Language of document : ECLI:EU:F:2009:43

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 30ής Απριλίου 2009 (*)

«Υπάλληλοι – Επικουρικοί υπάλληλοι συνόδου του Κοινοβουλίου – Παραδεκτό – Διοικητική διαδικασία που προηγείται της προσφυγής – Άρθρο 283 ΕΚ – Άρθρο 78 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο Λοιπό Προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Ίση μεταχείριση – Εργασιακή σταθερότητα – Οδηγία 1999/70 – Συμβάσεις ορισμένου χρόνου – Δυνατότητα επικλήσεως»

Στην υπόθεση F‑65/07,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ,

Laleh Aayhan, κάτοικος Στρασβούργου (Γαλλία), και 79 άλλοι πρώην επικουρικοί υπάλληλοι συνόδου, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα, εκπροσωπούμενοι από τον R. Blindauer, δικηγόρο,

προσφεύγοντες-ενάγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αρχικώς εκπροσωπουμένου από τους M. Mustapha-Pacha και R. Ignătescu, στη συνέχεια, από τις R. Ignătescu και S. Seyr,

καθού,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, I. Boruta και S. Van Raepenbusch (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: R. Schiano, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Νοεμβρίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ) στις 29 Ιουνίου 2007, η L. Aayhan και 79 άλλοι πρώην επικουρικοί υπάλληλοι συνόδου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ζητούν, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της αποφάσεως της αρμόδιας αρχής για τη σύναψη συμβάσεων (στο εξής: ΑΑΣΣ), της 20ής Απριλίου 2007, με την οποία απορρίφθηκε η «διοικητική ένσταση» που ισχυρίζονται ότι υπέβαλαν στις 19 Δεκεμβρίου 2006, με αίτημα να κριθούν οι διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου που είχαν συναφθεί μεταξύ εκάστου εξ αυτών και του Κοινοβουλίου ως ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, για απασχόληση με μειωμένο ωράριο, να επαναπροσληφθούν, ως εκ τούτου, οι ενδιαφερόμενοι από το Κοινοβούλιο και να τους χορηγηθεί αποζημίωση «αντιστοιχούσα» στο δικαίωμα αδείας μετ’ αποδοχών που απέκτησαν για το σύνολο των περιόδων κατά τις οποίες είχαν εργαστεί.

 Το νομικό πλαίσιο

1.     Το Καθεστώς που εφαρμόζεται στο Λοιπό Προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

2        Κατά το άρθρο 52, δεύτερη περίοδος, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο Λοιπό Προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΛΠ), «[δ]εν μπορούν να προσληφθούν νέοι επικουρικοί υπάλληλοι μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2006».

3        Το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ προβλέπει τα εξής:

«Ο επικουρικός υπάλληλος δικαιούται αδείας μετ’ αποδοχών δύο εργασίμων ημερών για κάθε μήνα υπηρεσίας. Για υπηρεσία που διαρκεί λιγότερο από 15 ημέρες ή μισό μήνα δεν παρέχεται δικαίωμα αδείας.»

4        Το άρθρο 78 του ΚΛΠ, το οποίο περιλαμβάνεται στον τίτλο ΙΙΙ «Επικουρικοί υπάλληλοι», προβλέπει τα εξής:

«Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του παρόντος τίτλου, οι επικουρικοί υπάλληλοι που προσλαμβάνονται από τ[ο] [Κοινοβούλιο] για το χρόνο κατά τον οποίο διαρκούν οι εργασίες των συνεδριάσεων υπόκεινται στους όρους προσλήψεως και αποδοχών που προβλέπονται στη συμφωνία μεταξύ του ανωτέρω οργάνου, του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Συνελεύσεως της Ενώσεως Δυτικής Ευρώπης, που αφορά την πρόσληψη του εν λόγω προσωπικού.

Οι διατάξεις της συμφωνίας αυτής καθώς και κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των διατάξεων αυτών γνωστοποιούνται στις αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές ένα μήνα πριν τεθούν σε ισχύ.

Οι ίδιοι όροι πρόσληψης και αποδοχών που ισχύουν για τους διερμηνείς συνεδρίων που προσλαμβάνονται από το […] Κοινοβούλιο, εφαρμόζονται και όσον αφορά τους επικουρικούς υπαλλήλους που προσλαμβάνονται από την Επιτροπή [των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων] υπό την ιδιότητα του διερμηνέα συνεδρίων για λογαριασμό των κοινοτικών οργάνων και οργανισμών.

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006, ημερομηνία από την οποία το οικείο προσωπικό υπάγεται στους όρους που καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 90.»

5        Το άρθρο 90 του ΚΛΠ, το οποίο περιλαμβάνεται στον τίτλο IV «Συμβασιούχοι υπάλληλοι», κεφάλαιο 5 «Ειδικές διατάξεις για τους συμβασιούχους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθρο 3β», ορίζει τα εξής:

«Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του παρόντος τίτλου, οι διερμηνείς συνεδριάσεων που προσλαμβάνονται από το […] Κοινοβούλιο ή την Επιτροπή για λογαριασμό των κοινοτικών οργάνων και οργανισμών υπόκεινται στους όρους που καθορίζονται στη συμφωνία της 28ης Ιουλίου 1999 μεταξύ του […] Κοινοβουλίου, της Επιτροπής και του Δικαστηρίου [των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων], εξ ονόματος των οργάνων, αφενός, και των αντιπροσωπευτικών επαγγελματικών ενώσεών τους, αφετέρου.

Οι τροποποιήσεις της εν λόγω συμφωνίας που απαιτούνται για την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου [της 22ας Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του ΚΛΠ, ΕΕ L 124, σ. 1] υιοθετούνται πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2006 σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 78, δεύτερο εδάφιο. Οι τροποποιήσεις της εν λόγω συμφωνίας μετά την 31η Δεκεμβρίου 2006 υιοθετούνται με συμφωνία μεταξύ των οργάνων.»

6        Κατά το άρθρο 91 του ΚΛΠ, το οποίο περιλαμβάνεται επίσης στον τίτλο IV «Συμβασιούχοι υπάλληλοι», κεφάλαιο 6 «Όροι εργασίας», «[τ]α άρθρα 16 έως 18 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία». Το άρθρο 16, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ, ειδικότερα, παραπέμπει, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τη διάρκεια της εργασίας στα «άρθρα 55 έως 61 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης [των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων]», το δε άρθρο 55α, παράγραφος 4, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), παραπέμπει, όσον αφορά τους κανόνες που διέπουν την εργασία με μειωμένο ωράριο, στο παράρτημα IVα του ΚΥΚ, του οποίου το άρθρο 1, τρίτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, προβλέπει τα εξής:

«Η διάρκεια της εργασίας με μειωμένο ωράριο δεν μπορεί να είναι κατώτερη του ημίσεος της κανονικής διάρκειας εργασίας.»

2.     Η συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου

7        Από το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο του προοιμίου καθώς και από τα σημεία 6 έως 8 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία πλαίσιο) και περιέχεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ L 175, σ. 43), προκύπτει κατ’ ουσίαν ότι:

–        οι συμβαλλόμενοι στη συμφωνία πλαίσιο δέχονται ότι, αφενός, οι συμβάσεις αορίστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων, καθώς συμβάλλουν στην ποιότητα ζωής των εργαζομένων και βελτιώνουν την απόδοσή τους, αλλά ότι, αφετέρου, οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, υπό ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων·

–        η συμφωνία πλαίσιο καθορίζει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, θεσπίζοντας, μεταξύ άλλων, ένα γενικό πλαίσιο για τη διασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, προστατεύοντάς τους από τις διακρίσεις, καθώς και για την πρόληψη των καταχρήσεων που προκύπτουν από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, παραπέμποντας στα κράτη μέλη και στους κοινωνικούς εταίρους για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των εν λόγω αρχών και απαιτήσεων, προκειμένου να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία των συγκεκριμένων εθνικών, τομεακών και εποχιακών καταστάσεων·

–        κατά τους συμβαλλομένους στη συμφωνία πλαίσιο, η χρήση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου βάσει αντικειμενικών λόγων είναι ένας τρόπος για να προληφθεί η κατάχρηση σε βάρος των εργαζομένων.

8        Κατά τη ρήτρα 1 της συμφωνίας πλαισίου, σκοπός της συμφωνίας πλαισίου είναι:

«α)      η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης·

β)      η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου.»

9        Η ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου ορίζει τα εξής:

«1. Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, [τις εθνικές] συλλογικές συμβάσεις ή [την εθνική] πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν[,] κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)      αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας·

β)      τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου·

γ)      τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.

2. Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου:

α)      θεωρούνται “διαδοχικές”,

β)      χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.»

 Ιστορικό της διαφοράς

10      Οι προσφεύγοντες είναι όλοι πρώην επικουρικοί υπάλληλοι που προσλήφθηκαν επανειλημμένως από το Κοινοβούλιο με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, κατά τον οποίο εκάστοτε διαρκούσαν οι εργασίες των συνόδων του, σύμφωνα με το άρθρο 78 του ΚΛΠ, για την άσκηση των καθηκόντων υπαλλήλου βρεφονηπιακού σταθμού, παιδοκόμου, δακτυλογράφου, τεχνικού, μάγειρα, καθηγητή γλωσσών, υπαλλήλου βεστιαρίου, μεταφορέα, κλητήρα, χειριστή φωτοαντιγραφικών μηχανημάτων, βοηθού και άλλων.

11      Ενόψει του ενδεχομένου χρησιμοποιήσεως εκ μέρους του Κοινοβουλίου, από την 1η Ιανουαρίου 2007, προσωρινώς απασχολουμένου προσωπικού για την κάλυψη των αναγκών του σε ανθρώπινο δυναμικό κατά τις περιόδους των συνόδων, ο δικηγόρος των προσφευγόντων-εναγόντων (στο εξής: προσφεύγοντες) απέστειλε, στις 18 Σεπτεμβρίου 2006, επιστολή στον γενικό διευθυντή της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Προσωπικό», περιέχουσα σειρά αιτιάσεων κατά του καθεστώτος που εφαρμοζόταν έως τότε στους επικουρικούς υπαλλήλους συνόδου, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τη διάρκεια των συμβάσεών τους και το δικαίωμά τους για άδεια μετ’ αποδοχών, καθώς και κατά της προθέσεως του Κοινοβουλίου να μετατρέψει, από την 1η Ιανουαρίου 2007, τις πρώην συμβάσεις επικουρικών υπαλλήλων συνόδου σε συμβάσεις προσωρινής απασχολήσεως. Τέλος, ο δικηγόρος των προσφευγόντων ζήτησε τη μετατροπή των συμβάσεων επικουρικών υπαλλήλων συνόδου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις συμβασιούχων υπαλλήλων αορίστου χρόνου για απασχόληση με μειωμένο ωράριο (και ειδικότερα ενός τετάρτου), δυνάμει των άρθρων 3α και 3β του ΚΛΠ, την αναδρομική χορήγηση στους εντολείς του αδείας μετ’ αποδοχών και την καταγγελία όλων των συμβατικών σχέσεων με την εταιρεία προσωρινής διαθέσεως εργατικού δυναμικού στην οποία σκόπευε να απευθυνθεί το Κοινοβούλιο.

12      Ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Προσωπικό», κατόπιν συναντήσεως με τον δικηγόρο των προσφευγόντων στις 9 Οκτωβρίου 2006, απάντησε, κατ’ ουσία, με επιστολή της 26ης Οκτωβρίου του ιδίου έτους, ότι ήταν αδύνατη η πρόσληψη επικουρικών υπαλλήλων συνόδου ως συμβασιούχων υπαλλήλων, δυνάμει των άρθρων 3α ή 3β του ΚΛΠ, και ότι η χρησιμοποίηση προσωρινώς διατιθεμένων εργαζομένων, για τη διασφάλιση της εύρυθμης διεξαγωγής των συνόδων του Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο (Γαλλία), ήταν νόμιμη τόσο βάσει του ΚΛΠ όσο και βάσει του γαλλικού δικαίου.

13      Με επιστολή της 19ης Δεκεμβρίου 2006, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι υπέβαλαν διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως της 26ης Οκτωβρίου 2006, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της 18ης Σεπτεμβρίου 2006, ζητώντας από την ΑΑΣΣ να ανακαλέσει την εν λόγω απόφαση και, «ως εκ τούτου, [να κρίνει] όλες τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου που είχαν συνάψει οι προσφεύγοντες με το […] Κοινοβούλιο ως ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου παρατεινόμενη πέραν της 1ης Ιανουαρίου 2007, [να επαναπροσλάβει] όλους [αυτούς] τους υπαλλήλους με σύμβαση αορίστου χρόνου […] [και να χορηγήσει] σε έκαστο των προσφευγόντων, για το σύνολο των περιόδων που εργάστηκε από την έναρξη της απασχολήσεώς του, αποζημίωση αντιστοιχούσα στο δικαίωμα αδείας μετ’ αποδοχών, το οποίο απέκτησε με την εργασία του».

14      Στις 20 Απριλίου 2007, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Προσωπικό», αφού χαρακτήρισε την επιστολή της 19ης Δεκεμβρίου 2006 ως «αίτηση», υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, απάντησε ότι δεν μπορούσε να δεχθεί την αίτηση αυτή.

15      Στις 21 Ιουνίου 2007, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν διοικητική ένσταση κατά της απορριπτικής αποφάσεως της 20ής Απριλίου 2007.

16      Με απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2007, η ΑΑΣΣ απέρριψε την ανωτέρω διοικητική ένσταση.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

17      Με αυτοτελές δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 29 Νοεμβρίου 2007, το Κοινοβούλιο προέβαλε ένσταση απαραδέκτου κατά της προσφυγής, κατ’ εφαρμογήν, όπως υποστήριξε, του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο εφαρμόζεται κατ’ αναλογία από το Δικαστήριο ΔΔ, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 4, της αποφάσεως 2004/752/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 2ας Νοεμβρίου 2004, για την ίδρυση Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 333, σ. 7), έως την έναρξη της ισχύος του Κανονισμού Διαδικασίας του.

18      Με έγγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 21 Ιανουαρίου 2008 με τηλεομοιοτυπία (το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2008), οι προσφεύγοντες κατέθεσαν παρατηρήσεις επί της ενστάσεως απαραδέκτου.

19      Με διάταξη της 13ης Μαρτίου 2008, το Δικαστήριο ΔΔ διέταξε τη συνεκδίκαση της ενστάσεως απαραδέκτου που είχε προβάλει το Κοινοβούλιο με την ουσία της υποθέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 78, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο είναι εφαρμοστέο από την 1η Νοεμβρίου 2007, ήτοι από ημερομηνία προγενέστερη της προβολής της εν λόγω ενστάσεως απαραδέκτου.

20      Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να ακυρώσει την απορριπτική απόφαση του Κοινοβουλίου, της 20ής Απριλίου 2007, επί της διοικητικής ενστάσεώς τους της 19ης Δεκεμβρίου 2006.

Συνεπώς:

–        να αναχαρακτηρίσει όλες τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου που είχαν συνάψει οι προσφεύγοντες με το Κοινοβούλιο ως ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου·

–        να κρίνει ότι το Κοινοβούλιο υποχρεούται να τους επαναπροσλάβει με σύμβαση αορίστου χρόνου·

–        να κρίνει ότι οι καλούμενοι επικουρικοί υπάλληλοι συνόδου του Κοινοβουλίου δικαιούνται, για το σύνολο των περιόδων κατά τις οποίες εργάστηκαν από την έναρξη της απασχολήσεώς τους, αποζημιώσεως αντιστοιχούσας στο δικαίωμα αδείας μετ’ αποδοχών που απέκτησαν με την εργασία τους·

–        να υποχρεώσει το Κοινοβούλιο να καταβάλει σε έκαστο των προσφευγόντων το ποσό των 2 000 ευρώ για τα μη δυνάμενα να αναζητηθούν έξοδα διαδικασίας·

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

21      Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να κρίνει προδήλως απαράδεκτη τη φερόμενη ως ασκηθείσα προσφυγή κατά παραλείψεως·

–        να κρίνει αβάσιμη την προσφυγή ακυρώσεως·

–        να απορρίψει ως απαράδεκτο το αίτημα των προσφευγόντων να χαρακτηρισθούν όλες οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου που είχαν συνάψει με το Κοινοβούλιο ως ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου·

–        να απορρίψει ως απαράδεκτο το αίτημα επαναπροσλήψεως όλων των υπαλλήλων αυτών με σύμβαση αορίστου χρόνου·

–        να απορρίψει ως αβάσιμο το αίτημα χορηγήσεως στους προσφεύγοντες αποζημιώσεως αντιστοιχούσας στο δικαίωμα αδείας μετ’ αποδοχών·

–        να κρίνει απαράδεκτο το αίτημα καταβολής σε έκαστο των προσφευγόντων του ποσού των 2 000 ευρώ για τα «μη δυνάμενα να αναζητηθούν έξοδα διαδικασίας»·

–        να κρίνει επί των δικαστικών εξόδων κατά νόμο.

22      Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 21 Ιανουαρίου 2008 με τηλεομοιοτυπία (το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 28 Ιανουαρίου του ιδίου έτους), οι προσφεύγοντες ζητούν, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της αποφάσεως της 25ης Οκτωβρίου 2007 με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένστασή τους της 27ης Ιουνίου 2007 (υπόθεση καταχωρισθείσα με αριθμό F‑10/08).

23      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγοντες κλήθηκαν από το Δικαστήριο ΔΔ να προσκομίσουν την τελευταία σύμβαση που είχαν συνάψει με το Κοινοβούλιο ως επικουρικοί υπάλληλοι συνόδου πριν από την υποβολή της διοικητικής ενστάσεως που ισχυρίζονται ότι υπέβαλαν στις 19 Δεκεμβρίου 2006. Οι προσφεύγοντες ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό με έγγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 26 Νοεμβρίου 2008 με τηλεομοιοτυπία (το πρωτότυπο κατατέθηκε την 1η Δεκεμβρίου 2008). Το Κοινοβούλιο κατέθεσε τις παρατηρήσεις του επί του εγγράφου αυτού στις 12 Δεκεμβρίου 2008, ημερομηνία κατά την οποία περατώθηκε η προφορική διαδικασία και άρχισε η διαδικασία διασκέψεως επί της υπό κρίση υποθέσεως.

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

24      Το Κοινοβούλιο εκτιμά ότι η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη.

25      Συγκεκριμένα, κατά το Κοινοβούλιο, στην πρώτη επιστολή του δικηγόρου των προσφευγόντων της 18ης Σεπτεμβρίου 2006 εκτίθενται ορισμένες σκέψεις, μεταξύ άλλων, επί της νομιμότητας του άρθρου 78 του ΚΛΠ, της νομικής καταστάσεως των επικουρικών υπαλλήλων συνόδου και της λύσεως που επέλεξε το Κοινοβούλιο να χρησιμοποιήσει, από 1ης Ιανουαρίου 2007, προσωρινώς διατιθέμενους εργαζομένους.

26      Η επιστολή αυτή ουδόλως καλούσε σαφώς και επισήμως την ΑΑΣΣ να λάβει απόφαση σχετικά με τους προσφεύγοντες, κατέληγε δε, προτείνοντας συνάντηση με τον γενικό διευθυντή της ΓΔ «Προσωπικό» για συζήτηση του θέματος. Η συνάντηση αυτή έλαβε, εξάλλου, χώρα στις 9 Οκτωβρίου 2006.

27      Η απάντηση του γενικού διευθυντή της ΓΔ «Προσωπικό», της 26ης Οκτωβρίου 2006, στερείται παντελώς χαρακτήρα αποφάσεως και σκοπούσε απλώς στο να ανακεφαλαιώσει τη θέση του Κοινοβουλίου επί των κυριότερων ζητημάτων που εθίγησαν κατά την εν λόγω συνάντηση.

28      Αντιθέτως, το έγγραφο των προσφευγόντων της 19ης Δεκεμβρίου 2006 περιείχε σαφή αιτήματα και έπρεπε να χαρακτηριστεί ως αίτηση υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ και όχι ως διοικητική ένσταση ελλείψει, κατά την ημερομηνία εκείνη, αποφάσεως ληφθείσας από το Κοινοβούλιο που να θίγει τους προσφεύγοντες.

29      Το Κοινοβούλιο παρατηρεί, συνεπώς, ότι οι προσφεύγοντες εγκύρως υπέβαλαν, στις 21 Ιουνίου 2007, διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως της ΑΑΣΣ, της 20ής Απριλίου 2007, με την οποία απορρίφθηκε η εν λόγω αίτηση. Αυτή η διοικητική ένσταση απορρίφθηκε με απόφαση της ΑΑΣΣ της 25ης Οκτωβρίου 2007.

30      Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφυγή της 29ης Ιουνίου 2007 πρέπει να κριθεί προώρως ασκηθείσα και, ως εκ τούτου, απαράδεκτη, καθόσον η διοικητική διαδικασία που προηγείται της προσφυγής δεν είχε ολοκληρωθεί κατά την ημερομηνία αυτή.

31      Ακολούθως, το Κοινοβούλιο αμφισβητεί το παραδεκτό των αιτημάτων του δικογράφου της προσφυγής με τα οποία ζητείται από το Δικαστήριο ΔΔ, αφενός, να αναχαρακτηρίσει όλες τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου που είχαν συνάψει οι προσφεύγοντες με το Κοινοβούλιο ως ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου και, αφετέρου, να αποφανθεί ότι το Κοινοβούλιο υποχρεούται να επαναπροσλάβει όλους τους εν λόγω υπαλλήλους με σύμβαση αορίστου χρόνου.

32      Κατά το Κοινοβούλιο, μόνον η ΑΑΣΣ δικαιούται να προσλαμβάνει εκτάκτους ή επικουρικούς υπαλλήλους. Επιπροσθέτως, στο πλαίσιο της αρμοδιότητας ακυρώσεως που του παρέχει το άρθρο 230 ΕΚ, ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να απευθύνει εντολές στα κοινοτικά όργανα. Το Κοινοβούλιο προσθέτει ότι το άρθρο 233 ΕΚ προβλέπει κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της δικαστικής και της διοικητικής αρχής, υπό την έννοια ότι εναπόκειται στο όργανο που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη να καθορίσει τα μέτρα που απαιτούνται για την εκτέλεση μιας ακυρωτικής αποφάσεως, στο πλαίσιο ασκήσεως, υπό τον έλεγχο του κοινοτικού δικαστή, της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει προς τούτο, συμμορφούμενο τόσο προς το διατακτικό και το σκεπτικό της αποφάσεως που υποχρεούται να εκτελέσει όσο και προς τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου.

33      Τέλος, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Κοινοβούλιο εκτίμησε ότι η προσφυγή ήταν επίσης απαράδεκτη με το σκεπτικό ότι οι συμβάσεις εκτάκτου υπαλλήλου ορισμένου χρόνου που είχαν συνάψει οι προσφεύγοντες με το Κοινοβούλιο ουδέποτε προσεβλήθησαν εντός των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ.

34      Οι προσφεύγοντες εκτιμούν, αντιθέτως, ότι η επιστολή της 18ης Σεπτεμβρίου 2006 συνιστά αίτηση υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ Δηλώνουν, ωστόσο, ότι άσκησαν νέα προσφυγή κατά της αποφάσεως της 25ης Οκτωβρίου 2007 για την περίπτωση που η επιστολή της 18ης Σεπτεμβρίου 2006 κριθεί ότι συνιστά αίτηση.

2.     Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

35      Υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, κατά πάγια νομολογία, ο χαρακτηρισμός ενός εγγράφου ή ενός υπηρεσιακού σημειώματος ως αιτήσεως υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, ΚΥΚ εμπίπτει αποκλειστικώς στην εκτίμηση του δικαστηρίου και δεν εξαρτάται από τη βούληση των διαδίκων (διατάξεις του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουλίου 1993, T‑115/92, Hogan κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II-895, σκέψη 36, και της 20ής Αυγούστου 1998, T-132/97, Collins κατά Επιτροπής των Περιφερειών, Συλλογή 1998, σ. I‑A‑469 και II‑1379, σκέψεις 12 έως 16).

36      Εν προκειμένω, είναι σαφές ότι οι προσφεύγοντες ζήτησαν, με το έγγραφο της 18ης Σεπτεμβρίου 2006, τον αναχαρακτηρισμό, για έκαστο εξ αυτών, όλων των συμβάσεών τους επικουρικού υπαλλήλου συνόδου σε σύμβαση συμβασιούχου υπαλλήλου αορίστου χρόνου, μερικής απασχολήσεως, δυνάμει των άρθρων 3α και 3β του ΚΛΠ, την καταβολή αποζημιώσεως αντιστοιχούσας στις άδειες μετ’ αποδοχών για τις περιόδους κατά τις οποίες εργάστηκαν και την καταγγελία όλων των συμβατικών σχέσεων με την εταιρεία προσωρινώς διατιθεμένων εργαζομένων στην οποία σκόπευε να απευθυνθεί το Κοινοβούλιο. Το έγγραφο αυτό πρέπει να χαρακτηριστεί ως αίτηση υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.

37      Το γεγονός ότι η αίτηση αυτή περιείχε πρόσκληση «για συζήτηση» του θέματος με τον «διευθυντή ανθρωπίνου δυναμικού» του Κοινοβουλίου δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τον νομικό χαρακτηρισμό της.

38      Υπό τις συνθήκες αυτές, το έγγραφο της 19ης Δεκεμβρίου 2006 πρέπει να χαρακτηριστεί ως διοικητική ένσταση στρεφόμενη κατά της αποφάσεως της 26ης Οκτωβρίου 2006, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της 18ης Σεπτεμβρίου 2006. Αυτή η διοικητική ένσταση αποτέλεσε αντικείμενο της απορριπτικής αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ), της 20ής Απριλίου 2007.

39      Πρέπει, δεύτερον, να εξεταστεί το ερώτημα αν υποβάλλοντας, επομένως, αίτηση υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, οι προσφεύγοντες εφάρμοσαν ορθώς την προ της ασκήσεως προσφυγής διοικητική διαδικασία, όπως αυτή προβλέπεται στα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, στα οποία παραπέμπει το άρθρο 46 του ΚΛΠ.

40      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, σε περίπτωση αποφάσεως ληφθείσας από την ΑΔΑ και συνιστώσας πράξη η οποία θίγει έναν υπάλληλο, ο υπάλληλος αυτός, εφόσον σκοπεύει να ζητήσει την ακύρωση, τη μεταρρύθμιση ή την ανάκληση της πράξεως αυτής, δεν οφείλει να υποβάλει αίτηση, υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, αλλά να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία της διοικητικής ενστάσεως του άρθρου 90, παράγραφος 2 (βλ., συναφώς, διατάξεις του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουνίου 1991, T-14/91, Weyrich κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑235, σκέψεις 32 και 34, και της 1ης Απριλίου 2003, T-11/01, Mascetti κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑117 και II‑579, σκέψη 33· απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 28ης Ιουνίου 2006, F-27/05, Le Maire κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑47 και II‑A‑1‑159, σκέψη 36).

41      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως, με την αίτησή τους της 18ης Σεπτεμβρίου 2006, οι προσφεύγοντες ζητούσαν από τη διοίκηση, αφενός, να μετατρέψει τις διαδοχικές συμβάσεις τους ως επικουρικών υπαλλήλων συνόδου σε ενιαία σύμβαση συμβασιούχου υπαλλήλου αορίστου χρόνου, δυνάμει των άρθρων 3α και 3β του ΚΛΠ, και, αφετέρου, την καταβολή αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν λόγω μη χορηγήσεως αδείας μετ’ αποδοχών για τις περιόδους κατά τις οποίες είχαν εργαστεί στο παρελθόν.

42      Ως προς το πρώτο αίτημα, το Κοινοβούλιο ισχυρίστηκε, κατ’ ουσίαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι εναπέκειτο στους προσφεύγοντες να χρησιμοποιήσουν, εντός των προβλεπομένων προθεσμιών, τη διαδικασία της διοικητικής ενστάσεως του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, τουλάχιστον κατά της τελευταίας συμβάσεως επικουρικού υπαλλήλου συνόδου για τον λόγο ότι αυτή δεν συνήφθη για αόριστο χρόνο.

43      Βεβαίως, μια σύμβαση παράγει συνήθως τα έννομα αποτελέσματά της από την υπογραφή της. Συνεπώς, η προθεσμία εμπρόθεσμης υποβολής διοικητικής ενστάσεως υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ πρέπει να υπολογίζεται από την υπογραφή της συμβάσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 2002, T-137/99 και T-18/00, Martínez Páramo κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑119 και II‑639, σκέψη 56). Εν προκειμένω, θα ήταν επομένως δυνατό να υποβάλουν οι προσφεύγοντες επισήμως διοικητική ένσταση κατά μιας εκ των τελευταίων συμβάσεών τους ως επικουρικών υπαλλήλων συνόδου για τον λόγο ότι αυτή δεν συνήφθη για αόριστο χρόνο και δεν στηρίζεται στα άρθρα 3α ή 3β του ΚΛΠ.

44      Παρά ταύτα, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των λόγων που προέβαλαν οι προσφεύγοντες και των επιχειρημάτων που επικαλέστηκαν προς στήριξη αυτών, καθώς και των περιόδων που εργάστηκαν, συνολικά, στο Κοινοβούλιο με την ιδιότητα του επικουρικού υπαλλήλου συνόδου, θα είχαν κάλλιστα τη δυνατότητα, όσον αφορά την προβλεπόμενη στα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ προσφυγή, να καλέσουν, καταρχάς, το Κοινοβούλιο, με αίτηση υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, να ασκήσει την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει έχοντας πλήρη γνώση των προβληθέντων λόγων και επιχειρημάτων και να αποφασίσει επισήμως ως προς τη δυνατότητα χαρακτηρισμού όλων των επίμαχων συμβάσεων ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, απόφαση η οποία θα μπορούσε ακολούθως να προσβληθεί με διοικητική ένσταση και, στη συνέχεια, ενδεχομένως, με ένδικη προσφυγή.

45      Εν πάση περιπτώσει, ακόμη κι αν γίνει δεκτή, ως προς το ζήτημα αυτό, η άποψη του Κοινοβουλίου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διοικητική ένσταση που υποβλήθηκε από τους προσφεύγοντες στις 19 Δεκεμβρίου 2006 μπορεί, ως εκ του αντικειμένου και του περιεχομένου της, να ερμηνευθεί κάλλιστα ως στρεφόμενη κατά των τελευταίων συμβάσεων επικουρικού υπαλλήλου συνόδου, οι οποίες είχαν συναφθεί κατά τους προηγούμενους τρεις μήνες, μεταξύ του Κοινοβουλίου και των προσφευγόντων, δεδομένου ότι αντίγραφα των συμβάσεων αυτών προσκομίστηκαν από τους προσφεύγοντες κατόπιν αιτήσεως του Δικαστηρίου ΔΔ. Το γεγονός ότι οι συμβάσεις αυτές προσκομίστηκαν στο τελευταίο στάδιο της προφορικής διαδικασίας, χωρίς, εξάλλου, το καθού να προβάλει συναφώς αντιρρήσεις, δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια το απαράδεκτο της ένδικης προσφυγής.

46      Όσον αφορά το δεύτερο αίτημα της αιτήσεως της 18ης Σεπτεμβρίου 2006, καθόσον οι αξιώσεις των προσφευγόντων για τη χορήγηση αποζημιώσεως στηρίζονται στη φερόμενη παράνομη συμπεριφορά του Κοινοβουλίου, το οποίο στέρησε για πολλά έτη από τους προσφεύγοντες το δικαίωμα αδείας μετ’ αποδοχών, λόγω συνάψεως συμβάσεων επικουρικού υπαλλήλου συνόδου πολύ μικρής διάρκειας, εναπέκειτο στους προσφεύγοντες να καλέσουν την ΑΑΣΣ, υποβάλλοντας αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, για την αποκατάσταση της φερόμενης ζημίας και να συνεχίσουν, ενδεχομένως, τη διαδικασία με την υποβολή διοικητικής ενστάσεως κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως αυτής της αιτήσεως. Πάντως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 41 έως 44 της παρούσας αποφάσεως, αυτό ακριβώς συνέβη εν προκειμένω.

47      Ως εκ τούτου, πρέπει να κριθεί ότι η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της αποφάσεως της 26ης Οκτωβρίου 2006, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της 18ης Σεπτεμβρίου 2006 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), τόσο ως προς το αίτημα αναχαρακτηρισμού των διαδοχικών συμβάσεων καθενός εξ αυτών ως επικουρικού υπαλλήλου συνόδου για ορισμένο χρόνο σε σύμβαση συμβασιούχου υπαλλήλου αορίστου χρόνου, δυνάμει των άρθρων 3α και 3β του ΚΛΠ, όσο και ως προς το αίτημα χορηγήσεως αποζημιώσεως.

48      Τέλος, τρίτον, το Δικαστήριο ΔΔ πρέπει να αποφανθεί επί της βασιμότητας ή του παραδεκτού ορισμένων αιτημάτων της προσφυγής.

49      Οι προσφεύγοντες καλούν το Δικαστήριο ΔΔ, μεταξύ άλλων:

«–      να ακυρώσει τη ρητή απορριπτική απόφαση του Κοινοβουλίου, της 20ής Απριλίου 2007, επί της διοικητικής ενστάσεως […] της 19ης Δεκεμβρίου 2006 […],

Συνεπώς:

–        να [αναχαρακτηρίσει] όλες τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου που είχαν συνάψει […] με το Κοινοβούλιο ως ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου·

–        να [κρίνει] ότι το Κοινοβούλιο υποχρεούται να [τους] επαναπροσλάβει […] με σύμβαση αορίστου χρόνου·

–        να [κρίνει] ότι οι καλούμενοι επικουρικοί υπάλληλοι συνόδου του Κοινοβουλίου δικαιούνται, για το σύνολο των περιόδων κατά τις οποίες εργάστηκαν από την έναρξη της απασχολήσεώς τους, αποζημιώσεως αντιστοιχούσας στο δικαίωμα αδείας μετ’ αποδοχών που απέκτησαν με την εργασία τους.»

50      Με το πρώτο εκ των ανωτέρω αιτημάτων, οι προσφεύγοντες ζητούν την ακύρωση της αποφάσεως της 20ής Απριλίου 2007, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένστασή τους. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η διοικητική ένσταση και η ρητή ή σιωπηρή απόρριψή της από τη διοίκηση συνιστούν αναπόσπαστο μέρος μιας σύνθετης διαδικασίας. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η προσφυγή στο Δικαστήριο ΔΔ, έστω κι αν στρέφεται ρητά κατά της απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, έχει ως αποτέλεσμα να επιλαμβάνεται το Δικαστήριο ΔΔ της βλαπτικής πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 23, σκέψη 8, και της 7ης Φεβρουαρίου 1990, C-343/87, Culin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑225, σκέψη 7· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 16ης Οκτωβρίου 1996, T-36/94, Capitanio κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑449 και II‑1279, σκέψη 33, και της 7ης Ιουνίου 2005, T-375/02, Cavallaro κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑151 και II‑673, σκέψη 59). Εν προκειμένω, η ένδικη προσφυγή πρέπει να κριθεί, επομένως, ότι στρέφεται κατά της αποφάσεως της 26ης Οκτωβρίου 2006, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση των προσφευγόντων της 18ης Σεπτεμβρίου 2006.

51      Με το δεύτερο και το τρίτο εκ των ανωτέρω αιτημάτων τους, οι προσφεύγοντες ζητούν κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο ΔΔ να απευθύνει διαταγές προς το οικείο όργανο ή να αποφανθεί επί νομικών ζητημάτων.

52      Πάντως, στο πλαίσιο ένδικης προσφυγής ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 91 του ΚΥΚ, ο κοινοτικός δικαστής δεν δύναται, χωρίς να σφετεριστεί τα προνόμια των διοικητικών αρχών, να προβεί σε δηλώσεις ή βασικές διαπιστώσεις ή να απευθύνει διαταγές στα κοινοτικά όργανα (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουνίου 1991, T-156/89, Valverde Mordt κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1991, σ. II‑407, σκέψη 150, και της 8ης Ιουνίου 1995, T‑583/93, P κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑137 και II‑433, σκέψεις 17 και 18· διάταξη του Δικαστηρίου ΔΔ της 16ης Μαΐου 2006, F-55/05, Voigt κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑15 και II‑A‑1‑51, σκέψη 25).

53      Ως εκ τούτου, το δεύτερο και το τρίτο εκ των ανωτέρω αιτημάτων πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

54      Όσον αφορά, τέλος, το τέταρτο αίτημα, διαπιστώνεται ότι με αυτό απλώς επαναλαμβάνεται το περιεχόμενο του δευτέρου αιτήματος της αιτήσεως της 18ης Σεπτεμβρίου 2006, περί του οποίου οι σκέψεις 36 και 46 της παρούσας αποφάσεως, και το οποίο απορρίφθηκε με την απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, κατά της οποίας στρέφεται η υπό κρίση προσφυγή. Το τέταρτο αίτημα συγχέεται επίσης με το πρώτο, όπως αυτό προσδιορίστηκε ανωτέρω.

 Επί του αιτήματος ακυρώσεως

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

55      Τα προβαλλόμενα από τους προσφεύγοντες επιχειρήματα προς στήριξη της προσφυγής τους ακυρώσεως πρέπει να νοηθούν ως στηριζόμενα επί ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 78 ΚΛΠ.

56      Οι προσφεύγοντες εκτιμούν ότι η δυνάμει του άρθρου 78 του ΚΛΠ υπαγωγή των επικουρικών υπαλλήλων συνόδου στους όρους προσλήψεως και αποδοχών που προβλέπονται στη συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Συνελεύσεως της Ενώσεως Δυτικής Ευρώπης (ΔΕΕ, στο εξής: συμφωνία) είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό των υπαλλήλων αυτής της κατηγορίας από το πεδίο εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας που εφαρμόζεται στους μόνιμους υπαλλήλους καθώς και στους συμβασιούχους και επικουρικούς υπαλλήλους, αλλά και από όλες τις πηγές δικαίου, εθνικές ή κοινοτικές.

57      Ως εκ τούτου, κατά τους προσφεύγοντες, οι επικουρικοί υπάλληλοι συνόδου εργάστηκαν για σειρά ετών υπό καθεστώς μη προβλεπόμενο εκ του νόμου.

58      Πάντως, εναπέκειτο στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, κατά τις διατάξεις του άρθρου 283 ΕΚ, να υπαγάγει τους οικείους υπαλλήλους σε ορισμένη ρύθμιση, έστω προσαρμοσμένη στις ιδιαίτερες συνθήκες που διέπουν τα καθήκοντά τους, αντί να τους αποκλείσει από οποιαδήποτε ρύθμιση, όπως προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 78 ΚΛΠ.

59      Οι προσφεύγοντες προσθέτουν ότι η υπαγωγή των 300 περίπου υπαλλήλων αποκλειστικά και μόνο στη βούληση τριών εργοδοτών, έστω και του δημοσίου τομέα, συνιστά νομικό παράδοξο, η δε συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Συνελεύσεως της ΔΕΕ δεν συνιστά πηγή δικαίου. Η συμφωνία αυτή συνιστά πηγή συμβατικού δικαίου μόνον όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των τριών αυτών οργάνων, αλλά όχι όσον αφορά τις σχέσεις των οργάνων αυτών με τους υπαλλήλους τους. Η συμφωνία δεν έχει κανονιστική, καταστατική ή συμβατική αξία.

60      Κατά συνέπεια, δεν πρέπει να εφαρμοστούν οι διατάξεις του άρθρου 78 του ΚΛΠ και, ελλείψει εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας, πρέπει να εφαρμοστούν οι θεμελιώδεις αρχές της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

61      Οι προσφεύγοντες επικαλούνται, συναφώς, πρώτον, τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη που υπογράφηκε στο Τορίνο, στις 18 Οκτωβρίου 1961, ο οποίος εγγυάται δίκαιους όρους εργασίας ως προς τις αποδοχές και τη διάρκεια εργασίας και απαγορεύει κάθε είδους διάκριση.

62      Υποστηρίζουν, συναφώς, ότι η μόνη αντικειμενική διαφορά που θα μπορούσε να διαπιστωθεί μεταξύ των επικουρικών υπαλλήλων συνόδου και των άλλων κατηγοριών υπαλλήλων οι οποίοι απασχολούνται με σύμβαση αορίστου χρόνου είναι η διαφορά που απορρέει από τον ιδιαίτερο τρόπο διεξαγωγής των συνεδριάσεων της ολομέλειας του Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο. Ειδικότερα, το Κοινοβούλιο δικαιούται να απασχολεί επικουρικούς υπαλλήλους συνόδου μόνον πέντε ημέρες τον μήνα, λόγω της ειδικής φύσεως των καθηκόντων τους. Εντούτοις, δεν μπορεί να τους θέτει υπό καθεστώς αβεβαιότητας και να τους υπάγει αποκλειστικά και μόνο στην, έστω και συνδυασμένη, βούληση τριών εργοδοτών του δημόσιου τομέα.

63      Το Κοινοβούλιο εισήγαγε, επομένως, διάκριση μεταξύ υπαλλήλων ασκούντων τον ίδιο τύπο καθηκόντων, χωρίς να συντρέχει κανένας λόγος που να δικαιολογεί αντικειμενικά τη διάκριση αυτή και μολονότι το άρθρο 283 ΕΚ δεν επιτρέπει τον αποκλεισμό μιας κατηγορίας υπαλλήλων από το δικαίωμα υπαγωγής τους σε ορισμένο καθεστώς.

64      Οι προσφεύγοντες προσθέτουν ότι οι επικουρικοί υπάλληλοι συνόδου προσλαμβάνονται σε μόνιμες θέσεις εργασίας σύμφωνα με ειδικό κύκλο εργασίας και όχι σε προσωρινές θέσεις εργασίας.

65      Δεύτερον, οι προσφεύγοντες επικαλούνται τη Σύμβαση 111 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (στο εξής: ΔΟΕ) σχετικά με τις διακρίσεις σε θέματα απασχόλησης και άσκησης του επαγγέλματος, που συνήφθη στις 25 Ιουνίου 1958, και τη Σύμβαση 158 της ΔΟΕ για τη λύση της σχέσης εργασίας με πρωτοβουλία του εργοδότη, που συνήφθη στις 22 Ιουνίου 1982, και ειδικότερα το άρθρο 4 της δεύτερης, σύμφωνα με το οποίο «ο εργαζόμενος δεν απολύεται χωρίς να συντρέχει ισχυρός λόγος απολύσεως αναγόμενος στην ικανότητα ή τη συμπεριφορά του εργαζομένου ή στηριζόμενος στις ανάγκες λειτουργίας της επιχείρησης, του καταστήματος ή της υπηρεσίας».

66      Πάντως, εν προκειμένω, το Κοινοβούλιο, με το σύστημα που καθιέρωσε για τους επικουρικούς υπαλλήλους συνόδου, έχει τουλάχιστον τη δυνατότητα να απολύει τους υπαλλήλους αυτούς κατά τη λήξη κάθε συμβάσεως πέντε ημερών χωρίς οι ενδιαφερόμενοι να έχουν το δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο. Επιπροσθέτως, η ανάθεση των καθηκόντων τους σε εξωτερικούς συνεργάτες διατιθέμενους προσωρινά από σχετική επιχείρηση, ως συνεπαγόμενη διακοπή της συμβάσεως εργασίας με το Κοινοβούλιο, συνιστά προδήλως απόλυση άνευ λόγου.

67      Τρίτον, οι προσφεύγοντες επικαλούνται τη συμφωνία πλαίσιο από την οποία προκύπτει, στο δεύτερο εδάφιο του προοιμίου της, ότι οι συμβάσεις αορίστου χρόνου συνιστούν τη γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Οι προσφεύγοντες υπογραμμίζουν ότι μόνον η εργασία αορίστου χρόνου διασφαλίζει πράγματι στον εργαζόμενο την υπαγωγή του σ’ ένα νομικό πλαίσιο, εργασιακή σταθερότητα και την κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του.

68      Τέλος, οι προσφεύγοντες εκτιμούν ότι η απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Ιουλίου 1998, T-109/96, Gebhard κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 1998, σ. II‑2785), είναι προγενέστερη της οδηγίας 1999/70 και δεν έχει ως αντικείμενο το καθεστώς των επικουρικών υπαλλήλων συνόδου. Επιπροσθέτως, αντιθέτως προς όσα προκύπτουν από τη σκέψη 41 της εν λόγω αποφάσεως, οι θέσεις εργασίας επικουρικών υπαλλήλων συνόδου δεν ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες ανάγκες.

69      Το Κοινοβούλιο παρατηρεί ότι, με την προσφυγή τους, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι ο κοινοτικός νομοθέτης παρέλειψε να εκπληρώσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 283 ΕΚ υποχρέωσή του να θεσπίσει ειδικό καθεστώς για τους επικουρικούς υπαλλήλους συνόδου. Επομένως, η ένδικη προσφυγή πρέπει να εκτιμηθεί ως προσφυγή κατά παραλείψεως. Συνεπώς, κατά το Κοινοβούλιο, η προσφυγή αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη για τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω.

70      Πρώτον, η προσφυγή θα έπρεπε τουλάχιστον να στρέφεται κατά του Συμβουλίου το οποίο, κατά το άρθρο 283 ΕΚ, νομοθετεί στον οικείο τομέα.

71      Δεύτερον, κατά πάγια νομολογία, η άσκηση προσφυγής κατά παραλείψεως είναι δυνατή μόνον αν η παράλειψη του οικείου οργάνου εξακολουθεί να υφίσταται μετά την πρόσκλησή του να ενεργήσει και, επομένως, αν το όργανο σιωπά ή απαντά ότι πρόκειται να αποφασίσει στο μέλλον. Η προσφυγή κατά παραλείψεως αποκλείεται όταν το όργανο λαμβάνει διαφορετική θέση από την αιτηθείσα, περίπτωση κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έχει τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως.

72      Πάντως, εν προκειμένω, καθόσον το Κοινοβούλιο, μετά την αποστολή της επιστολής της 19ης Δεκεμβρίου 2006 και την υποβολή της διοικητικής ενστάσεως της 21ης Ιουνίου 2007, δεν σιώπησε ούτε απάντησε ότι πρόκειται να αποφασίσει στο μέλλον, η μόνη προσφυγή που δικαιούνταν να ασκήσουν οι προσφεύγοντες ήταν η προσφυγή ακυρώσεως.

73      Τρίτον, η προσφυγή κατά παραλείψεως είναι, κατά το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, παραδεκτή μόνον αν η πράξη απευθύνεται στον προσφεύγοντα. Συνεπώς, κατά πάγια νομολογία, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προσφυγή κατά παραλείψεως με την οποία διώκεται η έκδοση διατάξεως γενικού και κανονιστικού χαρακτήρα και όχι πράξη που να αφορά τον προσφεύγοντα άμεσα και ατομικά.

74      Πάντως, εν προκειμένω, η προσφυγή σκοπεί στη θέσπιση ενός νέου καθεστώτος εφαρμοστέου σε όλους τους επικουρικούς υπαλλήλους συνόδου.

75      Τέταρτον, το Κοινοβούλιο αμφισβητεί τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής κατά παραλείψεως ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως του Συμβουλίου 88/591/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ, της 24ης Οκτωβρίου 1988, για την ίδρυση Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 319, σ. 1), η αρμοδιότητα για την εκδίκαση προσφυγών κατά παραλείψεως που ασκούνται κατά των θεσμικών οργάνων των Κοινοτήτων από φυσικά ή νομικά πρόσωπα ανήκει στο Πρωτοδικείο. Αυτή η κατανομή αρμοδιοτήτων δεν φαίνεται να έχει τροποποιηθεί με την ίδρυση του Δικαστηρίου ΔΔ.

76      Επικουρικώς, στην περίπτωση που η προσφυγή κατά παραλείψεως ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ κριθεί παραδεκτή, το Κοινοβούλιο εκτιμά ότι δεν υπήρξε καμία παράλειψη εκ μέρους του νομοθέτη και ότι, επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Συγκεκριμένα, το άρθρο 283 ΕΚ τέθηκε σε εφαρμογή με την έκδοση από το Συμβούλιο του ΚΛΠ, ο οποίος περιέχει το άρθρο 78 που αφορά ειδικώς την κατάσταση των επικουρικών υπαλλήλων συνόδου.

77      Ο ισχυρισμός των προσφευγόντων ότι οι επικουρικοί υπάλληλοι συνόδου στερούνταν παντελώς δικαιωμάτων διαψεύδεται από την πραγματικότητα. Οι υπάλληλοι αυτοί εντάσσονται, κατά το Κοινοβούλιο, στην κατηγορία των επικουρικών υπαλλήλων η οποία καλύπτεται από τον τίτλο III του ΚΛΠ και, πλην των εξαιρετικών διατάξεων που αφορούν την πρόσληψη και τις αποδοχές τους, απολάμβαναν όλα τα δικαιώματα και υπείχαν όλες τις υποχρεώσεις των επικουρικών υπαλλήλων: ειδικότερα, επωφελούνταν από την κάλυψη της κοινωνικής ασφαλίσεως, κατέβαλλαν φόρους και, εάν το επιθυμούσαν, μπορούσαν, όπως και οι άλλοι επικουρικοί υπάλληλοι, να ασφαλιστούν κατά της ανεργίας.

78      Εξάλλου, όσον αφορά την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προέβαλαν οι προσφεύγοντες και στηρίζεται στην ασυμβατότητα του άρθρου 78 του ΚΛΠ με ορισμένες διεθνείς συμβάσεις, το Κοινοβούλιο αμφισβητεί το παραδεκτό της ενστάσεως αυτής ελλείψει νομικού συνδέσμου μεταξύ των προσβαλλομένων ατομικών αποφάσεων και της φερόμενης ως παράνομης γενικής πράξεως. Συγκεκριμένα, οι ατομικές αποφάσεις που αποτελούν αντικείμενο της προσφυγής συνίστανται στην άρνηση της ΑΑΣΣ, στις 20 Απριλίου 2007, να αναχαρακτηρίσει τις συμβάσεις των προσφευγόντων. Πάντως, κατά τον χρόνο αυτό, δεν υπήρχε πλέον κανένας σύνδεσμος μεταξύ αυτής της αποφάσεως της διοικήσεως και του άρθρου 78 του ΚΛΠ, το οποίο έπαψε να εφαρμόζεται από 1ης Ιανουαρίου 2007.

79      Επιπροσθέτως, ο ΚΛΠ, ως κανονισμός εκδοθείς από τον κοινοτικό νομοθέτη, δεσμεύει όλα τα υποκείμενα δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των κοινοτικών οργάνων. Επομένως, το Κοινοβούλιο όφειλε να εφαρμόσει τις διατάξεις του ΚΛΠ κατά την πρόσληψη των επικουρικών υπαλλήλων συνόδου, μολονότι υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, οι κοινοτικές πράξεις απολαύουν τεκμηρίου εγκυρότητας μέχρι την ακύρωσή τους ή τη διαπίστωση του παρανόμου χαρακτήρα τους από κοινοτικό δικαστήριο.

80      Εν πάση περιπτώσει, το Κοινοβούλιο παρατηρεί ότι η εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη που υπογράφηκε στο Τορίνο, στις 18 Οκτωβρίου 1961, υπόκειται στον έλεγχο της ευρωπαϊκής επιτροπής κοινωνικών δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης και ότι οι συμβάσεις της ΔΟΕ που εμπίπτουν στο γενικό διεθνές δίκαιο δεν συνιστούν πηγή του κοινοτικού δικαίου, καθόσον οι συμβάσεις αυτές δεν συνήφθησαν σε κοινοτικό επίπεδο. Δεδομένου ότι η Κοινότητα δεν δεσμεύεται από τις συμβάσεις αυτές, οι προσφεύγοντες δεν δικαιούνται να επικαλεστούν την ασυμβατότητα του άρθρου 78 του ΚΛΠ προς τις διατάξεις των εν λόγω συμβάσεων. Επιπλέον, καθόσον οι επικαλούμενες συμβάσεις δεν εμπίπτουν στην κοινοτική έννομη τάξη, δεν δύνανται να παράσχουν στους προσφεύγοντες δικαιώματα ως προς τις σχέσεις τους με το Κοινοβούλιο.

81      Τέλος, το Κοινοβούλιο επικαλείται την προαναφερθείσα απόφαση Gebhard κατά Κοινοβουλίου, από την οποία προκύπτει ότι «το άρθρο 78 του ΚΛΠ σκοπεί στο να καθίσταται δυνατό στο κοινοβουλευτικό όργανο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να ανταποκρίνεται στις συγκεκριμένες και μαζικές ανάγκες σε πρόσθετο ανθρώπινο δυναμικό που συνεπάγεται η εύρυθμη διεξαγωγή των συνεδριάσεων των διαφόρων οργάνων του λήψεως αποφάσεων» (σκέψη 41). Το Κοινοβούλιο υπογραμμίζει ότι, με την απόφαση αυτή, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δεν προέκυπτε «ότι το Κοινοβούλιο υπερέβη τα όρια της παρεκκλίσεως που του επιτρέπει το Συμβούλιο στο άρθρο 78 του ΚΛΠ θεσπίζοντας, δυνάμει της διατάξεως αυτής, την εσωτερική ρύθμιση που εφαρμόζεται επί των διερμηνέων συνεδρίων» (σκέψη 43).

82      Η διαπίστωση αυτή ισχύει και για τις νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν τους επικουρικούς υπαλλήλους συνόδου εν γένει, στο μέτρο που η προβλεπόμενη από το άρθρο 78 του ΚΛΠ παρέκκλιση καλύπτει όλους τους επικουρικούς υπαλλήλους που απασχολεί το Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια των συνόδων του.

83      Το Κοινοβούλιο προσθέτει ότι η προπαρατεθείσα απόφαση Gebhard κατά Κοινοβουλίου επιβεβαιώθηκε με μεταγενέστερη νομολογία σχετική με την οδηγία 1999/70 (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 10ης Ιουνίου 2004, T-275/01, Alvarez Moreno κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑171 και II‑765, και T‑276/01, Garroni κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑177 και II‑795· απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 14ης Δεκεμβρίου 2006, F-10/06, André κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑183 και II‑A‑1‑755).

2.     Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

84      Προς στήριξη της προσφυγής τους ακυρώσεως κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, για τον λόγο ότι οι επίμαχες συμβάσεις δεν αναχαρακτηρίστηκαν συμβάσεις αορίστου χρόνου με μειωμένο ωράριο και δεν στηρίζονται στα άρθρα 3α ή 3β του ΚΛΠ, οι προσφεύγοντες προβάλλουν την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά του άρθρου 78 του ΚΛΠ

85      Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι το άρθρο 78 του ΚΛΠ επιτρέπει παρέκκλιση από το καθεστώς που διέπει τους επικουρικούς υπαλλήλους, όπως αυτό ορίζεται στον τίτλο III του ΚΛΠ, παρέχοντας στο Κοινοβούλιο τη δυνατότητα να προσλαμβάνει τους επικουρικούς υπαλλήλους που είναι αναγκαίοι για την οργάνωση των συνόδων του για όσο χρόνο διαρκούν οι σύνοδοι αυτές. Συγκεκριμένα, όπως παρατήρησε το Δικαστήριο με την απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985, 43/84, Maag κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 2581, σκέψη 19), για τους ανεξάρτητους διερμηνείς («free-lance») που προσλαμβάνει η Επιτροπή, το καθεστώς των επικουρικών υπαλλήλων δεν μπορεί, καταρχήν, να εφαρμοστεί σε συμβάσεις μικρής διάρκειας οι οποίες, εντούτοις, επαναλαμβάνονται τακτικά από έτος σε έτος. Το ίδιο θα ίσχυε και, ελλείψει της παρεκκλίσεως του άρθρου 78 του ΚΛΠ, για την απασχόληση προσώπων μόνον κατά τη διάρκεια των συνόδων του Κοινοβουλίου.

86      Όπως υπογράμμισε επίσης το Πρωτοδικείο με την προπαρατεθείσα απόφαση Gebhard κατά Κοινοβουλίου (σκέψεις 40 και 41), το άρθρο 78 του ΚΛΠ σκοπεί στο να παράσχει στο Κοινοβούλιο τη δυνατότητα να ανταποκρίνεται στις συγκεκριμένες και μαζικές ανάγκες σε πρόσθετο ανθρώπινο δυναμικό που συνεπάγεται η εύρυθμη διεξαγωγή των συνεδριάσεων των διαφόρων οργάνων του λήψεως αποφάσεων. Προς τούτο, η επίμαχη διάταξη παραπέμπει στους όρους προσλήψεως του αναγκαίου πρόσθετου προσωπικού για τις κοινοβουλευτικές δραστηριότητες, οι οποίοι είχαν συμφωνηθεί προγενεστέρως μεταξύ τριών ευρωπαϊκών οργάνων ή οργανισμών που ενδιαφέρονταν ειδικά για το θέμα αυτό. Το άρθρο 78, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ ορίζει ότι οι διατάξεις της συμφωνίας καθώς και κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των διατάξεων αυτών γνωστοποιούνται στις αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές ένα μήνα πριν τεθούν σε ισχύ.

 Επί του παραδεκτού της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας

87      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, για το παραδεκτό της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να υφίσταται ένας αρκούντως στενός σύνδεσμος μεταξύ της ατομικής πράξεως που αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς και της διατάξεως κατά της οποίας προβάλλεται η ένσταση, έτσι ώστε το ανεφάρμοστο της μιας να επηρεάζει αναγκαίως τη νομιμότητα της άλλης (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 1966, 32/65, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 429, 441, και της 5ης Οκτωβρίου 2000, C-432/98 P και C-433/98 P, Συμβούλιο κατά Chvatal κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. I‑8535, σκέψη 33).

88      Εν προκειμένω, καθόσον η προσφυγή στρέφεται κατά της απορρίψεως της αιτήσεως των προσφευγόντων, της 18ης Σεπτεμβρίου 2006, με αίτημα τον αναχαρακτηρισμό των διαδοχικών συμβάσεών τους ως επικουρικών υπαλλήλων συνόδου για ορισμένο χρόνο ως ενιαίας συμβάσεως συμβασιούχου υπαλλήλου αορίστου χρόνου με μειωμένο ωράριο, δυνάμει των άρθρων 3α και 3β του ΚΛΠ, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση φέρεται ως εκδοθείσα βάσει του άρθρου 78 του ΚΛΠ, επομένως η έλλειψη νομιμότητας του άρθρου αυτού, για οποιονδήποτε λόγο διαπιστωθεί, πρέπει απαραιτήτως να επηρεάζει την απόρριψη της αιτήσεως των προσφευγόντων.

89      Εντούτοις, στην περίπτωση που διαπιστωθεί ο παράνομος χαρακτήρας του άρθρου 78 του ΚΛΠ και, ως εκ τούτου, το άρθρο αυτό κριθεί ανεφάρμοστο εν προκειμένω, η προβληθείσα από τους προσφεύγοντες ένσταση ελλείψεως νομιμότητας δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως αν αποδεικνυόταν ότι ο ΚΛΠ δεν περιέχει ειδική διάταξη δυνάμενη να αποτελέσει επαρκή νομική βάση για την ικανοποίηση του αιτήματος των προσφευγόντων για σύναψη συμβάσεως αορίστου χρόνου με μειωμένο ωράριο. Εν προκειμένω, οι προσφεύγοντες στήριξαν, συναφώς, το αίτημά τους στα άρθρα 3α ή 3β του ΚΛΠ. Επομένως, ακόμη κι αν το ζήτημα αυτό αφορά περισσότερο τον λειτουργικό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, τη βασιμότητα της προβληθείσας από τους προσφεύγοντες ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας απ’ ό,τι το παραδεκτό αυτής, είναι χρήσιμο κατά την εξέτασή του να ερευνηθεί αν τα άρθρα 3α και 3β δύνανται, καταρχάς, να αποτελέσουν την κατά τα ανωτέρω επαρκή νομική βάση για τον προσδιορισμό του πραγματικού αντικειμένου της υπό κρίση διαφοράς.

90      Κατά τον ΚΛΠ, μόνον η σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου, υπό την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄ ή γ΄, ή συμβασιούχου υπαλλήλου, υπό την έννοια του άρθρου 3α, δύναται να συναφθεί για αόριστο χρόνο σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπουν αντίστοιχα τα άρθρα 8 και 85 του ΚΛΠ. Πάντως, οι προσφεύγοντες σαφώς δεν μπορούν να ζητήσουν να συνάψουν τη σύμβαση του άρθρου 2, στοιχείο γ΄, του ΚΛΠ, η οποία αφορά εκτάκτους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται για να υπηρετήσουν πλησίον προσώπου στο οποίο έχουν ανατεθεί καθήκοντα που προβλέπονται από τις Συνθήκες. Επίσης, λόγω της φύσεως των υπηρεσιών που παρέχουν, οι οποίες καλύπτουν περιοδικές ανάγκες μικρής διάρκειας, επαναλαμβανόμενες κάθε μήνα, δεν δύνανται να διεκδικούν ούτε την ιδιότητα του εκτάκτου υπαλλήλου υπό την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄, του ΚΛΠ, ο οποίος κατέχει στην κοινοτική διοίκηση μόνιμη θέση «που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται σε κάθε όργανο» και, όπως υπογράμμισε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση Maag κατά Επιτροπής (σκέψη 17), δεν συμβιβάζεται με τα καθήκοντα του πρόσθετου αυτού προσωπικού.

91      Το άρθρο 3α του ΚΛΠ, το οποίο επιτρέπει επίσης τη σύναψη συμβάσεων αορίστου χρόνου με μειωμένο ωράριο, αφορά, αντιθέτως, την πρόσληψη υπαλλήλων οι οποίοι δεν τοποθετούνται σε θέση «προβλεπόμενη στον πίνακα θέσεων ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται στο αντίστοιχο όργανο», μεταξύ άλλων, «για την εκτέλεση χειρωνακτικής εργασίας ή την παροχή υπηρεσιών διοικητικής υποστήριξης». Καταρχάς, αν θεωρηθεί ότι το άρθρο 78 του ΚΛΠ δεν πρέπει να εφαρμοστεί λόγω ελλείψεως νομιμότητας, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι η εφαρμογή του άρθρου 3α του ΚΛΠ μπορεί να ικανοποιήσει το αίτημα των προσφευγόντων για σύναψη συμβάσεως αορίστου χρόνου με μειωμένο ωράριο ενός τετάρτου του κανονικού χρόνου εργασίας.

92      Το Κοινοβούλιο ισχυρίζεται, ωστόσο, ότι, δυνάμει του άρθρου 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος IVα του ΚΥΚ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 55α, παράγραφος 4, του ΚΥΚ, που εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στους συμβασιούχους υπαλλήλους (καθώς και στους εκτάκτους υπαλλήλους), σύμφωνα με το άρθρο 16 σε συνδυασμό με το άρθρο 91 του ΚΛΠ, η διάρκεια της εργασίας ενός συμβασιούχου υπαλλήλου με μειωμένο ωράριο δεν μπορεί να είναι κατώτερη του ημίσεος της κανονικής διάρκειας εργασίας. Η διάταξη αυτή στερεί, συνεπώς, εν πάση περιπτώσει, από το Κοινοβούλιο τη δυνατότητα να συνάπτει συμβάσεις συμβασιούχου υπαλλήλου με μειωμένο ωράριο ενός τετάρτου του κανονισμού χρόνου εργασίας για προσωπικό απασχολούμενο αποκλειστικά με εργασίες των συνόδων.

93      Η ερμηνεία αυτή του άρθρου 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος IVα του ΚΥΚ δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, το άρθρο 55α του ΚΥΚ, του οποίου οι κανόνες εφαρμογής περιέχονται στο εν λόγω παράρτημα, αφορά αποκλειστικά και μόνον την εξέταση της αιτήσεως ενός υπαλλήλου για εργασία με μειωμένο ωράριο. Δεν διέπει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα κοινοτικό όργανο θα μπορούσε να λάβει την πρωτοβουλία να συνάψει σύμβαση εργασίας με μειωμένο ωράριο λόγω της φύσεως της εργασίας που καλύπτει η σύμβαση αυτή.

94      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η προβληθείσα από τους προσφεύγοντες ένσταση ελλείψεως νομιμότητας δεν σκοπεί μόνο να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του άρθρου 78 του ΚΛΠ, αλλά μπορεί να έχει επίσης ως αποτέλεσμα, λόγω μη εφαρμογής του άρθρου αυτού, να αναγκαστεί το Κοινοβούλιο, προκειμένου να καλύψει τις περιοδικές και μαζικές ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό κατά τη διάρκεια των συνόδων του, να στραφεί προς άλλες λύσεις συμβατικής φύσεως μεταξύ των οποίων δεν μπορεί, καταρχάς, να αποκλεισθεί η εφαρμογή του άρθρου 3α του ΚΛΠ.

95      Λόγω του αρκούντος στενού συνδέσμου μεταξύ της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, και του άρθρου 78 του ΚΛΠ, αφετέρου, κατά του οποίου προβάλλεται η ένσταση, πρέπει, συνεπώς, να κριθεί ότι οι προσφεύγοντες δικαιούνται να αμφισβητήσουν, προβάλλοντες σχετική ένσταση, τη νομιμότητα του άρθρου 78 του ΚΛΠ.

 Επί της βασιμότητας της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας

96      Στο πλαίσιο της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας κατά του άρθρου 78 του ΚΛΠ, οι προσφεύγοντες αιτιώνται τον κοινοτικό νομοθέτη ότι δεν θέσπισε υπέρ των επικουρικών υπαλλήλων συνόδου συγκεκριμένες ρυθμίσεις προσαρμοσμένες στις ιδιαίτερες συνθήκες ασκήσεως των καθηκόντων τους και ότι αρνήθηκε να θεσπίσει διατάξεις διέπουσες την υπηρεσιακή τους κατάσταση, παραπέμποντας στη συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Συνελεύσεως της ΔΕΕ. Οι προσφεύγοντες παρέμειναν, επομένως, υπό καθεστώς ανασφάλειας δικαίου και αβεβαιότητας όσον αφορά τη σχέση εργασίας, μολονότι είχαν προσληφθεί για την κάλυψη περιοδικών μεν αλλά παγίων αναγκών. Συναφώς, το άρθρο 78 του ΚΛΠ δεν είναι νόμιμο για τους ακόλουθους λόγους:

–        πρώτον, ο κοινοτικός νομοθέτης αποποιήθηκε, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, των αρμοδιοτήτων του όσον αφορά τους κανόνες που διέπουν το προσωπικό, κατά παράβαση του άρθρου 283 ΕΚ·

–        δεύτερον, διέκρινε μεταξύ, αφενός, των υπαλλήλων που καλύπτονταν από ένα πλήρες και σταθερό κανονιστικό πλαίσιο και, αφετέρου, των επικουρικών υπαλλήλων συνόδου, κατά παράβαση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη που υπογράφηκε στο Τορίνο στις 18 Οκτωβρίου 1961 και της συμβάσεως 111 της ΔΟΕ και

–        τρίτον, έθιξε την εργασιακή σταθερότητα που οι προσφεύγοντες δικαιούνταν να προσδοκούν, κατά παράβαση της συμβάσεως 158 της ΔΟΕ και της οδηγίας 1999/70.

 Επί της φερόμενης παραβάσεως του άρθρου 283 ΕΚ

97      Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι επικουρικοί υπάλληλοι συνόδου εμπίπτουν στις διατάξεις του τίτλου ΙΙΙ του ΚΛΠ που διέπει τους επικουρικούς υπαλλήλους, η δε μόνη παρέκκλιση από τις διατάξεις αυτές αφορά τους όρους προσλήψεως και αποδοχών, οι οποίοι προβλέπονται στη συμφωνία. Αυτό σημαίνει ότι οι λοιπές διατάξεις του τίτλου ΙΙΙ, μεταξύ των οποίων και οι διατάξεις περί των όρων εργασίας και της κοινωνικής ασφαλίσεως, έχουν εφαρμογή, ανεξαρτήτως των ειδικών εσωτερικών κανόνων που θεσπίζουν το Προεδρείο ή ο Γενικός Γραμματέας του Κοινοβουλίου και προορίζονται για την υλοποίηση ή τη συμπλήρωση των κανόνων του ΚΛΠ.

98      Συνεπώς, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, το προσωπικό που προσέλαβε το Κοινοβούλιο για την κάλυψη των αναγκών του σε ανθρώπινο δυναμικό κατά τη διάρκεια των συνόδων ασφαλώς ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων του ΚΛΠ Είναι, επομένως, ανακριβής ο ισχυρισμός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης αρνήθηκε να ασκήσει τις νομοθετικές αρμοδιότητές του όσον αφορά τους κανόνες που διέπουν το προσωπικό.

99      Το γεγονός ότι ο νομοθέτης παραπέμπει στη συμφωνία, όσον αφορά τους όρους προσλήψεως και αποδοχών των επικουρικών υπαλλήλων συνόδου, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως άρνηση ασκήσεως της αρμοδιότητας που του παρέχει το άρθρο 283 ΕΚ για την έκδοση του ΚΥΚ και του ΚΛΠ. Αντιθέτως, ακριβώς κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής το Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα και τις κοινές ανάγκες των τριών ευρωπαϊκών οργανισμών για την εύρυθμη διεξαγωγή των συνεδριάσεων των οργάνων τους λήψεως αποφάσεων, έκρινε ότι οφείλει να προσαρμόσει τους όρους προσλήψεως και αποδοχών των υπαλλήλων που προσλαμβάνει για να εργαστούν κατά τη διάρκεια των συνόδων του Κοινοβουλίου με εκείνους που συμφώνησαν οι εν λόγω τρεις οργανισμοί, υπό την επιφύλαξη ελέγχου του προϋπολογισμού που προβλέπει το άρθρο 78, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ. Εντούτοις, η συμφωνία αυτή καθαυτή στην οποία παραπέμπει το άρθρο 78 του ΚΛΠ πρέπει επίσης να μην αντίκειται σε υπέρτερο κανόνα του κοινοτικού δικαίου, ζήτημα το οποίο θα εξεταστεί κατωτέρω σε σχέση με τις άλλες αιτιάσεις που προέβαλαν οι προσφεύγοντες.

100    Επομένως, πρέπει να κριθεί ότι η αιτίαση που αντλείται από παράβαση του άρθρου 283 ΕΚ είναι αβάσιμη και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί.

 Επί της φερόμενης προσβολής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων

101    Όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από προσβολή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, την οποία εγγυώνται ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης που υπογράφηκε στο Τορίνο στις 18 Οκτωβρίου 1961 και η σύμβαση 111 της ΔΟΕ, πρέπει να υπομνησθεί ότι, χωρίς να είναι αναγκαίο να κριθεί η δυνατότητα εφαρμογής και το πεδίο εφαρμογής των δύο διεθνών συμβάσεων που επικαλούνται οι προσφεύγοντες, οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων συνιστούν θεμελιώδεις αρχές της κοινοτικής έννομης τάξεως.

102    Κατά πάγια νομολογία, συντρέχει προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, μεταξύ άλλων, όταν δύο κατηγορίες προσώπων των οποίων η νομική και πραγματική κατάσταση δεν παρουσιάζει ουσιώδεις διαφορές αντιμετωπίζονται διαφορετικά, η δε διαφορετική μεταχείριση δεν δικαιολογείται αντικειμενικά (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιανουαρίου 2001, C-389/98 P, Gevaert κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑65, σκέψη 54· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 1994, T-100/92, La Pietra κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑83 και II‑275, σκέψη 50 , της 16ης Απριλίου 1997, T-66/95, Kuchlenz-Winter κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑637, σκέψη 55, και της 21ης Ιουλίου 1998, T-66/96 και T-221/97, Mellett κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑449 και II‑1305, σκέψη 129· διάταξη του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2007, T-415/06 P, De Smedt κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 52).

103    Πάντως, η κατάσταση των υπαλλήλων που προσλαμβάνονται για να καλύψουν περιοδικές και μαζικές ανάγκες σε πρόσθετο ανθρώπινο δυναμικό, τις οποίες αντιμετωπίζει το Κοινοβούλιο μόνον κατά τη διάρκεια των συνόδων του, δεν μπορεί να συγκριθεί με την κατάσταση των υπαλλήλων που προσλαμβάνονται για την κάλυψη παγίων και καθημερινών αναγκών, οι οποίες απαιτούν την παρουσία προσωπικού αποτελουμένου από μονίμους υπαλλήλους και, ενδεχομένως, από εκτάκτους ή συμβασιούχους υπαλλήλους υπό την έννοια των άρθρων 3α και 3β του ΚΛΠ.

104    Σημειωτέον, επίσης, ότι δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση το διαφορετικό καθεστώς που ισχύει μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών προσώπων που απασχολούν οι Κοινότητες στο μέτρο που ορισμένες από τις κατηγορίες αυτές μπορούν να απολαμβάνουν προνόμια που δεν παρέχονται σε άλλες. Συγκεκριμένα, η ύπαρξη διαφόρων κατηγοριών υπαλλήλων υπαγορεύεται από νόμιμες ανάγκες της κοινοτικής διοικήσεως και από τη φύση των καθηκόντων που πρέπει να επιτελούν (απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Οκτωβρίου 1983, 118/82 έως 123/82, Celant κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 2995, σκέψη 22· προπαρατεθείσα διάταξη De Smedt κατά Επιτροπής, σκέψη 55).

105    Ειδικότερα, προβλέποντας την ειδική κατηγορία των επικουρικών υπαλλήλων συνόδου, το Συμβούλιο έκανε χρήση της ευχέρειάς του να θεσπίσει συγκεκριμένους κανόνες γι’ αυτή την κατηγορία υπαλλήλων, σύμφωνα με τις ειδικές ανάγκες του Κοινοβουλίου και τη φύση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί, με τον ίδιο τρόπο που έκανε χρήση της ευχέρειας αυτής για την ειδική κατηγορία των διερμηνέων συνεδριάσεων, οι οποίοι μπορούν επίσης να κληθούν να εργαστούν βραχυπρόθεσμα για την κάλυψη περιοδικών ή και περιστασιακών αναγκών.

106    Η αιτίαση που αντλείται από προσβολή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί.

 Επί της εργασιακής σταθερότητας

107    Πρέπει να παρατηρηθεί, καταρχάς, ότι η αιτίαση που αντλείται από προσβολή της εργασιακής σταθερότητας, καθόσον το άρθρο 78 του ΚΛΠ παρέχει στο Κοινοβούλιο τη δυνατότητα να απολύσει έναν επικουρικό υπάλληλο συνόδου κατά τη λήξη της συμβάσεώς του, στερώντας του τη δυνατότητα υπαγωγής του στη γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων που προβλέπουν οι συμβάσεις αορίστου χρόνου, θέτει κατ’ ουσίαν το ερώτημα αν ο κανόνας ή η αρχή των ιεραρχικώς υπέρτερων κανόνων δικαίου υποχρεώνει το Κοινοβούλιο, κατά τον καθορισμό των όρων προσλήψεως των επικουρικών υπαλλήλων συνόδου, να καταφύγει σε εργασιακές σχέσεις αορίστου χρόνου αλλά με μειωμένο ωράριο.

108    Συναφώς, οι προσφεύγοντες επικαλούνται, κατ’ ουσίαν:

–        αφενός, το άρθρο 4 της συμβάσεως 158 της ΔΟΕ, κατά το οποίο «ο εργαζόμενος δεν απολύεται χωρίς να συντρέχει ισχυρός λόγος απολύσεως αναγόμενος στην ικανότητα ή τη συμπεριφορά του εργαζομένου ή στηριζόμενος στις ανάγκες λειτουργίας της επιχείρησης, του καταστήματος ή της υπηρεσίας»·

–        αφετέρου, τη συμφωνία πλαίσιο και, ειδικότερα, το δεύτερο εδάφιο του προοιμίου της και το σημείο 6 των γενικών παρατηρήσεών της, από τα οποία προκύπτει ότι οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου συνιστούν «[τ]η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών», παρέχοντας εργασιακή σταθερότητα, ενώ μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων.

109    Το άρθρο 4 της συμβάσεως 158 της ΔΟΕ, ως έχει, δεν είναι σχετικό εν προκειμένω, καθόσον δεν απαντά αυτό καθαυτό στο ζήτημα αν το Κοινοβούλιο έχει το δικαίωμα να συνάψει σύμβαση επικουρικού υπαλλήλου για εργασία παρεχόμενη μόνο κατά τη διάρκεια μιας κοινοβουλευτικής συνόδου. Συγκεκριμένα, αν δοθεί καταφατική απάντηση στο ζήτημα αυτό, η λήξη της ισχύος κάθε συμβάσεως ορισμένου χρόνου δεν μπορεί να θεωρηθεί απόλυση, η οποία πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη κατόπιν εκτιμήσεως της ικανότητας ή της συμπεριφοράς του υπαλλήλου ή και των λειτουργικών αναγκών του Κοινοβουλίου, διότι η σύμβαση λύθηκε λόγω λήξεως του χρόνου διάρκειάς της.

110    Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από αθέτηση της συμφωνίας πλαισίου, αυτό πρέπει να εξετασθεί αφού προηγουμένως εξετασθεί το ζήτημα της δυνατότητας επικλήσεως της οδηγίας 1999/70 κατά κοινοτικού οργάνου.

–       Δυνατότητα επικλήσεως της οδηγίας 1999/70 από μόνιμο ή έκτακτο υπάλληλο κατά κοινοτικού οργάνου

111    Πρέπει να επισημανθεί, καταρχάς, ότι οι οδηγίες απευθύνονται στα κράτη μέλη και όχι στα όργανα της Κοινότητας. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι διατάξεις της οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας πλαισίου η οποία περιέχεται στο παράρτημά της επιβάλλουν αυτές καθαυτές υποχρεώσεις στα όργανα όσον αφορά τις σχέσεις τους με το προσωπικό τους (βλ, συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, C-25/02, Rinke, Συλλογή 2003, σ. I‑8349, σκέψη 24· απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Μαΐου 2008, T-495/04, Belfass κατά Συμβουλίου, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 43).

112    Εντούτοις, η εκτίμηση αυτή δεν αποκλείει παντελώς τη δυνατότητα επικλήσεως μιας οδηγίας στις σχέσεις μεταξύ των κοινοτικών οργάνων και των μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων τους.

113     Συγκεκριμένα, οι διατάξεις μιας οδηγίας μπορούν, πρώτον, να εφαρμοστούν εμμέσως σε κοινοτικό όργανο, αν συνιστούν έκφραση γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου, την οποία το όργανο πρέπει τότε να εφαρμόσει ως έχει (βλ., συναφώς, την προπαρατεθείσα απόφαση Rinke, σκέψεις 25 έως 28, σχετικά με την οδηγία 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70).

114    Εν προκειμένω, η εργασιακή σταθερότητα, μολονότι έχει αναχθεί σε προέχον στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 2005, C-144/04, Mangold, Συλλογή 2005, σ.  I‑9981, σκέψη 64, και της 15ης Απριλίου 2008, C-268/06, Impact, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 87), δεν συνιστά, εντούτοις, γενική αρχή του δικαίου υπό το φως της οποίας μπορεί να εκτιμηθεί η νομιμότητα μιας πράξεως ενός κοινοτικού οργάνου. Ειδικότερα, ουδόλως προκύπτει από την οδηγία 1999/70 και τη συμφωνία πλαίσιο ότι η εργασιακή σταθερότητα κατέστη δεσμευτικός κανόνας δικαίου. Εξάλλου, οι αιτιολογικές σκέψεις 6 και 7 της οδηγίας, καθώς και το πρώτο εδάφιο του προοιμίου και το σημείο 5 [των γενικών παρατηρήσεων] της ίδιας της συμφωνίας πλαισίου τονίζουν την αναγκαιότητα επιτεύξεως ισορροπίας μεταξύ ευελιξίας και ασφάλειας.

115    Η εργασιακή σταθερότητα συνιστά, αντιθέτως, σκοπό επιδιωκόμενο από τα μέρη που έχουν υπογράψει τη συμφωνία πλαίσιο, της οποίας το άρθρο 1, στοιχείο β΄ ορίζει ότι σκοπός της είναι «η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου».

116    Δεύτερον, μια οδηγία μπορεί επίσης να δεσμεύει ένα κοινοτικό όργανο, όταν το όργανο αυτό, στο πλαίσιο της οργανωτικής αυτονομίας του και εντός των ορίων του ΚΥΚ, επεδίωξε να εκπληρώσει ορισμένη υποχρέωση που προβλέπει η οδηγία ή ακόμη στην περίπτωση που μια εσωτερική πράξη γενικής εφαρμογής παραπέμπει η ίδια ρητώς σε μέτρα που έχει λάβει ο κοινοτικός νομοθέτης κατ’ εφαρμογήν των Συνθηκών. Έτσι, το άρθρο 1ε, παράγραφος 2, του ΚΥΚ προβλέπει ότι στους εν ενεργεία υπαλλήλους «παρέχονται συνθήκες εργασίας, οι οποίες πληρούν κατάλληλα πρότυπα υγείας και ασφάλειας, ισοδύναμα τουλάχιστον με τις ελάχιστες απαιτήσεις που εφαρμόζονται στο πλαίσιο μέτρων που έχουν θεσπισθεί στους τομείς αυτούς σύμφωνα με τις Συνθήκες». Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται, κατ’ αναλογία, στους εκτάκτους υπαλλήλους και στους συμβασιούχους υπαλλήλους σύμφωνα με το άρθρο 10, πρώτο εδάφιο, και το άρθρο 80, παράγραφος 4, του ΚΛΠ.

117    Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η οδηγία 1999/70 δεν σκοπεί στη βελτίωση του περιβάλλοντος εργασίας ενισχύοντας την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων υπό τη στενή έννοια του όρου, αλλά στην προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών και πρακτικών στον τομέα των όρων εργασίας που αφορούν τη διάρκεια των εργασιακών σχέσεων.

118    Τρίτον, και εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της αγαστής συνεργασίας που προβλέπει το άρθρο 10 ΕΚ υποχρεώνει όχι μόνον τα κράτη μέλη να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για την εξασφάλιση της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου (απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, C-262/97, Engelbrecht, Συλλογή 2000, σ. I‑7321, σκέψη 38), αλλά επιβάλλει και στα κοινοτικά όργανα αμοιβαίο καθήκον αγαστής συνεργασίας με τα κράτη μέλη (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Φεβρουαρίου 1983, 230/81, Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1983, σ. 255, σκέψη 37· της 14ης Μαΐου 2002, C-383/00, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2002, σ. I‑4219, σκέψη 18· της 26ης Νοεμβρίου 2002, C-275/00, First και Franex, Συλλογή 2002, σ. I‑10943, σκέψη 49· της 4ης Μαρτίου 2004, C‑344/01, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑2081, σκέψη 79, και της 20ής Οκτωβρίου 2005, C-511/03, Ten Kate Holding Musselkanaal κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I‑8979, σκέψη 28) και με τα ίδια τα κοινοτικά όργανα (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Μαρτίου 1995, C-65/93, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1995, σ. I‑643, σκέψη 23).

119    Συναφώς, εναπόκειται στα κοινοτικά όργανα να εξασφαλίσουν, στο μέτρο του δυνατού, την ύπαρξη συνοχής μεταξύ της εσωτερικής πολιτικής τους και του νομοθετικού έργου τους σε κοινοτικό επίπεδο, μεταξύ άλλων, με αποδέκτη τα κράτη μέλη. Έτσι, τα κοινοτικά όργανα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, όταν ενεργούν ως εργοδότες, τις νομοθετικές διατάξεις που επιβάλλουν, μεταξύ άλλων, τις ελάχιστες προϋποθέσεις για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας των εργαζομένων στα κράτη μέλη διά της προσεγγίσεως των εθνικών νομοθεσιών και πρακτικών και, ιδίως, τη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη να καταστήσει την εργασιακή σταθερότητα προέχοντα σκοπό στον τομέα των εργασιακών σχέσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο διότι η διοικητική μεταρρύθμιση που προβλέπει ο κανονισμός 723/2004 ενδυνάμωσε την τάση για σύναψη συμβάσεων στην ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση.

120    Όσον αφορά, ειδικότερα, τη συμφωνία πλαίσιο, η οποία σκοπεί στην προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών και πρακτικών προβλέποντας τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την εργασία ορισμένου χρόνου, εναπόκειται, επομένως, στο Κοινοβούλιο, σύμφωνα με το καθήκον πίστεως που το βαρύνει, να ερμηνεύσει, στο μέτρο του δυνατού, τις διατάξεις του ΚΛΠ σύμφωνα με το γράμμα και τον σκοπό της συμφωνίας πλαισίου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου απ’ αυτή αποτελέσματος.

121    Τέλος, οι ανωτέρω συνέπειες που απορρέουν από την υποχρέωση πίστεως προκύπτουν, επίσης, εν προκειμένω από πάγια νομολογία, κατά την οποία, για την ερμηνεία μιας διατάξεως του κοινοτικού δικαίου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος, καθώς και το σύνολο των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 6ης Οκτωβρίου 1982, 283/81, Cilfit κ.λπ., Συλλογή 1982, σ. 3415, σκέψη 20, και της 17ης Νοεμβρίου 1983, 292/82, Merck, Συλλογή 1983, σ. 3781, σκέψη 12· και απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Οκτωβρίου 2005, T‑22/02 και T-23/02, Sumitomo Chemical και Sumika Fine Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4065, σκέψη 47). Ως εκ τούτου, ένα κοινοτικό όργανο δεν μπορεί, κατά την εφαρμογή και ερμηνεία των διατάξεων του ΚΛΠ που αφορούν τη διάρκεια των συμβάσεων, να παρεκκλίνει από τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την εργασία ορισμένου χρόνου που ισχύουν σε κοινοτικό επίπεδο.

122    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προέβαλαν οι προσφεύγοντες κατά του άρθρου 78 του ΚΛΠ πρέπει να απορριφθεί, καθόσον η οδηγία 1999/70 δεν μπορεί, καθεαυτή, να αποτελέσει τη βάση ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας κατά διατάξεως κανονισμού του Συμβουλίου που περιέχει τον ΚΥΚ και τον ΚΛΠ, η οποία είναι αντίθετη προς τη συμφωνία πλαίσιο.

123    Εντούτοις, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως και εντός των ορίων που εκτίθενται στις σκέψεις 118 έως 121 ανωτέρω, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να επικαλεστούν κατά του Κοινοβουλίου την εν λόγω οδηγία και τη συμφωνία πλαίσιο που σκοπεί να εφαρμόσει η οδηγία αυτή, για την ερμηνεία, στο μέτρο του δυνατού, των κανόνων του ΚΥΚ και του ΚΛΠ κατά τρόπο που να συνάδει προς τις απαιτήσεις που προβλέπει η συμφωνία πλαίσιο.

124    Πάντως, η κατωτέρω εξέταση των διατάξεων της συμφωνίας πλαισίου που επικαλούνται οι προσφεύγοντες δεν καθιστά δυνατή, εν πάση περιπτώσει, τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι το Κοινοβούλιο παρέβη το άρθρο 78 του ΚΛΠ, ερμηνευόμενο υπό το φως των σκοπών και ελάχιστων προϋποθέσεων που περιέχουν οι εν λόγω διατάξεις.

–       Επί του περιεχομένου της συμφωνίας πλαισίου

125    Καταρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι η οδηγία 1999/70 και η συμφωνία πλαίσιο μπορούν να εφαρμοστούν στις συμβάσεις και σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που έχουν συναφθεί με τις διοικήσεις και άλλους φορείς του δημοσίου τομέα (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2006, C-212/04, Αδενέλερ κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑6057, σκέψη 54· της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C-53/04, Marrosu και Sardino, Συλλογή 2006, σ. I‑7213, σκέψη 39, και C‑180/04, Vassallo, Συλλογή 2006, σ. I‑7251, σκέψη 32).

126    Συναφώς, η συμφωνία πλαίσιο λαμβάνει ως δεδομένο ότι οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου συνιστούν τη γενική μορφή εργασιακών σχέσεων, μολονότι αναγνωρίζεται ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου αποτελούν χαρακτηριστικό της απασχολήσεως σε ορισμένους τομείς ή για ορισμένα καθήκοντα και δραστηριότητες (βλ. σημεία 6 και 8 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας πλαισίου και προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 61).

127    Επομένως, το πλεονέκτημα της εργασιακής σταθερότητας θεωρείται ως προέχον στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Mangold, σκέψη 64) ενώ, σε ορισμένες μόνον περιπτώσεις, οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων (βλ. δεύτερο εδάφιο του προοιμίου και σημείο 8 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας πλαισίου· προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 62).

128    Υπό το πρίσμα αυτό, η συμφωνία πλαίσιο σκοπεί στον περιορισμό της διαδοχικής χρησιμοποιήσεως αυτής της κατηγορίας εργασιακών σχέσεων, η οποία θεωρείται δυνητική πηγή καταχρήσεων εις βάρος των εργαζομένων, προβλέποντας ορισμένες διατάξεις εξασφαλίζουσες μια κατ’ ελάχιστο όριο προστασία ώστε να μην χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα η κατάσταση των εργαζομένων (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 63).

129    Έτσι, η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας πλαισίου σκοπεί συγκεκριμένα στο «να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου».

130    Προς τούτο, η εν λόγω ρήτρα επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να καθιερώσουν στην έννομη τάξη τους ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που απαριθμούνται στο σημείο 1, στοιχεία α΄ έως γ΄, της ρήτρας αυτής, όταν δεν υφίστανται ήδη στο οικείο κράτος μέλος ισοδύναμες νομικές διατάξεις για την αποτελεσματική πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 65). Αντιθέτως, η συμφωνία πλαίσιο δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη γενική υποχρέωση να προβλέπουν, μετά από ορισμένο αριθμό ανανεώσεων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή τη συμπλήρωση ορισμένου χρόνου εργασίας, τη μετατροπή τους σε συμβάσεις αορίστου χρόνου όπως και δεν προβλέπει τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να γίνεται χρήση των τελευταίων αυτών συμβάσεων (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσες αποφάσεις Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 91, καθώς και Marrosu και Sardino, σκέψη 47).

131    Μεταξύ των μέτρων που απαριθμούνται στη ρήτρα 5, σημείο 1, περιλαμβάνονται υπό στοιχείο α΄, οι «αντικειμενικο[ί] λόγο[ι] που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας».

132    Τα μέρη που έχουν υπογράψει τη συμφωνία πλαίσιο εκτίμησαν κατ’ ουσίαν ότι η χρησιμοποίηση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου βάσει αντικειμενικών λόγων είναι ένας τρόπος για να προληφθεί η κατάχρηση (βλ. σημείο 7 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας πλαισίου).

133    Πάντως, εν προκειμένω, από το σύνολο των στοιχείων της δικογραφίας προκύπτει ότι, όντως, το Κοινοβούλιο προέβαλε κατ’ ουσίαν «αντικειμενικούς λόγους» για να αιτιολογήσει την ανανέωση των συμβάσεων επικουρικού υπαλλήλου συνόδου στο πλαίσιο κάθε κοινοβουλευτικής συνόδου.

134    Συναφώς, με την προπαρατεθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ. (σκέψη 69), το Δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια των «αντικειμενικών λόγων» που περιέχεται στη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας πλαισίου πρέπει να νοείται ως αφορώσα σαφείς και συγκεκριμένες περιστάσεις, οι οποίες χαρακτηρίζουν μια καθορισμένη δραστηριότητα και μπορούν, κατά συνέπεια, να δικαιολογήσουν στο ειδικό αυτό πλαίσιο τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Οι περιστάσεις αυτές μπορούν να προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από την ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων για την εκτέλεση των οποίων έχουν συναφθεί οι συμβάσεις αυτές και από τα συμφυή χαρακτηριστικά των καθηκόντων αυτών ή, ενδεχομένως, από την επιδίωξη ενός θεμιτού σκοπού κοινωνικής πολιτικής εκ μέρους κράτους μέλους (προπαρατεθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 70).

135    Εν προκειμένω, το Κοινοβούλιο ορθώς ισχυρίζεται ότι η ανανέωση των επίμαχων συμβάσεων ορισμένου χρόνου κάλυπτε μια γνήσια ανάγκη υπό την έννοια ότι ήταν αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί. Συγκεκριμένα, η εφαρμογή του άρθρου 78 του ΚΛΠ, έως την 1η Ιανουαρίου 2007, του παρείχε τη δυνατότητα να καλύψει τις περιοδικές και μαζικές ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό μόνον κατά τη διάρκεια των συνόδων του. Δεν αμφισβητείται ότι η σημαντική αύξηση της δραστηριότητας του Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο, για περιορισμένο χρονικό διάστημα τεσσάρων ή πέντε ημερών τον μήνα, είχε ως αποτέλεσμα μια αξιοσημείωτη αλλαγή όσον αφορά τις ανάγκες του σε ανθρώπινο δυναμικό, επιφορτισμένο με συγκεκριμένα και ποικίλα καθήκοντα όπως του υπαλλήλου βρεφονηπιακού σταθμού, του παιδοκόμου, του δακτυλογράφου, του τεχνικού, του μάγειρα, του καθηγητή γλωσσών, του μεταφραστή, του κλητήρα, του μεταφορέα και άλλων. Μολονότι οι ανάγκες αυτές ήταν προβλέψιμες, η πρόσθετη δραστηριότητα δεν είχε διαρκή και πάγιο χαρακτήρα. Οι περιστάσεις αυτές μπορούσαν βασίμως, υπό το φως της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας πλαισίου, να δικαιολογήσουν τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων επικουρικών υπαλλήλων ορισμένου χρόνου.

136    Βεβαίως, όπως παρατήρησαν οι προσφεύγοντες, κατά το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ, ο επικουρικός υπάλληλος αρχίζει να αποκτά δικαίωμα αδείας μετ’ αποδοχών μόνον εφόσον έχει εργαστεί τουλάχιστον δεκαπέντε ημέρες ή μισό μήνα για κάθε μήνα υπηρεσίας, με αποτέλεσμα οι επικουρικοί υπάλληλοι συνόδου να στερούνται παντελώς το δικαίωμα της άδειας αυτής εκ του λόγου και μόνον ότι απασχολούνται βάσει συμβάσεων πολύ μικρής και δη κατώτερης της ελάχιστης διάρκειας.

137    Εντούτοις, οι προσφεύγοντες ουδόλως προέβαλαν την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά του άρθρου 58, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ Συνεπώς, το Δικαστήριο ΔΔ δεν χρειάζεται να εξετάσει το ζήτημα αυτό, καθόσον σε διαφορετική περίπτωση υφίσταται κίνδυνος να εξέλθει των ορίων της ένδικης διαφοράς, όπως αυτή προσδιορίστηκε από τους προσφεύγοντες.

138    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προέβαλαν οι προσφεύγοντες κατά του άρθρου 78 του ΚΛΠ δεν μπορεί να γίνει δεκτή, το δε Κοινοβούλιο δεν αγνόησε το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου υπό το πρίσμα της οδηγίας 1999/70. Κατά συνέπεια, το αίτημα ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

139    Οι προσφεύγοντες ζητούν να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να καταβάλει αντισταθμιστική αποζημίωση αντιστοιχούσα στο δικαίωμα αδείας μετ’ αποδοχών για τις περιόδους που εργάστηκαν καθώς και να καταβάλει σε έκαστο εξ αυτών το ποσό των 2 000 ευρώ για τα μη δυνάμενα να αναζητηθούν έξοδα διαδικασίας.

140    Το Κοινοβούλιο αντιτάσσει ότι, κατά το άρθρο 58 του ΚΛΠ, ο επικουρικός υπάλληλος δικαιούται αδείας μετ’ αποδοχών δύο εργασίμων ημερών για κάθε μήνα υπηρεσίας. Για υπηρεσία που διαρκεί λιγότερο από δεκαπέντε ημέρες ή μισό μήνα δεν παρέχεται δικαίωμα αδείας. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι επικουρικοί υπάλληλοι συνόδου, οι οποίοι εργάζονται έως πέντε ημέρες τον μήνα, δεν δικαιούνται αδείας μετ’ αποδοχών. Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να χορηγηθεί στους προσφεύγοντες αντισταθμιστική αποζημίωση.

141    Εξάλλου, το Κοινοβούλιο επισημαίνει ότι, κατά το άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας, η ενώπιόν του διαδικασία χωρεί δωρεάν. Ο κανονισμός αυτός δεν προβλέπει, κατά τα λοιπά, τη δυνατότητα να καταδικαστεί ο ηττηθείς διάδικος στα μη δυνάμενα να αναζητηθούν έξοδα διαδικασίας. Επομένως, το αίτημα καταβολής τέτοιου είδους εξόδων πρέπει να κριθεί απαράδεκτο.

2.     Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

142    Κατά πάγια νομολογία, η ευθύνη της Κοινότητας προϋποθέτει τη σύμπτωση ενός συνόλου προϋποθέσεων όσον αφορά την παράνομη συμπεριφορά που προσάπτεται στα κοινοτικά όργανα, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς και της επικαλούμενης ζημίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1987, 111/86, Delauche κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 5345, σκέψη 30· απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Νοεμβρίου 2003, T‑331/00 και T‑115/01, Bories κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑309 και II‑1479, σκέψη 192· απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 10ης Οκτωβρίου 2007, F‑107/06, Berrisford κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 109). Εφόσον δεν πληρούται μια από τις προϋποθέσεις αυτές, το αίτημα αποζημιώσεως απορρίπτεται στο σύνολό του, χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση των λοιπών προϋποθέσεων.

143    Όσον αφορά την παράνομη συμπεριφορά η οποία προσάπτεται στο Κοινοβούλιο, οι προσφεύγοντες δεν ανέπτυξαν στο δικόγραφο της προσφυγής τους κανένα επιχείρημα πλην της επιχειρηματολογίας προς στήριξη της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας που προέβαλαν κατά του άρθρου 78 του ΚΛΠ στο πλαίσιο του αιτήματος ακυρώσεως. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 96 της παρούσας αποφάσεως, η ένσταση αυτή στηρίζεται, κατ’ ουσία, σε τρεις αιτιάσεις, ήτοι παράβαση του άρθρου 283 ΕΚ, προσβολή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και προσβολή της εργασιακής σταθερότητας. Πάντως, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας απορρίφθηκε διότι δεν έγινε δεκτή καμία αιτίαση προβληθείσα προς στήριξή της.

144    Ως εκ τούτου, το αίτημα αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί διότι οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν επαρκώς κατά νόμο τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στο Κοινοβούλιο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

145    Δυνάμει του άρθρου 122 του Κανονισμού Διαδικασίας, οι διατάξεις του ογδόου κεφαλαίου του δευτέρου τίτλου του εν λόγω κανονισμού σχετικά με τα έξοδα και τις δικαστικές δαπάνες εφαρμόζονται μόνον επί των εισαγομένων ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ υποθέσεων και τούτο από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας, ήτοι από την 1η Νοεμβρίου 2007. Επί των εκκρεμών ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ πριν από την ανωτέρω ημερομηνία υποθέσεων εξακολουθούν να εφαρμόζονται mutatis mutandis οι συναφείς επί του θέματος διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

146    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Ωστόσο, δυνάμει του άρθρου 88 του ιδίου κανονισμού, στις διαφορές μεταξύ των Κοινοτήτων και των υπαλλήλων τους, τα όργανα φέρουν τα έξοδά τους. Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να κριθεί ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Kanninen

Boruta

Van Raepenbusch

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 30 Απριλίου 2009.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      H. Kanninen

Τα κείμενα της παρούσας αποφάσεως καθώς και των παρατιθέμενων σ’ αυτήν αποφάσεων των κοινοτικών δικαστηρίων που δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή διατίθενται στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου www.curia.europa.eu.


Πίνακας περιεχομένων


Το νομικό πλαίσιο

1.  Το Καθεστώς που εφαρμόζεται στο Λοιπό Προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

2.  Η συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου

Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Επί του παραδεκτού της προσφυγής

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

Επί του αιτήματος ακυρώσεως

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

Επί του παραδεκτού της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας

Επί της βασιμότητας της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας

Επί της φερόμενης παραβάσεως του άρθρου 283 ΕΚ

Επί της φερόμενης προσβολής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων

Επί της εργασιακής σταθερότητας

–  Δυνατότητα επικλήσεως της οδηγίας 1999/70 από μόνιμο ή έκτακτο υπάλληλο κατά κοινοτικού οργάνου

–  Επί του περιεχομένου της συμφωνίας πλαισίου

Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

Επί των δικαστικών εξόδων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Λόγω του μεγάλου αριθμού των προσφευγόντων-εναγόντων στην παρούσα υπόθεση, τα ονόματά τους δεν περιλαμβάνονται στο παρόν παράρτημα.


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.