Language of document : ECLI:EU:T:2017:717

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 12ης Οκτωβρίου 2017 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης SDC‑554S – Μη καταχωρισμένο προγενέστερο εθνικό λεκτικό σήμα SDC‑554S – Σχετικός λόγος απαραδέκτου – Άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001] – Αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει το περιεχόμενο του εθνικού δικαίου – Κανόνας 19, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 [νυν άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/1430] – Προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών – Διακριτική ευχέρεια του τμήματος προσφυγών – Άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 [νυν άρθρο 95, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001]»

Στην υπόθεση T‑316/16,

Moravia Consulting spol. s r. o., με έδρα την Brno (Τσεχική Δημοκρατία), εκπροσωπούμενη από τον M. Kyjovský, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τον D. Gája,

καθού,

αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Citizen Systems Europe GmbH, με έδρα τη Στουτγάρδη (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους C. von Donat, J. Lipinsky, J. Hagenberg, T. Hollerbach και C. Nitschke, δικηγόρους,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 1ης Απριλίου 2016 (υπόθεση R 1575/2015‑2), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Moravia Consulting και της Citizen Systems Europe,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni, πρόεδρο, L. Madise και R. da Silva Passos (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Χ. Lopez Bancalari, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Ιουνίου 2016,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του EUIPO, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Οκτωβρίου 2016,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Δεκεμβρίου 2016,

έχοντας υπόψη την απόφαση της 9ης Μαρτίου 2017 με την οποία αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑316/16 έως T‑318/16 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Μαΐου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 10 Απριλίου 2014 η παρεμβαίνουσα, Citizen Systems Europe GmbH, υπέβαλε στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σήμα SDC‑554S.

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος εμπίπτουν στην κλάση 9 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην εξής περιγραφή: «Αριθμομηχανές τσέπης· αριθμομηχανές».

4        Η αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 2014/076, της 24ης Απριλίου 2014.

5        Στις 22 Ιουλίου 2014 η προσφεύγουσα, Moravia Consulting spol. s r. o., άσκησε ανακοπή, δυνάμει του άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 46 του κανονισμού 2017/1001), κατά της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος στο σύνολό του.

6        Προς στήριξη της ανακοπής, η προσφεύγουσα επικαλέστηκε, πρώτον, την ύπαρξη προγενέστερου δικαιώματος παρεχομένου βάσει ενός μη καταχωρισμένου λεκτικού σήματος, το οποίο έχει πανομοιότυπο περιεχόμενο με εκείνο του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, λαμβανομένου υπόψη ότι το δικαίωμα αυτό υπήρχε, τουλάχιστον, εντός της επικράτειας της Τσεχικής Δημοκρατίας. Το εν λόγω μη καταχωρισμένο λεκτικό σήμα αφορούσε τις αριθμομηχανές.

7        Η προσφεύγουσα τόνισε ότι έχει χρησιμοποιήσει το μη καταχωρισμένο σήμα πριν από την κατάθεση της αιτήσεως καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος, ιδίως στο πλαίσιο παραγγελίας με την οποία ζήτησε, τον Οκτώβριο του 2013, να της παραδοθούν αριθμομηχανές προελεύσεως Χονγκ Κονγκ (Κίνα). Επ’ αυτού, η προσφεύγουσα προσκόμισε ως αποδεικτικό στοιχείο ένα έγγραφο δύο σελίδων το οποίο έφερε τον τίτλο «επιβεβαίωση πωλήσεων» («sales confirmation») και ημερομηνία 8ης Οκτωβρίου 2013.

8        Η προσφεύγουσα προέβαλε, δεύτερον, ότι η παρεμβαίνουσα είχε ενεργήσει κακόπιστα. Ωστόσο, κατόπιν της από 5 Αυγούστου 2014 ανακοινώσεως του EUIPO με την οποία διευκρινίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι ο λόγος αυτός ήταν δυνατόν να προβληθεί μόνο στο πλαίσιο διαδικασίας για την κήρυξη ακυρότητας ενός καταχωρισμένου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η προσφεύγουσα γνωστοποίησε, με επιστολή που απηύθυνε στο EUIPO στις 10 Δεκεμβρίου 2014, ότι δεν προέβαλλε πλέον ότι η παρεμβαίνουσα είχε ενεργήσει κακόπιστα.

9        Η προσφεύγουσα προέβαλε, τρίτον, την έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

10      Με απόφαση της 5ης Ιουνίου 2015, το τμήμα ανακοπών του EUIPO απέρριψε την ανακοπή της προσφεύγουσας και την καταδίκασε στα έξοδα της διαδικασίας. Το τμήμα ανακοπών τόνισε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε παράσχει πληροφορίες ούτε είχε προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία σχετικώς με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, επί του οποίου αυτή στηριζόταν και δυνάμει του οποίου η χρήση του επίμαχου σήματος θα μπορούσε να απαγορευθεί στο οικείο κράτος μέλος, και τούτο ακόμη και αφού κλήθηκε να κάνει ορισμένες συμπληρώσεις στην ανακοπή της. Εξάλλου, το τμήμα ανακοπών υπογράμμισε ότι η έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα του επίμαχου σήματος ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 7 του κανονισμού 2017/1001) και, κατά συνέπεια, δεν συνιστούσε έγκυρο λόγο στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής.

11      Στις 4 Αυγούστου 2015, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του EUIPO, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρα 66 έως 71 του κανονισμού 2017/1001), κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

12      Η προσφεύγουσα επισύναψε στο υπόμνημά της, με το οποίο εξέθεσε τους λόγους της προσφυγής, πληροφοριακά στοιχεία ως προς τη σχετική τσεχική νομοθεσία περί σημάτων, διευκρινίζοντας το περιεχόμενο της εν λόγω νομοθεσίας που αφορά την έννομη προστασία ενός μη καταχωρισμένου σημείου.

13      Με απόφαση της 1ης Απριλίου 2016 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε την προσφυγή.

14      Κατ’ αρχάς, αφενός, το τμήμα προσφυγών εκτίμησε, κατ’ ουσίαν, ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής, η προσφεύγουσα δεν είχε κάνει μνεία των εφαρμοστέων νομοθετικών διατάξεων και δεν είχε παράσχει καμία πληροφορία σχετικά με το περιεχόμενο των δικαιωμάτων που είχε επικαλεστεί ή σχετικά με τις προϋποθέσεις που έπρεπε να πληρούνται εν προκειμένω, η οποία να παρέχει στο EUIPO τη δυνατότητα να αξιολογήσει εάν επληρούντο οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπουν οι εν λόγω διατάξεις και εάν, κατά συνέπεια, ήταν δυνατόν να απαγορευθεί η χρήση του επίμαχου σήματος δυνάμει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, ήτοι της Τσεχικής Δημοκρατίας. Το τμήμα προσφυγών υπενθύμισε ότι η προσφεύγουσα υπείχε την υποχρέωση να διεκδικήσει να αναγνωριστεί και να αποδείξει, παρέχοντας όλες τις αναγκαίες πληροφορίες προς τούτο, ότι το προγενέστερο σήμα ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του εθνικού δικαίου και ότι το τελευταίο παρείχε το δικαίωμα απαγορεύσεως της χρήσεως ενός πλέον πρόσφατου σήματος.

15      Αφετέρου, όσον αφορά τις πληροφορίες σχετικά με το τσεχικό δίκαιο οι οποίες προσκομίστηκαν από την προσφεύγουσα για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών, το εν λόγω τμήμα εκτίμησε ότι αυτές δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως «επιπρόσθετες» ή ως «συμπληρωματικές» και ήσαν, για τον λόγο αυτό, απαράδεκτες. Συγκεκριμένα, το τμήμα προσφυγών δεν διαθέτει διακριτική ευχέρεια ως προς το ζήτημα κατά πόσον θα μπορούσαν να γίνουν δεκτά για συνεκτίμηση αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκομίστηκαν εκπροθέσμως.

16      Εν συνεχεία, το τμήμα προσφυγών προσέθεσε ότι, ακόμη και αν τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του θα έπρεπε να θεωρηθούν ως «επιπρόσθετα» ή ως «συμπληρωματικά», παρέχοντάς του επομένως τη δυνατότητα να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια ως προς το ζήτημα της συνεκτιμήσεώς τους, το εν λόγω τμήμα θα είχε ασκήσει αυτήν τη διακριτική του ευχέρεια καταλήγοντας στην απόφαση να μη ληφθούν υπόψη τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία. Κατά το τμήμα προσφυγών, από το γράμμα του άρθρου 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 95, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001) προκύπτει ότι η εκπρόθεσμη επίκληση πραγματικών περιστατικών ή προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων δεν συνεπάγεται ότι ο διάδικος που προβαίνει σε αυτή μπορεί να αξιώσει άνευ ετέρου να ληφθούν υπόψη τα εν λόγω περιστατικά ή στοιχεία. Το τμήμα προσφυγών συνήγαγε ότι οι περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβε χώρα η εκπρόθεσμη προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων από την προσφεύγουσα δεν ήσαν ικανές να δικαιολογήσουν μια τέτοια καθυστέρηση.

17      Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από την προβαλλόμενη ύπαρξη κακόπιστης συμπεριφοράς της παρεμβαίνουσας, το οποίο προβλήθηκε εκ νέου από την προσφεύγουσα παρά την παραίτησή της από την προβολή του σχετικού λόγου κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος ανακοπών, το τμήμα προσφυγών υπενθύμισε ότι, δυνάμει του άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009, η ανακοπή μπορεί να ασκηθεί βάσει του άρθρου 8 του εν λόγω κανονισμού (νυν άρθρο 8 του κανονισμού 2017/1001) και τόνισε ότι, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή δεν μνημονεύει την κακόπιστη συμπεριφορά ως λόγο ανακοπής, δεν επρόκειτο να εξετάσει τον λόγο αυτό.

18      Τέλος, το τμήμα προσφυγών, στηριζόμενο στη νομολογία, υπογράμμισε ότι το ζήτημα που εξετάστηκε κατά τη διαδικασία ανακοπής δεν συνίστατο στο να προσδιορισθεί εάν το επίμαχο σημείο είχε, ή όχι, διακριτικό χαρακτήρα και έπρεπε να καταχωρισθεί με γνώμονα το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001), αλλά μάλλον στο να προσδιορισθεί εάν το επίμαχο σημείο έπρεπε να μη γίνει δεκτό προς καταχώριση λόγω υπάρξεως προγενέστερου δικαιώματος κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού (νυν άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 2017/1001).

 Αιτήματα των διαδίκων

19      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

20      Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

21      Το EUIPO υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη. Η παρεμβαίνουσα διατείνεται ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη στο μέτρο που στηρίζεται επί του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 59, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001).

 Επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε το EUIPO

22      Κατά το EUIPO, η απόρριψη, από το τμήμα προσφυγών, της προσφυγής που είχε ασκηθεί κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών στηρίχθηκε σε δύο αιτιολογίες. Πρώτον, το τμήμα προσφυγών ουδόλως διέθετε διακριτική ευχέρεια ως προς το ζήτημα κατά πόσον θα μπορούσαν να γίνουν δεκτά για συνεκτίμηση τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν με την έκθεση των λόγων της προσφυγής. Δεύτερον, ακόμη και αν το τμήμα προσφυγών διέθετε διακριτική ευχέρεια και την είχε ασκήσει, θα είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η προσφυγή ήταν απορριπτέα. Το EUIPO υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν προσβάλλει, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, τη δεύτερη αιτιολογία επί της οποίας στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, ακόμη και αν γίνονταν δεκτοί οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα σε σχέση με την πρώτη αιτιολογία επί της οποίας στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αυτοί δεν θα αρκούσαν για να ακυρωθεί η εν λόγω απόφαση, λαμβανομένου υπόψη ότι το διατακτικό της εν λόγω αποφάσεως θα εξακολουθούσε, εν πάση περιπτώσει, να στηρίζεται στη δεύτερη αιτιολογία της αποφάσεως. Το EUIPO συνάγει, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ότι η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη.

23      Η προσφεύγουσα δικαιολογεί, στο σημείο 21 του δικογράφου της προσφυγής, την εκπρόθεσμη παράθεση των συγκεκριμένων παραπομπών στο τσεχικό δίκαιο, στο οποίο στηριζόταν και δυνάμει του οποίου θα μπορούσε να απαγορευθεί η χρήση του επίμαχου σήματος στο οικείο κράτος μέλος. Προς τούτο, η προσφεύγουσα διατείνεται, κατ’ ουσίαν, ότι κατέθεσε εντός της ταχθείσας από το EUIPO προθεσμίας όλα τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το προγενέστερο δικαίωμά της ως χρήστη ενός μη καταχωρισμένου σημείου και ότι έλλειπαν μόνον οι πληροφορίες σχετικά με το εθνικό δίκαιο. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι, δυνάμει της αρχής iura novit curia, δεν συνέτρεχε λόγος να παρατεθούν κατά λεπτομερή τρόπο οι συγκεκριμένες διατάξεις του τσεχικού δικαίου, στο οποίο έχει πρόσβαση το κοινό. Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το EUIPO όφειλε να την ενημερώσει, επισημαίνοντας ποια συγκεκριμένα στοιχεία έλλειπαν από την ανακοπή της, προκειμένου αυτή να μπορέσει να τακτοποιήσει δεόντως τις ελλείψεις αυτές. Κατά την προσφεύγουσα, η εκ μέρους του EUIPO πρόσκληση για την παροχή διευκρινίσεων ως προς την ανακοπή δεν ήταν, όμως, σαφής και δεν της παρείχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί ποια ήταν η συγκεκριμένη αιτίαση που στρεφόταν κατά της ανακοπής της.

24      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα προέβαλε, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, τους λόγους οι οποίοι, κατά τη γνώμη της, δικαιολογούσαν την εκπρόθεσμη προσκόμιση των επίμαχων αποδεικτικών στοιχείων. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα αμφισβητεί, στο σύνολό της, τη θέση του EUIPO ότι η εκπρόθεσμη προσκόμιση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων δεν μπορούσε να γίνει δεκτή. Έστω και αν υποτεθεί ότι υπάρχουν εντός της δικογραφίας στοιχεία που αντιστρατεύονται την άποψη που υποστήριξε η προσφεύγουσα, μια τέτοια διαπίστωση δεν θα αφορούσε το παραδεκτό της προσφυγής, αλλά μάλλον θα αφορούσε τη βασιμότητά της. Ανεξάρτητα από τον δικαιολογητικό λόγο που προέβαλε η προσφεύγουσα για την εκ μέρους της εκπρόθεσμη προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων κατά τη διοικητική διαδικασία, δεν είναι δυνατόν, επομένως, να υποστηριχθεί, όπως υποστηρίχθηκε κατ’ ουσίαν από το EUIPO, ότι η προσφεύγουσα περιορίζεται, εν προκειμένω, στο να προβάλει επικρίσεις μόνον κατά του τμήματος της προσβαλλομένης αποφάσεως με το οποίο το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ουδόλως διέθετε διακριτική ευχέρεια ως προς τη συνεκτίμηση των εν λόγω στοιχείων.

25      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής την οποία προέβαλε το EUIPO.

 Επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε η παρεμβαίνουσα

26      Η παρεμβαίνουσα φρονεί ότι, καίτοι η προσφεύγουσα τόνισε, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ανακοπής, ότι δεν ενέμενε στον σχετικό λόγο ακυρώσεως, εντούτοις η προσφεύγουσα δίδει την εντύπωση ότι βάλλει κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως στηριζόμενη στο άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.

27      Στην υπό κρίση υπόθεση, η προσφεύγουσα άσκησε, δυνάμει του άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009, ανακοπή κατά της καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού. Η παρεμβαίνουσα υπενθυμίζει ότι το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, που αφορά την κακόπιστη συμπεριφορά του αιτούντος κατά την κατάθεση της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί απόλυτο λόγο ακυρότητας και δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των λόγων ανακοπής κατά της καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής. Επομένως, κατά την παρεμβαίνουσα, ο σχετικός λόγος ακυρώσεως είναι απαράδεκτος.

28      Στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής, η προσφεύγουσα τόνισε ρητώς προς το τμήμα ανακοπών ότι δεν προέβαλλε πλέον την ύπαρξη κακόπιστης συμπεριφοράς της παρεμβαίνουσας, την οποία είχε προβάλει αρχικώς. Ωστόσο, στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών, η προσφεύγουσα τόνισε εκ νέου ότι η αίτηση καταχωρίσεως του επίμαχου σημείου οφειλόταν σε κακόπιστη συμπεριφορά της παρεμβαίνουσας, πράγμα που οδήγησε το τμήμα προσφυγών στο να κρίνει, στο σημείο 85 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, δεδομένου ότι η ανακοπή μπορούσε να ασκηθεί βάσει του άρθρου 8 του κανονισμού 207/2009 και ότι η διάταξη αυτή δεν μνημόνευε την κακόπιστη συμπεριφορά ως λόγο ανακοπής, το ζήτημα αυτό δεν επρόκειτο να εξετασθεί.

29      Εξάλλου, στο σημείο 26 του δικογράφου της προσφυγής της, η προσφεύγουσα μνημονεύει, μεταξύ των λόγων ακυρώσεως που προβάλλει προς υποστήριξη του αιτήματός της, την παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, χωρίς, ωστόσο, να προβάλει κάποιο επιχείρημα προς στοιχειοθέτηση του λόγου αυτού. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτηση που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, η προσφεύγουσα δήλωσε ότι ενέμενε σε αυτόν τον λόγο ακυρώσεως.

30      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών, η δε έκθεση αυτή πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής, ώστε να μπορούν ο μεν καθού να προετοιμάζει την άμυνά του, το δε Γενικό Δικαστήριο να κρίνει την προσφυγή, ενδεχομένως χωρίς να χρειαστεί πρόσθετες πληροφορίες [βλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2012, Scandic Distilleries κατά ΓΕΕΑ – Bürgerbräu, Röhm & Söhne (BÜRGER), T‑460/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:432, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Δεδομένου ότι ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 προφανώς δεν πληροί τις ως άνω απαιτήσεις, αυτός θα πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτος. Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι η προβολή του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως κατά το στάδιο της υπό κρίση προσφυγής προκαλεί έκπληξη εφόσον η προσφεύγουσα είχε τονίσει ρητώς προς το τμήμα ανακοπών ότι παραιτούνταν από το να προβάλει την ύπαρξη κακόπιστης συμπεριφοράς της παρεμβαίνουσας.

31      Από όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.

32      Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 προβλέπει τους απόλυτους λόγους ακυρότητας σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως όταν ο αιτών την καταχώριση ενεργεί κακόπιστα κατά την κατάθεση της αιτήσεώς του για την καταχώριση σήματος (απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli, C‑529/07, EU:C:2009:361, σκέψεις 34 και 35), και επομένως η ύπαρξη κακοπιστίας είναι δυνατόν να προβληθεί στο πλαίσιο αιτήσεως για την κήρυξη της ακυρότητας ενός καταχωρισμένου σήματος. Ωστόσο, όπως υποστηρίζει η παρεμβαίνουσα, η ύπαρξη κακοπιστίας του αιτούντος την καταχώριση δεν συμπεριλαμβάνεται, στο άρθρο 41 του κανονισμού 207/2009, μεταξύ των λόγων ανακοπής κατά της καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, αυτός ο λόγος ακυρώσεως είναι, εν πάση περιπτώσει, απορριπτέος.

 Επί της ουσίας

33      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 4, και του άρθρου 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 (το άρθρο 76, παράγραφος 1, κατέστη άρθρο 95, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001) καθώς και του κανόνα 50, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1995, L 303, σ. 1). Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.

34      Δεδομένου ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως απορρίφθηκε ως απαράδεκτος, πρέπει να εξετασθεί μόνον ο πρώτος λόγος ακυρώσεως.

35      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, προς στήριξη αυτού του λόγου ακυρώσεως, ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη περί την εφαρμογή του κανόνα 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95, σε συνδυασμό με το άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, καθόσον, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το εν λόγω τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη του ορισμένα πραγματικά στοιχεία που η προσφεύγουσα είχε επικαλεσθεί και ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία που η προσφεύγουσα είχε προσκομίσει. Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι το τμήμα προσφυγών ερμήνευσε εσφαλμένως τη διακριτική ευχέρεια που διέθετε όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που κατατέθηκαν για πρώτη φορά στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών. Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, εν προκειμένω, κατέθεσε εμπροθέσμως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το προγενέστερο δικαίωμά της για τη χρήση ενός μη καταχωρισμένου σημείου και ότι έλλειπαν μόνον οι πληροφορίες σχετικά με το εθνικό δίκαιο. Συνεπώς, κατά την προσφεύγουσα, δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι αυτή δεν είχε προσκομίσει κανένα αποδεικτικό στοιχείο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ανακοπής. Η προσφεύγουσα διατείνεται επίσης ότι το τμήμα προσφυγών κακώς εφάρμοσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τις αρχές που έχουν καθοριστεί με την απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2015, Rot Front κατά ΓΕΕΑ – Rakhat (Маска) (T‑96/13, EU:T:2015:813), ενώ η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε, εν προκειμένω, αφού είχε λήξει η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών. Συνεπώς, κατά την προσφεύγουσα, η εν λόγω απόφαση δεν μπορεί να ασκεί επιρροή όσον αφορά την παρούσα διαδικασία.

36      Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

37      Στον βαθμό που τα επιχειρήματα τα οποία προβάλλει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως αλληλεπικαλύπτονται, τα εν λόγω επιχειρήματα πρέπει να συνεξετασθούν.

38      Δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, ο δικαιούχος σημείου που δεν είναι καταχωρισμένο ως σήμα μπορεί να ασκήσει ανακοπή κατά της καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον το σημείο αυτό πληροί σωρευτικώς τέσσερις προϋποθέσεις: το σημείο αυτό πρέπει να χρησιμοποιείται στις συναλλαγές· το σημείο αυτό πρέπει να μην έχει μόνον τοπική ισχύ· το δικαίωμα επί του σημείου αυτού πρέπει να έχει αποκτηθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους όπου χρησιμοποιήθηκε το σημείο πριν την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης· τέλος, το σημείο αυτό πρέπει να παρέχει στον δικαιούχο του τη δυνατότητα να απαγορεύει τη χρήση πλέον πρόσφατου σήματος [βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2016, Universal Protein Supplements κατά EUIPO – H Young Holdings (animal), T‑727/14 και T‑728/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:372, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, και επομένως, όταν ένα σημείο δεν πληροί μία από τις προϋποθέσεις αυτές, δεν είναι δυνατόν να ευδοκιμήσει η ανακοπή που στηρίζεται στην ύπαρξη μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλων χρησιμοποιούμενων στις συναλλαγές σημείων, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 [βλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, BR IP Holder κατά ΓΕΕΑ – Greyleg Investments (HOKEY POKEY), T‑62/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:23, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

39      Οι δύο πρώτες προϋποθέσεις, δηλαδή οι σχετικές με τη χρήση και με την ευρύτερη, και όχι απλώς τοπική, ισχύ του σημείου του οποίου γίνεται επίκληση, απορρέουν από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 και, επομένως, πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης. Ως εκ τούτου, ο κανονισμός 207/2009 θεσπίζει ενιαίους κανόνες, σχετικούς με τη χρήση των σημείων και την ισχύ τους, οι οποίοι συνάδουν προς τις αρχές που διέπουν το προβλεπόμενο από τον κανονισμό αυτό σύστημα (βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2016, animal, T‑727/14 και T‑728/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:372, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40      Αντιθέτως, από τη φράση «στις περιπτώσεις και στον βαθμό που σύμφωνα με […] το δίκαιο του κράτους μέλους που διέπει το σημείο αυτό» συνάγεται ότι οι δύο άλλες προϋποθέσεις, στις οποίες αναφέρεται εν συνεχεία το άρθρο 8, παράγραφος 4, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 207/2009, αποτελούν προϋποθέσεις καθορισθείσες από τον εν λόγω κανονισμό οι οποίες, εν αντιθέσει προς τις προηγούμενες, εξετάζονται βάσει των κριτηρίων που καθορίζονται από το δίκαιο που διέπει το σημείο του οποίου γίνεται επίκληση. Η εν λόγω παραπομπή στο δίκαιο που διέπει το σημείο του οποίου γίνεται επίκληση είναι απολύτως δικαιολογημένη, δεδομένου ότι ο κανονισμός 207/2009 αναγνωρίζει τη δυνατότητα να γίνει επίκληση, έναντι σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και σημείων που είναι ξένα προς το σύστημα των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, μόνο βάσει του δικαίου που διέπει το σημείο του οποίου γίνεται επίκληση μπορεί να διαπιστωθεί αν το σημείο αυτό είναι προγενέστερο από το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αν δικαιολογείται η απαγόρευση χρήσεως πλέον πρόσφατου σήματος. Κατά το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, ο ανακόπτων ενώπιον του EUIPO φέρει το βάρος της αποδείξεως ότι η τελευταία αυτή προϋπόθεση πληρούται (βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2016, animal, T‑727/14 και T‑728/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:372, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41      Για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 8, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, πρέπει να λαμβάνονται ιδίως υπόψη οι εθνικές ρυθμίσεις των οποίων γίνεται επίκληση και δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί στο οικείο κράτος μέλος. Ο ανακόπτων οφείλει, στηριζόμενος σε αυτές, να αποδείξει ότι το επίμαχο σημείο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου του συγκεκριμένου κράτους μέλους και ότι δικαιολογεί την απαγόρευση χρήσεως πλέον πρόσφατου σήματος (βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2016, animal, T‑727/14 και T‑728/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:372, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

42      Ο κανόνας 19, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2868/95 [νυν άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/1430 της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2017, για τη συμπλήρωση του κανονισμού 207/2009 και για την κατάργηση των κανονισμών 2868/95 και (ΕΚ) 216/96 (ΕΕ 2017, L 205, σ. 1)] επιρρίπτει στον ανακόπτοντα το βάρος προσκομίσεως στο EUIPO όχι μόνο των στοιχείων που αποδεικνύουν ότι πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις κατά την εθνική νομοθεσία, την εφαρμογή της οποίας ζητεί, προκειμένου να μπορέσει να αντιταχθεί στην καταχώριση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει προγενέστερου δικαιώματος, αλλά και των στοιχείων από τα οποία προκύπτει το περιεχόμενο της νομοθεσίας αυτής (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin κατά ΓΕΕΑ, C‑263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψη 50). Είναι αληθές ότι το τμήμα προσφυγών και ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να αναζητήσουν αυτεπαγγέλτως πληροφορίες σχετικά με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου, εφόσον οι πληροφορίες αυτές είναι αναγκαίες για την εκτίμηση των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να γίνει δεκτός λόγος απαραδέκτου της επίμαχης αιτήσεως καταχωρίσεως, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι μπορούν να λάβουν υπόψη, πέραν των πραγματικών στοιχείων που ρητώς προέβαλαν οι διάδικοι κατά τη διαδικασία, παγκοίνως γνωστά πραγματικά στοιχεία, ήτοι στοιχεία που μπορούν να γίνουν γνωστά στον οποιονδήποτε ή μπορούν να γίνουν γνωστά από γενικώς προσιτές πηγές (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 2014, ΓΕΕΑ κατά National Lottery Commission, C‑530/12 P, EU:C:2014:186, σκέψεις 39, 44 και 45, και της 28ης Οκτωβρίου 2015, Маска, T‑96/13, EU:T:2015:813, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ωστόσο, η υποχρέωση αυτή έχει εφαρμογή μόνο στην περίπτωση που το EUIPO ή ο δικαστής της Ένωσης διαθέτουν ήδη ενδείξεις για το εθνικό δίκαιο, είτε υπό τη μορφή ισχυρισμών σχετικά με το περιεχόμενο του εν λόγω δικαίου είτε υπό τη μορφή στοιχείων που μνημονεύθηκαν στο πλαίσιο της συζητήσεως της υποθέσεως και για τα οποία υποστηρίχθηκε ότι έχουν αποδεικτική ισχύ (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2015, Маска, T‑96/13, EU:T:2015:813, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

43      Επομένως, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα, ως ανακόπτουσα, ήταν εκείνη που όφειλε να προσκομίσει στο EUIPO τα στοιχεία από τα οποία θα προέκυπτε το περιεχόμενο της εθνικής νομοθεσίας.

44      Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προσφεύγουσα επικαλέσθηκε, προς στήριξη της ανακοπής της, ένα προγενέστερο μη καταχωρισμένο σήμα το οποίο έχει πανομοιότυπο περιεχόμενο με εκείνο του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, λαμβανομένου υπόψη ότι το εν λόγω προγενέστερο δικαίωμα υπήρχε, κατά άποψη της προσφεύγουσας, τουλάχιστον εντός της επικράτειας της Τσεχικής Δημοκρατίας. Όπως εκτέθηκε στη σκέψη 7 ανωτέρω και όπως προκύπτει επίσης από το σημείο 9, έβδομη περίπτωση, της προσβαλλομένης αποφάσεως, το μόνο σχετικό με τη χρήση του προγενέστερου σήματος αποδεικτικό στοιχείο που η προσφεύγουσα προσκόμισε ενώπιον του τμήματος ανακοπών είναι ένα έγγραφο δύο σελίδων το οποίο έφερε τον τίτλο «επιβεβαίωση πωλήσεων» και το οποίο έφερε ημερομηνία 8ης Οκτωβρίου 2013. Η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, και για τον λόγο αυτόν η ανακοπή απορρίφθηκε από το τμήμα ανακοπών. Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 12 ανωτέρω, με τους λόγους και τα επιχειρήματα της προσφυγής που είχε ασκήσει ενώπιον του τμήματος προσφυγών, η προσφεύγουσα έκανε μνεία, για πρώτη φορά, των διατάξεων του τσεχικού εθνικού δικαίου που διέπουν την έννομη προστασία ενός μη καταχωρισμένου σημείου.

45      Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν το τμήμα προσφυγών ορθώς συνήγαγε, στο σημείο 70 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι εν προκειμένω ουδόλως διέθετε διακριτική ευχέρεια ως προς το ζήτημα κατά πόσον θα μπορούσαν να γίνουν δεκτά για συνεκτίμηση τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του όσον αφορά την προστασία που παρέχεται στο προγενέστερο σήμα δυνάμει του εφαρμοστέου τσεχικού δικαίου, στο μέτρο που η προσφεύγουσα δεν είχε προσκομίσει το παραμικρό αποδεικτικό στοιχείο επ’ αυτού ενώπιον του τμήματος ανακοπών.

46      Κατά πάγια νομολογία, από το γράμμα του άρθρου 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, που αφορά την εκ μέρους του EUIPO αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών, προκύπτει ότι οι διάδικοι εξακολουθούν κατά κανόνα, αν δεν υπάρχει αντίθετη διάταξη, να έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν πραγματικά περιστατικά και να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία ακόμη και μετά τη λήξη των προθεσμιών που τάσσουν προς τούτο οι διατάξεις του κανονισμού 207/2009 και ότι δεν επιβάλλεται στο EUIPO καμία απαγόρευση συνεκτίμησης πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων που προβλήθηκαν ή προσκομίστηκαν εκπροθέσμως [βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, CEDC International κατά ΓΕΕΑ – Underberg (Σχήμα φύλλου χόρτου μέσα σε φιάλη), T‑235/12, EU:T:2014:1058, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Με άλλα λόγια, το EUIPO δύναται να λαμβάνει υπόψη του τα ως άνω πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία ακόμη και μετά τη λήξη της προθεσμίας που έταξε το τμήμα ανακοπών και, ενδεχομένως, για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών, κάνοντας χρήση της διακριτικής ευχέρειας που του παρέχει το εν λόγω άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Σχήμα φύλλου χόρτου μέσα σε φιάλη, T‑235/12, EU:T:2014:1058, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47      Επίσης κατά πάγια νομολογία, η ως άνω διάταξη, διευκρινίζοντας ότι το EUIPO «μπορεί», σε παρόμοια περίπτωση, να αποφασίζει να μη λαμβάνει υπόψη τέτοια αποδεικτικά στοιχεία, παρέχει στην πράξη στο EUIPO ευρεία διακριτική ευχέρεια, προκειμένου να κρίνει, αιτιολογώντας την απόφασή του επ’ αυτού του σημείου, αν πρέπει να τα λάβει υπόψη ή όχι (βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Σχήμα φύλλου χόρτου μέσα σε φιάλη, T‑235/12, EU:T:2014:1058, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48      Εξυπακούεται ότι η εν λόγω διακριτική ευχέρεια περιορίζεται στο ζήτημα αν πρέπει να γίνονται δεκτά, ή όχι, για συνεκτίμηση τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν υποβληθεί εκπροθέσμως. Η εν λόγω διακριτική ευχέρεια δεν αναφέρεται στην εκτίμηση της φύσεως των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων.

49      Κατά τον κανόνα 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2868/95, όταν η προσφυγή στρέφεται κατά απόφασης του τμήματος ανακοπών, το τμήμα προσφυγών εξετάζει την προσφυγή μόνον ως προς τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έχουν προβληθεί ή, αντιστοίχως, προσκομιστεί εντός των προθεσμιών που έταξε ή όρισε το τμήμα ανακοπών, εκτός αν το τμήμα προσφυγών εκτιμά ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη «επιπρόσθετα» ή «συμπληρωματικά» πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία δυνάμει του άρθρου 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2013, Rintisch κατά ΓΕΕΑ, C‑120/12 P, EU:C:2013:638, σκέψη 31, και της 21ης Ιουλίου 2016, EUIPO κατά Grau Ferrer, C‑597/14 P, EU:C:2016:579, σκέψη 23).

50      Συναφώς, το Δικαστήριο, αρχικώς, ερμήνευσε το άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, σε σχέση με την απόδειξη της χρήσεως, ως εξής: όταν ουδέν στοιχείο προσκομίζεται προς απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως του οικείου σήματος εντός της προθεσμίας που τάσσει το EUIPO, το τελευταίο οφείλει να απορρίψει αυτεπαγγέλτως την ανακοπή· αντιθέτως, στην περίπτωση κατά την οποία έχουν προσκομιστεί κάποια αποδεικτικά στοιχεία εντός της προθεσμίας που τάσσει το EUIPO, η προσκόμιση συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων εξακολουθεί να είναι δυνατή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, New Yorker SHK Jeans κατά ΓΕΕΑ, C‑621/11 P, EU:C:2013:484, σκέψεις 28 και 30).

51      Στη συνέχεια, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι η ίδια ερμηνεία του άρθρου 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 έπρεπε να χωρήσει και σε ό,τι αφορά την απόδειξη της υπάρξεως, της εγκυρότητας και της εκτάσεως της προστασίας του σήματος, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή περιέχει κανόνα οριζοντίου εφαρμογής εντός του συστήματος του εν λόγω κανονισμού, καθόσον τυγχάνει εφαρμογής ανεξαρτήτως της φύσεως της διαδικασίας περί της οποίας πρόκειται. Το Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτών ότι ο κανόνας 50 του κανονισμού 2868/95 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι διευρύνει το πεδίο της διακριτικής ευχέρειας των τμημάτων προσφυγών σε νέα αποδεικτικά στοιχεία (απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016, EUIPO κατά Grau Ferrer, C‑597/14 P, EU:C:2016:579, σκέψη 27, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar στην υπόθεση ΓΕΕΑ κατά Grau Ferrer, C‑597/14 P, EU:C:2016:2, σημεία 55 και 57).

52      Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των αρχών που υπομνήσθηκαν ανωτέρω, είναι επιβεβλημένο να εκτιμηθεί το αν η προσφεύγουσα είχε προσκομίσει, στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής, τουλάχιστον κάποια αποδεικτικά στοιχεία ως προς την ύπαρξη, την εγκυρότητα και την έκταση της προστασίας του προγενέστερου μη καταχωρισμένου σήματος το οποίο επικαλείται.

53      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς εκτίμησε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε προσκομίσει το παραμικρό αποδεικτικό στοιχείο ως προς το περιεχόμενο του επίμαχου εθνικού δικαίου εντός της ταχθείσας προθεσμίας και ότι η προσφεύγουσα δεν είχε, επίσης, προβάλει κάποιο θεμιτό λόγο που να δικαιολογεί τη στάση της αυτή.

54      Πράγματι, το μόνο στοιχείο που προσκόμισε η προσφεύγουσα προς απόδειξη της υπάρξεως, της εγκυρότητας και της εκτάσεως της προστασίας του προγενέστερου μη καταχωρισμένου σήματος ήταν, όπως μνημονεύθηκε στις σκέψεις 7 και 44 ανωτέρω, ένα έγγραφο δύο σελίδων το οποίο έφερε τον τίτλο «επιβεβαίωση πωλήσεων» και ημερομηνία 8ης Οκτωβρίου 2013 και αφορούσε την παράδοση αριθμομηχανών προελεύσεως Χονγκ Κονγκ.

55      Όπως υπογραμμίζει το EUIPO με το υπόμνημά του αντικρούσεως, το εν λόγω έγγραφο δεν παρέχει καμία πληροφορία σχετικώς με τη χρήση του προγενέστερου σήματος του οποίου γίνεται επίκληση, ιδίως όσον αφορά τον τόπο και τη διάρκεια της χρήσεως αυτής, ή, ακόμη, σχετικώς με τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι το σήμα αυτό έχει ισχύ που υπερβαίνει το τοπικό πλαίσιο. Το εν λόγω έγγραφο δεν περιέχει, επίσης, πληροφορίες σχετικώς με τις προϋποθέσεις που απαιτούνται δυνάμει της νομοθεσίας της Τσεχικής Δημοκρατίας.

56      Διαπιστώνεται, επίσης, ότι η «επιβεβαίωση πωλήσεων» περιέχει έναν κατάλογο με τα στοιχεία αναφοράς αρκετών προϊόντων, στα οποία δεν συμπεριλαμβάνεται το προγενέστερο μη καταχωρισμένο σήμα, λαμβανομένου υπόψη ότι τα πλησιέστερα προς αυτό στοιχεία αναφοράς είναι τα στοιχεία «SDC‑554+».

57      Εξάλλου, όπως υποστηρίζει η παρεμβαίνουσα, η εν λόγω «επιβεβαίωση πωλήσεων» δεν περιέχει προδιαγραφές σχετικώς με τα συγκεκριμένα προϊόντα που απαριθμεί ούτε αποδεικνύει ότι η παραγγελία, με την οποία φαίνεται ότι σχετίζεται, κατέληξε σε παράδοση των οικείων προϊόντων υπό το προγενέστερο μη καταχωρισμένο σήμα.

58      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προς απάντηση σε μια ερώτηση την οποία έθεσε το Γενικό Δικαστήριο και με την οποία κάλεσε την προσφεύγουσα να εξηγήσει ακριβώς με ποιον τρόπο η εν λόγω «επιβεβαίωση πωλήσεων» περιείχε πληροφορίες σχετικώς με τις προϋποθέσεις που απαιτούνται και σχετικώς με την προστασία που παρέχεται δυνάμει της νομοθεσίας της Τσεχικής Δημοκρατίας όσον αφορά το προγενέστερο μη καταχωρισμένο σήμα, η προσφεύγουσα δεν παρέσχε καμία εξήγηση.

59      Επιπλέον, η προσφεύγουσα προσκόμισε, ενώπιον του τμήματος ανακοπών, ένα έγγραφο στο οποίο είχε επισυναφθεί μια επιστολή την οποία είχε απευθύνει η παρεμβαίνουσα προς μια γερμανική οντότητα, έγγραφο το οποίο, εντούτοις, δεν περιέχει την παραμικρή ένδειξη για την ύπαρξη, την εγκυρότητα και την έκταση της προστασίας του προγενέστερου μη καταχωρισμένου σήματος.

60      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα είχε ήδη προσκομίσει, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος ανακοπών, κάποια στοιχεία προς απόδειξη της υπάρξεως, της εγκυρότητας και της εκτάσεως της προστασίας του προγενέστερου σήματος. Επομένως, οι παραπομπές στις διατάξεις της τσεχικής νομοθεσίας, τις οποίες παρέθεσε η προσφεύγουσα για πρώτη φορά κατά την έκθεση των λόγων που προέβαλε με την προσφυγή που άσκησε ενώπιον του τμήματος προσφυγών, δεν συνιστούν «επιπρόσθετα» ή «συμπληρωματικά» στοιχεία σε σχέση με αυτά που είχαν προσκομιστεί ενώπιον του τμήματος ανακοπών.

61      Επομένως, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμώντας ότι δεν διέθετε διακριτική ευχέρεια προκειμένου να κρίνει αν θα έπρεπε να γίνουν δεκτά για συνεκτίμηση τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του, λαμβανομένου υπόψη του εκπρόθεσμου χαρακτήρα των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων.

62      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, εν αντιθέσει προς τις περιστάσεις της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 29ης Ιουνίου 2016, Group κατά EUIPO – Iliev (GROUP Company TOURISM & TRAVEL) (T‑567/14, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2016:371), τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα ενώπιον του τμήματος ανακοπών στην υπό κρίση υπόθεση δεν παρείχαν τη δυνατότητα στο τμήμα προσφυγών να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια.

63      Επιπλέον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα έθεσε στη διάθεση του Γενικού Δικαστηρίου ορισμένα υποδείγματα αριθμομηχανών που υποστηρίζει ότι διαθέτει στο εμπόριο και επί των οποίων αναγραφόταν το προγενέστερο μη καταχωρισμένο σήμα. Ωστόσο, χωρίς να είναι αναγκαίο να διατυπωθεί κρίση ως προς το ζήτημα της αποδεικτικής ισχύος των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά την ύπαρξη, την εγκυρότητα και την έκταση της προστασίας του προγενέστερου μη καταχωρισμένου σήματος, αρκεί, προς απόρριψη των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, να επισημανθεί ότι τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία προσκομίστηκαν εκπροθέσμως. Αφενός, όπως έχει εξηγηθεί στις σκέψεις 38 έως 51 της παρούσας αποφάσεως, τα στοιχεία αυτά έπρεπε να είχαν προσκομιστεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος ανακοπών του EUIPO. Αφετέρου, εν πάση περιπτώσει, κατά το άρθρο 85, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα αποδεικτικά στοιχεία προσκομίζονται και τα αποδεικτικά μέσα προτείνονται στο πλαίσιο της πρώτης ανταλλαγής υπομνημάτων. Δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, κατ’ εξαίρεση, οι κύριοι διάδικοι μπορούν επίσης να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία ή να προτείνουν αποδεικτικά μέσα πριν από την περάτωση της προφορικής διαδικασίας ή πριν από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της διαφοράς χωρίς διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας, εφόσον δικαιολογήσουν την καθυστέρηση αυτή. Συναφώς, η προσκόμιση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση έλαβε χώρα εκπροθέσμως κατά την έννοια των διατάξεων αυτών. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα παρέλειψε να προβάλει κάποιο λόγο προς δικαιολόγηση της εκπρόθεσμης προσκομίσεως αυτών των αποδεικτικών στοιχείων, αυτά πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα, δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφοι 1 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

64      Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη στο μέτρο που εφάρμοσε τις αρχές που έχουν καθοριστεί με την απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2015, Маска (T‑96/13, EU:T:2015:813), ενώ η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε μετά την εκπνοή της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών που έχει εκδοθεί στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης περιορίζεται στο να διαφωτίσει και να διευκρινίσει την έννοια και το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής, όπως θα έπρεπε να νοείται και να εφαρμόζεται αφότου τέθηκε σε ισχύ. Εξ αυτού έπεται ότι η εν λόγω διάταξη μπορεί και πρέπει, κατόπιν της ερμηνείας αυτής, να εφαρμόζεται ακόμα και επί εννόμων σχέσεων που γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν πριν από την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως και ότι μόνον εντελώς κατ’ εξαίρεση μπορεί το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν της συμφυούς με την έννομη τάξη της Ένωσης γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου, να αποφασίσει τον περιορισμό της δυνατότητας την οποία έχει κάθε ενδιαφερόμενος να επικαλεσθεί διάταξη που ερμήνευσε το Δικαστήριο προκειμένου να θέσει υπό αμφισβήτηση έννομες σχέσεις που έχουν συσταθεί με καλή πίστη. Οι εκτιμήσεις αυτές ισχύουν για τα θεσμικά όργανα της Ένωσης οσάκις αυτά καλούνται να εφαρμόζουν τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης οι οποίες έχουν αποτελέσει αντικείμενο μεταγενέστερης ερμηνείας από το Δικαστήριο (βλ. απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑402/06, EU:T:2013:445, σκέψη 104 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

65      Επιπλέον, το τμήμα προσφυγών ορθώς εκτίμησε, στο σημείο 71 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, ακόμη και αν τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του θα έπρεπε να θεωρηθούν ως «επιπρόσθετα» ή ως «συμπληρωματικά», και ακόμη και αν θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι το τμήμα προσφυγών διέθετε διακριτική ευχέρεια προκειμένου να κρίνει αν τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να γίνουν δεκτά για συνεκτίμηση, το εν λόγω τμήμα προσφυγών δεν θα είχε λάβει υπόψη του τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία.

66      Πράγματι, όπως υπογράμμισε το τμήμα προσφυγών, από το γράμμα του άρθρου 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι η εκπρόθεσμη επίκληση ή προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων δεν συνεπάγεται ότι ο διάδικος που προβαίνει σε αυτή μπορεί να αξιώσει άνευ ετέρου να ληφθούν υπόψη από το EUIPO τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία.

67      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η συνεκτίμηση από το EUIPO αποδεικτικών στοιχείων που έχουν προσκομιστεί εκπροθέσμως, όταν το EUIPO καλείται να αποφανθεί στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, μπορεί να δικαιολογηθεί ιδίως όταν το EUIPO εκτιμά, αφενός, ότι τα εκπροθέσμως προσκομισθέντα στοιχεία ενδέχεται, εκ πρώτης όψεως, να έχουν πράγματι σημασία για την τύχη της ασκηθείσας ενώπιόν του ανακοπής και, αφετέρου, ότι η απόρριψή τους δεν κρίνεται επιβεβλημένη λόγω είτε του σταδίου της διαδικασίας κατά το οποίο γίνεται η καθυστερημένη υποβολή τους είτε των σχετικών με αυτήν περιστάσεων (απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, ΓΕΕΑ κατά Kaul, C‑29/05 P, EU:C:2007:162, σκέψη 44).

68      Αφενός, πρέπει να επισημανθεί, όπως ορθώς υποστηρίζει το EUIPO, ότι η προσφεύγουσα όφειλε, εν προκειμένω, να είναι εν γνώσει του ότι ήταν υποχρεωμένη να προσκομίσει ορισμένες αποδείξεις σχετιζόμενες με στοιχεία από τα οποία να προκύπτει το περιεχόμενο της τσεχικής νομοθεσίας.

69      Μια τέτοια υποχρέωση απορρέει ήδη από τον κανόνα 19, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2868/95, που υπομνήσθηκε στη σκέψη 42 ανωτέρω. Επιπλέον, από το περιεχόμενο του από 5 Αυγούστου 2014 εγγράφου του EUIPO προκύπτει σαφώς ότι το τελευταίο ενημέρωσε την προσφεύγουσα σχετικά με τα αποδεικτικά στοιχεία που έπρεπε να υποβληθούν προς στήριξη μιας ανακοπής βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, και έπρεπε να εκθέτουν, ιδίως, το περιεχόμενο της εθνικής νομοθεσίας, ειδικότερα όσον αφορά τις προϋποθέσεις της προστασίας του δικαιώματος του οποίου γίνεται επίκληση και την έκταση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στον δικαιούχο, και, εν σχέσει προς ένα μη καταχωρισμένο σήμα, να αποδεικνύουν ότι το σήμα αυτό είχε χρησιμοποιηθεί στις συναλλαγές.

70      Παρά το ρητό αυτό αίτημα παροχής πληροφοριών, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε, ενώπιον του τμήματος ανακοπών, κανένα αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με το περιεχόμενο της εθνικής νομοθεσίας ούτε παρέσχε την παραμικρή πληροφορία σε σχέση με το περιεχόμενο αυτό.

71      Αφετέρου, τα στοιχεία που προέβαλε η προσφεύγουσα προς δικαιολόγηση της καθυστερήσεως αυτής δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

72      Πράγματι, όσον αφορά, κατ’ αρχάς, την αρχή iura novit curia, την οποία επικαλέστηκε η προσφεύγουσα, η εν λόγω αρχή αφορά μόνον την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Κατά πάγια νομολογία, ο καθορισμός και η ερμηνεία των κανόνων του εθνικού δικαίου εμπίπτουν στην απόδειξη των πραγματικών περιστατικών και όχι στην εφαρμογή του δικαίου. Επομένως, μόνον το δίκαιο της Ένωσης εμπίπτει στον τομέα του δικαίου στον οποίο ισχύει η αρχή iura novit curia, ενώ το εθνικό δίκαιο εντάσσεται στο πλαίσιο του βάρους επικλήσεως και αποδείξεως των πραγματικών περιστατικών και το περιεχόμενό του πρέπει, εφόσον παρίσταται αναγκαίο, να αποδειχθεί με την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 20ής Μαρτίου 2013, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ – Chez Gerard (CLUB GOURMET), T‑571/11, EU:T:2013:145, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως, αφενός, μόνο σε περίπτωση που το EUIPO διαθέτει ήδη ενδείξεις για το εθνικό δίκαιο οφείλει να αναζητήσει αυτεπαγγέλτως πληροφορίες σχετικά με το δίκαιο αυτό, εφόσον τούτο είναι αναγκαίο για την εκτίμηση των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να γίνει δεκτός λόγος απαραδέκτου της αιτήσεως καταχωρίσεως. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να ασκήσει, συναφώς, αποτελεσματικό έλεγχο και να εξακριβώσει, πέραν των διαλαμβανομένων στα έγγραφα που έχουν προσκομιστεί, το περιεχόμενο, τις προϋποθέσεις εφαρμογής και την έκταση των κανόνων δικαίου που επικαλείται ο αιτών την καταχώριση, μόνον εφόσον έχουν προσκομιστεί ενώπιόν του έγγραφα ως αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, μόνον καλύπτοντας τυχόν κενά που υπάρχουν στα εν λόγω έγγραφα.

73      Ομοίως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από τον υπερβολικά γενικό χαρακτήρα της προσκλήσεως την οποία της απηύθυνε το EUIPO, ζητώντας της να παράσχει διευκρινίσεις σχετικά με την ανακοπή της. Πράγματι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 69 ανωτέρω, το από 5 Αυγούστου 2014 έγγραφο, το οποίο καλούσε την προσφεύγουσα να κάνει ορισμένες συμπληρώσεις στην ανακοπή της, περιείχε επαρκή στοιχεία που της υποδείκνυαν ποια ήταν τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία που έπρεπε να προσκομιστούν προς υποστήριξη της ανακοπής της. Στο έγγραφο αυτό μνημονεύονταν σαφώς τα αποδεικτικά μέσα που γίνονται δεκτά στο πλαίσιο ανακοπής στηριζόμενης επί του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 και παρέχονταν, επ’ αυτού, σαφέστερες και λεπτομερέστερες πληροφορίες από εκείνες που περιέχονται στον κανόνα 19, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2868/95. Η προσφεύγουσα απάντησε στο ως άνω έγγραφο στις 10 Δεκεμβρίου 2014, παρέχοντας περισσότερες διευκρινίσεις και πληροφορίες σχετικά με την ανακοπή, χωρίς, ωστόσο, να ανταποκριθεί στο αίτημα του τμήματος ανακοπών του EUIPO σχετικά με την παροχή στοιχείων ως προς το εθνικό δίκαιο. Εξάλλου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προς απάντηση σε ερώτηση την οποία έθεσε το Γενικό Δικαστήριο καλώντας την προσφεύγουσα να διευκρινίσει τον λόγο για τον οποίο δεν είχε ανταποκριθεί στο ως άνω αίτημα του τμήματος ανακοπών, η προσφεύγουσα περιορίστηκε να εμμείνει στον, κατά την άποψή της, υπερβολικά γενικό χαρακτήρα της προσκλήσεως του EUIPO, χωρίς να προβάλει κανένα επιχείρημα προς στήριξη της απόψεως αυτής.

74      Από όλες τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως της προσφεύγουσας και, επομένως, ότι πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

75      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

76      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με τα αιτήματα του EUIPO και της παρεμβαίνουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη Moravia Consulting spol. s r. o. στα δικαστικά έξοδα.


GervasoniMadiseda Silva Passos

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Οκτωβρίου 2017.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.