Language of document : ECLI:EU:C:2011:610

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

VERICA TRSTENJAK

της 22ας Σεπτεμβρίου 2011 (1)

Υπόθεση C‑493/10

M. E.,

A. S. M.,

M. T.,

K. P.,

E. H.

κατά

Refugee Applications Commissioner,

Minister for Justice, Equality and Law Reform

[αίτηση του High Court (Ιρλανδία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κανονισμός 343/2003 – Μεταφορά αιτούντων άσυλο στο κράτος μέλος το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου – Υποχρέωση εφαρμογής της ρήτρας κυριαρχίας κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 – Συμβατότητα της μεταφοράς αιτούντος άσυλο με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – Άρθρο 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – Δικαίωμα ασύλου»






Περιεχόμενα


I –   Εισαγωγή

II – Το νομικό πλαίσιο

Α –   Το δίκαιο της Ένωσης

1.     Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

2.     Το παράγωγο δίκαιο

α) Ο κανονισμός 343/2003

β) Η οδηγία 2001/55

γ) Η οδηγία 2003/9

δ) Η οδηγία 2004/83

ε) Η οδηγία 2005/85

III – Τα πραγματικά περιστατικά και η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

V –   Επιχειρήματα των διαδίκων

VI – Νομική εκτίμηση

Α –   Εισαγωγικές σκέψεις

Β –   Η υποχρέωση εφαρμογής της ρήτρας κυριαρχίας κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων λόγω της μεταφοράς αιτούντος άσυλο στο πρωτευόντως υπεύθυνο κράτος μέλος

Γ –   Το κράτος μέλος που προβαίνει στη μεταφορά αιτούντος άσυλο κατά τον κανονισμό 343/2003 οφείλει πριν από τη μεταφορά του να ελέγξει αν εξασφαλίζονται τα προβλεπόμενα από τον Χάρτη δικαιώματα του αιτούντος άσυλο στο κράτος μέλος προορισμού

VII – Πρόταση

I –    Εισαγωγή

1.        Τα κριτήρια προσδιορισμού του κράτους μέλους το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως ασύλου που υποβάλλεται εντός της Ένωσης, προκύπτουν από τον κανονισμό (ΕΚ) 343/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας (2). Ουσιώδες γνώρισμα του συστήματος κατανομής αρμοδιοτήτων το οποίο θεσπίζει ο εν λόγω κανονισμός όσον αφορά τις υποθέσεις ασύλου συνιστά το ότι κατ’ αρχήν μόνον ένα κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως ασύλου που υποβάλλεται εντός της Ένωσης. Αν υπήκοος τρίτης χώρας έχει υποβάλει αίτηση ασύλου σε κράτος μέλος το οποίο κατά τις διατάξεις του κανονισμού 343/2003 δεν είναι πρωτευόντως υπεύθυνο για την εξέταση αυτής της αιτήσεως, ο κανονισμός προβλέπει διαδικασία μεταφοράς του αιτούντος άσυλο στο κράτος μέλος το οποίο είναι πρωτευόντως υπεύθυνο.

2.        Εντούτοις, υπό το πρίσμα της τρέχουσας κρίσεως την οποία διέρχεται το ελληνικό σύστημα ασύλου τίθεται το ερώτημα, όσον αφορά τα λοιπά κράτη μέλη, αν επιτρέπεται να μεταφέρουν αιτούντες άσυλο στην Ελλάδα κατά τις διατάξεις του κανονισμού 343/2003, εφόσον δεν μπορεί να εξασφαλισθεί πλέον στην Ελλάδα η σύμφωνη προς τις επιταγές της Ένωσης μεταχείριση των αιτούντων άσυλο και η εξέταση των αιτήσεών τους. Δεδομένου ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 παρέχει στα κράτη μέλη το δικαίωμα να παρεκκλίνουν από τους προβλεπόμενους κανόνες απονομής αρμοδιοτήτων και να αναλάβουν αντί του πρωτευόντως υπεύθυνου κράτους μέλους την εξέταση αιτήσεως ασύλου η οποία υποβλήθηκε στο έδαφός τους, τίθεται επιπλέον το ερώτημα αν η εφαρμογή αυτής της κοινώς καλούμενης «ρήτρας κυριαρχίας» των κρατών μελών μπορεί να είναι υποχρεωτική οσάκις το πρωτευόντως υπεύθυνο κράτος μέλος δεν είναι πλέον σε θέση να μεταχειρισθεί τους αιτούντες άσυλο σύμφωνα με τις επιταγές του δικαίου της Ένωσης.

3.        Επί των ζητημάτων αυτών καλείται να αποφανθεί το αιτούν δικαστήριο στην κύρια δίκη, στην οποία πέντε αιτούντες άσυλο, οι οποίοι εισήλθαν παρανόμως στο έδαφος της Ένωσης διά του ελληνικού εδάφους αλλά υπέβαλαν αίτηση ασύλου στην Ιρλανδία, αντιτάσσονται στην επιστροφή τους από την Ιρλανδία στην Ελλάδα.

4.        Η προκειμένη υπόθεση παρουσιάζει στενή συνάφεια με την υπόθεση C‑411/10, N.S., επί της οποίας θα αναπτύξω τις προτάσεις μου την ίδια ημέρα με τις παρούσες προτάσεις. Η υπόθεση N.S. έχει ως αντικείμενο τη μεταφορά αιτούντων άσυλο από το Ηνωμένο Βασίλειο στην Ελλάδα κατά τις διατάξεις του κανονισμού 343/2003 και, με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου, η υπόθεση αυτή έχει ενωθεί με την προκειμένη υπόθεση για να συνεκδικασθούν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως. Για λόγους σαφήνειας αναπτύσσω χωριστά τις προτάσεις μου ως προς την κάθε υπόθεση. Ωστόσο οι παρούσες προτάσεις περιλαμβάνουν αρκετές παραπομπές στις προτάσεις επί της υποθέσεως N.S.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α –       Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

5.        Το άρθρο 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων [στο εξής: Χάρτης] επιγράφεται «Ανθρώπινη αξιοπρέπεια»:

«Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι απαραβίαστη. Πρέπει να είναι σεβαστή και να προστατεύεται.»

6.        Το άρθρο 4 του Χάρτη επιγράφεται «Απαγόρευση των βασανιστηρίων και των απάνθρωπων ή εξευτελιστικών ποινών ή μεταχείρισης»:

«Κανείς δεν μπορεί να υποβληθεί σε βασανιστήρια ούτε σε απάνθρωπες ή εξευτελιστικές ποινές ή μεταχείριση.»

7.        Το άρθρο 18 του Χάρτη επιγράφεται «Δικαίωμα ασύλου»:

«Το δικαίωμα ασύλου διασφαλίζεται τηρουμένων των κανόνων της Σύμβασης της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 και του Πρωτοκόλλου της 31ης Ιανουαρίου 1967 περί του καθεστώτος των προσφύγων και σύμφωνα με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

8.        Το άρθρο 19 του Χάρτη επιγράφεται «Προστασία σε περίπτωση απομάκρυνσης, απέλασης και έκδοσης»:

«1.      Απαγορεύονται οι ομαδικές απελάσεις.

2.      Κανείς δεν μπορεί να απομακρυνθεί, να απελαθεί ή να εκδοθεί προς κράτος όπου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση.»

2.      Το παράγωγο δίκαιο

9.        Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κατά την έκτακτη σύνοδο στο Τάμπερε στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, συμφώνησε να καταβληθεί προσπάθεια για τη θέσπιση κοινού ευρωπαϊκού συστήματος για το άσυλο, με βάση την πλήρη και συνολική εφαρμογή της Συμβάσεως της Γενεύης, της 28ης Ιουλίου 1951, σχετικά με το καθεστώς των προσφύγων (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31ης Ιανουαρίου 1967, επιβεβαιώνοντας την αρχή της μη επαναπροωθήσεως και διασφαλίζοντας ότι κανείς δεν επαναπροωθείται σε μέρος όπου θα υφίστατο διώξεις. Κατά την εν λόγω έκτακτη σύνοδο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιβεβαίωσε επίσης ότι στο πλαίσιο της αλληλεγγύης πρέπει να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά το ζήτημα της προσωρινής προστασίας των εκτοπισθέντων.

10.      Με σκοπό την υλοποίηση των συμπερασμάτων του Τάμπερε εκδόθηκαν μεταξύ άλλων ο ακόλουθος κανονισμός και οι ακόλουθες οδηγίες (3):

–        ο κανονισμός 343/2003,

–        η οδηγία 2001/55/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 2001, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές παροχής προσωρινής προστασίας σε περίπτωση μαζικής εισροής εκτοπισθέντων και μέτρα για τη δίκαιη κατανομή των βαρών μεταξύ κρατών μελών όσον αφορά την υποδοχή και την αντιμετώπιση των συνεπειών της υποδοχής αυτών των ατόμων (4),

–        η οδηγία 2003/9/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη (5),

–        η οδηγία 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους (6),

–        η οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα (7).

11.      Ειδικότερα, ο ανωτέρω κανονισμός και οι σχετικές οδηγίες προβλέπουν τα εξής.

 Ο κανονισμός 343/2003

12.      Κατά το πρώτο άρθρο του, ο κανονισμός 343/2003 θεσπίζει τα κριτήρια και τους μηχανισμούς προσδιορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως ασύλου η οποία υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας.

13.      Κατά το άρθρο 3 του κανονισμού 343/2003:

«1.      Τα κράτη μέλη εξετάζουν κάθε αίτηση ασύλου που υποβάλλεται από υπήκοο τρίτης χώρας σε οποιοδήποτε από αυτά, είτε στα σύνορα είτε εντός του εδάφους του. Η αίτηση εξετάζεται από ένα μόνον κράτος μέλος, το οποίο είναι το οριζόμενο ως υπεύθυνο σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ.

2.      Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, κάθε κράτος μέλος δύναται να εξετάζει αίτηση ασύλου που έχει κατατεθεί από υπήκοο τρίτης χώρας, ακόμη και αν δεν είναι υπεύθυνο για την εξέταση δυνάμει των κριτηρίων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Στην περίπτωση αυτή, το εν λόγω κράτος μέλος καθίσταται το υπεύθυνο κράτος μέλος κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού και αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις που συνδέονται με αυτή την ευθύνη. Ενδεχομένως, ενημερώνει το προηγουμένως υπεύθυνο κράτος μέλος, εκείνο που διεξάγει διαδικασία προσδιορισμού του υπευθύνου κράτους ή εκείνο στο οποίο υποβλήθηκε αίτημα ανάληψης ή εκ νέου ανάληψης.

3.      Έκαστο κράτος μέλος διατηρεί το δικαίωμα, να προωθεί, κατ’ εφαρμογή του εθνικού δικαίου του, τον αιτούντα άσυλο προς τρίτη χώρα, τηρουμένων των διατάξεων της Συμβάσεως της Γενεύης.

4.      Ο αιτών άσυλο ενημερώνεται εγγράφως σε γλώσσα την οποία ευλόγως τεκμαίρεται ότι κατανοεί σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, τις προθεσμίες και τα αποτελέσματά του.»

14.      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 343/2003 ορίζει τα εξής:

«1.      Η διαδικασία προσδιορισμού του υπευθύνου κράτους μέλους δυνάμει του παρόντος κανονισμού κινείται μόλις υποβληθεί για πρώτη φορά αίτηση ασύλου σε ένα κράτος μέλος.

2.      Η αίτηση ασύλου θεωρείται υποβληθείσα από τη στιγμή που έντυπο που υποβάλλεται από τον αιτούντα άσυλο ή πρακτικά που καταρτίζονται από τις αρχές παραλαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Εάν η αίτηση δεν γίνεται εγγράφως, το διάστημα μεταξύ της δήλωσης πρόθεσης και της κατάρτισης πρακτικού θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν βραχύτερο.

[…]»

15.      Το άρθρο 5 του κανονισμού 343/2003 ορίζει:

«1.      Τα κριτήρια του παρόντος κεφαλαίου για τον προσδιορισμό του υπευθύνου κράτους μέλους εφαρμόζονται με τη σειρά με την οποία παρατίθενται στο παρόν κεφάλαιο.

2.      Ο προσδιορισμός του υπευθύνου κράτους μέλους κατ’ εφαρμογή των κριτηρίων πραγματοποιείται βάσει της κατάστασης που υπήρχε τη στιγμή κατά την οποία ο αιτών άσυλο υπέβαλε την αίτησή του για πρώτη φορά σε ένα κράτος μέλος.»

16.      Κατά το άρθρο 10 του κανονισμού 343/2003:

«1.      Όταν διαπιστώνεται, βάσει αποδεικτικών στοιχείων ή των εμμέσων αποδείξεων, όπως περιγράφεται στους δύο καταλόγους που αναφέρονται στο άρθρο 18, παράγραφος 3, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων που αναφέρονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2725/2000, ότι ο αιτών άσυλο διέβη παρανόμως, οδικώς, διά θαλάσσης ή δι’ αέρος, τα σύνορα κράτους μέλους προερχόμενος από τρίτη χώρα, αυτό το κράτος μέλος στο οποίο εισήλθε παρανόμως είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης ασύλου. Η ευθύνη αυτή παύει να υφίσταται δώδεκα μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα η παράνομη διάβαση των συνόρων.

2.      Όταν ένα κράτος μέλος δεν μπορεί ή δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί υπεύθυνο σύμφωνα με την παράγραφο 1 και εφόσον διαπιστώνεται, βάσει των αποδεικτικών στοιχείων ή των έμμεσων αποδείξεων, όπως περιγράφεται στους δύο καταλόγους που αναφέρονται στο άρθρο 18, παράγραφος 3, ότι ο αιτών άσυλο –ο οποίος εισήλθε στο έδαφος των κρατών μελών παρανόμως ή υπό συνθήκες που δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθούν– κατά την υποβολή της αίτησής του ζούσε προηγουμένως για μια συνεχή περίοδο τουλάχιστον πέντε μηνών σε ένα κράτος μέλος, αυτό το κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης ασύλου.

Εάν ο αιτών διέμεινε για διαστήματα τουλάχιστον πέντε μηνών σε πλείονα κράτη μέλη, υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης ασύλου είναι το κράτος μέλος της τελευταίας διαμονής.»

17.      Το άρθρο 13 του κανονισμού 343/2003 ορίζει:

«Εάν δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί το κράτος μέλος το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης ασύλου βάσει των κριτηρίων που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό, υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης είναι το πρώτο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση ασύλου.»

18.      Κατά το άρθρο 16 του κανονισμού 343/2003:

«1.      Το κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου δυνάμει του παρόντος κανονισμού υποχρεούται:

α)      να αναδέχεται υπό τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 17 έως 19 αιτούντα άσυλο ο οποίος υπέβαλε αίτηση σε άλλο κράτος μέλος·

β)      να ολοκληρώσει την εξέταση της αίτησης ασύλου·

[…]

3.      Οι υποχρεώσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 έναντι υπηκόου τρίτης χώρας εκλείπουν αν ο ενδιαφερόμενος εγκαταλείψει το έδαφος των κρατών μελών για διάστημα τουλάχιστον τριών μηνών, εκτός εάν ο υπήκοος τρίτης χώρας είναι κάτοχος εν ισχύ τίτλου διαμονής που έχει εκδοθεί από το υπεύθυνο κράτος μέλος.

[…]»

19.      Το άρθρο 17 του κανονισμού 343/2003 ορίζει:

«1.      Εάν το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε αίτηση ασύλου θεωρεί ότι άλλο κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την εξέτασή της, μπορεί να απευθύνει σε αυτό αίτημα περί αναδοχής του αιτούντος, το συντομότερο δυνατό και, σε κάθε περίπτωση, εντός προθεσμίας τριών μηνών από την υποβολή της αίτησης ασύλου κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2.

Εάν το αίτημα περί αναδοχής του αιτούντος δεν υποβληθεί εντός της προθεσμίας των τριών μηνών, η ευθύνη της εξέτασης της αίτησης ασύλου εμπίπτει στο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση.

[…]»

20.      Κατά το άρθρο 18 του κανονισμού 343/2003:

«1.      Το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα προβαίνει στις απαραίτητες επαληθεύσεις και αποφαίνεται σχετικά με το αίτημα περί αναδοχής του αιτούντος εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία της παραλαβής του αιτήματος.

[…]

7.      Η έλλειψη απάντησης εντός της προθεσμίας των δύο μηνών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και του ενός μηνός που προβλέπεται στην παράγραφο 6 ισοδυναμεί με αποδοχή του αιτήματος και συνεπάγεται την υποχρέωση αναδοχής του προσώπου, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων για κατάλληλη διευθέτηση για την άφιξη.»

21.      Το άρθρο 19 του κανονισμού 343/2003 ορίζει:

«1.      Όταν το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα δέχεται την αναδοχή του αιτούντος, το κράτος μέλος στο οποίο έχει υποβληθεί η αίτηση ασύλου κοινοποιεί στον αιτούντα την απόφασή του να μην εξετάσει την αίτηση και την υποχρέωση μεταφοράς του αιτούντος προς το υπεύθυνο κράτος μέλος.

2.      Η απόφαση της παραγράφου 1 πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Συνοδεύεται από στοιχεία σχετικά με την προθεσμία εκτέλεσης της μεταφοράς και περιλαμβάνει, εφόσον είναι απαραίτητο, τις πληροφορίες σχετικά με τον τόπο στον οποίο θα πρέπει να παρουσιασθεί ο αιτών άσυλο και την ημερομηνία κατά την οποία θα πρέπει να το πράξει, εφόσον μεταβαίνει στο υπεύθυνο κράτος μέλος με δικά του μέσα. Κατά της αποφάσεως αυτής μπορεί να ασκηθεί ένδικο μέσο ή αναθεώρηση. Το ένδικο μέσο κατά της απόφασης αυτής ή η αναθεώρησή της δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα όσον αφορά την εκτέλεση της μεταφοράς, εκτός αν τα δικαστήρια ή τα αρμόδια όργανα το αποφασίσουν κατά περίπτωση, εφόσον αυτό επιτρέπεται από την εθνική νομοθεσία.

3.      Η μεταφορά του αιτούντος από το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση ασύλου προς το υπεύθυνο κράτος μέλος πραγματοποιείται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του πρώτου κράτους μέλους ύστερα από διαβούλευση μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών μελών, μόλις αυτό είναι πρακτικά δυνατόν και το αργότερο εντός προθεσμίας έξι μηνών από την αποδοχή του αιτήματος περί αναδοχής ή από την έκδοση απόφασης επί ενδίκου μέσου ή αναθεώρησης εφόσον έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα.

[…]

4.      Εάν η μεταγωγή δεν πραγματοποιηθεί εντός της προθεσμίας των έξι μηνών, η αρμοδιότητα ανατίθεται στο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση ασύλου. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παρατείνεται σε ένα έτος κατ’ ανώτατο όριο, εάν η μεταφορά δεν κατέστη δυνατόν να πραγματοποιηθεί λόγω κράτησης του αιτούντος άσυλο ή σε 18 μήνες κατ’ ανώτατο όριο αν ο αιτών φυγοδικεί.

[…]»

 Η οδηγία 2001/55

22.      Το άρθρο 1 της οδηγίας 2001/55 ορίζει ότι η εν λόγω οδηγία έχει σκοπό να θεσπίσει ελάχιστες προδιαγραφές παροχής προσωρινής προστασίας σε περίπτωση μαζικής εισροής εκτοπισθέντων από τρίτες χώρες οι οποίοι δεν μπορούν να επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους, και να επιδιώξει τη δίκαιη κατανομή των βαρών μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την υποδοχή και την αντιμετώπιση των συνεπειών της υποδοχής αυτών των ατόμων.

23.      Κατά το άρθρο 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2001/55, ο όρος «προσωρινή προστασία» περιγράφει μια διαδικασία με έκτακτο χαρακτήρα που εξασφαλίζει, σε περίπτωση μαζικής εισροής ή εάν επίκειται μαζική εισροή εκτοπισθέντων από τρίτες χώρες, οι οποίοι δεν μπορούν να επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους, άμεση και προσωρινή προστασία σε αυτά τα άτομα, ιδίως εάν υπάρχει επίσης κίνδυνος το σύστημα ασύλου να μην μπορεί να αντιμετωπίσει αυτήν την εισροή χωρίς αρνητικές συνέπειες για την καλή λειτουργία του, το συμφέρον των ενδιαφερομένων ατόμων και το συμφέρον άλλων ατόμων που ζητούν προστασία.

24.      Το κεφάλαιο II της οδηγίας 2001/55 περιλαμβάνει ρυθμίσεις σχετικά με τη διάρκεια και την εφαρμογή της προσωρινής προστασίας. Το κεφάλαιο III αφορά τις υποχρεώσεις των κρατών μελών έναντι των ατόμων που απολαύουν προσωρινής προστασίας. Το κεφάλαιο IV της οδηγίας ρυθμίζει την πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου στο πλαίσιο της προσωρινής προστασίας. Το κεφάλαιο V της οδηγίας αφορά τον επαναπατρισμό των ατόμων που απολαύουν προσωρινής προστασίας και τα μέτρα μετά τη λήξη της προσωρινής προστασίας. Το κεφάλαιο VI κατανέμει υποχρεώσεις και καθήκοντα μεταξύ των κρατών μελών στο πλαίσιο της αλληλεγγύης εντός της Ένωσης.

 Η οδηγία 2003/9

25.      Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/9 ορίζει ότι σκοπός της εν λόγω οδηγίας είναι η θέσπιση ελάχιστων προτύπων για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη.

26.      Τα ελάχιστα πρότυπα τα οποία θεσπίζει η οδηγία 2003/9 αφορούν τις υποχρεώσεις ενημερώσεως των αιτούντων άσυλο από τα κράτη μέλη (άρθρο 5), τη χορήγηση επίσημων εγγράφων στους αιτούντες άσυλο (άρθρο 6), τη διαμονή και την ελεύθερη κυκλοφορία των αιτούντων άσυλο (άρθρο 7), τη διατήρηση της ενότητας οικογενείας των αιτούντων άσυλο (άρθρο 8), τη μαθητεία και την εκπαίδευση των ανηλίκων (άρθρο 10), την πρόσβαση των αιτούντων άσυλο στην αγορά εργασίας (άρθρο 11) και την επαγγελματική κατάρτισή τους (άρθρο 12), καθώς και τους γενικούς κανόνες για τις υλικές συνθήκες υποδοχής και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των αιτούντων άσυλο (άρθρα 13 επ.).

27.      Κατά το άρθρο 21 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Προσφυγές», τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι απορριπτικές αποφάσεις όσον αφορά την παροχή πλεονεκτημάτων κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας ή οι αποφάσεις που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7, οι οποίες θίγουν ατομικά τους αιτούντες άσυλο, να μπορούν να προσβάλλονται με τις διαδικασίες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο. Στον τελευταίο βαθμό τουλάχιστον χορηγείται η δυνατότητα προσφυγής ή επανεξετάσεως ενώπιον δικαστικής αρχής.

28.      Το άρθρο 23 της οδηγίας 2003/9 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, τηρουμένης δεόντως της συνταγματικής τους διαρθρώσεως, την καθιέρωση κατάλληλου προσανατολισμού, παρακολουθήσεως και ελέγχου του επιπέδου των συνθηκών υποδοχής. Κατά το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας τα κράτη μέλη παρέχουν τους αναγκαίους πόρους σε συνάρτηση με τις εθνικές διατάξεις που τίθενται σε ισχύ προκειμένου να εφαρμοσθεί η παρούσα οδηγία.

 Η οδηγία 2004/83

29.      Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2004/83, σκοπός της εν λόγω οδηγίας είναι η θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους και ο καθορισμός του περιεχομένου της παρεχόμενης προστασίας.

30.      Τα κεφάλαια II, III και V της οδηγίας 2004/83 περιλαμβάνουν σειρά προϋποθέσεων και κριτηρίων όσον αφορά την εξέταση των αιτήσεων αναγνωρίσεως του καθεστώτος πρόσφυγα ή χορηγήσεως του καθεστώτος επικουρικής προστασίας καθώς και όσον αφορά την αναγνώριση υπηκόου τρίτης χώρας ως πρόσφυγα ή ως δικαιούχου επικουρικής προστασίας. Το κεφάλαιο IV προβλέπει, αφενός, ότι τα κράτη μέλη χορηγούν το καθεστώς πρόσφυγα σε υπηκόους τρίτων χωρών ή σε ανιθαγενείς που πληρούν τις οικείες προϋποθέσεις σύμφωνα με τα κεφάλαια ΙΙ και ΙΙΙ (άρθρο 13). Αφετέρου, το κεφάλαιο αυτό καθορίζει τις διαδικαστικές λεπτομέρειες σχετικά με την ανάκληση, τον τερματισμό ή την άρνηση ανανεώσεως του καθεστώτος πρόσφυγα (άρθρο 14). Το κεφάλαιο VI περιέχει τις οικείες προϋποθέσεις της χορηγήσεως (άρθρο 18) καθώς και της ανάκλησης, του τερματισμού ή της άρνησης ανανεώσεως του καθεστώτος επικουρικής προστασίας (άρθρο 19). Το κεφάλαιο VII καθορίζει το περιεχόμενο της διεθνούς προστασίας, το οποίο περιέχει μεταξύ άλλων και την προστασία από την επαναπροώθηση (άρθρο 21). Το κεφάλαιο VIII ρυθμίζει ζητήματα διοικητικής συνεργασίας. Κατά το άρθρο 36 τα κράτη μέλη μεριμνούν, μεταξύ άλλων, ώστε οι αρχές και οι λοιποί οργανισμοί που εφαρμόζουν την παρούσα οδηγία να έχουν λάβει την απαραίτητη κατάρτιση.

 Η οδηγία 2005/85

31.      Το άρθρο 1 της οδηγίας 2005/85 ορίζει ως σκοπό της τη θέσπιση ελάχιστων προδιαγραφών για τις διαδικασίες διά των οποίων τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα.

32.      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85, η οδηγία αυτή εφαρμόζεται σε όλες τις αιτήσεις ασύλου που υποβάλλονται στο έδαφος, περιλαμβανομένων των συνόρων, ή στις ζώνες διελεύσεως των κρατών μελών, καθώς και στην ανάκληση του καθεστώτος του πρόσφυγα. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, τα κράτη μέλη ορίζουν για όλες τις διαδικασίες αποφαινόμενη αρχή υπεύθυνη για τη δέουσα εξέταση των αιτήσεων βάσει της σχετικής οδηγίας.

33.      Το κεφάλαιο ΙΙ της οδηγίας 2005/85 προβλέπει τις βασικές αρχές που διέπουν αυτές τις διαδικασίες καθώς και τις εγγυήσεις που πρέπει να χορηγούνται στους αιτούντες άσυλο. Το κεφάλαιο ΙΙΙ της οδηγίας θέτει συγκεκριμένες προϋποθέσεις όσον αφορά τη διαδικασία αναγνωρίσεως του καθεστώτος πρόσφυγα υιοθετώντας την έννοια των ασφαλών τρίτων χωρών (άρθρο 27) καθώς και των ασφαλών χωρών καταγωγής (άρθρο 31). Το κεφάλαιο V ρυθμίζει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής του αιτούντος άσυλο (άρθρο 39).

III – Τα πραγματικά περιστατικά και η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως

34.      Αντικείμενο της κύριας δίκης είναι οι προσφυγές πέντε αιτούντων άσυλο κατά των αποφάσεων του Refugee Applications Commissioner (στο εξής: πρώτος καθού της κύριας δίκης) οι οποίες διατάσσουν, δυνάμει των διατάξεων του κανονισμού 343/2003, τη μεταφορά των εν λόγω αιτούντων άσυλο στην Ελλάδα προκειμένου να εξετασθούν εκεί οι αιτήσεις τους ασύλου.

35.      Καθένας από τους προσφεύγοντες, οι οποίοι ουδεμία σχέση έχουν μεταξύ τους, ταξίδεψε μέσω Ελλάδας όπου και συνελήφθη για παράνομη είσοδο στη χώρα. Πρόκειται για ενήλικους άνδρες, από τους οποίους ουδείς προέβαλε ότι εμπίπτει στην κατηγορία των ευάλωτων προσώπων ή ότι πάσχει από αναπηρία. Όλοι οι προσφεύγοντες εγκατέλειψαν την Ελλάδα χωρίς να υποβάλουν αίτηση ασύλου και μετέβησαν στην Ιρλανδία όπου και υπέβαλαν αίτηση ασύλου.

36.      Οι πέντε προσφεύγοντες κατάγονται, όπως υποστηρίζουν, από το Αφγανιστάν, το Ιράν και την Αλγερία. Όλοι τους αρνούνται να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι οι διαδικασίες και οι συνθήκες για τους αιτούντες άσυλο στην Ελλάδα δεν είναι ικανοποιητικές και, ως εκ τούτου, η Ιρλανδία υποχρεούται να ασκήσει τη διακριτική ευχέρεια που της παρέχει το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για την εξέταση και την έκβαση των αιτήσεών τους ασύλου.

37.      Ο πρώτος καθού της κύριας δίκης δεν εφάρμοσε την προβλεπόμενη από το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003, ρήτρα κυριαρχίας και ο Minister for Justice and Law Reform (στο εξής: δεύτερος καθού της κύριας δίκης) εξέδωσε σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 343/2003 εντάλματα μεταφοράς για τους πέντε προσφεύγοντες. Ωστόσο, η μεταφορά τους ανεστάλη μέχρι περατώσεως της ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου διαδικασίας στην οποία προσβλήθηκε το κύρος της αποφάσεως του πρώτου καθού να μην εφαρμόσει τη ρήτρα κυριαρχίας την οποία προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003.

38.      Καθόσον το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 όσον αφορά περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

1)      Είναι το κράτος μέλος που προβαίνει στη μεταφορά, κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003, υποχρεωμένο να ελέγχει τη συμμόρφωση του κράτους μέλους προορισμού με το άρθρο 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τις οδηγίες 2003/9/ΕΚ, 2004/83/ΕΚ και 2005/85/ΕΚ, και με τον κανονισμό (ΕΚ) 343/2003;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως και εφόσον κριθεί ότι το κράτος μέλος προορισμού δεν έχει συμμορφωθεί με μία ή περισσότερες από τις ως άνω ρυθμίσεις, οφείλει το κράτος μέλος που προβαίνει στη μεταφορά να αναλάβει την ευθύνη για την εξέταση της αιτήσεως, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003;

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

39.      Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 15 Οκτωβρίου 2010. Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβρίου 2010 οι υποθέσεις C-411/10 και C‑493/10 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης διαδικασίας και ακολούθως με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2011 οι εν λόγω υποθέσεις ενώθηκαν για να συνεκδικασθούν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

40.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, η Amnesty International Limited και το AIRE (Advice on Individual Rights in Europe) Centre ως παρεμβαίνοντες, η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, η Δημοκρατία της Ιρλανδίας, το Βασίλειο του Βελγίου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, το Ηνωμένο Βασίλειο, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Ιταλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Φινλανδίας, η Ελληνική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Αυστρίας, η Τσεχική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Πολωνίας, η Ελβετική Συνομοσπονδία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Ιουνίου 2011 παρέστησαν οι εκπρόσωποι των προσφευγόντων της κύριας δίκης, της Amnesty International Limited και του AIRE Centre, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Επιτροπής.

V –    Επιχειρήματα των διαδίκων

41.      Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, η Amnesty International Limited και το AIRE Centre υποστηρίζουν ότι πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, αν δηλαδή κράτος μέλος που προβαίνει στη μεταφορά, κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003, είναι υποχρεωμένο να ελέγχει τη συμμόρφωση του κράτους μέλους προορισμού με το άρθρο 18 του Χάρτη, με τις οδηγίες 2003/9, 2004/83 και 2005/85, και με τον κανονισμό 343/2003.

42.      Συναφώς, η Βελγική, η Γερμανική και η Γαλλική Κυβέρνηση, η Επιτροπή και η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες επισημαίνουν ότι το κράτος μέλος που προβαίνει στη μεταφορά κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 343/2003 μπορεί ευλόγως να θεωρεί ότι το κράτος μέλος το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως ασύλου ενεργεί σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, αλλά αυτό το τεκμήριο είναι μαχητό. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου τονίζει ότι η υποχρέωση ελέγχου της συμμορφώσεως του κράτους μέλους προορισμού με το άρθρο 18 του Χάρτη, με τις διατάξεις των οδηγιών 2003/9, 2004/83 και 2005/85, καθώς και του κανονισμού 343/2003 υφίσταται μόνον υπό εξαιρετικές συνθήκες, ήτοι όταν αποδεικνύεται σαφώς ότι το υπεύθυνο κράτος μέλος δεν ενεργεί σύμφωνα με τις επιταγές προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και με το δίκαιο της Ένωσης.

43.      Κατά την Ιρλανδική, την Ιταλική, την Τσεχική, την Πολωνική και τη Φινλανδική Κυβέρνηση πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα. Η Ελληνική και η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι το δίκαιο της Ένωσης αποκλείει τη δυνατότητα κράτους μέλους να εξετάσει αν άλλο κράτος μέλος ενεργεί σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.

44.      Η Αυστριακή Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το κράτος μέλος το οποίο καλείται να κρίνει αν είναι δυνατή η μεταφορά στο υπεύθυνο κατά τις διατάξεις του κανονισμού 343/2003 κράτος μέλος, πρέπει να λαμβάνει υπόψη αν το κράτος μέλος προορισμού συμμορφώνεται κατ’ αρχήν με τους ελάχιστους κανόνες, η τήρηση των οποίων θα μπορούσε να συνιστά τεκμήριο ότι η μεταφορά είναι σύμφωνη με τον Χάρτη.

45.      Στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, αν οφείλει, δηλαδή, το κράτος μέλος που προβαίνει στη μεταφορά να αναλάβει την ευθύνη για την εξέταση της αιτήσεως, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003, εφόσον κριθεί ότι το κράτος μέλος προορισμού δεν έχει συμμορφωθεί με το άρθρο 18 του Χάρτη ή με μία ή περισσότερες από τις διατάξεις των οδηγιών 2003/9, 2004/83 και 2005/85, καθώς και του κανονισμού 343/2003, η Amnesty International Limited και το AIRE Centre θεωρούν ότι πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση. Επιπλέον, η Amnesty International Limited και το AIRE Centre υποστηρίζουν ότι η υποχρέωση εφαρμογής της ρήτρας κυριαρχίας επιβάλλεται σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες υφίσταται ο κίνδυνος μη τηρήσεως μίας εκ των οικείων διατάξεων του Χάρτη εκ μέρους του κράτους μέλους προορισμού.

46.      Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, η Βελγική και η Γαλλική Κυβέρνηση, η Επιτροπή καθώς και η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες είναι της άποψης ότι το κράτος μέλος που προβαίνει στη μεταφορά φέρει την υποχρέωση εφαρμογής της ρήτρας κυριαρχίας κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003, εφόσον αποδεικνύεται ότι στο κράτος μέλος προορισμού υφίσταται σοβαρός κίνδυνος προσβολής των αναγνωρισμένων από τον Χάρτη δικαιωμάτων του αιτούντος άσυλο. Ομοίως, η Φινλανδική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η υποχρέωση εφαρμογής της ρήτρας κυριαρχίας κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 υφίσταται κατ’ εξαίρεση στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται ότι η μεταφορά του αιτούντος άσυλο θα έθιγε σημαντικά τα δικαιώματά του κατά το άρθρο 18 του Χάρτη.

47.      Αντιθέτως, κατά την Ελληνική και την Ολλανδική Κυβέρνηση το κράτος μέλος που προβαίνει στη μεταφορά δεν οφείλει να εφαρμόσει τη ρήτρα κυριαρχίας, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003, εφόσον ότι το κράτος μέλος προορισμού δεν συμμορφώνεται με το άρθρο 18 του Χάρτη, ή με μία ή περισσότερες από τις διατάξεις των οδηγιών 2003/9, 2004/83 και 2005/85, καθώς και του κανονισμού 343/2003. Η Πολωνική και η Σλοβενική Κυβέρνηση ισχυρίζονται επίσης ότι από το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 δεν προκύπτει υποχρέωση εφαρμογής της ρήτρας κυριαρχίας. Εντούτοις, η Γερμανική και η Ολλανδική Κυβέρνηση επισημαίνουν ότι αιτών άσυλο δεν θα έπρεπε να μεταφέρεται σε κράτος μέλος όπου υφίσταται σοβαρός κίνδυνος προσβολής των δικαιωμάτων που του απονέμει ο Χάρτης.

48.      Εφόσον η Ιρλανδική και η Ιταλική Κυβέρνηση έδωσαν αρνητική απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα έκριναν ότι παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα. Υπό το πρίσμα της απαντήσεως που έδωσε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου εκτίμησε, επίσης, ότι δεν είναι αναγκαίο να δοθεί απάντηση και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

49.      Κατά την άποψη της Ελβετικής Συνομοσπονδίας (8) στον κανονισμό 343/2003 ενυπάρχει, όπως προκύπτει από το σύστημα που καθιερώνει, μαχητό τεκμήριο, βάσει του οποίου τα οικεία κράτη τηρούν τη Σύμβαση της Γενεύης και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ). Εντούτοις, αν το τεκμήριο αυτό ανατραπεί σε συγκεκριμένη περίπτωση και δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η σύμφωνη προς το διεθνές δίκαιο μεταχείριση των αιτούντων άσυλο εκ μέρους του υπεύθυνου κράτους, αποκλείεται η μεταφορά στο κράτος αυτό και η εφαρμογή της προβλεπόμενης από το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 ρήτρας κυριαρχίας συνιστά κατ’ εξαίρεση υποχρέωση.

VI – Νομική εκτίμηση

 Α –       Εισαγωγικές σκέψεις

50.      Με τα δύο προδικαστικά ερωτήματά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινισθεί αν και υπό ποιες συνθήκες επιβάλλεται σε κράτος μέλος να εξετάσει αίτηση ασύλου εφαρμόζοντας τη ρήτρα κυριαρχίας την οποία προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003, όταν η μεταφορά του αιτούντος άσυλο στο πρωτευόντως υπεύθυνο κράτος μέλος συνεπάγεται για αυτόν κίνδυνο προσβολής των δικαιωμάτων του κατά το άρθρο 18 του Χάρτη ή θα μπορούσε να τον εκθέσει στον κίνδυνο το οικείο κράτος μέλος να μην τηρήσει τις υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από τις οδηγίες 2003/9, 2004/83 και 2005/85 ή τον κανονισμό 343/2003.

51.      Το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει τα εν λόγω ερωτήματα, καθόσον υφίστανται σαφείς ενδείξεις ότι υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ, αφενός, των απαιτήσεων του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά τη διαμόρφωση του ελληνικού συστήματος ασύλου και τη σχετική διαδικασία ασύλου και, αφετέρου, της συγκεκριμένης μεταχειρίσεως των αιτούντων άσυλο στην Ελλάδα και, ως εκ τούτου, η μεταφορά αιτούντων άσυλο στην Ελλάδα θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους.

52.      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ο τυχόν έλεγχος από κράτος μέλος ή από τα εθνικά δικαστήρια της αποτελεσματικότητας του συστήματος ασύλου άλλου κράτους μέλους στο πλαίσιο εφαρμογής του κανονισμού 343/2003 θα ήταν αντίθετος με το πνεύμα του εν λόγω κανονισμού. Εάν δεν υφίστανται ενδείξεις ότι η μεταφορά αιτούντος άσυλο θα συνεπαγόταν κίνδυνο μεταχειρίσεως η οποία αντιβαίνει στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, απόκειται κατ’ αρχήν στο κράτος μέλος να αποφασίσει αν πρέπει να εφαρμόσει τη ρήτρα κυριαρχίας κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003. Δεν απόκειται στα εθνικά δικαστήρια να καθορίσουν πότε και με ποιον τρόπο πρέπει το κράτος μέλος να ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια.

53.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι τις παρατηρήσεις αυτές επιβεβαιώνει και η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) της 2ας Δεκεμβρίου 2008, K.R.S. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (9), στην οποία το ΕΔΔΑ έκρινε την προσφυγή Ιρανού υπηκόου, ο οποίος όφειλε να μεταφερθεί κατά τις διατάξεις του κανονισμού 343/2003 από το Ηνωμένο Βασίλειο στην Ελλάδα. Ο Ιρανός αιτών άσυλο ισχυρίστηκε ιδίως ότι η απέλασή του προς την Ελλάδα θα αντέβαινε στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Με την απόφασή του της 2ας Δεκεμβρίου 2008, το ΕΔΔΑ απέρριψε την εν λόγω προσφυγή ως προδήλως αβάσιμη.

54.      Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο δεν είναι βέβαιο αν και με ποιον τρόπο συνάδει η ερμηνεία του όσον αφορά τον κανονισμό 343/2003 με το πρωτογενούς δικαίου –μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας– δικαίωμα ασύλου το οποίο θεσπίζει το άρθρο 18 του Χάρτη. Υπό τις συνθήκες αυτές, λοιπόν, ζητεί από το Δικαστήριο διευκρινίσεις όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 σε περιπτώσεις στις οποίες προβάλλεται και μάλιστα με την προσκόμιση εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης ότι στο κράτος προορισμού οι συνθήκες είναι ακατάλληλες και/ή η διαδικασία ασύλου αναποτελεσματική.

55.      Λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις του αιτούντος δικαστηρίου ιδίως όσον αφορά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, πρέπει κατ’ αρχάς να επισημανθεί ότι το ΕΔΔΑ, μετά την αποστολή στη Γραμματεία του Δικαστηρίου της σχετικής διατάξεως περί παραπομπής, ανέπτυξε περαιτέρω τη νομική και πραγματική εκτίμησή του, επί της οποίας στηρίχθηκε η απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2008, όσον αφορά τη μεταφορά αιτούντων άσυλο προς την Ελλάδα. Στην καθοριστικής σημασίας απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2011, M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδας (10), το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι συνθήκες κρατήσεως και διαβιώσεως Αφγανού αιτούντος άσυλο στην Ελλάδα συνιστούν παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ εκ μέρους της Ελλάδας. Στη διαδικασία αυτή, οι αποδεδειγμένες πλημμέλειες κατά την εξέταση της επίμαχης αιτήσεως ασύλου, οι κίνδυνοι που διέτρεχε ο αιτών άσυλο λόγω της άμεσης ή έμμεσης επαναπροωθήσεώς του στη χώρα καταγωγής του δίχως να εξετασθεί δεόντως η βασιμότητα της αιτήσεώς του και η έλλειψη αποτελεσματικής ένδικης προστασίας είχαν ως αποτέλεσμα τη διαπίστωση παραβάσεως του άρθρου 13 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ εκ μέρους της Ελλάδας. Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις διαπιστώσεις, το ΕΔΔΑ έκρινε, επίσης, ότι η μεταφορά αιτούντος άσυλο κατά τον κανονισμό 343/2003 από το Βέλγιο προς την Ελλάδα συνιστά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 13 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ εκ μέρους του Βελγίου.

56.      Όσον αφορά την επιρροή που ασκεί αυτή η εξέλιξη της νομολογίας του ΕΔΔΑ, σχετικά με τις σύμφωνες ή μη σύμφωνες προς την ΕΣΔΑ μεταφορές αιτούντων άσυλο στην Ελλάδα, στον δικαστικό έλεγχο τέτοιων μεταφορών υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης και ιδίως του Χάρτη, παραπέμπω στις παρατηρήσεις που διατύπωσα στις προτάσεις επί της υποθέσεως N.S. Εκεί έχω επισημάνει ότι, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, η προστασία που παρέχει ο Χάρτης σε τομείς όπου οι διατάξεις του συμπίπτουν με τις διατάξεις της ΕΣΔΑ δεν πρέπει να υστερεί σε σχέση με την προστασία την οποία παρέχει η ΕΣΔΑ. Η νομολογία του ΕΔΔΑ έχει ιδιαίτερη σημασία και μεγάλη βαρύτητα όσον αφορά την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του Χάρτη από το Δικαστήριο, καθόσον συγκεκριμενοποιεί το εύρος και το βεληνεκές της προστασίας που παρέχει η ΕΣΔΑ (11).

57.      Κατόπιν αυτών των επεξηγήσεων θα εξετάσω εν συνεχεία αμφότερα τα προδικαστικά ερωτήματα. Θα ξεκινήσω από το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, ερευνώντας υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί κράτος μέλος να υποχρεωθεί σε εξέταση αιτήσεως ασύλου για την οποία είναι πρωτευόντως υπεύθυνο άλλο κράτος μέλος, εφαρμόζοντας τη ρήτρα κυριαρχίας κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003. Ακολούθως, απαντώντας στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, θα μελετήσω την προβληματική σχετικά με τον τρόπο κατά τον οποίο κράτος μέλος υποχρεούται να εξετάσει την τήρηση των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης από άλλα κράτη μέλη.

 Β –       Η υποχρέωση εφαρμογής της ρήτρας κυριαρχίας κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων λόγω της μεταφοράς αιτούντος άσυλο στο πρωτευόντως υπεύθυνο κράτος μέλος

58.      Με το δεύτερο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί εάν κράτος μέλος οφείλει να εφαρμόσει τη ρήτρα κυριαρχίας κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 προκειμένου να αναλάβει την εξέταση αιτήσεως ασύλου η οποία υποβλήθηκε στο έδαφός του, όταν διαπιστώνεται ότι το πρωτευόντως υπεύθυνο για την εξέταση αυτής της αιτήσεως κράτος μέλος δεν μπορεί να εγγυηθεί την τήρηση των προϋποθέσεων που θέτουν το άρθρο 18 του Χάρτη, οι οδηγίες 2003/9, 2004/83 και 2005/85 καθώς και ο κανονισμός 343/2003 όσον αφορά τη μεταχείριση των αιτούντων άσυλο και την εξέταση των αιτήσεων τους.

59.      Όπως ανέλυσα ήδη στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως N.S., ο κανονισμός 343/2003, τόσο κατά τον καθορισμό των κριτηρίων προσδιορισμού του υπεύθυνου για την εξέταση αιτήσεως ασύλου κράτους μέλους όσο και κατά τη θέσπιση της διαδικασίας μεταφοράς των αιτούντων άσυλο μεταξύ των κρατών μελών, δεν αναφέρεται ρητώς στη μεταχείριση των αιτούντων άσυλο και στην εξέταση των σχετικών αιτήσεών τους στο κράτος μέλος προορισμού. Τούτο μπορεί να θεωρηθεί εύλογο αν ληφθεί υπόψη ότι το σύστημα ασύλου των κρατών μελών πρέπει να είναι επαρκές τηρουμένων των σημαντικών ελάχιστων προδιαγραφών των οδηγιών 2003/09, 2004/83 και 2005/85 καθώς και ότι όλα τα κράτη μέλη έχουν προσχωρήσει στην ΕΣΔΑ και στη Σύμβαση της Γενεύης και ως εκ τούτου εξασφαλίζεται από νομικής απόψεως ότι η μεταχείριση των αιτούντων άσυλο και η εξέταση των σχετικών αιτήσεών τους σε κάθε κράτος μέλος πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτουν ο Χάρτης, η Σύμβαση της Γενεύης και η ΕΣΔΑ (12).

60.      Ωστόσο, σε περίπτωση που κράτος μέλος για οποιονδήποτε λόγο δεν είναι σε θέση να συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις των οδηγιών 2003/09, 2004/83 και 2005/85 όσον αφορά τη μεταχείριση των αιτούντων άσυλο και την εξέταση των σχετικών αιτήσεών τους ή αδυνατεί να τηρήσει τις υποχρεώσεις του οι οποίες απορρέουν από τα θεμελιώδη δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο, υφίσταται de facto ο κίνδυνος οι αιτούντες άσυλο να τύχουν μεταχειρίσεως η οποία δεν συνάδει με τον Χάρτη, αν μεταφερθούν σε αυτό το κράτος μέλος.

61.      Συνεπώς, η υπερφόρτωση του συστήματος ασύλου ενός κράτους μέλους μπορεί υπό συγκεκριμένες συνθήκες να καταστήσει αδύνατη την εξασφάλιση των αναγνωρισμένων από το άρθρο 18 του Χάρτη δικαιωμάτων των αιτούντων άσυλο στο οικείο κράτος μέλος.

62.      Το άρθρο 18 του Χάρτη ορίζει ότι το δικαίωμα ασύλου διασφαλίζεται τηρουμένων των κανόνων της Συμβάσεως της Γενεύης και σύμφωνα με τη ΣΕΕ και τη ΣΛΕΕ. Κεντρικό στοιχείο της Συμβάσεως της Γενεύης συνιστά η κατά το άρθρο 33 απαγόρευση της άμεσης ή έμμεσης απελάσεως ή επαναπροωθήσεως πρόσφυγα σε κράτος όπου απειλείται η ζωή ή η ελευθερία του, η κοινώς καλούμενη αρχή του non‑refoulement. Μολονότι το ακριβές βεληνεκές αυτής της απαγόρευσης επαναπροωθήσεως τίθεται υπό αμφισβήτηση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προστασία την οποία παρέχει στους πρόσφυγες (13) δεν αφορά μόνον την απευθείας απέλαση προς το κράτος στο οποίο απειλούνται, αλλά και τη λεγόμενη αλυσιδωτή επαναπροώθηση, η οποία συνίσταται στη μεταφορά σε κράτος όπου υφίσταται ο κίνδυνος απελάσεως προς το κράτος στο οποίο απειλούνται (14). Λαμβάνοντας υπόψη αυτόν τον ευρύ ορισμό της απαγόρευσης επαναπροωθήσεως, καθίσταται πρόδηλο ότι η υπερφόρτωση του συστήματος ασύλου ενός κράτους μέλους και τα συνδεόμενα με αυτήν προβλήματα κατά την εξέταση των αιτήσεων ασύλου μπορεί σε μεμονωμένες περιπτώσεις να έχουν ως συνέπεια απελάσεις, οι οποίες αντιβαίνουν στην εν λόγω απαγόρευση επαναπροωθήσεως και ως εκ τούτου και στο άρθρο 18 του Χάρτη.

63.      Στην περίπτωση της υπερφορτώσεως του συστήματος ασύλου ενός κράτους μέλους γεννάται επιπλέον φόβος παραβάσεων όσον αφορά το δικαίωμα του άρθρου 1 του Χάρτη περί προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας καθώς και ως προς την απαγόρευση των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως κατά το άρθρο 4 του Χάρτη (15) σε σχέση με τους αιτούντες άσυλο στο οικείο κράτος μέλος.

64.      Εφόσον στο κράτος μέλος το οποίο κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του κεφαλαίου III του κανονισμού 343/2003 είναι πρωτευόντως υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως ασύλου υφίσταται σοβαρός κίνδυνος προσβολής των αναγνωρισμένων από τα άρθρα 1, 4 ή 18 του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων των αιτούντων άσυλο, δεν επιτρέπεται στα άλλα κράτη μέλη να μεταφέρουν αιτούντες άσυλο στο εν λόγω κράτος μέλος, αλλά οφείλουν, κατ’ αρχήν, να εφαρμόσουν τη ρήτρα κυριαρχίας κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003.

65.      Αυτή η υποχρέωση εφαρμογής της ρήτρας κυριαρχίας απορρέει, αφενός, από το καθήκον των κρατών μελών να εφαρμόζουν τον κανονισμό 343/2003 κατά τρόπο σύμφωνο προς τα θεμελιώδη δικαιώματα (16). Αφετέρου, προκύπτει από το γεγονός ότι η μεταφορά αιτούντων άσυλο σε κράτος μέλος στο οποίο υφίσταται σοβαρός κίνδυνος προσβολής των αναγνωρισμένων από τα άρθρα 1, 4 ή 18 του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, συνιστά, κατ’ αρχήν, προσβολή αυτών των θεμελιωδών δικαιωμάτων εκ μέρους του κράτους μέλους που προβαίνει στη μεταφορά (17). Με την εφαρμογή της ρήτρας κυριαρχίας από τα κράτη μέλη κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 εξαλείφεται πλήρως ο κίνδυνος προσβολής των δικαιωμάτων του Χάρτη.

66.      Αντιθέτως, ο σοβαρός κίνδυνος παραβάσεως μεμονωμένων διατάξεων των οδηγιών 2003/9, 2004/83 και 2005/85 ή του κανονισμού 343/2003 στο κράτος μέλος προορισμού, ο οποίος όμως δεν συνιστά προσβολή των αναγνωρισμένων από τον Χάρτη δικαιωμάτων των αιτούντων άσυλο που πρόκειται να μεταφερθούν, δεν επαρκεί προκειμένου να θεμελιώσει υποχρέωση του κράτους μέλους που προβαίνει στη μεταφορά να εφαρμόσει τη ρήτρα κυριαρχίας.

67.      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί, κατ’ αρχάς, ότι η σύμφωνη προς τα θεμελιώδη δικαιώματα ερμηνεία του κανονισμού 343/2003 δεν μπορεί να επιβάλλει την εφαρμογή της ρήτρας κυριαρχίας κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003, όταν το πρωτευόντως υπεύθυνο κράτος μέλος ενεργεί μεν κατά παράβαση μεμονωμένων διατάξεων των οδηγιών 2003/9, 2004/83 και 2005/85 ή του κανονισμού 343/2003, αλλά δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των αιτούντων άσυλο τα οποία απορρέουν από τον Χάρτη. Επιπλέον, η μεταφορά αιτούντος άσυλο σε κράτος μέλος στο οποίο δεν υφίσταται κίνδυνος προσβολής των αναγνωρισμένων από τον Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων του κρίνεται υπό κανονικές συνθήκες ως σύμφωνη προς τα θεμελιώδη δικαιώματα.

68.      Εξάλλου, θα ήταν αντίθετο προς τους σκοπούς του κανονισμού 343/2003, αν σε κάθε περίπτωση μη τηρήσεως των οδηγιών 2003/9, 2004/83 και 2005/85 ή του κανονισμού 343/2003 μπορούσε να ματαιωθεί η μεταφορά αιτούντος άσυλο στο πρωτευόντως υπεύθυνο κράτος μέλος κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του κεφαλαίου III του κανονισμού 343/2003 (18). Ο κανονισμός 343/2003 σκοπεί στην υιοθέτηση σαφούς και πρακτικής φόρμουλας προσδιορισμού του υπεύθυνου για την εξέταση αιτήσεως ασύλου κράτους μέλους, η οποία πρέπει επιπλέον να καθιστά δυνατό τον ταχύ προσδιορισμό αυτού του κράτους μέλους (19). Προς επίτευξη αυτού του σκοπού, ο κανονισμός 343/2003 προβλέπει ρύθμιση δυνάμει της οποίας για κάθε αίτηση ασύλου που υποβάλλεται εντός της Ένωσης είναι υπεύθυνο μόνον ένα κράτος μέλος, το οποίο προσδιορίζεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων. Μεταξύ αυτών των αντικειμενικών κριτηρίων καταλέγεται η ύπαρξη σχέσεως μεταξύ του αιτούντος άσυλο ή μέλους της οικογένειάς του με κράτος μέλος στο πλαίσιο του δικαίου περί αλλοδαπών ή της χορηγήσεως ασύλου (20). Σε περίπτωση παράνομης εισόδου στο έδαφος της Ένωσης, υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου κατά το άρθρο 10 του κανονισμού 343/2003 είναι το κράτος μέλος της πρώτης εισόδου (21).

69.      Αν το κράτος μέλος στο οποίο ο αιτών άσυλο υπέβαλε την αίτησή του δεσμευόταν εφεξής να εφαρμόσει τη ρήτρα κυριαρχίας κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 σε κάθε περίπτωση μη τηρήσεως των οδηγιών 2003/9, 2004/83 και 2005/85 ή του κανονισμού 343/2003 από το πρωτευόντως υπεύθυνο κράτος μέλος, θα διαμορφωνόταν, παράλληλα με τα αντικειμενικά κριτήρια προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους τα οποία προβλέπονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ του κανονισμού, ένα νέο ευρύ κριτήριο αποκλεισμού κατά το οποίο και οι ελάχιστες παραβάσεις των διατάξεων των οδηγιών 2003/9, 2004/83 και 2005/85 ή του κανονισμού 343/2003 σε μεμονωμένα κράτη μέλη θα μπορούσαν να απαλλάξουν αυτά τα κράτη μέλη από τις αρμοδιότητες που τους απονέμει ο κανονισμός 343/2003 και από τα συναφή καθήκοντά τους. Τούτο όμως θα συνεπαγόταν ενδεχομένως όχι μόνον την πλήρη στρέβλωση της ρυθμίσεως των αρμοδιοτήτων κατά τον κανονισμό 343/2003, αλλά και τον κίνδυνο ματαιώσεως του επιδιωκόμενου διά του κανονισμού σκοπού, ήτοι του ταχέος προσδιορισμού του κράτους μέλους το οποίο φέρει την ευθύνη εξετάσεως αιτήσεων ασύλου που υποβλήθηκαν εντός της Ένωσης.

70.      Εξ αυτών των σκέψεων συνάγεται το συμπέρασμα ότι η παράβαση των διατάξεων των οδηγιών 2003/9, 2004/83 και 2005/85 ή του κανονισμού 343/2003 από το πρωτευόντως υπεύθυνο κράτος μέλος συνεπάγεται υποχρέωση εφαρμογής της ρήτρας κυριαρχίας κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 μόνον όταν αυτή η παραβίαση του παραγώγου δικαίου συνιστά συγχρόνως και προσβολή των αναγνωρισμένων από τον Χάρτη δικαιωμάτων του αιτούντος άσυλο.

71.      Κατόπιν τούτων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι κράτος μέλος οφείλει να εφαρμόσει τη ρήτρα κυριαρχίας κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003, εφόσον διαπιστώνεται ότι υφίσταται σοβαρός κίνδυνος προσβολής των αναγνωρισμένων από τον Χάρτη δικαιωμάτων του αιτούντος άσυλο, λόγω της μεταφοράς του στο πρωτευόντως υπεύθυνο κράτος μέλος κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του κεφαλαίου III του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003. Αντιθέτως, ο σοβαρός κίνδυνος παραβάσεως μεμονωμένων διατάξεων των οδηγιών 2003/9/ΕΚ, 2004/83 και 2005/85 ή του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003 στο πρωτευόντως υπεύθυνο κράτος μέλος, ο οποίος όμως δεν συνιστά συγχρόνως και προσβολή των αναγνωρισμένων από τον Χάρτη δικαιωμάτων του αιτούντος άσυλο που πρόκειται να μεταφερθεί, δεν επαρκεί προκειμένου να θεμελιώσει υποχρέωση εφαρμογής της ρήτρας κυριαρχίας κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003.

 Γ –       Το κράτος μέλος που προβαίνει στη μεταφορά αιτούντος άσυλο κατά τον κανονισμό 343/2003 οφείλει πριν από τη μεταφορά του να ελέγξει αν εξασφαλίζονται τα προβλεπόμενα από τον Χάρτη δικαιώματα του αιτούντος άσυλο στο κράτος μέλος προορισμού

72.      Με το πρώτο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί εάν το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε αίτηση ασύλου για την εξέταση της οποίας είναι πρωτευόντως υπεύθυνο άλλο κράτος μέλος κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του κεφαλαίου III του κανονισμού 343/2003, οφείλει πριν από τη μεταφορά του αιτούντος άσυλο να ελέγξει αν εξασφαλίζονται τα προβλεπόμενα από τον Χάρτη δικαιώματα του εν λόγω αιτούντος άσυλο στο κράτος μέλος προορισμού και αν αυτό το κράτος μέλος τηρεί τις απαιτήσεις των οδηγιών 2003/9, 2004/83 και 2005/85 καθώς και του κανονισμού 343/2003.

73.      Από τις προηγηθείσες παρατηρήσεις μου προκύπτει, αφενός, ότι η μεταφορά αιτούντων άσυλο σε κράτος μέλος στο οποίο υφίσταται σοβαρός κίνδυνος προσβολής των αναγνωρισμένων από τον Χάρτη δικαιωμάτων τους δεν συνάδει με τον Χάρτη και, ως εκ τούτου, το κράτος μέλος στο οποίο ο αιτών άσυλο υπέβαλε τη σχετική αίτησή του υποχρεούται στην περίπτωση αυτή να εφαρμόσει τη ρήτρα κυριαρχίας κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003. Αφετέρου, συνήγαγα το συμπέρασμα ότι ο σοβαρός κίνδυνος παραβάσεως μεμονωμένων διατάξεων των οδηγιών 2003/9, 2004/83 και 2005/85 ή του κανονισμού 343/2003 στο πρωτευόντως υπεύθυνο κράτος μέλος δύναται να θεμελιώσει υποχρέωση εφαρμογής της ρήτρας κυριαρχίας κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 εκ μέρους του κράτους που προβαίνει στη μεταφορά, μόνον εφόσον αυτή η παραβίαση του παραγώγου δικαίου συνιστά συγχρόνως και προσβολή των αναγνωρισμένων από τον Χάρτη δικαιωμάτων του αιτούντος άσυλο.

74.      Από τις ανωτέρω διαπιστώσεις προκύπτει άμεσα ότι το κράτος μέλος που προβαίνει στη μεταφορά αιτούντος άσυλο οφείλει πριν από τη μεταφορά του να ελέγξει αν στο πρωτευόντως υπεύθυνο κράτος μέλος υφίσταται σοβαρός κίνδυνος προσβολής των αναγνωρισμένων από τον Χάρτη δικαιωμάτων του αιτούντος άσυλο. Όντως, μόνο με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται η σύμφωνη προς τα θεμελιώδη δικαιώματα εφαρμογή του κανονισμού 343/2003 από το κράτος μέλος που προβαίνει στη μεταφορά. Αντιθέτως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η χωριστή υποχρέωση ελέγχου ως προς τη συμμόρφωση του κράτους μέλους προορισμού με μεμονωμένες διατάξεις των οδηγιών 2003/9, 2004/83 και 2005/85 καθώς και του κανονισμού 343/2003.

75.      Εντούτοις, το καθήκον κράτους μέλους να ελέγχει αν η μεταφορά αιτούντων άσυλο σε άλλο κράτος μέλος είναι σύμφωνη προς τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν συνεπάγεται ότι το κράτος μέλος που προβαίνει στην εν λόγω μεταφορά πρέπει να επιβεβαιώνει με δικές του ενέργειες για κάθε αιτούντα άσυλο ότι τα προβλεπόμενα από τον Χάρτη δικαιώματά του εξασφαλίζονται πραγματικά στο κράτος μέλος προορισμού. Άλλωστε, όσον αφορά την εκτίμηση του κινδύνου προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του αιτούντος άσυλο στο πρωτευόντως υπεύθυνο κράτος μέλος, τα κράτη μέλη μπορούν να στηρίζονται στο μαχητό τεκμήριο ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα των αιτούντων άσυλο προστατεύονται δεόντως στο πρωτευόντως υπεύθυνο κράτος μέλος.

76.      Υπέρ της νομιμότητας αυτού του μαχητού τεκμηρίου κατά το δίκαιο της Ένωσης συνηγορεί, κατ’ αρχάς, ότι το επίπεδο της μεταχειρίσεως των αιτούντων άσυλο και της εξετάσεως των αιτήσεών τους πρέπει να είναι επαρκές σε κάθε κράτος μέλος τηρουμένων των σημαντικών ελάχιστων προδιαγραφών των οδηγιών 2003/09, 2004/83 και 2005/85. Επιπλέον, όλα τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τον Χάρτη (22) καθώς και –ως συμβαλλόμενα κράτη– την ΕΣΔΑ και τη Σύμβαση της Γενεύης και ως εκ τούτου οφείλουν να σέβονται επίσης τα σχετικά θεμελιώδη και ανθρώπινα δικαιώματα των αιτούντων άσυλο. Λαμβάνοντας υπόψη ότι με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται –από νομικής απόψεως– υψηλό επίπεδο προστασίας, μπορεί ευλόγως να γίνει δεκτό, όσον αφορά τη μεταφορά των αιτούντων άσυλο κατά τον κανονισμό 343/2003, το μαχητό τεκμήριο ότι στο υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως τους κράτος μέλος οι αιτούντες άσυλο θα τύχουν μεταχειρίσεως σύμφωνης προς τα ανθρώπινα και τα θεμελιώδη δικαιώματα (23). Συναφώς, στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 343/2003 τονίζεται ρητώς, ότι τα κράτη μέλη, όλα εκ των οποίων σέβονται την αρχή της μη επαναπροωθήσεως, θεωρούνται ως ασφαλείς χώρες για τους υπηκόους τρίτων χωρών (24).

77.      Ωστόσο, αν τα κράτη μέλη υιοθετήσουν την εφαρμογή αυτού του μαχητού τεκμηρίου, οφείλουν να λάβουν υπόψη τους και την αρχή της αποτελεσματικότητας κατά την οποία η άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης δεν μπορεί να καθίσταται πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής (25). Συνεπώς, στο βαθμό που τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το εν λόγω μαχητό τεκμήριο οφείλουν να παρέχουν στους αιτούντες άσυλο σε δικονομικό επίπεδο τη δυνατότητα ανατροπής αυτού του τεκμηρίου. Ο καθορισμός των διαθέσιμων αποδεικτικών μέσων καθώς και η θέσπιση των κανόνων και των αρχών εκτιμήσεως των αποδείξεων εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη εκάστου κράτους μέλους δυνάμει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών (26), υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει ο Χάρτης.

78.      Κατά συνέπεια, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι κράτος μέλος το οποίο επιθυμεί να μεταφέρει αιτούντα άσυλο στο πρωτευόντως υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου κράτος μέλος κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 343/2003 οφείλει να ελέγχει αν σε αυτό το πρωτευόντως υπεύθυνο κράτος μέλος υφίσταται σοβαρός κίνδυνος προσβολής των αναγνωρισμένων από τον Χάρτη δικαιωμάτων του αιτούντος άσυλο. Το κράτος μέλος που προβαίνει στη μεταφορά δεν φέρει χωριστή υποχρέωση ελέγχου ως προς τη συμμόρφωση του κράτους μέλους προορισμού με μεμονωμένες διατάξεις των οδηγιών 2003/9, 2004/83 και 2005/85 ή του κανονισμού 343/2003. Όσον αφορά την εκτίμηση του κινδύνου προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του αιτούντος άσυλο στο πρωτευόντως υπεύθυνο κράτος μέλος, τα κράτη μέλη μπορούν να στηρίζονται στο μαχητό τεκμήριο ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα των αιτούντων άσυλο προστατεύονται δεόντως στο πρωτευόντως υπεύθυνο κράτος μέλος.

VII – Πρόταση

79.      Κατόπιν των παραπάνω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα προδικαστικά ερωτήματα:

1)         Κράτος μέλος οφείλει να εφαρμόσει τη ρήτρα κυριαρχίας κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας, εφόσον διαπιστώνεται ότι υφίσταται σοβαρός κίνδυνος προσβολής των αναγνωρισμένων από τον Χάρτη δικαιωμάτων του αιτούντος άσυλο, λόγω της μεταφοράς του στο πρωτευόντως υπεύθυνο κράτος μέλος κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του κεφαλαίου III του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003. Αντιθέτως, ο σοβαρός κίνδυνος παραβάσεως μεμονωμένων διατάξεων της οδηγίας 2003/9/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη, της οδηγίας 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους, και της οδηγίας 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα, ή του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003 στο πρωτευόντως υπεύθυνο κράτος μέλος, ο οποίος όμως δεν συνιστά συγχρόνως και προσβολή των αναγνωρισμένων από τον Χάρτη δικαιωμάτων του αιτούντος άσυλο που πρόκειται να μεταφερθεί, δεν επαρκεί προκειμένου να θεμελιώσει υποχρέωση εφαρμογής της ρήτρας κυριαρχίας κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003.

2)         Κράτος μέλος το οποίο επιθυμεί να μεταφέρει αιτούντα άσυλο στο πρωτευόντως υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου κράτος μέλος κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003 οφείλει να ελέγξει αν σε αυτό το πρωτευόντως υπεύθυνο κράτος μέλος υφίσταται σοβαρός κίνδυνος προσβολής των αναγνωρισμένων από τον Χάρτη δικαιωμάτων του αιτούντος άσυλο. Το κράτος μέλος που προβαίνει στη μεταφορά δεν φέρει χωριστή υποχρέωση ελέγχου ως προς τη συμμόρφωση του κράτους μέλους προορισμού με μεμονωμένες διατάξεις των οδηγιών 2003/9/ΕΚ, 2004/83/ΕΚ και 2005/85/ΕΚ ή του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003. Όσον αφορά την εκτίμηση του κινδύνου προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του αιτούντος άσυλο στο πρωτευόντως υπεύθυνο κράτος μέλος, τα κράτη μέλη μπορούν να στηρίζονται στο μαχητό τεκμήριο ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα των αιτούντων άσυλο προστατεύονται δεόντως στο πρωτευόντως υπεύθυνο κράτος μέλος.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική. Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


2 – ΕΕ L 50, σ. 1.


3 – Πέραν του αναφερόμενου κανονισμού και των παρατιθέμενων οδηγιών υφίσταται πλήθος παραγώγων πράξεων οι οποίες αφορούν τη δημιουργία ενιαίου συστήματος ασύλου, την πολιτική της νόμιμης μετανάστευσης και την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης, όπως επί παραδείγματι, ο κανονισμός (ΕΕ) 439/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 2010, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (ΕΕ L 132, σ. 11), και η οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ L 348, σ. 98).


4 – ΕΕ L 212, σ. 12.


5 – ΕΕ L 31, σ. 18.


6 – ΕΕ L 304, σ. 12.


7 – ΕΕ L 326, σ. 13.


8 – Η Ελβετική Συνομοσπονδία συμμετέχει στο σύστημα προσδιορισμού των υπεύθυνων κρατών για την εξέταση αιτήσεως ασύλου στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης δυνάμει της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τα κριτήρια και τους μηχανισμούς για τον προσδιορισμό του κράτους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος ή στην Ελβετία (ΕΕ 2008, L 53, σ. 5). Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, αυτής της συμφωνίας η Ελβετία δικαιούται να υποβάλλει γραπτές παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, σε περιπτώσεις υποβολής εκ μέρους δικαστηρίου κράτους μέλους στο Δικαστήριο προδικαστικού ερωτήματος ως προς την ερμηνεία του κανονισμού 343/2003.


9 – Απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2008, K.R.S. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (προσφυγή αριθ. 32733/08).


10 – Απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2011, M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδας (προσφυγή αριθ. 30696/09).


11 – Βλ. τις προτάσεις μου της 22ας Σεπτεμβρίου 2011 στην υπόθεση C-411/10, N.S. (παρατίθεται ανωτέρω στο σημείο 4), σημεία 142 επ.


12 – Όπ.π., σημεία 95 επ.


13 – Καθόσον η απαγόρευση επαναπροωθήσεως κατά το άρθρο 33 της Συμβάσεως της Γενεύης αφορά τους πρόσφυγες, το πεδίο προστασίας του άρθρου 18 του Χάρτη διαμορφώθηκε υπό το πρίσμα της έννοιας του πρόσφυγα στη Σύμβαση της Γενεύης (συναφώς: Jarass, D., ChartaderGrundrechtederEuropäischenUnion, Μόναχο 2010, άρθρο 18, σημείο 5). Σε σχέση με την απαγόρευση επαναπροωθήσεως κατά το άρθρο 33 της Συμβάσεως της Γενεύης στην έννοια του πρόσφυγα δεν εμπίπτουν μόνον όσοι έχουν αναγνωρισθεί ήδη ως πρόσφυγες, αλλά και εκείνοι που πληρούν τις προϋποθέσεις αναγνωρίσεως ως πρόσφυγες. Βλ., συναφώς, Lauterpacht, E./Bethlehem, D., «The scope and content of the principle of non-refoulement: Opinion», σε: RefugeeProtectioninInternationalLaw (επιμέλεια: Feller, E./Türk, V./Nicholson, F.), Cambridge 2003, σ. 87, σημείο 116 επ.


14 – Βλ., συναφώς, Lauterpacht, E./Bethlehem, D., όπ.π. (υποσημείωση 13), σ. 122∙ Hailbronner, K., Asyl- undAusländerrecht, 2η έκδοση, Στουτγάρδη 2008, σημείο 655.


15 – Βλ. σημεία 111 επ. των προτάσεών μου στην υπόθεση N.S. (παρατίθεται ανωτέρω στο σημείο 4).


16 – Όπ.π. σημεία 117 επ.


17 – Όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα των αιτούντων άσυλο τα οποία απορρέουν από το άρθρο 1 και το άρθρο 4 του Χάρτη, τούτο προκύπτει από τη θετική προστατευτική λειτουργία η οποία ενυπάρχει σε αυτά τα θεμελιώδη δικαιώματα. Ως προς το άρθρο 18 του Χάρτη, τούτο προκύπτει από το γεγονός ότι το σχετικό θεμελιώδες δικαίωμα δεν προστατεύει μόνον από την άμεση, αλλά και από την έμμεση επαναπροώθηση σε κράτος στο οποίο απειλείται ο αιτών άσυλο. Βλ. σημεία 113 επ. των προτάσεών μου στην υπόθεση N.S. (παρατίθεται ανωτέρω στο σημείο 4). Επιπροσθέτως, το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη προβλέπει ρητώς ότι κανείς δεν μπορεί να απομακρυνθεί, να απελαθεί ή να εκδοθεί προς κράτος όπου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση.


18 – Κατά πάγια νομολογία για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος· βλ. μόνον την απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2009, C‑19/08, Petrosian κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. I-495, σκέψη 34).


19 – Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 3 επ. του κανονισμού 343/2003.


20 – Βλ. τα άρθρα 6, παράγραφος 1, 7, 8 και 9, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 343/2003.


21 – Άρθρο 10 του κανονισμού 343/2003. Η ευθύνη αυτή παύει να υφίσταται δώδεκα μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα η παράνομη διάβαση των συνόρων.


22 – Ως προς το περιεχόμενο και τη σημασία του Πρωτοκόλλου (αριθ. 30) σχετικά με την εφαρμογή του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Πολωνία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, βλ. τα σημεία 167 επ. των προτάσεών μου στην υπόθεση N.S. (παρατίθεται ανωτέρω στο σημείο 4).


23 – Έτσι έκρινε, επί παραδείγματι, και το ΕΔΔΑ στην απόφασή του της 2ας Δεκεμβρίου 2008, K.R.S. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (παρατίθεται ανωτέρω στην υποσημείωση 9) λαμβάνοντας ως βάση ότι πρέπει να τεκμαίρεται η συμμόρφωση της Ελλάδας με τις υποχρεώσεις της οι οποίες απορρέουν από τις οδηγίες 2005/85 και 2003/9.


24 – Βλ., συναφώς, και το Πρωτόκολλο (αριθ. 24) για το άσυλο των υπηκόων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο είναι προσαρτημένο στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πρωτόκολλο αυτό υπογραμμίζει, κατ’ αρχάς, ότι δεδομένου του επιπέδου προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα κράτη μέλη θεωρούνται ότι συνιστούν έναντι αλλήλων ασφαλείς χώρες καταγωγής, για όλα τα νομικά και πρακτικά ζητήματα σχετικά με τις υποθέσεις ασύλου. Κατόπιν τούτου, το πρωτόκολλο ορίζει ότι αίτηση ασύλου υποβαλλόμενη από υπήκοο κράτους μέλους μπορεί να ληφθεί υπόψη ή να κηρυχθεί παραδεκτή σε διαδικασία άλλου κράτους μέλους μόνον στις περιπτώσεις οι οποίες απαριθμούνται με λίαν περιοριστικό τρόπο στο πρωτόκολλο.


25 – Αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 2010, C-246/09, Bulicke (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 25), της 12ης Φεβρουαρίου 2008, C-2/06, Kempter (Συλλογή 2008, σ. I-411, σκέψη 57), της 7ης Ιουνίου 2007, C-222/05 έως C-225/05, van der Weerd κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I-4233, σκέψη 28) και της 13ης Μαρτίου 2007, C‑432/05, Unibet (Συλλογή 2007, σ. I-2271, σκέψη 43).


26 – Ως προς τη σημασία αυτής της αρχής στο πλαίσιο της εφαρμογής των διατάξεων του κανονισμού 343/2003, βλ. την απόφαση Petrosian κ.λπ. (παρατίθεται ανωτέρω στην υποσημείωση 18), σκέψεις 47 και 52.