Language of document : ECLI:EU:F:2012:196

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(δεύτερο τμήμα)

της 13ης Δεκεμβρίου 2012

Υπόθεση F‑42/11

Stephanie Honnefelder

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Γενικός διαγωνισμός — Ακύρωση αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού — Εκτέλεση δεδικασμένου — Αρχή της νομιμότητας — Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας βάλλουσα κατά αποφάσεως περί επαναλήψεως διαδικασίας γενικού διαγωνισμού»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία η S. Honnefelder ζητεί την ακύρωση της από 11 Φεβρουαρίου 2011 αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/26/05 να μην την περιλάβει στον πίνακα επιτυχόντων.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Η προσφεύγουσα φέρει τα δύο τρίτα των δικαστικών της εξόδων. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα και το ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων της S. Honnefelder.

Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές — Προσφυγή ασκηθείσα κατά βλαπτικής πράξεως που εκδόθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας προσλήψεως — Λόγος ακυρώσεως αντλούμενος από τον παράνομο χαρακτήρα προγενέστερης βλαπτικής πράξεως εκδοθείσας στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας — Επιτρέπεται — Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές — Απόφαση περί ακυρώσεως — Αποτελέσματα — Υποχρέωση λήψεως μέτρων εκτελέσεως — Περιεχόμενο — Συνυπολογισμός τόσο του σκεπτικού όσο και του διατακτικού της αποφάσεως — Ακύρωση της αποφάσεως εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού να μην περιλάβει έναν υποψήφιο στον πίνακα επιτυχόντων — Επανάληψη του διαγωνισμού μόνον ως προς τον προσφεύγοντα — Τρόπος ενδεδειγμένης διεξαγωγής

(Άρθρο 266 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 27)

3.      Υπάλληλοι — Υπαλληλικές προσφυγές — Ακυρωτική απόφαση — Αποτελέσματα — Υποχρέωση λήψεως μέτρων εκτελέσεως — Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως — Δυνατότητα διεξαγωγής διαλόγου με το θύμα

(Άρθρο 266 ΣΛΕΕ)

4.      Υπάλληλοι — Εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικών οργάνων — Παράβαση της υποχρεώσεως ενημερώσεως — Υπηρεσιακό πταίσμα μη συνεπαγόμενο την ακύρωση πράξεως

1.      Ο προσφεύγων δικαιούται να προβάλει πλημμέλειες σχετικά με τις λεπτομέρειες διεξαγωγής ενός διαγωνισμού όταν ασκεί προσφυγή κατά της ατομικής αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του, τούτο δε χωρίς να μπορεί να του προσαφθεί ότι δεν υπέβαλε διοικητική ένσταση ή ότι δεν άσκησε προσφυγή, εμπροθέσμως, κατά της αποφάσεως με την οποία διευκρινίζονται οι λεπτομέρειες διεξαγωγής του διαγωνισμού.

Πράγματι, καμία διάταξη του ΚΥΚ δεν προβλέπει ότι ο προσφεύγων που προτίθεται να αμφισβητήσει —κατ’ εξαίρεση— τη νομιμότητα πράξεως της Διοικήσεως οφείλει να υποβάλει διοικητική ένσταση κατά της συγκεκριμένης αυτής πράξεως, τούτο δε ακόμα και αν η προσφυγή πληροί τις προϋποθέσεις του παραδεκτού. Εξάλλου, μια ένσταση ελλείψεως νομιμότητας δεν είναι απαράδεκτη για τον λόγο και μόνον ότι δεν προβλήθηκε προηγουμένως στο πλαίσιο διοικητικής ενστάσεως.

(βλ. σκέψεις 34 και 37)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 11 Αυγούστου 1995, C‑448/93 P, Επιτροπή κατά Noonan, σκέψεις 17 έως 19

ΓΔΕΕ: 16 Σεπτεμβρίου 1993, T‑60/92, Noonan κατά Επιτροπής, σκέψη 21

ΔΔΔΕΕ: 1 Ιουλίου 2010, F‑45/07, Mandt κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 121

2.      Μετά την έκδοση ακυρωτικής αποφάσεως, το οικείο θεσμικό όργανο οφείλει, δυνάμει του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξαλείψει τα αποτελέσματα των διαπιστωθεισών πλημμελειών, γεγονός που, στην περίπτωση ήδη εκτελεσθείσας πράξεως, συνεπάγεται την επαναφορά του προσφεύγοντος στη νομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν πριν από την έκδοση της εν λόγω πράξεως.

Προκειμένου να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση που του επιβάλλει το άρθρο 266 ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο οφείλει να λάβει συγκεκριμένα μέτρα ικανά να άρουν την παρανομία που διαπράχθηκε εις βάρος του οικείου προσώπου. Επομένως, δεν μπορεί, προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση αυτή, να προβάλει πρακτικές δυσκολίες τις οποίες συνεπάγεται ενδεχομένως η επαναφορά του προσφεύγοντος στη νομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν πριν από την έκδοση της ακυρωθείσας πράξεως. Επικουρικώς και μόνον, όταν η εκτέλεση ακυρωτικής αποφάσεως προσκρούει σε σημαντικά εμπόδια, το οικείο θεσμικό όργανο μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του λαμβάνοντας μια απόφαση ικανή να αντισταθμίσει δικαίως το μειονέκτημα που προέκυψε για τον ενδιαφερόμενο από την ακυρωθείσα απόφαση.

Συναφώς, παρότι εναπόκειται στο οικείο όργανο να καθορίσει τα μέτρα που απαιτούνται για την εκτέλεση ακυρωτικής αποφάσεως του Δικαστηρίου ΔΔ, η εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει περιορίζεται από την ανάγκη να τηρηθούν το διατακτικό και το σκεπτικό της αποφάσεως, την οποία υποχρεούται να εκτελέσει, καθώς και οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Επομένως, το καθού θεσμικό όργανο αυτό πρέπει, μεταξύ άλλων, να αποτρέψει το ενδεχόμενο να πάσχουν τα ληφθέντα μέτρα τις ίδιες πλημμέλειες με εκείνες που διαπιστώθηκαν στην ακυρωτική απόφαση.

Σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά γενικό διαγωνισμό για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα για μελλοντικές προσλήψεις, η Διοίκηση μπορεί να αναζητήσει μια δίκαιη λύση για τη ειδική περίπτωση ενός υποψηφίου που απορρίφθηκε παρανόμως. Επομένως, οσάκις πρόκειται περί γενικού διαγωνισμού για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα για μελλοντικές προσλήψεις οι δοκιμασίες του οποίου παρουσιάζουν πλημμέλειες, τα δικαιώματα ενός υποψηφίου προστατεύονται καταλλήλως εάν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή προβεί σε επανάληψη, ως προς αυτόν, του διαγωνισμού για την κατάρτιση πίνακα επιτυχόντων, εφόσον η επανάληψη αυτή συνεπάγεται την επαναφορά της καταστάσεως που υπήρχε πριν από την επέλευση των περιστατικών που αποδοκιμάστηκαν από τον δικαστή. Αντιθέτως, τυχόν λύση συνιστάμενη στην εγγραφή του ονόματος του υποψηφίου στον πίνακα επιτυχόντων του διαγωνισμού χωρίς επανάληψη της πλημμελούς δοκιμασίας δεν θα συνιστούσε μόνον παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, της αρχής της αντικειμενικότητας της βαθμολογήσεως και της προκηρύξεως του διαγωνισμού, αλλά, επίσης, παράβαση του άρθρου 27 του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 44 έως 46, 49 και 52)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 14 Ιουλίου 1983, 144/82, Detti κατά Δικαστηρίου, σκέψη 33· 6 Ιουλίου 1993, C‑242/90 P, Επιτροπή κατά Albani κ.λπ., σκέψη 13

ΓΔΕΕ: 8 Οκτωβρίου 1992, T‑84/91, Meskens κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 78· 26 Ιουνίου 1996, T‑91/95, De Nil και Impens κατά Συμβουλίου, σκέψη 34· 23 Απριλίου 2002, T‑372/00, Campolargo κατά Επιτροπής, σκέψη 109 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 5 Δεκεμβρίου 2002, T‑119/99, Hoyer κατά Επιτροπής, σκέψη 37· 13 Σεπτεμβρίου 2005, T‑283/03, Recalde Langarica κατά Επιτροπής, σκέψεις 50 και 51

ΔΔΔΕΕ: 24 Ιουνίου 2008, F‑15/05, Andres κ.λπ. κατά ΕΚΤ, σκέψη 132 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Δεδομένου ότι η Διοίκηση δρα μονομερώς, σε αυτήν εναπόκειται να καθορίζει ποια μέτρα απαιτούνται προς εκτέλεση αποφάσεως περί ακυρώσεως. Ως εκ τούτου, η Διοίκηση έχει την ευχέρεια, και όχι την υποχρέωση, να διεξαγάγει διάλογο με το θύμα παρανομίας προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία που να προσφέρει στο τελευταίο δίκαιη αποζημίωση.

(βλ. σκέψη 53)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: Meskens κατά Κοινοβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 80· De Nil και Impens κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 34

4.      Η αιτίαση ότι η διοίκηση παρέβη την υποχρέωση ενημερώσεως που υπέχει, ακόμα και αν είναι βάσιμη, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως, αλλά μόνον τη θεμελίωση εξωσυμβατικής ευθύνης της Διοικήσεως λόγω υπηρεσιακού πταίσματος.

(βλ. σκέψη 62)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 9 Δεκεμβρίου 2010, F‑83/05, Ezerniece Liljeberg κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 105 επ.