Language of document : ECLI:EU:C:2011:162

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 17ης Μαρτίου 2011 (1)

Υπόθεση C‑101/10

Gentcho Pavlov

Gregor Famira

κατά

Ausschuss der Rechtsanwaltskammer Wien

[αίτηση της Oberste Berufungs- und Disziplinarkommission (Αυστρία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Εξωτερικές σχέσεις – Συμφωνίες σύνδεσης – Άμεσο αποτέλεσμα – Εθνική ρύθμιση που απέκλειε, πριν από την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την εγγραφή Βούλγαρων υπηκόων στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων – Απαγόρευση κάθε διάκρισης λόγω ιθαγένειας – Έννοια των “όρων εργασίας” – Συμβατότητα»





1.        Το βασικό ζήτημα που θέτει η υπό εξέταση αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης είναι αν ο Βούλγαρος υπήκοος στον οποίο δεν επιτράπηκε στην Αυστρία, πριν από την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να εγγραφεί στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων υφίσταται διάκριση λόγω ιθαγένειας, η οποία απαγορεύεται από την ευρωπαϊκή συμφωνία σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, αφετέρου, η οποία υπογράφηκε την 1η Μαρτίου 1993 (στο εξής: Συμφωνία Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας) (2).

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Α –       Η Συμφωνία Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας

2.        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας ορίζει ότι «η σύνδεση περιλαμβάνει μεταβατική περίοδο μέγιστης διάρκειας δέκα ετών, που υποδιαιρείται σε δύο διαδοχικά στάδια, καθένα από τα οποία διαρκεί καταρχήν πέντε έτη. Το πρώτο στάδιο αρχίζει με τη θέση σε ισχύ της παρούσας συμφωνίας».

3.        Το άρθρο 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των όρων και προϋποθέσεων που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος:

–        δεν επιβάλλεται καμία διάκριση λόγω ιθαγένειας στη μεταχείριση των εργαζομένων βουλγαρικής υπηκοότητας, οι οποίοι απασχολούνται νομίμως στο έδαφος ενός κράτους μέλους, όσον αφορά τους όρους εργασίας, τις αποδοχές ή τις απολύσεις, σε σύγκριση με τους υπηκόους αυτού του κράτους μέλους».

4.        Το άρθρο 42, παράγραφος 1, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας προβλέπει τα εξής:

«Λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση στην αγορά εργασίας του κράτους μέλους, και με την επιφύλαξη της νομοθεσίας και των κανόνων που ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος στον τομέα της κυκλοφορίας των εργαζομένων:

–        οι υπάρχουσες διευκολύνσεις για την πρόσβαση Βουλγάρων εργαζομένων στην απασχόληση, τις οποίες παρέχουν τα κράτη μέλη στα πλαίσια διμερών συμφωνιών, είναι σκόπιμο να διατηρηθούν και, ει δυνατόν, να βελτιωθούν,

–        τα άλλα κράτη μέλη εξετάζουν τη δυνατότητα σύναψης παρόμοιων συμφωνιών».

5.        Η παράγραφος 1 του άρθρου 45 της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας, το οποίο αποτελεί μέρος του κεφαλαίου που επιγράφεται «Εγκατάσταση», ορίζει ότι, «από την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας, κάθε κράτος μέλος παρέχει για την εγκατάσταση εταιρειών και υπηκόων της Βουλγαρίας, καθώς και για τη λειτουργία βουλγαρικών εταιρειών και την επαγγελματική δραστηριότητα Βουλγάρων υπηκόων, εγκατεστημένων στο έδαφός του, μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από αυτή που παρέχει στους δικούς του υπηκόους και εταιρείες, με εξαίρεση τα θέματα που αναφέρονται στο παράρτημα XVα».

6.        Το άρθρο 45, παράγραφος 5, στοιχείο α΄, περίπτωση i, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας ορίζει την εγκατάσταση, «όσον αφορά τους υπηκόους, [ως] το δικαίωμα να αναλαμβάνουν και να ασκούν οικονομικές δραστηριότητες ως αυτοαπασχολούμενοι και να δημιουργούν και να διευθύνουν επιχειρήσεις, και ιδίως εταιρείες, επί των οποίων ασκούν ουσιαστικό έλεγχο. Η αυτοαπασχόληση και οι επιχειρήσεις εκ μέρους υπηκόων δεν περιλαμβάνουν την αναζήτηση ή την ανάληψη απασχόλησης στην αγορά εργασίας ούτε παρέχουν το δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά εργασίας του άλλου συμβαλλόμενου μέρους. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν εφαρμόζονται για τα πρόσωπα που δεν είναι αποκλειστικά αυτοαπασχολούμενα».

7.        Το άρθρο 45, παράγραφος 5, στοιχείο γ΄, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας ορίζει ότι ως οικονομικές δραστηριότητες νοούνται «ιδίως οι βιομηχανικές δραστηριότητες, οι εμπορικές δραστηριότητες, οι βιοτεχνικές δραστηριότητες και οι δραστηριότητες ελεύθερων επαγγελμάτων».

8.        Το άρθρο 47 της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας προβλέπει ότι, «προκειμένου να διευκολυνθεί η ανάληψη και άσκηση νομοθετικώς κατοχυρωμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων από τους υπηκόους της Κοινότητας και της Βουλγαρίας στη Βουλγαρία και την Κοινότητα αντιστοίχως, το συμβούλιο σύνδεσης εξετάζει ποια μέτρα είναι ανάγκη να ληφθούν για την αμοιβαία αναγνώριση των προσόντων. Το συμβούλιο σύνδεσης μπορεί να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για τον σκοπό αυτό».

9.        Το άρθρο 59, παράγραφος 1, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας ορίζει τα εξής: «Για τους σκοπούς του τίτλου IV καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν παρεμποδίζει την εφαρμογή, από τα μέρη, των νόμων και κανονισμών τους, όσον αφορά την είσοδο και την παραμονή, την εργασία, τις συνθήκες εργασίας, την εγκατάσταση φυσικών προσώπων και την παροχή υπηρεσιών, υπό τον όρο ότι, κατά την εφαρμογή των εν λόγω νόμων ή κανονισμών, δεν εξουδετερώνονται ούτε περιορίζονται τα οφέλη που προκύπτουν για κάθε μέρος από συγκεκριμένη διάταξη της παρούσας συμφωνίας […]».

 Β –       Το εθνικό νομικό πλαίσιο

10.      Οι διατάξεις που διέπουν το επάγγελμα του δικηγόρου και την πρόσβαση στο επάγγελμα αυτό στην Αυστρία περιλαμβάνονται στον νόμο για τις εξετάσεις για την απόκτηση της άδειας άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος (Rechtsanwaltsprüfungsgesetz (3), στο εξής: RAPG) και στον αυστριακό δικηγορικό κώδικα (Österreichische Rechtsanwaltsordnung (4), στο εξής: RAO).

1.      Ο RAPG

11.      Το άρθρο 1 του RAPG προβλέπει ότι «σκοπός των εξετάσεων για την απόκτηση της άδειας άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος είναι να αποδείξει ο υποψήφιος ότι έχει τις αναγκαίες ικανότητες και γνώσεις για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, και ειδικότερα την ικανότητα να διεκπεραιώνει τις δημόσιας και ιδιωτικής φύσης υποθέσεις που ανατίθενται σε δικηγόρο, καθώς και την ικανότητα να συντάσσει νομικά έγγραφα και νομικές γνωμοδοτήσεις και να διατυπώνει προσηκόντως, εγγράφως και προφορικώς, ισχυρισμούς επί των νομικών και πραγματικών περιστατικών μιας υπόθεσης».

12.      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του RAPG ορίζει τα εξής: «Στις εξετάσεις για την απόκτηση της άδειας άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος μπορεί να συμμετέχει όποιος έχει διδακτορικό δίπλωμα στη νομική επιστήμη ή έχει, κατόπιν ολοκλήρωσης των νομικών σπουδών του σύμφωνα με τον ομοσπονδιακό νόμο της 2ας Μαρτίου 1978 […], περί των σπουδών στον τομέα των νομικών επιστημών, τον ακαδημαϊκό τίτλο του Magister και έχει πραγματοποιήσει πρακτική άσκηση τριών ετών, από τα οποία οι εννέα τουλάχιστον μήνες πρέπει να αφορούν άσκηση σε δικαστήριο και τα δύο τουλάχιστον έτη άσκηση σε δικηγορικό γραφείο […]».

2.      Ο RAO

13.      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του RAO ορίζει ότι «για την άσκηση της δικηγορίας […] δεν χρειάζεται διορισμός από δημόσια αρχή, αλλά απλώς να αποδεικνύεται ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις και ότι ο ενδιαφερόμενος έχει εγγραφεί στο μητρώο δικηγόρων».

14.      Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, του RAO, οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται είναι οι εξής:

«α)      η αυστριακή ιθαγένεια,

[…]

δ)      η πραγματοποίηση πρακτικής άσκησης με τη μορφή και για τη διάρκεια που προβλέπει ο νόμος,

ε)      η επιτυχία στις εξετάσεις για την απόκτηση της άδειας άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος,

[…]».

15.      Το άρθρο 2 του RAO έχει ως εξής:

«1.      Η αναγκαία για την άσκηση δικηγορίας πρακτική άσκηση πρέπει να συνίσταται σε νομική επαγγελματική δραστηριότητα σε δικαστήριο ή σε εισαγγελία και σε δικηγορικό γραφείο. […] Η πρακτική άσκηση σε δικηγορικό γραφείο συνυπολογίζεται μόνο εφόσον η δραστηριότητα αυτή αποτελεί την κύρια επαγγελματική δραστηριότητα, χωρίς παρεμβολές από άλλη επαγγελματική δραστηριότητα […].

2.      Η διάρκεια της πρακτικής άσκησης κατά την έννοια της παραγράφου 1 είναι πενταετής. Από το διάστημα αυτό οι εννέα τουλάχιστον μήνες άσκησης πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί σε δικαστήριο ή σε εισαγγελία και τα τρία τουλάχιστον έτη σε δικηγορικό γραφείο στην Αυστρία.

[…]»

16.      Το άρθρο 1, παράγραφος 3, του δικηγορικού κώδικα RAO ορίζει ότι «η ιθαγένεια κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλου κράτους που μετέχει στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο ή της Ελβετικής Συνομοσπονδίας εξομοιώνεται με την αυστριακή ιθαγένεια».

17.      Το άρθρο 15 του RAO ορίζει τα εξής:

«1.      Στις περιπτώσεις στις οποίες είναι κατά νόμο υποχρεωτικός ο διορισμός δικηγόρου, ο δικηγόρος μπορεί, υπ’ ευθύνη του, να εκπροσωπείται ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου ή οποιασδήποτε αρχής από ασκούμενο δικηγόρο που απασχολείται στο δικηγορικό γραφείο του και νομιμοποιείται να τον υποκαθιστά. Ο ασκούμενος δικηγόρος δεν μπορεί πάντως να υπογράφει αιτήσεις και άλλα έγγραφα απευθυνόμενα σε δικαστήρια και διοικητικές αρχές.

2.      Νομιμοποιείται να υποκαθιστά τον δικηγόρο ο ασκούμενος δικηγόρος που έχει επιτύχει στις εξετάσεις για την απόκτηση της άδειας άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος. […]

3.      Στις περιπτώσεις στις οποίες δεν είναι κατά νόμο υποχρεωτικός ο διορισμός δικηγόρου, ο δικηγόρος μπορεί, υπ’ ευθύνη του, να εκπροσωπείται ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου ή οποιασδήποτε αρχής από άλλον ασκούμενο δικηγόρο που απασχολείται στο δικηγορικό γραφείο του. Ο ασκούμενος δικηγόρος δεν μπορεί πάντως να υπογράφει αιτήσεις και άλλα έγγραφα απευθυνόμενα σε δικαστήρια και διοικητικές αρχές.

4.      Το διοικητικό συμβούλιο του δικηγορικού συλλόγου χορηγεί στους ασκούμενους δικηγόρους που απασχολούνται σε δικηγορικό γραφείο πιστοποιητικά νομιμοποίησης από τα οποία προκύπτει το δικαίωμά τους να υποκαθιστούν τον δικηγόρο κατά την παράγραφο 2 […] ή να τον εκπροσωπούν κατά την παράγραφο 3 […]».

18.      Το άρθρο 30 του RAO, το οποίο διέπει τη διαδικασία εγγραφής στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων, ορίζει τα εξής:

«1.      Για την εγγραφή στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων πρέπει να υποβάλλεται στο διοικητικό συμβούλιο του δικηγορικού συλλόγου δήλωση για την έναρξη της πρακτικής άσκησης σε δικηγορικό γραφείο, η οποία να συνοδεύεται από την απόδειξη ότι ο ενδιαφερόμενος έχει την αυστριακή ιθαγένεια και πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αρχίσει την άσκηση· ως σημείο έναρξης της πρακτικής άσκησης αυτής θεωρείται η ημέρα παραλαβής της παραπάνω δήλωσης.

[…]

4.      Σε περίπτωση μη χορήγησης άδειας για την εγγραφή στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων, διαγραφής από το μητρώο αυτό ή άρνησης αναγνώρισης της πρακτικής άσκησης, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να προσφύγουν στην Oberste Berufungs- und Disziplinarkommission (ανώτατη δευτεροβάθμια πειθαρχική επιτροπή των δικηγόρων). […]

5.      Η ιθαγένεια κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλου κράτους που μετέχει στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο ή της Ελβετικής Συνομοσπονδίας εξομοιώνεται με την αυστριακή ιθαγένεια».

II – Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

19.      Ο Gentcho Pavlov είναι Βούλγαρος υπήκοος, ο οποίος ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή της Βιέννης (Αυστρία) το 2002, κατά το αιτούν δικαστήριο (5). Από το 2004 εργάζεται ως μισθωτός στο δικηγορικό γραφείο του G. Famira, δικηγόρου Βιέννης. Ο G. Pavlov έχει άδεια εγκατάστασης κατά το αυστριακό δίκαιο και άδεια εργασίας στην Αυστρία.

20.      Στις 2 Ιανουαρίου 2004 ο G. Famira και ο G. Pavlov υπέβαλαν αίτηση εγγραφής του G. Pavlov στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων. Συγχρόνως ζήτησαν τη χορήγηση στον G. Pavlov πιστοποιητικού νομιμοποίησής του ως εκπροσώπου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 3, του RAO.

21.      Με απόφαση της 6ης Απριλίου 2004 το Ausschuss der Rechtsanwaltskammer Wien (το διοικητικό συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Βιέννης) απέρριψε την εν λόγω αίτηση με το αιτιολογικό ότι ο G. Pavlov δεν πληρούσε την προϋπόθεση περί ιθαγένειας που θέτει το άρθρο 30 του RAO. Δεδομένου ότι ο G. Pavlov δεν ήταν, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, ούτε υπήκοος κράτους μέλους της Ένωσης ούτε υπήκοος κράτους του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ούτε Ελβετός υπήκοος, η βουλγαρική ιθαγένειά του δεν του δίδει τη δυνατότητα, κατά το Ausschuss der Rechtsanwaltskammer Wien, να πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 30 του RAO. Η ένσταση που υποβλήθηκε κατά της παραπάνω απόφασης απορρίφθηκε στις 15 Ιουνίου 2004 (6) από την ολομέλεια του Ausschuss der Rechtsanwaltskammer Wien.

22.      Κατά της δεύτερης αυτής απόφασης υποβλήθηκε προσφυγή ενώπιον της Oberste Berufungs- und Disziplinarkommission (ανώτατης δευτεροβάθμιας πειθαρχικής επιτροπής των δικηγόρων, στο εξής: OBDK). Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε την 1η Αυγούστου 2006. Το σκεπτικό της OBDK ήταν συγκεκριμένα ότι το δικηγορικό επάγγελμα είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο και ότι η νομική αυτή κατοχύρωση παράγει αποτελέσματα και για τους ασκούμενους δικηγόρους. Κατά την απόφαση της OBDK, η Συμφωνία Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας απαγορεύει τις διακρίσεις μόνο όσον αφορά τους όρους εργασίας, αλλά, όσον αφορά την πρόσβαση σε νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα, τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν περιορισμούς με διατάξεις του εθνικού δικαίου.

23.      Το Verfassungsgerichtshof (αυστριακό Συνταγματικό Δικαστήριο), στο οποίο προσέφυγαν οι αιτούντες, ακύρωσε στις 8 Οκτωβρίου 2007 την απόφαση αυτή, με το σκεπτικό ότι η OBDK, μη υποβάλλοντας στο Δικαστήριο αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης ως προς την ερμηνεία των εφαρμοστέων διατάξεων της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας, πρόσβαλε το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των αιτούντων να διεξαχθεί η διαδικασία ενώπιον του νόμιμου δικαστή. Κατόπιν αυτού, η υπόθεση αναπέμφθηκε στην OBDK.

24.      Στις 17 Απριλίου 2008 η OBDK έκανε εν μέρει δεκτή την προσφυγή κατά της απόφασης της 15ης Ιουνίου 2004 και ακύρωσε την απόφαση αυτή, καθώς και την απόφαση της 6ης Απριλίου 2004, λόγω της μεταβολής της νομικής κατάστασης κατόπιν της προσχώρησης της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας στην Ένωση. Λόγω του νέου αυτού στοιχείου η OBDK έκρινε ότι η κατάσταση ήταν αρκετά σαφής, ώστε να μπορεί να αποφανθεί χωρίς να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης. Κατόπιν αυτού, ανέπεμψε την υπόθεση στο Ausschuss der Rechtsanwaltskammer Wien, για να εκδώσει νέα απόφαση μετά από τη διεξαγωγή συμπληρωματικής διαδικασίας. Κατά της απόφασης της OBDK της 17ης Απριλίου 2008 ασκήθηκε επίσης προσφυγή ενώπιον του Verfassungsgerichtshof.

25.      Με απόφαση της 2ας Ιουλίου 2009, το Verfassungsgerichtshof ακύρωσε τη νέα απόφαση της OBDK της 17ης Απριλίου 2008. Το σκεπτικό του Verfassungsgerichtshof είναι κατ’ ουσία ότι η OBDK, μη υποβάλλοντας στο Δικαστήριο αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης, δεν επέλυσε το ζήτημα σε σχέση με τα έτη 2004 έως 2006, το οποίο, παρά την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας στην Ένωση την 1η Ιανουαρίου 2007, εξακολουθεί να έχει σημασία για τον G. Pavlov, διότι ο ενδιαφερόμενος αφενός δεν μπορεί να μετάσχει στις εξετάσεις για την απόκτηση της άδειας άσκησης του επαγγέλματος παρά μόνο αν έχει πραγματοποιήσει διετή τουλάχιστον πρακτική άσκηση σε δικηγόρο (άρθρο 2, παράγραφος 1, του RAPG) και αφετέρου πρέπει, προκειμένου να εγγραφεί στο μητρώο δικηγόρων, να αποδείξει ότι έχει πραγματοποιήσει πρακτική άσκηση σε δικηγόρο επί τριετία τουλάχιστον (άρθρο 2, παράγραφος 2, του RAO).

26.      Λόγω αυτής της δυσκολίας στην ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, η OBDK αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν της διαδικασία και, με την απόφαση περί παραπομπής της 23ης Φεβρουαρίου 2010, υπέβαλε στο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, τα ακόλουθα δύο προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Είχε το άρθρο 38, παράγραφος 1, της [Συμφωνίας Σύνδεσης] απευθείας εφαρμογή, κατά το διάστημα από 2 Ιανουαρίου 2004 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2006, στις υποθέσεις που αφορούσαν την εγγραφή Βούλγαρων υπηκόων στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων;

2)      [Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα], αντέβαιναν στο άρθρο 38, παράγραφος 1, της [Συμφωνίας Σύνδεσης] αφενός η εφαρμογή του άρθρου 30, παράγραφοι 1 και 5, του [RAO], κατά το οποίο μία από τις προϋποθέσεις εγγραφής είναι η απόδειξη της κατοχής της αυστριακής ιθαγένειας ή άλλης ιθαγένειας που εξομοιώνεται προς την αυστριακή, επί της αίτησης που υπέβαλε στις 2 Ιανουαρίου 2004 ο Βούλγαρος υπήκοος που απασχολούνταν σε Αυστριακό δικηγόρο και με την οποία ζητούσε να του επιτραπεί η εγγραφή στο μητρώο των Αυστριακών ασκούμενων δικηγόρων και να του χορηγηθεί πιστοποιητικό νομιμοποίησής του ως εκπροσώπου, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 3, του [RAO], και αφετέρου η απόρριψη της αίτησης αυτής, η οποία στηρίχθηκε στο στοιχείο της ιθαγένειας και μόνο, μολονότι ο ενδιαφερόμενος πληρούσε τις λοιπές προϋποθέσεις και κατείχε άδεια εγκατάστασης και εργασίας στην Αυστρία;»

III – H ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

27.      Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις και ανέπτυξαν επίσης προφορικά τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 13ης Ιανουαρίου 2011.

IV – Νομική ανάλυση

 Α –       Προκαταρκτική παρατήρηση επί του ζητήματος αν η OBDK αποτελεί δικαστήριο

28.      Καταρχάς πρέπει να εξακριβωθεί αν η OBDK αποτελεί δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και αν μπορεί επομένως να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο.

29.      Το Δικαστήριο χρειάστηκε πρόσφατα να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού με την απόφαση C‑118/09, Koller (7), με την οποία αποφάνθηκε ότι «η OBDK, η δικαιοδοσία της οποίας δεν αμφισβητείται ότι είναι υποχρεωτική, διαθέτει, όπως εξήγησε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 52 των προτάσεών της, όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να χαρακτηριστεί ως δικαστήριο υπό την έννοια του άρθρου [267 ΣΛΕΕ]» (8).

30.      Με αυτά τα δεδομένα, αφού το Δικαστήριο είναι πράγματι αρμόδιο να δώσει απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, πρέπει συνεπώς να συνεχίσω την ανάλυσή μου.

 Β –       Επί του πρώτου ερωτήματος

31.      Με το πρώτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο θέτει κατ’ ουσία το ζήτημα αν το άρθρο 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας αποτελεί διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία έχει άμεσο αποτέλεσμα και αν πρέπει να γίνει δεκτό ότι είχε τέτοιο άμεσο αποτέλεσμα κατά το διάστημα από 2 Ιανουαρίου 2004 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2006, όταν επρόκειτο για την εγγραφή Βούλγαρων υπηκόων στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων.

32.      Κατά πάγια νομολογία, της οποίας η ορθότητα δεν υπάρχει κανείς λόγος να αμφισβητηθεί, η διάταξη συμφωνίας που έχει συναφθεί από την Κοινότητα με τρίτες χώρες πρέπει να θεωρείται ότι έχει απευθείας εφαρμογή όταν, με βάση το γράμμα της, το αντικείμενο και τη φύση της συμφωνίας, συνεπάγεται σαφή και συγκεκριμένη υποχρέωση που δεν εξαρτάται, ως προς την εφαρμογή ή τα αποτελέσματά της, από τη θέσπιση οποιασδήποτε μεταγενέστερης πράξης (9). Κατά συνέπεια, η εξέταση του άρθρου 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας πρέπει να γίνει με βάση αυτά τα τρία κριτήρια.

33.      Όσον αφορά συγκεκριμένα το γράμμα του άρθρου 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας, όπως άλλωστε επισήμαναν ορθά οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης και η Αυστριακή Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί επί του ζητήματος αν το άρθρο 37, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συμφωνίας Σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Δημοκρατίας της Πολωνίας, του οποίου η διατύπωση είναι σχεδόν ίδια (10) με τη διατύπωση του άρθρου 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας, είχε άμεσο αποτέλεσμα (11). Με τη σχετική απόφαση το Δικαστήριο δέχτηκε ότι το άρθρο 37, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, «θεσπίζει με σαφείς, ακριβείς και ανεπιφύλακτους όρους την απαγόρευση προς τα κράτη μέλη να μεταχειρίζονται κατά τρόπο εισάγοντα δυσμενή διάκριση, σε σχέση με τους ιδίους υπηκόους τους, λόγω της ιθαγενείας τους, τους αναφερομένους στην εν λόγω διάταξη Πολωνούς εργαζομένους, όσον αφορά τους όρους εργασίας, αμοιβής ή απολύσεώς τους. […] Ο κανόνας αυτός της ίσης μεταχειρίσεως επιβάλλει την υποχρέωση επιτεύξεως συγκεκριμένου αποτελέσματος και, ως εκ της φύσεώς του, ένας ιδιώτης μπορεί να τον επικαλεστεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου και να το καλέσει να αγνοήσει τις εισάγουσες διακρίσεις διατάξεις της κανονιστικής ρυθμίσεως κράτους μέλους, χωρίς να απαιτείται προς τούτο η θέσπιση συμπληρωματικών μέτρων εφαρμογής» (12). Η χρήση της φράσης «υπό την επιφύλαξη των όρων και προϋποθέσεων που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος» δεν αναιρεί εξάλλου την ορθότητα της διαπίστωσης αυτής (13).

34.      Όσον αφορά τη φύση και το αντικείμενο της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι, «σύμφωνα με τη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη, καθώς και με το άρθρο της 1, παράγραφος 2, η Συμφωνία Συνδέσεως έχει ως σκοπό τη σύσταση συνδέσεως με στόχο να προωθήσει την επέκταση του εμπορίου και των αρμονικών οικονομικών σχέσεων μεταξύ των μερών και να ευνοήσει έτσι τη δυναμική οικονομική ανάπτυξη και ευημερία στη Δημοκρατία της Βουλγαρίας, προκειμένου να διευκολυνθεί η ένταξή της στην Κοινότητα. Εξάλλου, το γεγονός ότι η Συμφωνία Συνδέσεως αποσκοπεί κυρίως στην προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως της Βουλγαρίας και, επομένως, συνεπάγεται ανισορροπία στις υποχρεώσεις που ανέλαβε η Κοινότητα έναντι της τρίτης ενδιαφερομένης χώρας δεν είναι τέτοιας φύσεως ώστε να εμποδίζει την εκ μέρους της Κοινότητας αναγνώριση αμέσου αποτελέσματος σε ορισμένες από τις διατάξεις της εν λόγω Συμφωνίας» (14).

35.      Εξάλλου, το άρθρο 59, παράγραφος 1, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας δεν αναιρεί την ορθότητα του παραπάνω συμπεράσματος, αφού το Δικαστήριο έχει δεχτεί ότι «από τη διάταξη αυτή προκύπτει απλώς ότι οι αρχές των κρατών μελών είναι αρμόδιες να εφαρμόζουν, στο πλαίσιο των ορίων που θέτει η Συμφωνία Συνδέσεως, τις νομοθετικές διατάξεις τους» (15). Συνεπώς, το εν λόγω άρθρο δεν αφορά τη θέση σε εφαρμογή από τα κράτη μέλη των διατάξεων της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας που ρυθμίζουν τους όρους εργασίας ούτε αποσκοπεί στο να εξαρτήσει την εκτέλεση ή τα αποτελέσματα της υποχρέωσης ίσης μεταχείρισης, την οποία επιβάλλει το άρθρο 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, από τη λήψη συμπληρωματικών εθνικών μέτρων (16).

36.      Σε σχέση με το άρθρο 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που έχει θέσει η νομολογία του Δικαστηρίου για να έχει άμεσο αποτέλεσμα μια διάταξη διεθνούς συμφωνίας που έχει συναφθεί από την Κοινότητα.

37.      Συνεπώς προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο πρώτο ερώτημα την απάντηση ότι το άρθρο 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να έχει, ως διάταξη του δικαίου της Ένωσης, άμεσο αποτέλεσμα και επομένως είχε απευθείας εφαρμογή κατά το διάστημα από 2 Ιανουαρίου 2004 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2006.

 Γ –       Επί του δεύτερου ερωτήματος

38.      Το άρθρο 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας απαγορεύει τη δημιουργία διακρίσεων λόγω ιθαγένειας σε βάρος των εργαζομένων βουλγαρικής υπηκοότητας, οι οποίοι απασχολούνται νομίμως στο έδαφος ενός κράτους μέλους, όσον αφορά «τους όρους εργασίας, τις αποδοχές ή τις απολύσεις».

39.      Το Δικαστήριο έχει κληθεί στο παρελθόν να αποφανθεί επί του συμβατού ενός εθνικού κανόνα δικαίου με μια διάταξη που είχε παρόμοια διατύπωση με το άρθρο 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας. Το Δικαστήριο, με την ανάλυσή του στην περίπτωση εκείνη, εξακρίβωσε καταρχάς αν ο επίμαχος κανόνας αφορούσε όντως τους όρους εργασίας και, στη συνέχεια, αν ο κανόνας αυτός συνιστούσε πράγματι διάκριση απαγορευόμενη από τη Συμφωνία Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας. Συναφώς το Δικαστήριο έκρινε ότι η εξέταση πρέπει να πραγματοποιείται σε τρεις φάσεις: καταρχάς πρέπει να εξακριβώνεται αν η Συμφωνία Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας απαγορεύει πράγματι τις διακρίσεις· στη συνέχεια πρέπει να εξετάζεται το περιεχόμενο αυτής της απαγόρευσης διακρίσεων, και συγκεκριμένα αν το περιεχόμενο αυτό είναι παρόμοιο με το περιεχόμενο ταυτόσημης διάταξης της Συνθήκης ΕΚ· τέλος, αν στα δύο προηγούμενα ερωτήματα έχει δοθεί καταφατική απάντηση, απομένει να εξακριβωθεί αν υπάρχει αντικειμενικός δικαιολογητικός λόγος για τη διάκριση αυτή (17).

40.      Θα ήθελα να προτείνω εν προκειμένω να αρχίσουμε την ανάλυση, κατ’ εξαίρεση, με την εξέταση του ζητήματος αν η μη χορήγηση στον προσφεύγοντα της κύριας δίκης άδειας εγγραφής στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων συνιστά διάκριση, πριν καν εξακριβώσουμε αν η εγγραφή αυτή καλύπτεται από την έννοια των «όρων εργασίας» του άρθρου 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας.

1.      Επί της ύπαρξης διάκρισης λόγω ιθαγένειας

41.      Στην προκείμενη υπόθεση δεν είναι δύσκολο να διαπιστωθεί ότι η Συμφωνία Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας επιβάλλει στα συμβαλλόμενα μέρη, με το άρθρο 38, την υποχρέωση να μη δημιουργούν διακρίσεις σε βάρος των Βούλγαρων εργαζόμενων λόγω της ιθαγένειάς τους. Όσον αφορά το ζήτημα αν στο άρθρο 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας μπορεί να δοθεί εξίσου ευρεία ερμηνεία με αυτή που έδωσε το Δικαστήριο με τις αποφάσεις του που αφορούσαν το άρθρο 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, θα ήθελα να επισημάνω ότι το Δικαστήριο δεν επιτρέπει συστηματικά και γενικά αυτόν τον τρόπο προσέγγισης, αλλ’ αντίθετα επιβάλλει την εξέταση των σκοπών που επιδιώκει καθεμία από τις επίμαχες διατάξεις εντός του πλαισίου της (18). Για παράδειγμα, το γεγονός ότι το Δικαστήριο δέχτηκε, με την απόφαση Kondova, ότι η ερμηνεία που έχει δοθεί νομολογιακά στο άρθρο 43 ΕΚ δεν μπορεί να επεκταθεί, ώστε να καλύψει και τις διατάξεις της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας που αφορούν την ελευθερία εγκατάστασης (19), δεν προδικάζει το αποτέλεσμα της ανάλυσης που πρέπει να πραγματοποιηθεί σχετικά με τις διατάξεις της ίδιας συμφωνίας που διέπουν την κυκλοφορία των εργαζομένων.

42.      Το Δικαστήριο δεν έχει κληθεί ποτέ μέχρι σήμερα να ασχοληθεί άμεσα με την ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων. Η απόφαση Pokrzeptowicz-Meyer (20) μπορεί πάντως να αποβεί χρήσιμη για την ανάλυσή μας. Με την απόφαση εκείνη το Δικαστήριο έπρεπε να προσδιορίσει το περιεχόμενο της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας σε σχέση με τους όρους εργασίας, την οποία επέβαλλε η Συμφωνία Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Πολωνίας. Θα ήθελα να επισημάνω ότι η απαγόρευση των διακρίσεων αυτή είναι σχεδόν ταυτόσημη με την προβλεπόμενη στο άρθρο 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας (21) και ότι, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο, η διατύπωσή της εμφάνιζε ομοιότητες με τη διατύπωση του άρθρου 39, παράγραφος 2, της Συνθήκης (22).

43.      Το Δικαστήριο, με την απόφαση εκείνη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από τη σύγκριση των στόχων και της οικονομίας της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Πολωνίας, αφενός, και εκείνων της Συνθήκης, αφετέρου, δεν προέκυπτε κανείς λόγος για τον οποίο να δικαιολογείται να προσδοθεί στη διάταξη της εν λόγω Συμφωνίας Σύνδεσης διαφορετικό περιεχόμενο από εκείνο που προσδίδει το Δικαστήριο στην αντίστοιχη διάταξη της Συνθήκης.

44.      Ο συλλογισμός αυτός μπορεί να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία και σε σχέση με το άρθρο 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας, καθόσον οι σκοποί του είναι παρόμοιοι με εκείνους που επιδιώκονταν με τη Συμφωνία Σύνδεσης μεταξύ Κοινότητας και Δημοκρατίας της Πολωνίας πριν από την προσχώρηση του κράτους αυτού (23). Το Δικαστήριο έχει βέβαια καταστήσει σαφές ότι μια διάταξη όπως το εν λόγω άρθρο 38 δεν θέτει την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των Βούλγαρων εργαζομένων εντός της Ένωσης (24), αλλά κατοχυρώνει το δικαίωμά τους για ίση μεταχείριση ως προς τους όρους εργασίας, εφόσον απασχολούνται νομίμως στο έδαφος ενός κράτους μέλους, το δε δικαίωμά τους αυτό έχει το ίδιο περιεχόμενο με το δικαίωμα που απονέμει η Συνθήκη, με παρόμοια διατύπωση, στους υπηκόους της Ένωσης (25).

45.      Εξάλλου, ούτε από τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν οι ενδιαφερόμενοι ούτε από τις αγορεύσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου μπορεί να συναχθεί κανείς αντικειμενικός λόγος που να δικαιολογεί τη διαφορά στη μεταχείριση αφενός των Αυστριακών και αφετέρου των Βούλγαρων υπηκόων ως προς την εγγραφή στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων.

46.      Το συμπέρασμα που συνάγεται από τα ανωτέρω κατά το παρόν στάδιο της ανάλυσης είναι το εξής: υπάρχει οπωσδήποτε διάκριση, η οποία δεν μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να θεωρηθεί δικαιολογημένη. Ο γόρδιος δεσμός όμως δεν έχει λυθεί, διότι πρέπει οπωσδήποτε να εξακριβωθεί ακόμη αν το άρθρο 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας αφορά μια περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης.

2.      Επί της έννοιας των «όρων εργασίας»

47.      Δεν αμφισβητείται ότι ο G. Pavlov είναι κάτοχος «άδειας εγκατάστασης» κατά την έννοια του αυστριακού δικαίου (26) και άδειας εργασίας στην Αυστρία. Εξάλλου, ο G. Pavlov είναι από το 2004 μισθωτός του G. Famira. Ο G. Pavlov είναι επομένως εργαζόμενος ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας, ο οποίος μπορεί καταρχήν να επικαλεστεί, ως μισθωτός εργαζόμενος, το άρθρο 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συμφωνίας Σύνδεσης.

48.      Από τη δικογραφία προκύπτει επίσης ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν επιτράπηκε στον G. Pavlov να εγγραφεί στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων ήταν ότι προϋπόθεση για την εγγραφή αυτή είναι, κατά την αυστριακή νομοθεσία, να έχει ο ενδιαφερόμενος την αυστριακή ιθαγένεια ή άλλη ιθαγένεια που εξομοιώνεται με την αυστριακή και την οποία ο G. Pavlov δεν έχει.

49.      Κατά συνέπεια, για να εξακριβωθεί αν η εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής εν προκειμένω είναι συμβατή με το άρθρο 38 της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας, πρέπει να εξεταστεί αν η εν λόγω νομοθεσία αφορά όρους εργασίας.

50.      Αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο G. Pavlov προσλήφθηκε από τον G. Famira ως ασκούμενος, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι η εγγραφή στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων περιλαμβάνεται, για διάφορους λόγους, στους όρους εργασίας του ασκούμενου δικηγόρου: πρώτον, η εγγραφή στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων αποτελεί το σημείο έναρξης του χρονικού διαστήματος που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της διάρκειας της άσκησης και συνιστά, κατά κάποιον τρόπο, μια από τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τη συμμετοχή στις εξετάσεις για την απόκτηση της άδειας άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος, άρα για την απόκτηση της ιδιότητας του δικηγόρου (27). Δεύτερον, μόνο ο εγγεγραμμένος στα μητρώα ασκούμενος δικηγόρος μπορεί να ζητήσει να του χορηγηθεί το πιστοποιητικό «ελάσσονος νομιμοποιήσεως» («kleine Legitmationsurkunde»), βάσει του οποίου θα μπορεί να εκπροσωπεί ενώπιον των δικαστικών και διοικητικών αρχών τον δικηγόρο για τον οποίο εργάζεται (28). Η ορθότητα της ερμηνείας αυτής επιβεβαιώνεται ενδεχομένως από το γεγονός ότι ο αυστριακός οργανισμός απασχόλησης εργατικού δυναμικού είχε επιτρέψει στον G. Famira να προσλάβει ως ασκούμενο τον G. Pavlov. Κατά συνέπεια, η μη χορήγηση της άδειας εγγραφής στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων θα μπορούσε να επιβάλλεται ως περιορισμός των δραστηριοτήτων που οφείλει ενδεχομένως να αναπτύσσει ο ενδιαφερόμενος στο πλαίσιο της «εργασίας» του και θα μπορούσε συνεπώς να έχει άμεσες επιπτώσεις στους όρους εργασίας του, κατά την έννοια της νομολογίας που έχει διαμορφώσει το Δικαστήριο στον οικείο τομέα, π.χ. με την προπαρατεθείσα απόφαση Deutscher Handballbund, την οποία εξέδωσε το Δικαστήριο κατόπιν προδικαστικής αίτησης γερμανικού δικαστηρίου και η οποία αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα.

51.      Με την εν λόγω απόφαση Deutscher Handballbund, το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί του συμβατού με το άρθρο 38 της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Σλοβακική Δημοκρατία (29) ενός εθνικού κανόνα που είχε τεθεί από τη γερμανική ομοσπονδία χειροσφαίρισης και πρόβλεπε τη χορήγηση διαφορετικών δελτίων παίκτη στους υπηκόους τρίτων χωρών, με συνέπεια να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί παρά περιορισμένος μόνον αριθμός τέτοιων παικτών κατά τους αγώνες των επίσημων διοργανώσεων. Στην υπόθεση εκείνη ο ενάγων, σλοβακικής ιθαγένειας, ο οποίος απασχολούνταν νόμιμα από γερμανική ομάδα, είχε προσβάλει ενώπιον δικαστηρίου την απόφαση απόρριψης της αίτησής του να του χορηγηθεί δελτίο παίκτη χωρίς την ένδειξη που προβλεπόταν για τους υπηκόους τρίτων χωρών.

52.      Το Δικαστήριο, αφού επιβεβαίωσε ότι το άρθρο 38 της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Σλοβακική Δημοκρατία είχε άμεσο αποτέλεσμα, έκρινε ότι η ερμηνεία που είχε δοθεί στο άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ έπρεπε να εφαρμοστεί και στο εν λόγω άρθρο 38 (30). Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ήταν ότι ο επίδικος αθλητικός κανόνας αφορούσε τους όρους εργασίας, στον βαθμό που είχε «άμεση επίπτωση στη συμμετοχή, κατά τις συναντήσεις πρωταθλήματος και κυπέλλου, Σλοβάκου επαγγελματία παίκτη, ο οποίος απασχολείται ήδη νομίμως σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις του κράτους μέλους υποδοχής» (31).

53.      Επομένως, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η άρνηση εγγραφής του G. Pavlov στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων μπορεί ομοίως να ερμηνευθεί ως έχουσα άμεση επίπτωση στη συμμετοχή του στις δραστηριότητες που προσιδιάζουν στην «εργασία» αυτή.

54.      Κατά τη γνώμη μου όμως, δεν είναι δυνατή η επίκληση της εν λόγω νομολογίας, διότι η επίκληση αυτή προϋποθέτει ότι η «εργασία» του G. Pavlov, η οποία μπορεί να εξομοιωθεί με οποιαδήποτε άλλη σχέση εξαρτημένης εργασίας, συνιστά εργασία ασκούμενου δικηγόρου.

55.      Ο G. Pavlov προσλήφθηκε βέβαια από τον G. Famira ως ασκούμενος δικηγόρος. Ο χαρακτηρισμός του ωστόσο ως ασκούμενου δικηγόρου στη σύμβαση εργασίας του δεν αποτελεί εν προκειμένω επαρκές στοιχείο για να δεσμεύονται οι εθνικές αρχές. Όπως αποδείχθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ένας από τους λόγους ύπαρξης του διοικητικού συμβουλίου του δικηγορικού συλλόγου Βιέννης είναι η εξακρίβωση του αν τα πρόσωπα που επιθυμούν να γίνουν ασκούμενοι δικηγόροι πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις που θέτει η εθνική νομοθεσία για να εγγραφούν ως ασκούμενοι. Αν γινόταν δεκτό ότι η συμβατική και μόνο σχέση μεταξύ του G. Pavlov και του G. Famira αρκεί για να γίνει δεκτό ότι ο G. Pavlov επιτελεί «εργασία» ασκούμενου δικηγόρου και για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι όροι εργασίας του επηρεάζονται αρνητικά από την άρνηση εγγραφής του στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων, η συνέπεια θα ήταν να πρέπει να θεωρηθεί ότι οι επαγγελματικές οργανώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη έχουν αναθέσει να προβαίνουν σε διάφορες εξακριβώσεις δεσμεύονται, όσον αφορά τα διαπιστώσεις τους τόσο ως προς τα πραγματικά όσο και ως προς τα νομικά περιστατικά, από τον χαρακτηρισμό που προσδίδει η σύμβαση εργασίας στη θέση απασχόλησης. Στην περίπτωση αυτή θα δημιουργούνταν πραγματικός κίνδυνος καταστρατήγησης των εθνικών νομοθεσιών, με συνέπεια να καθίσταται ελεύθερη η πρόσβαση σε δραστηριότητες ή επαγγέλματα που, θεωρητικά, είναι νομοθετικά κατοχυρωμένα.

56.      Για τον ίδιο λόγο που ανέφερα σχετικά με τα προβλεπόμενα στη σύμβαση εργασίας του G. Pavlov, δεν πιστεύω ότι η απόφαση της αρμόδιας υπηρεσίας απασχόλησης που επέτρεψε την πρόσληψή του ως ασκούμενου δικηγόρου είναι ικανή να δημιουργήσει οποιοδήποτε δικαίωμα εγγραφής στο σχετικό μητρώο: ορθά η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι αρμοδιότητα για την εξακρίβωση του ότι ο υποψήφιος για εγγραφή στο μητρώο πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις που προβλέπει συναφώς η εθνική νομοθεσία δεν έχει η εν λόγω υπηρεσία, αλλά το διοικητικό συμβούλιο του δικηγορικού συλλόγου. Από λειτουργική άποψη, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο G. Pavlov, κατά το χρονικό σημείο της υποβολής της αίτησης εγγραφής του στο μητρώο, εργαζόταν ήδη νομίμως ως ασκούμενος δικηγόρος, υπό την τεχνική του όρου έννοια.

57.      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου στον προκείμενο τομέα, οι όροι εργασίας συνίστανται στο νομικό καθεστώς που διέπει την οικεία σχέση εργασίας, καθώς και στα υλικά ή άλλα οφέλη που παρέχονται στους εργαζόμενους, αλλ’ όχι στους καθαυτό όρους πρόσβασης σε ορισμένο επάγγελμα. Για παράδειγμα, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί, μεταξύ άλλων, ότι ο εθνικός νόμος που αποσκοπεί να απαλλάξει τον εργαζόμενο που επανέρχεται στην εργασία του στην παλαιά του επιχείρηση από τα μειονεκτήματα που οφείλονται στην απουσία του λόγω της στρατιωτικής του θητείας, προβλέποντας ιδίως ότι ο χρόνος της θητείας λαμβάνεται υπόψη για τη διάρκεια της υπηρεσίας στην επιχείρηση, «εμπίπτει στο πλαίσιο των όρων απασχόλησης και εργασίας» (32)· ότι η χορήγηση αποζημίωσης αποχωρισμού, σκοπός της οποίας είναι η αντιστάθμιση των μειονεκτημάτων που ενέχει για τον εργαζόμενο η απομάκρυνσή του από την οικογενειακή εστία, συνιστά συμπλήρωμα των αποδοχών και «αποτελεί [επομένως] μέρος των όρων εργασίας» (33)· ότι η νομοθεσία που επιτρέπει μόνο στους ημεδαπούς ερευνητές να εγγράφονται στο οργανόγραμμα του εθνικού συμβουλίου ερευνών έχει επίπτωση στους όρους εργασίας, αφού από την εγγραφή αυτή εξαρτάται η διάρκεια της σύμβασης και η εξέλιξη της σταδιοδρομίας (34)· ότι η εθνική διάταξη που προβλέπει ότι οι υπήκοοι τρίτης χώρας, με την οποία η Κοινότητα έχει συνάψει συμφωνία σύνδεσης, δεν έχουν τη δυνατότητα να προσληφθούν σε θέση λέκτορα ξένων γλωσσών παρά μόνο με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου παραβιάζει την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, όσον αφορά τους όρους εργασίας (35). Όλα αυτά τα μέτρα, τα οποία καλύπτονται, κατά το Δικαστήριο, από την έννοια «όροι εργασίας», δεν έχουν καμία συνάφεια με το αντικείμενο της επίμαχης στην κύρια δίκη νομοθεσίας, η οποία αφορά την πρόσβαση στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων.

58.      Σχετικά με αυτή την κατηγορία νομοθετικών μέτρων το Δικαστήριο, όπως ορθά επισήμαναν οι διάδικοι, κλήθηκε να επιλύσει ορισμένες διαφορές που αφορούσαν τη δραστηριότητα του ασκούμενου δικηγόρου: μία από τις υποθέσεις αυτές ήταν αυτή επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Morgenbesser (36). Με την απόφαση εκείνη το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η δραστηριότητα του ασκούμενου δικηγόρου δεν είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα που να είναι αυτοτελές έναντι του επαγγέλματος του δικηγόρου (37). Μολονότι στην περίπτωση εκείνη το Δικαστήριο δεν έλαβε θέση επί του ζητήματος αν η εγγραφή στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων εντάσσεται στους όρους εργασίας, τόνισε πάντως ότι η δραστηριότητα του ασκούμενου δικηγόρου πρέπει να θεωρηθεί ως αποτελούσα το πρακτικό μέρος της εκπαίδευσης που απαιτείται για την είσοδο στο επάγγελμα του δικηγόρου (38). Το Δικαστήριο πάντως είχε ήδη προβεί στην επισήμανση αυτή, με την απόφαση στην υπόθεση 66/85, Lawrie-Blum (39), στην οποία εξέτασε ένα πρόβλημα παραπλήσιο με το πρόβλημα που ανακύπτει εν προκειμένω, έστω και αν αφορούσε διαφορετικό επάγγελμα.

59.      Στην υπόθεση Lawrie-Blum το Δικαστήριο καλούνταν να αποφανθεί επί της άρνησης των γερμανικών αρχών να επιτρέψουν σε Βρετανίδα υπήκοο να πραγματοποιήσει την πρακτική άσκηση που απαιτείται για την πρόσληψη σε θέση καθηγητή στα ανώτερα κλιμάκια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, άρνησης που στηριζόταν μόνο στον λόγο ότι η ενδιαφερόμενη δεν είχε τη γερμανική ιθαγένεια. Το Δικαστήριο, όταν εξέτασε το πρόβλημα αυτό, έκρινε ότι δεν επρόκειτο για όρο εργασίας, αλλά, αντίθετα, ότι «η ολοκλήρωση της άσκησης και το δίπλωμα της δεύτερης κρατικής εξέτασης είναι από νομική άποψη απαραίτητα για την άσκηση του επαγγέλματος του καθηγητή» (40). Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης είχε υποστεί συνεπώς διάκριση ως προς την εξεύρεση εργασίας (41), όχι όμως ως προς τους όρους εργασίας.

60.      Από τη νομολογία αυτή προκύπτει επομένως σαφέστατα ποιο είναι το περιεχόμενο του άρθρου 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας, το οποίο δεν καλύπτει την πρόσβαση στην εργασία. Την επιβεβαίωση άλλωστε παρέχει το άρθρο 42, παράγραφος 1, της ίδιας συμφωνίας, το οποίο, όσον αφορά την πρόσβαση των Βούλγαρων εργαζομένων στην απασχόληση, αφενός αναφέρει τις διμερείς συμφωνίες που έχουν συναφθεί στον εν λόγω τομέα και αφετέρου εκφράζει την ευχή βελτίωσης της πρόσβασης αυτής στο μέλλον (42).

61.      Εξάλλου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πρόσβαση στις δραστηριότητες αφενός του ασκούμενου δικηγόρου και αφετέρου του δικηγόρου στην Αυστρία διέπεται από τις εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις που προβλέπουν ότι οι δραστηριότητες αυτές μπορούν να ασκούνται μόνο από όσους πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις και απαγορεύουν την άσκησή τους από όσους δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές. Επομένως, αυτό που ζητεί ο G. Pavlov δεν είναι η ίση μεταχείρισή του στην εργασία του, αλλά η πρόσβαση σε κατοχυρωμένο επάγγελμα, η οποία δεν διεπόταν, όσον αφορά τους Βούλγαρους υπηκόους πριν από την προσχώρηση του κράτους τους στην Ένωση, από τις διατάξεις του άρθρου 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση. Από το άρθρο αυτό δεν μπορεί να συναχθεί η βούληση των συμβαλλόμενων μερών να εξαλείψουν κάθε διάκριση λόγω ιθαγένειας κατά την πρόσβαση των Βούλγαρων υπηκόων στα νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα. Συναφώς πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το άρθρο 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, είναι ενταγμένο στο κεφάλαιο 1 του τίτλου IV της Συμφωνίας, που επιγράφεται «Κυκλοφορία εργαζομένων», ενώ η Συμφωνία Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας αναφέρει τα νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα στο άρθρο 47, το οποίο αποτελεί μέρος του κεφαλαίου που αφορά την εγκατάσταση. Το γεγονός αυτό σημαίνει σαφώς ότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεν ήθελαν να ρυθμίσουν το ζήτημα της πρόσβασης στα νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα με το άρθρο 38 της συμφωνίας. Το εν λόγω άρθρο 47 προβλέπει συγκεκριμένα και ειδικά ότι στο μέλλον το Συμβούλιο Σύνδεσης θα διευκολύνει την ανάληψη και άσκηση νομοθετικώς κατοχυρωμένων επαγγελμάτων θεσπίζοντας μέτρα για την αναγνώριση των διπλωμάτων. Κατά συνέπεια, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η συμφωνία δεν προβλέπει, όσον αφορά την πρόσβαση στα εν λόγω επαγγέλματα, καμία απαγόρευση διακρίσεων ανάλογη προς την επιβαλλόμενη με το άρθρο 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση.

62.      Το συμπέρασμα αυτό δεν προσκρούει στο άρθρο 45 της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας, κατά το οποίο «κάθε κράτος μέλος παρέχει για την εγκατάσταση εταιρειών και υπηκόων της Βουλγαρίας, καθώς και για τη λειτουργία βουλγαρικών εταιρειών και την επαγγελματική δραστηριότητα Βουλγάρων υπηκόων, εγκατεστημένων στο έδαφός του, μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από αυτή που παρέχει στους δικούς του υπηκόους και εταιρείες». Τα άρθρα 42 και 47 της ίδιας συμφωνίας αποτελούν, έναντι αυτού του άρθρου 45, ειδικές διατάξεις, οι οποίες συνεπώς αποκλείουν την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου στην υπό κρίση περίπτωση.

63.      Τέλος, όσο παράλογη και λυπηρή και αν είναι η κατάσταση που αντιμετώπισε ο G. Pavlov, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Συμφωνία Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας καθιερώνει μια γενική αρχή για την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας που να έχει εφαρμογή και πέρα από την άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων από τους Βούλγαρους υπηκόους, αφού η εν λόγω κατάσταση δεν καλύπτεται από τις διατάξεις που διέπουν την κυκλοφορία των εργαζόμενων ούτε από τις διατάξεις που διέπουν την πρόσβαση στα νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα.

64.      Το Δικαστήριο έχει φανεί συχνά γενναιόδωρο στην ερμηνεία που προσδίδει στις συμφωνίες σύνδεσης ή ακόμη και εταιρικής σχέσης. Η νομολογιακή όμως εξομοίωση του περιεχομένου των διατάξεων των διαφόρων διεθνών συμφωνιών της Κοινότητας με το περιεχόμενο των διατάξεων της Συνθήκης έβρισκε σε όλες τις περιπτώσεις κάποιο στοιχείο αναφοράς στο ίδιο το κείμενο της οικείας συμφωνίας. Στην προκείμενη περίπτωση λείπει αυτό το στοιχείο αναφοράς. Αναμφίβολα αντιμετωπίζουμε μια περίπτωση που κινείται στα όρια που θέτει καταρχήν η σύνδεση της Ένωσης με τρίτη χώρα, η οποία, μολονότι έχει ως αντικείμενο την προετοιμασία της προσχώρησης, προφανώς δεν παρέχει τόσο σφαιρική και πλήρη προστασία όσο οι ιδρυτικές Συνθήκες της Ένωσης. Δεν νομίζω ότι μπορεί να γίνει δεκτό –εκτός αν αγνοηθεί η βούληση των συμβαλλόμενων μερών και γίνει ταυτόχρονα αποδεκτός ο κίνδυνος υποβάθμισης της σημασίας της ίδιας της προσχώρησης– ότι τα κράτη μέλη ανέλαβαν, με τη Συμφωνία Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας, την υποχρέωση να εξαλείψουν κάθε διάκριση λόγω ιθαγένειας, ακόμη και σε σχέση με την πρόσβαση στα νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα.

65.      Με τα δεδομένα αυτά και για όλους τους λόγους που παρατέθηκαν ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την απάντηση ότι ούτε το άρθρο 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, ούτε καμία άλλη διάταξη της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας έχει εφαρμογή στην περίπτωση κατά την οποία η αίτηση του Βούλγαρου υπηκόου για εγγραφή στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων απορρίπτεται, πριν από την προσχώρηση της Βουλγαρίας στην Ένωση, για τον λόγο ότι η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία προβλέπει ότι πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου στην Αυστρία έχουν μόνον όσοι έχουν αυστριακή ιθαγένεια ή ιθαγένεια που εξομοιώνεται με την αυστριακή.

V –    Συμπέρασμα

66.      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα ερωτήματα της Oberste Berufungs- und Disziplinarkommission:

«1)      Το άρθρο 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της ευρωπαϊκής συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, αφετέρου, η οποία υπογράφηκε την 1η Μαρτίου 1993, πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να έχει, ως διάταξη του δικαίου της Ένωσης, άμεσο αποτέλεσμα και επομένως είχε απευθείας εφαρμογή κατά το διάστημα από 2 Ιανουαρίου 2004 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2006.

2)      Ούτε το άρθρο 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, ούτε καμία άλλη διάταξη της εν λόγω Συμφωνίας Σύνδεσης έχει εφαρμογή στην περίπτωση κατά την οποία η αίτηση του Βούλγαρου υπηκόου για εγγραφή στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων απορρίπτεται, πριν από την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για τον λόγο ότι η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία προβλέπει ότι πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου στην Αυστρία έχουν μόνον όσοι έχουν αυστριακή ιθαγένεια ή ιθαγένεια που εξομοιώνεται με την αυστριακή.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – ΕΕ 1994, L 358, σ. 3.


3 – BGBl. 556/1985, όπως δημοσιεύθηκε στην BGBl. I, 71/1999, και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο.


4 – RGBl. 96/1868, όπως δημοσιεύθηκε στην BGBl. I, 128/2004, και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο.


5 – Το 2004 κατά τον G. Pavlov.


6 – Στις 6 Ιουλίου 2004 κατά τον G. Pavlov.


7 – Απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή).


8 – Όπ.π. (σημείο 23).


9 – Αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, C‑235/99, Kondova (Συλλογή 2001, σ. I‑6427, σκέψη 31), της 29ης Ιανουαρίου 2002, C‑162/00, Pokrzeptowicz-Meyer (Συλλογή 2002, σ. I‑1049, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 8ης Μαΐου 2003, C‑171/01, Wählergruppe Gemeinsam (Συλλογή 2003, σ. I‑4301, σημείο 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


10 – Το άρθρο 37, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της ευρωπαϊκής συμφωνίας μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Δημοκρατίας της Πολωνίας, αφετέρου, η οποία συνήφθη και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 93/743/Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΚ του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1993 (ΕΕ L 348, σ. 1), ορίζει συγκεκριμένα ότι, «με την επιφύλαξη των όρων και προϋποθέσεων που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος: – δεν γίνεται καμιά διάκριση λόγω ιθαγένειας στη μεταχείριση των εργαζομένων πολωνικής υπηκοότητας, οι οποίοι απασχολούνται νομίμως στο έδαφος ενός κράτους μέλους, όσον αφορά τους όρους εργασίας, την αμοιβή ή τις απολύσεις, σε σύγκριση με τους υπηκόους αυτού του κράτους μέλους».


11 – Προπαρατεθείσα απόφαση Pokrzeptowicz-Meyer (σκέψεις 19 επ.).


12 – Όπ.π. (σκέψεις 21 και 22).


13 – Όπ.π. (σκέψη 23).


14 – Προπαρατεθείσα απόφαση Kondova (σκέψεις 36 και 37).


15 – Όπ.π. (σκέψη 38).


16 – Η σκέψη 38 της προπαρατεθείσας απόφασης Kondova περιέχει παρόμοιο συλλογισμό σχετικά με το άρθρο 45, παράγραφος 1, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας.


17 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Pokrzeptowicz-Meyer, απόφαση της 8ης Μαΐου 2003, C‑438/00, Deutscher Handballbund (Συλλογή 2003, σ. I‑4135), προπαρατεθείσα απόφαση Wählergruppe Gemeinsam, και απόφαση της 12ης Απριλίου 2005, C‑265/03, Simutenkov (Συλλογή 2005, σ. I‑2579).


18 – Αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 1993, C‑312/91, Metalsa (Συλλογή 1993, σ. I‑3751, σκέψη 11), και Kondova, προπαρατεθείσα (σκέψη 52).


19 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Kondova (σκέψεις 50 έως 55).


20 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9.


21 – Βλ. υποσημείωση 10 των προτάσεών μου.


22 – Προπαρατεθείσα απόφαση Pokrzeptowicz-Meyer (σκέψη 32).


23 – Θα ήθελα συναφώς να επισημάνω ότι τόσο το άρθρο 1 της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Πολωνίας όσο και το άρθρο 1 της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας απαριθμούν τους σκοπούς που επιδιώκονται με τη σύνδεση και ότι οι σκοποί αυτοί είναι παρεμφερείς. Η δομή άλλωστε των δύο αυτών συμφωνιών είναι παρόμοια. Σχετικά με τους σκοπούς που επιδίωκε, κατά το Δικαστήριο, η Συμφωνία Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας, βλ. το σημείο 34 των προτάσεών μου.


24 – Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ ο τίτλος III της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας επιγράφεται «Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων», ο τίτλος IV επιγράφεται απλώς «Κυκλοφορία εργαζομένων, εγκατάσταση, παροχή υπηρεσιών».


25 – Σε σχέση με την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας που πρόβλεπε η Συμφωνία Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Πολωνίας όσον αφορά τους όρους εργασίας, βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση Pokrzeptowicz-Meyer (σκέψεις 40 και 41)· σε σχέση με την αντίστοιχη διάταξη της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Σλοβακική Δημοκρατία, βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση Deutscher Handballbund (σκέψεις 34 και 35)· τέλος, σε σχέση με τη διάταξη της συμφωνίας εταιρικής σχέσης μεταξύ Ρωσίας και Κοινότητας που ρυθμίζει την κυκλοφορία των Ρώσων εργαζόμενων, βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση Simutenkov (σκέψη 6).


26 – Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση υποστηρίχθηκε πάντως –χωρίς να αμφισβητηθεί από τους άλλους παριστάμενους– ότι αυτή η άδεια εγκατάστασης έχει, στο αυστριακό δίκαιο, την έννοια άδειας διαμονής, η οποία επέτρεπε στον G. Pavlov να διαμένει στην Αυστρία, χωρίς όμως να του επιτρέπει την πρόσβαση στην αυστριακή αγορά εργασίας.


27 – Συναφώς οι εκπρόσωποι των G. Pavlov και G. Famira υποστήριξαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η πρόσβαση στο δικηγορικό επάγγελμα –άρα και στον επαγγελματικό αυτό τίτλο– δεν έχει κρίσιμη σημασία, διότι όλοι οι ασκούμενοι δικηγόροι δεν γίνονται δικηγόροι. Θα ήθελα πάντως να παρατηρήσω ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο λόγος ύπαρξης και ο βασικός σκοπός της εγγραφής στο μητρώο ασκούμενων συνίστανται οπωσδήποτε στην προοπτική απόκτησης της δικηγορικής ιδιότητας και της άδειας άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος μετά την περάτωση της πρακτικής άσκησης και την επιτυχία στις σχετικές εξετάσεις.


28 – Η χορήγηση αυτή βασίζεται στο άρθρο 15, παράγραφος 3, του RAO, όσον αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες δεν είναι κατά νόμο υποχρεωτικός ο διορισμός δικηγόρου. Επισημαίνεται ότι αίτηση για το πιστοποιητικό αυτό υποβλήθηκε ταυτόχρονα με την αίτηση εγγραφής στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων την οποία υπέβαλαν οι G. Pavlov και G. Famira.


29 – Το γράμμα της διάταξης αυτής συμπίπτει σχεδόν πλήρως με το γράμμα του άρθρου 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας, καθόσον προβλέπει τα εξής: «Υπό την επιφύλαξη των όρων και προϋποθέσεων που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος: – δεν επιβάλλεται καμία διάκριση λόγω ιθαγενείας στη μεταχείριση των εργαζομένων υπηκοότητας Σλοβακικής Δημοκρατίας, οι οποίοι απασχολούνται νομίμως στο έδαφος κράτους μέλους, όσον αφορά τους όρους εργασίας, τις αποδοχές ή τις απολύσεις, σε σύγκριση με τους υπηκόους του οικείου κράτους μέλους» [ευρωπαϊκή συμφωνία για την εγκαθίδρυση σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Σλοβακικής Δημοκρατίας, αφετέρου (ΕΕ 1994, L 359, σ. 1)].


30 – Προπαρατεθείσα απόφαση Deutscher Handballbund (σκέψεις 33 επ.).


31 – Όπ.π. (σκέψη 46). Το Δικαστήριο θα ακολουθήσει παρόμοιο συλλογισμό στην προπαρατεθείσα απόφαση Simutenkov (σκέψεις 32 και 37).


32 – Απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1969, 15/69, Württembergische Milchverwertung-Südmilch (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 127, σκέψη 5).


33 – Απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 1974, 152/73, Sotgiu (Συλλογή τόμος 1974, σ. 87, σκέψη 8). Το όριο μεταξύ των όρων εργασίας και των αποδοχών γίνεται εδώ πιο δυσδιάκριτο.


34 – Απόφαση της 16ης Ιουνίου 1987, 225/85, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1987, σ. 2625).


35 – Προπαρατεθείσα απόφαση Pokrzeptowicz-Meyer (σκέψη 39).


36 – Απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2003, C‑313/01 (Συλλογή 2003, σ. I‑13467).


37 – Όπ.π. (σκέψη 52)· βλ., επίσης, απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009, C‑345/08, Pesla (Συλλογή 2009, σ. I‑11677, σκέψη 23).


38 – Προπαρατεθείσες αποφάσεις Morgenbesser (σκέψη 51) και Pesla (σκέψη 23).


39 – Απόφαση της 3ης Ιουλίου 1986 (Συλλογή 1986, σ. 2121).


40 – Όπ.π. (σκέψη 6).


41 – Όπ.π. (σκέψη 8).


42 – Βλ. σημείο 4 των προτάσεών μου.