Language of document : ECLI:EU:C:2014:159

Υπόθεση C‑363/12

Z.

κατά

A Government department
και

The Board of management of a community school

(αίτηση του Equality Tribunal
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή — Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 2006/54/ΕΚ — Ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων — Κατά νόμο μητέρα που απέκτησε τέκνο κατόπιν συμφωνίας παρένθετης μητρότητας — Μη χορήγηση σε αυτή άδειας μετ’ αποδοχών που αντιστοιχεί σε άδεια μητρότητας ή σε άδεια υιοθεσίας — Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία — Οδηγία 2000/78/EΚ — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Απαγόρευση κάθε δυσμενούς διακρίσεως λόγω αναπηρίας — Κατά νόμο μητέρα που αδυνατεί να τεκνοποιήσει — Ύπαρξη αναπηρίας — Κύρος των οδηγιών 2006/54 και 2000/78»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 18ης Μαρτίου 2014

1.        Κοινωνική πολιτική — Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι — Πρόσβαση στην απασχόληση και όροι εργασίας — Ίση μεταχείριση — Οδηγία 2006/54 — Μη χορήγηση άδειας μητρότητας σε κατά νόμο μητέρα — Λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση λόγω εγκυμοσύνης ή άδειας μητρότητας — Δεν υφίσταται

(Οδηγία 2006/54 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 2 §§ 1, στοιχεία α΄ και β΄, και 2, στοιχείο γ΄, 4 και 14· οδηγία 92/85 του Συμβουλίου, άρθρο 8)

2.        Κοινωνική πολιτική — Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι — Πρόσβαση στην απασχόληση και όροι εργασίας — Ίση μεταχείριση — Οδηγία 2006/54 — Πεδίο εφαρμογής — Χορήγηση και όροι εφαρμογής της άδειας υιοθεσίας — Δεν εμπίπτουν (Οδηγία 2006/54 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 27 και άρθρο 16· οδηγία 92/85 του Συμβουλίου)

3.        Προδικαστικά ερωτήματα — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου — Όρια — Ερώτημα που προφανώς δεν ασκεί επιρροή στην κρίση της υποθέσεως

(Άρθρο 267 § 1 ΣΛΕΕ)

4.        Διεθνείς συμφωνίες — Συμφωνίες της Ένωσης — Υπεροχή έναντι των πράξεων του παραγώγου δικαίου της Ένωσης — Υποχρέωση ερμηνείας των πράξεων του παραγώγου δικαίου υπό το πρίσμα των διεθνών συμφωνιών — Ερμηνεία της οδηγίας 2000/78 υπό το πρίσμα της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία

(Άρθρο 216 § 2 ΣΛΕΕ· οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου)

5.        Κοινωνική πολιτική — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Οδηγία 2000/78 — Απαγόρευση δυσμενούς διακρίσεως λόγω αναπηρίας — Έννοια της «ειδικής ανάγκης»

(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου)

6.        Κοινωνική πολιτική — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Οδηγία 2000/78 — Απαγόρευση δυσμενούς διακρίσεως λόγω αναπηρίας — Αδυναμία αποκτήσεως τέκνου με συμβατικά μέσα — Κατάσταση που δεν παρακωλύει την κατά νόμο μητέρα από το να έχει πρόσβαση στην απασχόληση, από το να ασκεί επάγγελμα και από το να προοδεύει επαγγελματικά — Δεν υφίσταται δυσμενής διάκριση

(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου)

7.        Προδικαστικά ερωτήματα — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου — Όρια — Διεθνής σύμβαση που δεσμεύει την Ένωση — Εξέταση του κύρους οδηγίας υπό το πρίσμα διεθνούς συμβάσεως — Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία — Εκτίμηση, βάσει ορισμένων κανόνων της συμβάσεως αυτής, του κύρους της οδηγίας 2000/78 — Αποκλείεται

(Άρθρο 267 § 1, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ· οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου)

1.        Η οδηγία 2006/54, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης, και κυρίως τα άρθρα 4 και 14 αυτής, έχει την έννοια ότι δεν συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω φύλου η μη χορήγηση άδειας μετ’ αποδοχών που αντιστοιχεί σε άδεια μητρότητας σε εργαζόμενη η οποία έχει την ιδιότητα της κατά νόμο μητέρας που απέκτησε τέκνο κατόπιν συμφωνίας παρένθετης μητρότητας.

Πρώτον, όσον αφορά τις δυσμενείς διακρίσεις στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, της ανωτέρω οδηγίας, η μη χορήγηση άδειας μητρότητας δεν βασίζεται σε λόγο ο οποίος ισχύει αποκλειστικά για τους εργαζόμενους ενός εκ των δύο φύλων. Δεύτερον, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, της οδηγίας αυτής, μια κατά νόμο μητέρα που απέκτησε τέκνο κατόπιν συμφωνίας παρένθετης μητρότητας δεν μπορεί, εξ ορισμού, να υφίσταται λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση λόγω εγκυμοσύνης, δεδομένου ότι δεν κυοφόρησε το τέκνο αυτό. Τρίτον, δεδομένου ότι η οδηγία 92/85, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων, έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να χορηγούν άδεια μητρότητας βάσει του άρθρου 8 της οδηγίας αυτής σε εργαζόμενη έχουσα την ιδιότητα της κατά νόμο μητέρας που απέκτησε τέκνο κατόπιν συμφωνίας παρένθετης μητρότητας, ακόμα και όταν μπορεί να θηλάσει το τέκνο αυτό μετά τη γέννηση ή ακόμα και όταν πράγματι το θηλάζει, μια τέτοια μητέρα δεν υφίσταται λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση ως προς τη λήψη άδειας μητρότητας, κατά την έννοια της οδηγίας 92/85, και, κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι υπέστη δυσμενή διάκριση λόγω φύλου, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2006/54.

(βλ. σκέψεις 51-52, 57-60, 67, διατακτ. 1)

2.        Από το άρθρο 16 της οδηγίας 2006/54, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 27 αυτής, προκύπτει σαφώς ότι η εν λόγω οδηγία διατηρεί την ευχέρεια των κρατών μελών να χορηγούν ή όχι άδεια υιοθεσίας και ότι οι όροι εφαρμογής της άδειας αυτής, πλην της απολύσεως και της επιστροφής στην εργασία, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Ως εκ τούτου, η περίπτωση μιας κατά νόμο μητέρας που απέκτησε τέκνο κατόπιν συμφωνίας παρένθετης μητρότητας δεν εμπίπτει στην οδηγία αυτή όσον αφορά τη χορήγηση άδειας υιοθεσίας.

(βλ. σκέψεις 63, 65, 67, διατακτ. 1)

3.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 64)

4.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 71-75)

5.        Η έννοια της «ειδικής ανάγκης», υπό το πρίσμα της οδηγίας 2000/78 για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, πρέπει να ερμηνευθεί ως αφορώσα μια μειονεκτικότητα, οφειλόμενη, ιδίως, σε πάθηση σωματική, διανοητική ή ψυχική, η οποία σε συνδυασμό με διάφορους περιορισμούς μπορεί να παρακωλύσει την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή του συγκεκριμένου ατόμου στον επαγγελματικό βίο σε ισότιμη βάση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους. Η έννοια αυτή υποδηλώνει όχι αποκλειστικώς αδυναμία ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας, αλλά, επίσης, δυσχέρεια ασκήσεως τέτοιας δραστηριότητας.

(βλ. σκέψεις 76, 77)

6.        Η οδηγία 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι δεν συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω αναπηρίας η μη χορήγηση άδειας μετ’ αποδοχών που αντιστοιχεί σε άδεια μητρότητας ή σε άδεια υιοθεσίας σε εργαζόμενη η οποία αδυνατεί να τεκνοποιήσει και η οποία προέβη σε συμφωνία παρένθετης μητρότητας. Πράγματι, η αδυναμία αποκτήσεως τέκνου με συμβατικά μέσα, αυτή καθαυτήν, δεν παρακωλύει, καταρχήν, την κατά νόμο μητέρα από το να έχει πρόσβαση στην απασχόληση, από το να ασκεί επάγγελμα και από το να προοδεύει επαγγελματικά.

(βλ. σκέψεις 80-82, 91, διατακτ. 2)

7.        Το κύρος της οδηγίας 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, δεν μπορεί να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες, αλλά η εν λόγω οδηγία πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο συνάδοντα προς τη Σύμβαση αυτή.

Πράγματι, στο μέτρο που οι επιβαλλόμενες από την εν λόγω Σύμβαση υποχρεώσεις αφορούν τα συμβαλλόμενα μέρη, η διεθνής αυτή συμφωνία έχει χαρακτήρα προγραμματικών δηλώσεων. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών εξαρτώνται, ως προς την εφαρμογή ή τα αποτελέσματά τους, από την εκ μέρους των συμβαλλομένων κρατών θέσπιση μεταγενέστερων πράξεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι διατάξεις της Συμβάσεως αυτής δεν συνιστούν, από απόψεως περιεχομένου, διατάξεις μη περιέχουσες αιρέσεις και αρκούντως ακριβείς, και στερούνται επομένως άμεσου αποτελέσματος στο δίκαιο της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 87-91, διατακτ. 2)