Language of document : ECLI:EU:F:2011:140

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 15ης Σεπτεμβρίου 2011

Υπόθεση F‑7/10

Marc Galan Girodit

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Υπαλληλική υπόθεση — Έκτακτοι υπάλληλοι — Άρθρο 8 ΚΛΠ — Ρήτρα θέτουσα τέλος στη σύμβαση στην περίπτωση που ο έκτακτος υπάλληλος δεν είναι εγγεγραμμένος στον πίνακα επιτυχόντων διαγωνισμού — Γενικός διαγωνισμός OHIM/AST/02/07 — Βλαπτική πράξη»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου της 106α, με την οποία ο Marc Galan Girodit ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του ΓΕΕΑ να θέσει τέλος στη σύμβασή του εκτάκτου υπαλλήλου.

Απόφαση:      Η απόφαση της 12ης Μαρτίου 2009 του ΓΕΕΑ να θέσει τέλος στη σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου του προσφεύγοντος ακυρώνεται. Το ΓΕΕΑ φέρει τόσο τα δικαστικά του έξοδα όσο και τα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Βλαπτική πράξη — Έννοια — Επιστολή αποσταλείσα σε έκτακτο υπάλληλο που του υπενθυμίζει την ημερομηνία λήξεως της συμβάσεως εργασίας του — Δεν συνιστά βλαπτική πράξη — Τροποποίηση συμβάσεως — Απόφαση να μην ανανεωθεί η σύμβαση — Συνιστά βλαπτική πράξη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2)

2.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Βλαπτική πράξη — Έννοια — Ρήτρα συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου που εξαρτά τη διατήρηση της σχέσεως εργασίας από την εγγραφή του υπαλλήλου στον πίνακα επιτυχόντων γενικού διαγωνισμού — Απόφαση της διοικήσεως που διαπιστώνει τη μη εγγραφή του εκτάκτου υπαλλήλου στον εν λόγω πίνακα επιτυχόντων και ενεργοποιεί τη ρήτρα καταγγελίας — Εμπίπτει στην έννοια της βλαπτικής πράξεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2)

3.      Υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι — Πρόσληψη — Μετατροπή σύμβασης ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου και προσθήκη ρήτρας περί καταγγελίας σε περίπτωση μη εγγραφής του υπαλλήλου στον πίνακα επιτυχόντων γενικού διαγωνισμού — Τροποποίηση ερμηνευόμενη ως ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρα 2, στοιχεία a΄, β΄ και δ΄, και 8, εδ. 1 και 2· οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρες 1, στοιχείο β΄, 3, σημείο 1, και 5 § 1, στοιχεία β΄ και γ΄)

1.      Πράξη η οποία δεν περιέχει κανένα νέο στοιχείο σε σχέση με προγενέστερη συνιστά αμιγώς επιβεβαιωτική της τελευταίας πράξη και δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να έχει ως αποτέλεσμα την έναρξη νέας προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής. Ειδικότερα, μια επιστολή που απλώς υπενθυμίζει σε υπάλληλο τους όρους της συμβάσεώς του σχετικά με την ημερομηνία λήξεως αυτής και δεν περιέχει, συνεπώς, κανένα νέο στοιχείο σε σχέση με τους εν λόγω όρους δεν συνιστά βλαπτική πράξη.

Αντίθετα, συνιστά βλαπτική πράξη κάθε τροποποίηση της συμβάσεως, τούτο όμως μόνον όσον αφορά τους όρους που τροποποιήθηκαν, εκτός εάν οι εν λόγω τροποποιήσεις επιφέρουν ανατροπή της γενικής οικονομίας της συμβάσεως. Ομοίως, στην περίπτωση που η σύμβαση είναι ανανεώσιμη, η απόφαση της διοικήσεως να μην την ανανεώσει συνιστά βλαπτική πράξη, χωριστή από την εν λόγω σύμβαση και υποκείμενη σε ένσταση και προσφυγή εντός των νομίμων προθεσμιών. Συγκεκριμένα, μια τέτοια απόφαση, που εκδίδεται κατόπιν επανεξετάσεως του συμφέροντος της υπηρεσίας και της καταστάσεως του ενδιαφερομένου, περιέχει νέο στοιχείο σε σχέση με την αρχική σύμβαση και δεν μπορεί να θεωρείται ως απλώς επιβεβαιωτική της τελευταίας.

(βλ. σκέψεις 32 έως 35)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 10 Δεκεμβρίου 1980, 23/80, Grasselli κατά Επιτροπής, σκέψη 18· 9 Ιουλίου 1987, 329/85, Castagnoli κατά Επιτροπής, σκέψεις 10 και 11· 14 Σεπτεμβρίου 2006, C‑417/05 P, Επιτροπή κατά Fernández Gómez, σκέψεις 45 έως 47

ΓΔΕΕ: 2 Φεβρουαρίου 2001, T‑97/00, Βακαλοπούλου κατά Επιτροπής, σκέψη 14· 1 Απριλίου 2003, T‑11/01, Mascetti κατά Επιτροπής, σκέψη 41· 15 Οκτωβρίου 2008, T‑160/04, Ποταμιάνος κατά Επιτροπής, σκέψη 21

ΔΔΔΕΕ: 15 Απριλίου 2011, F‑72/09 και F‑17/10, Daake κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 36

2.      Επιστολή με την οποία η διοίκηση διαπιστώνει την ύπαρξη νέου συμβάντος ή καταστάσεως και συνάγει εξ αυτών τις συνέπειες που προβλέπονται από κανόνα δικαίου ή από συμβατική ρήτρα για τους ενδιαφερομένους συνιστά βλαπτική πράξη, καθόσον μεταβάλλει τη νομική κατάσταση των αποδεκτών της.

Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση αποφάσεως της διοικήσεως με την οποία διαπιστώνεται η μη εγγραφή του ονόματος ενός εκτάκτου υπαλλήλου στον πίνακα επιτυχόντων γενικού διαγωνισμού και ενεργοποιείται η ρήτρα καταγγελίας που περιέχεται στη σύμβαση του εν λόγω υπαλλήλου, ρήτρα που προβλέπει την καταγγελία της εν λόγω συμβάσεως στην περίπτωση επελεύσεως συγκεκριμένου συμβάντος, ήτοι της καταρτίσεως του πίνακα επιτυχόντων του διαγωνισμού στον οποίο αναφέρεται η εν λόγω ρήτρα, η ημερομηνία του οποίου ήταν κατ’ ανάγκην αβέβαια κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως. Η απόφαση αυτή, που μεταβάλλει τη νομική κατάσταση του υπαλλήλου, συνιστά βλαπτική πράξη η οποία υπόκειται σε ένσταση και, ενδεχομένως, σε προσφυγή.

Επίσης, δεν μπορεί να απαιτηθεί από τον οικείο υπάλληλο να προσβάλει την εν λόγω ρήτρα από της υπογραφής της συμβάσεως, καίτοι παραμένει αβέβαιο αν θα πληρωθούν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της. Δεδομένου ότι η εγγραφή της ρήτρας καταγγελίας στη σύμβαση εντάσσεται σε μια περίπλοκη διαδικασία, πρέπει να παρέχεται στον υπάλληλο η δυνατότητα να αμφισβητήσει, με αίτημα υποβαλλόμενο παρεμπιπτόντως, την νομιμότητα της εν λόγω ρήτρας, έστω και αν αυτή έχει ατομικό χαρακτήρα, κατά τον χρόνο λήψεως από τη διοίκηση της αποφάσεως περί ενεργοποιήσεως της ρήτρας αυτής, στην έσχατη φάση της διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 40, 41 και 59)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: Daake κατά ΓΕΕΑ, προπαρατεθείσα, σκέψεις 34 επ.

3.      Η ρήτρα 1, στοιχείο β΄, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που περιέχεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70 σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει ως σκοπό να δημιουργήσει ένα πλαίσιο ώστε να αποτρέπονται οι καταχρήσεις που μπορούν να προκύψουν από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και, στο πνεύμα αυτό, επιδιώκει να οριοθετήσει τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που θεωρείται πηγή δυνάμει καταχρήσεων εις βάρος των εργαζομένων, εισάγοντας μια σειρά διατάξεων περί ελάχιστης προστασίας ώστε να αποφεύγεται η αστάθεια της καταστάσεως των εργαζομένων. Το άρθρο 8, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού (στο εξής: ΚΛΠ) έχει ακριβώς ως σκοπό να περιορίσει την χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εκτάκτου υπαλλήλου. Αφενός, η σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄, του ΚΛΠ, μπορεί να ανανεωθεί μόνο μία φορά για ορισμένο χρόνο, ενώ κάθε περαιτέρω ανανέωση πρέπει να είναι αορίστου χρόνου. Αφετέρου, η σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχεία β΄ ή δ΄, του ΚΛΠ, η διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τέσσερα έτη, μπορεί να ανανεωθεί μία μόνο φορά για διάρκεια δύο ετών το πολύ, υπό τον όρο ότι η δυνατότητα ανανεώσεως προβλέφθηκε στην αρχική σύμβαση, οπότε ο υπάλληλος για τον οποίο πρόκειται δεν μπορεί να συνεχίσει να απασχολείται μετά τη λήξη της συμβάσεώς του παρά μόνον εφόσον έχει διοριστεί ως μόνιμος υπάλληλος. Οι διατάξεις αυτές αποτελούν ρύθμιση που ανταποκρίνεται στους όρους της ρήτρας 5, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και γ΄, της συμβάσεως-πλαισίου, η οποία απαιτεί μέτρα ικανά να αποτρέψουν τις καταχρήσεις που συνεπάγεται η χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

Το γεγονός ότι στη σύμβαση του εκτάκτου υπαλλήλου περιλήφθηκε ρήτρα καταγγελίας επιτρέπουσα στη διοίκηση να την λύσει σε περίπτωση μη επιτυχίας του ενδιαφερομένου σε διαγωνισμό ο οποίος είχε ανακοινωθεί ότι θα διεξαγόταν εντός ορισμένης προθεσμίας δεν επιτρέπει, ανεξαρτήτως του γράμματος της συμβάσεως, τον χαρακτηρισμό της τελευταίας ως συμβάσεως αορίστου χρόνου, που χαρακτηρίζεται από τον σταθερό χαρακτήρα της απασχολήσεως. Πράγματι, η διάρκεια μιας συμβάσεως, όπως προκύπτει από τη ρήτρα 3, σημείο 1, της συμβάσεως-πλαισίου, μπορεί να προσδιορίζεται όχι μόνον από «την επέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας», αλλά και από «την ολοκλήρωση μιας συγκεκριμένης αποστολής ή την επέλευση ενός συγκεκριμένου συμβάντος», όπως είναι η κατάρτιση ενός πίνακα επιτυχόντων σε συγκεκριμένο διαγωνισμό, με την οποία συναρτώνται διάφορες δυνατές συνέπειες ανάλογα με τα προβλεπόμενα στη σύμβαση του υπαλλήλου. Επομένως, σε περίπτωση με εγγραφής του ονόματός του στον πίνακα των επιτυχόντων, προκύπτει από τους όρους της συμβάσεως ότι η σύμβαση αυτή θα λάβει τέλος. Λογικά, θα συνέβαινε το ίδιο σε περίπτωση επιτυχίας, αφού τότε θα προσφερόταν θέση μονίμου υπαλλήλου στον συγκεκριμένο έκτακτο υπάλληλο, εννοείται δε ότι, σε περίπτωση απορρίψεως της προσφοράς, η σύμβαση θα έληγε επίσης, σύμφωνα με τους όρους της.

Κατά συνέπεια, είναι ακυρωτέα μια απόφαση της διοικήσεως με την οποία τίθεται τέλος στην σύμβαση εργασίας ενός εκτάκτου υπαλλήλου και η οποία ελήφθη κακώς επί τη βάσει ρήτρας καταγγελίας περιληφθείσας στη σύμβαση εργασίας του εν λόγω υπαλλήλου κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ. Πράγματι, μετά από μια πρώτη ανανέωση, η σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄, του ΚΛΠ, μεταξύ της διοικήσεως και του εκτάκτου υπαλλήλου ανανεώθηκε εκ νέου για ορισμένο χρόνο, κατά παράβαση του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ.

(βλ. σκέψεις 62 έως 64 και 68 έως 70)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 4 Ιουλίου 2006, C‑212/04, Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 63

ΔΔΔΕΕ: 26 Οκτωβρίου 2006, F‑1/05, Landgren κατά ETF, σκέψη 66