Language of document : ECLI:EU:C:2012:580

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 19ης Σεπτεμβρίου 2012 (1)

Υπόθεση C‑350/11

Argenta Spaarbank NV

κατά

Belgische Staat

[αίτηση του rechtbank van eerste aanleg te Antwerpen (Βέλγιο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Ελευθερία εγκαταστάσεως – Φορολογική νομοθεσία – Φόρος εταιριών – Έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο – Πλασματικοί τόκοι – Μείωση του εκπεστέου ποσού για εταιρία που διαθέτει σε άλλο κράτος μέλος μόνιμη εγκατάσταση η οποία παράγει εισοδήματα απαλλασσόμενα από τον φόρο στο Βέλγιο βάσει συμβάσεως για την αποτροπή της διπλής φορολογίας – Περιορισμός – Δικαιολογητικός λόγος – Συνοχή του φορολογικού συστήματος – Ισόρροπη κατανομή της εξουσίας επιβολής φόρων μεταξύ των κρατών μελών»





I –    Εισαγωγή

1.        Με την παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το rechtbank van eerste aanleg te Antwerpen (Βέλγιο) ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει εάν η ελευθερία εγκαταστάσεως, η οποία κατοχυρώνεται με το άρθρο 43 ΕΚ, αντίκειται σε φορολογική ρύθμιση η οποία απαγορεύει σε εταιρία υπέχουσα απεριόριστη φορολογική υποχρέωση στο Βέλγιο, η οποία επιθυμεί να επωφεληθεί από έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο, να λάβει υπόψη κατά τον υπολογισμό της εκπτώσεως αυτής τα στοιχεία του ενεργητικού της μόνιμης εγκαταστάσεώς της η οποία ευρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος και της οποίας τα εισοδήματα απαλλάσσονται από τον φόρο στο Βέλγιο βάσει συμβάσεως για την αποτροπή της διπλής φορολογίας, ενώ τα στοιχεία του ενεργητικού μόνιμης εγκαταστάσεως η οποία ευρίσκεται στο Βέλγιο επιτρέπεται να ληφθούν υπόψη για τον σκοπό αυτόν.

2.        Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Argenta Spaarbank NV (στο εξής: Argenta) και των βελγικών φορολογικών αρχών σε σχέση με τη συνεκτίμηση, για τον υπολογισμό του φόρου εταιριών για το έτος 2008, της καθαρής αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της μόνιμης εγκαταστάσεως που διαθέτει η Argenta στις Κάτω Χώρες ως μέρους του επιχειρηματικού κεφαλαίου το οποίο αποτελεί τη βάση υπολογισμού της ομώνυμης εκπτώσεως.

3.        Το εν λόγω μέτρο θεσπίστηκε με τον νόμο της 22ας Ιουνίου 2005 περί καθιερώσεως φορολογικής εκπτώσεως για επιχειρηματικό κεφάλαιο (2), ο οποίος εισήγαγε στον code des impôts sur les revenus de 1992 (κώδικα του 1992 περί των φόρων εισοδήματος, στο εξής: CIR 1992), μεταξύ άλλων, τα άρθρα 205bis έως 205nonies και 236.

4.        Από την αιτιολογική έκθεση του εν λόγω νόμου προκύπτει ότι έχει ως σκοπό να αμβλύνει τη διαφορετική φορολογική μεταχείριση της χρηματοδοτήσεως των εταιριών με δανειακά κεφάλαια (των οποίων το κόστος εκπίπτει πλήρως από τον φόρο) και με ίδια κεφάλαια (επιχειρηματικά κεφάλαια), των οποίων η απόδοση ήταν, έως τότε, φορολογητέα στο σύνολό της, να αυξήσει τον συντελεστή φερεγγυότητας των επιχειρήσεων, καθόσον η καθιέρωση εκπτώσεως για επιχειρηματικό κεφάλαιο εντάσσεται στον γενικό σκοπό της βελτιώσεως της ανταγωνιστικότητας της βελγικής οικονομίας, καθώς και να θεσπίσει ένα εναλλακτικό καθεστώς σε σχέση με το φορολογικό καθεστώς για τα κέντρα συντονισμού το οποίο έπαυσε να ισχύει (3).

5.        Η έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο –η οποία, στον φοροτεχνικό τομέα, καλείται επίσης έκπτωση για πλασματικούς τόκους (4)– συνίσταται στην αφαίρεση, κατά τον υπολογισμό της βάσεως επιβολής του φόρου εταιριών, του πλασματικού ποσού των τόκων το οποίο θεωρητικώς αντιστοιχεί στην απόδοση της επενδύσεως των ιδίων κεφαλαίων της εταιρίας. Η εν λόγω έκπτωση ισούται προς το επιχειρηματικό κεφάλαιο, το οποίο προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 205ter του CIR 1992, πολλαπλασιαζόμενο επί τον συντελεστή που καθορίζεται στις κατωτέρω αναφερόμενες παραγράφους του άρθρου 205quater του CIR 1992 (5).

6.        Το άρθρο 205ter, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του CIR 1992 ορίζει ότι το επιχειρηματικό κεφάλαιο που αποτελεί βάση για τον υπολογισμό της οικείας εκπτώσεως αντιστοιχεί, με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2 έως 7 του άρθρου αυτού, στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων της εταιρίας, στο τέλος της προηγούμενης φορολογικής περιόδου (6), τα οποία προσδιορίζονται σύμφωνα με τη νομοθεσία περί λογιστικής και ετησίων λογαριασμών όπως παρατίθενται στον ισολογισμό. Οι παράγραφοι 2 έως 7 του εν λόγω άρθρου 205ter απαριθμούν τις περιπτώσεις στις οποίες, πριν από τον υπολογισμό του ποσού της εκπτώσεως για επιχειρηματικό κεφάλαιο, πρέπει να πραγματοποιηθεί αναπροσαρμογή των ιδίων κεφαλαίων.

7.        Ειδικότερα, κατά το άρθρο 205ter, παράγραφος 2, του CIR 1992, από το επιχειρηματικό κεφάλαιο αφαιρείται η καθαρή αξία των στοιχείων του ενεργητικού των μονίμων εγκαταστάσεων των οποίων τα εισοδήματα απαλλάσσονται από τον φόρο στο Βέλγιο βάσει συμβάσεως για την αποτροπή της διπλής φορολογίας.

8.        Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της Συμβάσεως για την αποτροπή της διπλής φορολογίας της 5ης Ιουνίου 2001 η οποία συνήφθη μεταξύ του Βασιλείου του Βελγίου και του Βασιλείου των Κάτων Χωρών (7) (στο εξής: βελγοολλανδική Σύμβαση), τα κέρδη επιχειρήσεως συμβαλλόμενου κράτους είναι φορολογητέα μόνο στο κράτος αυτό, εκτός εάν η επιχείρηση ασκεί τη δραστηριότητά της εντός του έτερου συμβαλλόμενου κράτους μέσω μόνιμης εγκαταστάσεως που ευρίσκεται σε αυτό. Εάν η επιχείρηση ασκεί τη δραστηριότητά της κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα κέρδη της επιχειρήσεως είναι φορολογητέα στο έτερο κράτος, αλλά μόνο στο μέτρο που είναι καταλογιστέα στη μόνιμη αυτή εγκατάσταση.

9.        Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της βελγοολλανδικής Συμβάσεως, όσον αφορά το Βασίλειο του Βελγίου, η διπλή φορολογία αποτρέπεται με ρύθμιση σύμφωνα με την οποία, όταν κάτοικος Βελγίου εισπράττει εισοδήματα, πλην των προβλεπόμενων στο άρθρο 12, παράγραφος 5, της εν λόγω Συμβάσεως μερισμάτων, τόκων ή αμοιβών, ή κατέχει περιουσιακά στοιχεία, τα οποία είναι φορολογητέα στις Κάτω Χώρες κατ’ εφαρμογήν της Συμβάσεως αυτής, το Βασίλειο του Βελγίου απαλλάσσει από τον φόρο τα εν λόγω εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία, αλλά μπορεί, προκειμένου να υπολογίσει το ύψος του φόρου επί του υπολοίπου των εισοδημάτων ή των περιουσιακών στοιχείων του κατοίκου αυτού, να εφαρμόσει τον συντελεστή που θα ίσχυε εάν τα επίμαχα εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία δεν είχαν τύχει απαλλαγής από τον φόρο.

10.      Βάσει του άρθρου 205ter, παράγραφος 2, του CIR 1992 οι βελγικές φορολογικές αρχές απέρριψαν την αίτηση της Argenta, εταιρίας η οποία εδρεύει στο Βέλγιο και υπόκειται απεριορίστως στον φόρο εταιριών στο κράτος αυτό, να λάβει υπόψη, για τον υπολογισμό της εκπτώσεως για επιχειρηματικό κεφάλαιο, την καθαρή αξία των στοιχείων του ενεργητικού της μόνιμης εγκαταστάσεως που διαθέτει στις Κάτω Χώρες.

11.      Εκτιμώντας ότι το άρθρο 205ter, παράγραφος 2, του CIR 1992 αποτελεί εμπόδιο για την ελευθερία εγκαταστάσεως που κατοχυρώνεται με το άρθρο 43 ΕΚ, η Argenta άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω απορριπτικής αποφάσεως ενώπιον του rechtbank van eerste aanleg te Antwerpen, το οποίο αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αποκλείει το άρθρο 43 ΕΚ εθνική φορολογική ρύθμιση βάσει της οποίας μια εταιρία που έχει απεριόριστη φορολογική υποχρέωση στο Βέλγιο δεν δύναται, κατά τον υπολογισμό του φορολογητέου κέρδους της, να εφαρμόσει την έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο μέχρι το ποσό της θετικής διαφοράς μεταξύ, αφενός, της καθαρής λογιστικής αξίας των στοιχείων του ενεργητικού των εγκαταστάσεων που ο φορολογούμενος έχει σε άλλο κράτος μέλος της Ένωσης και, αφετέρου, του συνόλου των στοιχείων του παθητικού που είναι καταλογιστέα στις εγκαταστάσεις αυτές, ενώ δύναται να εφαρμόσει την έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο αν η θετική αυτή διαφορά μπορεί να καταλογιστεί σε μόνιμη εγκατάσταση στο Βέλγιο;»

12.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Argenta, η Βελγική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία απάντησαν επίσης εμπροθέσμως σε γραπτό ερώτημα το οποίο τους απηύθυνε το Δικαστήριο και αγόρευσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Ιουλίου 2012.

II – Ανάλυση

13.      Όπως προκύπτει από την εισαγωγή των παρουσών προτάσεων, η έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο η οποία αποτελεί αντικείμενο της παρούσας υποθέσεως επιτρέπει σε εταιρίες που υπόκεινται στον βελγικό φόρο εταιριών να αφαιρέσουν από το φορολογητέο εισόδημά τους έναν πλασματικό τόκο, ο οποίος καθορίζεται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και υπολογίζεται επί των ιδίων κεφαλαίων τους (καθαρό ενεργητικό).

14.      Στην πράξη, η έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο παρέχει στις βελγικές εταιρίες και στις αλλοδαπές εταιρίες οι οποίες έχουν μόνιμη εγκατάσταση στο Βέλγιο τη δυνατότητα να μειώσουν, σε βαθμό συχνά θεαματικό, τον φόρο εισοδήματος που οφείλουν, όταν χρηματοδοτούνται με ίδια κεφάλαια.

15.      Τούτο καθίσταται σαφές με το ακόλουθο παράδειγμα, το οποίο προέρχεται από έντυπο των βελγικών φορολογικών αρχών (8) και έχει προσαρμοστεί ανάλογα με τις ρυθμίσεις που ίσχυαν για την επίμαχη στην παρούσα υπόθεση φορολογική χρήση. Θα αναφερθώ στην υποθετική περίπτωση εταιρίας, εδρεύουσας στο Βέλγιο, στον ισολογισμό της οποίας εμφανίζονται ίδια κεφάλαια ύψους 100 000 ευρώ τα οποία χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση ομίλου εταιριών. Εάν η εν λόγω βελγική εταιρία εισπράττει ενδοομιλικό επιτόκιο 4 %, το κέρδος της πριν από την καταβολή φόρου ανέρχεται σε 4 000 ευρώ. Με την έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο, της οποίας ο συντελεστής για το έτος 2008 ήταν 3,871 %, η φορολογητέα βάση διαμορφώνεται σε 129 ευρώ [4000 - (100 000 x 3,871 %)]. Δεδομένου ότι ο φόρος εταιριών ανέρχεται σε 33,99 %, η εταιρία θα κληθεί να καταβάλει φόρο ύψους 43,85 ευρώ, ήτοι πραγματικό συντελεστή φόρου 1,10 % αντί του 33,99 % ο οποίος θα εφαρμοζόταν εάν δεν υφίστατο έκπτωση για το επιχειρηματικό κεφάλαιο. Το εν λόγω παράδειγμα παρατίθεται κατά αναλυτικότερο τρόπο στον ακόλουθο πίνακα:

Ίδια κεφάλαια = 100 000

Λογαριασμοί

Χωρίς την έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο

Με την έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο

Κέρδος προ φόρου (ενδοομιλικό επιτόκιο 4 %)

4 000

4 000

Έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο (3,871 %)

0

- 3 871

Βάση υπολογισμού του φόρου

4 000

129

Φόρος εταιριών (33,99 %)

1 360

43,85

Πραγματικός συντελεστής φόρου

33,99 %

1,10 %


16.      Από το εν λόγω παράδειγμα προκύπτει ότι το ποσό της εκπτώσεως για επιχειρηματικό κεφάλαιο υπολογίζεται όχι επί του χρησιμοποιούμενου κεφαλαίου, για το οποίο καταβάλλονται τόκοι, αλλά, με την επιφύλαξη ορισμένων αναπροσαρμογών, επί του συνόλου των ιδίων κεφαλαίων της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως (9).

17.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί όχι επί της νομιμότητας του μηχανισμού χορηγήσεως εκπτώσεως για επιχειρηματικό κεφάλαιο αυτό καθεαυτό, αλλά μόνον επί μίας από τις λεπτομέρειες εφαρμογής του εν λόγω μηχανισμού, ήτοι επί μίας από τις αναπροσαρμογές που προβλέπονται όσον αφορά τον καθορισμό των ιδίων κεφαλαίων που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της εν λόγω εκπτώσεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 205ter, παράγραφος 2, του CIR 1992.

18.      Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί απλώς να διευκρινιστεί εάν αντιβαίνει στην ελευθερία εγκαταστάσεως ο αποκλεισμός από τη βάση υπολογισμού της οικείας εκπτώσεως των στοιχείων του ενεργητικού που είναι καταλογιστέα σε αλλοδαπή μόνιμη εγκατάσταση εταιρίας που υπέχει απεριόριστη φορολογική υποχρέωση στο Βέλγιο, όταν τα εισοδήματα της εν λόγω εγκαταστάσεως δεν φορολογούνται στο εν λόγω κράτος μέλος βάσει συμβάσεως για την αποτροπή της διπλής φορολογίας η οποία έχει συναφθεί με το κράτος μέλος στο οποίο ευρίσκεται η εγκατάσταση αυτή, ενώ τα στοιχεία του ενεργητικού της μόνιμης εγκαταστάσεως που διαθέτει τέτοια εταιρία στο Βέλγιο λαμβάνονται υπόψη στη βάση υπολογισμού της οικείας εκπτώσεως.

19.      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που παρέσχε η Βελγική Κυβέρνηση απαντώντας σε ερώτημα του Δικαστηρίου, ο εν λόγω αποκλεισμός των στοιχείων του ενεργητικού των αλλοδαπών μονίμων εγκαταστάσεων που διαθέτουν βελγικές εταιρίες αφορά, εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, όλα τα κράτη μέλη, καθώς και τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας, εκτός από το Πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν, το οποίο αποτελεί το μοναδικό κράτος με το οποίο το Βασίλειο του Βελγίου δεν έχει συνάψει σύμβαση για την αποτροπή της διπλής φορολογίας.

20.      Η Argenta και η Επιτροπή εκτιμούν ότι πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου.

21.      Η Βελγική Κυβέρνηση έχει αντίθετη άποψη.

22.      Κατ’ αρχάς, αμφισβητεί τον φερόμενο δυσμενή χαρακτήρα του κανόνα που προβλέπεται στο άρθρο 205ter, παράγραφος 2, του CIR 1992. Συγκεκριμένα, κατά τη Βελγική Κυβέρνηση, ο εν λόγω κανόνας ελάχιστη επιρροή ασκεί στη βελγική εταιρία, στον βαθμό που η έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο είναι εφαρμοστέα όχι επί των κερδών της εταιρίας αυτής, αλλά επί των κερδών της μόνιμης εγκαταστάσεως τα οποία απαλλάσσονται από τον φόρο στο Βέλγιο βάσει, εν προκειμένω, της βελγοολλανδικής Συμβάσεως.

23.      Περαιτέρω, η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η αποδοχή του αιτήματος της Argenta θα αντέβαινε στους διεθνείς φορολογικούς κανόνες και ιδίως στην πρότυπη Σύμβαση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), η οποία χαρακτηρίζει τη μόνιμη εγκατάσταση ως αυτοτελή φορολογική οντότητα και αναγνωρίζει στο κράτος μέλος όπου ευρίσκεται η εγκατάσταση αυτή την αποκλειστική εξουσία να φορολογεί τα κέρδη της και να θεσπίζει ρυθμίσεις όσον αφορά τις δαπάνες της. Οι δαπάνες που πραγματοποιούνται για την απόκτηση των εισοδημάτων τα οποία είναι φορολογητέα στο κράτος μέλος όπου ευρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση και τα οποία απαλλάσσονται από τον φόρο στο κράτος μέλος όπου εδρεύει η εταιρία πρέπει να εκπίπτουν όχι στο κράτος μέλος της έδρας, αλλά στο άλλο κράτος μέλος, όπως ακριβώς οι τόκοι οφειλών που ανελήφθησαν για την αγορά των στοιχείων του ενεργητικού μόνιμης εγκαταστάσεως πρέπει να εκπίπτουν από τα φορολογητέα κέρδη της εν λόγω μόνιμης εγκαταστάσεως.

24.      Επιπλέον, κατά την εν λόγω κυβέρνηση, έστω και εάν υποτεθεί ότι η άρνηση του Βασιλείου του Βελγίου να λάβει υπόψη τα στοιχεία του ενεργητικού των αλλοδαπών μονίμων εγκαταστάσεων δημιουργεί λιγότερο ευνοϊκή κατάσταση για ορισμένο φορολογούμενο έναντι του ιδίου φορολογουμένου ο οποίος έχει ιδρύσει εγκατάσταση στο Βέλγιο, το γεγονός αυτό δεν συνιστά εμπόδιο στην ελευθερία εγκαταστάσεως, διότι αποτελεί συνέπεια της εκ μέρους διαφόρων κρατών μελών παράλληλης ασκήσεως των φορολογικών τους εξουσιών και του γεγονότος ότι στα περισσότερα κράτη μέλη δεν προβλέπεται πλεονέκτημα ανάλογο της εκπτώσεως για επιχειρηματικό κεφάλαιο. Το βελγικό σύστημα χορηγήσεως εκπτώσεως για επιχειρηματικό κεφάλαιο δεν είναι αφ’ εαυτού ικανό να αποτρέψει τις βελγικές εταιρίες από την ίδρυση μονίμων εγκαταστάσεων σε άλλα κράτη μέλη.

25.      Εν τέλει και εν πάση περιπτώσει, η Βελγική Κυβέρνηση προβάλλει ότι ενδεχόμενος περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη διαφυλάξεως της συνοχής του βελγικού φορολογικού συστήματος και την ανάγκη διασφαλίσεως της ισόρροπης κατανομής της εξουσίας επιβολής φόρων μεταξύ των κρατών μελών.

26.      Όπως διατείνεται ορθώς η Argenta με τις γραπτές της παρατηρήσεις, τα εν λόγω επιχειρήματα αφορούν, κατ’ ουσίαν, το ίδιο ζήτημα. Δεδομένου ότι το Βασίλειο του Βελγίου δεν επιβάλλει, βάσει συμβάσεως για την αποτροπή της διπλής φορολογίας, φόρο επί των κερδών μόνιμης εγκαταστάσεως η οποία ευρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, αρνείται να χορηγήσει έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο σε βελγική εταιρία, υποκείμενη απεριορίστως στον φόρο εταιριών στο Βέλγιο, από την οποία εξαρτάται η εν λόγω εγκατάσταση μέχρι το ποσό των ιδίων κεφαλαίων της εγκαταστάσεως αυτής.

27.      Ως εκ τούτου, η χορήγηση εκπτώσεως για επιχειρηματικό κεφάλαιο εξαρτάται από την ικανοποίηση ενός εδαφικού κριτηρίου, ήτοι του ότι τα ίδια κεφάλαια της βελγικής εταιρίας είναι καταλογιστέα σε οντότητα η οποία φορολογείται στο Βέλγιο.

28.      Από την άποψη του δικαίου της Ένωσης, το εν λόγω κριτήριο δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, θεμιτό.

29.      Κατ’ αρχάς, δεν αμφισβητείται ότι η διαφορετική φορολογική μεταχείριση, αναλόγως του εάν οι βελγικές εταιρίες διαθέτουν μόνιμη εγκατάσταση στο Βέλγιο ή σε άλλο κράτος μέλος, συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

30.      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει, όσον αφορά τις εταιρίες που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους και έχουν την καταστατική τους έδρα, την κεντρική τους διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή τους εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το δικαίωμα να ασκούν τις δραστηριότητές τους σε άλλα κράτη μέλη μέσω θυγατρικών εταιριών, υποκαταστημάτων ή πρακτορείων (10).

31.      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ περί ελευθερίας εγκαταστάσεως απαγορεύουν, μεταξύ άλλων, στα κράτη μέλη να εμποδίζουν την εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος ενός από τους υπηκόους τους ή μιας εταιρίας που έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία τους (11).

32.      Οι ανωτέρω σκέψεις ισχύουν και στην περίπτωση κατά την οποία εταιρία εγκατεστημένη σε κράτος μέλος αναπτύσσει τις δραστηριότητές της σε άλλο κράτος μέλος μέσω μόνιμης εγκαταστάσεως (12).

33.      Όσον αφορά το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης φορολογικό καθεστώς, η συνεκτίμηση, για τον υπολογισμό της εκπτώσεως για επιχειρηματικό κεφάλαιο βελγικής εταιρίας υποκείμενης στον φόρο εταιριών στο Βέλγιο, των ιδίων κεφαλαίων που καταλογίζονται σε μόνιμη εγκατάστασή της συνιστά αναμφιβόλως φορολογικό πλεονέκτημα, δεδομένου ότι συντελεί στη μείωση του πραγματικού συντελεστή φόρου εταιριών τον οποίο πρέπει να καταβάλει η εν λόγω εταιρία στο οικείο κράτος μέλος.

34.      Εντούτοις, κατά το ως άνω φορολογικό καθεστώς, το οικείο φορολογικό πλεονέκτημα δεν χορηγείται σε βελγική εταιρία, η οποία υπόκειται στον φόρο εταιριών στο Βέλγιο, όταν αυτή διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση η οποία ευρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος και της οποίας τα εισοδήματα απαλλάσσονται από τον φόρο βάσει συμβάσεως για την αποτροπή της διπλής φορολογίας συναφθείσας μεταξύ του εν λόγω κράτους μέλους και του Βασιλείου του Βελγίου.

35.      Η φορολογική θέση της εν λόγω εταιρίας είναι επομένως λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη στην οποία θα ευρίσκετο η εταιρία αυτή εάν διέθετε μόνιμη εγκατάσταση στο Βέλγιο.

36.      Η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται από το επιχείρημα της Βελγικής Κυβερνήσεως κατά το οποίο ο μη συνυπολογισμός των ιδίων κεφαλαίων μόνιμης εγκαταστάσεως ευρισκόμενης σε άλλο κράτος μέλος ουδόλως επηρεάζει τη φορολογική μεταχείριση της βελγικής εταιρίας, δεδομένου ότι η έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο εφαρμόζεται όχι επί των κερδών της εταιρίας αυτής, αλλά επί εκείνων της μόνιμης εγκαταστάσεως της εν λόγω εταιρίας.

37.       Κατ’ αρχάς, εάν αυτό συμβαίνει, είναι δυσχερές να γίνουν κατανοητοί οι λόγοι για τους οποίους το Βασίλειο του Βελγίου θέλησε να αποκλείσει ειδικώς από τον υπολογισμό της εκπτώσεως για επιχειρηματικό κεφάλαιο τα ίδια κεφάλαια των αλλοδαπών μονίμων εγκαταστάσεων οι οποίες ανήκουν σε βελγικές εταιρίες υποκείμενες στον φόρο εταιριών στο Βέλγιο.

38.      Περαιτέρω, από τη βελγική φορολογική νομοθεσία, ιδίως από τα άρθρα 205bis και 205ter του CIR 1992, προκύπτει ότι η έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο αφορά σαφώς τη φορολογική μεταχείριση της εταιρίας που εδρεύει στο Βέλγιο και ότι, όπως επισήμανε η Επιτροπή με την απάντησή της σε γραπτό ερώτημα του Δικαστηρίου, κατά το άρθρο 185 του CIR 1992, οι βελγικές εταιρίες, που υπόκεινται απεριορίστως στον φόρο εταιριών στο Βέλγιο, φορολογούνται στο κράτος αυτό επί του συνολικού ποσού των εισοδημάτων τους.

39.      Εντούτοις, κατά την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου περί καθιερώσεως φορολογικής εκπτώσεως για επιχειρηματικό κεφάλαιο, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία μια εταιρία διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση της οποίας τα εισοδήματα απαλλάσσονται από τον φόρο στο Βέλγιο βάσει συμβάσεως για την αποτροπή της διπλής φορολογίας, η βελγική λογιστική νομοθεσία δεν επιτάσσει τα ίδια κεφάλαια της αλλοδαπής μόνιμης εγκαταστάσεως να εμφανίζονται στον ισολογισμό της εν λόγω εταιρίας χωριστά από τα λοιπά ίδια κεφάλαια της εταιρίας αυτής (13).

40.      Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει, όπως επισήμανε η Argenta με την απάντησή της σε γραπτό ερώτημα του Δικαστηρίου, χωρίς να αντικρουσθεί από τη Βελγική Κυβέρνηση, ότι μια βελγική εταιρία η οποία διαθέτει ίδια κεφάλαια μπορεί να επωφεληθεί από την έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο, μολονότι η μόνιμη εγκατάστασή της στην αλλοδαπή, η οποία αυτή καθεαυτήν δεν διαθέτει ίδια κεφάλαια, είναι η μόνη που πραγματοποιεί κέρδη, καθόσον, βάσει της βελγικής νομοθεσίας, για τον υπολογισμό της επίμαχης εκπτώσεως, τα κέρδη αυτά θα θεωρηθούν ότι αποτελούν, τελικώς, κέρδη της εν λόγω βελγικής εταιρίας.

41.      Εξ αυτού συνάγεται ότι η έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο εφαρμόζεται επί της συνολικής θέσεως της βελγικής εταιρίας, η οποία υπέχει απεριόριστη φορολογική υποχρέωση στο Βέλγιο.

42.      Δεν συμμερίζομαι ούτε τη θέση της Βελγικής Κυβερνήσεως κατά την οποία η επίμαχη στην παρούσα υπόθεση διαφορετική φορολογική μεταχείριση αποτελεί απόρροια της παράλληλης ασκήσεως των φορολογικών αρμοδιοτήτων του κράτους μέλους της έδρας της εταιρίας και εκείνου όπου ευρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση, κατά την έννοια ότι η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση οφείλεται στο γεγονός ότι πλεονέκτημα ανάλογο της εκπτώσεως για επιχειρηματικό κεφάλαιο δεν υφίσταται, ή τουλάχιστον δεν υφίσταται ακόμη, στα λοιπά κράτη μέλη ή ότι ο συντελεστής φόρου εταιριών διαφέρει μεταξύ των κρατών μελών.

43.      Ασφαλώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τα μειονεκτήματα που τυχόν απορρέουν από την παράλληλη άσκηση των φορολογικών αρμοδιοτήτων των διαφόρων κρατών μελών δεν συνιστούν περιορισμούς στις σχετικές με την κυκλοφορία ελευθερίες, κατά το μέτρο που η άσκηση αυτή δεν συνεπάγεται διακρίσεις (14).

44.      Κατά την ως άνω συλλογιστική, δεν εμπίπτουν στο πεδίο ισχύος των εν λόγω ελευθεριών τα μειονεκτήματα ή η διαφορετική μεταχείριση που απορρέουν αποκλειστικώς από τις διαφορές που υφίστανται μεταξύ των φορολογικών νομοθεσιών των κρατών μελών, σε αντίθεση προς εκείνα που απορρέουν από την εφαρμογή ενός και του ιδίου φορολογικού συστήματος ορισμένου κράτους μέλους (15).

45.      Εν προκειμένω, η διαφορετική μεταχείριση των εταιριών με έδρα το Βέλγιο, οι οποίες υπόκεινται απεριορίστως στον φόρο εταιριών στο εν λόγω κράτος μέλος, αναλόγως, εν τέλει, του εάν διαθέτουν ή όχι μόνιμη εγκατάσταση στο Βέλγιο, απορρέει από την εφαρμογή μόνον του βελγικού φορολογικού συστήματος. Η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση ουδόλως εξαρτάται από το γεγονός ότι μια βελγική εταιρία, όπως η Argenta, είναι αδύνατον να στερηθεί ανάλογου πλεονεκτήματος στις Κάτω Χώρες, καθόσον τέτοιο πλεονέκτημα δεν προβλέπεται στη νομοθεσία άλλων κρατών μελών, ούτε από τον φορολογικό συντελεστή των εισοδημάτων των εταιριών, ο οποίος ενδεχομένως διαφέρει από τον κατ’ αρχήν εφαρμοστέο στο Βέλγιο. Κατά τα λοιπά, η σημασία του τελευταίου αυτού στοιχείου μπορεί ευλόγως να αμφισβητηθεί. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι, για τον υπολογισμό της εκπτώσεως για επιχειρηματικό κεφάλαιο, λαμβάνονται υπόψη τα ίδια κεφάλαια των μονίμων εγκαταστάσεων που ευρίσκονται σε τρίτα κράτη τα οποία δεν έχουν συνάψει με το Βέλγιο σύμβαση για την αποτροπή της διπλής φορολογίας, εφόσον οι εγκαταστάσεις αυτές ανήκουν σε βελγικές εταιρίες, υποκείμενες απεριορίστως στον φόρο εταιριών στο Βέλγιο, ανεξαρτήτως του εφαρμοστέου στα εν λόγω τρίτα κράτη φορολογικού συντελεστή.

46.      Ως εκ τούτου, φρονώ ότι ο προβλεπόμενος στο άρθρο 205ter, παράγραφος 2, του CIR 1992 αποκλεισμός, από τον υπολογισμό της εκπτώσεως για επιχειρηματικό κεφάλαιο, των ιδίων κεφαλαίων μόνιμης εγκαταστάσεως της οποίας τα εισοδήματα απαλλάσσονται από τον φόρο στο Βέλγιο και η οποία ανήκει σε βελγική εταιρία, υποκείμενη απεριορίστως στον φόρο εταιριών στο εν λόγω κράτος μέλος, συνιστά, κατ’ αρχήν, περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

47.      Συνεπώς, πρέπει, στο στάδιο αυτό, να εξετασθεί εάν ο εν λόγω περιορισμός μπορεί, εντούτοις, να δικαιολογηθεί από τουλάχιστον έναν από τους δυο λόγους γενικού συμφέροντος που προβάλλει η Βελγική Κυβέρνηση, ήτοι, αφενός, τη διαφύλαξη της συνοχής του φορολογικού της συστήματος και, αφετέρου, τη διατήρηση της ισόρροπης κατανομής της εξουσίας επιβολής φόρων μεταξύ των κρατών μελών.

48.      Δεν αμφισβητείται ότι καθεμία από τις οικείες απαιτήσεις γενικού συμφέροντος έχει κριθεί ως δυνάμενη να δικαιολογήσει περιορισμούς της ελευθερίας εγκαταστάσεως (16).

49.      Εντούτοις, τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα πρέπει να είναι ικανά να διασφαλίσουν την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών γενικού συμφέροντος και να μη βαίνουν πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των σκοπών αυτών (17).

50.      Εν προκειμένω, φρονώ ότι κανένας από τους δυο προαναφερθέντες σκοπούς δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

51.      Όσον αφορά τον σκοπό της διαφυλάξεως της συνοχής του φορολογικού συστήματος, αυτός, κατά τη νομολογία, δεν μπορεί να γίνει δεκτός παρά μόνον εάν αποδεικνύεται ότι υπάρχει άμεσος σύνδεσμος μεταξύ του επίμαχου φορολογικού πλεονεκτήματος και της αντισταθμίσεώς του από συγκεκριμένη φορολογική επιβάρυνση (18).

52.      Στηριζόμενη στην εν λόγω νομολογία, η Βελγική Κυβέρνηση διατείνεται ότι το καθεστώς της εκπτώσεως για επιχειρηματικό κεφάλαιο δημιουργεί απόλυτη συμμετρία μεταξύ της χορηγήσεως φορολογικού πλεονεκτήματος, το οποίο υπολογίζεται σε σχέση με συγκεκριμένα στοιχεία του ενεργητικού, και του δικαιώματος φορολογήσεως των κερδών που προέρχονται από τα εν λόγω στοιχεία του ενεργητικού.

53.      Η εν λόγω επιχειρηματολογία είναι, κατά τη γνώμη μου, ανεπαρκής για να αποδείξει την ύπαρξη άμεσου συνδέσμου κατά την έννοια της νομολογίας. Συγκεκριμένα, καθόσον το φορολογικό πλεονέκτημα υπολογίζεται επί των ιδίων κεφαλαίων των ενδιαφερόμενων εταιριών, αρκεί η διαπίστωση ότι, στην πραγματικότητα, το εν λόγω πλεονέκτημα ουδόλως αντισταθμίζεται από τη μεταγενέστερη φορολόγηση των εισοδημάτων που πηγάζουν από τα ίδια αυτά κεφάλαια, δεδομένου ότι σκοπός της εν λόγω εκπτώσεως είναι να μειώσει γενικώς τον πραγματικό συντελεστή του φόρου εταιριών που καταβάλλεται από τις υπαγόμενες στον CIR 1992 εταιρίες (19). Στην πραγματικότητα, η χορήγηση εκπτώσεως για επιχειρηματικό κεφάλαιο δεν συνδέεται με την πραγματοποίηση κερδών στο Βέλγιο, δεδομένου ότι, εάν η βελγική εταιρία δεν πραγματοποιήσει κανένα κέρδος κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου έτους, το πιστωτικό υπόλοιπο της εκπτώσεως που χορηγήθηκε για το εν λόγω έτος μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 205quinquies του CIR 1992, να μεταφερθεί στα επόμενα επτά φορολογικά έτη.

54.      Το επιχείρημα της Βελγικής Κυβερνήσεως που αντλείται από την προπαρατεθείσα απόφαση Krankenheim Ruhesitz am Wannsee-Seniorenheimstatt δεν είναι ικανό να αναιρέσει την εκτίμηση αυτή.

55.      Υπενθυμίζεται ότι, στην ως άνω υπόθεση, το Δικαστήριο έκρινε ότι μπορούσε να δικαιολογηθεί από την ανάγκη διαφυλάξεως της συνοχής του γερμανικού φορολογικού καθεστώτος η προβλεπόμενη από το εν λόγω καθεστώς επανένταξη του ποσού των ζημιών της μόνιμης εγκαταστάσεως που διέθετε σε άλλο κράτος μέλος μια γερμανική εταιρία, με την αιτιολογία ότι η επανένταξη αυτή «αποτελ[ούσε] λογικό συμπλήρωμα της αναγνωρισθείσας προηγουμένως αφαιρέσεως [των ζημιών]» (20), δεδομένου ότι επανεντάσσονταν μόνον οι προηγουμένως αφαιρεθείσες ζημίες (21). Επομένως, υφίστατο «άμεσος, προσωπικός και ουσιαστικός δεσμός μεταξύ των δύο στοιχείων του φορολογικού μηχανισμού» (22), ήτοι, σε πρώτο στάδιο, χορηγήθηκε το φορολογικό πλεονέκτημα του συνυπολογισμού των ζημιών στην εδρεύουσα στην ημεδαπή εταιρία η οποία διέθετε μόνιμη εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος –εγκατάσταση η οποία κατά τα λοιπά αντιμετωπιζόταν ως μόνιμη εγκατάσταση ευρισκόμενη στη Γερμανία– (23) και, σε δεύτερο στάδιο, πραγματοποιήθηκε επανένταξη των εν λόγω ζημιών.

56.      Εντούτοις, στην προκειμένη περίπτωση, από όποια σκοπιά και εάν εξετασθεί η έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο, το βελγικό σύστημα δεν αντισταθμίζει το εν λόγω φορολογικό πλεονέκτημα με καμία επιβάρυνση, ώστε να μπορεί θεωρηθεί ότι μεταξύ των δυο αυτών στοιχείων ενδεχομένως υφίσταται άμεσος σύνδεσμος όπως αυτός που περιγράφεται στην προπαρατεθείσα απόφαση Krankenheim Ruhesitz am Wannsee-Seniorenheimstatt,.

57.      Εν πάση περιπτώσει, όπως υποστηρίζουν η Argenta και η Επιτροπή, η φορολογική συνοχή την οποία επικαλείται το Βασίλειο του Βελγίου φαίνεται να ανάγεται στο επίπεδο της αμοιβαιότητας των εφαρμοστέων κανόνων της βελγοολλανδικής Συμβάσεως.

58.      Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της εν λόγω συμβάσεως ορίζει, κατ’ ουσίαν, ότι τα κέρδη επιχειρήσεως εδρεύουσας σε συμβαλλόμενο κράτος φορολογούνται στο έτερο συμβαλλόμενο κράτος, εφόσον τα κέρδη αυτά είναι καταλογιστέα στη μόνιμη εγκατάσταση που διαθέτει η οικεία επιχείρηση στο έδαφος του εν λόγω έτερου συμβαλλόμενου κράτους, η οικεία σύμβαση καθιερώνει φορολογική αμοιβαιότητα των εφαρμοστέων στα συμβαλλόμενα κράτη κανόνων, η οποία σκοπεί ακριβώς να διασφαλίσει τη φορολογική συνοχή. Επομένως, το γεγονός ότι το Βασίλειο του Βελγίου παραιτείται από τη φορολόγηση των κερδών βελγικών εταιριών τα οποία είναι καταλογιστέα σε μόνιμες εγκαταστάσεις που διαθέτουν οι εταιρίες αυτές στις Κάτω Χώρες δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μονομερή άρνησή του να χορηγήσει το επίμαχο φορολογικό πλεονέκτημα. Εάν γινόταν δεκτό το αντίθετο επιχείρημα, τούτο θα ισοδυναμούσε, τελικώς, με το να θεωρηθεί ότι η βελγοολλανδική Σύμβαση αποτελεί πηγή ελλείψεως συνοχής, η οποία πρέπει να εξουδετερωθεί με τη μονομερή άρνηση χορηγήσεως του επίμαχου φορολογικού πλεονεκτήματος. Εντούτοις, η συλλογιστική αυτή έχει ήδη απορριφθεί από το Δικαστήριο (24).

59.      Εξάλλου, κατά τη γνώμη μου, αρνούμενη να χορηγήσει το επίμαχο φορολογικό πλεονέκτημα υπό το πρόσχημα ότι μόνον το Βασίλειο των Κάτω Χωρών φορολογεί τα κέρδη των μονίμων εγκαταστάσεων που διαθέτουν βελγικές εταιρίες στο έδαφός του, ενώ ταυτοχρόνως δεν χορηγεί φορολογικό πλεονέκτημα ανάλογο προς εκείνο που ισχύει στο Βέλγιο, η Βελγική Κυβέρνηση τείνει να διαφύγει των υποχρεώσεών της που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, απαιτώντας από ένα άλλο κράτος μέλος να προσαρμόσει το φορολογικό του σύστημα σε εκείνο που ισχύει στο Βέλγιο. Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τα κράτη μέλη ουδόλως υπέχουν υποχρέωση να προβούν σε τέτοια προσαρμογή δυνάμει της Συνθήκης ΕΚ (25).

60.      Ο δεύτερος λόγος γενικού συμφέροντος τον οποίο προβάλλει η Βελγική Κυβέρνηση, ήτοι η διατήρηση της ισόρροπης κατανομής της εξουσίας επιβολής φόρων μεταξύ των κρατών μελών, συγχέεται τουλάχιστον εν μέρει με εκείνον ο οποίος μόλις εξετάσθηκε.

61.      Φρονώ ότι αυτός πρέπει επίσης να απορριφθεί.

62.      Υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η ανάγκη διασφαλίσεως της ισόρροπης κατανομής της εξουσίας φορολογήσεως μεταξύ των κρατών μελών μπορεί να ληφθεί υπόψη, ιδίως, εφόσον το επίμαχο καθεστώς έχει ως σκοπό να αποτρέψει συμπεριφορές ικανές να θέσουν υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα του κράτους μέλους να ασκήσει τη φορολογική του αρμοδιότητα σε ό,τι αφορά τις δραστηριότητες που ασκούνται στο έδαφός του (26).

63.      Εντούτοις, η εφαρμογή της ίδιας φορολογικής μεταχειρίσεως –ήτοι η χορήγηση του πλεονεκτήματος της εκπτώσεως για επιχειρηματικό κεφάλαιο– στις βελγικές εταιρίες που διαθέτουν μόνιμη εγκατάσταση σε κράτος μέλος με το οποίο το Βασίλειο του Βελγίου έχει συνάψει σύμβαση για την αποτροπή της διπλής φορολογίας και σε εκείνες που διαθέτουν μόνιμη εγκατάσταση στο βελγικό έδαφος ή σε τρίτο κράτος με το οποίο το Βασίλειο του Βελγίου δεν έχει συνάψει τέτοια σύμβαση, ουδόλως διακυβεύει, στην προκειμένη περίπτωση, το δικαίωμα του εν λόγω κράτους μέλους να φορολογεί τα συνολικά κέρδη των εν λόγω εταιριών, οι οποίες εδρεύουν στο έδαφός του, ούτε το δικαίωμα του Βασιλείου των Κάτω Χωρών να φορολογεί τα κέρδη των μονίμων εγκαταστάσεων που ευρίσκονται στο έδαφός του και οι οποίες εξαρτώνται από βελγικές εταιρίες, κατ’ εφαρμογήν της βελγοολλανδικής Συμβάσεως.

64.      Η ως άνω εκτίμηση δεν μεταβάλλεται από το επιχείρημα της Βελγικής Κυβερνήσεως κατά το οποίο η ισόρροπή κατανομή της εξουσίας επιβολής φόρου μεταξύ των κρατών μελών θα διακυβευόταν σαφώς, εάν το Βασίλειο του Βελγίου υποχρεωνόταν να χορηγήσει έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση στης κύριας δίκης, ενώ η φορολογική έκπτωση των τόκων των δανείων που συνήφθησαν για την απόκτηση των στοιχείων του ενεργητικού των αλλοδαπών μονίμων εγκαταστάσεων μπορεί να χορηγηθεί μόνον από το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου ευρίσκονται οι οικείες εγκαταστάσεις.

65.      Συγκεκριμένα, η έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο αποτελεί κατ’ αποκοπήν φορολογικό πλεονέκτημα, το οποίο υπολογίζεται επί πλασματικού κόστους, ήτοι επί του υποθετικού κόστους της χρήσεως των ιδίων κεφαλαίων, κόστος το οποίο επιβαρύνει, όπως εξέθεσε η Επιτροπή χωρίς να αντικρουσθεί από τη Βελγική Κυβέρνηση, όχι τη βελγική εταιρία, αλλά τους μετόχους της. Μολονότι αυτό αμφισβητήθηκε από τη Βελγική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η επίμαχη έκπτωση αποτελεί, σύμφωνα με τους όρους που χρησιμοποιούνται στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου περί καθιερώσεως εκπτώσεως για επιχειρηματικό κεφάλαιο, sui generis έκπτωση (27), η οποία χορηγείται μονομερώς από το Βασίλειο του Βελγίου. Ως εκ τούτου, η ισόρροπη κατανομή της εξουσίας επιβολής φόρου μεταξύ των κρατών μελών ουδόλως εμποδίζει το Βασίλειο του Βελγίου να διασφαλίζει την ίση φορολογική μεταχείριση των βελγικών εταιριών οι οποίες διαθέτουν μόνιμη εγκατάσταση, ανεξαρτήτως του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται η εγκατάσταση αυτή.

66.      Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει ούτε η a contrario και ως εκ της φύσεώς της υποθετική ερμηνεία που αντλεί η Βελγική Κυβέρνηση από τις αποφάσεις Jobra (28) και Tankreederei I (29), κατά την οποία το Δικαστήριο θα είχε επιτρέψει την επίκληση της ανάγκης διασφαλίσεως της ισόρροπης κατανομής των εξουσιών επιβολής φόρων μεταξύ των κρατών μελών, εάν από τα στοιχεία του ενεργητικού, για τα οποία δεν χορηγήθηκαν οι αποτελούσες αντικείμενο των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι δυο αυτές αποφάσεις εκπτώσεις λόγω επενδύσεων με την αιτιολογία ότι οι επίμαχες επενδύσεις δεν είχαν πραγματοποιηθεί στο εθνικό έδαφος, είχαν προκύψει μόνον κέρδη απαλλασσόμενα εξ ολοκλήρου από τον φόρο στα εν λόγω κράτη μέλη.

67.      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως που απορρέει από την εφαρμογή του άρθρου 205ter, παράγραφος 2, του CIR 1992 δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τους δυο λόγους γενικού συμφέροντος που εξέθεσε η Βελγική Κυβέρνηση.

68.      Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το άρθρο 43 ΕΚ έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνική φορολογική διάταξη, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, βάσει της οποίας εταιρία υποκείμενη απεριορίστως στον φόρο εταιριών σε κράτος μέλος δεν δύναται, κατά τον υπολογισμό του φορολογητέου κέρδους της, να εφαρμόσει έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο μέχρι το ποσό της θετικής διαφοράς μεταξύ της καθαρής λογιστικής αξίας των στοιχείων του ενεργητικού και του συνόλου των στοιχείων του παθητικού, που είναι καταλογιστέα σε μόνιμη εγκατάσταση την οποία η εταιρία αυτή διαθέτει σε άλλο κράτος μέλος και της οποίας τα εισοδήματα απαλλάσσονται από τον φόρο στο πρώτο κράτος μέλος βάσει συμβάσεως για την αποτροπή της διπλής φορολογίας συναφθείσας μεταξύ των εν λόγω κρατών μελών, ενώ τέτοια εταιρία δύναται να εφαρμόσει την οικεία έκπτωση εάν η εν λόγω θετική διαφορά μπορεί να καταλογιστεί σε μόνιμη εγκατάσταση ευρισκόμενη στο πρώτο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος με το οποίο το εν λόγω κράτος μέλος δεν έχει συνάψει σύμβαση για την αποτροπή της διπλής φορολογίας.

III – Πρόταση

69.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στο προδικαστικό ερώτημα του rechtbank van eerste aanleg te Antwerpen:

Το άρθρο 43 ΕΚ έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνική φορολογική διάταξη, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, βάσει της οποίας εταιρία υποκείμενη απεριορίστως στον φόρο εταιριών σε κράτος μέλος δεν δύναται, κατά τον υπολογισμό του φορολογητέου κέρδους της, να εφαρμόσει έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο μέχρι το ποσό της θετικής διαφοράς μεταξύ της καθαρής λογιστικής αξίας των στοιχείων του ενεργητικού και του συνόλου των στοιχείων του παθητικού, που είναι καταλογιστέα σε μόνιμη εγκατάσταση την οποία η εταιρία αυτή διαθέτει σε άλλο κράτος μέλος και της οποίας τα εισοδήματα απαλλάσσονται από τον φόρο στο πρώτο κράτος μέλος βάσει συμβάσεως για την αποτροπή της διπλής φορολογίας συναφθείσας μεταξύ των εν λόγω κρατών μελών, ενώ τέτοια εταιρία δύναται να εφαρμόσει την οικεία έκπτωση εάν η εν λόγω θετική διαφορά μπορεί να καταλογιστεί σε μόνιμη εγκατάσταση ευρισκόμενη στο πρώτο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος με το οποίο το εν λόγω κράτος μέλος δεν έχει συνάψει σύμβαση για την αποτροπή της διπλής φορολογίας.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – Moniteur belge της 30ής Ιουνίου 2005, σ. 30077.


3–      Τα κέντρα συντονισμού διέπονταν από το βασιλικό διάταγμα 187, της 30ής Δεκεμβρίου 1982 (Moniteurbelge της 13ης Ιανουαρίου 1983) και αρχικώς επωφελούνταν από δεκαετούς διάρκειας απαλλαγή από τον φόρο επί των κερδών τους, εφόσον ασκούσαν, προς όφελος των επιχειρήσεων του ομίλου στον οποίο ανήκαν, ορισμένα διοικητικού, προπαρασκευαστικού ή επικουρικού χαρακτήρα καθήκοντα, καθώς και ορισμένες δραστηριότητες διαχειρίσεως ταμειακών διαθεσίμων. Το 1984, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έκρινε ότι το εν λόγω καθεστώς δεν περιείχε στοιχεία κρατικής ενισχύσεως. Εντούτοις, σε έκθεση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 29ης Φεβρουαρίου 2000, οι βελγικές διατάξεις περί κέντρων συντονισμού χαρακτηρίσθηκαν ως επιζήμια φορολογικά μέτρα τα οποία έπρεπε να καταργηθούν στις 31 Δεκεμβρίου 2005 και, στη συνέχεια, στις 31 Δεκεμβρίου 2010. Στις 17 Φεβρουαρίου 2003, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2003/757/ΕΚ σχετικά με το καθεστώς ενίσχυσης που σχεδιάζει να εφαρμόσει το Βέλγιο υπέρ των κέντρων συντονισμού που είναι εγκατεστημένα στο Βέλγιο (ΕΕ L 282, σ. 25), η οποία όριζε ότι το υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεως έπρεπε να καταργηθεί σταδιακώς, το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010. Το καθεστώς των κέντρων συντονισμού, το οποίο είχε τροποποιηθεί πολλάκις, αλλά πάντοτε παρεξέκλινε από το κανονικό βελγικό φορολογικό καθεστώς, αποτέλεσε την αφετηρία πλειόνων υποθέσεων ενώπιον του Δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων εκείνων που οδήγησαν στην έκδοση της αποφάσεως της 22ας Ιουνίου 2006, C‑399/03, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. I‑5629), όσον αφορά τη νομιμότητα εξουσιοδοτήσεως χορηγηθείσας από το Συμβούλιο, τον Ιούλιο του 2003, στο Βασίλειο του Βελγίου για να εφαρμόσει καθεστώς ενισχύσεων υπέρ ορισμένων κέντρων συντονισμού των οποίων η άδεια έληγε το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2005, καθώς και της αποφάσεως της 22ας Ιουνίου 2006, C‑182/03 και C‑217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I‑5479), όσον αφορά τη νομιμότητα της προπαρατεθείσας αποφάσεως της Επιτροπής. Το καθεστώς των κέντρων συντονισμού καταργήθηκε στο τέλος του έτους 2010. Κατόπιν της μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως 2003/757 από το Δικαστήριο, η Επιτροπή εξέδωσε νέα απόφαση στις 13 Νοεμβρίου 2007 [απόφαση 2008/283/ΕΚ σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που έθεσε σε εφαρμογή το Βέλγιο υπέρ των κέντρων συντονισμού που είναι εγκατεστημένα στο Βέλγιο και η οποία τροποποιεί την απόφαση 2003/757/ΕΚ (ΕΕ 2008, L 90, σ. 7)], κατά της οποίας ασκήθηκαν δυο προσφυγές ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες πρωτοκολλήθηκαν ως T-94/08 και T-189/08, αντιστοίχως. Με τις αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 2010, T-94/08, Centre de coordination Carrefour κατά Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ. II-1015), και T-189/08, Forum 187 κατά Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ. II-1039), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές ως απαράδεκτες. Με διάταξη της 3ης Μαρτίου 2011, C-254/10 P, Centre de coordination Carrefour SNC κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση που ασκήθηκε κατά της εν λόγω αποφάσεως.


4 – Βλ., συναφώς, ιδίως, Parent, X., «La déduction pour capital à risque. Les intérêts notionnels», Revue de la faculté de droit de l’Université de Liège, 2006, αριθ. 1‑2, σ. 289· Colmant, B., κ.λπ., Les intérêts notionnels. Aspects juridiques, fiscaux et financiers de la déduction pour capital à risque, Larcier, Βρυξέλλες, 2006, σ. 3· Traversa, E., και Lecocq, A., «La déduction des intérêts notionnels en Belgique: premier bilan», Droit fiscal, αριθ. 9, 2009, σ. 9, και Dassesse M., «Les intérêts notionnels à l’épreuve du droit communautaire. Le législateur belge à la mémoire bien courte», Liber Amicorum Jacques Autenne, Bruylant, Βρυξέλλες, 2010, σ. 231.


5 –      Κατά το φορολογικό έτος 2008, ο εν λόγω συντελεστής ήταν 3,871 %. Για το φορολογικό έτος 2012, ο συντελεστής αυτός είναι 3,425 %. Ο συντελεστής υπολογίζεται ετησίως με βάση τον μέσο όρο των μηνιαίων επιτοκίων των κρατικών ομολόγων (OLO) δεκαετούς διάρκειας. Ο εν λόγω συντελεστής μπορεί να αποκλίνει κατ’ ανώτατο όριο κατά μία ποσοστιαία μονάδα από τον συντελεστή που ίσχυε το προηγούμενο έτος. Ο ανώτατος συντελεστής είναι 6,5 %.


6 –      Κατά το άρθρο 205quinquies του CIR 1992, σε περίπτωση ελλείψεως ή ανεπάρκειας των κερδών ορισμένης φορολογικής περιόδου για την οποία χορηγείται έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο, η έκπτωση αυτή εφαρμόζεται διαδοχικώς επί των κερδών των επόμενων επτά φορολογικών ετών.


7 –      Moniteurbelge της 20ής Δεκεμβρίου 2002, σ. 57533.


8 – Βλ. «La déduction d’intérêt notionnel: un incitant fiscal belge novateur – Exercice d’imposition 2013 – Revenus 2012», Service public fédéral Finances, σ. 6 (http://minfin.fgov.be/portail2/belinvest/downloads/fr/publications/bro_notional_interest.pdf).


9 –      Βλ. ιδίως, συναφώς, Parent, X., όπ.π., σ. 298.


10 –      Βλ. αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, C‑307/97, Saint-Gobain ZN (Συλλογή 1999, σ. I‑6161, σκέψη 35), της 14ης Δεκεμβρίου 2000, C‑141/99, AMID (Συλλογή 2000, σ. I‑11619, σκέψη 20), της 23ης Φεβρουαρίου 2006, C‑471/04, Keller Holding (Συλλογή 2006, σ. I‑2107, σκέψη 29), της 29ης Μαρτίου 2007, C‑347/04, Rewe Zentralfinanz (Συλλογή 2007, σ. I‑2647, σκέψη 25), και της 15ης Μαΐου 2008, C‑414/06, Lidl Belgium (Συλλογή 2008, σ. I‑3601, σκέψη 18).


11 –      Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 1998, C‑264/96, ICI (Συλλογή 1998, σ. I-4695, σκέψη 21)· Rewe Zentralfinanz (προπαρατεθείσα, σκέψη 26) και Lidl Belgium (προπαρατεθείσα, σκέψη 19).


12 –      Αποφάσεις Lidl Belgium (προπαρατεθείσα, σκέψη 20) και της 23ης Οκτωβρίου 2008, C‑157/07, Krankenheim Ruhesitz am Wannsee-Seniorenheimstatt (Συλλογή 2008, σ. I‑8061, σκέψη 31). Βλ., επίσης, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2008, C‑293/06, Deutsche Shell (Συλλογή 2008, σ. I‑1129, σκέψη 29).


13 –      Βλ. νομοσχέδιο περί καθιερώσεως φορολογικής εκπτώσεως για κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου, Βουλή των Αντιπροσώπων του Βελγίου, 11 Μαΐου 2005, έγγραφο 51 1778/001, σ. 12, το οποίο επισυνάπτεται στις παρατηρήσεις της Argenta.


14–      Βλ., ιδίως, απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, C‑157/10, Banco Bilbao Vizcaya Argentaria (Συλλογή 2011, σ. Ι-13023, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


15 –      Βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑240/10, Schulz-Delzers και Schulz (Συλλογή 2011, σ. Ι-8531, σκέψεις 40 έως 42).


16 –      Βλ., μεταξύ άλλων, όσον αφορά τη διασφάλιση της συνοχής του φορολογικού συστήματος, απόφαση Krankenheim Ruhesitz am Wannsee-Seniorenheimstatt (προπαρατεθείσα σκέψη 43), και όσον αφορά τη διατήρηση της ισόρροπης κατανομής της εξουσίας επιβολής φόρων μεταξύ των κρατών μελών, απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2011, C‑371/10, National Grid Indus (Συλλογή 2011, σ. Ι-12273, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


17–      Βλ. ιδίως, επ’ αυτού, απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, C‑269/09, Επιτροπή κατά Ισπανίας (, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


18 –      Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑319/02, Manninen (Συλλογή 2004, σ. I‑7477, σκέψη 42)· της 13ης Μαρτίου 2007, C‑524/04, Test Claimants in the Thin Cap Group Litigation (Συλλογή 2007, σ. I‑2107, σκέψη 68), και Επιτροπή κατά Ισπανίας (προπαρατεθείσα, σκέψη 85).


19 –      Σημειώνεται ότι, στο προπαρατεθέν έργο τους, οι Colmant, B., κ.λπ. επισημαίνουν, στο κεφάλαιο υπό τον τίτλο «αρχές που διέπουν την έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο», ότι η εν λόγω έκπτωση είναι «εξωλογιστική, περιλαμβάνεται στη φορολογική δήλωση της εταιρίας και δεν αντισταθμίζεται από κανένα αντίστοιχο φορολογητέο κέρδος» (σ. 19).


20 –      Απόφαση Krankenheim Ruhesitz am Wannsee-Seniorenheimstatt (προπαρατεθείσα, σκέψη 42).


21–      Όπ.π. (σκέψη 44).


22–      Όπ.π. (σκέψη 42).


23 –      Όπ.π. (σκέψη 35).


24–      Βλ., ιδίως, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2004, C‑242/03, Weidert και Paulus (Συλλογή 2004, σ. I‑7379, σκέψεις 24 έως 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


25 –      Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 15ης Απριλίου 2010, C‑96/08, CIBA (Συλλογή 2010, σ. I‑2911, σκέψη 28), και Banco Bilbao Vizcaya Argentaria (προπαρατεθείσα, σκέψη 39).


26 –      Βλ. αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2007, C‑231/05, Oy AA (Συλλογή 2007, σ. I‑6373, σκέψη 54), της 8ης Νοεμβρίου 2007, C‑379/05, Amurta (Συλλογή 2007, σ. I‑9569, σκέψη 58), της 18ης Ιουνίου 2009, C‑303/07, Aberdeen Property Fininvest Alpha (Συλλογή 2009, σ. I‑5145, σκέψη 66), της 20ής Οκτωβρίου 2011, C‑284/09, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2011, σ. Ι-9879, σκέψη 77), καθώς και της 10ης Μαΐου 2012, C‑338/11 έως C‑347/11, FIM Santander Top 25 Euro Fi κ.λπ. (σκέψη 47).


27 –      Κατά την ερμηνεία του άρθρου 4 του εν λόγω νομοσχεδίου (σ. 10 της αιτιολογικής εκθέσεως), «η έκπτωση για επιχειρηματικό κεφάλαιο αποτελεί έκπτωση suigeneris, της οποίας όλοι οι όροι εφαρμογής καθορίζονται στο παρόν σχέδιο διατάξεων».


28–      Απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2008, C‑330/07 (Συλλογή 2008, σ. I‑9099).


29–      Απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C‑287/10 (Συλλογή 2010, σ. Ι-14233).