Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale per il Lazio (Ιταλία) στις 29 Μαΐου 2019 – Irideos SpA κατά Poste Italiane SpA

(Υπόθεση C-419/19)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunale Amministrativo Regionale per il Lazio

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα: Irideos SpA

Καθής: Poste Italiane SpA

Προδικαστικά ερωτήματα

Πρέπει η εταιρία Poste Italiane s.p.a., με βάση τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά, να χαρακτηρισθεί ως «οργανισμός δημοσίου δικαίου», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο d), του νομοθετικού διατάγματος 50/2016 και τις κοινοτικές οδηγίες αναφοράς (2014/23/ΕΕ1 , 2014/24/ΕΕ2 και 2014/25/ΕΕ3 );

Οφείλει η εν λόγω εταιρία να διεξάγει διαδικασίες δημόσιου διαγωνισμού για τη σύναψη συμβάσεων μόνο για την ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων οι οποίες αφορούν άμεσα τη δραστηριότητα που ασκεί στους ειδικούς τομείς, οι οποίοι μνημονεύονται στην οδηγία 2014/25/ΕΕ, με βάση την οποία θα πρέπει να θεωρείται ως έχουσα την ιδιότητα του οργανισμού δημοσίου δικαίου σύμφωνα με τους κανόνες του μέρους ΙΙ του κώδικα δημοσίων συμβάσεων, ενώ, αντιθέτως, διαθέτει πλήρη διαπραγματευτική αυτονομία –και υπόκειται σε κανόνες αποκλειστικά ιδιωτικού δικαίου– για τη συμβατική δραστηριότητα που δεν συνδέεται, υπό στενή έννοια, με τους εν λόγω τομείς, λαμβανομένων υπόψη των αρχών που διαλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 21 και στο άρθρο 16 της οδηγίας 2014/23/ΕΕ; [μνημονευθείσα διάταξη της διευρυμένης σύνθεσης του Corte di cassazione (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία), αριθ. 4899/2018 και, για το τελευταίο μέρος, μνημονευθείσα απόφαση της Ολομέλειας του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιταλία), αριθ. 16/2011];

Εξακολουθεί, αντιθέτως, η ίδια εταιρία, για τις συμβάσεις που θεωρούνται άσχετες με το αντικείμενο των ειδικών τομέων –και για την περίπτωση που πληροί τα κριτήρια του οργανισμού δημοσίου δικαίου– να υπάγεται στη γενική οδηγία 2014/24/ΕΕ (και συνεπώς στους κανόνες για τη σύναψη συμβάσεων κατόπιν δημόσιου διαγωνισμού, τηρουμένων των διατυπώσεων δημοσιότητας) ακόμη και όταν ασκεί δραστηριότητες κατά κύριο λόγο επιχειρηματικού χαρακτήρα και υπό συνθήκες ανταγωνισμού, λαμβανομένου υπόψη ότι η εταιρία αυτή έχει εξελιχθεί από τον χρόνο συστάσεώς της, όπως συνάγεται από τη μνημονευθείσα απόφαση της 10ης Απριλίου 2008 στην υπόθεση C-393/06 – Ing. Aigner, με αποτέλεσμα να αποκλείεται μια διαφορετική ερμηνεία της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, για συμβάσεις που συνάπτονται από αναθέτουσες αρχές; Από την άλλη πλευρά, η αιτιολογική σκέψη 21 και το άρθρο 16 της μνημονευθείσας οδηγίας 2014/23/ΕΕ θέτουν μόνον ένα κριτήριο, με σκοπό να αποκλειστεί η φύση του οργανισμού δημοσίου δικαίου για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται υπό κανονικές συνθήκες αγοράς, δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, είναι σαφής, από τον συνδυασμό των εν λόγω διατάξεων, η κατά προτεραιότητα αναφορά στο στάδιο σύστασης του φορέα, για την περίπτωση που ο τελευταίος αποσκοπεί στην κάλυψη «αναγκών γενικού συμφέροντος» (οι οποίες, εν προκειμένω, εξακολουθούν να υφίστανται και δεν έχουν ακόμη εξαλειφθεί)·

Πρέπει, εν πάση περιπτώσει, λόγω ύπαρξης γραφείων στα οποία ασκούνται, κατά τρόπο μικτό, δραστηριότητες σχετικές με τον ειδικό τομέα και δραστηριότητες διαφορετικές, η έννοια της «λειτουργικότητας» –όσον αφορά την εξυπηρέτηση συγκεκριμένου δημοσίου συμφέροντος– να νοηθεί κατά τρόπο μη περιοριστικό [όπως μέχρι σήμερα θεωρούνταν από την εθνική νομολογία, σε συμφωνία με τη μνημονευθείσα απόφαση αριθ. 16/2011 της Ολομέλειας του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας)], καθόσον αντιτίθενται σε αυτό το τελευταίο σημείο οι αρχές που μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 16, καθώς και τα άρθρα 6 και 13 της οδηγίας 2014/25/ΕΕ, τα οποία παραπέμπουν –για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας ρύθμισης– στην έννοια του «προορισμού» για μία εκ των δραστηριοτήτων οι οποίες ρυθμίζονται από τον κώδικα δημοσίων συμβάσεων; Πρέπει να διευκρινιστεί, συνεπώς, εάν δύνανται να «προορίζονται» για τον ειδικό τομέα αναφοράς –ακόμη και με μετριασμό του δεσμευτικού χαρακτήρα των όρων που διέπουν τους τομείς που εξαιρούνται,– όλες οι δραστηριότητες που εμπίπτουν στον σκοπό του τομέα αυτού, σύμφωνα με τις προθέσεις της αναθέτουσας αρχής (συμπεριλαμβανομένων σε αυτές, ως εκ τούτου, των συμβάσεων που είναι σχετικές με τη συντήρηση είτε τακτική είτε έκτακτη, την καθαριότητα, την επίπλωση, καθώς και τις υπηρεσίες θυρωρείου και φύλαξης των γραφείων, ή με άλλους τρόπους χρήσης των τελευταίων, υπό την έννοια της υπηρεσίας πελατών), ώστε να εξακολουθούν στην πραγματικότητα να διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο μόνο οι «άσχετες» δραστηριότητες, τις οποίες ο δημόσιος ή ο ιδιωτικός φορέας δύναται να ασκεί ελεύθερα σε πλαίσια εντελώς διαφορετικά, υπό καθεστώς που βασίζεται αποκλειστικά στον αστικό κώδικα και υπό δικαιοδοσία του τακτικού δικαστηρίου (στο τελευταίο αυτό είδος, για παράδειγμα, όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, ανήκουν ασφαλώς οι τραπεζικές υπηρεσίες που παρέχονται από την Poste Italiane, αλλά δεν μπορεί να λεχθεί το ίδιο όσον αφορά την παροχή και τη χρήση των μέσων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όταν τίθενται στην υπηρεσία ολόκληρου του τομέα δραστηριότητας του Ομίλου, καίτοι είναι ιδιαιτέρως απαραίτητα ακριβώς για την τραπεζική δραστηριότητα). Εξάλλου, φαίνεται σκόπιμο να επισημανθεί η «ανισορροπία» που προκύπτει από την κρατούσα σήμερα περιοριστική ερμηνεία, καθόσον θεσπίζονται, στο πλαίσιο της διαχείρισης παρεμφερών ή συγγενών τομέων, εντελώς διαφορετικοί κανόνες για την ανάθεση έργων ή υπηρεσιών: αφενός, οι λεπτομερείς εγγυήσεις που επιβάλλονται από τον κώδικα δημοσίων συμβάσεων για τον προσδιορισμό του αντισυμβαλλομένου, αφετέρου, η πλήρης διαπραγματευτική αυτονομία του επιχειρηματία, ο οποίος είναι ελεύθερος να διεξάγει διαπραγματεύσεις αποκλειστικά με βάση τα οικονομικά συμφέροντά του, χωρίς καμία από τις εγγυήσεις διαφάνειας που απαιτούνται για τους ειδικούς τομείς και για εκείνους που εξαιρούνται·

Μπορεί, τέλος, η προκήρυξη –με τους τύπους δημοσιότητας που προβλέπονται τόσο σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο– διαδικασίας δημόσιου διαγωνισμού, υπό τις προϋποθέσεις του κώδικα δημοσίων συμβάσεων, να έχει σημασία για τους σκοπούς προσδιορισμού του τομέα για τον οποίο προορίζεται η σύμβαση ή για τους σκοπούς σύνδεσης της τελευταίας με τον ειδικό τομέα αναφοράς, συμφώνως προς τη διευρυμένη έννοια της «λειτουργικότητας» που μνημονεύεται στο προηγούμενο ερώτημα με αριθμό [4]; Επικουρικώς, μπορεί η ένσταση έλλειψης δικαιοδοσίας του διοικητικού δικαστηρίου, η οποία προβάλλεται από τον ίδιο τον φορέα που προκήρυξε την εν λόγω διαδικασία διαγωνισμού ή από φορείς που συμμετείχαν επιτυχώς στην εν λόγω διαδικασία, να θεωρηθεί κατάχρηση δικαιώματος κατά την έννοια του άρθρου 54 του διακηρυχθέντος στη Νίκαια Χάρτη [των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης], ως συμπεριφορά η οποία –καίτοι δεν δύναται να ασκήσει επιρροή, αυτή καθαυτήν, στην κατανομή της αρμοδιότητας [πρβλ. επίσης μνημονευθείσα απόφαση της Ολομέλειας του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας), αριθ. 16/2011]– έχει σημασία τουλάχιστον ως προς την αποζημίωση και τα δικαστικά έξοδα, δεδομένου ότι θίγει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των συμμετεχόντων στον εν λόγω διαγωνισμό, για την περίπτωση που δεν αναδείχθηκαν νικητές και άσκησαν προσφυγή;

____________

1     Οδηγία 2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης (ΕΕ 2014, L 94, σ. 1).

2     Οδηγία 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ΕΕ 2014, L 94, σ. 65).

3     Οδηγία 2014/25/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων φορέων που δραστηριοποιούνται στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών και την κατάργηση της οδηγίας 2004/17/ΕΚ (ΕΕ 2014, L 94, σ. 243).