Language of document :

Αγωγή της 14ης Οκτωβρίου 2014 – Aalberts Industries κατά Επιτροπής και Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(Υπόθεση T-725/14)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Διάδικοι

Ενάγουσα: Aalberts Industries NV (Ουτρέχτη, Κάτω Χώρες) (εκπρόσωποι: R. Wesseling και M. Tuurenhout, δικηγόροι)

Εναγόμενοι: Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αιτήματα

Η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, εκπροσωπούμενη από το Δικαστήριο ή από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, να καταβάλει στην Aalberts είτε, αφενός, το ποσό του 1 041 863 ευρώ ως αποζημίωση λόγω υλικής ζημίας και το ποσό των 5 040 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης τις οποίες αυτή υπέστη συνεπεία της προσβολής των δικαιωμάτων της είτε, αφετέρου, τα αντίστοιχα ποσά που θα καθορίσει το Γενικό Δικαστήριο κατά δίκαιη κρίση, αμφότερα δε προσαυξημένα με αντισταθμιστικούς τόκους υπολογιζόμενους από τις 13 Ιανουαρίου 2010 μέχρι την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως επί της παρούσας αγωγής, με βάση το καθοριζόμενο από την ΕΚΤ επιτόκιο για τις κυριότερες πράξεις αναχρηματοδότησης που ίσχυε για την οικεία περίοδο, προσαυξημένο κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες ή με βάση εύλογο επιτόκιο που θα καθορίσει το Γενικό Δικαστήριο,

να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, εκπροσωπούμενη από το Δικαστήριο ή από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε το δικαίωμά της να εκδικαστεί εντός εύλογης προθεσμίας η προσφυγή της στην υπόθεση T-385/06, Aalberts Industries N.V. κ.λπ. κατά Επιτροπής, την οποία αυτή άσκησε κατά της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής C(2006) 4180, της 20ής Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας EEE (Υπόθεση COMP/F-1/38.121 – Σύνδεσμοι σωληνώσεων).

Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η διαδικασία διήρκεσε 4 έτη και 3 μήνες, ενώ η διάρκεια εκδικάσεως της προσφυγής της από το Γενικό Δικαστήριο δεν έπρεπε να έχει υπερβεί τα 3 έτη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υποθέσεως. Η ενάγουσα προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο επιβάλλει στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης την υποχρέωση να αποφαίνονται επί των ενώπιόν τους εκκρεμών υποθέσεων εντός εύλογης προθεσμίας, καθώς και κατά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, ΕΣΔΑ, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε προσώπου να δικαστεί η υπόθεσή του εντός λογικής προθεσμίας.Η ενάγουσα υπέστη πραγματική και βέβαιη υλική ζημία συνεπεία του γεγονότος ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν περάτωσε τη διαδικασία εκδικάσεως της προσφυγής εντός τριετούς προθεσμίας. Η ζημία αυτή συνίσταται στις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η ενάγουσα για την αναχρηματοδότηση τραπεζικής εγγυήσεως μετά την παρέλευση τριών ετών από την έναρξη της διαδικασίας εκδικάσεως της προσφυγής.Η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη λόγω του ότι η εντύπωση ότι μετέσχε σε παράνομη σύμπραξη διήρκεσε για δυσανάλογα μακρύ χρονικό διάστημα συνεπεία της υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Η ενάγουσα φρονεί ότι μια χρηματική ικανοποίηση αντιστοιχούσα στο 5 % του ύψους του αρχικώς επιβληθέντος προστίμου ανταποκρίνεται στη χρηματική ικανοποίηση την οποία το Δικαστήριο έχει κρίνει κατάλληλη σε ανάλογες περιπτώσεις σημαντικής υπερβάσεως της προθεσμίας σε υποθέσεις επιβολής προστίμων λόγω συμπράξεων.Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι υφίσταται άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της προσβαλλόμενης ζημίας και του κανόνα δικαίου που παρέβη η Ένωση και ο οποίος αποβλέπει στην αναγνώριση δικαιωμάτων υπέρ των ιδιωτών. Κατά συνέπεια, η ενάγουσα θεωρεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερη περίοδος, ΣΛΕΕ.