Language of document : ECLI:EU:F:2010:22

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(δεύτερο τμήμα)

της 15ης Απριλίου 2010

Υπόθεση F-2/07

José Carlos Matos Martins

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Συμβασιούχοι υπάλληλοι — Πρόσκληση για εκδήλωση ενδιαφέροντος — Διαδικασία επιλογής — Δοκιμασίες προεπιλογής — Πρόσβαση στα έγγραφα»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία ο J. C. Matos Martins ζητεί, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Επιλογής Προσωπικού (EPSO), της 27ης Φεβρουαρίου 2006, σχετικά με τα αποτελέσματα των δοκιμασιών κατανοήσεως κειμένου και αριθμητικών υπολογισμών, στο πλαίσιο της προσκλήσεως για εκδήλωση ενδιαφέροντος που προκήρυξε η EPSO εξ ονόματος των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και, ειδικότερα, της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με σκοπό τη δημιουργία βάσεως δεδομένων υποψηφίων συμβασιούχων υπαλλήλων προς εκτέλεση διαφόρων καθηκόντων στα εν λόγω θεσμικά όργανα.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Ο προσφεύγων φέρει τα δικαστικά έξοδά του, εξαιρουμένων των εξόδων διαμονής και μετακινήσεως, στα οποία υποβλήθηκε ενόψει της εξετάσεως των εγγράφων από τον δικηγόρο του στις 30 Μαρτίου, την 1η Απριλίου και στις 21 Ιουλίου 2009, στα γραφεία της Γραμματείας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. H Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα ως άνω έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο προσφεύγων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Διαγωνισμός — Διαγωνισμός βάσει τίτλων και εξετάσεων — Περιεχόμενο των εξετάσεων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως, παράρτημα III)

2.      Υπάλληλοι — Διαγωνισμός — Διαγωνισμός βάσει τίτλων και εξετάσεων — Τρόπος διεξαγωγής και περιεχόμενο των εξετάσεων — Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως, παράρτημα III)

1.      H εξεταστική επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τις διαδικαστικές λεπτομέρειες και το αναλυτικό περιεχόμενο των εξετάσεων στο πλαίσιο διαγωνισμού ή διαδικασίας επιλογής. Ο κοινοτικός δικαστής δύναται να ελέγξει το εν λόγω περιεχόμενο μόνον αν αυτό εξέρχεται του πλαισίου που μνημονεύεται στην προκήρυξη διαγωνισμού ή βρίσκεται σε δυσαναλογία με τους σκοπούς των εξετάσεων του διαγωνισμού ή της διαδικασίας επιλογής.

Η αρχή αυτή εφαρμόζεται και στο πλαίσιο εξετάσεων που συνίστανται σε ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής, οπότε ο δικαστής δεν δικαιούται να υποκαταστήσει με τη δική του διόρθωση αυτήν της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού και, ιδίως, να υποκαταστήσει την εκτίμηση σχετικά με τον βαθμό δυσκολίας των εξετάσεων. Συγκεκριμένα, ο μεγάλος βαθμός δυσκολίας μιας ερωτήσεως δεν αποτελεί ένδειξη περί της ακαταλληλότητας της ερωτήσεως αυτής. Η εξεταστική επιτροπή έχει την ευχέρεια να επιλέγει ερωτήσεις διαφόρων βαθμών δυσκολίας, προς επίτευξη του κύριου σκοπού ενός διαγωνισμού, δηλαδή της προσλήψεως των ικανότερων υπαλλήλων. Ομοίως, η εξεταστική επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά το αν υπάρχουν παρατυπίες ή σφάλματα κατά τη διεξαγωγή γενικού διαγωνισμού με μεγάλη συμμετοχή, ιδίως όσον αφορά τη διατύπωση των ερωτήσεων πολλαπλών επιλογών. Συνεπώς, ο δικαστής πρέπει να προβαίνει σε περιορισμένο μόνον έλεγχο όσον αφορά τη σαφήνεια των ερωτημάτων.

Αντιθέτως, λόγω της ιδιαίτερης σημασίας που έχει η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στο πλαίσιο των διαδικασιών ενός διαγωνισμού, εναπόκειται στην εξεταστική επιτροπή να μεριμνά ώστε οι εξετάσεις να παρουσιάζουν ουσιαστικά τον ίδιο βαθμό δυσκολίας για όλους τους υποψηφίους.

Οι προαναφερθείσες αρχές έχουν εφαρμογή στο πλαίσιο εξετάσεων τις οποίες διοργανώνει η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού με σκοπό την πρόσληψη συμβασιούχων υπαλλήλων.

(βλ. σκέψεις 161 και 170 έως 172)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 1 Οκτωβρίου 1981, 268/80, Guglielmi κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1981, σ. 2295, σκέψη 8· 8 Μαρτίου 1988, 64/86, 71/86 έως 73/86 και 78/86, Sergio κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 1399, σκέψη 22· 24 Μαρτίου 1988, 228/86, Goossens κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 1819, σκέψη 14

ΓΔΕΕ: 16 Οκτωβρίου 1990, T‑132/89, Gallone κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1990, σ. II‑549, σκέψη 27· 27 Ιουνίου 1991, T‑156/89, Valverde Mordt κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1991, σ. II‑407, σκέψεις 121 και 123· 11 Ιουλίου 1996, T‑170/95, Carrer κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑363 και II‑1071, σκέψη 37· 17 Δεκεμβρίου 1997, T‑217/95, Passera κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑413 και II‑1109, σκέψη 45· 25 Μαΐου 2000, T‑173/99, Elkaïm και Mazuel κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑101 και II‑433, σκέψη 35· 14 Ιουλίου 2000, T‑146/99, Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑159 και II‑731, σκέψη 37· 2 Μαΐου 2001, T‑167/99 και T‑174/99, Giulietti κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑93 και II‑441, σκέψη 61· 9 Νοεμβρίου 2004, T‑285/02 και T‑395/02, Vega Rodríguez κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑333 και II‑1527, σκέψεις 35 και 36· 13 Ιουλίου 2005, T‑5/04, Scano κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑205 και II‑931, σκέψη 45· 8 Δεκεμβρίου 2005, T‑92/04, Moren Abat κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑399 και II‑1817, σκέψεις 44 και 45

2.      Η τυχαία επιλογή, μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή, των ερωτήσεων πολλαπλών επιλογών που τέθηκαν στους υποψηφίους διαγωνισμού ή διαδικασίας επιλογής αποσκοπεί στην εξασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως των υποψηφίων και, παράλληλα, καθιστά δυνατή τη διενέργεια των εξετάσεων επί περισσότερες ημέρες, πράγμα που είναι προς το συμφέρον των υποψηφίων. Βεβαίως, δεν αποκλείεται μια ερώτηση που έχει τεθεί σε υποψήφιο να είναι, μεμονωμένα, δυσκολότερη από άλλη ερώτηση, του ίδιου επιπέδου, που έχει τεθεί σε άλλον υποψήφιο. Ωστόσο, η διαφορά αυτή αντισταθμίζεται από τον μεγάλο αριθμό των ερωτήσεων, υπό την προϋπόθεση ότι οι επιλεγείσες ερωτήσεις πρέπει συνολικά να έχουν ως επί το πλείστον τον ίδιο βαθμό δυσκολίας για όλους τους υποψηφίους.

Το γεγονός ότι ένας υποψήφιος φρονεί ότι του τέθηκαν δύσκολες ή πολύ δύσκολες ερωτήσεις δεν αρκεί από μόνο του ώστε να γίνει δεκτό ότι ορισμένοι υποψήφιοι ευνοήθηκαν αντικανονικά σε σχέση με αυτόν στο πλαίσιο της διαδικασίας επιλογής. Συγκεκριμένα, ο συλλογισμός που στηρίζεται σε γενικές και αφηρημένες θέσεις δεν συνιστά απόδειξη και δεν αποτελεί καν ένδειξη άνισης μεταχειρίσεως. Συναφώς, ο χρόνος τον οποίον αφιέρωσαν οι υποψήφιοι για να απαντήσουν σε μια ερώτηση και ο οποίος διαφέρει από υποψήφιο σε υποψήφιο αποτελεί υποκειμενικό στοιχείο, το οποίο απλώς επισημαίνει την ύπαρξη διαφορών μεταξύ των υποψηφίων που μετείχαν στον διαγωνισμό.

(βλ. σκέψεις 178 έως 180)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: Goossens κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 15

ΓΔΕΕ: Giulietti κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 59