Language of document : ECLI:EU:F:2012:130

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 18ης Σεπτεμβρίου 2012 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Καθήκον αρωγής – Άρθρο 24 του ΚΥΚ – Ηθική παρενόχληση – Διοικητική έρευνα»

Στην υπόθεση F‑58/10,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται στη Συνθήκη ΕΚΑΕ δυνάμει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής,

Timo Allgeier, έκτακτος υπάλληλος του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτοικος Βιέννης (Αυστρία), εκπροσωπούμενος από τους L. Levi και M. Vandenbussche, δικηγόρους,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA), εκπροσωπούμενου από τον M. Kjærum, επικουρούμενο από τον B. Wägenbaur, δικηγόρο,

καθού-εναγομένου,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kreppel (εισηγητή), πρόεδρο, E. Perillo και R. Barents, δικαστές,

γραμματέας: J. Tomac, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Δεκεμβρίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 16 Ιουλίου 2010, ο Τ. Allgeier ζητεί, μεταξύ άλλων, να ακυρωθεί η απόφαση του Οργανισμού των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: FRA ή Οργανισμός) περί απορρίψεως του αιτήματός του αρωγής, καθώς και να υποχρεωθεί ο FRA να του καταβάλει αποζημίωση.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) ορίζει ότι «ως “ηθική παρενόχληση” νοείται η καταχρηστική επί ορισμένο χρονικό διάστημα διαγωγή που εκδηλώνεται κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό με είδη συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις που γίνονται με πρόθεση και θίγουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός προσώπου».

3        Κατά το άρθρο 24 του ΚΥΚ:

«[Η Ένωση] παρέχ[ει] βοήθεια στον υπάλληλο, ιδίως σε περίπτωση διώξεως των δραστών απειλών, προσβολών, εξυβρίσεων, δυσφημίσεων ή αποπειρών εναντίον του προσώπου και της περιουσίας είτε του ιδίου είτε των μελών της οικογενείας του, λόγω της ιδιότητάς του ή των καθηκόντων του.

Η Ένωση επανορθώνει αλληλεγγύως τις ζημίες που έχουν προκληθεί στην περίπτωση αυτή στον υπάλληλο στο μέτρο που ο τελευταίος δεν είναι, εκ δόλου ή βαρείας αμελείας, υπαίτιος των ζημιών αυτών και εφόσον δεν έχει δυνηθεί να επιτύχει επανόρθωση από το δράστη.»

 Ιστορικό της διαφοράς

4        Την 1η Ιανουαρίου 2002 ο προσφεύγων-ενάγων προσελήφθη από το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο των φαινομένων ρατσισμού και ξενοφοβίας (EUMC) με σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου διάρκειας τεσσάρων ετών, η οποία ανανεώθηκε, από 1ης Ιανουαρίου 2006, για τέσσερα επιπλέον έτη. Ο ενδιαφερόμενος τοποθετήθηκε καταρχάς στη μονάδα 2 «Έρευνα και δίκτυο» προκειμένου να επιλαμβάνεται κατά κύριο λόγο των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων και λοιπών συμβάσεων του ευρωπαϊκού δικτύου πληροφορήσεως σχετικά με τον ρατσισμό και την ξενοφοβία.

5        Στις 22 Σεπτεμβρίου 2005 ο προσφεύγων-ενάγων μετατάχθηκε στη μονάδα 1 «Διοίκηση», η οποία είναι αρμόδια για τη συγκέντρωση όλων των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Ο προϊστάμενος αυτής της μονάδας ήταν τότε ο M., ένα από τα δύο μέλη του προσωπικού που σε μεταγενέστερο στάδιο κατηγορήθηκε από τον ενδιαφερόμενο για ηθική παρενόχληση. Ο M. ήταν επίσης τότε αναπληρωτής διευθυντής του EUMC.

6        Εντός της μονάδας 1 «Διοίκηση» ο προσφεύγων ήταν επιφορτισμένος με όλα τα σχετικά με τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων ζητήματα ως βοηθός στον τομέα της συνάψεως των συμβάσεων.

7        Ο A., το έτερο μέλος του προσωπικού που κατηγορήθηκε από τον προσφεύγοντα για ηθική παρενόχληση, προσελήφθη από το EUMC το 2005 και εντάχθηκε στη μονάδα 1 «Διοίκηση» ως κύριος υπεύθυνος για τη σύναψη των συμβάσεων.

8        Τον Δεκέμβριο του 2005 το EUMC διαπραγματεύθηκε με την εταιρία S. τη σύναψη συμβάσεως προμήθειας ενός συνδρομητικού τηλεφωνικού κέντρου έναντι ποσού 34 391,43 ευρώ. Στις 23 Δεκεμβρίου 2005 η ήδη υπογραφείσα από το EUMC σύμβαση απεστάλη προς υπογραφή και στην εταιρία S.

9        Τον Ιανουάριο του 2006 και ενώ δεν είχε ακόμη υπογράψει τη σύμβαση, η εταιρία S. άρχισε να την εκτελεί. Το EUMC έκρινε ότι η εταιρία είχε δεχθεί τους όρους και, ως εκ τούτου, προχώρησε σε μεταφορά πιστώσεως από το έτος 2005 στο έτος 2006 για ποσό 34 391,43 ευρώ.

10      Τον Μάρτιο του 2006 το EUMC και η εταιρία S. αποφάσισαν να τροποποιήσουν τη σύμβαση με πρόσθετη πράξη.

11      Στις 19 Απριλίου 2006 ο προσφεύγων-ενάγων, συνοδευόμενος από έναν εκ των συναδέλφων του, μετέβη στα γραφεία της εταιρίας S. ζητώντας της να υπογράψει τη σύμβαση και την προσθετική πράξη με ημερομηνία 23 Δεκεμβρίου 2005 και 15 Ιανουαρίου 2006, αντιστοίχως. Κατά τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, αυτή η κίνηση στηρίχθηκε σε ρητό αίτημα του M. και αιτιολογήθηκε από την επιθυμία του τελευταίου να τακτοποιήσει τη μεταφορά πιστώσεως που είχε ήδη πραγματοποιηθεί βάσει της συμβάσεως.

12      Τον Απρίλιο του 2006 ο προσφεύγων-ενάγων, δυνάμει του άρθρου 22α του ΚΥΚ, πληροφόρησε τους M. και A. ότι η μεταφορά πιστώσεως στερούνταν νομικής βάσεως λόγω του ότι η σύμβαση δεν είχε υπογραφεί στις 31 Δεκεμβρίου 2005 από το σύνολο των συμβαλλομένων. Ο προσφεύγων-ενάγων προσέθεσε ότι η προχρονολόγηση της συμβάσεως συνιστά απάτη που σκοπό είχε να συγκαλύψει τον παράνομο χαρακτήρα της μεταφοράς πιστώσεως.

13      Επειδή οι απόψεις του προσφεύγοντος-ενάγοντος και των M. και A. όσον αφορά τη νομιμότητα της μεταφοράς πιστώσεως και της χρονολογήσεως της συμβάσεως διίσταντο, ο προσφεύγων-ενάγων ενημέρωσε σχετικά τον εσωτερικό ελεγκτή του EUMC.

14      Κατά τη σύσκεψη της 28ης Απριλίου 2006, ο προσφεύγων-ενάγων ενημέρωσε επίσης τη Winkler, διευθύντρια του EUMC, σχετικά με τις πιέσεις που δέχθηκε προκειμένου να μεταβεί στα γραφεία της εταιρίας S. και να επιτύχει την εκ μέρους της προχρονολόγηση της συμβάσεως.

15      Στις 22 Μαΐου 2006 η διευθύντρια του EUMC αποφάσισε να ακυρώσει τη σύμβαση με την εταιρία S., εκτιμώντας ότι η εταιρία αυτή είχε προχρονολογήσει τη σύμβαση ενώπιον δύο υπαλλήλων του EUMC και ότι η αναγραφή ψευδούς ημερομηνίας συνιστούσε πλημμέλεια.

16      Ωστόσο, έχοντας πληροφορηθεί ότι η αναγραφόμενη στη σύμβαση ημερομηνία μπορούσε να τροποποιηθεί, η διευθύντρια του EUMC δέχθηκε εν τέλει, στις 6 Ιουνίου 2006, να μην ακυρώσει τη σύμβαση και διέταξε να πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες ενέργειες ούτως ώστε οι ημερομηνίες που η εταιρία S. ανέγραψε στη σύμβαση και στην προσθετική πράξη να τροποποιηθούν προκειμένου να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

17      Ο προσφεύγων-ενάγων μετέβη αυθημερόν, ήτοι στις 6 Ιουνίου 2006, εκ νέου στα γραφεία της εταιρίας S. προκειμένου αυτή να τροποποιήσει τις ημερομηνίες υπογραφής. Οι εκπρόσωποι της εταιρίας S. ανέγραψαν επομένως ως ημερομηνία υπογραφής στη μεν σύμβαση τη 19η Απριλίου 2006, στη δε προσθετική πράξη την 6η Ιουνίου 2006.

18      Ο προσφεύγων-ενάγων υποστηρίζει ότι, μετά την 6η Ιουνίου 2006, οι σχέσεις του με τους M. και A. κλονίστηκαν σημαντικά. Όπως επισημαίνει, το γεγονός ότι εξέφρασε αντιρρήσεις ως προς την προχρονολόγηση της συμβάσεως που τελούσε υπό διαπραγμάτευση με την εταιρία S. και ότι γνωστοποίησε στη διευθύντρια του EUMC αυτή την απάτη, όπως την αξιολογεί ο ίδιος, είχε ως συνέπεια να υφίσταται ηθική παρενόχληση από τους M. και A. οι οποίοι, ειδικότερα, του στερούσαν καθήκοντα για τα οποία είχε προσληφθεί και τον απομόνωναν εντός του EUMC.

19      Την 1η Μαρτίου 2007 ο FRA διαδέχθηκε το EUMC.

20      Στις 25 Ιουνίου 2007 η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) παρέλαβε ανώνυμη επιστολή καταγγελίας των παρατυπιών κατά την άσκηση των καθηκόντων του M., οι οποίες αφορούσαν, ειδικότερα, τις διαδικασίες προσλήψεως, την προχρονολογημένη υπογραφή συμβάσεων προμήθειας, την παράνομη χορήγηση σχολικών επιδομάτων υπέρ ορισμένων υπαλλήλων, καθώς και οικονομική κακοδιαχείριση.

21      Τον Ιούλιο του 2007 ο διευθυντής του FRA παραιτήθηκε από τα καθήκοντά του και προσωρινός διευθυντής του Οργανισμού ορίστηκε ο M.

22      Στις 28 Νοεμβρίου 2007 η OLAF κίνησε εσωτερική έρευνα όσον αφορά τις καταγγελθείσες με την επιστολή της 25ης Ιουνίου 2007 παρατυπίες. Από τις 15 έως τις 17 Ιανουαρίου 2008 η OLAF πραγματοποίησε επίσκεψη στα γραφεία του FRA.

23      Την 1η Ιουνίου 2008 ο Kjærum, μέχρι τότε εκτελεστικός διευθυντής του δανικού Ινστιτούτου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (Institut for Menneskerettigheder) (στο εξής: IMR), ορίστηκε διευθυντής του FRA.

24      Με σημείωμα της 23ης Ιουνίου 2008, ο προσφεύγων-ενάγων υπέβαλε ενώπιον του Kjærum αίτημα αρωγής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 24 του ΚΥΚ. Με το σημείωμα αυτό εξηγούσε ότι υπέστη ηθική παρενόχληση από τους M. και A. και ζητούσε από τον FRA να λάβει τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να παύσει η κατάσταση αυτή.

25      Κατόπιν του εν λόγω αιτήματος, ο διευθυντής του FRA αποφάσισε, στις 7 Ιουλίου 2008, τη μετάταξη του προσφεύγοντος-ενάγοντος από τη μονάδα 1 «Διοίκηση» στη μονάδα 3 «Επικοινωνία και εξωτερικές σχέσεις». Εξάλλου, ο διευθυντής συνάντησε τον προσφεύγοντα-ενάγοντα στις 7, 8 και 11 Ιουλίου 2008, χωρίς την παρουσία των δικηγόρων του, προκειμένου να εξεταστεί αν υφίστατο λύση εναλλακτική της τυπικής διαδικασίας του άρθρου 24 του ΚΥΚ. Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε από τον προσφεύγοντα-ενάγοντα.

26      Με επιστολή της 18ης Ιουλίου 2008 προς τον διευθυντή του FRA, οι δικηγόροι του προσφεύγοντος-ενάγοντος επιβεβαίωσαν την πρόθεσή του να εμμείνει στο αίτημά του αρωγής και ζήτησαν να τους κοινοποιηθούν οι κανόνες διαδικασίας και οι λεπτομέρειες διεξαγωγής της διοικητικής έρευνας. Οι δικηγόροι του προσφεύγοντος-ενάγοντος ζήτησαν επίσης να καλύψει ο FRA τις αμοιβές τους.

27      Επίσης στις 18 Ιουλίου 2008 ο διευθυντής του FRA ανακοίνωσε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα την απόφασή του να κινήσει έρευνα.

28      Στο τέλος Ιουλίου του 2008 ο προσφεύγων-ενάγων έλαβε άδεια ασθενείας. Η άδεια αυτή παρατάθηκε μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου 2009.

29      Με επιστολή της 22ας Οκτωβρίου 2008, ο διευθυντής του FRA ανακοίνωσε στους δικηγόρους του προσφεύγοντος-ενάγοντος την απόφασή του να ορίσει τον Jensen υπεύθυνο για τη διεξαγωγή της έρευνας (στο εξής: επικεφαλής της έρευνας). Την περίοδο εκείνη ο επικεφαλής της έρευνας ασκούσε καθήκοντα προέδρου του γραφείου του IMR.

30      Με επιστολή της 18ης Νοεμβρίου 2008, ο προσφεύγων-ενάγων έθεσε ορισμένα ερωτήματα σχετικά με την έρευνα και, ειδικότερα, το ζήτημα της ανωνυμίας των μαρτύρων.

31      Με επιστολή της 16ης Ιανουαρίου 2009, ο διευθυντής του FRA απάντησε στα ερωτήματα που προέβαλε ο προσφεύγων-ενάγων με την από 18 Νοεμβρίου 2008 επιστολή του. Διευκρίνισε ότι οι μάρτυρες δεν θα μπορούσαν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, εκτός αν οι περιστάσεις της υποθέσεως το καθιστούν αναγκαίο.

32      Στις 20 Φεβρουαρίου 2009 ο FRA απέστειλε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα ένα έγγραφο τιτλοφορούμενο «Νομικό πλαίσιο της διοικητικής έρευνας», το οποίο καταρτίστηκε από τον διευθυντή κατόπιν διαβουλεύσεως με τον επικεφαλής της έρευνας.

33      Στη συνέχεια οργανώθηκαν από τον επικεφαλής της έρευνας τρεις διαδοχικές ακροάσεις, η πρώτη στις 2 και 3 Μαρτίου 2009, η δεύτερη στις 23, 24 και 25 Μαρτίου 2009 και η τρίτη στις 23 και 24 Απριλίου 2009. Επ’ ευκαιρία της πρώτης ακροάσεως, ο επικεφαλής της έρευνας άκουσε τις παρατηρήσεις του προσφεύγοντος-ενάγοντος καθώς και των M. και A. Κατά τη δεύτερη ακρόαση, πέραν του προσφεύγοντος-ενάγοντος και του M., ο επικεφαλής της έρευνας άκουσε τρεις μάρτυρες των οποίων τα ονόματα είχε προτείνει ο M., καθώς και δύο άλλους υπαλλήλους των οποίων την ακρόαση έκρινε αναγκαία. Τέλος, στο πλαίσιο της τρίτης ακροάσεως, ακούστηκαν οι παρατηρήσεις του προσφεύγοντος-ενάγοντος, του M. και τριών άλλων υπαλλήλων.

34      Με έγγραφο της 22ας Ιουνίου 2009 που καταρτίστηκε κατά το πέρας της εσωτερικής έρευνάς του, η OLAF κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι περιλαμβανόμενοι στο έγγραφο της 25ης Ιουνίου 2007 ισχυρισμοί ήταν αβάσιμοι και πρότεινε να μη δοθεί πειθαρχική ή δικαστική συνέχεια στην εν λόγω έρευνα. Η έκθεση κοινοποιήθηκε στον διευθυντή του FRA με έγγραφο της 25ης Ιουνίου 2009.

35      Στις 16 Ιουλίου 2009 ο επικεφαλής της έρευνας κατήρτισε σχέδιο εκθέσεως έρευνας. Με το σχέδιο αυτό διαπίστωσε ότι δεν συνέτρεχε περίπτωση ηθικής παρενοχλήσεως. Επιπλέον, πρότεινε στον FRA να απευθύνει προειδοποίηση στον M., λαμβανομένης υπόψη της ευθύνης του για την ύπαρξη «έντονου κλίματος φόβου» εντός της μονάδας 1 «Διοίκηση». Το σχέδιο εκθέσεως κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα καθώς και στους M. και A.

36      Στις 31 Αυγούστου 2009 ο προσφεύγων-ενάγων διατύπωσε τις γραπτές παρατηρήσεις του επί του σχεδίου εκθέσεως.

37      Στις 15 Σεπτεμβρίου 2009 ο επικεφαλής της έρευνας κατάρτισε την τελική έκθεση έρευνας (στο εξής: τελική έκθεση). Με την έκθεση αυτή ενέμεινε στη θέση του περί απουσίας ηθικής παρενοχλήσεως.

38      Στις 16 Σεπτεμβρίου 2009 η τελική έκθεση κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα προκειμένου αυτός να μπορέσει να υποβάλει οποιαδήποτε παρατήρηση θα έκρινε χρήσιμη, όπως και έπραξε στις 22 Σεπτεμβρίου 2009.

39      Με απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2009, που κοινοποιήθηκε αυθημερόν στον προσφεύγοντα-ενάγοντα, ο διευθυντής του FRA αποφάσισε να μην κινηθεί καμία πειθαρχική διαδικασία κατά των M. και A. (στο εξής: επίδικη απόφαση). Ο διευθυντής αναγνώρισε ότι οι σχέσεις μεταξύ του προσφεύγοντος-ενάγοντος, αφενός, και των M. και A., αφετέρου, βρίσκονταν σε ρήξη ιδίως λόγω «συγκρούσεως χαρακτήρων» και «διαφορετικών αντιλήψεων όσον αφορά τις κοινωνικές συναναστροφές» και ότι ο M. θα μπορούσε να προσπαθήσει να επιλύσει τις διαφορές τους με διαφορετικό τρόπο, ούτως ώστε να αμβλύνει την ένταση και να δημιουργήσει ευνοϊκό περιβάλλον για τον προσφεύγοντα-ενάγοντα. Ο διευθυντής τόνισε, εντούτοις, ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως. Τέλος, έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω περιστάσεων, τα έξοδα στα οποία ευλόγως υποβλήθηκε ο προσφεύγων-ενάγων στο πλαίσιο της έρευνας θα του επιστρέφονταν.

40      Με τα υπομνήματά του, ο FRA υποστηρίζει ότι, επίσης στις 16 Οκτωβρίου 2009, ο διευθυντής του FRA συναντήθηκε διαδοχικώς με τους A. και M. και τους υπενθύμισε τις αρχές χρηστής διοικήσεως που πρέπει να εφαρμόζουν στο πλαίσιο της υπηρεσίας και την ανάγκη βελτιώσεως της καθημερινής εφαρμογής των εν λόγω αρχών.

41      Η σύμβαση του προσφεύγοντος-ενάγοντος ανανεώθηκε επ’ αόριστον από 1ης Ιανουαρίου 2010.

42      Με σημείωμα της 14ης Ιανουαρίου 2010, ο προσφεύγων-ενάγων υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της επίδικης αποφάσεως.

43      Με απόφαση της 6ης Απριλίου 2010, που κοινοποιήθηκε στις 7 Απριλίου 2010, ο διευθυντής του FRA απέρριψε τη διοικητική ένσταση.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

44      Η υπό κρίση προσφυγή-αγωγή ασκήθηκε στις 16 Ιουλίου 2010.

45      Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να ακυρώσει την επίδικη απόφαση·

–        εφόσον συντρέχει λόγος, να ακυρώσει την απόφαση της 6ης Απριλίου 2010 περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως·

–        να διαπιστώσει ότι υπέστη ηθική παρενόχληση από τους M. και A., με όλες τις πειθαρχικές συνέπειες που αυτό συνεπάγεται· ή, επικουρικώς, i) να κινήσει νέα, δίκαιη, ανεξάρτητη και αμερόληπτη διοικητική εξέταση στην οποία θα μετέχει ομάδα εμπειρογνωμόνων ως επικεφαλής της διοικητικής έρευνας και ii) να λάβει όλα τα μέτρα που απαιτούνται ούτως ώστε η έρευνα να είναι δίκαιη και απαλλαγμένη από ενδεχόμενες πιέσεις και παρεμβάσεις·

–        να του επιδικασθεί αποζημίωση για την υλική ζημία που υπέστη, προσωρινώς εκτιμούμενη σε 71 823,23 ευρώ·

–        να του καταβληθεί ποσό 85 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω του τρόπου διεξαγωγής της διαδικασίας και της εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως·

–        να καταδικάσει τον FRA στα δικαστικά έξοδα.

46      Ο FRA ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα-ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα.

47      Η πρόταση του εισηγητή δικαστή προς τους διαδίκους περί φιλικού διακανονισμού της διαφοράς δεν έγινε δεκτή.

 Σκεπτικό

 Επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως της 6ης Απριλίου 2010 περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως

48      Κατά πάγια νομολογία, ακυρωτικά αιτήματα προβαλλόμενα τυπικώς κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως έχουν ως αποτέλεσμα, στην περίπτωση που η απόφαση αυτή δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο, να επιλαμβάνεται το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 8, και απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 9ης Ιουλίου 2009, F‑104/07, Hoppenbrouwers κατά Επιτροπής, σκέψη 31). Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι η απόφαση της 6ης Απριλίου 2010 περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο, τα ακυρωτικά αιτήματα πρέπει να θεωρηθούν ως στρεφόμενα αποκλειστικώς κατά της επίδικης αποφάσεως.

 Επί του αιτήματος να αναγνωρίσει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ότι ο προσφεύγων-ενάγων υπέστη ηθική παρενόχληση

49      Στο μέτρο που με το ως άνω αίτημα ζητείται στην πραγματικότητα να αναγνωρίσει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης τη βασιμότητα των λόγων που προβλήθηκαν προς ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, το αίτημα αυτό πρέπει, ως εκ τούτου, να κηρυχθεί απαράδεκτο (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Νοεμβρίου 1993, T‑15/93, Vienne κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 13).

 Επί του αιτήματος ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως

50      Προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως, ο προσφεύγων-ενάγων προβάλλει σειρά λόγων ακυρώσεως οι οποίοι αντλούνται, μεταξύ άλλων, από:

–        έλλειψη αμεροληψίας εκ μέρους του επικεφαλής της έρευνας,

–        την άρνηση του επικεφαλής της έρευνας να εγγυηθεί τη διατήρηση της ανωνυμίας των μαρτύρων,

–        πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της νομικής έννοιας της ηθικής παρενοχλήσεως,

–        πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως του επικεφαλής της έρευνας, κατά το μέτρο που διαπίστωσε ότι δεν συντρέχει περίπτωση ηθικής παρενοχλήσεως.

51      Πρέπει καταρχάς να εξεταστεί ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από έλλειψη αμεροληψίας του επικεφαλής της έρευνας, καθώς και εκείνος που αντλείται από έλλειψη νομιμότητας της αρνήσεώς του να εγγυηθεί τη διατήρηση της ανωνυμίας των μαρτύρων.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

52      Όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως που αντλείται από έλλειψη αμεροληψίας του επικεφαλής της έρευνας, ο προσφεύγων-ενάγων εξηγεί ότι, όταν το πρόσωπο αυτό ορίστηκε επικεφαλής της εν λόγω έρευνας, ασκούσε καθήκοντα προέδρου του γραφείου του IMR. Ο δε Kjærum, πριν διοριστεί, την 1η Ιουνίου 2008, διευθυντής του FRA, ήταν εκτελεστικός διευθυντής του ίδιου αυτού ινστιτούτου. Ο προσφεύγων-ενάγων προσθέτει ότι το IMR είχε συνάψει με τον FRA μια σημαντική σύμβαση για την παροχή πληροφοριών όσον αφορά τις δυσμενείς διακρίσεις λόγω γενετήσιου προσανατολισμού και ότι ο επικεφαλής της έρευνας και ο Kjærum έχουν συντάξει από κοινού ένα ακαδημαϊκό σύγγραμμα. Επομένως, κατά τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, το συμφέρον του επικεφαλής της έρευνας ήταν να διαφυλάξει την εικόνα του FRA και να τον απαλλάξει από κάθε κατηγορία ηθικής παρενοχλήσεως. Ο προσφεύγων-ενάγων προσθέτει ότι τίθεται επίσης εν αμφιβόλω η υποκειμενική αμεροληψία του επικεφαλής της έρευνας, όπως καταδεικνύει, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι η τελική έκθεση δεν είναι αρκούντως εμπεριστατωμένη.

53      Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που αντλείται από την άρνηση του επικεφαλής της έρευνας να εγγυηθεί τη διατήρηση της ανωνυμίας των μαρτύρων, ο προσφεύγων-ενάγων υποστηρίζει ότι η άρνηση αυτή, που απάδει προς το «[ν]ομικό πλαίσιο της διοικητικής έρευνας», είχε ως αποτέλεσμα να αρνηθούν ορισμένα πρόσωπα να καταθέσουν ως μάρτυρες ή να μην καταθέσουν με απόλυτη ειλικρίνεια υπό τον φόβο αντιποίνων.

54      Ο FRA ζητεί την απόρριψη αυτών των λόγων ακυρώσεως.

55      Καταρχάς υποστηρίζει ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτουν υπόνοιες μεροληψίας εκ μέρους του επικεφαλής της έρευνας τόσο έναντι του προσφεύγοντος-ενάγοντος όσο και των λοιπών εμπλεκόμενων υπαλλήλων. Ειδικότερα, ούτε το γεγονός ότι ο επικεφαλής της έρευνας και ο διευθυντής είχαν στο παρελθόν επαγγελματικές σχέσεις στο πλαίσιο του IMR ούτε η ύπαρξη εμπορικών συναλλαγών μεταξύ του FRA και του ινστιτούτου αυτού δύνανται να εγείρουν αμφιβολίες επ’ αυτού.

56      Ο FRA εξηγεί ακολούθως ότι οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως δεν επιτάσσουν τη διατήρηση της ανωνυμίας των μαρτύρων και προσθέτει ότι, εν πάση περιπτώσει, λαμβανομένου υπόψη του μικρού μεγέθους του Οργανισμού, η διατήρηση της ανωνυμίας δεν θα αποτελούσε εγγύηση για τους μάρτυρες.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

57      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, για την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, ο διευθυντής στηρίχθηκε κατ’ ουσίαν τόσο στα στοιχεία που συγκέντρωσε ο επικεφαλής της έρευνας κατά τη διεξαγωγή της όσο και στα συμπεράσματα που διατύπωσε στην τελική έκθεση. Απόδειξη τούτου αποτελεί το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα της επίδικης αποφάσεως, ο διευθυντής ρητώς απέρριψε την αιτίαση περί ηθικής παρενοχλήσεως παραπέμποντας στην υπόθεση «όπως παρουσιάστηκε από τον επικεφαλής της έρευνας στην τελική έκθεση».

58      Πρέπει συνεπώς να εξακριβωθεί αν, όπως ισχυρίζεται ο προσφεύγων-ενάγων, η έρευνα διεξήχθη πλημμελώς.

–       Επί της ελλείψεως αμεροληψίας του επικεφαλής της έρευνας

59      Ο προσφεύγων-ενάγων θέτει εν αμφιβόλω τόσο την αντικειμενική όσο και την υποκειμενική αμεροληψία του επικεφαλής της έρευνας. Κατά τον ενδιαφερόμενο, ο επικεφαλής της έρευνας, λόγω των καθηκόντων του εντός του IMR, όχι μόνο βρίσκεται σε κατάσταση αντικειμενικώς δυνάμενη να εγείρει αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία του, αλλά επιπλέον δεν επέδειξε αμεροληψία κατά την ουσιαστική διεξαγωγή της έρευνας.

60      Συναφώς, όσον αφορά την αντικειμενική αμεροληψία του επικεφαλής της έρευνας, δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο της δικογραφίας και ούτε άλλωστε προβάλλεται από τον προσφεύγοντα-ενάγοντα ότι ανήκαν στο στενό περιβάλλον του επικεφαλής της έρευνας οι υπάλληλοι που εμπλέκονται άμεσα στο αίτημα αρωγής, ήτοι ο προσφεύγων-ενάγων καθώς και οι δύο υπάλληλοι τους οποίους αυτός κατηγορεί για ηθική παρενόχληση. Εξάλλου, το γεγονός και μόνον ότι ο Kjærum και ο επικεφαλής της έρευνας διατηρούσαν στο παρελθόν επαγγελματικές σχέσεις εντός του IMR και είχαν συντάξει από κοινού ακαδημαϊκό σύγγραμμα δεν σημαίνει ότι εθίγη η ανεξαρτησία του επικεφαλής της έρευνας κατά τη διεξαγωγή της ή ότι θα μπορούσε να δημιουργηθεί αυτή η πεποίθηση σε τρίτους (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, T‑89/01, Willeme κατά Επιτροπής, σκέψη 58).

61      Είναι όμως βέβαιον ότι το IMR, το γραφείο του οποίου διοικούσε ο επικεφαλής της έρευνας όταν κλήθηκε να αναλάβει τη διεξαγωγή της, είχε συνάψει με τον FRA σύμβαση ποσού που υπερέβαινε τις 500 000 ευρώ, προκειμένου να παράσχει στον οργανισμό αυτό πληροφορίες όσον αφορά περιπτώσεις δυσμενούς διακρίσεως λόγω γενετήσιου προσανατολισμού στη Δανία κατά την περίοδο 2007-2008. Εξάλλου, όταν διεξήχθη η έρευνα από τον επικεφαλής της, η σύμβαση αυτή μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο διαδοχικών ανανεώσεων στο μέλλον, όπως επιβεβαίωσε ο FRA κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

62      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, η ύπαρξη και η έκταση της εμπορικής σχέσεως μεταξύ του FRA και του IMR ήταν ικανές να δημιουργήσουν στον προσφεύγοντα-ενάγοντα δικαιολογημένους φόβους όσον αφορά την αντικειμενική αμεροληψία του επικεφαλής της έρευνας, καθόσον ο ενδιαφερόμενος μπορούσε ευλόγως να τρέφει ανησυχίες για το ότι ο επικεφαλής της έρευνας, προσβλέποντας στη διατήρηση αυτής της εμπορικής σχέσεως, καθοδηγήθηκε από την επιθυμία διαφυλάξεως της φήμης του Οργανισμού.

63      Βεβαίως, είναι αληθές ότι ο επικεφαλής της έρευνας δεν ασκούσε εντός του IMR άμεσα εκτελεστικά καθήκοντα, καθόσον με αυτά ήταν επιφορτισμένος ο διευθυντής και οι υπεύθυνοι των διαφόρων τμημάτων του ινστιτούτου. Ωστόσο, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει σαφώς ο κεντρικός ρόλος του γραφείου –και επομένως του προέδρου του– στη λειτουργία του IMR. Απόδειξη τούτου αποτελεί το γεγονός ότι, σε άρθρο που δημοσίευσε στον διαδικτυακό ιστότοπό του τον Ιούνιο του 2008, το IMR επισήμανε ότι το γραφείο, υπό τη διεύθυνση του Jensen, θα εξακολουθούσε να εποπτεύει τη «γενική διεύθυνση του [IMR]». Επιπλέον, στον εν λόγω ιστότοπο του IMR τονιζόταν κατά την ίδια περίοδο ότι το γραφείο θα ήταν «αρμόδιο για όλα τα ουσιαστικά και επαγγελματικής φύσεως ζητήματα, περιλαμβανομένης της έρευνας και της στρατηγικής».

64      Συνεπώς, ο επικεφαλής της έρευνας, του οποίου η γραμματειακή υποστήριξη γινόταν από μία εκ των βοηθών του διευθυντή του FRA, δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για να μην αμφισβητείται η αντικειμενική αμεροληψία του.

65      Επομένως, ο προσφεύγων-ενάγων βασίμως υποστηρίζει ότι, για τον λόγο αυτόν και υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, η έρευνα ήταν πλημμελής.

66      Όσον αφορά την υποκειμενική αμεροληψία του επικεφαλής της έρευνας, μολονότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο επικεφαλής της έρευνας ευνόησε κατά τη διεξαγωγή της τους υπαλλήλους τους οποίους κατηγορεί ο προσφεύγων-ενάγων, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει ατυχές το γεγονός ότι, κατά τη διεξαγωγή της εν λόγω έρευνας, κοινοποιήθηκε στους M. και A. το σύνολο των εγγράφων που αντηλλάγησαν μεταξύ, αφενός, του FRA και, αφετέρου, του προσφεύγοντος-ενάγοντος και των συμβούλων του, ενώ ορισμένα έγγραφα, όπως αυτά που σχετίζονταν με το αίτημα αναλήψεως από τον FRA των εξόδων του προσφεύγοντος-ενάγοντος για αμοιβές δικηγόρου, δεν αφορούσαν ούτε τον M. ούτε τον A.

67      Ομοίως, ενώ ο προσφεύγων-ενάγων είχε στηρίξει το αίτημά του αρωγής σε πλήθος εγγράφων, ο επικεφαλής της έρευνας αφιέρωσε στο ζήτημα της βασιμότητας των προβληθεισών αιτιάσεων λιγότερες από τρεις ουσιαστικού περιεχομένου σελίδες, στερούμενες εμπεριστατωμένων στοιχείων κατά τα λοιπά, από τις δώδεκα που περιλαμβάνει η τελική έκθεση, το δε λοιπό μέρος της εκθέσεως περιορίστηκε στην παρουσίαση των μη αμφισβητούμενων από τους διαδίκους πραγματικών περιστατικών, στην υπενθύμιση της νομοθεσίας και στην περιγραφή της διαδικασίας.

–       Επί της απουσίας εγγυήσεων όσον αφορά τη διατήρηση της ανωνυμίας των μαρτύρων

68      Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, πριν την έναρξη των εργασιών έρευνας, ο διευθυντής καθόρισε, σε συνεργασία με τον επικεφαλής της έρευνας, το «[ν]ομικό πλαίσιο της διοικητικής έρευνας». Το νομικό αυτό πλαίσιο, την επιβαλλόμενη εφαρμογή του οποίου δεν αμφισβητούν οι διάδικοι, περιελάμβανε μια ενότητα τιτλοφορούμενη «λεπτομέρειες ακροάσεως των μαρτύρων» η οποία προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ότι «οι μάρτυρες δεν [θα μπορούσαν] να διατηρήσουν την ανωνυμία τους έναντι κανενός διαδίκου, εκτός εάν ιδιαίτερες περιστάσεις [καταδείκνυαν] σαφώς την αναγκαιότητα της εν λόγω ανωνυμίας».

69      Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν, στην υπό κρίση υπόθεση, ιδιαίτερες περιστάσεις επέβαλλαν την εκ μέρους του επικεφαλής της έρευνας διατήρηση της ανωνυμίας των μαρτύρων που είχε ακούσει, καθώς και εκείνων που θα μπορούσε να είχε ακούσει.

70      Στο ερώτημα αυτό το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης πρέπει, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, να δώσει καταφατική απάντηση.

71      Συγκεκριμένα, ο επικεφαλής της έρευνας είχε πλήρη συναίσθηση της δυσκολίας των μελών του προσωπικού να καταθέσουν ως μάρτυρες χωρίς να έχουν εγγυήσεις για το ότι η ταυτότητά τους δεν θα αποκαλυπτόταν στα δύο κατηγορούμενα για ηθική παρενόχληση πρόσωπα. Πράγματι, στην τελική έκθεση ο επικεφαλής της έρευνας επισήμανε ότι «[είχε] παρατηρήσει σε πλήθος περιπτώσεων ότι τα μέλη του προσωπικού του FRA –και ειδικότερα της μονάδας 1 “Διοίκηση”– δεν ήταν πρόθυμα να καταθέσουν ως μάρτυρες, απεναντίας εξέφραζαν αντιρρήσεις προς τούτο υπό τον φόβο αντιποίνων», και ότι, ειδικότερα, ένα από τα μέλη αυτά, του οποίου δεν έγινε δεκτό το αίτημα διατηρήσεως της ανωνυμίας του, «είχε αρνηθεί να καταθέσει». Ο επικεφαλής της έρευνας επισήμανε επίσης ότι, «μολονότι άλλα πρόσωπα, παρά τις αρχικές επιφυλάξεις τους, δέχθηκαν εν τέλει να καταθέσουν, [είχε] σαφώς την εντύπωση ότι όσα κατέθεσαν πόρρω [απείχαν] από την πλήρη αλήθεια» και ότι, ως εκ τούτου, «[δεν μπορούσε] να αποκλείσει το ενδεχόμενο να μην είναι πλήρως διαφωτιστική η διεξαγόμενη έρευνα και να μην επιτευχθεί καλύτερο αποτέλεσμα με μεταγενέστερες διαδικασίες έρευνας». Τέλος, ως κατακλείδα στην τελική έκθεση, ο επικεφαλής της έρευνας διευκρίνισε ότι, λαμβανομένων υπόψη των δυσκολιών που αντιμετώπισε προκειμένου να πείσει τους υπαλλήλους να καταθέσουν ως μάρτυρες, «οι μαρτυρίες που δόθηκαν ήταν πολύ περιορισμένες».

72      Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι ο επικεφαλής της έρευνας, επισημαίνοντας τις δυσκολίες αυτές, τόνισε ότι η έρευνα είχε δημιουργήσει ένα «έντονο κλίμα φόβου εντός της μονάδας 1 “Διοίκηση”, το οποίο [είχε] ως συνέπεια να μην τολμούν τα μέλη του προσωπικού να εκφράσουν την άποψή τους ή έστω να είναι ιδιαιτέρως επιφυλακτικά προς τούτο».

73      Ενώ όλα τα στοιχεία στα οποία αναφέρθηκε ο ίδιος ο επικεφαλής της έρευνας θα έπρεπε να τον ωθήσουν να εγγυηθεί τη διατήρηση της ανωνυμίας των μαρτύρων, αυτός αντιθέτως δεν την εγγυήθηκε, παρά το σχετικό αίτημα του προσφεύγοντος-ενάγοντος.

74      Είναι αληθές ότι, με την τελική έκθεση, ο επικεφαλής της έρευνας δικαιολόγησε την άρνησή του να εγγυηθεί τη διατήρηση της ανωνυμίας των μαρτύρων που πρότεινε ο προσφεύγων-ενάγων υποστηρίζοντας ότι η διασφάλιση αυτή ήταν ουτοπική, στο μέτρο που, κατά την άποψή του, τα πρόσωπα που αφορούσε το αίτημα αρωγής θα ήταν πιθανότατα σε θέση να ανακαλύψουν την προέλευση των πληροφοριών. Ωστόσο, ουδόλως αποδεικνύεται ότι, αν είχε διατηρηθεί η ανωνυμία των μαρτύρων, ο επικεφαλής της έρευνας δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει στους μάρτυρες προσήκουσα προστασία και, ειδικότερα, ότι θα του ήταν αδύνατο να καταρτίσει πρακτικά ακροάσεως υπό συνθήκες που θα απέκλειαν την αποκάλυψη της ταυτότητας των ενδιαφερομένων.

75      Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι, στις 6 Φεβρουαρίου 2009, ο υπάλληλος κατά του οποίου στρέφεται κυρίως ο προσφεύγων-ενάγων, ήτοι ο M., απέστειλε στον διευθυντή, του οποίου ήταν ωστόσο υφιστάμενος, σημείωμα με το οποίο του επισήμανε ότι «η διατήρηση της ανωνυμίας [των μαρτύρων] επ’ ουδενί [μπορούσε] να γίνει δεκτή». Λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου που περιγράφει ο ίδιος ο επικεφαλής της έρευνας και ειδικότερα του «έντονου κλίματος φόβου εντός της μονάδας 1 “Διοίκηση”», η ύπαρξη του σημειώματος αυτού και το περιεχόμενό του επιβεβαιώνουν ότι η διατήρηση της ανωνυμίας των μαρτύρων ήταν αναγκαία για την προσήκουσα διεξαγωγή της έρευνας.

76      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει ότι η άρνηση του επικεφαλής της έρευνας να εγγυηθεί τη διατήρηση της ανωνυμίας των μαρτύρων δεν επέτρεψε την πλήρη εξέταση των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως και, ως εκ τούτου, κατέστησε πλημμελή την έρευνα.

77      Επομένως, και στο μέτρο που, όπως διαπιστώθηκε, ο διευθυντής στηρίχθηκε στην τελική έκθεση για την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η έρευνα πάσχει πλημμέλεια.

78      Εφόσον οι δύο πρώτοι λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν κατά της επίδικης αποφάσεως έγιναν δεκτοί, η απόφαση αυτή πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να συντρέχει λόγος εξετάσεως των λοιπών λόγων και ειδικότερα εκείνων που αντλούνται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της νομικής έννοιας της ηθικής παρενοχλήσεως και από την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως.

 Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

79      Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί να υποχρεωθεί ο FRA να αποκαταστήσει, καταβάλλοντας ποσό 71 823,23 ευρώ, την υλική ζημία που υπέστη λόγω ηθικής παρενοχλήσεως.

80      Εξάλλου, ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να υποχρεωθεί ο FRA να του καταβάλει ποσό 85 000 ευρώ προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που προκλήθηκε, αφενός, λόγω της ηθικής παρενοχλήσεως και, αφετέρου, λόγω του μη σύννομου χαρακτήρα της επίδικης αποφάσεως που δεν διαπίστωσε την ύπαρξη της εν λόγω παρενοχλήσεως.

81      Ο FRA ζητεί την απόρριψη του αιτήματος αποζημιώσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

82      Πρώτον, όσον αφορά το αίτημα αποκαταστάσεως εκ μέρους του FRA της υλικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη ο προσφεύγων λόγω της ηθικής παρενοχλήσεως, υπενθυμίζεται ότι αντικείμενο του άρθρου 24, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ είναι η ικανοποίηση της ζημίας που υπέστη κάποιος υπάλληλος από τις περιγραφόμενες στο πρώτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου ενέργειες τρίτων ή άλλων υπαλλήλων, υπό την επιφύλαξη ότι δεν έχει επιτευχθεί ικανοποίηση από τους δράστες (βλ. διάταξη του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 2006, C‑365/05 P, Schmidt-Brown κατά Επιτροπής, σκέψη 78). Το παραδεκτό της αιτήσεως αποζημιώσεως που υποβάλλει υπάλληλος βάσει του άρθρου 24, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ εξαρτάται από την εξάντληση των ένδικων βοηθημάτων της εθνικής έννομης τάξεως, εφόσον τα βοηθήματα αυτά διασφαλίζουν την παροχή αποτελεσματικής προστασίας στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και μπορούν να εξασφαλίσουν την ικανοποίηση της φερόμενης ζημίας (βλ. αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Μαρτίου 2005, T‑254/02, L κατά Επιτροπής, σκέψη 148, και της 12ης Ιουλίου 2011, T‑80/09 P, Επιτροπή κατά Q, σκέψη 67).

83      Εν προκειμένω, ούτε αποδεικνύεται ούτε έστω προβάλλεται ότι, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την προβαλλόμενη ηθική παρενόχληση, ο προσφεύγων-ενάγων εξάντλησε τα ένδικα βοηθήματα της εθνικής έννομης τάξεως ή ότι τα βοηθήματα αυτά δεν του εξασφάλισαν αποτελεσματική προστασία. Ως εκ τούτου, το αίτημα αποκαταστάσεως της εν λόγω ζημίας πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

84      Δεύτερον, όσον αφορά το αίτημα χρηματικής ικανοποιήσεως από τον FRA της ηθικής βλάβης που προκλήθηκε λόγω της ελλείψεως νομιμότητας της επίδικης αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η ακύρωση πράξεως πάσχουσας έλλειψη νομιμότητας μπορεί να αποτελέσει, αφ’ εαυτής, προσήκουσα και επαρκή καταρχήν αποκατάσταση κάθε είδους ηθικής βλάβης που ενδεχομένως προκάλεσε η εν λόγω πράξη (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 1987, 44/85, 77/85, 294/85 και 295/85, Hochbaum και Rawes κατά Επιτροπής, σκέψη 22, του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβρίου 2004, T‑116/03, Montalto κατά Συμβουλίου, σκέψη 127, και του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 8ης Μαΐου 2008, F‑6/07, Suvikas κατά Συμβουλίου, σκέψη 151), εκτός αν ο προσφεύγων-ενάγων αποδείξει ότι η ηθική βλάβη που υπέστη δύναται να διαχωρισθεί από την παρανομία επί της οποίας στηρίχθηκε η ακύρωση και δεν μπορεί να αποκατασταθεί πλήρως με την εν λόγω ακύρωση (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Φεβρουαρίου 1990, C‑343/87, Culin κατά Επιτροπής, σκέψεις 27 και 28, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Ιουνίου 2006, T‑10/02, Girardot κατά Επιτροπής, σκέψη 131).

85      Εν προκειμένω, είναι αληθές ότι η επίδικη απόφαση δεν περιέχει καμία αξιολόγηση των προσόντων ή της συμπεριφοράς του προσφεύγοντος-ενάγοντος δυνάμενη να τον βλάψει. Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των κατακριτέων συνθηκών υπό τις οποίες εξετάστηκε το αίτημα αρωγής και διεξήχθη η έρευνα, η ακύρωση της αποφάσεως αυτής δεν μπορεί να αποτελέσει, αφ’ εαυτής, προσήκουσα και επαρκή αποκατάσταση της προκληθείσας ηθικής βλάβης, η οποία έγκειται στην κατάσταση αβεβαιότητας και ανησυχίας που δημιούργησε η έλλειψη νομιμότητας της επίδικης αποφάσεως. Συνεπώς, ο FRA πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα ποσό 5 000 ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

86      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του ογδόου κεφαλαίου του εν λόγω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Βάσει της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δύναται να αποφασίσει, όταν απαιτείται από λόγους επιείκειας, ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα δικαστικά έξοδα ή ότι δεν πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα

87      Από το σκεπτικό της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι ηττηθείς διάδικος είναι κατ’ ουσίαν ο FRA. Επιπλέον, ο προσφεύγων-ενάγων ζήτησε ρητώς, με τα αιτήματά του, την καταδίκη του FRA στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως δεν δικαιολογούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο FRA φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος-ενάγοντος.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2009 του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2)      Υποχρεώνει τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να καταβάλει στον T. Allgeier το ποσό των 5 000 ευρώ.

3)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή κατά τα λοιπά.

4)      Ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του T. Allgeier.

Kreppel

Perillo

Barents

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Σεπτεμβρίου 2011.

Η Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

       H. Kreppel


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.