Language of document :

Αναίρεση που άσκησαν στις 4 Αυγούστου 2020 οι Ernests Bernis, Oļegs Fiļs, OF Holding SIA και Cassandra Holding Company SIA κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) στις 14 Μαΐου 2020 στην υπόθεση T-282/18, Bernis κ.λπ. κατά ΕΣΕ

(Υπόθεση C-364/20 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείοντες: Ernests Bernis, Oļegs Fiļs, OF Holding SIA, Cassandra Holding Company SIA (εκπρόσωπος: O.H. Behrends, Rechtsanwalt)

Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ), Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)

Αιτήματα

Οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει τη διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου·

να κρίνει παραδεκτή την προσφυγή ακυρώσεως·

να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να κρίνει επί της προσφυγής ακυρώσεως·

να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά τους έξοδα καθώς και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν για την παρούσα αίτηση αναιρέσεως.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αναιρέσεώς τους, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν τους ακόλουθους λόγους αναιρέσεως.

Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, επειδή στηρίχθηκε στο γεγονός ότι ο κανονισμός 806/20141 δεν περιέχει καμία ρύθμιση, σε περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υπόθεσης, για την εκκαθάριση πιστωτικών ιδρυμάτων. Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το ζήτημα αυτό αφορά τη νομιμότητα των από 23 Φεβρουαρίου 2018 προσβαλλομένων αποφάσεων του ΕΣΕ και ως εκ τούτου είναι ζήτημα ουσίας ενώ το παραδεκτό εξαρτάται αποκλειστικά από τον τρόπο με τον οποίο ενήργησε πράγματι το ΕΣΕ (και όχι από τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να έχει ενεργήσει).

Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, επειδή θεώρησε ότι η κρίση του περί απαραδέκτου μπορεί να στηριχθεί και στο γεγονός ότι τα λουξεμβουργιανά δικαστήρια απέρριψαν την αίτηση της λουξεμβουργιανής εθνικής αρχής εξυγίανσης για την λύση και εκκαθάριση της ABLV Luxembourg. Το γεγονός ότι μια απόφαση ευρωπαϊκού οργάνου δεν γίνεται δεκτή από εθνικό δικαστήριο δεν εξαφανίζει την απόφαση αυτή ούτε εξαλείφει την ανάγκη ακύρωσής της από τα ευρωπαϊκά δικαστήρια.

Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, επειδή έκρινε ότι ο εκούσιος χαρακτήρας της εκκαθάρισης της ABLV Bank κατά το λεττονικό δίκαιο έχει σημασία αν, όπως το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει, η εκκαθάριση διατάχθηκε με τις αποφάσεις του ΕΣΕ.

Με τον τέταρτο λόγο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, επειδή θεώρησε ότι αποκλείεται η ύπαρξη αρκούντως άμεσου έννομου αποτελέσματος λόγω του ότι για την εκτέλεση των προσβαλλομένων αποφάσεων απαιτείται η εφαρμογή του εθνικού δικαίου. Η εφαρμογή του εθνικού δικαίου στο πλαίσιο της εκτέλεσης των αποφάσεων αυτών δεν έχει σημασία κατά το μέτρο που το φερόμενο έννομο αποτέλεσμα της πράξης διέπεται από το ευρωπαϊκό δίκαιο.

Με τον πέμπτο λόγο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας ότι το γεγονός ότι η εκτέλεση της πράξης είναι προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας έχει σημασία στο πλαίσιο του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

Με τον έκτο λόγο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας ότι οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια των εθνικών αρχών όσον αφορά την εφαρμογή αποκλείει το άμεσο έννομο αποτέλεσμα.

Με τον έβδομο λόγο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε σε εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας των «παρεμβαλλόμενων κανόνων» όπως αυτή έχει αναπτυχθεί στη νομολογία.

Με τον όγδοο λόγο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εσφαλμένα συμπεράσματα από τη συγκεκριμένη μορφή των προσβαλλομένων πράξεων.

Με τον ένατο λόγο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, επειδή δεν εφάρμοσε το άρθρο 263 ΣΛΕΕ υπό το πρίσμα των ρυθμίσεων του κανονισμού 806/2014 σχετικά με τη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου των πράξεων του ΕΣΕ.

Με τον δέκατο λόγο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, επειδή δεν έλαβε υπόψη τα δικαιώματα των αναιρεσειόντων τα οποία κατοχυρώνει το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δημιούργησε κενό στην έννομη προστασία.

Με τον ενδέκατο λόγο προβάλλεται επικουρικώς ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη θα στηριζόταν σε πρόδηλη παραμόρφωση των προσβαλλομένων πράξεων αν ερμηνευόταν υπό την έννοια ότι έκρινε ότι με τις πράξεις αυτές δεν διατάχθηκε η εκκαθάριση της ABLV Latvia και της ABLV Luxembourg. Ο λόγος αυτός προβάλλεται επικουρικώς. Οι αναιρεσείοντες έχουν την άποψη ότι μια τέτοια ερμηνεία της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης δεν έχει καμία βάση.

Με τον δωδέκατο λόγο προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη ερείδεται επί εσφαλμένης ερμηνείας της συναφούς νομολογίας, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων του Δικαστηρίου στις υποθέσεις Trasta Komercbanka κ.λπ. κατά ΕΚΤ (C-663/17) και Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής (C-463/10).

Με τον δέκατο τρίτο λόγο προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη έχει ελλιπή αιτιολογία.

____________

1 Κανονισμός (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1).