Language of document : ECLI:EU:C:2014:2015

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NILS WAHL

της 19ης Ιουνίου 2014 (1)

Υπόθεση C‑179/13

Raad van bestuur van de Sociale verzekeringsbank

κατά

L. F. Evans

[αίτηση του Centrale Raad van Beroep (Κάτω Χώρες)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κανονισμός (EΟΚ) 1408/71 — Προσδιορισμός της εφαρμοστέας επί εργαζομένων νομοθεσίας στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως — Δυνατότητα εφαρμογής — Εργασία σε προξενείο τρίτης χώρας — Σύμβαση της Βιέννης περί των προξενικών σχέσεων, της 24ης Απριλίου 1963 — Δήλωση εργαζομένου ότι επιλέγει να μην υπαχθεί στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως κράτους μέλους — Έννοια της “διακρίσεως”»





1.        Δύναται η αρμόδια αρχή κράτους μέλους, κατά τον υπολογισμό της συντάξεως γήρατος που δικαιούται ένας εργαζόμενος, να μη λάβει υπόψη τις περιόδους εργασίας του στο προξενείο τρίτης χώρας, επειδή κατά τις περιόδους αυτές ο εργαζόμενος δεν υπαγόταν στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους; Τούτο είναι ουσιαστικώς το ζήτημα που το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί από το Δικαστήριο.

I –    Νομικό πλαίσιο

 Α —      Διεθνές δίκαιο

2.        Το άρθρο 1 της Συμβάσεως της Βιέννης περί των προξενικών σχέσεων (στο εξής: VCCR) (2) περιέχει τον ακόλουθο ορισμό:

«1.      Διά τους σκοπούς της παρούσης Συμβάσεως οι ακόλουθοι όροι νοούνται ως καθορίζονται κατωτέρω:

[...]

ε)      Διά του όρου “Ειδικός Προξενικός υπάλληλος” νοείται παν πρόσωπον χρησιμοποιούμενον εις τας διοικητικάς ή τεχνικάς υπηρεσίας Προξενικής τινός Αρχής.

[...]

3.       Η ιδιάζουσα κατάστασις των μελών των Προξενικών Αρχών άτινα είναι υπήκοοι ή μόνιμοι υπάλληλοι του Κράτους διαμονής διέπεται υπό του άρθρου 71 της παρούσης συμβάσεως.»

3.        Το άρθρο 48 της VCCR («Απαλλαγή εκ του καθεστώτος των Κοινωνικών Ασφαλίσεων») ορίζει τα εξής:

«1.      Υπό την επιφύλαξην των διατάξεων της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, τα μέλη της Προξενικής Αρχής, ως προς τας υπηρεσίας τας προσφερομένας εις το αποστέλλον κράτος [(3)] και τα μέλη της οικογενείας των μετ’ αυτών συνοικούντα, εξαιρούνται των διατάξεων των κοινωνικών ασφαλίσεων, αίτινες δυνατόν να ισχύωσι εν τω Κράτει διαμονής [(4)].

2.      Η απαλλαγή η προβλεπομένη εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται ωσαύτως εις τα μέλη του ιδιωτικού προσωπικού άτινα είναι εις την αποκλειστικήν υπηρεσίαν των μελών της προξενικής αρχής υπό τον όρον:

α)       ότι δεν είναι υπήκοοι του Κράτους διαμονής ή δεν έχουσιν εν αυτώ την μόνιμον κατοικίαν των και

β)       να υπάγωνται εις τας διατάξεις περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αι οποίαι ισχύουσιν εν τω αποστέλλοντι Κράτει ή εν τρίτω Κράτει.

3.      Τα μέλη της Προξενικής Αρχής, άτινα έχουσιν εις την υπηρεσίαν των πρόσωπα εις τα οποία η απαλλαγή η προβλεπομένη εν τη παραγράφω 2 του παρόντος άρθρου δεν έχει εφαρμογήν, δέον να τηρώσι τας υποχρεώσεις τας οποίας αι διατάξεις περί Κοινωνικών ασφαλίσεων επιβάλλουσιν εις τον εργοδότην.

4.      Η προβλεπομένη απαλλαγή εις τας παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου δεν αποκλείει την εκουσίαν μετοχήν εις το καθεστώς των Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Κράτους διαμονής, εφ’ όσον είναι επιτρεπτή υπό του Κράτους τούτου.»

4.        Το άρθρο 71 της VCCR («Υπήκοοι ή μόνιμοι κάτοικοι του Κράτους διαμονής») ορίζει τα εξής:

«1.      Εκτός εάν ήθελον παρασχεθή συμπληρωματικαί διευκολύνσεις, προνόμια και ασυλίαι υπό του Κράτους διαμονής, οι προξενικοί λειτουργοί οίτινες είναι υπήκοοι ή μόνιμοι κάτοικοι του Κράτους διαμονής, δεν απολαύουσιν ειμή ετεροδικίας και του προσωπικού απαραβιάστου δια τας επισήμους πράξεις τας τελεσθείσας εν τη ασκήσει των καθηκόντων των και του προνομίου του προβλεπομένου εν τη παραγράφω 3 του άρθρου 44. Όσον αφορά τους προξενικούς τούτους λειτουργούς, το Κράτος διαμονής βαρύνεται ωσαύτως διά της προβλεπομένης εν άρθρω 42 υποχρεώσεως. Όταν ποινική αγωγή κινήται εναντίον τοιούτου προξενικού λειτουργού, η διαδικασία δέον όπως διεξάγηται κατά τρόπον παρενοχλούντα το ολιγώτερον δυνατόν την άσκησιν των προξενικών καθηκόντων.

2.       Τα άλλα μέλη της Προξενικής Αρχής άτινα είναι υπήκοοι ή μόνιμοι κάτοικοι του Κράτους διαμονής και τα μέλη της οικογενείας των, ως και τα μέλη της οικογενείας των προξενικών λειτουργών περί ων εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου, δεν απολαύουσιν ευκολιών, προνομίων και ασυλιών ειμή εν τω μέτρω καθ’ ο το Κράτος τούτο αναγνωρίζει εις αυτούς ταύτας. Τα μέλη της οικογενείας μέλους Προξενικής Αρχής και τα μέλη του ιδιωτικού προσωπικού, άτινα είναι επίσης υπήκοοι ή μόνιμοι κάτοικοι του Κράτους διαμονής, δεν απολαύουσιν ωσαύτως των διευκολύνσεων, προνομίων και ασυλιών ειμή εν τω μέτρω καθ’ ο το Κράτος διαμονής οφείλει να ασκή την δικαιοδοσίαν του επί των προσώπων τούτων κατά τρόπον ώστε να μη παρεμποδίζηται κατά τρόπον υπέρμετρον η άσκησις των καθηκόντων της Προξενικής Αρχής.»

5.        Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών κατέθεσε την πράξη προσχωρήσεως στη VCCR στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών στις 17 Δεκεμβρίου 1985, με την προσχώρηση να τίθεται σε ισχύ την 16η Ιανουαρίου 1986 (5).

 Β —      Δίκαιο της Ένωσης

1.      Κανονισμός (ΕΟΚ) 1612/68 (6)

6.        Το άρθρο 7 του κανονισμού 1612/68 ορίζει τα εξής:

«1.      Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός Κράτους μέλους δεν δύναται στην επικράτεια των άλλων Κρατών μελών, να έχει, λόγω της ιθαγενείας του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχολήσεως και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος.

2.      Απολαύει των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.

[...]»

3.      Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 (7)

7.        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1 («Προσωπικό πεδίο εφαρμογής»), του κανονισμού 1408/71, ο κανονισμός αυτός ισχύει, μεταξύ άλλων, για μισθωτούς που υπάγονται ή υπήχθησαν στη νομοθεσία ενός ή περισσότερων εκ των κρατών μελών και είναι υπήκοοι κράτους μέλους.

8.        Το άρθρο 3, παράγραφος 1 («Iσότης μεταχειρίσεως»), του κανονισμού 1408/71, ορίζει ότι, υπό την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων του εν λόγω κανονισμού, τα πρόσωπα για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις του κανονισμού υπόκεινται στις υποχρεώσεις και απολαύουν των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του.

9.        Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1 («Πεδίο εφαρμογής καθ’ ύλη»), του κανονισμού 1408/71, ο κανονισμός αυτός έχει εφαρμογή στο σύνολο των νόμων περί παροχών γήρατος.

10.      Ο τίτλος II του κανονισμού περιέχει κανόνες για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας. Το άρθρο 13 («Γενικοί κανόνες») προβλέπει τα εξής:

«1.      Με την επιφύλαξη των άρθρων 14γ και 14στ, τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνου κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.

2.      Με την επιφύλαξη των άρθρων 14 έως 17:

α)      το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή αν η επιχείρηση ή ο εργοδότης που το απασχολεί έχει την έδρα της ή την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους∙

[...]».

11.      Το άρθρο 16 («Ειδικοί κανόνες για το προσωπικό που υπηρετεί στις διπλωματικές αποστολές και τις προξενικές υπηρεσίες, καθώς και για το επικουρικό προσωπικό [της Ευρωπαϊκής Ένωσης]») του κανονισμού 1408/71 προβλέπει τα εξής:

«1.      Οι διατάξεις του άρθρου 13 παράγραφος 2 στοιχείο α) ισχύουν για τα μέλη του προσωπικού που υπηρετεί στις διπλωματικές αποστολές ή τις προξενικές υπηρεσίες και για τους ιδιωτικούς οικιακούς βοηθούς που ευρίσκονται στην υπηρεσία των υπαλλήλων των αποστολών ή υπηρεσιών αυτών.

2.      Πάντως, οι εργαζόμενοι που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι οποίοι είναι υπήκοοι του κράτους μέλους που διαπιστεύει ή αποστέλλει, δύνανται να επιλέξουν την εφαρμογή της νομοθεσίας του κράτους αυτού. Το δικαίωμα αυτό επιλογής δύναται να ασκείται εκ νέου στο τέλος κάθε ημερολογιακού έτους και δεν έχει αναδρομική ισχύ.»

 Γ —      Ολλανδικό δίκαιο

12.      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του νόμου περί γενικευμένης ασφαλίσεως γήρατος (Algemene Ouderdomswet, στο εξής: AOW) προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι σε όσους διαμένουν στις Κάτω Χώρες και δεν έχουν υπερβεί ορισμένο ηλικιακό όριο επιφυλάσσεται η ίδια μεταχείριση με όσους είναι ασφαλισμένοι κατά τον AOW.

13.      Ωστόσο, η εν λόγω διάταξη κατέστη ελαστικότερη μέσω της παροχής διακριτικής ευχέρειας στην εκτελεστική εξουσία, δυνάμει σειράς διατάξεων του άρθρου 6 του AOW, ως προς την έκδοση κανονιστικής διοικητικής πράξεως για την εξαίρεση ορισμένων κατηγοριών προσώπων από το πεδίο εφαρμογής της προαναφερθείσας διατάξεως (8).

14.      Κατά την απόφαση περί παραπομπής, κατά τον κρίσιμο χρόνο, είχαν εκδοθεί τρεις τέτοιες κανονιστικές διοικητικές πράξεις, οι οποίες θέσπισαν ειδικούς κανόνες για τους προξενικούς λειτουργούς και το προσωπικό αλλοδαπών κρατών, με τις σχετικές εν προκειμένω διατάξεις να είναι οι εξής:

–        άρθρο 2 του διατάγματος της 19ης Οκτωβρίου 1976, για τη διεύρυνση και τον περιορισμό της κατηγορίας των ασφαλισμένων στο εθνικό σύστημα ασφαλίσεως (στο εξής: διάταγμα του 1976) (9

–        άρθρα 11 και 12 του διατάγματος της 3ης Μαΐου 1989, για τη διεύρυνση και τον περιορισμό της κατηγορίας των ασφαλισμένων στο εθνικό σύστημα ασφαλίσεως (στο εξής: διάταγμα του 1989) (10)· και

–        άρθρο 13 του διατάγματος της 24ης Δεκεμβρίου 1998, για τη διεύρυνση και τον περιορισμό της κατηγορίας των ασφαλισμένων στο εθνικό σύστημα ασφαλίσεως (στο εξής: διάταγμα του 1998) (11).

15.      Μεταξύ της 1ης Οκτωβρίου 1976 και της 1ης Ιουλίου 1989, το διάταγμα του 1976 όριζε ότι προξενικοί λειτουργοί και βοηθητικό προσωπικό δεν υπάγονταν στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, εκτός εάν είχαν ολλανδική ιθαγένεια.

16.      Όταν εκδόθηκε το διάταγμα του 1976, το ολλανδικό Υπουργείο Εξωτερικών υιοθέτησε την άποψη ότι προξενικοί υπάλληλοι αλλοδαπής ιθαγένειας που διαμένουν στις Κάτω Χώρες δεν δύνανται να λογίζονται ως μόνιμοι κάτοικοι κατά την έννοια του άρθρου 71 της VCCR. Εντούτοις, η απόφαση περί παραπομπής εκθέτει ότι, από την 1η Αυγούστου 1987, υιοθετήθηκε νέα πολιτική (στο εξής: νέα πολιτική). Κατά τη νέα πολιτική, μέλη του τοπικώς προσληφθέντος προσωπικού λογίζονταν ως μόνιμοι κάτοικοι, εάν, κατά τον χρόνο προσλήψεώς τους, διέμεναν ήδη στις Κάτω Χώρες για διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους. Η νέα πολιτική ίσχυε για εργαζομένους μόνον από την 1η Αυγούστου 1987 και δεν είχε σκοπό να μεταβάλει δικαιώματα και υποχρεώσεις που είχαν γεννηθεί προγενέστερα υπέρ ή κατά προσώπων που εργάζονταν ήδη σε προξενείο.

17.      Για τον ίδιο λόγο, μεταξύ 1ης Ιουλίου 1989 και 1ης Ιανουαρίου 1999, σύμφωνα με το άρθρο 12 του διατάγματος του 1989, μέλη προξενικών υπηρεσιών που ήταν υπήκοοι ή μόνιμοι κάτοικοι των Κάτω Χωρών υπάγονταν στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως.

18.      Πάντως, το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι η νέα πολιτική δεν ήταν επαρκώς σαφής και, ως εκ τούτου, τροποποιήθηκε. Από την 1η Ιανουαρίου 1999, το άρθρο 13, παράγραφος 3, του διατάγματος του 1998 ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα μέλη του διοικητικού, τεχνικού και υπηρετικού προσωπικού της διπλωματικής αποστολής ή προξενικής υπηρεσίας άλλου κράτους δεν υπάγονται στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, εάν απασχολούνταν ήδη υπό την ιδιότητα αυτή πριν από την 1η Αυγούστου 1987, και απασχολούνται υπό την ιδιότητα αυτή αδιαλείπτως από την 1η Αυγούστου 1987, εκτός εάν:

a.      παρέχουν εντός των Κάτω Χωρών εργασία άλλη από τις ως άνω δραστηριότητες∙ ή

b.      λαμβάνουν ολλανδική παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως.

Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο, τα κατά την ίδια διάταξη μέλη του προσωπικού και του οικιακού προσωπικού υπάγονται στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, εάν ήταν ήδη ασφαλισμένα στις 31 Ιουλίου 1987.»

19.      Εντός του πλαισίου αυτού, το ολλανδικό Υπουργείο Εξωτερικών επέτρεψε στα μέλη του προσωπικού αλλοδαπών προξενείων που εργάζονται ήδη εκεί πριν από την 1η Αυγούστου 1987 να επιλέξουν, πριν από τις 15 Δεκεμβρίου 1999, εάν επιθυμούσαν την υπαγωγή τους στο ολλανδικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως.

II – Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα

20.      Η L. F. Evans είναι υπήκοος του Ηνωμένου Βασιλείου, γεννηθείσα το 1955. Το 1972 και το 1973 εργάστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου και διέμεινε κατά το διάστημα αυτό.

21.      Το 1973, η L. F. Evans εγκαταστάθηκε στις Κάτω Χώρες. Από τις 7 Νοεμβρίου 1973 μέχρι τις 31 Μαρτίου 1977 εργάστηκε διαδοχικώς για δύο επιχειρήσεις ολλανδικού δικαίου. Από τις 18 Απριλίου 1977 μέχρι το τέλος του Μαΐου 1980 εργάστηκε στο Γενικό Προξενείο του Ηνωμένου Βασιλείου στο Ρότερνταμ και, μετά τη λήξη της συμβάσεώς της εργασίας, έλαβε επίδομα ανεργίας στις Κάτω Χώρες.

22.      Από τις 17 Νοεμβρίου 1980 η L. F. Evans εργάστηκε ως μέλος του διοικητικού προσωπικού του Γενικού Προξενείου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στο Άμστερνταμ (στο εξής: προξενείο των ΗΠΑ). Κατόπιν της προσλήψεώς της, υπήχθη στη συλλογική πολιτική ασφαλίσεως ασθένειας του εργοδότη της, του προξενείου των ΗΠΑ, η οποία περιελάμβανε μια ιδιωτική ασφαλιστική εταιρία ολλανδικού δικαίου.

23.      Κατόπιν της εντάξεώς της στο προσωπικό του προξενείου των ΗΠΑ, η L. F. Evans υπήχθη στο προνομιακό καθεστώς (geprivilegieerdenpas∙ στο εξής: προνομιακό καθεστώς) με απόφαση του Ολλανδού Υπουργού Εξωτερικών. Δυνάμει του καθεστώτος αυτού απαλλάχθηκε, μεταξύ άλλων, από την υποχρέωση καταβολής των περισσότερων φόρων και ασφαλιστικών εισφορών. Όπως εξετέθη από το προξενείο των ΗΠΑ ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, από τη στιγμή που η L. F. Evans ξεκίνησε να εργάζεται για το προξενείο των ΗΠΑ, ουδέποτε παρακρατήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές από τον μισθό της.

24.      Ασκώντας το προαναφερθέν στο ως άνω σημείο 19 δικαίωμά της, η L. F. Evans επέλεξε —μέσω δηλώσεως της 5ης Δεκεμβρίου 1999 (στο εξής: δήλωση της 5ης Δεκεμβρίου 1999)— το καθεστώς «posted», το οποίο συνεπαγόταν ότι δεν θα «[υπαχθεί] στο [ολλανδικό] σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως και, ως εκ τούτου, δεν θα [δικαιούται] την κάλυψη που αυτό παρέχει».

25.      Στις 27 Μαρτίου 2008, απαντώντας σε σχετική αίτηση που είχε υποβληθεί από την L. F. Evans, το Raad van bestuur van de Sociale verzekeringsbank (διοικητικό συμβούλιο του ταμείου κοινωνικής ασφαλίσεως, στο εξής: Svb) την ενημέρωσε σχετικά με τις περιόδους κατά τις οποίες ήταν ασφαλισμένη δυνάμει του AOW για τη λήψη συντάξεως γήρατος. Το Svb δήλωσε ότι η περίοδος από τις 7 Νοεμβρίου 1973 μέχρι τις 18 Νοεμβρίου 1980 θα λαμβανόταν υπόψη, αλλά ότι, κατά τη γνώμη του, δεν ήταν ασφαλισμένη από τη στιγμή που ξεκίνησε να εργάζεται για το προξενείο των ΗΠΑ.

26.      Η L. F. Evans άσκησε προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του Rechtbank Amsterdam (Πρωτοδικείο του Άµστερνταµ). Με την απόφασή του της 15ης Μαρτίου 2011, το Rechtbank Amsterdam απεφάνθη ότι, κατά το άρθρο 3 του κανονισμού 1408/71 και την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Boukhalfa (12), η L. F. Evans έπρεπε να λογίζεται ως ασφαλισμένη δυνάμει του AOW από τις 18 Νοεμβρίου 1980 μέχρι τις 12 Μαρτίου 2008. Επιπροσθέτως, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι η L. F. Evans ήταν μόνιμη κάτοικος των Κάτω Χωρών και ότι το προνομιακό καθεστώς της ήταν εν προκειμένω άνευ σημασίας.

27.      Το Svb άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Centrale Raad van Beroep (δευτεροβάθμιο δικαστήριο κοινωνικών ασφαλίσεων). Επειδή είχε αμφιβολίες ως προς την ορθή ερμηνεία των κανονισμών 1612/68 και 1408/71, το εν λόγω δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.      Έχουν τα άρθρα 2 και/ή 16 του κανονισμού 1408/71 την έννοια ότι ένα πρόσωπο όπως η L. F. Evans, η οποία είναι υπήκοος κράτους μέλους, άσκησε το δικαίωμά της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, υπαγόταν στην ολλανδική νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως, και η οποία στη συνέχεια εργάστηκε ως μέλος του προσωπικού του Γενικού Προξενείου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στις Κάτω Χώρες, δεν εμπίπτει πλέον, από της ενάρξεως της εργασίας αυτής, στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως:

2      α.      Έχουν το άρθρο 3 του κανονισμού 1408/71 και/ή το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 την έννοια ότι η υπαγωγή της L. F. Evans στο προνομιακό καθεστώς, το οποίο εν προκειμένω συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην προαιρετική υπαγωγή στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσ εως και στην απαλλαγή από την καταβολή των σχετικών ασφαλιστικών εισφορών, πρέπει να θεωρηθεί επαρκής δικαιολογητικός λόγος διακρίσεως λόγω ιθαγένειας;

      β.      Ποιες έννομες συνέπειες απορρέουν εν προκειμένω από το γεγονός ότι τον Δεκέμβριο του 1999 η L. F. Evans επέλεξε, κατόπιν σχετικής ερωτήσεως, να εξακολουθήσει να υπάγεται στο προνομιακό καθεστώς;»

28.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η L. F. Evans, το Svb, η Ολλανδική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή. Εκτός της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως, οι λοιποί μετέχοντες στη διαδικασία ανέπτυξαν επίσης προφορικές παρατηρήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Απριλίου 2014.

III – Ανάλυση

 Α —      Εισαγωγικές παρατηρήσεις

29.      Εισαγωγικώς, επισημαίνεται ότι, καθώς η υπο κρίση υπόθεση έχει ως αντικείμενο την υποχρέωση ασφαλίσεως κατόπιν συνάψεως συμβάσεως εργασίας η οποία έληξε πριν από την 1η Μαΐου 2010, πρέπει να κριθεί βάσει του κανονισμού 1408/71.

30.      Το προδικαστικό ερώτημα έχει ως αντικείμενο το εάν ένας εργαζόμενος υπό τις συνθήκες εργασίας της L. F. Evans εμπίπτει στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2 του κανονισμού, κατά την περίοδο εργασίας στο προξενείο των ΗΠΑ (13). Το Svb δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι οι περίοδοι κατά τις οποίες η L. F. Evans εργάστηκε στις Κάτω Χώρες πριν αναλάβει εργασία για το προξενείο των ΗΠΑ πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό της συντάξεώς της γήρατος, και ορθώς. Όπως και η Επιτροπή, φρονώ ότι είναι αδύνατον η L. F. Evans να μην εμπίπτει στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, όσον αφορά τις περιόδους αυτές.

31.      Το προδικαστικό ερώτημα 2, το οποίο έχει τεθεί σε περίπτωση που το Δικαστήριο αποφανθεί ότι ο κανονισμός 1408/71 έχει εφαρμογή στην περίοδο κατά την οποία η L. F. Evans εργαζόταν στο προξενείο των ΗΠΑ, έχει ως αντικείμενο το εάν η άρνηση συνεκτιμήσεως της περιόδου αυτής για τον υπολογισμό της συντάξεώς της γήρατος, λόγω του προνομιακού καθεστώτος της και της δηλώσεως της 5ης Δεκεμβρίου 1999, ισοδυναμεί με αδικαιολόγητη διάκριση λόγω ιθαγένειας.

32.      Αμφότερα τα προδικαστικά ερωτήματα προϋποθέτουν τη συνεκτίμηση των περί προνομίων και απαλλαγής διατάξεων της VCCR. Ωστόσο, οι εν λόγω διατάξεις ετέθησαν σε ισχύ στις Κάτω Χώρες στις 16 Ιανουαρίου 1986, ήτοι περισσότερο από πέντε έτη αφότου η L. F. Evans ξεκίνησε να εργάζεται για το προξενείο των ΗΠΑ. Προκαταρκτικώς, είναι επομένως αναγκαίο αν εξεταστεί εάν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, η VCCR μπορούσε να θεωρηθεί τμήμα του εθιμικού διεθνούς δικαίου.

 Β —      Προκαταρκτικό ζήτημα: το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της VCCR

33.      Η Ολλανδική Κυβέρνηση επικαλείται ορισμένες διατάξεις της VCCR περί προξενικών προνομίων και ασυλιών, ιδίως προς στήριξη του ισχυρισμού της ότι, κατά τη διάρκεια της εργασίας της στο προξενείο των ΗΠΑ, η L. F. Evans δεν ενέπιπτε στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71. Ωστόσο, από τυπική άποψη, όταν η L. F. Evans προσελήφθη εκεί, η εν λόγω σύμβαση δεν είχε τεθεί σε ισχύ στις Κάτω Χώρες, όπου η θέση της σε ισχύ έλαβε χώρα τη 16η Ιανουαρίου 1986. Εντούτοις, οι διατάξεις αυτές ενδέχεται, παρά ταύτα, να έχουν σημασία, στον βαθμό που απλώς κωδικοποιούν εθιμικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου επί του επίμαχου ζητήματος. Εάν τούτο αληθεύει πράγματι, αυτές πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης (βλ. σημείο 52 κατωτέρω).

34.      Εξ όσων γνωρίζω, το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη κληθεί να ερμηνεύσει διατάξεις της VCCR. Ωστόσο, υπάρχει πλούσια νομολογία ως προς την «αδελφή σύμβαση» της VCCR, ήτοι τη Σύμβαση της Βιέννης περί των διπλωματικών σχέσεων (στο εξής: VCDR) (14).

35.      Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η VCDR αποτελεί συνθήκη του δημοσίου διεθνούς δικαίου, συναφθείσα μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων χωρών στο πλαίσιο της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων τους στον τομέα των διπλωματικών σχέσεων. Η VCDR ρυθμίζει, κατ’ αρχήν, τις διμερείς σχέσεις μεταξύ των κρατών και όχι τις σχέσεις μεταξύ των κρατών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία, εξάλλου, δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της εν λόγω συνθήκης (15). Το Δικαστήριο έχει, επίσης, τονίσει ότι τα κράτη εκπροσωπούνται στη χώρα υπηρεσίας του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου με πρεσβείες ή διπλωματικές αποστολές, καθώς και με μόνιμες αντιπροσωπείες σε διεθνείς οργανισμούς, σε συμφωνία με τους σχετικούς κανόνες του εθιμικού διεθνούς δικαίου. Οι κανόνες αυτοί έχουν «κωδικοποιηθεί, [κυρίως]» με τη VCDR (16).

36.      Όσον αφορά τις διατάξεις της VCCR περί των προνομίων και των ασυλιών των προξενικών λειτουργών και των προξενικών υπαλλήλων, το Διεθνές Δικαστήριο (στο εξής: ΔΔ) έχει αποφανθεί ότι αυτές περιέχουν αρχές βαθιά ριζωμένες στο διεθνές δίκαιο (17). Καίτοι δεν απεφάνθη ότι η VCCR συνιστά κωδικοποίηση κανόνων του εθιμικού διεθνούς δικαίου, το ΔΔ υιοθέτησε εντούτοις την άποψη ότι αμφότερες οι «Συμβάσεις της Βιέννης, οι οποίες κωδικοποιούν το δίκαιο επί των διπλωματικών και των προξενικών σχέσεων, περιέχουν αρχές και κανόνες ουσιώδεις για τη διατήρηση ειρηνικών σχέσεων μεταξύ των κρατών και οικουμενικώς παραδεδεγμένους από έθνη με οποιοδήποτε ηθικό, πολιτισμικό και πολιτικό σύστημα» (18).

37.      Συνεπώς, υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου επί της VCDR, καθώς και της νομολογίας του ΔΔ επί αμφοτέρων των συνθηκών, φρονώ ότι τα άρθρα 48 και 71 της VCCR (της οποίας επί του παρόντος είναι συμβαλλόμενα μέρη άπαντα τα κράτη μέλη), ως διατάξεις περί προνομίων και ασυλιών, κωδικοποιούν εθιμικό διεθνές δίκαιο, όπως και η Ολλανδική Κυβέρνηση σιωπηρώς αποδέχεται.

38.      Καθώς η υπό κρίση υπόθεση αφορά εν μέρει χρονική περίοδο (από τη 17η Νοεμβρίου 1980 μέχρι τη 16η Ιανουαρίου 1986) πριν από τη θέση σε ισχύ της VCCR στις Κάτω Χώρες, αλλά κατόπιν της εκδόσεως των προαναφερθεισών αποφάσεων του ΔΔ επί της υποθέσεως των ομήρων στην Τεχεράνη, οι κανόνες της VCCR περί προνομίων και ασυλιών έχουν επίσης εφαρμογή, δυνάμει του σχετικού εθίμου, κατά την επίμαχη περίοδο.

 Γ —      Προδικαστικό ερώτημα 1: το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71

39.      Κατ’ αρχάς, το ζήτημα που πρέπει να επιλύσει το Δικαστήριο συνίσταται στο εάν η L. F. Evans έχει υπαχθεί στη νομοθεσία κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού 1408/71 (19).

40.      Εξ όσων γνωρίζω, το Δικαστήριο δεν εχει ακόμη κληθεί να κρίνει την ειδική κατάσταση της σχέσεως εργασίας μεταξύ ενός εργαζομένου και ενός αλλοδαπού κράτους (20) στην πρεσβεία ή στο προξενείο του εντός κράτους μέλους του οποίου ο εργαζόμενος δεν είναι υπήκοος (21). Επί του ζητήματος αυτού δύνανται να υιοθετηθούν διαφορετικές προσεγγίσεις.

41.      Παραδείγματος χάριν, προκειμένου να συμπεράνει ότι η L. F. Evans εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, το Rechtbank Amsterdam επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, την απόφαση Boukhalfa (22). Ωστόσο, η νομολογιακή γραμμή της οποίας αποτελεί μέρος η απόφαση Boukhalfa (23) αφορά υποθέσεις όπου η εργασία πραγματοποιήθηκε εκτός του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή όπου ήταν τουλάχιστον ασαφές εάν ο τόπος εκπληρώσεως μπορούσε να θεωρηθεί ευρισκόμενος εντός του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

42.      Αντιθέτως, η υπό κρίση υπόθεση έχει ως αντικείμενο έννομη κατάσταση κατά την οποία ο εργαζόμενος αναμφισβήτητα έχει εργαστεί επί του εδάφους της Ένωσης (24). Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν καλείται να επιλέξει μεταξύ της αρχής της εδαφικότητας και της αρχής του «αρκούντως στενού συνδέσμου» με την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως αυτή αναπτύχθηκε στην απόφαση Boukhalfa (25)∙ απλούστατα, η πρώτη αρχή έχει εφαρμογή.

43.      Επομένως, δεν θα ήταν εντελώς ανεδαφική η άποψη ότι, αποκλειστικά βάσει της αρχής της εδαφικότητας, η L. F. Evans υπάγεται στη νομοθεσία κράτους μέλους και, ως εκ τούτου, ο κανονισμός 1408/71 διέπει την κατάστασή της. Προς στήριξη της απόψεως αυτής, θα μπορούσε να γίνει επίκληση της νομολογίας κατά την οποία πολίτης της Ένωσης που εργάζεται σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος καταγωγής του διατηρεί το καθεστώς του εργαζομένου κατά την έννοια του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, εάν καταλαμβάνει θέση εργασίας εντός διεθνούς οργανισμού (όπως ο Ευρωπαϊκός οργανισμός διαστήματος, η Eurocontrol ή ο Ευρωπαϊκός οργανισμός διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας). Τούτο ισχύει, ακόμη και εάν οι διατάξεις περί της εισόδου και της διαμονής του στη χώρα στην οποία εργάζεται διέπονται ειδικώς από διεθνή συμφωνία συναφθείσα μεταξύ του διεθνούς οργανισμού και του κράτους εντός του οποίου αυτός είναι εγκατεστημένος (26).

44.      Ωστόσο, για τους ακόλουθους λόγους, φρονώ ότι η άποψη αυτή δεν είναι ορθή.

45.      Η υπό κρίση υπόθεση έχει ως αντικείμενο μια ειδική έννομη κατάσταση κατά την οποία το διεθνές δίκαιο επιτρέπει στα κράτη διαμονής να εφαρμόσουν —ή να αφήσουν ανεφάρμοστες— τις περί κοινωνικής ασφαλίσεως διατάξεις τους σε προξενικούς υπαλλήλους που είναι μόνιμοι κάτοικοι των κρατών αυτών. Πράγματι, κατά το άρθρο 48, παράγραφος 1, της VCCR, το κράτος διαμονής δεν δύναται γενικώς να απαιτεί από προξενικούς υπαλλήλους αλλοδαπού κράτους να καταβάλλουν εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως (27). Κατά παρέκκλιση, το άρθρο 71, παράγραφος 2, της VCCR προβλέπει ότι προξενικοί υπάλληλοι που είναι μόνιμοι κάτοικοι του κράτους διαμονής απολαύουν ευκολιών, προνομίων και ασυλιών, μόνο στον βαθμό που τους χορηγούνται από το κράτος αυτό.

46.      Επομένως, το διεθνές δίκαιο ούτε απαιτεί ούτε απαγορεύει στα κράτη να εξαιρούν προξενικούς υπαλλήλους που είναι μόνιμοι κάτοικοι, αλλά αφήνει τούτο, ως ζήτημα του εθνικού δικαίου, στη διακριτική τους ευχέρεια αποφάσεως.

47.      Στην υπό κρίση υπόθεση, οι Κάτω Χώρες αρχικώς απήλλαξαν, δυνάμει του διατάγματος του 1976, το σύνολο των προξενικών υπαλλήλων που ήταν μόνιμοι κάτοικοι και δεν είχαν ολλανδική ιθαγένεια από την υποχρέωση καταβολής εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως. Ωστόσο, με την υιοθέτηση της νέας πολιτικής, οι Κάτω Χώρες εξομοίωσαν τους Ολλανδούς προξενικούς υπαλλήλους με τους αλλοδαπούς προξενικούς υπαλλήλους που είναι μόνιμοι κάτοικοι, από την 1η Αυγούστου 1987, απαιτώντας από αμφότερους να καταβάλλουν εισφορές στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως των Κάτω Χωρών.

48.      Καθώς είχε προσληφθεί στο προξενείο των ΗΠΑ πριν από την εν λόγω ημερομηνία, η L. F. Evans δεν είχε υποχρεωτικώς υπαχθεί στο ολλανδικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως.

49.      Εντούτοις —όπως και άλλοι σε παρόμοια κατάσταση— επετράπη στην L. F. Evans να επιλέξει το 1999 την υπαγωγή της στο ολλανδικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, το οποίο και αρνήθηκε. Επέλεξε, επομένως, τη μη υπαγωγή της στο ολλανδικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως∙ ούτε κατέβαλε εισφορές στο σύστημα αυτό. Επιπροσθέτως, λόγω του προνομιακού καθεστώτος της, η L. F. Evans απαλλάχθηκε από την καταβολή φόρων στις Κάτω Χώρες.

50.      Έπεται ότι η L. F. Evans δεν υπαγόταν στη νομοθεσία κράτους μέλους, όσο εργαζόταν στο προξενείο των ΗΠΑ. Επομένως, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο κανονισμός 1408/71 δεν είχε εφαρμογή επ’ αυτής (28), καθώς δεν συνέτρεχε το σύνολο των προβλεπομένων στο άρθρο 2 του κανονισμού αυτού προϋποθέσεων.

51.      Τούτου δοθέντος, δεν είναι δυνατή η αποδοκιμασία του εν λόγω κράτους μέλους επειδή, ασκώντας νομίμως τη διακριτική του ευχέρεια κατά το διεθνές δίκαιο, απαίτησε από τους προξενικούς υπαλλήλους που είναι μόνιμοι κάτοικοι να καταβάλουν εισφορές στο σύστημά του κοινωνικής ασφαλίσεως από την 1η Αυγούστου 1987.

52.      Κατ’ αρχάς, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύεται από τους κανόνες του εθιμικού διεθνούς δικαίου(29), καθώς και ότι το δίκαιο της Ένωσης —περιλαμβανομένου του κανονισμού 1408/71— πρέπει να ερμηνεύεται σε συμφωνία με τους κανόνες αυτούς (30), όπως το άρθρο 71, παράγραφος 2, της VCCR. Τούτο είναι γνωστό στο Δικαστήριο, καθώς έχει ήδη ερμηνεύσει τον κανονισμό 1408/71 υπό το πρίσμα των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου (31). Μολονότι το άρθρο 73 της VCCR (32), το οποίο παραθέτει το αιτούν δικαστήριο, ορίζει ότι κατισχύουν αυτής άλλες διεθνείς συμφωνίες σε ισχύ —όπως οι συνθήκες περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Ένωσης (33) —, η συγκεκριμένη ιεραρχική δομή έχει εφαρμογή μόνο σε περίπτωση συγκρούσεως και δεν απαλλάσσει από την υποχρέωση σύμφωνης με τις διατάξεις της VCCR περί ασυλιών και προνομίων ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης (34). Σε αυτό το πλαίσιο, η έννοια της υπαγωγής στη νομοθεσία κράτους μέλους κατά το άρθρο 2 του κανονισμού 1408/71 πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 71, παράγραφος 2, της VCCR.

53.      Κατά δεύτερον, οποιαδήποτε μεταρρύθμιση —όπως η υιοθέτηση της νέας πολιτικής— συνεπάγεται, εξ ορισμού, μεταβολή του status quo, ως προς το οποίο πρέπει να θεσπίζονται μεταβατικές διατάξεις. Εάν οι κανόνες αυτοί δεν θίγουν κατά τρόπο υπέρμετρο κεκτημένα δικαιώματα, πρέπει να γίνονται δεκτοί.

54.      Τέλος, η εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας εξηρτάτο επί της ουσίας από τη βούληση των ευρισκομένων στην κατάσταση της L. F. Evans προσώπων, καθώς τους επετράπη να επιλέξουν μεταξύ της διατηρήσεως του προνομιακού καθεστώτος τους και της υπαγωγής τους στο ολλανδικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως. Πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί ότι η επιλογή αυτή δεν δύναται να ασκήσει επιρροή επί της νομιμότητας, κατά το διεθνές δίκαιο, της σχετικής διακριτικής ευχέρειας των κρατών.

55.      Απομένει να διευκρινιστεί εάν ως προς τούτο ασκεί κάποια επιρροή το άρθρο 16 του κανονισμού 1408/71, διάταξη στην οποία ρητώς αναφέρθηκε το αιτούν δικαστήριο. Η διάταξη αυτή θεσπίζει έναν ειδικό κανόνα για το προσωπικό που υπηρετεί στις διπλωματικές αποστολές και τις προξενικές υπηρεσίες. Κατά την ορθή ερμηνεία του κανόνα αυτού, εμπίπτουν άπαντες οι πολίτες της Ένωσης που υπηρετούν στις διπλωματικές αποστολές και τις προξενικές υπηρεσίες, περιλαμβανομένων αυτών των αλλοδαπών κρατών, στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71;

56.      Φρονώ ότι τούτο δεν συμβαίνει.

57.      Κατά παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα που τίθεται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1408/71 (το οποίο χορηγεί προτεραιότητα στο κράτος μέλος απασχολήσεως, σε συμφωνία με την αρχή lex loci laboris, έναντι του κράτους μέλους διαμονής ή του κράτους μέλους εγκαταστάσεως του εργοδότη) —κανόνας ο οποίος, κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, ισχύει επίσης για «τα μέλη του προσωπικού που υπηρετεί στις διπλωματικές αποστολές ή τις προξενικές υπηρεσίες και για τους ιδιωτικούς οικιακούς βοηθούς που ευρίσκονται στην υπηρεσία των υπαλλήλων των αποστολών ή υπηρεσιών αυτών»—, το άρθρο 16, παράγραφος 2, επιτρέπει σε ασφαλισμένο πρόσωπο που είναι υπήκοος του «κράτους διαμονής [accrediting State] ή του αποστέλλοντος κράτους» να επιλέξει την εφαρμογή της νομοθεσίας του «κράτους αυτού» (35). Κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 16, παράγραφος 1, πρέπει να ερμηνεύεται συνδυαστικώς προς το άρθρο 16, παράγραφος 2, καθόσον το άρθρο 16, παράγραφος 1, δεν φαίνεται, αυτό καθ’ εαυτό, να ρυθμίζει ζήτημα που δεν εμπίπτει ήδη στο πεδίο εφαρμογής της αρχής lex loci laboris, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο α΄ (36). Σκοπός του άρθρου 16 είναι επομένως η παροχή στον υπηρετούντα διπλωματικό ή προξενικό υπάλληλο της δυνατότητας επιλογής μεταξύ της εφαρμογής του δικαίου του τόπου εργασίας ή εκείνου του τόπου καταγωγής.

58.      Κατόπιν τούτου, το γράμμα της αγγλικής γλωσσικής αποδόσεως του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 δεν καθιστά σαφές εάν η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή μόνο σε υπαλλήλους διπλωματικών αποστολών και προξενικών υπηρεσιών ενός κράτους μέλους της Ένωσης εντός ετέρου κράτους μέλους, ή εάν έχει επίσης εφαρμογή σε υπαλλήλους που εργάζονται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για διπλωματικές αποστολές και προξενικές υπηρεσίες αλλοδαπών κρατών (37). Από τη σύγκριση των διαφορετικών γλωσσικών αποδόσεων προκύπτει, ωστόσο, ότι η δανική, η ολλανδική και η γερμανική απόδοση του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 περιέχουν μια ελαφρώς αποκλίνουσα και σαφέστερη δομή σε σύγκριση με πολλές άλλες αποδόσεις, καθόσον κάνουν λόγο αποκλειστικώς για εργαζομένους που είναι υπήκοοι του κράτους μέλους το οποίο είναι το αποστέλλον κράτος (38). Συνεπώς, ιδίως οι συγκεκριμένες γλωσσικές αποδόσεις καθιστούν σαφές πως το άρθρο 16, παράγραφος 2, δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση που το αποστέλλον κράτος είναι αλλοδαπό κράτος, όπως στην υπό κρίση υπόθεση.

59.      Πάντως, πέραν του γλωσσικού ζητήματος, φαίνεται πως η δομή και ο σκοπός του κανονισμού 1408/71 αποκλείουν τόσο τις σχέσεις εργασίας με πρεσβείες και προξενεία κρατών μελών εγκατεστημένα σε τρίτες χώρες όσο και σχέσεις εργασίας με πρεσβείες και προξενεία αλλοδαπών κρατών εγκατεστημένων στο έδαφος της Ένωσης.

60.      Πράγματι, όσον αφορά τη δομή του κανονισμού 1408/71, στο άρθρο 2 γίνεται αναφορά, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, στη «νομοθεσία ενός ή περισσοτέρων από τα Κράτη μέλη», παρά στη νομοθεσία τρίτων χωρών.

61.      Επιπροσθέτως, τα άρθρα 6 έως 9 του κανονισμού 1408/71, τα οποία περιέχουν κανόνες για τη σχέση μεταξύ του κανονισμού αυτού και ορισμένων διεθνών συνθηκών, θα στερούνταν οποιοδήποτε νόημα, εάν ο κανονισμός (ή ορισμένες διατάξεις του) κρινόταν εφαρμοστέο σε τέτοιες καταστάσεις (39).

62.      Όσον αφορά τον πρωταρχικό σκοπό που επιδιώκει ο κανονισμός 1408/71, αυτός συνίσταται στον συντονισμό των νομοθεσιών κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών εντός της Ένωσης. Τούτο προκύπτει από πλείονες αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού (40). Πρέπει να προσθέσω ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, «οι διατάξεις του κανονισμού 1408/71 σχετικά με τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας αποτελούν ένα σύστημα κανόνων συγκρούσεως, η πληρότητα του οποίου έχει ως αποτέλεσμα να μην έχουν πλέον οι εθνικοί νομοθέτες την εξουσία προσδιορισμού της εκτάσεως και των προϋποθέσεων εφαρμογής της σχετικής εθνικής νομοθεσίας τους όσον αφορά τα πρόσωπα που υπόκεινται σ’ αυτή και το έδαφος εντός του οποίου οι εθνικές διατάξεις παράγουν τα αποτελέσματά τους» (η υπογράμμιση δική μου) (41). Δεν θα είχε οποιοδήποτε νόημα η ερμηνεία του χωρίου αυτού υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει τα νομοθετικά σώματα τρίτων χωρών, επί των οποίων η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει καμία εξουσία. Τούτο επιβεβαιώνεται περαιτέρω από το γεγονός ότι τρίτες χώρες εντάσσονται στο σύστημα συντονισμού των νομοθεσιών κοινωνικής ασφαλίσεως που θεσπίζει ο κανονισμός 1408/71 μόνον εάν υπάρχει ειδική εξουσιοδότηση από τον νομοθέτη της Ένωσης (42).

63.      Η απόφαση Aldewereld φαίνεται ότι επιβεβαιώνει την άποψη ότι το άρθρο 16 του κανονισμού 1408/71 αποσκοπεί στην επίλυση ενός εσωτερικού προβλήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πράγματι, ελλείψει του δικαιώματος επιλογής που θεσπίζει το άρθρο 16, τα κράτη μέλη θα αντιμετώπιζαν δυσχέρειες προσλήψεως μεταξύ των υπηκόων τους οφειλόμενες στην εφαρμογή της νομοθεσίας του κράτους μέλους απασχολήσεως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η νομοθεσία περί κοινωνικών ασφαλίσεων του κράτος μέλους καταγωγής τους θα ήταν ευνοϊκότερη για αυτούς (43). Αντιθέτως, φαίνεται ότι ο σκοπός αυτός δεν ταυτίζεται με τον σκοπό που επιδιώκει το άρθρο 48 της VCCR (44).

64.      Υπ’ αυτό το πρίσμα, η αυτοδίκαιη υπαγωγή του προσωπικού πρεσβειών και προξενείων αλλοδαπών κρατών στο πεδίο συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, όπως ορίζεται στον κανονισμό 1408/71 (ή ακόμη και η απλή θέσπιση σχετικού τεκμηρίου), θα ήταν δύσκολο να συμβιβαστεί με τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 33, παράγραφος 1, της VCDR και στο άρθρο 48, παράγραφος 1, της VCCR.

65.      Συνεπώς, το άρθρο 16 του κανονισμού 1408/71 δεν μεταβάλλει τη θεμελιώδη θέση μου ότι, κατά τη διάρκεια της εργασίας της στο προξενείο των ΗΠΑ, η L. F. Evans δεν υπαγόταν στη νομοθεσία κράτους μέλους και ότι, ως εκ τούτου, ο κανονισμός δεν είχε εφαρμογή. Το γεγονός ότι η L. F. Evans ισχυρίζεται ότι υπήρξε θύμα παράνομης διακρίσεως λόγω ιθαγένειας δεν δύναται, αυτό καθ’ εαυτό, να θέσει το ζήτημα εντός του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού.

66.      Τέλος, όπως ορθά επισημαίνει η Επιτροπή, το γεγονός ότι η L. F. Evans ήταν ασφαλισμένη βάσει ενός συλλογικού συστήματος ασφαλίσεως ασθένειας που είχε δημιουργήσει το προξενείο των ΗΠΑ με μια ολλανδική ασφαλιστική εταιρία είναι άνευ σημασίας, δεδομένου ότι συμβατικές διατάξεις σε καμία περίπτωση δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 (βλ. άρθρο 1, στοιχείο ι΄, του κανονισμού) (45).

67.      Κατόπιν αυτών, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο προδικαστικό ερώτημα 1 την απάντηση ότι τα άρθρα 2 και 16 του κανονισμού 1408/71 έχουν την έννοια ότι ο κανονισμός αυτός δεν έχει εφαρμογή, οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας, σε υπήκοο κράτους μέλους που εργάζεται σε άλλο κράτος μέλος ως μέλος του διοικητικού ή τεχνικού προσωπικού του προξενείου τρίτης χώρας, εάν κατά τη νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής, που έχει θεσπισθεί σε συμφωνία με το άρθρο 71, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Βιέννης περί των προξενικών σχέσεων, το πρόσωπο αυτό δεν υπάγεται στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους υποδοχής.

 Δ —      Προδικαστικό ερώτημα 2: το ζήτημα της δυσμενούς διακρίσεως

68.      Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα έχει υποβληθεί επικουρικώς. Θα το απαντήσω συνοπτικά, σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεν συμμεριστεί την άποψή μου ότι ο κανονισμός 1408/71 δεν έχει εφαρμογή στην κατάσταση που ετέθη υπόψη του αιτούντος δικαστηρίου.

69.      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο επί της ουσίας ζητεί να διευκρινιστεί εάν, δεδομένου του προνομιακού καθεστώτος της και της δηλώσεως της 5ης Δεκεμβρίου 1999, η L. F. Evans μπορεί, στην υπό κρίση υπόθεση, βασίμως να θεωρηθεί θύμα διακρίσεως λόγω ιθαγένειας (46).

70.      Εάν ήθελε κριθεί ότι η L. F. Evans υπαγόταν στη νομοθεσία κράτους μέλους κατά τη διάρκεια της εργασίας της στο προξενείο των ΗΠΑ, τότε, παρομοίως, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, η οποία θεσπίζεται στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ, στο άρθρο 7 του κανονισμού 1612/68, καθώς και στο άρθρο 3 του κανονισμού 1408/71, πρέπει να τύχει εφαρμογής.

71.      Ωστόσο, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, η οποία θεμελιώνεται στις εν λόγω διατάξεις, δεν επιβάλλει μόνο να μην αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό, αλλά και να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο. Τέτοια αντιμετώπιση θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, μόνον αν στηριζόταν σε αντικειμενικά στοιχεία, ανεξαρτήτως της ιθαγένειας των ενδιαφερομένων και αναλόγως προς τον θεμιτώς επιδιωκόμενο σκοπό (47).

72.      Στην υπό κρίση υπόθεση, το αιτούν δικαστήριο επί της ουσίας ζητεί διευκρινίσεις ως προς το εάν το ειδικό καθεστώς της L. F. Evans είναι αρκούντως διαφορετικό, ώστε αυτή να μπορεί να διαφοροποιηθεί από εργαζόμενο στο προξενείο αλλοδαπού κράτους που είναι είτε i) πολίτης της Ένωσης ο οποίος κατέστη μόνιμος κάτοικος των Κάτω Χωρών μετά την 1η Αυγούστου 1987, είτε ii) υπήκοος των Κάτω Χωρών (στο εξής: οι άλλες δύο κατηγορίες προξενικών υπαλλήλων).

73.      Συναφώς, το Svb και η Ολλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι η κατάσταση της L. F. Evans δεν είναι συγκρίσιμη με αυτή των άλλων δύο κατηγοριών προξενικών υπαλλήλων. Επικουρικώς, οι εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία προβάλλουν το επιχείρημα ότι οι διατάξεις που περιέχονται στο διάταγμα του 1976, στο διάταγμα του 1989 και στο διάταγμα του 1998 δεν διακρίνουν μεταξύ προσώπων βάσει ιθαγένειας, καθώς και ότι σε κάθε περίπτωση βασίζονται στο δημόσιο διεθνές δίκαιο.

74.      Φρονώ ότι στην υπό κρίση υπόθεση δεν συντρέχει περίπτωση δυσμενούς διακρίσεως, καθόσον η κατάσταση της L. F. Evans δεν είναι συγκρίσιμη με αυτή των άλλων δύο κατηγοριών προξενικών υπαλλήλων.

75.      Κατά το άρθρο 71, παράγραφος 2, της VCCR, η υπαγωγή της L. F. Evans στο ολλανδικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως διεπόταν από το εθνικό δίκαιο. Σε περίπτωση που το Δικαστήριο ήθελε αποφανθεί ότι ο παράγοντας αυτός δεν δύναται, αυτός καθ’ εαυτόν, να εξαιρέσει την κατάσταση της L. F. Evans από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, θα ήθελα να επισημάνω ότι η κατάσταση της L. F. Evans ήταν αντικειμενικώς διαφορετική, τόσο από πραγματικής όσο και από νομικής απόψεως, από αυτή των άλλων δύο κατηγοριών προξενικών υπαλλήλων.

76.      Πράγματι, η κατάσταση της L. F. Evans διαφέρει από νομικής απόψεως, καθόσον, αντιθέτως προς τις άλλες δύο κατηγορίες προξενικών υπαλλήλων, που ασφαλίζονται υποχρεωτικώς και υποχρεούνται να καταβάλλουν εισφορές στο ολλανδικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, αυτή είχε αρχικώς εξαιρεθεί από το εν λόγω σύστημα και, αργότερα, ήταν σε θέση να επιλέξει η ίδια την υπαγωγή της στο σύστημα αυτό (48). Η κατάσταση της L. F. Evans είναι διαφορετική από πραγματικής απόψεως κατά το ότι, λόγω της νομικής αυτής διαφοράς και της επιλογής στην οποία προέβη, εξακολούθησε μετά τη 17η Νοεμβρίου 1980 να μην καταβάλλει εισφορές στο ολλανδικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως. Επομένως, είναι εύλογο ότι ένας εργαζόμενος στην κατάσταση της L. F. Evans δεν δύναται να έχει τις ίδιες προσδοκίες σχετικά με την κοινωνική ασφάλιση με τις άλλες δύο κατηγορίες προξενικών υπαλλήλων.

77.      Κατόπιν τούτου, εάν το Δικαστήριο ήθελε κρίνει ότι ο κανονισμός 1408/71 έχει εν προκειμένω εφαρμογή, θα πρότεινα να αποφανθεί ότι υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως δεν συντρέχει περίπτωση δυσμενούς διακρίσεως.

78.      Από την άποψη που εξέθεσα στο ως άνω σημείο 76 έπεται ότι, εάν με το προδικαστικό ερώτημα 2β΄ ερωτάται κατά πόσον, υπό το πρίσμα της δηλώσεως της 5ης Δεκεμβρίου 1999, η L. F. Evans υπήρξε θύμα παράνομης διακρίσεως, η απάντηση θα πρέπει να είναι αρνητική. Ωστόσο, εάν με το προδικαστικό ερώτημα 2β΄το αιτούν δικαστήριο καλεί το Δικαστήριο να διευκρινίσει —εφόσον το Δικαστήριο ήθελε κρίνει ότι η κατάσταση της L. F. Evans είναι συγκρίσιμη με αυτή των άλλων δύο κατηγοριών προξενικών υπαλλήλων και αποφανθεί ότι της επιφυλάχθηκε διαφορετική μεταχείριση λόγω της ιθαγένειάς της— εάν η δήλωση της 5ης Δεκεμβρίου 1999 δύναται να άρει την παρανομία μιας τέτοιας καταστάσεως, φρονώ τα εξής.

79.      Οι θεμελιώδεις διατάξεις περί της ελεύθερης κυκλοφορίας εργαζομένων που περιέχονται στη Συνθήκη ΛΕΕ, περιλαμβανομένου του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, είναι διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου από τις οποίες απορρέουν δικαιώματα υπέρ των ιδιωτών, τα οποία τελούν υπό την προστασία των εθνικών δικαστηρίων (49). Οι διατάξεις αυτές ουσιαστικώς αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο της εσωτερικής αγοράς. Συναφώς, θα ήθελα να υπενθυμίσω πως κράτη μέλη έχουν κριθεί υπόλογα ακόμη και για την παράλειψη λήψεως επαρκών μέτρων για τη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας (50). Υπό ορισμένες συνθήκες, ακόμη και ιδιώτες δεσμεύονται από τη θεσπιζόμενη στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ απαγόρευση διακρίσεων λόγω ιθαγένειας (51).

80.      Επιπροσθέτως, η προβλεπόμενη στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ έννοια της «διακρίσεως» είναι μια αντικειμενική έννοια. Κατά το Δικαστήριο, η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγένειας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας (52).

81.      Φρονώ, επομένως, ότι οι υποκειμενικές συνθήκες έχουν μικρή σημασία εν προκειμένω. Ως εκ τούτου, το αν ένα πρόσωπο έχει ή δεν έχει συναινέσει σε μια διάκριση εις βάρος του είναι άνευ σημασίας τόσο για τη συνδρομή όσο και για την άρση της διακρίσεως. Συνεπώς, δεν δύναμαι να αποδεχθώ ότι, λόγω της δηλώσεως της 5ης Δεκεμβρίου 1999, η L.F Evans ενδεχομένως στερήθηκε, δυνάμει της αρχής venire contra factum proprium, το δικαίωμά της να επικαλείται εις βάρος της διάκριση.

82.      Η υιοθέτηση της αντίθετης απόψεως θα ενθάρρυνε τα κράτη μέλη να ασκούν πίεση στους ιδιώτες προκειμένου να συναινέσουν σε παράνομες καταστάσεις και, όπως εξετέθη από την L. F. Evans κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, θα απέτρεπε τους ιδιώτες να ασκούν τα δικαιώματα που ευθέως τους απονέμουν οι περί ελεύθερης κυκλοφορίας διατάξεις της Συνθήκης (53). Συνεπώς, εάν το Δικαστήριο ήθελε κρίνει ότι ο κανονισμός 1408/71 έχει εφαρμογή και αποφανθεί ότι οι επίμαχες ολλανδικές διατάξεις αντίκεινται στην αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, αμφιβάλλω ως προς το κατά πόσον η δήλωση της 5ης Δεκεμβρίου 1999 θα μπορούσε να στερήσει την L. F. Evans από τη δυνατότητα επικλήσεως του δικαιώματος, που ευθέως της απονέμει το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, να μην υφίσταται διακρίσεις εις βάρος της.

IV – Πρόταση

83.      Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Centrale Raad van Beroep (Κάτω Χώρες) ως εξής:

Τα άρθρα 2 και 16 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, έχουν την έννοια ότι ο κανονισμός αυτός δεν έχει εφαρμογή, οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας, σε υπήκοο κράτους μέλους που εργάζεται σε άλλο κράτος μέλος ως μέλος του διοικητικού ή τεχνικού προσωπικού του προξενείου τρίτης χώρας, εάν κατά τη νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής, που έχει θεσπισθεί σε συμφωνία με το άρθρο 71, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Βιέννης περί των προξενικών σχέσεων, της 24ης Απριλίου 1963, το πρόσωπο αυτό δεν υπάγεται στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους υποδοχής.


1 — Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 — Σύμβαση της Βιέννης περί των προξενικών σχέσεων, της 24ης Απριλίου 1963, United Nations — Treaties Series, τόμος 596, σ. 261.


3 —      Η έννοια του «αποστέλλοντος κράτους» αποδίδεται επίσης με τον όρο «κράτος καταγωγής» στις παρούσες προτάσεις.


4 —      Η έννοια του «κράτους διαμονής» αποδίδεται επίσης με τον όρο «κράτος μέλος υποδοχής» στις παρούσες προτάσεις.


5 — United Nations — Treaties Series, τόμος 1413, A‑8638.


6 — Κανονισμός του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33), όπως τροποποιήθηκε.


7 — Κανονισμός του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73), όπως τροποποιήθηκε.


8 — Από τις 25 Νοεμβρίου 1975 μέχρι την 1η Απριλίου 1985, η εν λόγω δυνατότητα προβλεπόταν στο άρθρο 6, παράγραφος 3, του AOW και, μεταξύ της 1ης Απριλίου 1985 και της 1ης Ιουλίου 1998, στο άρθρο 6, παράγραφος 2, του νόμου αυτού. Από την 1η Ιουλίου 1998, η δυνατότητα αυτή προβλέπεται εκ νέου στο άρθρο 6, παράγραφος 3, του AOW.


9 — Besluit uitbreiding en beperking kring verzekerden volksverzekeringen van 19 oktober 1976, Staatsblad 1976, σ. 557, όπως τροποποιήθηκε με το βασιλικό διάταγμα της 7ης Ιουλίου 1982, Staatsblad 1982, σ. 457, καθώς και με το βασιλικό διάταγμα της 20ής Αυγούστου 1984, Staatsblad 1984, σ. 398.


10 — Besluit uitbreiding en beperking kring verzekerden volksverzekeringen van 3 mei 1989, Staatsblad 1989, σ. 164.


11 — Besluit uitbreiding en beperking kring verzekerden volksverzekeringen van 24 december 1998, Staatsblad 1998, σ. 746.


12 — C‑214/94, EU:C:1996:174.


13 — Εκ του οποίου, όπως και η Ολλανδική Κυβέρνηση, συμπεραίνω ότι αυτή ήταν «Ειδικός Προξενικός υπάλληλος» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ε΄, της VCCR.


14 — Σύμβασης της Βιέννης περί των διπλωματικών σχέσεων, συναφθείσα στη Βιέννη την 18η Απριλίου 1961, United Nations — Treaties Series, τόμος 500, σ. 95. Σχετικά με την ετεροδικία πρεσβειών αλλοδαπών κρατών, βλ. απόφαση Mahamdia (C‑154/11, EU:C:2012:491).


15 — Απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου (C‑437/04, EU:C:2007:178, σκέψη 33).


16 — Απόφαση Επιτροπή κατά Hosman-Chevalier (C‑424/05 P, EU:C:2007:367, σκέψη 39) (η υπογράμμιση δική μου). Βλ., επίσης, αποφάσεις Salvador García κατά Επιτροπής (C‑7/06 P, EU:C:2007:724, σκέψεις 51)∙ Herrero Romeu κατά Επιτροπής (C‑8/06 P, EU:C:2007:725, σκέψη 45)∙ SalazarBrier κατά Επιτροπής (C‑9/06 P, EU:C:2007:726, σκέψη 49)∙ και De Bustamante Tello κατά Συμβουλίου (C‑10/06 P, EU:C:2007:727, σκέψη 41).


17 — Βλ. United States Diplomatic and Consular Staff in Tehran (United States v. Iran), Προσωρινά μέτρα, διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 1979 (I.C.J. Reports 1979, σ. 7, σκέψη 40).


18 — Βλ. United States Diplomatic and Consular Staff in Tehran, Απόφαση (I.C.J. Reports 1980, σ. 3, παράγραφος 45).


19 — Χάριν πληρότητας, πρέπει να επισημανθεί ότι η Ολλανδική Κυβέρνηση όχι μόνο αρνείται ότι η L.F. Evans υπάγεται στο ολλανδικό δίκαιο, αλλά και ότι δύναται να χαρακτηριστεί ως «εργαζόμενη» κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού 1408/71, καθώς, κατά την εν λόγω κυβέρνηση, δεν εμπίπτει στον ορισμό του άρθρου 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού αυτού, λόγω του γεγονότος ότι δεν είναι ασφαλισμένη ούτε υποχρεωτικά ούτε προαιρετικά κατά την έννοια του ορισμού αυτού. Ωστόσο, το δεύτερο αυτό ζήτημα είναι άμεσα συνδεδεμένο με το πρώτο και, ως εκ τούτου, δεν θα το εξετάσω περαιτέρω χωριστά.


20 — Στις παρούσες προτάσεις, με τον όρο «αλλοδαπά κράτη» εννοώ τρίτες χώρες.


21 — Η απόφαση Gómez Rivero (C‑211/97, EU:C:1999:275) αφορούσε τη σύζυγο ενός Ισπανού υπηκόου εργαζομένου στο Γενικό Προξενείο της Ισπανίας στο Αννόβερο (Γερμανία) και όχι στο προξενείο μιας τρίτης χώρας.


22 — EU:C:1996:174.


23 — Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Aldewereld (C‑60/93, EU:C:1994:271) και Salemink (C‑347/10, EU:C:2012:17).


24 — Κατά το διεθνές δίκαιο, οι εγκαταστάσεις αλλοδαπής αντιπροσωπείας δεν θεωρούνται τμήμα της εθνικής επικράτειας του εκπροσωπούμενου κράτους∙ βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger στην υπόθεση Boukhalfa (EU:C:1995:381, σημείο 26 και τις εκεί παρατιθέμενες παραπομπές στη βιβλιογραφία). Βλ., επίσης, Ε. Denza., Diplomatic Law. Commentary on the Vienna Convention on Diplomatic Relations, Oxford University Press, New York: 2008 (3η έκδοση), σ. 136 έως 137, καθώς και J. Crawford, Brownlie’s Principles of Public International Law, Oxford University Press, Oxford: 2012 (8η έκδοση), σ. 397.


25 — Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στην υπόθεση Salemink (EU:C:2011:562, σημείο 39, καθώς και σημεία 2 και 38 έως 42 των προτάσεων αυτών).


26 — Βλ. αποφάσεις Echternach και Moritz (389/87 και 390/87, EU:C:1989:130, σκέψεις 11 και 12), καθώς και Schmid (C‑310/91, EU:C:1993:221, σκέψη 20). Βλ., επίσης, Gardella (C‑233/12, EU:C:2013:449, σκέψεις 25 και 26).


27 — Τούτο δεν ταυτίζεται με το να επιτρέπεται σε προξενικούς υπαλλήλους να επιλέξουν την υπαγωγή τους στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους διαμονής, το οποίο είναι δυνατόν, αν το κράτος αυτό το επιτρέπει∙ βλ. άρθρο 48, παράγραφος 4, της VCCR.


28 — Αντιθέτως, βλ. απόφαση Boukhalfa (EU:C:1996:174, σκέψη 16), όπου το Δικαστήριο τόνισε ότι η Ι. Boukhalfa υπαγόταν στο γερμανικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως και ήταν περιορισμένως υποκείμενη στον γερμανικό φόρο εισοδήματος. Ο γενικός εισαγγελέας P. Léger επισήμανε περαιτέρω, στις προτάσεις του στην εν λόγω υπόθεση (EU:C:1995:381, σημείο 5), ότι η Ι. Boukhalfa είχε καταβάλει εισφορές στο επίμαχο σύστημα.


29 —      Βλ. αποφάσεις Racke (C‑162/96, EU:C:1998:293, σκέψη 45), καθώς και Air Transport Association of America κ.λπ. (C‑366/10, EU:C:2011:864, σκέψη 101).


30 — Βλ. απόφαση Poulsen και Diva Navigation (C‑286/90, EU:C:1992:453, σκέψη 9).


31 — Βλ. απόφαση Salemink (EU:C:2012:17, σκέψη 31), όσον αφορά το δίκαιο σχετικά με το νομικό καθεστώς που διέπει την υφαλοκρηπίδα.


32 — Η διάταξη αυτή προβλέπει τα εξής: «1. Αι διατάξεις της [VCCR] δεν θίγουσι τας άλλας εν ισχύι διεθνείς συμφωνίας εις τας σχέσεις μεταξύ των Κρατών, συμβαλλομένων μερών εις τας συμφωνίας ταύτας. 2. Ουδεμία διάταξις της [VCCR] θα ηδύνατο να εμποδίζη τα Κράτη όπως συνάψωσι διεθνείς συμφωνίας, επιβεβαιούσας, συμπληρούσας ή αναπτυσσούσας τας διατάξεις της ή επεκτεινούσας το πεδίον εφαρμογής των».


33 — Πάντως, κατά το σχέδιο κειμένου άρθρων περί των προξενικών σχέσεων, σκοπός του άρθρου 73 «είναι να διευκρινίσει ότι η [VCCR] δεν θίγει διεθνείς συνθήκες ή άλλες συμφωνίες μεταξύ των συμβαλλομένων μερών στο πεδίο των προξενικών σχέσεων και ασυλιών» (η υπογράμμιση δική μου) (Yearbook of the International Law Commission, 1961, τόμος II, σ. 128, για το σχέδιο άρθρου 71).


34 — Συναφώς, θα εφιστούσα την προσοχή στο γεγονός ότι η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι εξοικειωμένη με τις έννοιες των ασυλιών και των προνομίων, καθώς το πρωτογενές δίκαιο, και ειδικότερα τα άρθρα 16 και 17 του πρωτοκόλλου (αριθ. 7) περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιέχει σχετικούς κανόνες.


35 —      Σχετικά με την εν λόγω διάταξη, βλ. απόφαση Gómez Rivero (EU:C:1999:275, σκέψεις 22 έως 23).


36 — Έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα —το οποίο ανακύπτει λόγω των διαφορών μεταξύ των διαφορετικών γλωσσικών αποδόσεων— εάν η L.F. Evans, μια «ειδική προξενικ[ή] υπάλληλος» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ε΄, της VCCR, εμπίπτει στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 16 του κανονισμού 1408/71. Ωστόσο, όπως και η Επιτροπή, θα ήθελα να τονίσω ότι, κατά τα φαινόμενα, ο κανονισμός 1408/71 δεν παρέχει κανένα νομικό έρεισμα για την εφαρμογή των ορισμών της VCCR στο πλαίσιο του άρθρου 16 του εν λόγω κανονισμού. Πρωτίστως, εξάλλου, το ερώτημα εάν η L.F. Evans εμπίπτει στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 16 δεν είναι καθοριστικό, κατά τη γνώμη μου. Παρέλκει, επομένως, η περαιτέρω εξέταση του ζητήματος αυτού.


37 — Στην αγγλική γλώσσα, ο όρος «accrediting State» μπορεί να έχει την έννοια του αποστέλλοντος κράτους (έστω και αν η ανάγνωση αυτή θα σήμαινε ότι το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 περιέχει ταυτολογία). Η ανάγνωση αυτή είναι συνεπής και με άλλες γλωσσικές αποδόσεις, όπως παραδείγματος χάριν με τη γαλλική, στην οποία χρησιμοποιείται ο όρος «l’État membre accréditant» και όχι «l’État membre accréditaire» (βλ. περαιτέρω τις παρατηρήσεις στην και σε σχέση με την επόμενη υποσημείωση).


38 — Η δανική απόδοση: «De i stk. 1 nævnte arbejdstagere, der er statsborgere i den medlemsstat, som den pågældende mission eller det pågældende konsulat repræsenterer […]»∙ η γερμανική απόδοση: «Die in Absatz 1 bezeichneten Arbeitnehmer, die Staatsangehörige des entsendenden Mitgliedstaats sind […]»∙ η ολλανδική απόδοση: «Niettemin mogen de in lid 1 bedoelde werknemers die onderdaan zijn van de Lid-Staat welke zendstaat is […]». Εξάλλου, όπως διαφαίνεται από την προηγούμενη υποσημείωση, η γαλλική απόδοση του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού κάνει λόγο για «l’État membre accréditant» και «l’État membre d’envoi», σε κανένα σημείο όμως για κάποιο αλλοδαπό κράτος.


39 — Ειδικότερα, το άρθρο 6, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1408/71 προβλέπει τα εξής: «Στο πλαίσιο του προσωπικού και του καθ’ ύλη πεδίου εφαρμογής του ο παρών κανονισμός αντικαθιστά, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 7, 8 και 46 παράγραφος 4, οποιαδήποτε σύμβαση κοινωνικής ασφαλίσεως που συνδέει [...] δύο τουλάχιστον Κράτη μέλη και ένα ή περισσότερα άλλα Κράτη, εφ’ όσον πρόκειται για περιπτώσεις, στη ρύθμιση των οποίων δεν καλείται να παρέμβει φορέας ενός από τα τελευταία αυτά Κράτη» (η υπογράμμιση δική μου). Επομένως, η διάταξη αυτή ρητώς διακρίνει μεταξύ των κρατών μελών και των αλλοδαπών κρατών.


40 — Βλ., ειδικότερα, τις αιτιολογικές σκέψεις 2, 4 και 8 του κανονισμού 1408/71.


41 — Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση van Delft κ.λπ. (C‑345/09, EU:C:2010:610, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


42 — Βλ., ως προς το ζήτημα αυτό, αποφάσεις Xhymshiti (C‑247/09, EU:C:2010:698, σκέψεις 31 έως 36)· Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (C‑431/11, EU:C:2013:589, σκέψη 47)∙ και Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (C‑656/11, EU:C:2014:97, σκέψεις 57 έως 59 και 63).


43 — Βλ. απόφαση Aldewereld (EU:C:1994:271, σκέψη 19).


44 — Κατά το σχέδιο κειμένου άρθρων περί των προξενικών σχέσεων, «[η] εξαίρεση [στο άρθρο 48 της VCCR] από τις διατάξεις κοινωνικής ασφαλίσεως βασίζεται σε πρακτικούς λόγους. Εάν οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του μέλος του προσωπικού του προξενείου υπηρετούσε σε προξενεία σε διαφορετικές χώρες, θα έπαυε να υπάγεται στη νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως του αποστέλλοντος κράτους (ασφάλιση ασθένειας, ασφάλιση γήρατος, ασφάλιση αναπηρίας, κ.λπ.), και εάν σε κάθε τέτοια περίπτωση είχε υποχρέωση συμμορφώσεως προς νομοθετικές διατάξεις διαφορετικές από αυτές του αποστέλλοντος κράτους, θα ανέκυπταν σοβαρές δυσχέρειες για τον περί ου πρόκειται λειτουργό ή υπάλληλο. Συνεπώς, συμφέρει το σύνολο των κρατών η εισαγωγή της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο αυτό, προκειμένου τα μέλη του προσωπικού του προξενείου να συνεχίσουν να υπάγονται στην εθνική τους νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως αδιαλείπτως» (η υπογράμμιση δική μου) (Yearbook of the International Law Commission, 1961, τόμος II, σ. 119 έως 120).


45 — Βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση Salemink (EU:C:2012:17, σκέψη 44).


46 — Θα μπορούσα να προσθέσω ότι η διάκριση της οποίας η L.F. Evans ισχυρίζεται ότι υπήρξε θύμα απορρέει παραδόξως από έναν εθνικό κανόνα ο οποίος —τουλάχιστον κατά το διάταγμα του 1976— αρχικώς φαινόταν ότι μάλλον αφορούσε μια κατάσταση αντίστροφης διακρίσεως σε βάρος υπηκόων των Κάτω Χωρών, οι οποίοι γενικώς στερούνταν (και ακόμα στερούνται) τη δυνατότητα να υπαχθούν στο προνομιακό καθεστώς.


47 — Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Garcia Avello (C‑148/02, EU:C:2003:539, σκέψη 31) και Huber (C‑524/06, EU:C:2008:724, σκέψη 75).


48 — Σχετικά με τη δυνατότητα ασφαλισμένων να επιλέξουν τη νομοθεσία στην οποία υπάγονται, βλ., συγκριτικώς, απόφαση Aldewereld (EU:C:1994:271, σκέψη 18), όπου το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η μόνη διάταξη στον τίτλο II του κανονισμού 1408/71 που προβλέπει το δικαίωμα επιλογής που μπορεί να ασκήσει ένας εργαζόμενος είναι το άρθρο 16. Για το ζήτημα αυτό, βλ., επιπλέον, τις προτάσεις μου στην υπόθεση I (C‑255/13, EU:C:2014:178, σημεία 59 έως 61).


49 — Βλ., συναφώς, Brasserie du pêcheur και Factortame (C‑46/93 και C‑48/93, EU:C:1996:79, σκέψη 54).


50 — Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑265/95, EU:C:1997:595, σκέψεις 30 έως 32), καθώς και Schmidberger (C‑112/00, EU:C:2003:333, σκέψη 58).


51—      Βλ. απόφαση Angonese (C‑281/98, EU:C:2000:296, σκέψη 36) και Raccanelli (C‑94/07, EU:C:2008:425, σκέψεις 45 και 46) .


52 — Βλ. Angonese (EU:C:2000:296, σκέψη 29) και Raccanelli (EU:C:2008:425, σκέψη 41).


53 — Βλ. παρομοίως, καίτοι επί ενός εντελώς διαφορετικού ζητήματος, τις κοινές προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στις επί του παρόντος εκκρεμείς υποθέσεις Bero και Bouzalmate (C‑473/13 και C‑514/13) και Pham (C‑474/13), σημεία 190 και 201.