Language of document :

Αναίρεση που άσκησαν στις 27 Iουλίου 2015 οι Timab Industries και Cie financière et de participations Roullier (CFPR) κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο πενταμελές τμήμα) στις 20 Μαΐου 2015 στην υπόθεση T-456/10, Timab Industries και CFPR κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-411/15 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσες: Timab Industries, Cie financière et de participations Roullier (CFPR) (εκπρόσωπος: N. Lenoir, avocate)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο στις 20 Μαΐου 2015 στην υπόθεση T-456/10·

να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου να μειωθεί προσηκόντως το ποσό του προστίμου·

παρεμπιπτόντως, να διαπιστώσει ότι το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη λόγω της υπερβολικής διάρκειας της ένδικης διαδικασίας·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αιτήσεώς τους, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν πέντε λόγους αναιρέσεως.

Πρώτον, υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τους κανόνες περί βάρους αποδείξεως και προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας, επειδή έκρινε ότι εναπέκειτο στις νυν αναιρεσείουσες να αποδείξουν, κατά τη διαδικασία διευθετήσεως της διαφοράς, ότι δεν είχαν συμμετοχή στη σύμπραξη πριν από το 1993.

Δεύτερον, προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι προσέβαλε το δικαίωμα μη αυτοενοχοποιήσεως, καθώς και τα δικαιώματα άμυνας. Το Γενικό Δικαστήριο δεν άσκησε προσηκόντως την εξουσία πλήρους δικαιοδοσίας, επειδή δεν εξέτασε τις αποδεικτικές υποχρεώσεις της Επιτροπής όσον αφορά τον χαρακτηρισμό φερόμενων «ομολογιών» των αναιρεσειουσών, ο οποίος είχε σημαντική επίδραση στην επιμέτρηση του προστίμου.

Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο δεν άσκησε πλήρως την εξουσία πλήρους δικαιοδοσίας, επειδή έκρινε ως «νέα στοιχεία» την αναγνώριση εκ μέρους της Επιτροπής, μετά από την αποχώρηση των αναιρεσειουσών από τη διαδικασία διευθετήσεως της διαφοράς, της μη συμμετοχής τους στη σύμπραξη μεταξύ του 1978 και του 1992 για να δικαιολογήσει την επιβολή ουσιωδώς προσαυξημένου προστίμου για παράβαση της οποίας η διάρκεια ήταν σημαντικά μειωμένη.Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο δεν άσκησε την εξουσία πλήρους δικαιοδοσίας, διέλαβε αντιφατική αιτιολογία, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ως προς την εφαρμογή της διαδικασίας διευθετήσεως της διαφοράς και παραβίασε τις αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ίσης μεταχειρίσεως, επιβεβαιώνοντας τη σχεδόν πλήρη εξάλειψη των μειώσεων λόγω συνεργασίας που χορηγήθηκαν κατά τη διαδικασία διευθετήσεως της διαφοράς, πράγμα που οι αναιρεσείουσες δεν μπορούσαν ευλόγως να αναμένουν ότι θα συνέβαινε σε τέτοια έκταση.Τέλος, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν άσκησε προσηκόντως την εξουσία πλήρους δικαιοδοσίας και παραβίασε τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της εξατομικεύσεως της ποινής.Παρεμπιπτόντως, οι αναιρεσείουσες ζητούν επιπλέον από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, κατά παράβαση του άρθρου 47, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, λόγω της υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας.

____________