσταται από σημείο ανεξάρτητο της εξωτερικής όψεως των προϊόντων που υποδηλώνει» (48). Επομένως, το Πρωτοδικείο κακώς αποφάνθηκε ότι το επίμαχο χρώμα στερείται διακριτικού χαρακτήρα για τα οικεία προϊόντα, αφού τα προϊόντα αυτά απευθύνονται σε ειδική πελατεία. Όσον αφορά τα γεωργικά προϊόντα και, ειδικότερα, τους σπόρους, μόνον η αναιρεσείουσα χρησιμοποιούσε την επίμαχη απόχρωση του πορτοκαλί για τον χρωματισμό των προϊόντων της. Συνεπώς, το Πρωτοδικείο κακώς έκρινε ότι η χρησιμοποίηση άλλων αποχρώσεων διαφόρων χρωμάτων από τους ανταγωνιστές απέκλειε την πιθανότητα να γίνει αντιληπτή η επίμαχη απόχρωση του πορτοκαλί ως ένδειξη εμπορικής προελεύσεως. Η ανωτέρω κρίση είναι εσφαλμένη πολλώ μάλλον διότι τα διάφορα χρώματα δεν χρησιμοποιούνται με ομοιόμορφο τρόπο στον οικείο επαγγελματικό τομέα. Όσον αφορά τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας των σπόρων, πρόκειται για ειδικές μηχανές που προορίζονται για βιομηχανικές χρήσεις και τοποθετούνται εντός των εργαστηρίων. Συνεπώς, το Πρωτοδικείο έσφαλε επίσης καθόσον έκρινε ότι οι εν λόγω μηχανές συνήθως χρωματίζονται και, ειδικότερα, ότι χρωματίζονται με αποχρώσεις του πορτοκαλί.

71.   Το Γραφείο ισχυρίζεται ότι αυτός ο λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

2.      Εκτίμηση

72.   Με την προαναφερθείσα απόφαση Libertel, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ένα χρώμα καθεαυτό είναι ικανό να αποτελέσει σήμα, κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας, εφόσον καθορίζεται μέσω ενός διεθνώς αναγνωρισμένου κώδικα προσδιορισμού, όπως συμβαίνει εν προκειμένω (49). Εν συνεχεία, το Δικαστήριο προσδιόρισε τα κριτήρια επί των οποίων πρέπει να στηρίζεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, η εκτίμηση για το κατά πόσο ένα χρώμα είναι καθεαυτό ικανό να έχει διακριτικό χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας και, συνεπώς, για το κατά πόσο μπορεί να καταχωρισθεί ως σήμα για τα δηλωθέντα προϊόντα και τις υπηρεσίες.

73.   Δεδομένου ότι η διατύπωση των άρθρων 2 και 3, παράγραφοι 1, στοιχείο β΄, και 3 της οδηγίας προσομοιάζει με τη διατύπωση των άρθρων 4 και 7, παράγραφοι 1, στοιχείο β΄, και 3, του κανονισμού, η ερμηνεία που δόθηκε από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της προαναφερθείσας υποθέσεως Libertel ισχύει και στο πλαίσιο του κανονισμού. Επιπλέον, είναι γνωστό ότι η εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία διατάξεως του κοινοτικού δικαίου περιορίζεται να διευκρινίσει και να αποσαφηνίσει την έννοια και το περιεχόμενό της, όπως η διάταξη αυτή έπρεπε να έχει ερμηνευθεί και εφαρμοστεί από τον χρόνο θέσεώς της σε ισχύ (50). Συνεπώς, το περιεχόμενο της προαναφερθείσας αποφάσεως Libertel, όσον αφορά την ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας, εφαρμόζεται αναδρομικώς, τηρουμένων των αναλογιών, και στις αντίστοιχες διατάξεις του κανονισμού.

74.   Με τις προτάσεις μου στις προαναφερθείσες αποφάσεις Libertel και Heidelberg Bauchemie, εξέθεσα τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι ένα χρώμα καθεαυτό δεν πληροί τις απαιτούμενες από το άρθρο 2 της οδηγίας προϋποθέσεις προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ως σημείο ικανό να αποτελέσει σήμα. Εν πάση περιπτώσει, το εν λόγω ερώτημα δεν ανέκυψε στο πλαίσιο της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως. Επομένως, δεν θα επαναλάβω την αφορώσα το ζήτημα αυτό επιχειρηματολογία και θα προχωρήσω στην εξέταση του λόγου αναιρέσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού βάσει των κριτηρίων που έθεσε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Libertel.

75.   Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η βασική λειτουργία του σήματος είναι να εγγυάται στον καταναλωτή ή τον τελικό χρήστη την ταυτότητα της εμπορικής προελεύσεως του φέροντος το σήμα προϊόντος ή υπηρεσίας, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να διακρίνει, χωρίς κίνδυνο συγχύσεως, το εν λόγω προϊόν ή την υπηρεσία από τα έχοντα διαφορετική προέλευση (51). Επομένως, το Γραφείο, όταν αντιμετωπίζει αίτηση καταχωρίσεως σήματος, οφείλει να εξετάζει κατά πόσο το εν λόγω σήμα παρέχει στο οικείο κοινό τη βεβαιότητα ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που αφορά η καταχώριση προέρχονται από ορισμένη επιχείρηση. Για τον λόγο αυτό, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού ορίζει ότι δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση «τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα». Ομοίως, κατά πάγια νομολογία, το ζήτημα κατά πόσο το επίμαχο σήμα είναι ικανό να έχει διακριτικό χαρακτήρα πρέπει να εκτιμάται σε σχέση, αφενός, με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία ζητείται η καταχώριση και, αφετέρου, με τον τρόπο που το σήμα γίνεται αντιληπτό από το οικείο κοινό (52).

76.   Με την προαναφερθείσα απόφαση Libertel, το Δικαστήριο τόνισε ότι, εφόσον το οικείο κοινό αποτελείται από τον μέσο καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι σε λογικό βαθμό προσεκτικός, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο εν λόγω καταναλωτής σπανίως μόνο έχει τη δυνατότητα να προβεί σε άμεση σύγκριση των διαφόρων σημάτων και πρέπει να εμπιστεύεται την ατελή εικόνα που έχει διατηρήσει στη μνήμη του. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι το οικείο κοινό δεν αντιλαμβάνεται κατ’ ανάγκη με τον ίδιο τρόπο ένα σημείο που αποτελείται από ένα χρώμα καθεαυτό και ένα λεκτικό ή παραστατικό σήμα, το οποίο αποτελείται από σημείο ανεξάρτητο από τη μορφή των προϊόντων που προσδιορίζει. Πράγματι, σύμφωνα με το Δικαστήριο, το κοινό τείνει να αντιλαμβάνεται αμέσως τα λεκτικά ή τα παραστατικά σήματα ως ενδεικτικά της εμπορικής προελεύσεως του προϊόντος, πλην όμως δεν συμβαίνει κατ’ ανάγκην το ίδιο όταν το σημείο συγχέεται με τη μορφή του προϊόντος για το οποίο ζητείται η καταχώριση του σημείου ως σήματος. Οι καταναλωτές δεν συνηθίζουν να συνάγουν την εμπορική προέλευση των προϊόντων από το χρώμα τους ή το χρώμα της συσκευασίας τους, ελλείψει οποιασδήποτε γραφικής ή λεκτικής ενδείξεως, διότι ένα χρώμα καθεαυτό, κατά τις τρέχουσες εμπορικές χρήσεις, δεν χρησιμοποιείται κατ’ αρχήν ως μέσον προσδιορισμού. Ένα χρώμα καθεαυτό στερείται συνήθως της εγγενούς ιδιότητας να διακρίνει τα προϊόντα επιχειρήσεως (53).

77.   Συνεπώς, κατόπιν των ανωτέρω στοιχείων και αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, το Πρωτοδικείο δεν προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού, κρίνοντας ότι, μολονότι η εν λόγω διάταξη δεν διακρίνει μεταξύ διαφορετικής φύσεως σημείων, εντούτοις, το οικείο κοινό δεν αντιλαμβάνεται κατ’ ανάγκη με τον ίδιο τρόπο ένα σημείο που αποτελείται από ένα χρώμα καθεαυτό και ένα σημείο ανεξάρτητο από τη μορφή του προϊόντος που προσδιορίζει (54).

78.   Ομοίως, η αιτίαση ότι το Πρωτοδικείο δεν εκτίμησε τον διακριτικό χαρακτήρα του επίμαχου χρώματος βάσει της αντιλήψεως του οικείου κοινού, ως όφειλε, αλλά βάσει των δικών του κριτηρίων, είναι επίσης αβάσιμη.

79.   Έτσι, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το οικείο κοινό είναι ένα ιδιαίτερο κοινό, το οποίο διαθέτει γνώσεις και παρατηρητικότητα σε βαθμό υψηλότερο απ’ ό,τι το σύνηθες κοινό, δίχως, εντούτοις, να είναι ούτε εξειδικευμένο σε καθένα από τα οικεία προϊόντα ούτε μη επαγγελματικό κοινό (55). Όσον αφορά τα εμπίπτοντα στην κλάση 31 γεωργικά, κηπευτικά και δασικά προϊόντα και, ειδικότερα, όσον αφορά τους σπόρους, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι το οικείο κοινό μπορεί να αντιληφθεί την απόχρωσή τους, εφόσον είναι διαφορετική από το φυσικό τους χρώμα, ως ένδειξη της εμπορικής τους προελεύσεως (56). Εντούτοις, έκρινε ότι, δεδομένου ότι η χρήση χρωμάτων, περιλαμβανομένης της υποβληθείσας προς καταχώριση αποχρώσεως του πορτοκαλί, είναι συνήθης όσον αφορά τα εν λόγω προϊόντα, το επίμαχο χρώμα δεν θα παρέχει στο οικείο κοινό τη δυνατότητα να διακρίνει τα προϊόντα της αναιρεσείουσας από αυτά των ανταγωνιστών της (57). Το Πρωτοδικείο προσέθεσε ότι, επειδή το οικείο κοινό διαθέτει ορισμένες ιδιαίτερες γνώσεις, με αποτέλεσμα να μην αγνοεί ότι η απόχρωση των σπόρων μπορεί να καταδεικνύει ότι έχουν υποστεί επεξεργασία, δεν θα αντιλαμβάνεται το επίμαχο χρώμα ως ένδειξη εμπορικής προελεύσεως (58).

80.   Ομοίως, όσον αφορά τις εμπίπτουσες στις κλάσεις 7 και 11 εγκαταστάσεις επεξεργασίας σπόρων, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι και σε αυτήν την περίπτωση το οικείο κοινό αποτελείται από τον μέσο καταναλωτή του συνόλου των γεωργικών μηχανών. Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, στο μέτρο που δεν αποτελεί σπάνιο φαινόμενο να απαντούν μηχανές έχουσες πορτοκαλί χρώμα ή παρόμοια απόχρωση, το οικείο κοινό θα αντιλαμβάνεται το επίμαχο χρώμα ως ένα απλώς συμπληρωματικό στοιχείο της συνολικής εικόνας των προϊόντων (59).

81.   Επομένως, από τις σκέψεις αυτές της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως σαφώς προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο εκτίμησε τον διακριτικό χαρακτήρα του επίμαχου χρώματος βάσει της αντιλήψεως του οικείου κοινού σε σχέση με καθεμιά από τις κατηγορίες προϊόντων για τα οποία ζητείται η καταχώριση.

82.   Τέλος, φρονώ ότι είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι το Πρωτοδικείο προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού, στο μέτρο που έκρινε ότι το επίμαχο χρώμα στερείται διακριτικού χαρακτήρα για τα προϊόντα που αφορά η αίτηση καταχωρίσεως.

83.   Έτσι, με την προαναφερθείσα απόφαση Libertel, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ένα χρώμα καθεαυτό μπορεί να αναγνωρισθεί ως έχον διακριτικό χαρακτήρα, πριν από οποιαδήποτε χρήση, μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις, ιδίως, όταν ο αριθμός των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση του σήματος είναι πολύ περιορισμένος και η οικεία αγορά είναι πολύ ειδική (60). Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι υφίσταται γενικό συμφέρον να μην περιορίζεται αδικαιολογήτως η δυνατότητα ελεύθερης χρησιμοποιήσεως των χρωμάτων από τους άλλους επιχειρηματίες που προσφέρουν προϊόντα ή υπηρεσίες ομοειδή με εκείνα για τα οποία ζητείται η καταχώριση, διότι ο αριθμός των διαθέσιμων χρωμάτων είναι πράγματι περιορισμένος, με συνέπεια οι πιθανότητες να καταχωρισθεί παρόμοιο χρώμα ως σήμα να μειώνονται όσο αυξάνεται ο αριθμός των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση (61).

84.   Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το επίμαχο χρώμα στερείται διακριτικού χαρακτήρα για τα εμπίπτοντα στην κλάση 31 προϊόντα, διότι τα εν λόγω προϊόντα έχουν χρωματισθεί και, ειδικότερα, όσον αφορά τους σπόρους, η απόχρωσή τους ενίοτε καταδεικνύει ότι έχουν υποστεί επεξεργασία. Όσον αφορά τις εμπίπτουσες στις κλάσεις 7 και 11 εγκαταστάσεις επεξεργασίας των σπόρων, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε ότι υπάγονται σε ειδική κατηγορία γεωργικών μηχανών οι οποίες δεν χρωματίζονται και επισήμανε ότι το πορτοκαλί χρώμα και παρόμοιες αποχρώσεις χρησιμοποιούνται, γενικώς, για τον χρωματισμό των μηχανών.

85.   Όσον αφορά τα προϊόντα, στο μέτρο που η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίπτει την προσφυγή, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Πρωτοδικείο ότι δεν εξέτασε, πέραν των λόγων που προαναφέρθηκαν, κατά πόσο πληρούνται τα κριτήρια που έθεσε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Libertel σχετικά με τον αριθμό των προϊόντων που αφορά η καταχώριση, την ειδική φύση της οικείας αγοράς και την ανάγκη να παραμείνει το επίμαχο χρώμα διαθέσιμο για τους ανταγωνιστές. Εν πάση περιπτώσει, δεν αμφισβητείται ότι, αν το Πρωτοδικείο ελάμβανε υπόψη στην προκειμένη περίπτωση τα εν λόγω κριτήρια, θα κατέληγε, κατά μείζονα λόγο, στην απόρριψη της αιτήσεως της αναιρεσείουσας.

86.   Αντιθέτως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι επικριτέα, στο μέτρο που ακύρωσε το μέρος της προσβαλλόμενης αποφάσεως που αφορά τις εμπίπτουσες στην κλάση 42 υπηρεσίες, διότι το Πρωτοδικείο κατέληξε ότι το επίμαχο χρώμα δεν στερείται διακριτικού χαρακτήρα σε σχέση με τις εν λόγω υπηρεσίες, δίχως να εξετάσει το σύνολο των κριτηρίων ή εφαρμόζοντας τα εν λόγω κριτήρια με διαφορετικό τρόπο από εκείνον που προέκρινε το Δικαστήριο στο πλαίσιο της προαναφερθείσας υποθέσεως Libertel (62). Εν πάση περιπτώσει, όπως επισήμανα προηγουμένως, το Γραφείο δεν άσκησε αντίθετη αναίρεση, με συνέπεια το Δικαστήριο να μην μπορεί να εξετάσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκειμένου να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού.

87.   Όσον αφορά το ερώτημα κατά πόσο το Πρωτοδικείο εκτίμησε ορθώς τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως κρίνοντας ότι το οικείο κοινό δεν θα αντιληφθεί το επίμαχο χρώμα ως ένδειξη της εμπορικής προελεύσεως ούτε των σπόρων ούτε των μηχανών, η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα προϋποθέτει την εκτίμηση στοιχείων αμιγώς πραγματικής φύσεως. Όπως είναι γνωστό, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το Πρωτοδικείο, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως αλλοιώσεως των προσκομισθέντων ενώπιον του Πρωτοδικείου αποδεικτικών στοιχείων, δεν συνιστά νομικό ζήτημα υποκείμενο στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (63). Όσον αφορά το κοινοτικό σήμα, το Δικαστήριο εφαρμόζει τον ανωτέρω κανόνα στις περιπτώσεις λεκτικών σημάτων, όταν του ζητείται να ελέγξει την εκτίμηση του Πρωτοδικείου σχετικά με το κατά πόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το επίμαχο σήμα είναι περιγραφικό των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού ή στερείται διακριτικού χαρακτήρα, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, υπό στοιχείο β΄ (64). Ουδέν μείζον επιχείρημα δικαιολογεί τη μη εφαρμογή του ανωτέρω κανόνα στις περιπτώσεις που ζητείται από το Δικαστήριο να ελέγξει την εκ μέρους του Πρωτοδικείου πρακτική εφαρμογή των κριτηρίων που το Δικαστήριο έχει θέσει σχετικά με την καταχώριση χρωμάτων καθεαυτών ως σημάτων. Επιπλέον, εν προκειμένω, η αναιρεσείουσα δεν προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι αλλοίωσε τα υποβληθέντα ενώπιόν του αποδεικτικά στοιχεία.

VI – Πρόταση

88.   Συνεπώς, κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την KWS Saat AG στα δικαστικά έξοδα.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2  – Στο εξής: KWS.


3  – T-173/00 (Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-3843, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση).


4  – Στο εξής: Γραφείο.


5  – Στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση.


6  – Οδηγία της 21ης Δεκεμβρίου 1988 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1, στο εξής: οδηγία).


7  – Υπόθεση C-104/01 (Συλλογή 2003, σ. Ι-3793).


8 – Απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, C-49/02 (Συλλογή 2004, σ. Ι‑6129).


9  – Κανονισμός της 20ής Δεκεμβρίου 1993 για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: κανονισμός).


10  – Διακανονισμός για τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών για την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί.


11  – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 16 έως 19).


12  – Όπ.π. (σκέψη 25).


13  – Όπ.π. (σκέψεις 26 και 27).


14  – Όπ.π. (σκέψη 29).


15  – Όπ.π. (σκέψη 31).


16  – Όπ.π. (σκέψη 32).


17  – Όπ.π. (σκέψη 39).


18  – Όπ.π. (σκέψη 42).


19  – Όπ.π. (σκέψη 46).


20  – Όπ.π. (σκέψεις 54 και 55).


21  – Όπ.π. (σκέψη 56).


22  – Όπ.π. (σκέψεις 58 και 59).


23  – Όπ.π. (σκέψη 60).


24  – Σημείο 9 του υπομνήματος αντικρούσεως.


25  – Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 20ής Φεβρουαρίου 1997, C-166/95 P, Επιτροπή κατά Daffix (Συλλογή 1997, σ. Ι-983, σκέψεις 24 και 33 έως 38), και της 20ής Νοεμβρίου 1997, C-188/96, Επιτροπή κατά V (Συλλογή 1997, σ. Ι-6561, σκέψη 24).


26  – Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France (Συλλογή 1998, σ. Ι-1719, σκέψη 63), και της 30ής Μαρτίου 2000, C-265/97, VBA κατά Florimex κ.λπ. (Συλλογή 2000, σ. Ι-2061, σκέψη 93).


27  – Σκέψη 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως.


28  – Όπ.π., σκέψη 14.


29  – Όπ.π., σκέψεις 16 και 17.


30  – Όπ.π., σκέψεις 18 έως 20.


31  – Όπ.π., σκέψη 21.


32  – Όπ.π., σκέψεις 22 έως 24.


33  – Απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 1998, C-221/97 P, Schröder κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. Ι-8255, σκέψη 24).


34  – Όπ.π.


35  – Πρέπει να υπομνησθεί ότι το Πρωτοδικείο συνόψισε την επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας ως εξής: «Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι δεν της κοινοποιήθηκαν τα έγγραφα επί των οποίων στηρίχθηκε το Γραφείο για να λάβει την απόφασή του, πράγμα που την εμποδίζει να ελέγξει την καταλληλότητα των ερευνών του εν λόγω Γραφείου, να κατανοήσει τη σχετική συλλογιστική και το κατά πόσον αυτή είναι βάσιμη καθώς και, ενδεχομένως, να αμφισβητήσει τα συναχθέντα, εν προκειμένω, συμπεράσματα. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα φρονεί ότι στερήθηκε του δικαιώματός της να ακουστεί καθώς και της δυνατότητας να περιορίσει τον κατάλογο των περιεχομένων στην αίτησή της για καταχώριση σήματος προϊόντων και υπηρεσιών» (σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως).


36  – Απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2000, C-462/98 P, Mediocurso κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. Ι-7183, σκέψη 35).


37  – Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 9), και της 24ης Οκτωβρίου 1996, C-32/95 P, Επιτροπή κατά Lisrestal κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. Ι-5373, σκέψη 21).


38  – Κανονισμός (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί εφαρμογής του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 303, σ. 1).


39  – Άρθρο 38, παράγραφος 3, του κανονισμού και διαλαμβανόμενος στο άρθρο 1 του κανονισμού 2868/95 κανόνας 11.


40  – Άρθρο 61, παράγραφος 2, του κανονισμού.


41  – Αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 5ης Ιουνίου 2002, Τ-198/00, Hershey Foods κατά ΓΕΕΑ (Kiss Device with plume) (Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-2567, σκέψη 25), και της 3ης Δεκεμβρίου 2003, Τ-16/02, Audi κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2003, σ. ΙΙ‑5167, σκέψεις 71 και 75).


42  – Με την προαναφερθείσα απόφαση Hershey Foods κατά ΓΕΕΑ (Kiss Device with plume), το Πρωτοδικείο έκρινε, συναφώς, ότι το τμήμα προσφυγών μπορούσε, στο πλαίσιο της εξετάσεως προσφυγής που ασκήθηκε κατά αποφάσεως του εξεταστή, να χρησιμοποιήσει όλες τις ενδείξεις που περιέχονταν στο έντυπο της καταχωρίσεως σήματος, δίχως να παράσχει προηγουμένως τη δυνατότητα στην αιτούσα την καταχώριση να διατυπώσει τις απόψεις της επί των ενδείξεων αυτών (σκέψη 20).


43  – Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1980, 30/78, Distillers Company κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1980/II, σ. 465), και της 2ας Οκτωβρίου 2003, C-194/99, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. Ι-10821, σκέψη 31).


44  – Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C-51/92 P, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. Ι-4235, σκέψη 81), και της 15ης Οκτωβρίου 2002, C-244/99 P, C‑245/99 P, C-247/99 P, C-250/99 P έως C-252/99 P και C-254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. Ι-8375, σκέψη 318).


45  – Βλ. λόγους ακυρώσεως που προβλήθηκαν από την αναιρεσείουσα στο πλαίσιο της προσφυγής της κατά της αποφάσεως του εξεταστή (σκέψη 8 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).


46  – Όπ.π.


47  – Βλ., μεταξύ άλλων, προαναφερθείσα απόφαση VBA κατά Florimex κ.λπ. (σκέψη 138).


48  – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 29).


49  – Σκέψεις 27 έως 42.


50  – Βλ., ιδίως, απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C-184/99, Grzelczyk (Συλλογή 2001, σ. Ι-6193, σκέψη 50).


51  – Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C-39/97, Canon (Συλλογή 1998, σ. Ι-5507, σκέψη 28), της 4ης Οκτωβρίου 2001, C-517/99, Merz & Krell (Συλλογή 2001, σ. Ι-6959, σκέψη 22), και της 12ης Φεβρουαρίου 2004, C-218/01, Henkel (Συλλογή 2004, σ. Ι‑1725, σκέψη 30).


52  – Βλ., μεταξύ άλλων, προαναφερθείσες αποφάσεις Libertel (σκέψη 75) και Henkel (σκέψη 50).


53  – Προαναφερθείσα απόφαση Libertel (σκέψεις 63 έως 65).


54  – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 29).


55  – Όπ.π. (σκέψη 31).


56  – Όπ.π. (σκέψη 32).


57  – Όπ.π. (σκέψη 33).


58  – Όπ.π. (σκέψη 35).


59  – Όπ.π. (σκέψεις 39 και 40).


60  – Σκέψη 66.


61  – Όπ.π. (σκέψεις 54 έως 56).


62  – Έτσι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι «στο μέτρο που το υποβληθέν για καταχώριση ως σήμα χρώμα [...] αντιστοιχεί σε ειδική απόχρωση, απομένουν διαθέσιμα, για ομοειδείς ή παρόμοιες υπηρεσίες, πολυάριθμα χρώματα» (σκέψη 45), ενώ το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Libertel έκρινε ότι «ο περιορισμένος αριθμός των χρωμάτων που πράγματι είναι διαθέσιμα έχει ως αποτέλεσμα ότι μικρός αριθμός καταχωρίσεων χρωμάτων ως σημάτων για συγκεκριμένες υπηρεσίες ή προϊόντα θα μπορούσε να εξαντλήσει ολόκληρο το φάσμα των διαθεσίμων χρωμάτων» (σκέψη 54).


63  – Απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Ιουνίου 2001, C-280/99 έως C-282/99, Moccia Irme κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. Ι-4717, σκέψη 78), και διάταξη του Δικαστηρίου της 25ης Απριλίου 2002, C-323/00 P, DSG κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. Ι-3919, σκέψη 34).


64  – Απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, C-104/00 P, DKV κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2002, σ. Ι-7561, σκέψη 22), και διάταξη του Δικαστηρίου της 5ης Φεβρουαρίου 2004, C-326/01 P, Telefon & Buch κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2004, σ. Ι‑1371, σκέψη 35).