Language of document : ECLI:EU:C:2012:317

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 24ης Μαΐου 2012 (1)

Υπόθεση C‑441/11 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Verhuizingen Coppens NV

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και άρθρο 53, παράγραφος 1, ΕΟΧ – Βελγική αγορά υπηρεσιών διεθνών μετακομίσεων – Γενική σύμπραξη αποτελούμενη από τρεις επιμέρους συμφωνίες – Ενιαία και διαρκής παράβαση – Μη αποδεδειγμένη γνώση ενός μετέχοντος στη σύμπραξη, ο οποίος συμμετείχε μόνο σε μία επιμέρους συμφωνία, των λοιπών επιμέρους συμφωνιών – Εν μέρει ή εξ ολοκλήρου ακύρωση αποφάσεως της Επιτροπής»





I –    Εισαγωγή

1.        Πότε μπορεί το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει εξ ολοκλήρου απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που αφορά μια σύμπραξη και πότε οφείλει να αρκεσθεί σε μια εν μέρει ακύρωση; Αυτό είναι το βασικό ζήτημα που πρέπει να κρίνει το Δικαστήριο κατά την αναιρετική αυτή διαδικασία και του οποίου η πρακτική σημασία δεν πρέπει να υποτιμάται (2). Το ζήτημα αυτό τίθεται σε συνάρτηση με τη «σύμπραξη μετακομίσεων», την οποία εντόπισε η Επιτροπή πριν μερικά χρόνια στη βελγική αγορά υπηρεσιών διεθνών μετακομίσεων και η οποία αποτέλεσε, στις 11 Μαρτίου 2008, το αντικείμενο αποφάσεως επιβολής προστίμου (3) (στο εξής, επίσης: επίδικη απόφαση).

2.        Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της Επιτροπής, η εν λόγω σύμπραξη μετακομίσεων είναι μια γενική σύμπραξη υπό τη μορφή μιας ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, που στηριζόταν σε τρία είδη αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμφωνιών μεταξύ των συμμετεχουσών επιχειρήσεων: συμφωνίες περί καθορισμού τιμών, συμφωνίες περί κατανομής της αγοράς μέσω ενός συστήματος εικονικών προσφορών (προσφορών διευκολύνσεως) και συμφωνίες περί καθορισμού ενός συστήματος οικονομικών αντισταθμίσεων για τις απορριφθείσες προσφορές ή σε περίπτωση αποχής από τη διαδικασία υποβολής προσφορών (προμηθειών).

3.        Παράλληλα με την περίπτωση εννέα άλλων επιχειρήσεων ή ομίλων επιχειρήσεων, η Επιτροπή προσήψε στην επιχείρηση Verhuizingen Coppens NV (στο εξής: Coppens) ότι συμμετείχε στη γενική σύμπραξη. Στην περίπτωση πάντως της Coppens, η Επιτροπή μπόρεσε να αποδείξει ενεργή συμμετοχή μόνο σε μία από τις τρεις συνιστώσες της γενικής συμπράξεως, συγκεκριμένα δε στο σύστημα των προσφορών διευκολύνσεως. Δεν κατέστη δυνατό να διευκρινισθεί αν η Coppens γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι μέσω της συμμετοχής στο σύστημα των προσφορών διευκολύνσεως εντασσόταν συγχρόνως στη γενική σύμπραξη. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε εξ ολοκλήρου τη διαπίστωση της συμμετοχής της Coppens στη σύμπραξη, καθώς και το επιβληθέν στην Coppens πρόστιμο με απόφαση της 16ης Ιουνίου 2011 (στο εξής, επίσης: απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου ή αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση) (4).

4.        Κατά της αποφάσεως αυτής στρέφεται τώρα η Επιτροπή με την αίτηση αναιρέσεώς της. Φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε να ακυρώσει την επίδικη απόφαση, καθόσον αφορά την Coppens, μόνον εν μέρει, δεδομένου ότι εν πάση περιπτώσει αποδείχθηκε η συμμετοχή της Coppens στο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό σύστημα των προσφορών διευκολύνσεως.

5.        Το Δικαστήριο θα πρέπει να ασχοληθεί προσεχώς με μια σειρά περαιτέρω νομικών ζητημάτων στο πλαίσιο των λοιπών εκκρεμουσών αναιρετικών διαδικασιών που αφορούν τη σύμπραξη εταιριών που εκτελούν μετακομίσεις (5).

II – Το ιστορικό της διαφοράς και η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

 Α       Τα περιστατικά και η πριν από την άσκηση της προσφυγής διαδικασία

6.        Στη βελγική αγορά των υπηρεσιών διεθνών μετακομίσεων υφίστατο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα των ερευνών της Επιτροπής, από το 1984 έως το 2003 μια σύμπραξη στην οποία συμμετείχαν δέκα επιχειρήσεις μετακομίσεων (6) σε διάφορα χρονικά διαστήματα (7) και σε διαφορετικό βαθμό.

7.        Με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η εν λόγω σύμπραξη συνιστούσε γενική σύμπραξη υπό τη μορφή μιας ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως (8), που στηριζόταν συνολικώς σε τρία είδη αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμφωνιών (9):

–        συμφωνιών περί καθορισμού τιμών, με τις οποίες οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις μεταφορών συνομολογούσαν αμοιβές για τις υπηρεσίες τους έναντι των πελατών·

–        συμφωνιών περί καθορισμού ενός συστήματος οικονομικών αντισταθμίσεων για τις απορριφθείσες προσφορές ή σε περίπτωση αποχής από τη διαδικασία υποβολής προσφορών (προμηθειών)· με αυτές, οι ανταγωνιστές της επιχειρήσεως η οποία συνήπτε σύμβαση διεθνούς μετακομίσεως θα ελάμβαναν ένα είδος οικονομικής αντισταθμίσεως, καίτοι είχαν επίσης υποβάλει προσφορά ή είχαν απόσχει από την οικεία διαδικασία· οι εν λόγω προμήθειες υπεισέρχονταν εν αγνοία των πελατών στην τελική τιμή των εκάστοτε υπηρεσιών μετακομίσεως·

–        συμφωνιών περί κατανομής της αγοράς μέσω ενός συστήματος εικονικών προσφορών (προσφορών διευκολύνσεως), τις οποίες υπέβαλε στον πελάτη ή στο πρόσωπο που επρόκειτο να μετακομίσει μια εταιρεία μετακομίσεων η οποία δεν προετίθετο να διενεργήσει τη μετακόμιση· για τον σκοπό αυτό, η επιχείρηση υποδείκνυε στους ανταγωνιστές της την τιμή, το ποσοστό ασφαλίσεως και τα έξοδα αποθηκεύσεως που έπρεπε να τιμολογήσουν για την εικονική υπηρεσία.

8.        Ενώ οι συμφωνίες για τις προμήθειες και τις προσφορές διευκολύνσεως εφαρμόσθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της συμπράξεως (από το 1984 έως το 2003), δεν κατέστη δυνατό να αποδειχθεί η υλοποίηση των συμφωνιών περί καθορισμού τιμών πέραν του Μαΐου του 1990 (10).

9.        Από τα διαπιστωθέντα από αυτήν περιστατικά, η Επιτροπή συνήγαγε με την επίδικη απόφαση ότι οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις παρέβησαν το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 53, παράγραφος 1, ΕΟΧ, καθορίζοντας σε διάφορα χρονικά διαστήματα «άμεσα ή έμμεσα τις τιμές για υπηρεσίες διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο, κατανέμοντας τμήμα της αγοράς αυτής και καταστρατηγώντας τη διαδικασία υποβολής προσφορών» (11).

10.      Η επίδικη απόφαση επιδόθηκε σε συνολικώς 31 νομικά πρόσωπα, στα οποία η Επιτροπή επιπλέον, εν μέρει ατομικώς και εν μέρει εις ολόκληρον, επέβαλε πρόστιμα διαφορετικού ύψους (12) για την παράβαση.

 Β       Η συμμετοχή της Coppens στη σύμπραξη

11.      Η Επιτροπή διαπίστωσε τη συμμετοχή της Coppens στη γενική σύμπραξη με το άρθρο 1, στοιχείο θ΄, της επίδικης αποφάσεως για το χρονικό διάστημα από τις 13 Οκτωβρίου 1992 έως τις 29 Ιουλίου 2003. Γι’ αυτόν τον λόγο, επιβλήθηκε στην Coppens, σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο ια΄, της επίδικης αποφάσεως πρόστιμο ύψους 104 000 ευρώ, χωρίς να ορισθεί ότι ευθύνεται εις ολόκληρον.

12.      Όπως προκύπτει όμως από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (13), η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η Coppens, κατά τη συμμετοχή της στη συμφωνία περί προσφορών διευκολύνσεως, γνώριζε τις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δραστηριότητες των λοιπών επιχειρήσεων που αφορούσαν τις προμήθειες, ή ότι μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει. Όσον αφορά την εκ μέρους της προσφεύγουσας γνώση της παραβατικής συμπεριφοράς των λοιπών συμμετεχόντων στη σύμπραξη, η επίδικη απόφαση δεν στηριζόταν, όπως παραδέχεται η ίδια η Επιτροπή, σε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία.

 Γ       Η πρωτόδικη διαδικασία

13.      Αρκετοί από τους αποδέκτες της επίδικης αποφάσεως ζήτησαν πρωτοδίκως έννομη προστασία, ασκώντας κατ’ αυτής προσφυγές ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (14).

14.      Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε την ασκηθείσα από την Coppens στις 4 Ιουνίου 2008 προσφυγή στις 16 Ιουνίου 2011 με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Με την απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο έκανε εξ ολοκλήρου δεκτή την προσφυγή της Coppens, ακυρώνοντας το άρθρο 1, στοιχείο θ΄, καθώς και το άρθρο 2, στοιχείο ια΄, της επίδικης αποφάσεως και καταδικάζοντας την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της ενώπιον του διαδικασίας.

III – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

15.      Με δικόγραφο της 25ης Αυγούστου 2011, η Επιτροπή άσκησε κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως. Ζητεί με αυτή από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως ή άλλως να ακυρώσει μόνον το άρθρο 1, στοιχείο θ΄, της επίδικης αποφάσεως, στο μέτρο που καταλογίζεται ευθύνη στην Coppens ως προς τη συμφωνία για τις προμήθειες·

–        να καθορίσει το ύψος του προστίμου στο κατά την κρίση του Δικαστηρίου προσήκον ποσό, καθώς και

–        να καταδικάσει τη Verhuizingen Coppens στα έξοδα της κατ’ αναίρεση δίκης, καθώς και στο κατά την κρίση του προσήκον μέρος των εξόδων τής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης.

16.      Η Coppens ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να επικυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        επικουρικώς, στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο αναιρέσει πλήρως ή εν μέρει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να μειώσει το επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο, ώστε αυτό να αντιστοιχεί στο 10 % του κύκλου εργασιών της Coppens στην οικεία αγορά, καθώς και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης και σε αυτά της κατ’ αναίρεση δίκης.

17.      Η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου διεξήχθη κατά την έγγραφη διαδικασία.

IV – Εκτίμηση της αιτήσεως αναιρέσεως

18.      Η Επιτροπή στηρίζεται σε έναν και μοναδικό λόγο αναιρέσεως. Προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και υπερέβη την αρμοδιότητά του, καθόσον ακύρωσε εξ ολοκλήρου την επίδικη απόφαση, όσον αφορά την Coppens. Κατά την άποψη της Επιτροπής, θα όφειλε αντ’ αυτού να περιορισθεί σε μια εν μέρει ακύρωση, δεδομένου ότι αποδείχθηκε τουλάχιστον η ενεργή συμμετοχή της Coppens σε ένα μέρος της παραβάσεως –στο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό σύστημα προσφορών διευκολύνσεως.

 Α      Το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως

19.      Εκ προοιμίου, πρέπει να επισημανθεί ότι η Coppens προβάλλει κατά του λόγου αναιρέσεως της Επιτροπής ότι αυτός στερείται σαφήνειας.

20.      Αν η Coppens σκοπεί με αυτόν τον τρόπο να αμφισβητήσει το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως, ο ισχυρισμός της είναι ελάχιστα πειστικός. Πράγματι, η αιτίαση της Επιτροπής ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο περιγράφεται επακριβώς στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως. Σε αντίθεση προς αυτό που φαίνεται να εννοεί η Coppens, η Επιτροπή εκθέτει επακριβώς ποιες είναι οι διατάξεις, ως προς τις οποίες θεωρεί ότι υπάρχει παράβαση: Πρόκειται για το άρθρο 263 ΣΛΕΕ και το άρθρο 264 ΣΛΕΕ. Συμπληρωματικώς, η Επιτροπή στηρίζεται σε εκτιμήσεις σχετικές με την αναλογικότητα, την οικονομία της διαδικασίας, την αποτελεσματική επιβολή των κανόνων του ανταγωνισμού και την αρχή «ne bis in idem».

21.      Συνεπώς, δεν μπορεί να υφίσταται καμία αμφιβολία για το παραδεκτό της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.

 Β       Το βάσιμο της αιτήσεως αναιρέσεως

22.      Η αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής θα ευδοκιμήσει, αν το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε να ακυρώσει την επίδικη απόφαση ως προς την Coppens όχι εξ ολοκλήρου, αλλά μόνον εν μέρει.

23.      Διαφορετικά απ’ ό,τι φρονεί η Επιτροπή, σημασία για την εξέταση αυτού του ζητήματος δεν έχει η αρχή της αναλογικότητας, ούτε δε καν η περιεχόμενη στο άρθρο 5, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, και παράγραφος 4, ΕΚ ιδιαίτερη έκφανσή της ως προς την από απόψεως κατανομής αρμοδιοτήτων σχέση μεταξύ της ΄Ενωσης και των κρατών μελών της.

24.      Sedes materiae, αντιθέτως, είναι μόνο το άρθρο 264 ΣΛΕΕ (15). Από αυτό το άρθρο προκύπτουν οι αρμοδιότητες του Γενικού Δικαστηρίου –ως μέρους του θεσμικού οργάνου «Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης»– όταν κρίνει προσφυγές ακυρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Στο πρώτο του εδάφιο, το άρθρο 264 ΣΛΕΕ ορίζει τα εξής:

«Αν η προσφυγή είναι βάσιμη, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κηρύσσει την προσβαλλόμενη πράξη άκυρη.»

25.      Η τελευταία αυτή διάταξη δεν πρέπει να νοηθεί πεπλανημένως ως μια «ρύθμιση όλα ή τίποτε». Αν, πράγματι, μια προσφυγή ακυρώσεως είναι εν μέρει μόνο βάσιμη, τότε δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτή στο σύνολό της. Ο προσφεύγων θα ελάμβανε άλλως περισσότερα απ’ ό,τι κατά νόμο δικαιούται. Ως εκ τούτου, το άρθρο 264, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ πρέπει κατ’ ανάγκη να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται έτσι, ώστε η προσβαλλόμενη με την προσφυγή ακυρώσεως πράξη να ακυρώνεται, στο μέτρο κατά το οποίο η προσφυγή είναι βάσιμη.

26.      Όπως διαπίστωσε σχετικώς το Δικαστήριο, το γεγονός και μόνον ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε βάσιμο έναν λόγο που προέβαλε ο προσφεύγων προς στήριξη της προσφυγής του ακυρώσεως δεν παρέχει τη δυνατότητα στο εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο να ακυρώσει αυτομάτως την προσβαλλόμενη πράξη στο σύνολό της. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να χωρήσει ολική ακύρωση όταν προφανώς προκύπτει ότι ο λόγος αυτός, ο οποίος αφορά μια ειδική μόνον πτυχή της προσβαλλομένης πράξεως, μπορεί να οδηγήσει σε μερική μόνον ακύρωση (16).

27.      Επιπλέον, σε διαδικασίες ιδίως διοικητικού δικαίου, η αρχή της οικονομίας της δίκης συνηγορεί υπέρ της εν μέρει μόνον ακυρώσεως νομικών πράξεων της Ένωσης σε περίπτωση αμφιβολίας, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να αποφεύγεται ή τουλάχιστον να περιορίζεται ανάλογα με το αντικείμενό της η τυχόν επανάληψη της διοικητικής διαδικασίας και μια πιθανόν εκ νέου ένδικη διαδικασία. Επιπροσθέτως, ειδικά σε διαδικασίες που αφορούν το δίκαιο των συμπράξεων, η επανάληψη της διοικητικής διαδικασίας θα μπορούσε αναλόγως της περιπτώσεως να προσκρούσει στην αρχή ne bis in idem (17). Εξάλλου, η εν μέρει μόνον ακύρωση αποφάσεων της Επιτροπής συμβιβάζεται καλύτερα με τη βασική απαίτηση της αποτελεσματικής επιβολής των σχετικών με τον ανταγωνισμό κανόνων της Ένωσης (18) παρά η πλήρης ακύρωσή τους.

28.      Εν μέρει ακύρωση κοινοτικής πράξεως είναι όμως δυνατή μόνον όταν τα στοιχεία των οποίων ζητείται η ακύρωση μπορούν να διαχωρισθούν από την υπόλοιπη πράξη (η αποκαλούμενη προϋπόθεση της δυνατότητας διαχωρισμού) (19). Δεν υφίσταται αυτή η προϋπόθεση της δυνατότητας διαχωρισμού οσάκις η μερική ακύρωση πράξεως έχει ως αποτέλεσμα ότι μεταβάλλει την ουσία της πράξεως (20).

29.      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο θα μπορούσε κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του σύμφωνα με το άρθρο 264, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ να ακυρώσει εξ ολοκλήρου την επίδικη απόφαση ως προς την Coppens, αν μια εν μέρει ακύρωση θα είχε ως αποτέλεσμα να μεταβάλει την ουσία αυτής της αποφάσεως. Αυτό πρέπει να εξετασθεί βάσει αντικειμενικών κριτηρίων (21).

30.      Ατυχώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέθεσε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση τίποτε συγκεκριμένο επ’ αυτού του ζητήματος. Απέδωσε σημασία μόνο στο ότι η Επιτροπή θεωρεί ότι η Coppens ευθύνεται για τη φερόμενη συμμετοχή της σε μια ενιαία και συνεχή παράβαση, μολονότι μόνον η συμμετοχή της Coppens σε ένα από τα τρία συστατικά στοιχεία της γενικής συμπράξεως κατέστη δυνατό να αποδειχθεί, δηλαδή στο σύστημα των προσφορών διευκολύνσεως (22).

31.      Κατά τα φαινόμενα, το Γενικό Δικαστήριο –όπως και η Coppens– έλαβαν ως βάση ότι από την ουσία της η συμμετοχή μιας επιχειρήσεως σε μια ενιαία και διαρκή παράβαση διαφέρει βασικά από τη διάπραξη μιας «απλής» παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ (νυν άρθρου 101 ΣΛΕΕ).

32.      ΄Ομως, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει.

33.      Ασφαλώς, η διαπίστωση της συμμετοχής μιας επιχειρήσεως σε μια ενιαία και διαρκή παράβαση εμπεριέχει ένα «συν» σε σύγκριση με την απλή διαπίστωση της συμμετοχής της σε ένα ή περισσότερα μέρη αυτής της παραβάσεως. Αυτό όμως ουδόλως σημαίνει ότι μια γενική σύμπραξη θα συνιστούσε κάτι aliud σε σχέση με τις επιμέρους συμφωνίες, από τις οποίες αποτελείται. Αντιθέτως, οι διαφορές έχουν μόνο χαρακτήρα διαβαθμίσεως.

34.      Το ενδεχόμενο μιας ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως έχει ως συνέπεια σε μια περίπτωση όπως την προκείμενη ότι η συμβολή των άλλων συμμετεχόντων στη σύμπραξη στη διάπραξη της παραβάσεως –κατά κάποιο τρόπο ως συνεργών– μπορεί να καταλογισθεί σε όλους τους συμμετέχοντες στη σύμπραξη, έστω κι αν οι ίδιοι δεν συμμετείχαν ενεργώς σε κάθε επιμέρους συστατικό στοιχείο της γενικής συμπράξεως.

35.      Προϋπόθεση γι’ αυτόν τον καταλογισμό είναι, κατά πάγια νομολογία, ότι η οικεία επιχείρηση αποδεδειγμένα είχε γνώση της παράνομης συμπεριφοράς των άλλων συμμετεχόντων ή ότι μπορούσε ευλόγως να την προβλέψει, καθώς και ότι αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο (23).

36.      Κατ’ άλλη διατύπωση, ο αμοιβαίος καταλογισμός της συμβολής στη διάπραξη της παραβάσεως είναι δυνατός, όταν ο αντίστοιχος συμμετέχων στη σύμπραξη γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει λόγω της δικής του συμβολής ότι εντασσόταν σε μια γενική σύμπραξη και με τη συμπεριφορά του συνέβαλλε στην επίτευξη των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό σκοπών, τους οποίους επεδίωκε από κοινού το σύνολο των μετεχόντων στη σύμπραξη (24). Η έκταση και η βαρύτητα της συμβολής αντιστοίχως στη διάπραξη της παραβάσεως σε σχέση με τη γενική σύμπραξη μπορούν να ληφθούν υπόψη ατομικώς για κάθε συμμετέχοντα στη σύμπραξη στο πλαίσιο του υπολογισμού των προστίμων (25).

37.      Το ότι ενδεχομένως δεν είναι δυνατός ένας τέτοιος αμοιβαίος καταλογισμός της συμβολής στη διάπραξη της παραβάσεως, διότι ένας συμμετέχων στη σύμπραξη –όπως εν προκειμένω– δεν γνώριζε τίποτε για την ύπαρξη της γενικής συμπράξεως και ούτε ηδύνατο ευλόγως να την προβλέψει, ουδόλως σημαίνει πάντως ότι αυτός πρέπει να απαλλάσσεται αυτομάτως από κάθε κύρωση. Αντιθέτως, τίποτε δεν εμποδίζει τη μετέπειτα απόδοση ευθυνών σ’ αυτόν λόγω των επιμέρους συμφωνιών, στις οποίες αυτός αποδεδειγμένα συμμετείχε ενεργώς (26) και με τις οποίες επιδιωκόταν ο αντίθετος προς τον ανταγωνισμό σκοπός.

38.      Το γεγονός και μόνον ότι μερικές αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμφωνίες μπορούν ενδεχομένως να θεωρηθούν ως ενιαία και διαρκής παράβαση δεν αποκλείει πράγματι το ότι καθεμία από αυτές τις συμφωνίες, θεωρούμενη αυτοτελώς, μπορεί να συνιστά παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ (νυν άρθρου 101 ΣΛΕΕ) (27). Το Γενικό Δικαστήριο το αναγνωρίζει πλήρως (28), χωρίς πάντως να συναγάγει από αυτό τα αναγκαία για την απόφασή του συμπεράσματα.

39.      Όπως ορθώς σημειώνει η Επιτροπή, τόσο η γενική σύμπραξη όσο και οι αποτελούσες το έρεισμά της επιμέρους συμφωνίες μπορούν να έχουν τον ίδιο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό σκοπό, κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ (νυν άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ) (29). Στην περίπτωση της βελγικής συμπράξεως επιχειρήσεων που πραγματοποιούν μετακομίσεις, αυτός ο από κοινού αντίθετος προς τον ανταγωνισμό σκοπός συνίστατο στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών για υπηρεσίες διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο, στην κατανομή τμήματος της αγοράς αυτής και στην καταστρατήγηση της διαδικασίας υποβολής προσφορών (30). Ο σκοπός αυτός αποτυπώθηκε στις επιμέρους συμφωνίες, καθώς και στη γενική σύμπραξη.

40.      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν υπήρχε στην υπό κρίση περίπτωση φόβος ότι μια εν μέρει μόνον ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, στον βαθμό στον οποίο αυτή αποδίδει ευθύνες στην Coppens λόγω της συμμετοχής της σε μια γενική σύμπραξη, θα μετέβαλε την ουσία αυτής της αποφάσεως. Η εν μέρει ακύρωση θα είχε αντιθέτως ως αποτέλεσμα να εξακολουθεί να προσάπτεται στην Coppens παράβαση με το ίδιο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο όπως η γενική σύμπραξη, αν και εφεξής περιορισμένα στην ενεργή συμμετοχή της σε έναν απλώς επιμέρους τομέα, δηλαδή στο σύστημα των προσφορών διευκολύνσεως.

41.      Τελικώς, επομένως, το Γενικό Δικαστήριο θα όφειλε, σύμφωνα με το άρθρο 264, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να ακυρώσει μόνον εν μέρει την επίδικη απόφαση. Ακυρώνοντας εντούτοις την επίδικη απόφαση εξ ολοκλήρου ως προς την Coppens, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

42.      Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής είναι βάσιμη και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί.

V –    Απόφαση επί της προσφυγής ακυρώσεως της Coppens

43.      Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, αν η αναίρεση κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει.

44.      Στην υπό κρίση περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε με την απόφασή του μόνον ένα μέρος των προβληθέντων πρωτοδίκως λόγων ακυρώσεως της Coppens. Σε μια τέτοια περίπτωση, ενδείκνυται ενδεχομένως η αναπομπή της διαφοράς στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει αυτό εκ νέου (31). Αυτός ο τρόπος ενέργειας δεν είναι πάντως υποχρεωτικός. Η οικονομία της δίκης συνηγορεί αντιθέτως υπέρ του να κρίνει το ίδιο το Δικαστήριο οριστικά τη διαφορά, οσάκις η δικογραφία είναι πλήρης, υφίστανται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία και οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να διατυπώσουν κατά την ένδικη διαδικασία τις απόψεις τους επί όλων των ουσιωδών πτυχών της υποθέσεως (32).

45.      Αυτό συμβαίνει εν προκειμένω: Αφενός, τα περιστατικά δεν αμφισβητούνται ως προς τα ουσιώδη σημεία και δεν χρήζουν περαιτέρω διευκρινίσεων. Αφετέρου, οι διάδικοι είχαν επαρκώς την ευχέρεια, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ αναίρεση, να διατυπώσουν αντιστοίχως τις απόψεις τους ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης επί όλων των ουσιωδών πτυχών για την έκδοση αποφάσεως σ’ αυτή την υπόθεση.

46.      Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να κάνει χρήση της δυνατότητας που έχει να κρίνει το ίδιο την υπόθεση οριστικά.

 Α      Ως προς τη διαπίστωση της συμμετοχής της Coppens στην παράβαση

47.      Με το άρθρο 1, στοιχείο θ΄, της επίδικης αποφάσεως διαπιστώθηκε η συμμετοχή της Coppens στην παράβαση για το χρονικό διάστημα από τις 13 Οκτωβρίου 1992 έως τις 29 Ιουλίου 2003. Κατά της διαπιστώσεως αυτής η Coppens προέβαλε πρωτοδίκως τρεις αιτιάσεις, τις οποίες εξετάζω στη συνέχεια, μεταβάλλοντας τη σειρά με την οποία διατυπώθηκαν.

48.      Πρώτον, η εν λόγω επιχείρηση προβάλλει ότι δεν υπάρχει απολύτως καμία απόδειξη για την προσαπτόμενη σ’ αυτήν αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά στα έτη 1994 και 1995.

49.      Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει στην επίδικη απόφαση κανένα συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο για το ότι η Coppens προέβη η ίδια στα έτη 1994 και 1995 σε προσφορές διευκολύνσεως ή απαίτησε τέτοιες προσφορές διευκολύνσεως εκ μέρους άλλων συμμετεχόντων στη σύμπραξη. Η Επιτροπή παραδέχθηκε ρητώς ότι δεν διαθέτει καμία τέτοια απόδειξη. Μόνο για τα έτη 1992 και 1993, καθώς και για τα έτη 1996 έως 2003 υφίστανται σχετικές αποδείξεις.

50.      Από αυτό και μόνο το γεγονός μπορεί πάντως να συναχθεί το πολύ ότι στα έτη 1994 και 1995 η Coppens δεν συμμετείχε ενεργώς στην υλοποίηση της συμφωνίας για τις προσφορές διευκολύνσεως. Ενδεχομένως, μπορεί αυτό να ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου (33).

51.      Δεν μπορεί αντιθέτως να θεωρηθεί ότι συνάγεται κατ’ ανάγκη ένα επιπλέον συμπέρασμα, ότι δηλαδή η Coppens αποσύρθηκε στα έτη 1994 και 1995 πλήρως από τη σύμπραξη και επομένως δεν διέπραξε καμία απολύτως παράβαση. Πράγματι, το γεγονός και μόνον ότι μια επιχείρηση δεν υλοποιεί τα συμπεράσματα διαβουλεύσεων ή συμφωνιών με αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο δεν μπορεί να απαλλάξει την επιχείρηση αυτή από την ευθύνη της για τη συμμετοχή στη σύμπραξη, εφόσον αυτή δεν αποστασιοποιήθηκε εμφανώς από το περιεχόμενό της (34). Η οικεία επιχείρηση φέρει εν προκειμένω το βάρος αποδείξεως (35).

52.      Εν προκειμένω, η Coppens ουδέποτε προέβαλε εμπεριστατωμένως ότι ειδικώς στα έτη 1994 και 1995 αποστασιοποιήθηκε εμφανώς από τη συμφωνία για το σύστημα προσφορών διευκολύνσεως. Δύσκολα επίσης μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε μια τέτοια αποστασιοποίηση, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι για τα επόμενα έτη υπάρχουν εκ νέου πολυάριθμες αποδείξεις για ενεργή συμμετοχή της Coppens στο σύστημα προσφορών διευκολύνσεως.

53.      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να επικριθεί το ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι ως προς το «κενό» των ετών 1994 και 1995 δεν υπήρξε πλήρης διακοπή της συμμετοχής της Coppens στη σύμπραξη, αλλά έλαβε απλώς ως βάση μια προσωρινή μη συμμετοχή της Coppens στην υλοποίηση της συμπράξεως. Επομένως, η πρώτη αιτίαση της Coppens είναι απορριπτέα.

54.      Δεύτερον, η Coppens προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε δεόντως υπόψη ότι η συμμετοχή της στη σύμπραξη ήταν όλως σχετική.

55.      Ούτε αυτή η αιτίαση όμως αφορά τη διαπίστωση της παραβάσεως καθεαυτήν, αλλά μπορεί το πολύ να έχει κάποια σημασία σε σχέση με το ύψος του προστίμου. Στην προκείμενη αλληλουχία, δεν ασκεί πάντως επιρροή.

56.      Τρίτον, η Coppens βάλλει κατά της διαπιστώσεως ότι η συμμετοχή της στη γενική σύμπραξη συνιστά ενιαία και διαρκή παράβαση.

57.      Η τελευταία αυτή αιτίαση ευσταθεί. Βεβαίως, είναι αληθές ότι η Coppens συμμετείχε ενεργώς στο σύστημα των προσφορών διευκολύνσεως, πράγμα για το οποίο η Επιτροπή προσκόμισε συνολικώς 67, μη αμφισβητηθείσες από την Coppens, επιμέρους αποδείξεις. Μια επιπλέον όμως συμμετοχή στη γενική σύμπραξη δεν κατέστη δυνατό να αποδειχθεί σε βάρος της Coppens. Πράγματι, ούτε στην επίδικη απόφαση ούτε κατά τη διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης ανέφερε η Επιτροπή οποιοδήποτε στοιχείο για το ότι η Coppens –εκτός από τις προσφορές διευκολύνσεως– είχε γνώση της παράνομης συμπεριφοράς των άλλων συμμετεχόντων στη σύμπραξη ή ότι μπορούσε ευλόγως να την προβλέψει, καθώς και ότι αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο (36). Αποδίδοντας εντούτοις ευθύνες στην Coppens ως συμμετέχουσα στη γενική σύμπραξη, η Επιτροπή υπέπεσε κατά συνέπεια σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.

58.      Όπως ορθώς σημειώνει η Coppens, αυτή η πλάνη εκτιμήσεως δεν μπορεί να θεραπευθεί με μείωση απλώς του επιβληθέντος με το άρθρο 2, στοιχείο ια΄, της επίδικης αποφάσεως προστίμου. Αντιθέτως, η πλάνη αυτή πρέπει επιπλέον να ληφθεί υπόψη σε σχέση με τη διαπίστωση της παραβάσεως στο άρθρο 1, στοιχείο θ΄, της επίδικης αποφάσεως. Πράγματι, όχι μόνον η κύρωση, αλλά και η καθεαυτήν αποτελούσα το έρεισμά της αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά πρέπει να διατυπώνεται ορθώς στα άρθρα της επίδικης αποφάσεως. Διαφορετικά, η απορρέουσα από την επίδικη απόφαση απαξιωτική κρίση έναντι της οικείας επιχειρήσεως θα υπερέβαινε αυτό που κατά νόμο μπορεί να της προσαφθεί. Αυτό θα μπορούσε, αφενός, να επηρεάσει αρνητικά τη φήμη της επιχειρήσεως και, αφετέρου, να την περιαγάγει σε δυσμενή θέση σε σχέση με απαιτήσεις αστικού δικαίου τρίτων, καθώς και σε μελλοντικές διαδικασίες που αφορούν συμπράξεις (37).

59.      Η πλάνη εκτιμήσεως της Επιτροπής δεν δικαιολογεί πάντως, όπως εκτέθηκε ανωτέρω (38), πλήρη ακύρωση της επίδικης αποφάσεως σε σχέση με την Coppens. Αντιθέτως, το άρθρο 1, στοιχείο θ΄, της επίδικης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 264, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, μόνο καθόσον με αυτό διαπιστώνεται πέραν της συμμετοχής της Coppens στο σύστημα των προσφορών διευκολύνσεως η συμμετοχή της σε μια ενιαία και διαρκή παράβαση –δηλαδή στη γενική σύμπραξη.

 Β       Ως προς τον εκ νέου καθορισμό του προστίμου

60.      Η προτεινόμενη από εμένα εν μέρει ακύρωση του άρθρου 1, στοιχείο θ΄, της επίδικης αποφάσεως έχει ως συνέπεια ότι θα πρέπει επίσης να κριθεί εκ νέου το καθορισθέν στο άρθρο 2, στοιχείο ια΄, αυτής της αποφάσεως πρόστιμο. Στο πλαίσιο της δυνατότητας που έχει να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς κατά το άρθρο 61, παράγραφος 1, του Οργανισμού, το Δικαστήριο διαθέτει εν προκειμένω πλήρη δικαιοδοσία, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 261 ΣΛΕΕ, σε σχέση με το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (39). Επομένως, το Δικαστήριο μπορεί να καθορίσει εκ νέου το πρόστιμο κατά την κρίση του (40).

Αφετηρία για τον υπολογισμό του προστίμου

61.      Το βασικό ποσό του προστίμου θα έπρεπε να αντιστοιχεί προς τον κύκλο εργασιών που αντιπροσωπεύουν οι υπηρεσίες που προσέφερε η Coppens στον τομέα των μετακομίσεων κατά το τελευταίο πλήρες έτος της συμμετοχής της στην παράβαση (41). Στην περίπτωση της Coppens, αυτός είναι ο κύκλος εργασιών που πραγματοποιήθηκε το έτος 2002 με υπηρεσίες διεθνών μετακομίσεων, ο οποίος αναμφισβητήτως ανήλθε σε 58 338 ευρώ (42). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορεί επίσης να ληφθεί κάλλιστα υπόψη το σχετικό μέγεθος και η σχετική σημασία των αντίστοιχων επιχειρήσεων στην οικεία αγορά, πράγμα ιδίως που κατ’ επανάληψη υπέμνησε η Coppens.

Η σοβαρότητα και η διάρκεια της παραβάσεως

62.      Στην περίπτωση της συμπράξεως μετακομίσεων, πρόκειται για μια άκρως σοβαρή παράβαση, την οποία διέπραξαν οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις «καθορίζοντας άμεσα ή έμμεσα τις τιμές για υπηρεσίες διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο, κατανέμοντας τμήμα της αγοράς αυτής και καταστρατηγώντας τη διαδικασία υποβολής προσφορών» (43).

63.      Ελάχιστα πειστικό είναι εν προκειμένω το επιχείρημα της Coppens ότι η συμμετοχή της στο σύστημα προσφορών διευκολύνσεως ήταν λιγότερο βαρύνουσα απ’ ό,τι η συμμετοχή άλλων επιχειρήσεων στις συμφωνίες περί καθορισμού τιμών και στο σύστημα οικονομικών αντισταθμίσεων. Πράγματι, όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, ένα σύστημα προσφορών διευκολύνσεως μπορεί επίσης να νοθεύει επί μακρόν τον ανταγωνισμό, να επιφέρει αύξηση των τιμών παροχής των σχετικών υπηρεσιών και, επομένως, να βλάπτει σημαντικά σε τελευταία ανάλυση τον καταναλωτή. Επομένως, ουδόλως πρόκειται για μικροπαράβαση.

64.      Ομοίως, η Coppens δεν μπορεί να επικαλείται το ότι ο ρόλος της εντός του συστήματος προσφορών διευκολύνσεως ήταν σχετικώς πολύ μικρός. Πράγματι, είναι αναμφισβήτητο ότι σε 67 μεμονωμένες περιπτώσεις η Coppens προέβη σε προσφορές διευκολύνσεως, δηλαδή συχνότερα από τους περισσότερους άλλους συμμετέχοντες στη σύμπραξη (44). Δεν πρέπει επίσης να διαφεύγει της προσοχής ότι η Coppens όχι μόνο προέβη η ίδια σε προσφορές διευκολύνσεως, αλλά και κάλεσε κατ’ επανάληψη άλλους συμμετέχοντες στη σύμπραξη να προβούν σε τέτοιες προσφορές διευκολύνσεως. Επομένως, η Coppens συμμετείχε σε σημαντικό βαθμό τόσον ενεργώς όσο και παθητικώς στο σύστημα των προσφορών διευκολύνσεως.

65.      Άνευ σημασίας είναι περαιτέρω το πόσο συχνά η Coppens συνήπτε λόγω του συστήματος προσφορών διευκολύνσεως σύμβαση μετακομίσεως (45). Πράγματι, η παροχή προσφορών διευκολύνσεως εγκυμονεί γενικώς τον κίνδυνο νοθεύσεως του ανταγωνισμού και υψηλότερων τιμών, ανεξάρτητα από το ποιος συνάπτει μια συγκεκριμένη σύμβαση. Επομένως, ο ανταγωνισμός, και τελικώς ο καταναλωτής, μπορεί να ζημιωθεί, ακόμη κι αν σε μια συγκεκριμένη μεμονωμένη περίπτωση δεν επέρχεται επακριβώς το επιθυμητό από τους συμμετέχοντες στη σύμπραξη αποτέλεσμα.

66.      Με βάση αυτά τα δεδομένα, νομίζω ότι όσον αφορά τη σύμπραξη μετακομίσεων ο επιλεγείς από την Επιτροπή συντελεστής του 17 % του σχετικού κύκλου εργασιών (46) είναι κατ’ αρχήν κατάλληλος για να εκφράσει τον βαθμό της βαρύτητας της παραβάσεως κατά τον υπολογισμό του προστίμου. Νομίζω ότι ο υπολογισθείς επιπροσθέτως από την Επιτροπή αποτρεπτικός συντελεστής σε περαιτέρω 17 % του σχετικού κύκλου εργασιών (47) είναι επίσης κατάλληλος (48). Εξάλλου, η Coppens δεν έβαλε κατ’ αυτού εμπεριστατωμένως κατά την ένδικη διαδικασία.

67.      Δεδομένου ότι δεν μπόρεσα να διαπιστώσω καμία νομική πλάνη της Επιτροπής περί το δίκαιο ως προς τη διάρκεια της παραβάσεως της Coppens (49), θα πρέπει κατά τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου της να ληφθεί ως βάση, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της επίδικης αποφάσεως, χρονικό διάστημα 10 ετών και 9 μηνών, πράγμα που αντιστοιχεί σε πολλαπλασιαστικό συντελεστή 11 (50).

68.      Κατ’ αυτόν τον τρόπο, υπολογίζεται για το πρόστιμο βασικό ποσό 119 009,52 ευρώ, το οποίο μπορεί να στρογγυλευθεί σε 119 000 ευρώ (51).

Μείωση του προστίμου

69.      Πρέπει πάντως να ληφθεί υπόψη ότι εν προκειμένω δεν κατέστη δυνατό να αποδειχθεί σε βάρος της Coppens καμία συμμετοχή στη σύμπραξη μετακομίσεων ως γενική σύμπραξη υπό τη μορφή μιας ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως (52). Αντιθέτως, μπορεί να της προσαφθεί αποκλειστικώς και μόνο εμπλοκή στο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό σύστημα προσφορών διευκολύνσεως. Αυτό, όπως παραδέχεται και η Επιτροπή, μπορεί να συνεπάγεται περιορισμό του ύψους του προστίμου.

70.      Θεωρητικά θα ήταν δυνατή η άνευ ετέρου μείωση κατά το ήμισυ του βασικού ποσού του προστίμου. Παρά ταύτα, κατά το χρονικό διάστημα της συμμετοχής της Coppens στη σύμπραξη επρόκειτο σε σχέση με το σύστημα των προσφορών διευκολύνσεως για ένα από τα δύο τότε εφαρμοζόμενα επιμέρους συστατικά στοιχεία της γενικής συμπράξεως, στα οποία θα μπορούσε να αποδοθεί η ίδια περίπου βαρύτητα ανάλογα με τη σοβαρότητα και τις επιπτώσεις τους (53).

71.      Μια τέτοια προσέγγιση όμως, κατά την εκτίμησή μου, δεν θα ελάμβανε επαρκώς υπόψη ότι μια γενική σύμπραξη είναι κάτι περισσότερο από το σύνολο των επιμέρους συστατικών της στοιχείων. Ακριβώς λόγω της ιδιαίτερης πολυπλοκότητάς της και του συνδυασμού διάφορων επιμέρους συμφωνιών σε ένα συνολικό μόρφωμα, η γενική σύμπραξη είναι ιδιαίτερα ικανή να βλάψει τον ανταγωνισμό. Ως εκ τούτου, η παράβαση εκ μέρους μιας επιχειρήσεως η οποία συμμετέχει σε μια γενική σύμπραξη είναι σημαντικώς βαρύτερη σε σύγκριση με την απλή συμμετοχή αυτής της επιχειρήσεως σε ένα ή σε περισσότερα συστατικά στοιχεία αυτής της συμπράξεως.

72.      Ως εκ τούτου, θα θεωρούσα κατάλληλο να υπολογισθεί εν προκειμένω έναντι της Coppens ποσό σαφώς κατώτερο του προκύψαντος βασικού ποσού, ακριβέστερα δε περί το ένα τρίτο, ήτοι 39 600 ευρώ.

73.      Εξάλλου, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι για τα έτη 1994 και 1995, επομένως επί δύο από σχεδόν έντεκα έτη, δεν υπάρχει καμία απόδειξη για ενεργή συμμετοχή της στην υλοποίηση του συστήματος προσφορών διευκολύνσεως. Βεβαίως, αυτό δεν θα συνεπαγόταν πλήρη απαλλαγή από κυρώσεις για τα εν λόγω έτη, δεδομένου ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι η Coppens εξακολουθούσε κατά το χρονικό αυτό διάστημα να μετέχει στη σύμπραξη (54). Παρά ταύτα, θα ήταν ενδεδειγμένος ο πρόσθετος περιορισμός του βασικού ποσού περίπου στο ήμισυ του αντιστοιχούντος σ’ αυτό το χρονικό διάστημα των δύο ετών ποσού, ήτοι, συνολικώς, κατά σχεδόν 10 %. Επομένως, το πρόστιμο θα ανερχόταν σε 35 900 ευρώ.

74.      Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν διαπίστωσε άλλες επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις, ούτε δε υποστηρίχθηκε κατά τη διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων της ΄Ενωσης ότι υφίστανται τέτοιες περιστάσεις, δεν ενδείκνυται μια περαιτέρω αύξηση ή μείωση του προκύψαντος προστίμου.

75.      Απλώς εν παρόδω, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το κατ’ αυτόν τον τρόπο προκύπτον πρόστιμο δεν υπερβαίνει ούτε το επιβαλλόμενο κατά νόμο ανώτατο ποσό του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών της Coppens (55) (άρθρο 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003).

76.      Όσον, τέλος, αφορά τη μνημονευόμενη από την Coppens αρχή της αναλογικότητας, η αρχή αυτή απαιτεί το πρόστιμο να βρίσκεται σε ανάλογη σχέση προς το είδος, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της διαπιστωθείσας παραβάσεως (56). Δεδομένου ότι η Coppens φέρει επί χρονικό διάστημα πολλών ετών την ευθύνη για μια εξαιρετικά σοβαρή παράβαση, είναι απολύτως ενδεδειγμένο το προκύπτον πρόστιμο να απορροφήσει ένα σημαντικό μέρος του ετήσιου κύκλου εργασιών της στην οικεία αγορά διεθνών υπηρεσιών μετακομίσεως, το οποίο εξάλλου αποτελεί ένα σχετικώς μικρό μέρος του ετήσιου συνολικού κύκλου εργασιών της Coppens που αφορά υπηρεσίες μετακομίσεως.

Προσωρινό συμπέρασμα

77.      Κατόπιν και πάλι σταθμίσεως όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του είδους, της βαρύτητας και της διάρκειας της παραβάσεως, καθώς και του σχετικού μεγέθους της Coppens στην οικεία αγορά, ένα πρόστιμο ύψους 35 900 ευρώ φαίνεται εύλογο από απόψεως περιστατικών και ευθύνης. Δεν δημιουργεί ιδίως ενδοιασμούς σε σχέση με την αρχή της αναλογικότητας.

VI – Δικαστικά έξοδα

78.      Όταν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των εξόδων (άρθρο 122, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας).

79.      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, σε συνδυασμό με το άρθρο 118 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω: Η Επιτροπή υπερισχύει μεν κατ’ αναίρεση με τον κύριο επιθετικό της ισχυρισμό, επί της ουσίας όμως, σύμφωνα με τη λύση που προτείνω στο Δικαστήριο, η προσφυγή ακυρώσεως της Coppens ως επί το πλείστον ευδοκιμεί. Με αυτά τα δεδομένα, φαίνεται δίκαιο να εκτιμηθούν τα έξοδα αμφοτέρων των διαδίκων κατά γενική θεώρηση, όπου η Coppens θα πρέπει να φέρει το ένα τρίτο των εξόδων της, κατά τα λοιπά δε να καταδικασθεί η Επιτροπή στα έξοδα της διαφοράς.

VII – Συμπέρασμα

80.      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)      Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 16ης Ιουνίου 2011 στην υπόθεση T-210/08, Verhuizingen Coppens κατά Επιτροπής.

2)      Το άρθρο 1, στοιχείο θ΄, της αποφάσεως C(2008) 926 τελικό της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2008, στην υπόθεση COMP/38.543 είναι άκυρο, καθόσον με αυτό διαπιστώνεται, πέραν του συστήματος προσφορών διευκολύνσεως, η συμμετοχή της Verhuizingen Coppens NV σε μια ενιαία και διαρκή παράβαση.

3)      Το επιβληθέν σε βάρος της Verhuizingen Coppens NV με το άρθρο 2, στοιχείο ια΄, της ίδιας αποφάσεως πρόστιμο καθορίζεται σε 35 900 ευρώ.

4)      Η Verhuizingen Coppens NV φέρει το ένα τρίτο των εξόδων της σε αμφότερες τις διαδικασίες. Κατά τα λοιπά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βαρύνεται με τα έξοδα της διαφοράς.


1 –      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 –      Ένα κατ’ ουσίαν παρόμοιο ζήτημα ανακύπτει εξάλλου στην εκκρεμούσα αναιρετική διαδικασία υπ’ αριθ. C-287/11 P, Επιτροπή κατά Aalberts Industries κ.λπ.


3 – Απόφαση της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2008, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/38.543 – Υπηρεσίες διεθνών μετακομίσεων), γνωστοποιηθείσα με αριθμό φακέλου C(2008) 926 τελικό, της οποίας περίληψη δημοσιεύθηκε στην ΕΕ 2009, C 188, σ. 16. Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως διατίθεται σε μη εμπιστευτική απόδοση στη γαλλική γλώσσα μόνο στην ιστοσελίδα της Επιτροπής, στο Διαδίκτυο Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού, (http://ec.europa.eu/competition/antitrust/cases/index.html).


4 – Απόφαση της 16ης Ιουνίου 2011, T-210/08, Verhuizingen Coppens κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. II‑3713).


5 – Υποθέσεις C-429/11 P, Gosselin Group κατά Επιτροπής κ.λπ.· C-439/11 P, Ziegler κατά Επιτροπής· C-440/11 P, Επιτροπή κατά Gosselin Group κ.λπ., και C-444/11 P, Team Relocations κ.λπ. κατά Επιτροπής.


6 – Allied Arthur Pierre, Compas, Coppens, Gosselin, Interdean, Mozer, Putters, Team Relocations, Transworld και Ziegler (βλ. χάριν παραδείγματος την αιτιολογική σκέψη 345 της επίδικης αποφάσεως).


7 – Τα χρονικά αυτά διαστήματα ήταν μεταξύ τριών μηνών και πλέον των 18 ετών.


8 – Βλ. ιδίως τις αιτιολογικές σκέψεις 307, 314 και 345 της επίδικης αποφάσεως.


9 – Βλ. σχετικώς την αιτιολογική σκέψη 121 της επίδικης αποφάσεως και τις σκέψεις 10 έως 12 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


10 – Βλ. σχετικώς τις αιτιολογικές σκέψεις 123 έως 153 της επίδικης αποφάσεως.


11 – Άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως.


12 – Τα επιμέρους πρόστιμα ήταν μεταξύ 1 500 και 9 200 000 ευρώ.


13 – Βλ. τη σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


14 – Βλ. σχετικώς, εκτός από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, τις αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Ιουνίου 2011, T-199/08, Ziegler κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. II‑3507), T-204/08 και T-212/08, Team Relocations κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. II‑3569 ), T-208/08 και T-209/08, Gosselin Group κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. II‑3639), και T-211/08, Putters International κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. II‑3729).


15 – Βλ. σχετικώς και την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2008, C-295/07 P, Επιτροπή κατά Département du Loiret (Συλλογή 2008, σ. I-9363, σκέψη 103).


16 – Απόφαση Επιτροπή κατά Département du Loiret (παρατεθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 104).


17 – Η αρχή ne bis in idem απαγορεύει κατά το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης όχι μόνο την εκ νέου επιβολή ποινής στο αυτό πρόσωπο λόγω αδικήματος, για το οποίο έχει ήδη καταδικασθεί αυτό οριστικώς, αλλά και την εκ νέου δίωξή του λόγω του ότι του προσάπτεται η τέλεση αδικήματος, για το οποίο έχει οριστικώς αθωωθεί. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά μια τέτοια «αθώωση» η περίπτωση κατά την οποία τα δικαστήρια της Ένωσης ακυρώνουν τελεσιδίκως μια απόφαση της Επιτροπής, στηριζόμενα όχι μόνο σε εκτιμήσεις διαδικαστικής φύσεως, αλλά και σε εκτιμήσεις ως προς τα πραγματικά περιστατικά ή το ουσιαστικό δίκαιο.


18 – Ως προς τη θεμελιακή σημασία των σχετικών με τον ανταγωνισμό κανόνων της Συνθήκης για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, βλ. για παράδειγμα τις αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 1999, C-126/97, Eco Swiss (Συλλογή 1999, σ. I-3055, σκέψη 36), και της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C-453/99, Courage και Crehan (Συλλογή 2001, σ. I-6297, σκέψη 20). Η σημασία της αποτελεσματικής επιβολής αυτών των κανόνων υπογραμμίσθηκε εξάλλου εσχάτως με τις αποφάσεις της 11ης Ιουνίου 2009, C-429/07, X BV (Συλλογή 2009, σ. I-4833, σκέψεις 34, 35 και 37), της 7ης Δεκεμβρίου 2010, C-439/08, VEBIC (Συλλογή 2010, σ. I‑12471, ιδίως σκέψεις 59 και 61), και της 14ης Ιουνίου 2011, C-360/09, Pfleiderer (Συλλογή 2011, σ. I‑5161, σκέψη 19).


19 – Αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 1972, 37/71, Jamet κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 495, σκέψη 11), της 31ης Μαρτίου 1998, C-68/94 και C-30/95, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-1375, σκέψη 257), της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C-29/99, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2002, σ. I-11221, σκέψη 45), της 24ης Μαΐου 2005, C-244/03, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (Συλλογή 2005, σ. I-4021, σκέψη 12), της 27ης Ιουνίου 2006, C-540/03, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. I-5769, σκέψη 27), Επιτροπή κατά Département du Loiret (παρατεθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 105) και της 29ης Μαρτίου 2012, C-505/09 P, Επιτροπή κατά Εσθονίας (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 111).


20 – Αποφάσεις Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής (παρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψεις 258 και 259), Γαλλία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (παρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψη 13), Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (παρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψη 28) και Επιτροπή κατά Département du Loiret (παρατεθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 106).


21 – Αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C-239/01, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I-10333, σκέψη 37), Γαλλία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (παρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψη 14) και Επιτροπή κατά Εσθονίας (παρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψη 121).


22 – Σκέψεις 33 έως 35 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


23 – Αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1999, C-49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni (Συλλογή 1999, σ. I-4125, σκέψεις 83, 87 και 203), και της 7ης Ιανουαρίου 2004, C-204/00 P, C‑205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-123, σκέψη 83). Ομοίως, απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P έως C-208/02 P και C-213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I-5425, σκέψη 143), όπου γίνεται λόγος για τη «σιωπηρή έγκριση μιας παράνομης πρωτοβουλίας», πράγμα που συνεπάγεται «συνέργεια» και «παθητικό τρόπο συμμετοχής στην παράβαση».


24 – Συναφώς, απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni (παρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 87).


25 – Συναφώς, αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni (παρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 90) και Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (παρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 86). Ως προς την υπό κρίση περίπτωση, βλ. κατωτέρω τα σημεία 69 έως 72 των παρουσών προτάσεων.


26 – Στην υπό κρίση περίπτωση, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου, είναι αποδεδειγμένη η συμμετοχή της Coppens στο σύστημα προσφορών διευκολύνσεως (βλ. ιδίως τη σκέψη 28, συμπληρωματικώς δε τη σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).


27 – Συναφώς –για την αντίστροφη περίπτωση–, αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni (παρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 81), Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (παρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 258).


28 – Σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


29 – Συναφώς, επίσης, αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni (παρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 82) και Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (παρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψεις 258 και 259).


30 – Άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως, καθώς και σκέψεις 15 και 30 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


31 – Βλ. χάριν παραδείγματος τις αποφάσεις της 20ής Φεβρουαρίου 1997, C-166/95 P, Επιτροπή κατά Daffix (Συλλογή 1997, σ. I-983, σκέψη 41), της 18ης Ιουλίου 2007, C-213/06 P, ΕΥΑ κατά Karatzoglou (Συλλογή 2007, σ. I-6733, σκέψη 47), και της 10ης Ιουλίου 2008, C‑413/06 P, Bertelsmann και Sony κατά Impala (Συλλογή 2008, σ. I-4951, σκέψη 190).


32 – Συναφώς, οι αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 1999, C-104/97 P, Atlanta κατά Επιτροπής και Συμβουλίου (Συλλογή 1999, σ. I-6983, σκέψη 69), της 16ης Μαρτίου 2000, C-395/96 P και C‑396/96 P, Compagnie maritime belge transports κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-1365, σκέψη 148), της 18ης Ιουλίου 2007, C-326/05 P, Indústrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I-6557, σκέψη 71), και της 22ας Μαρτίου 2007, C-15/06 P, Regione siciliana κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I-2591, σκέψη 41).


33 – Αποφάσεις της 15ης Οκτωβρίου 2002, C-238/99 P, C-244/99 P, C-245/99 P, C-247/99 P, C‑250/99 P έως C-252/99 P και C-254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I-8375, σκέψη 510), Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (παρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 85) και Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (παρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 145).


34 – Αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-291/98 P, Sarrió κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-9991, σκέψη 50), Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (παρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 85) και Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (παρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 144).


35 – Συναφώς, αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni (παρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 96), Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (παρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 81) και Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (παρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 142).


36 – Βλ. σχετικώς, ανωτέρω, τα σημεία 3 και 12, καθώς και την παρατεθείσα στην υποσημείωση 23 νομολογία.


37 – Σε μελλοντικές διαδικασίες που αφορούν συμπράξεις μπορεί για παράδειγμα να ανακύψει το ζήτημα αν μια επιχείρηση πρέπει να χαρακτηρισθεί ή όχι ως κατ’ επανάληψη δράστης.


38 – Βλ. σχετικώς τα σημεία 22 έως 41 των παρουσών προτάσεων.


39 – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ L 1, σ. 1).


40 – Αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni (παρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 218) και της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C-167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I-8935, σκέψη 244). Βλ. επιπλέον τις αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-8485, σκέψεις 141 και 142), της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-280/98 P, Weig κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-9757, σκέψη 83), και Sarrió κατά Επιτροπής (παρατεθείσα στην υποσημείωση 34, σκέψη 102).


41 – Κατά τη νομολογία, ο ορθός καθορισμός του προστίμου δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα απλού υπολογισμού που στηρίζεται στον ολικό κύκλο εργασιών· βλ. τις αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψεις 120 και 121), της 18ης Μαΐου 2006, C-397/03 P, Archer Daniels Midland und Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I-4429, σκέψη 100), και συμπληρωματικώς την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1994, T-77/92, Parker Pen κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. II-549, σκέψεις 94 και 95).


42 – Βλ. σχετικώς την αιτιολογική σκέψη 540 της επίδικης αποφάσεως.


43 – Άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως.


44 – Βλ. σχετικώς την αιτιολογική σκέψη 237 της επίδικης αποφάσεως.


45 – Η Coppens προβάλλει ότι μόνον στο 23 % των εν λόγω συμβάσεων είχε επιτυχία.


46 – Αιτιολογική σκέψη 543 της επίδικης αποφάσεως.


47 – Αιτιολογικές σκέψεις 555 και 556 της επίδικης αποφάσεως.


48 – Η δυνατότητα εφαρμογής ενός αποτρεπτικού συντελεστή αναγνωρίζεται στη νομολογία· βλ. τις αποφάσεις Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής (παρατεθείσα στην υποσημείωση 41, σκέψη 106), της 29ης Ιουνίου 2006, C-289/04 P, Showa Denko κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I-5859, σκέψη 16), και της 17ης Ιουνίου 2010, C-413/08 P, Lafarge κατά Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ. I-5361, σκέψη 102).


49 – Βλ., ανωτέρω, τα σημεία 48 έως 53 των παρουσών προτάσεων.


50 – Βλ. σχετικώς την αιτιολογική σκέψη 547 της επίδικης αποφάσεως.


51 – Έτσι, επίσης, οι υπολογισμοί της Επιτροπής (βλ. την αιτιολογική σκέψη 558 της επίδικης αποφάσεως).


52 – Βλ. σχετικώς, ανωτέρω, τα σημεία 3 και 12, καθώς και την παρατιθέμενη στην υποσημείωση 23 νομολογία.


53 – Οι συμφωνίες περί καθορισμού τιμών, ως τρίτο συστατικό στοιχείο της γενικής συμπράξεως, χρησιμοποιήθηκαν, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της Επιτροπής, μόνον έως τον Μάιο του 1990 (βλ., ανωτέρω, το σημείο 8 των παρουσών προτάσεων).


54 – Βλ., ανωτέρω, τα σημεία 48 έως 53 των παρουσών προτάσεων.


55 – Βλ. σχετικώς την αιτιολογική σκέψη 605 της επίδικης αποφάσεως, όπου ο καθοριστικός κύκλος εργασιών της Coppens το έτος 2006 υπολογίζεται κατ’ εκτίμηση σε 1 046 318 ευρώ.


56 – Βλ. γενικώς για την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας κατά τον υπολογισμό προστίμων την απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (παρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 319).