Language of document : ECLI:EU:C:2003:632

ConclusionsC15902ELCNCConversion2-30DEFΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ 13/05/2004000Document1Canevas 3.2.0 18/01/2006 19:03:34CNC§75;pos=20246:lng=ELSOU@TRA-DOC-EL-CONCL-C-0159-2002-200305810-06_50«»ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

DÁMASO RUIZ-JARABO COLOMER

της 20ής Νοεμβρίου 2003 (2)

Υπόθεση C-159/02

Turner

[αίτηση του House of Lords (Ηνωμένο Βασίλειο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Σύμβαση των Βρυξελλών – Δικαστική απαγόρευση ασκήσεως αγωγής (anti-suit injunction) – Συμβιβαστό»

Εισαγωγή

1.       Το υπό εξέταση προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το House of Lords σκοπεί να διαλύσει ενδεχόμενες αμφιβολίες όσον αφορά το κύρος, από τη σκοπιά της Σύμβασης των Βρυξελλών  (3) των διαταγών που ονομάζονται συνήθως «anti-suit injunctions». Πρόκειται για διαταγές δικαστηρίων με τις οποίες απαγορεύεται σε διάδικο να κινήσει ή να συνεχίσει δίκη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ακόμη και αλλοδαπού επ’ απειλή κυρώσεων. Εν προκειμένω η διαταγή έχει σκοπό να αποτρέψει την εκ μέρους του οικείου διαδίκου άσκηση καταχρηστικών αγωγών.

Τα πραγματικά περιστατικά στην κύρια υπόθεση

2.       Όπως τα περιγράφει ο Lord Hobhouse of Woodborough στη διάταξη περί παραπομπής είναι συνοπτικά τα ακόλουθα.

3.       Ο Gregory Paul Turner που έχει τη βρετανική ιθαγένεια και άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του δικηγόρου κατά το αγγλικό δίκαιο, προσελήφθη ως νομικός σύμβουλος ενός ομίλου επιχειρήσεων από μία των εταιριών του ομίλου.

Ο όμιλος, Chequepoint Group, διευθυνόταν από τον Grovit και περιελάμβανε διάφορες εταιρίες και μεταξύ άλλων, εκτός της εταιρίας China Security Ltd, εγκατεστημένη στο Hong Kong, που προσέλαβε τον G. P. Turner, την εταιρία Harada Ltd, εδρεύουσα στο Ηνωμένο Βασίλειο, και την εταιρία Changepoint SA, εδρεύουσα στην Ισπανία.

Ως σύμβουλος, ο Turner συνεργαζόταν σε υποθέσεις κτηματικές και εμπορικές και παρείχε συμβουλές στον τομέα αυτό, εκπροσωπούσε ενώπιον του δικαστηρίου τον όμιλο στο Ηνωμένο Βασίλειο και ασκούσε και άλλα νομικά καθήκοντα.

4.       Ο P. G. Turner ασκούσε την επαγγελματική του δραστηριότητα στο Λονδίνο. Όμως, τον Μάιο του 1997 ζήτησε να μετατεθεί στο γραφείο του ομίλου στη Μαδρίτη πράγμα που δέχθηκε ο εργοδότης του. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους τέθηκε στη διάθεση της εταιρίας Harada. Οι όροι εργασίας του παρέμειναν αμετάβλητοι. Είχε δηλαδή τα ίδια καθήκοντα όπως και προηγουμένως.

5.       Αφού εργάστηκε στη Μαδρίτη επί 35 ημέρες ο Turner ζήτησε τη λύση της συμβάσεως με την εταιρία Harada κατά της οποίας άσκησε αγωγή τον Μάρτιο 1998 ενώπιον του Employment Tribunal de Londres, πρώτου βαθμού δικαστηρίου αρμοδίου για υποθέσεις εργατικού δικαίου. Υποστήριξε ότι έγιναν προσπάθειες να τον εμπλέξουν σε παράνομες δραστηριότητες και δη παράτυπες ενέργειες σχετικά με τις μειώσεις μισθών στο πλαίσιο της κοινωνικής ασφάλισης. Οι παράτυπες αυτές ενέργειες ισοδυναμούσαν κατά την άποψή του με καταχρηστική απόλυση.

6.       Το Employment Tribunal απέρριψε την ένσταση αναρμοδιότητας που προέβαλε η Harada και η απόφασή του επιβεβαιώθηκε σε δεύτερο βαθμό.

Το Employment Tribunal επιδίκασε υπέρ του Turner αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη.

7.       Εν τω μεταξύ, τον Ιούλιο του 1998 η Changepoint και η Harada προσέφυγαν σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο της Μαδρίτης και άσκησαν αγωγή αποζημιώσεως κατά του Turner για την αποκατάσταση της ζημίας που τους προκάλεσε η υπαίτια επαγγελματική συμπεριφορά του.

Το δικόγραφο επιδόθηκε στον Turner στις 15 Δεκεμβρίου πλην όμως αυτός αρνήθηκε να το παραλάβει.

Με την αγωγή του που στη συνέχεια τακτοποιήθηκε, η Changepoint και η Harada ζήτησαν ένα πολύ μεγάλο ποσό (άνω των 85 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών (ESP) για τη μη κανονική παροχή υπηρεσιών προς την Changepoint βάσει της Συμβάσεως. Μνημονεύθηκαν επτά περιπτώσεις μη ορθής εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του Turner και επί πλέον οι ενάγουσες υποστήριξαν ότι ο Turner εξαφανίστηκε χωρίς λόγο και χωρίς προειδοποίηση από το γραφείο της Μαδρίτης και στη συνέχεια άσκησε αβάσιμη αγωγή στη Μεγάλη Βρετανία αποκρύπτοντας την αλήθεια από το αγγλικό δικαστήριο.

8.       Ο Turner δεν παρέστη στην ισπανική δίκη. Στις 18 Δεκεμβρίου 1998 ζήτησε από το High Court του Λονδίνου  (4) να απαγορεύσει στον Grovit και στις εταιρίες Harada και Changepoint να συνεχίσουν τη δίκη που κίνησαν στην Ισπανία. Στις 22 Δεκεμβρίου το High Court δέχθηκε το αίτημα και εξέδωσε προσωρινή διαταγή.

Όταν, τον Φεβρουάριο του 1999, το High Court απέρριψε το αίτημα ανανεώσεως της διαταγής, ο Turner προσέφυγε στο Court of Appeal το οποίο στις 28 Μαΐου εξέδωσε διαταγή προς τους εναγομένους, από κοινού ή χωριστά:

1)
να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να παραιτηθούν από τις αγωγές που άσκησαν κατά του αιτούντος ένας ή πλείονες εξ αυτών ενώπιον του πρωτοδικείου Μαδρίτης 67, που πρωτοκολλήθηκαν υπό τον αριθμό 70/98·

2)
μέχρι νεοτέρας διατάξεως να μη συνεχίσουν τη δίκη που κίνησε ένας ή πλείονες εξ αυτών στο πρωτοδικείο Μαδρίτης 67, υπό τον αριθμό 70/98, εκτός των μέτρων που απαιτούνται για την εκτέλεση των αναφερομένων στην παράγραφο 3.1) της παρούσας διάταξης·

3)
μέχρι νεοτέρας διατάξεως να μην κινήσουν ή συνεχίσουν οι ίδιοι ή δι’ άλλων προσώπων (περιλαμβανομένης οποιασδήποτε εταιρίας άμεσα ή έμμεσα ελεγχόμενης από τους καθών ή κάποιον από αυτούς ή οποιασδήποτε εταιρίας συνδεόμενης με τον όμιλο Chequepoint Group και, όσον αφορά τον πρώτο των καθών, οποιασδήποτε εταιρίας της οποίας τυγχάνει διευθυντής) καμιά άλλη δίκη κατά του αιτούντος (πηγάζουσα από τη σύμβαση εργασίας του) στην Ισπανία ή αλλού, με την επιφύλαξη ότι η παράγραφος αυτή δεν έχει εφαρμογή σε δίκες που κινήθηκαν ή συνεχίζονται στην Αγγλία και στην Ουαλία.»

9.       Το Court of Appeal θεώρησε συναφώς ότι η δίκη που κινήθηκε στη Μαδρίτη είχε ως μόνο σκοπό να παρενοχλήσει ένα διάδικο και να ασκήσει πίεση επ’ αυτού και για τον λόγο αυτό έκρινε ότι μπορεί να απαγορεύσει με διαταγή στις εταιρίες Changepoint και Harada να συνεχίσουν την αγωγή που άσκησαν στο εξωτερικό. Από την απόφαση του Court of Appeal προκύπτει σιωπηρά ότι το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι, αν δεν εκδοθεί η απαγόρευση, οι εναγόμενοι θα συνέχιζαν να ενεργούν κακοβούλως.

10.     Κατόπιν αυτού οι εν λόγω εταιρίες προσέφυγαν στο House of Lords.

Το εφαρμοστέο εσωτερικό δίκαιο

11.     Οι απαγορευτικές διαταγές του τύπου της επίδικης στην κύρια δίκη έχουν νομικό έρεισμα το άρθρο 37, παράγραφος 1, του Supreme Court Act 1981 το οποίο ορίζει σε γενικές γραμμές:

«Το High Court μπορεί με διάταξη (ασφαλιστικών μέτρων ή επί της ουσίας), να εκδίδει διαταγές […] σε όλες τις περιπτώσεις που το κρίνει δίκαιο και σκόπιμο.»

Το Court of Appeal έχει την ίδια αρμοδιότητα και όταν εκδικάζει έφεση κατ’ αποφάσεως του High Court.»

12.     Η εθνική νομολογία περιορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες μπορούν να εκδοθούν τέτοιες διαταγές. Πρέπει να διαπιστώνεται ότι συντρέχει παράνομη ενέργεια του διαδίκου προς τον οποίο απευθύνεται η διαταγή και έννομο συμφέρον του αιτούντος να επιθυμεί να την εμποδίσει.

13.     Τέτοια προστασία δικαιούνται τα πρόσωπα που είναι θύματα κατάχρησης διαδικασίας που αναγκάζονται δηλαδή να υποστούν καταχρηστική συμπεριφορά υπό τη μορφή κακόβουλης δίκης είτε αυτή κινήθηκε στην Αγγλία, στην Ουαλία είτε στο εξωτερικό.

Το προδικαστικό ερώτημα

14.     Με διάταξη της 13ης Δεκεμβρίου 2001, το House of Lordrs αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 για την ερμηνεία της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1968, το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Συμβιβάζεται με τη Σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 27 Σεπτεμβρίου 1968 (στην οποία προσχώρησε αργότερα το Ηνωμένο Βασίλειο), η εκ μέρους δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου έκδοση περιοριστικής διαταγής κατά προσώπων που απειλούν να κινήσουν ή να συνεχίσουν δίκη σε άλλη χώρα που καλύπτει η Σύμβαση, στην περίπτωση που ενεργούν κακοβούλως με σκοπό την παρενόχληση ή παρεμπόδιση της ομαλής διεξαγωγής της δίκης ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων;»

Εκτίμηση του House of Lords

15.     Όπως αναφέρεται στη διάταξη περί παραπομπής, η ευχέρεια που άσκησε το Court of Appeal στην παρούσα υπόθεση στηρίζεται όχι στην επιθυμία περιορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας αλλοδαπού δικαστηρίου αλλά στο γεγονός ότι ο διάδικος προς τον οποίο απευθύνεται η διαταγή υπόκειται in personam στη δικαιοδοσία των αγγλικών δικαστηρίων. Κατά συνέπεια η διαταγή αυτή απευθύνεται αποκλειστικά στον διάδικο που παρίσταται ενώπιον του εκδίδοντος δικαστηρίου και όχι προς το αλλοδαπό δικαστήριο.

Οι διαταγές δεν εμπεριέχουν εκτίμηση όσον αφορά δικαιοδοσία δικαστηρίου άλλου κράτους. Απόδειξη αυτού είναι ότι οι διαταγές αυτές εκδίδονται συνήθως οσάκις το αλλοδαπό δικαστήριο έχει κηρύξει αυτό αρμόδιο ή πρόκειται να το πράξει.

Ωστόσο, δεδομένου ότι μια τέτοια διαταγή αφορά έμμεσα το εν λόγω δικαστήριο πρέπει να εκδίδεται με περίσκεψη και μόνο αν το απαιτεί η ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

16.     Αντίστοιχα, μια δίκη εκκρεμής ενώπιον αγγλικού δικαστηρίου θα αναστελλόταν και αυτή αν η συνέχισή της από κάποιον διάδικο αποδεικνυόταν καταχρηστική.

Καίτοι από τα εκτεθέντα προκύπτει ότι η διαταγή δεν στηρίχθηκε στο γεγονός ότι η αγωγή ασκήθηκε ενώπιον αναρμοδίου δικαστηρίου (θεωρία του forum non conveniens), το House of Lords κρίνει, με τη διάταξη περί παραπομπής, ότι το ζήτημα αν το αλλοδαπό δικαστήριο ήταν το κατάλληλο έχει σημασία για να διαπιστωθεί αν συντρέχει κατάχρηση και για να εκτιμηθεί το σκόπιμο της εκδόσεως διαταγής ως προσωρινού μέτρου.

17.     Το House of Lords θεωρεί ότι η αίτηση διαταγής πρέπει να ανταποκρίνεται σε έννομο συμφέρον παρόμοιο με το συμφέρον του διαδίκου που επικαλείται το εκ συμβάσεως δικαίωμα να μη εναχθεί ενώπιον συγκεκριμένου δικαστηρίου (π.χ. βάσει ρήτρας αρμοδιότητας ή ρήτρας διαιτησίας).

18.     Τα κύρια στοιχεία δηλαδή στα οποία στηρίχθηκε κατά το αγγλικό δίκαιο το Court of Appeal για να εκδώσει την επίδικη διαταγή είναι:

α)
ο αιτών είναι διάδικος σε εκκρεμή δίκη στο Ηνωμένο Βασίλειο·

β)
οι εναγόμενοι κακοβούλως άσκησαν άλλη αγωγή κατά του ενάγοντος ενώπιον άλλου δικαστηρίου με την πρόθεση να συνεχίσουν τη δίκη με σκοπό να παρεμποδίσουν την εξέλιξη της εκκρεμούς στην Αγγλία δίκης· και

γ)
το δικαστήριο κρίνει ότι για να προστατευθεί το έννομο συμφέρον του αιτούντος στην αγγλική δίκη πρέπει να εκδώσει απαγορευτική διαταγή κατά των εναγομένων.

19.     Επί πλέον, μια διάταξη της Σύμβασης των Βρυξελλών δεν αντιτίθεται στην έκδοση τέτοιου είδους αποφάσεων. Οι αποφάσεις αυτές αντιθέτως συμβάλλουν αποτελεσματικά στην πραγμάτωση ενός από τους στόχους της Σύμβασης, δηλαδή στον περιορισμό του κινδύνου εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων.

20.     Η διάταξη αναφέρει επίσης ότι στο αγγλικό δικαστήριο εναπόκειται –και όχι στο ισπανικό– αφού αναλύσει τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του, να εκτιμήσει αν η αγωγή που ασκήθηκε στο εξωτερικό συνιστά κίνδυνο για την ομαλή εξέλιξη της εκκρεμούς ενώπιόν του δίκης.

21.     Τέλος, το House of Lords δεν θεωρεί ότι συνιστά προσβολή στην αρχή της ισότητας των δικαστηρίων το γεγονός ότι δεν έχουν όλα τα δικαστήρια των συμβαλλομένων κρατών την αρμοδιότητα να εκδίδουν απαγορευτικές διαταγές. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η Σύμβαση δεν έχει ως αντικείμενο να επιβάλλει ομοιομορφία αλλά να θεσπίσει σαφείς κανόνες στον τομέα της διεθνούς δικαιοδοσίας.

22.     Το αγγλικό δικαστήριο προσθέτει μάλιστα ότι αν αυτό το ερμηνευτικό ζήτημα ενέπιπτε αποκλειστικά στη δική του εκτίμηση θα έκρινε ότι δεν υπάρχει ασυμβίβαστο με τη Σύμβαση.

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

23.     Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Απριλίου 2002. Μετά την ολοκλήρωση των απαιτουμένων διατυπώσεων πραγματοποιήθηκε δημόσια συνεδρίαση στις 9 Σεπτεμβρίου 2003.

24.     Παρατηρήσεις υπέβαλαν οι εκπρόσωποι των εναγομένων στην κύρια δίκη, οι Κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γερμανίας και της Ιταλίας καθώς και η Επιτροπή.

Ανάλυση του προδικαστικού ερωτήματος

25.     Οι εναγόμενοι της κύριας δίκης, η Γερμανική και η Ιταλική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι οι επίδικες ενώπιον του Δικαστηρίου διαταγές δεν συμβιβάζονται με τη Σύμβαση των Βρυξελλών. Από τους παραστάντες διαδίκους, μόνο η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου συμμερίζεται την ανάλυση του αιτούντος δικαστηρίου που υποστηρίζει το συμβατό με τη Σύμβαση.

26.     Αυτές οι απαγορευτικές διαταγές ανατρέχουν στον δέκατο πέμπτο αιώνα καίτοι το περιεχόμενό τους, που συνδέεται πάντα με την έννοια της δικαιοσύνης και εμπνέεται από την αντίληψη του δικαστή του common law, εμφανίζει εξέλιξη. Κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, οι anti-suit injunctions (έκφραση που σημαίνει τις διαταγές περί μη κινήσεως ή συνεχίσεως διαδικασίας) δεν απευθύνονται σε δικαστήριο άλλου κράτους αλλά σε πρόσωπο που υπάγεται στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου το οποίο εκδίδει τη διαταγή. Για τον λόγο αυτό φρονεί, όπως και το House of Lords, ότι η έκφραση αυτή είναι απατηλή και προτιμά την έκφραση «restraining order» (απαγορευτική διαταγή ή απαγόρευση). Οι διαταγές αυτές δεν εμπεριέχουν δηλαδή –κατά την άποψη της Κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου– απόφαση αγγλικού δικαστηρίου όσον αφορά τη δικαιοδοσία του αλλοδαπού ομολόγου, αλλά μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας όπως αυτό που ενέκρινε το Δικαστήριο στην υπόθεση Van Uden Maritime  (5) . Η Σύμβαση των Βρυξελλών δεν επιβάλλει κανένα περιορισμό στα μέτρα που μπορεί να λάβει ένα δικαστήριο για να προστατεύσει το αντικείμενο διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί.

27.     Εν προκειμένω, το ζήτημα ήταν να μη διαταραχθεί η εκδίκαση της αγωγής του Turner με τον πολλαπλασιασμό μέτρων παρενοχλήσεως της διαδικασίας εκ μέρους των εναγομένων.

28.     Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου προσθέτει ότι μόνο το αγγλικό δικαστήριο είναι σε θέση να αποφανθεί ως προς την ανάγκη διατηρήσεως της ακεραιότητας μιας δίκης που πραγματοποιείται στην Αγγλία.

29.     Τέλος, παρατηρεί ότι οι διαταγές αυτού του είδους συμβάλλουν στην πραγμάτωση ενός από τους στόχους της Σύμβασης των Βρυξελλών που είναι η μείωση του αριθμού των δικαστηρίων που είναι αρμόδια για την εκδίκαση της ίδιας διαφοράς.

30.     Τα επιχειρήματα διά των οποίων επιδιώκεται να αποδειχθεί το ασυμβίβαστο των διαταγών αυτών με τη Σύμβαση, τα οποία αναπτύχθηκαν κατά την παρούσα προδικαστική διαδικασία, στρέφονται γύρω από τη σκέψη ότι μία από τις βάσεις αυτής της διεθνούς πράξης είναι η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των διαφόρων εθνικών εννόμων τάξεων η οποία θίγεται από τις αγγλικές απαγορευτικές διαταγές.

31.     Θεωρώ αποφασιστική τη διαπίστωση αυτή  (6) . Η ευρωπαϊκή δικαστική συνεργασία, βασικό παράγοντα της οποίας αποτελεί η Σύμβαση, διαπνέεται από την ιδέα της αμοιβαίας εμπιστοσύνης που προϋποθέτει ότι κάθε κράτος αναγνωρίζει την ικανότητα των άλλων εννόμων τάξεων να συμβάλλουν κατά τρόπο αυτοτελή αλλά εναρμονισμένο στην πραγμάτωση των καθορισθέντων στόχων ολοκλήρωσης  (7) . Δεν δημιουργήθηκε καμιά ανώτερη δομή ελέγχου πέρα από την αρμοδιότητα ερμηνείας που ανατέθηκε στο Δικαστήριο, και ιδίως δεν προβλέφθηκε η δυνατότητα των δικαστηρίων συγκεκριμένου κράτους να οικειοποιούνται το δικαίωμα να επιλύουν προβλήματα που φιλοδοξεί να εξομαλύνει η ίδια η ευρωπαϊκή πρωτοβουλία.

32.     Σ’ αυτό το πνεύμα θα ήταν αντίθετη τυχόν δυνατότητα του δικαστηρίου κράτους μέλους να επηρεάσει έστω και έμμεσα τη δικαιοδοσία δικαστηρίου άλλου συμβαλλομένου κράτους για την εκδίκαση συγκεκριμένης διαφοράς  (8) .

33.     Η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης εξυπακούει επίσης ότι τα ζητήματα που προσδιορίζουν τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων ενός κράτους επιλύονται σύμφωνα με ομοιόμορφους κανόνες ή, όπερ ταυτό, ότι κάθε δικαστήριο τελεί σε σχέση ισότητας με τα λοιπά.

Για τον λόγο αυτό δεν θεωρώ ότι ευσταθεί το επιχείρημα ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών δεν απαγορεύει ρητά τις δικαστικές πράξεις του είδους της επίδικης εν προκειμένω. Η Σύμβαση έχει ως σκοπό να προτείνει ένα πλήρες σύστημα. Οπότε ανακύπτει το ζήτημα αν ένα μέτρο που επηρεάζει το πεδίο εφαρμογής της συνάδει προς το κοινό σύστημα το οποίο ιδρύει η Σύμβαση. Εδώ επιβάλλεται αρνητική απάντηση.

Η μελέτη συγκριτικού δικαίου δείχνει ότι μόνο οι έννομες τάξεις που υπάγονται στο common law δέχονται αυτού του είδους τις διαταγές. Μια διαταραχή αυτού του είδους παραβλέπει το σύστημα της Σύμβασης που δεν προβλέπει κανένα μηχανισμό για την άρση της σύγκρουσης μεταξύ μιας «απαγορευτικής διαταγής» αγγλικού δικαστηρίου στηριζομένης στον καταχρηστικό χαρακτήρα της αλλοδαπής δίκης και της ενδεχομένως διαφορετικής εκτίμησης του ισπανικού δικαστηρίου. Είναι δύσκολο να γίνει δεκτό ότι το κράτος που εκδίδει τέτοιου είδους διαταγή μπορεί να προσδώσει μονομερώς αποκλειστικό χαρακτήρα στη δικαιοδοσία την οποία προστατεύει. Αν όλα τα ευρωπαϊκά δικαστήρια οικειοποιούντο τέτοια εξουσία θα είχαμε το χάος. Αν μόνο τα αγγλικά δικαστήρια τη χρησιμοποιούν, ασκούν μια λειτουργία κατανομής που η Σύμβαση εμπιστεύεται σε κριτήρια λιγότερο ελαστικά αλλά πιο αντικειμενικά τα οποία επιβάλλει σε όλους κατά τον ίδιο τρόπο  (9) .

Η Σύμβαση δεν περιέχει εξάλλου διάταξη για την εξομάλυνση της περίπτωσης στην οποία δύο δικαστήρια κρατών που επιτρέπουν τέτοια μέτρα εκδίδουν αντιφατικές διαταγές  (10) , καίτοι τέτοια περίπτωση έχει ανακύψει μεταξύ διαφόρων κρατών νομικής παράδοσης του «common law». Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υπόθεση Laker Airways, στην οποία βρέθηκαν αντιμέτωπα διάφορα αγγλικά και αμερικανικά δικαστήρια  (11) .

34.     Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου συμμερίζεται τη γνώμη του House of Lords και επιμένει βεβαίως στο γεγονός ότι οι επίδικες διαταγές δεν έχουν ως αντικείμενο την δικαιοδοσία του ισπανικού δικαστηρίου αλλά απευθύνονται αποκλειστικά στον διάδικο που άσκησε αγωγή με μόνο σκοπό να παρεμποδίσει την εξέλιξη άλλης διαδικασίας που εκκρεμεί ενώπιον διαφορετικού δικαστηρίου.

Η ανάλυση αυτή είναι ορθή από τυπικής σκοπιάς. Όμως είναι αναμφισβήτητο ότι η απαγόρευση προς τον διάδικο με την απειλή κυρώσεων να συνεχίσει δίκη είχε ως αποτέλεσμα ότι του στερεί κάθε δικαιοδοσία για την επίλυση της διαφοράς, πράγμα που συνιστά άμεση επέμβαση στην κυριαρχική δικαιοδοτική αρμοδιότητά του. Καίτοι η αγγλική θεωρία υποστήριξε την ιδέα αυτή επί ορισμένο χρόνο, οι πλέον πρόσφατοι συγγραφείς αναγνωρίζουν ότι αυτό το επιχείρημα δεν ισχύει πλέον  (12) διότι για να επιληφθεί μιας διαφοράς ένα δικαστήριο πρέπει να ασκηθεί ενώπιόν του η αντίστοιχη προσφυγή. Άμα ο προσφεύγων δεν έχει τη δυνατότητα αυτή, τότε έχουμε παραβίαση της δικαιοδοσίας του αλλοδαπού δικαστηρίου διότι αυτό δεν μπορεί να εκδικάσει ούτε να επιλύσει τη διαφορά. Η αμερικανική επιστήμη  (13) και η νομολογία  (14) αναγνώρισαν ότι η διάκριση μεταξύ διαταγής in personam, που απευθύνεται στον διάδικο και της διαταγής που απευθύνεται στο αλλοδαπό δικαστήριο είναι αναμφισβήτητα τεχνητή.

35.     Τα αποτελέσματα των απαγορευτικών διαταγών είναι παρόμοια με τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την εφαρμογή της θεωρίας του forum non conveniens, που επιτρέπει σε ένα δικαστήριο να αποποιηθεί τη δικαιοδοσία του όταν η δίκη κινήθηκε ενώπιον ακατάλληλου δικαστηρίου. Οι απαγορευτικές διαταγές καίτοι απευθύνονται στους διαδίκους και όχι στο Δικαστήριο εμπεριέχουν δηλαδή και αυτές ορισμένη εκτίμηση του σκοπίμου της άσκησης αγωγής ενώπιον συγκεκριμένου δικαστηρίου. Όμως εκτός από μερικές εξαιρέσεις που δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον εν προκειμένω, η Σύμβαση δεν επιτρέπει τον έλεγχο της δικαιοδοσίας ενός δικαστηρίου από δικαστήριο άλλου συμβαλλομένου κράτους  (15) .

36.     Επί πλέον, καίτοι το σύστημα αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων που εκδίδονται στα συμβαλλόμενα κράτη μέλη την οποία προβλέπει το άρθρο 26 της Σύμβασης, η οποία δεν απαιτεί την εφαρμογή άλλης διαδικασίας, προβλέπει εξαίρεση σχετικά με τη δημόσια τάξη [άρθρο 27, σημείο 1], αποκλείει ρητά από το πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής τη δικαιοδοσία (άρθρο 28), έτσι ώστε θα μπορούσε να προκύψει η παράδοξη κατάσταση όπου ο δικαστής που εξέδωσε anti-suit injunction οφείλει να χορηγήσει τον εκτελεστήριο τύπο μιας απόφασης που εκδόθηκε παρά τη ρητή απαγόρευσή του. Το αγγλικό δικαστήριο οφείλει στο ένα ή στο άλλο στάδιο να ελέγξει τη δικαιοδοσία του αλλοδαπού δικαστηρίου πριν εκδώσει διαταγή, πράγμα που σαφώς αντιβαίνει στο γράμμα, στο πνεύμα και στον σκοπό της Σύμβασης των Βρυξελλών.

37.     Τέλος, υποστηρίζεται ότι οι απαγορευτικές διαταγές είναι μέτρα διαδικαστικά, τομέας δηλαδή που δεν καλύπτει η εν λόγω διεθνής συμφωνία. Αποτελούν εργαλεία παρόμοια με τα προσωρινά ή συντηρητικά μέτρα για τα οποία δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συμβιβάζονται με το ευρωπαϊκό σύστημα.

Είναι αλήθεια ότι η Σύμβαση δεν προβλέπει σχεδόν κανένα κανόνα οργανώσεως της διαδικασίας. Συνεπώς τα συμβαλλόμενα κράτη έχουν την ευχέρεια να οργανώσουν τις δίκες που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων τους. Πρέπει πάντως να εξασφαλίσουν ότι οι εκδιδόμενες σχετικές διατάξεις δεν θα αντιβαίνουν στη φιλοσοφία της Σύμβασης. Με άλλα λόγια, η κανονιστική αυτοτέλεια που έχουν τα κράτη στον διαδικαστικό τομέα τελεί υπό την επιφύλαξη του σεβασμού του γενικού συστήματος της Σύμβασης  (16) .

Πρόταση

38.     Βάσει των προεκτεθέντων προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα του House of Lords:

«Η Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία για την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στα δικαστήρια συμβαλλομένου κράτους να εκδίδουν διαταγές προς διάδικο να μη κινήσει ή συνεχίσει τη διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου άλλου συμβαλλομένου κράτους.»



2
Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


3
Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών ή απλώς Σύμβαση). Δημοσιεύθηκε, στην παγιωμένη μορφή που μας ενδιαφέρει εν προκειμένω, στην ΕΕ 1990, C 189, σ. 2.


4
Ανώτατο δικαστήριο αρμόδιο για την έκδοση διαταγών (βλ. παράγραφο 11 κατωτέρω).


5
Απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 1998, C-391/95 (Συλλογή 1998, σ. I-7091).


6
Αποφασιστικής σημασίας την θεωρούν και οι περισσότεροι συγγραφείς. Βλ. Dohm, C., Die Einrede ausländischer Rechtshängigkeit im deutscheninternationalen Zivilprozeßrecht, Βερολίνο, 1996, σ. 207· Jasper, D., Forum Shopping in England und Deutschland, Βερολίνο, 1990, σ. 90· καθώς και Jayme, E., και Kohler, C., «Europäisches Kollisionsrecht 1994: Quellenpluralismus und offene Kontraste», Praxis des internationalen Privat und Verfahrensrechts (IΡrax), 1994, σ. 405, και ιδίως 412.


7
Για παράδειγμα, η δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1) αναφέρει ότι «η αμοιβαία εμπιστοσύνη στην απονομή της δικαιοσύνης δικαιολογεί την αυτόματη αναγνώριση των αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος, χωρίς να απαιτείται καμία διαδικασία, εκτός σε περίπτωση αμφισβήτησης». Η δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη προσθέτει ότι «η προαναφερόμενη αμοιβαία εμπιστοσύνη απαιτεί αποτελεσματικότητα και ταχύτητα της διαδικασίας με την οποία κηρύσσεται εκτελεστή σε κράτος μέλος απόφαση που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος. Για τον σκοπό αυτό μια απόφαση θα πρέπει να κηρύσσεται εκτελεστή κατά τρόπο οιονεί αυτόματο, μετά από απλό τυπικό έλεγχο των υποβαλλομένων εγγράφων, χωρίς να έχει το δικαστήριο τη δυνατότητα να προβάλει αυτεπαγγέλτως έναν από τους λόγους μη εκτέλεσης που προβλέπονται από τον ανά χείρας κανονισμό».


8
Κατάσταση που αντιβαίνει επίσης στο υποκειμενικό δικαίωμα επιλογής του Δικαστηρίου που αντλεί ο διάδικος από τη Σύμβαση. Βλ., κατ’ αυτή την έννοια, Kropholler, J., Europäisches Zivilprozeßrecht, 7η έκδ., Χαϊδελβέργη, 2002, σ. 345 και 396 επ.


9
Muir-Watt, H., «Des conceptions divergentes du droit fondamental d’accéder à la justice dans l’espace conventionnel, européen», Revue générale des procédures, αριθ. 4, Οκτώβριος/Δεκέμβριος 1999, σ. 761.


10
Βλ., κατά την αυτή έννοια: Hau, W., «Zum Verhältnis von Art. 21 zu Art. 22 EuGVÜ», IPrax, 1996, σ. 44, και ειδικότερα σ. 48, και Hartley, T. C., «Antisuit Injunctions and the Brussels Jurisdiction and Judgments Convention», International and Comparative Law Quarterly, Ιανουάριος 2000, τόμ. 49, μέρος I, σ.171,που υπερασπίζεται μεν ένθερμα τις διαταγές αυτές πλην όμως αναγνωρίζει ρητά ότι οι κανόνες της Σύμβασης συνθέτουν ίδιο μηχανισμό εφαρμογής στον οποίο δεν εντάσσονται τα εν λόγω μέτρα. 


11
Βλ. Hartley, T. C., «Comity and the Use of Antistuit Injunctions in International Litigation», American Journal of Comparative Law,τόμ. 35, καλοκαίρι 1987, σ. 496 επ.


12
Ο Jackson, D.C., Enforcement of Maritime Claims, LLP, 3η έκδ., 2000, δέχεται ότι «It is, however, now recognised that it does reflect indirect interference in the power of the relevant foreign court».


13
Bermann, G. A., «The Use of Antisuit Injunction in International Litigation», Columbia Journal of Transnational Law, τόμ. 28, 1990, σ. 630 και 631.


14
Στην υπόθεση Peck κατά Jennes, 48 U.S. (7 How.) σ. 612 και 624 έως 625, που παραθέτει ο Collins, L., Essays in International Litigation on the Conflict of Laws, Clarendon Press, 1994, σ. 112, μπορούμε να πούμε ότι «[…] as the Supreme Court held over a century ago, there is no difference between addressing an injunction to the parties and addressing it to the foreign court itself».


15
Απόφαση της 27ης Ιουνίου 1991, C-351/89, Overseas Union Insurance κ.λπ. (Συλλογή 1991, σ. I-3317, σκέψη 24).


16
Απόφαση της 15ης Μαΐου 1990, C-365/88, Hagen (Συλλογή 1990, σ. I-1845, σκέψη 20).