Language of document : ECLI:EU:C:2013:34

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 24ης Ιανουαρίου 2013 (1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑457/11, C‑458/11, C‑459/11 και C‑460/11

Verwertungsgesellschaft Wort (VG Wort)

κατά

KYOCERA Document Solutions Deutschland GmbH κ.λπ.

Canon Deutschland GmbH

Fujitsu Technology Solutions GmbH


Hewlett-Packard GmbH

κατά

Verwertungsgesellschaft Wort (VG Wort)

[αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως του Bundesgerichtshof (Γερμανία)]

«Δικαιώματα δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα στην κοινωνία της πληροφορίας – Διαχρονικά αποτελέσματα της οδηγίας 2001/29/ΕΚ– Δικαίωμα αναπαραγωγής – Εξαιρέσεις ή περιορισμοί – Δίκαιη αποζημίωση – Έννοια της «αναπαραγωγής σε χαρτί ή ανάλογο υλικό φορέα, με τη χρήση οποιουδήποτε είδους φωτογραφικής τεχνικής ή με οποιαδήποτε άλλη μέθοδο που επιφέρει παρόμοια αποτελέσματα» – Αναπαραγωγές μέσω εκτυπωτών ή προσωπικών υπολογιστών – Αναπαραγωγές από ψηφιακή πηγή – Αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται με αλυσίδα συσκευών – Συνέπειες της μη χρήσεως τεχνολογικών μέτρων για την παρεμπόδιση ή τον περιορισμό μη επιτρεπόμενων πράξεων – Συνέπειες της ρητής ή σιωπηρής παραχώρησης άδειας για αναπαραγωγές»





1.        Η οδηγία 2001/29 (2) ορίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη, αναπαραγωγή, με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, του συνόλου ή μέρους των έργων τους. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να προβλέπουν εξαιρέσεις ή περιορισμούς στο δικαίωμα αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως όσον αφορά «την αναπαραγωγή σε χαρτί ή ανάλογο υλικό φορέα, με τη χρήση οποιουδήποτε είδους φωτογραφικής τεχνικής ή με οποιαδήποτε άλλη μέθοδο που επιφέρει παρόμοια αποτελέσματα» και όσον αφορά «αναπαραγωγές σε οποιοδήποτε μέσο που πραγματοποιούνται από φυσικό πρόσωπο για ιδιωτική χρήση και για μη άμεσους ή έμμεσους εμπορικούς σκοπούς», υπό τον όρο ότι οι δικαιούχοι λαμβάνουν δίκαιη αποζημίωση.

2.        Στη Γερμανία, η δίκαιη αποζημίωση επιτυγχάνεται με την επιβολή τέλους σε όσους κατασκευάζουν, εισάγουν ή πωλούν συσκευές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για αναπαραγωγές. Στις παρούσες υποθέσεις των κύριων δικών, το Bundesgerichtshof (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) καλείται να αποφανθεί επί του κατά πόσον πρέπει να επιβληθεί το εν λόγω τέλος σε εκτυπωτές ή προσωπικούς υπολογιστές οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για αναπαραγωγή μόνον όταν είναι συνδεδεμένοι με μία ή περισσότερες άλλες συσκευές, όπως οι σαρωτές, οι οποίες υπόκεινται και αυτές στο ίδιο τέλος. Για τον λόγο αυτό το Bundesgerichtshof υπέβαλε δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία της οδηγίας, προκειμένου να διασαφηνιστεί το ζήτημα αυτό. Ερωτά επίσης με ποιον τρόπο μπορεί η δυνατότητα εφαρμογής τεχνολογικών μέτρων για την αποτροπή ή τον περιορισμό της αντιγραφής (3) και η ρητή ή σιωπηρή χορήγηση άδειας αναπαραγωγής να επηρεάσουν το δικαίωμα για δίκαιη αποζημίωση. Τέλος, ερωτά σχετικά με το διαχρονικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

3.        Τα ερωτήματα αυτά, μολονότι φαίνονται σχετικά απλά εκ πρώτης όψεως, εγείρουν στην πραγματικότητα περίπλοκα ζητήματα σχετικά με τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ της οδηγίας και της γερμανικής νομοθεσίας, καθώς και μεταξύ των διαφόρων διατάξεων των νομοθεσιών αυτών.

 Η νομοθεσία της ΕΕ

 Η οδηγία

4.        Σύμφωνα με το άρθρο 2 της οδηγίας, με τίτλο «Δικαίωμα αναπαραγωγής»:

«Τα κράτη μέλη παρέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει:

α)      στους δημιουργούς, όσον αφορά τα έργα τους·

[…]».

5.        Το άρθρο 5, παράγραφος 2, προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν εξαιρέσεις ή περιορισμούς από το δικαίωμα αναπαραγωγής που προβλέπεται στο άρθρο 2 στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)      αναπαραγωγή σε χαρτί ή ανάλογο υλικό φορέα, με τη χρήση οποιουδήποτε είδους φωτογραφικής τεχνικής ή με οποιαδήποτε άλλη μέθοδο που επιφέρει παρόμοια αποτελέσματα, εκτός από τις παρτιτούρες, υπό τον όρο ότι οι δικαιούχοι λαμβάνουν δίκαιη αποζημίωση·

β)      αναπαραγωγές σε οποιοδήποτε μέσο, που πραγματοποιούνται για ιδιωτική χρήση φυσικού προσώπου και για μη εμπορικούς σκοπούς, υπό τον όρο ότι οι δικαιούχοι λαμβάνουν δίκαιη αποζημίωση που συνεκτιμά την εφαρμογή ή όχι των τεχνολογικών μέτρων του άρθρου 6 στο συγκεκριμένο έργο ή άλλο υλικό·

γ)      ειδικές πράξεις αναπαραγωγής που πραγματοποιούνται από προσιτές στο κοινό βιβλιοθήκες, εκπαιδευτικά ιδρύματα ή μουσεία, ή από αρχεία που δεν αποσκοπούν, άμεσα ή έμμεσα, σε κανένα οικονομικό ή εμπορικό όφελος·

[…]».

6.        Η παράγραφος 3 του άρθρου 5 ορίζει μεταξύ άλλων:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν εξαιρέσεις ή περιορισμούς στα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3 στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)      χρήση χάριν μόνο παραδείγματος κατά τη διδασκαλία ή την επιστημονική έρευνα, εφόσον, όποτε είναι δυνατό, αναφέρεται η πηγή, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος του δημιουργού, και εφόσον δικαιολογείται από τον επιδιωκόμενο μη εμπορικό σκοπό·

[…]

ιδ)      χρήση με παρουσίαση ή διάθεση, με σκοπό την έρευνα ή την ιδιωτική μελέτη, σε μέλη του κοινού μέσω εξειδικευμένων τερματικών στους χώρους των ιδρυμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, στοιχείο γ΄, έργων και άλλου προστατευομένου αντικειμένου που δεν υπόκεινται σε όρους αγοράς ή αδείας, και τα οποία περιέχονται στις συλλογές τους·

[…]».

7.        Οι λοιπές περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3 (4), αφορούν όλες χρήση για μη-εμπορικούς σκοπούς ή, σε γενικές γραμμές, προς το δημόσιο συμφέρον. Η προϋπόθεση ότι οι δικαιούχοι πρέπει να λαμβάνουν δίκαιη αποζημίωση ισχύει μόνο για τις περιπτώσεις του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχεία α΄, β΄ και ε΄ (5), αλλά η αιτιολογική σκέψη 36 του προοιμίου της οδηγίας αναφέρει σαφώς ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν τέτοιου είδους αποζημίωση για οποιαδήποτε ή για όλες τις άλλες προαιρετικές εξαιρέσεις ή περιορισμούς του δικαιώματος αναπαραγωγής (6).

8.        Το άρθρο 5, παράγραφος 5, διευκρινίζει:

«Οι εξαιρέσεις και οι περιορισμοί που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2, 3 και 4 εφαρμόζονται μόνο σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις οι οποίες δεν αντίκεινται στην κανονική εκμετάλλευση του έργου ή άλλου προστατευομένου αντικειμένου και δεν θίγουν αδικαιολογήτως τα έννομα συμφέροντα του δικαιούχου.»

9.        Επισημαίνεται ότι η διάταξη του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας, επονομαζόμενη συνήθως ως «τριπλή προϋπόθεση», επαναλαμβάνει σχεδόν πανομοιότυπα τη διατύπωση του άρθρου 9, παράγραφος 2, της Σύμβασης της Βέρνης (τροποποίηση του 1967) (7), του άρθρου 13 της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ (1994) (8) και του άρθρου 10, παράγραφος 2, της Συνθήκης του ΠΟΔΙ (1996) (9). Στο πλαίσιο της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ, η τριπλή προϋπόθεση έχει ερμηνευθεί από ειδική ομάδα του ΠΟΕ (10). Εν συντομία, η ειδική επιτροπή έκρινε ότι οι τρεις προϋποθέσεις είναι σωρευτικές, ότι η πρώτη προϋπόθεση (ορισμένες ειδικές περιπτώσεις) θέτει ως όρο να ορίζεται σαφώς ο περιορισμός ή η εξαίρεση και να είναι περιορισμένο το περιεχόμενο και η έκτασή τους, ότι η δεύτερη προϋπόθεση (να μην έρχεται σε σύγκρουση η εξαίρεση ή ο περιορισμός με την κανονική εκμετάλλευση) έχει την έννοια ότι η εξαίρεση ή ο περιορισμός δεν πρέπει να επιτρέπει χρήσεις οι οποίες ανταγωνίζονται οικονομικά τους τρόπους με τους οποίους οι δικαιούχοι αποκομίζουν συνήθως οικονομικό όφελος από την εργασία τους, και ότι η τρίτη προϋπόθεση (μη πρόκληση αδικαιολόγητης βλάβης στα νόμιμα συμφέροντα του δικαιούχου) αποκλείει οποιαδήποτε εξαίρεση ή περιορισμό που προκαλεί ή μπορεί να προκαλέσει αδικαιολόγητη απώλεια εσόδων του δικαιούχου.

10.      Το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας ορίζει ως «τεχνολογικά μέτρα», «κάθε τεχνολογία, μηχανισμό ή συστατικό στοιχείο που, με τον συνήθη τρόπο λειτουργίας του, αποσκοπεί στο να εμποδίσει ή να περιορίσει πράξεις, σε σχέση με έργα ή άλλα προστατευόμενα αντικείμενα, μη επιτραπείσες από τον δικαιούχο οποιουδήποτε δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικού δικαιώματος […]. Τα τεχνολογικά μέτρα θεωρούνται “αποτελεσματικά” όταν η χρήση του προστατευόμενου έργου ή άλλου προστατευόμενου αντικειμένου ελέγχεται από τους δικαιούχους μέσω της εφαρμογής διαδικασίας ελέγχου της πρόσβασης ή προστασίας, όπως κρυπτογράφησης, διατάραξης της μετάδοσης ή άλλης μετατροπής του έργου ή άλλου προστατευομένου αντικειμένου, ή προστατευτικού μηχανισμού ελέγχου της αντιγραφής, ο οποίος επιτυγχάνει τον στόχο της προστασίας». Κατ’ ουσία, το άρθρο 6, στο σύνολό του, υποχρεώνει τα κράτη μέλη να παρέχουν στους δικαιούχους κατάλληλη έννομη προστασία από κάθε μέσο καταστρατήγησης των τεχνολογικών μέτρων που εφαρμόζουν οικειοθελώς οι δικαιούχοι ή που ενδεχομένως εφαρμόζονται σύμφωνα με τα μέτρα που λαμβάνουν τα ίδια τα κράτη μέλη.

11.      Το άρθρο 10 της οδηγίας επιγράφεται «Διαχρονική εφαρμογή». Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, οι διατάξεις της οδηγίας εφαρμόζονται σε όλα τα έργα τα οποία στις 22 Δεκεμβρίου 2002 προστατεύονται από τη νομοθεσία των κρατών μελών για την πνευματική ιδιοκτησία και τα συγγενικά δικαιώματα. Το άρθρο 10, παράγραφος 2, ορίζει ότι «η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν θίγει τις πράξεις που έχουν συναφθεί και τα δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί πριν από τις 22 Δεκεμβρίου 2002.»

12.      Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, τα κράτη μέλη έπρεπε να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την οδηγία μέχρι τις 22 Δεκεμβρίου 2002. Κατά το άρθρο 14, η οδηγία άρχισε να ισχύει την ημέρα της δημοσιεύσεώς της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δηλαδή στις 22 Ιουνίου 2001.

 Η απόφαση Padawan

13.      Το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει τις διατάξεις της οδηγίας με σειρά αποφάσεων, από τις οποίες η πλέον σχετική με την παρούσα υπόθεση είναι ίσως η απόφαση στην υπόθεση Padawan (11), η οποία αφορούσε το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29, συχνά αναφερόμενο ως «εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής».

14.      Η υπόθεση Padawan αφορούσε ισπανικό τέλος επιβαλλόμενο στα ψηφιακά μέσα εγγραφής (12), στο πλαίσιο εθνικής εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής και, κατ’ επέκταση, στο πλαίσιο του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας. Το Δικαστήριο δεν ακολούθησε την άποψη της Επιτροπής κατά την οποία, ελλείψει ρητής ρυθμίσεως στην οδηγία περί του τρόπου χρηματοδότησης της δίκαιης αποζημίωσης, απόκειται στα κράτη μέλη να τον καθορίσουν (υπό την επιφύλαξη μόνον των ορίων που θέτουν, ιδίως, τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι γενικές αρχές του δικαίου), ότι, δηλαδή, τα κράτη μέλη υπέχουν υποχρέωση αποτελέσματος και όχι υποχρέωση προβλέψεως των μέσων για την παροχή της αποζημιώσεως (13). Το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτός που κάνει χρήση της εξαίρεσης της ιδιωτικής αντιγραφής, προκαλώντας στον δικαιούχο ζημία για την οποία προβλέπεται δικαίωμα εισπράξεως δίκαιης αποζημίωσης, πρέπει να αποκαταστήσει τη ζημία χρηματοδοτώντας την αποζημίωση (14). Το Δικαστήριο έκρινε, επομένως, ότι υφίσταται αναγκαίος σύνδεσμος μεταξύ της επιβολής του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής στον εν λόγω εξοπλισμό, στις συσκευές και στα υποθέματα ψηφιακής αναπαραγωγής και της χρήσεώς τους για ιδιωτική αναπαραγωγή (15). Ωστόσο, δεδομένης της πρακτικής δυσχέρειας να συνδεθεί το τέλος με την πραγματική χρήση, τα φυσικά πρόσωπα τεκμαίρεται ότι επωφελούνται πλήρως από τις λειτουργίες του εξοπλισμού που έχουν στη διάθεσή τους ως ιδιώτες χρήστες. Επομένως, απλώς και μόνον η δυνατότητα των συσκευών να παραγάγουν αντίγραφα αρκεί για να δικαιολογήσει την επιβολή του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής (16). Εντούτοις, η άνευ διακρίσεως επιβολή του τέλους αυτού σε εξοπλισμό, συσκευές και υποθέματα ψηφιακής αναπαραγωγής που δεν διατίθενται σε ιδιώτες χρήστες και προδήλως προορίζονται για χρήσεις άλλες από την παραγωγή αντιγράφων για ιδιωτική χρήση δεν είναι σύμφωνη προς την οδηγία (17).

 Η σχετική γερμανική νομοθεσία

15.      Το άρθρο 53 του Urheberrechtsgesetz (18) ορίζει ορισμένες περιπτώσεις στις οποίες, κατ’ εξαίρεση από τους συνήθεις κανόνες για τα πνευματικά δικαιώματα, επιτρέπεται η αναπαραγωγή προστατευόμενου υλικού.

16.      Από τις 13 Σεπτεμβρίου 2003 το άρθρο 53, παράγραφος 1, του UrhG επιτρέπει στα φυσικά πρόσωπα να κάνουν ένα αντίγραφο για ιδιωτική χρήση σε οποιοδήποτε υπόθεμα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει άμεσος ή έμμεσος εμπορικός σκοπός και ότι το πρωτότυπο δεν έχει προδήλως παραχθεί παράνομα –εξαίρεση η οποία σε γενικές γραμμές είναι όμοια με εκείνη του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας. Ωστόσο πριν από την ημερομηνία αυτή, η εξαίρεση δεν περιοριζόταν στα φυσικά πρόσωπα. Περαιτέρω, όποιος αναπαράγει αντίγραφα νομίμως για τον εαυτό του μπορεί επίσης να παραγγείλει σε άλλον να κάνει αντίγραφα γι’ αυτόν, εφόσον τούτο γίνεται χωρίς αμοιβή –προϋπόθεση η οποία δεν βρίσκει έρεισμα στην οδηγία– ή, από τις 13 Σεπτεμβρίου 2003, εφόσον η αναπαραγωγή γίνεται σε χαρτί ή ανάλογο υλικό φορέα, με τη χρήση οποιουδήποτε είδους φωτογραφικής τεχνικής ή με οποιαδήποτε άλλη μέθοδο που έχει παρόμοια αποτελέσματα –περίπτωση η οποία απηχεί το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄.

17.      Το άρθρο 53, παράγραφος 2, έχει πολυπλοκότερη δομή. Επιτρέπει σε πρόσωπα (χωρίς να περιορίζεται στα φυσικά πρόσωπα) να αναπαραγάγουν ή να έχουν στην κατοχή τους ένα αντίγραφο από κάθε πρωτότυπο για ιδιωτική χρήση: i) για επιστημονικούς σκοπούς, εφόσον είναι αναγκαίο, ii) για αρχειοθέτηση, εφόσον είναι αναγκαίο, υπό τον όρο ότι το πρωτότυπο ανήκει στον ίδιο, iii) για ενημέρωση όσον αφορά θέματα επικαιρότητας, όταν το πρωτότυπο μεταδόθηκε ραδιοτηλεοπτικώς, και iv) από άρθρα, από αποσπάσματα δημοσιευμένων εργασιών ή από έργα που έχουν εξαντληθεί τουλάχιστον από διετίας. Οι εξαιρέσεις αυτές σαφώς δεν αντιστοιχούν σε καμία από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στην οδηγία: στον βαθμό που δεν περιορίζονται στα φυσικά πρόσωπα, είναι ελαστικότερες από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και στον βαθμό που τίθεται ως όρος η ιδιωτική χρήση, είναι περιοριστικότερες από εκείνες που περιέχονται σε άλλα εδάφια της εν λόγω διάταξης.

18.      Μέχρι την τροποποίηση του UrhG το 2003, δεν προστέθηκαν άλλες προϋποθέσεις στις εξαιρέσεις του άρθρου 53, παράγραφος 2. Με την τροποποίηση του 2003, η υπό το σημείο ii εξαίρεση εξαρτήθηκε από τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: η αναπαραγωγή πρέπει να γίνεται σε χαρτί ή ανάλογο υλικό φορέα, με τη χρήση οποιουδήποτε είδους φωτογραφικής τεχνικής ή με οποιαδήποτε άλλη μέθοδο που έχει παρόμοια αποτελέσματα, πρέπει να είναι αποκλειστικά αναλογική (19) και/ή το αρχείο πρέπει να είναι δημοσίου συμφέροντος και να μην έχει εμπορικό ή οικονομικό σκοπό. Οι υπό τα σημεία iii και iv εξαιρέσεις εξαρτήθηκαν από τουλάχιστον μία από τις δύο πρώτες προϋποθέσεις.

19.      Το άρθρο 53, παράγραφος 3, του UrhG αφορά άρθρα ή αποσπάσματα, μαζί με μικρότερα έργα, και επιτρέπει την αναπαραγωγή για ιδιωτική χρήση (και πάλι, χωρίς να περιορίζεται στα φυσικά πρόσωπα) για εκπαιδευτικούς σκοπούς ή για τους σκοπούς της προετοιμασίας για εξετάσεις, κατ’ ουσίαν σε εκπαιδευτικά ιδρύματα όλων των ειδών. Το περιεχόμενό του φαίνεται να αντιστοιχεί εν μέρει στο άρθρο 5, παράγραφοι 2, στοιχείο γ΄, και 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας.

20.      Κατά το άρθρο 54α, παράγραφος 1, του UrhG, όταν η φύση ενός έργου είναι τέτοια ώστε να είναι αναμενόμενο ότι θα αναπαραχθεί φωτοαντιγραφικά ή με οποιαδήποτε μέθοδο που έχει ανάλογα αποτελέσματα –περίπτωση η οποία απηχεί το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας– για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 53, παράγραφοι 1 έως 3, ο δημιουργός μπορεί να διεκδικήσει «angemessene Vergütung» (20) από τους κατασκευαστές, εισαγωγείς ή διανομείς συσκευών «που προορίζονται για τέτοιες αναπαραγωγές». Κατά το άρθρο 54g, παράγραφος 1, ο δημιουργός μπορεί να ζητήσει πληροφορίες από τα πρόσωπα που υποχρεούνται να καταβάλουν την αμοιβή αυτή. Ωστόσο, βάσει του άρθρου 54h, παράγραφος 1, του UrhG, μόνον εξουσιοδοτημένοι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης δικαιούνται να απαιτήσουν την εν λόγω αμοιβή ή να ζητήσουν την παροχή πληροφοριών.

21.      Σύμφωνα με το άρθρο 54d του UrhG και το παράρτημά του ΙΙ, το τέλος επί των συσκευών που αναφέρονται στο άρθρο 54a, παράγραφος 1, ορίζεται σε ένα ποσό που κυμαίνεται από 38,35 ευρώ σε 613,56 ευρώ, ανάλογα με τον αριθμό των αντιγράφων που μπορούν να γίνουν ανά λεπτό και ανάλογα με το αν υπάρχει δυνατότητα έγχρωμης αναπαραγωγής. Ωστόσο, μπορούν να καθοριστούν διαφορετικά ποσά κατόπιν συμφωνίας.

 Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα υποβληθέντα ερωτήματα

22.      Η Verwertungsgesellschaft Wort (VG Wort) είναι εγκεκριμένη εταιρία συλλογικής διαχείρισης. Έχει την αποκλειστική ευθύνη για την αντιπροσώπευση συγγραφέων και εκδοτών λογοτεχνικών έργων στη Γερμανία. Ως εκ τούτου, δικαιούται να ζητήσει αμοιβή από τους κατασκευαστές, εισαγωγείς ή διανομείς των συσκευών που υπόκεινται στην υποχρέωση καταβολής αμοιβής στους δημιουργούς σύμφωνα με το άρθρο 54α, παράγραφος 1, του UrhGIt. Η VG Wort ζήτησε, εξ ονόματος και για λογαριασμό μιας άλλης εταιρίας συλλογικής διαχείρισης η οποία εκπροσωπεί όσους κατέχουν δικαιώματα σε γραφικά έργα όλων των ειδών, την εν λόγω αμοιβή από τους λοιπούς διαδίκους της κύριας δίκης (στο εξής: προμηθευτές) (21), με την επιβολή ενός τέλους επί εκτυπωτών και/ή των σχεδιογράφων (plotter) (22) που διατέθηκαν στο εμπόριο στη Γερμανία από τις αρχές του 2001 έως τα τέλη του 2007. Τα ποσά που ζητήθηκαν υπολογίστηκαν με βάση τα ποσοστά που συμφωνήθηκαν μεταξύ των δύο εταιριών συλλογικής διαχείρισης και δημοσιεύθηκαν στην Bundesanzeiger (Ομοσπονδιακή Εφημερίδα της Κυβερνήσεως).

23.      Οι προμηθευτές υποστηρίζουν ειδικότερα ότι οι εκτυπωτές και οι σχεδιογράφοι δεν μπορούν μόνοι τους να αναπαραγάγουν κανένα έργο. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αναπαραγωγή έργων μόνον όταν συνδεθούν με συσκευή η οποία χρησιμοποιεί φωτογραφική τεχνική ή άλλη μέθοδο με παρόμοια αποτελέσματα, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα αντίγραφο του έργου. Ως εκ τούτου, η αποζημίωση θα πρέπει να επιβληθεί μόνο στις συσκευές αυτές και όχι στους εκτυπωτές ή στους σχεδιογράφους. Η άποψη αυτή είναι συνεπής με προηγούμενη νομολογία κατά την οποία το Bundesgerichtshof έκρινε ότι, όταν συνδέονται μεταξύ τους συσκευές, όπως ο σαρωτής, ο υπολογιστής και ο εκτυπωτής, για την αναπαραγωγή ενός εγγράφου, η αποζημίωση οφείλεται μόνο για τη συσκευή η οποία πλησιάζει περισσότερο στη φωτογραφική τεχνική – δηλαδή μόνο για τον σαρωτή.

24.      Δύο περαιτέρω ερωτήματα προκύπτουν, κατά την άποψη του εθνικού δικαστηρίου, όσον αφορά τον υπολογισμό της οφειλόμενης αμοιβής. Όταν υφίστανται τεχνολογικά μέτρα για την πρόληψη της αντιγραφής αλλά δεν χρησιμοποιούνται, ή όταν η αντιγραφή έχει επιτραπεί με οποιοδήποτε τρόπο, εξακολουθεί να οφείλεται δίκαιη αποζημίωση όσον αφορά τα εν λόγω πρωτότυπα; Επιπροσθέτως, δεν είναι απολύτως σαφές από ποια ημερομηνία, και σε ποιες περιπτώσεις, πρέπει να συμφωνεί η εθνική νομοθεσία με την οδηγία.

25.      Κατόπιν αυτών, το Bundesgerichtshof ερωτά (23):

«1.      Πρέπει η οδηγία να λαμβάνεται υπόψη, κατά την ερμηνεία του εθνικού δικαίου, ακόμη και όταν τα πραγματικά περιστατικά συνέβησαν μετά την έναρξη της τυπικής ισχύος της οδηγίας στις 22 Ιουνίου 2001, αλλά πριν από την έναρξη της ουσιαστικής ισχύος της στις 22 Δεκεμβρίου 2002;

2.      Αποτελεί η αναπαραγωγή που πραγματοποιείται με τη χρησιμοποίηση εκτυπωτών αναπαραγωγή με τη χρήση οποιουδήποτε είδους φωτογραφικής τεχνικής ή με οποιαδήποτε άλλη μέθοδο που επιφέρει παρόμοια αποτελέσματα, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας;

3.      Ικανοποιούνται οι απαιτήσεις της οδηγίας ως προς τη δίκαιη αποζημίωση που οφείλεται, κατά το άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας, για την επιβολή εξαιρέσεων ή περιορισμών στο δικαίωμα αναπαραγωγής, αν ληφθεί υπόψη το θεμελιώδες δικαίωμα ίσης μεταχείρισης, το οποίο κατοχυρώνεται με το άρθρο 20 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και στις περιπτώσεις στις οποίες οφειλέτες της εύλογης αμοιβής (24) δεν είναι οι κατασκευαστές, εισαγωγείς ή έμποροι των εκτυπωτών, αλλά οι κατασκευαστές, εισαγωγείς ή έμποροι άλλης συσκευής ή άλλων συσκευών που εντάσσονται σε μια αλυσίδα συσκευών κατάλληλων για τέτοιου είδους αναπαραγωγή;

4.      Μήπως η δυνατότητα και μόνο εφαρμογής τεχνολογικών μέτρων κατά το άρθρο 6 της οδηγίας εξαλείφει την προϋπόθεση της δίκαιης αποζημίωσης που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας;

5.      Παύει να ισχύει η προϋπόθεση (άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας) και να υπάρχει η δυνατότητα (βλ. αιτιολογική σκέψη 36 της οδηγίας) δίκαιης αποζημίωσης, όταν οι δικαιούχοι έχουν δώσει ρητά τη συγκατάθεσή τους για την αναπαραγωγή των έργων τους ή όταν προκύπτει βασίμως ότι έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους αυτή;»

26.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η VG Wort, οι προμηθευτές, η Φινλανδία, η Γερμανία, η Ιρλανδία, η Λιθουανία, οι Κάτω Χώρες, η Πολωνία, η Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή. Κατά τη συνεδρίαση της 22ας Οκτωβρίου 2012, η VG Wort, η Fujitsu, η Hewlett Packard, η Kyocera, η Τσεχική Δημοκρατία, η Γερμανία, οι Κάτω Χώρες, η Αυστρία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους.

 Εκτίμηση

27.      Το Bundesgerichtshof καλείται να ερμηνεύσει ορισμένες διατάξεις του UrhG σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας, στον βαθμό που το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει τη σύμφωνη ερμηνεία. Ως εκ τούτου, το Bundesgerichtshof υποβάλλει ένα ερώτημα σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας ratione temporis και τέσσερα ερωτήματα για την ερμηνεία ουσιαστικών διατάξεων. Δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι η οδηγία ίσχυε κατά το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου που καλύπτουν οι διαφορές της κύριας δίκης, θα εξετάσω πρώτα τα ουσιαστικά ζητήματα. Πριν από αυτό, όμως, είναι ίσως χρήσιμο να εξεταστούν ορισμένα γενικά ζητήματα για την οδηγία και τη σχέση της με τη γερμανική νομοθεσία.

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

 Η σχέση μεταξύ του προοιμίου και των διατάξεων της οδηγίας

28.      Χαρακτηριστικό της οδηγίας είναι το μέγεθος του εξαιρετικά λεπτομερούς προοιμίου της, το οποίο είναι κατά περίπου 40 % μεγαλύτερο από το κείμενο των διατάξεών της. Στις παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο έγινε εκτενής αναφορά σε ορισμένες αιτιολογικές σκέψεις του προοιμίου και το Δικαστήριο έχει βασιστεί στις αποφάσεις του σε μεγάλο βαθμό στις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις (25).

29.      Είναι σαφές από το εν λόγω προοίμιο ότι ο νομοθέτης επιδίωξε όχι μόνο να επιτύχει τη μέγιστη δυνατή ομοιομορφία στην εσωτερική αγορά (26), αλλά και να επιτρέψει επίσης την προσαρμογή σε νέες μορφές εκμετάλλευσης, νέες χρήσεις και τεχνολογικές εξελίξεις (27). Είναι, επομένως, δικαιολογημένη μία προσέγγιση στην ερμηνεία της οδηγίας προοδευτική, προσαρμοστική και με σκοπό την εναρμόνιση.

30.      Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι στα κράτη μέλη επαφίεται ένα μεγάλο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας και ότι πολλές πτυχές δεν είναι εναρμονισμένες. Για παράδειγμα, ποιο πρέπει να είναι το ύψος της αποζημίωσης για να θεωρηθεί αυτή δίκαιη και με ποιο τρόπο μπορεί να χρηματοδοτηθεί; Η ύπαρξη και μόνο 20 προαιρετικών εξαιρέσεων ή περιορισμών του δικαιώματος αναπαραγωγής, από τις οποίες οι 17 προβλέπουν περαιτέρω επιλογές για δίκαιη αποζημίωση, όχι μόνο δεν συμβάλλουν στην ομοιομορφία ή στην εναρμόνιση, αλλά ισοδυναμούν σχεδόν με παραίτηση από τους στόχους αυτούς. Όπου ο νομοθέτης έχει σκοπίμως αφήσει στα κράτη μέλη ανοικτές επιλογές, το Δικαστήριο δεν είναι σκόπιμο να τις περιορίσει χάριν μιας μεγαλύτερης εναρμόνισης.

31.      Περαιτέρω, η ασφάλεια δικαίου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για οποιαδήποτε εναρμόνιση της εσωτερικής αγοράς (28), ενώ η προοδευτική, προσαρμοστική προσέγγιση στην ερμηνεία δεν παρέχει μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου. Όταν υπάρχουν αλληλένδετες εξελίξεις τόσο στην πρακτική της τεχνολογίας όσο και στην πρακτική των επιχειρήσεων, το Δικαστήριο, κατά την αναζήτηση μιας ερμηνείας προσαρμοσμένης στις εξελίξεις αυτές, δεν μπορεί να υπερβεί ορισμένα όρια. Από ένα σημείο και μετά, μόνον ο νομοθέτης είναι αρμόδιος να εξασφαλίσει την εξέλιξη αυτή.

32.      Τέλος, θα συνιστούσα προσοχή στη βαρύτητα που μπορεί να δοθεί στο προοίμιο σε σχέση με το διατακτικό της οδηγίας. Είναι αληθές ότι, κατά την ερμηνεία ενός μέτρου, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι λόγοι που οδήγησαν στη λήψη του (29). Υπενθυμίζω, ωστόσο, το σημείο 10 της Διοργανικής Συμφωνίας για τις κοινές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την ποιότητα της διατύπωσης της κοινοτικής νομοθεσίας (30), το οποίο έχει ως εξής: «Οι αιτιολογικές σκέψεις έχουν ως σκοπό τη συνοπτική αιτιολόγηση των βασικών διατάξεων του διατακτικού, χωρίς να αναπαράγεται ή να παραφράζεται το κείμενό τους. Δεν περιέχουν διατάξεις κανονιστικού χαρακτήρα ή πολιτικές επιθυμίες». Μολονότι οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές δεν είναι νομικά δεσμευτικές, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα θεσμικά όργανα που τις εξέδωσαν με κοινή συμφωνία (το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή) τις ακολουθούν κατά τη σύνταξη της νομοθεσίας (31).

 Η σχέση μεταξύ της οδηγίας και της γερμανικής νομοθεσίας

33.      Η οδηγία προστατεύει πρωτίστως το θεμελιώδες δικαίωμα του δημιουργού να επιτρέπει ή να απαγορεύει την αναπαραγωγή των έργων του. Αν και δεν αφορά συμφωνίες παραχώρησης αδειών εκμετάλλευσης, λαμβάνει ως βάση το γεγονός ότι οι δημιουργοί είναι σε θέση να διαπραγματευθούν μία αμοιβή ως αντάλλαγμα για την παραχώρηση άδειας αναπαραγωγής των έργων τους. Η αιτιολογική σκέψη 10 του προοιμίου αναφέρει ότι οι δημιουργοί πρέπει να λαμβάνουν «εύλογη αμοιβή» για τη χρήση των έργων τους (32).

34.      Τα κράτη μέλη μπορούν ωστόσο να προβλέψουν, με εξαντλητική απαρίθμηση, ορισμένες ή όλες τις εξαιρέσεις ή τους περιορισμούς στο δικαίωμα των δημιουργών να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την αναπαραγωγή. Σε τρεις από αυτές τις περιπτώσεις τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίσουν ότι οι δημιουργοί θα λάβουν δίκαιη αποζημίωση για την εν λόγω προσβολή των δικαιωμάτων τους (33) (στις υπόλοιπες περιπτώσεις τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα, αλλά όχι και την υποχρέωση, να προβλέψουν την αποζημίωση αυτή). Από τις τρεις αυτές περιπτώσεις, οι παρούσες αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν κατά κύριο λόγο το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, στο οποίο προβλέπεται εξαίρεση ή περιορισμός για τις αναπαραγωγές «σε χαρτί ή ανάλογο υλικό φορέα, με τη χρήση οποιουδήποτε είδους φωτογραφικής τεχνικής ή με οποιαδήποτε άλλη μέθοδο που επιφέρει παρόμοια αποτελέσματα», και το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, για τις αναπαραγωγές «σε οποιοδήποτε μέσο, που πραγματοποιούνται για ιδιωτική χρήση φυσικού προσώπου και για μη εμπορικούς σκοπούς». Ωστόσο, το τρίτο ερώτημα του Bundesgerichtshof αναφέρεται ρητά στο σύνολο του άρθρου 5, παράγραφοι 2 και 3, στο οποίο απαριθμούνται 20 συχνά επικαλυπτόμενες περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπεται εξαίρεση ή περιορισμός στο δικαίωμα αναπαραγωγής (34), και το βασικό ζήτημα στο πέμπτο ερώτημα (δηλαδή το ζήτημα της άδειας από τους δικαιούχους) είναι ενδεχομένως σχετικό με όλες αυτές τις περιπτώσεις.

35.      Πρέπει να υπομνησθεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφοι 2 και 3, είναι όλες προαιρετικές και ότι η επιλογή συνίσταται σε όλες τις περιπτώσεις στη θέσπιση εξαιρέσεως ή περιορισμού στο δικαίωμα αναπαραγωγής. Ο προαιρετικός χαρακτήρας των εξαιρέσεων ή περιορισμών παρέχει στα κράτη μέλη ορισμένη ελευθερία δράσεως στον τομέα αυτόν, η οποία αντικατοπτρίζεται στο προοίμιο της οδηγίας, ιδίως στις αιτιολογικές σκέψεις 34, 36 έως 40, 51 και 52.

36.      Από τα ανωτέρω συνάγονται ορισμένα συμπεράσματα.

37.      Πρώτον, εξαίρεση ή περιορισμός στο δικαίωμα αναπαραγωγής που υπερβαίνει τις εξαιρέσεις ή τους περιορισμούς που επιτρέπουν οι διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 2 ή 3, δεν συμβιβάζεται με την οδηγία. Ωστόσο, επειδή οι διατάξεις έχουν προαιρετικό χαρακτήρα και η δυνατότητα που παρέχεται αφορά συνήθως τη θέσπιση περιορισμού και όχι εξαιρέσεως, μέτρο μικρότερης εκτάσεως είναι συμβατό με την οδηγία. Για παράδειγμα, το κράτος μέλος δεν μπορεί, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, να θεσπίσει εξαίρεση για όλες τις αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται από φυσικό πρόσωπο σε οποιοδήποτε υπόθεμα, ανεξαρτήτως του σκοπού για τον οποίο έγιναν, διότι έτσι θα διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της εξαίρεσης πέραν του επιτρεπόμενου από την εν λόγω διάταξη ή από οποιαδήποτε άλλη διάταξη. Αντιθέτως, το κράτος μέλος μπορεί, πάντοτε βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, να προβλέψει εξαίρεση για τις αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται από φυσικό πρόσωπο όταν αυτές γίνονται μόνο σε χαρτί και αποκλειστικά για τον σκοπό της προσωπικής μελέτης, δεδομένου ότι το πεδίο εφαρμογής της εξαίρεσης αυτής είναι στενότερο, βρίσκεται όμως εντός των ορίων του επιτρεπόμενου.

38.      Δεύτερον, για την αξιολόγηση της συμβατότητας με την οδηγία εθνικής διατάξεως ή της ερμηνείας της στο εθνικό δίκαιο πρέπει να ληφθεί υπόψη η επικαλυπτόμενη φύση των διαφόρων περιπτώσεων. Η οδηγία δεν απαιτεί να προβλέπονται εθνικές εξαιρέσεις ή περιορισμοί για καθεμία από τις 20 περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3. Η εθνική εξαίρεση ή ο περιορισμός στο δικαίωμα αναπαραγωγής μπορούν, επομένως, να είναι συμβατοί με την οδηγία ακόμη και αν περιλαμβάνουν στοιχεία από δύο ή περισσότερες από τις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 2 ή 3. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι εξαιρέσεις ή οι περιορισμοί δεν πρέπει να υπερβαίνουν το επιτρεπόμενο από τις εν λόγω διατάξεις πλαίσιο, πρέπει να εξασφαλιστεί ότι οι εν λόγω «υβριδικές» εξαιρέσεις δεν θα συνδυάζουν τις προϋποθέσεις με τέτοιο τρόπο ώστε να καλύπτεται περίπτωση που δεν εμπίπτει σε καμία από αυτές που επιτρέπει η οδηγία.

39.      Συναφώς, επισημαίνω ότι οι ορισμοί του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και β΄, οι οποίοι βασίζονται σε αρκετά διαφορετικά –ακόμη και αντίθετα– κριτήρια, στην πράξη επικαλύπτονται σημαντικά όσον αφορά τις πράξεις αναπαραγωγής τις οποίες καλύπτουν. Ενώ ο ορισμός του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, οριοθετείται μόνον από την άποψη των μέσων αναπαραγωγής και του υποθέματος που χρησιμοποιήθηκε, ο ορισμός του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, αναφέρεται αποκλειστικά στην ταυτότητα του προσώπου που προβαίνει σε αναπαραγωγή και στους σκοπούς για τους οποίους γίνεται.

40.      Ως εκ τούτου, εξαίρεση για τις αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται από φυσικό πρόσωπο σε χαρτί ή ανάλογο υλικό φορέα, με τη χρήση οποιουδήποτε είδους φωτογραφικής τεχνικής ή με οποιαδήποτε άλλη μέθοδο που έχει παρόμοια αποτελέσματα, για ιδιωτική χρήση και για μη άμεσους ή έμμεσους εμπορικούς σκοπούς –στην οποία περιλαμβάνονται κατά τον τρόπο αυτόν οι περισσότερες ιδιωτικές φωτοτυπήσεις προστατευόμενου υλικού– θα εμπίπτει είτε σε μία από τις διατάξεις αυτές είτε και στις δύο. Αντιθέτως, αναπαραγωγές που δεν γίνονται από φυσικό πρόσωπο, και για τις οποίες χρησιμοποιούνται άλλα υποθέματα, δεν εμπίπτουν σε καμία από τις διατάξεις αυτές· εξαίρεση που αφορά τις αναπαραγωγές αυτές πρέπει να καλύπτεται από άλλο εδάφιο του άρθρου 5, παράγραφος 2 ή 3, για να είναι συμβατή με την οδηγία.

41.      Οι παράγραφοι 1 έως 3 του άρθρου 53 του UrhG, τις οποίες επικαλέσθηκαν το Bundesgerichtshof και οι διάδικοι ως πρόσφορες για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς, φαίνεται να καλύπτουν τόσο τις επικαλυπτόμενες όσο και τις μη-επικαλυπτόμενες περιοχές του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας. Το Bundesgerichtshof και οι διάδικοι επικαλούνται επίσης, τουλάχιστον εν μέρει, ορισμένες άλλες εξαιρέσεις, όπως εκείνες που αφορούν εκπαιδευτικούς και επιστημονικούς σκοπούς, για τις οποίες η δίκαιη αποζημίωση είναι προαιρετική και όχι υποχρεωτική. Τα άρθρα 54a, πρώτο εδάφιο, και 54d, σε συνδυασμό με το παράρτημα II, επιβάλλουν μια ενιαία κλίμακα τελών σε φωτοτυπικές συσκευές, ή σε άλλες ανάλογες συσκευές, με τις οποίες μπορεί να φωτοτυπηθεί (ή να αναπαραχθεί με παρόμοιο τρόπο) προστατευόμενο υλικό στις περιπτώσεις που ορίζονται στο άρθρο 53, παράγραφοι 1 έως 3 (35). Η έλλειψη παραλληλισμού μεταξύ της οδηγίας και του UrhG καθιστά δυσχερές να εξακριβωθεί αν η ερμηνεία του UrhG είναι σύμφωνη προς την οδηγία. Όταν η εθνική νομοθεσία συνδυάζει διάφορες εξαιρέσεις θα μπορούσε, σε ορισμένες περιπτώσεις, να τεθεί ζήτημα συμβατότητάς της με την οδηγία (προσθέτω ότι η χρήση του όρου «angemessene Vergütung» στο άρθρο 54a, παράγραφος 1, του UrhG, προκαλεί σύγχυση με έννοιες διαφορετικές από την έννοια της «δίκαιης αποζημίωσης», όπως αυτή ορίζεται στην οδηγία (36), και περιπλέκει ακόμη περισσότερο τα πράγματα.)

42.      Ωστόσο, στον βαθμό που το τέλος επιβάλλεται μόνο σε συσκευές που έχουν τη δυνατότητα «αναπαραγωγής σε χαρτί ή ανάλογο υλικό φορέα […] με τη χρήση οποιουδήποτε είδους φωτογραφικής τεχνικής ή με οποιαδήποτε άλλη μέθοδο που έχει παρόμοια αποτελέσματα», οι σχετικές πράξεις αναπαραγωγής εμπίπτουν όλες στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας, ακόμη και αν μερικές από αυτές μπορεί να εμπίπτουν και σε άλλες εξαιρέσεις, όπως οι εξαιρέσεις για την ιδιωτική αντιγραφή. Ως εκ τούτου, για να διασφαλιστεί η συνοχή, οι προϋποθέσεις που διέπουν το τέλος αυτό πρέπει να μην αντιβαίνουν, σε καμία περίπτωση, στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄.

 Η σχέση μεταξύ τέλους και δίκαιης αποζημίωσης

43.      Τα ερωτήματα 4 και 5 αφορούν, σε γενικές γραμμές, τις συνέπειες ορισμένης συμπεριφοράς των δικαιούχων –μη εφαρμογή των διαθέσιμων τεχνολογικών μέτρων για την πρόληψη ή τον περιορισμό της αντιγραφής και έμμεση ή άμεση παραχώρηση άδειας αντιγραφής– επί του δικαιώματός τους δίκαιης αποζημίωσης στις περιπτώσεις που καλύπτεται από εξαίρεση ή περιορισμό θεσπισθέντα βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2 ή 3, της οδηγίας. Τα ζητήματα αυτά εγείρονται σε σχέση με τον υπολογισμό του ποσού του τέλους που επιβάλλεται στις συσκευές για τη χρηματοδότηση αυτής της δίκαιης αποζημίωσης και όχι στο πλαίσιο διαφοράς σχετικά με το δικαίωμα ατομικού δικαιούχου. Τα ερωτήματα, πάντως, εκλαμβάνουν ως δεδομένο ότι τα ποσά που εισπράττονται χρησιμοποιούνται για πληρωμή των δικαιούχων και ότι, ως εκ τούτου, υπολογίζονται με βάση το ποσό της δίκαιης αποζημίωσης που πρέπει να καταβληθεί συνολικά.

44.      Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι σε ορισμένα κράτη μέλη (αν και αυτό δεν συμβαίνει, προφανώς, στη Γερμανία) τα τέλη που επιβάλλονται σε συσκευές και σε άγραφα μέσα αναπαραγωγής χρησιμοποιούνται όχι μόνο για την καταβολή δίκαιης αποζημίωσης στους δικαιούχους, αλλά και για συλλογικούς ή πολιτιστικούς σκοπούς, όπως η προώθηση λογοτεχνικών, μουσικών ή οπτικοακουστικών παραγωγών (37).

45.      Στις υπό κρίση υποθέσεις δεν ετέθη το ζήτημα της σχέσης μεταξύ τελών, δίκαιης αποζημίωσης και συλλογικών ή πολιτιστικών σκοπών, αλλά τέτοιο ερώτημα έχει υποβληθεί από το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) της Αυστρίας σε άλλη αίτηση προδικαστικής παραπομπής που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου (38). Δεν θέλω να προδικάσω την εκτίμηση επί του ζητήματος αυτού, θεωρώ όμως σκόπιμο να ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση των ερωτημάτων της υπό κρίση διαδικασίας. Στον βαθμό που τα τέλη υπολογίζονται με βάση την ανάγκη παροχής δίκαιης αποζημίωσης στους δικαιούχους κατά την έννοια της οδηγίας, ο βαθμός ελευθερίας που μπορούν να έχουν τα κράτη μέλη κατά τον προσδιορισμό του τι αποτελεί δίκαιη αποζημίωση εξαρτάται από το εάν η αποζημίωση περιορίζεται στο να καλύψει τη «βλάβη» που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 35 του προοιμίου της οδηγίας και στις σκέψεις 39 επ. της αποφάσεως Padawan (39) ή εάν μπορεί επίσης να προβλεφθεί μια γενικότερη συμβολή προς το συλλογικό όφελος των δικαιούχων.

46.      Θα εξετάσω τώρα τα ερωτήματα του Bundesgerichtshof, αρχίζοντας με τα τέσσερα ουσιαστικά ερωτήματα.

 Ερώτημα 2: τα κριτήρια του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄

47.      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν στο πλαίσιο του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας η «αναπαραγωγή σε χαρτί ή ανάλογο υλικό φορέα με τη χρήση οποιουδήποτε είδους φωτογραφικής τεχνικής ή με οποιαδήποτε άλλη μέθοδο που έχει παρόμοια αποτελέσματα» περιλαμβάνει και την αναπαραγωγή που πραγματοποιείται με τη χρησιμοποίηση εκτυπωτών ή προσωπικών υπολογιστών (κυρίως στην περίπτωση που αυτά τα δύο συνδυάζονται).

48.      Το ερώτημα αφορά κυρίως τη διάκριση μεταξύ της αναπαραγωγής που πραγματοποιείται από πρωτότυπο «αναλογικό» έγγραφο (κατ’ ουσίαν, από έγγραφο που είναι σε χαρτί ή σε παρόμοιο υλικό φορέα, το οποίο αντιγράφεται με μια διαδικασία «από αναλογικό σε αναλογικό», π.χ., ένα φωτοαντίγραφο) και της αναπαραγωγής από ένα «ψηφιακό» έγγραφο (που υπάρχει σε ηλεκτρονική μορφή και εκτυπώνεται με τη διαδικασία «από ψηφιακό σε αναλογικό», όπως, π.χ., συμβαίνει κατά την εκτύπωση μιας ιστοσελίδας). Εξετάζοντας το ερώτημα αυτό, εφόσον οι αναπαραγωγές αυτές ορίζονται σύμφωνα με τεχνικά κριτήρια, είναι ίσως σκόπιμο να ληφθεί υπόψη ο τρόπος λειτουργίας των εν λόγω συσκευών και μεθόδων (40).

49.      Η φωτογραφία, κατά γενική παραδοχή, συνίσταται στη σύλληψη με οπτικά μέσα μιας συγκεκριμένης οπτικής γωνίας (αυτό που φαίνεται μέσα από τον φακό της φωτογραφικής μηχανής μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή) και στην αποθήκευση του αποτελέσματος με σκοπό τη μετέπειτα αναπαραγωγή της ως εικόνας. Η εικόνα μπορεί να είναι η εικόνα ενός εγγράφου και θα χρησιμοποιήσω τον όρο «εικόνα» για να δηλώσω την αναπαραγωγή κάθε είδους εγγράφων, είτε εγγράφων με κείμενο είτε εγγράφων με γραφικές παραστάσεις.

50.      Στην παραδοσιακή φωτογραφία, το φωτοευαίσθητο αρνητικό φιλμ εκτίθεται στο φως από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία και, αφού εμφανιστεί, χρησιμοποιείται ως φίλτρο για να προβληθεί η αντίστοιχη εικόνα σε φωτοευαίσθητο χαρτί επί του οποίου σχηματίζονται θετικά αντίγραφα. Η εικόνα που συλλαμβάνεται και αναπαράγεται αποτελεί την αναλογική αποτύπωση της οπτικής γωνίας, όπως φαίνεται μέσα από τον φακό.

51.      Η ψηφιακή φωτογραφία δεν καταγράφει την εικόνα σε αναλογική μορφή, αλλά ως ένα πολύ μεγάλο αριθμό εικονοστοιχείων τα οποία διαφέρουν στο χρώμα και στην ένταση. Η ψηφιακή πληροφορία μπορεί στη συνέχεια να μεταφερθεί (με άμεση σύνδεση, συμπεριλαμβανομένης της ασύρματης σύνδεσης, ή μέσω μιας φορητής συσκευής, όπως η κάρτα μνήμης) σε άλλες συσκευές οι οποίες μπορούν να αναπαραγάγουν μία αναλογική εικόνα σε διάφορα είδη υποθεμάτων. Ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές βρίσκονται σήμερα και σε άλλες συσκευές, όπως σε πολλά (ίσως στα περισσότερα) κινητά τηλέφωνα και στους υπολογιστές «ταμπλέτες».

52.      Στα ξηρογραφικά (δηλαδή, στα περισσότερα σύγχρονα) φωτοαντιγραφικά, έντονο φως προβάλλεται σε ένα έγγραφο και αντανακλάται σε ένα ηλεκτροστατικό κύλινδρο που προσελκύει ή απωθεί τόνερ (μελάνη σε σκόνη), ανάλογα με την ένταση του φωτός που πέφτει σε κάθε τμήμα, σχηματίζοντας μία αναλογική εικόνα η οποία στη συνέχεια μεταφέρεται στο χαρτί. Οι διάδικοι που υπέβαλαν παρατηρήσεις δεν αμφισβητούν, ούτε φαίνεται να αμφισβητείται καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ότι η διαδικασία αυτή αποτελεί «φωτογραφική τεχνική» ή «μέθοδο που έχει παρόμοια αποτελέσματα», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας.

53.      Ο σαρωτής συλλαμβάνει μία όψη ενός εγγράφου (επίσης κατόπιν προβολής φωτός) με τη μορφή ψηφιακής πληροφορίας, η οποία μπορεί να μεταφερθεί σε άλλες συσκευές ικανές να την αποθηκεύσουν και/ή να αναπαραγάγουν μια αναλογική εικόνα σε διάφορους τύπους υποθεμάτων.

54.      Ο εκτυπωτής παράγει εικόνες από ψηφιακές πληροφορίες που λαμβάνει από κάποια άλλη πηγή, όπως από έναν υπολογιστή, μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή ή μια φορητή συσκευή μνήμης (για παράδειγμα, μια κάρτα μνήμης, μια USB μνήμη ή ένα CD-Rom). Διαφορετικοί τύποι εκτυπωτών χρησιμοποιούν διαφορετικές διαδικασίες: από μια ψηφιακή πηγή, οι εκτυπωτές λέιζερ παράγουν επί ενός κυλίνδρου μια αναλογική εικόνα, η οποία στη συνέχεια μεταφέρεται στο χαρτί, κατά το πλείστον όπως και στα ξηρογραφικά φωτοαντιγραφικά μηχανήματα, ενώ οι εκτυπωτές ψεκασμού δημιουργούν την εικόνα απευθείας στο χαρτί από την ψηφιακή πληροφορία. Οι περισσότεροι εκτυπωτές παράγουν εικόνες σε διάφορους τύπους χαρτιού. Μερικοί μπορούν να εκτυπώσουν σε άλλα υποθέματα, όπως ύφασμα ή διαφανή μεμβράνη. Οι σχεδιογράφοι είναι, κατ’ ουσίαν, ειδικά σχεδιασμένοι εκτυπωτές για ορισμένες γραφιστικές εφαρμογές. Αρχικά, παρήγαγαν εικόνες με την κίνηση της γραφίδας πάνω από το χαρτί, αλλά μπορούν σήμερα να χρησιμοποιήσουν τεχνικές παρόμοιες με αυτές των άλλων εκτυπωτών.

55.      Ένας σαρωτής και ένας εκτυπωτής, που λειτουργούν συνδεδεμένοι, εκτελούν την ίδια κατά βάση λειτουργία με ένα φωτοτυπικό μηχάνημα. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να απαιτείται για τον σκοπό αυτό να συνδεθούν και οι δύο με έναν υπολογιστή, ενώ σε άλλες περιπτώσεις μπορούν να συνδέονται μεταξύ τους απευθείας ή να μεταφέρεται η πληροφορία από τον έναν στον άλλο με μια φορητή συσκευή μνήμης. Εκτυπωτές πολλαπλών λειτουργιών ή συσκευές όλα-σε-ένα (AIO) συνδυάζουν τις λειτουργίες (μεταξύ άλλων) του σαρωτή, του εκτυπωτή και του φωτοτυπικού μηχανήματος. Έχουν περιορισμένη και εξειδικευμένη μνήμη και ικανότητα επεξεργασίας, ενώ η αντίστοιχη μνήμη και οι ικανότητες ενός υπολογιστή είναι πολύ μεγαλύτερες και λιγότερο εξειδικευμένες.

56.      Η ψηφιακή πληροφορία εικόνας μπορεί να εισαχθεί σε έναν υπολογιστή (άμεσα, από μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή ή έναν σαρωτή, ή έμμεσα, μέσω μιας φορητής συσκευής μνήμης ή μέσω του διαδικτύου) όπου μπορεί να αποθηκευθεί, να υποστεί ενδεχομένως επεξεργασία και να αποσταλεί σε μια περιφερειακή συσκευή (όπως σε μια οθόνη ή σε έναν εκτυπωτή) για να αναπαραχθεί μια αναλογική εικόνα. Η σκαναρισμένη εικόνα αποθηκεύεται συνήθως με τέτοιο τρόπο, ώστε η αναπαραγωγή να είναι μια οπτική αναπαράσταση του πρωτότυπου. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί λογισμικό οπτικής αναγνώρισης χαρακτήρων (OCR) για να μετατραπεί ένα τυπωμένο κείμενο σε ουδέτερη ψηφιακή πληροφορία, από την οποία μπορεί να αναπαραχθεί σε μορφή οπτικά διαφορετική από την αρχική. Ψηφιακή πληροφορία που περιέχει ένα έγγραφο κειμένου ή μια εικόνα γραφικών μπορεί επίσης να δημιουργηθεί σε έναν υπολογιστή χωρίς τη χρήση πρωτότυπης εικόνας, χρησιμοποιώντας ένα πληκτρολόγιο ή ένα ποντίκι μαζί με το κατάλληλο λογισμικό. Όμως, χωρίς περιφερειακά εισαγωγής και εξαγωγής της πληροφορίας, ο υπολογιστής δεν μπορεί από μόνος του να συλλάβει ή να αναπαραγάγει οποιαδήποτε εικόνα.

57.      Οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να αναπαραχθεί μια εικόνα με τη χρήση μίας ή περισσότερων από τις παραπάνω συσκευές μπορούν έτσι να περιγραφούν σχηματικά ως περιλαμβάνουσες ένα στάδιο εισόδου, ένα ενδιάμεσο στάδιο και ένα στάδιο εξόδου. Το στάδιο εισόδου μπορεί να περιλαμβάνει οπτική σύλληψη ενός αναλογικού πρωτοτύπου ή μη-οπτική δημιουργία ενός ψηφιακού πρωτοτύπου. Το ενδιάμεσο στάδιο μπορεί να περιλαμβάνει μία ή περισσότερες λειτουργίες αποθηκεύσεως, μεταφοράς ή επεξεργασίας, σε αναλογική ή σε ψηφιακή μορφή. Το στάδιο εξόδου περιλαμβάνει την παραγωγή μιας εικόνας σε ορατή, αναλογική μορφή (41).

58.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, πώς πρέπει να ερμηνευθεί η «αναπαραγωγή σε χαρτί ή ανάλογο υλικό φορέα με τη χρήση οποιουδήποτε είδους φωτογραφικής τεχνικής ή με οποιαδήποτε άλλη μέθοδο που έχει παρόμοια αποτελέσματα» στο πλαίσιο του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας; Το Bundesgerichtshof ερωτά αν η εν λόγω αναπαραγωγή (δεν πρέπει να λησμονείται ότι δεν περιορίζεται στην ιδιωτική αντιγραφή) περιλαμβάνει την αναπαραγωγή που γίνεται με τη χρήση εκτυπωτών (συμπεριλαμβανομένων των σχεδιογράφων) ή υπολογιστών. Το ερώτημα είναι εάν η αναπαραγωγή αυτή περιλαμβάνει και τα αντίγραφα που έγιναν από ψηφιακή πηγή ή αν περιλαμβάνει μόνο τα αντίγραφα που έγιναν από αναλογικό πρωτότυπο.

59.      Η VG Wort, η Αυστρία, η Τσεχική Δημοκρατία και το Ηνωμένο Βασίλειο εκτιμούν ότι στην έννοια της αναπαραγωγής συμπεριλαμβάνονται και τα αντίγραφα από ψηφιακή πηγή. Η Γερμανία δεν εξετάζει το ζήτημα αυτό. Τα υπόλοιπα κράτη μέλη, η Επιτροπή και οι προμηθευτές έχουν αντίθετη άποψη (προς την οποία φαίνεται να κλίνει και το αιτούν δικαστήριο).

60.      Σε ένα πρώτο επίπεδο, η απάντηση φαίνεται σχετικά απλή.

61.      Εξετάζοντας τον ορισμό συνολικά, έχω τη γνώμη ότι η βασική έννοια της αναπαραγωγής καλύπτει κατά βάση την αντιγραφή από αναλογικό πρωτότυπο σε αναλογικό αντίγραφο χρησιμοποιώντας ένα φωτοτυπικό μηχάνημα –με φωτοαναπαραγωγή– σύμφωνα με τον όρο που χρησιμοποιείται στην αιτιολογική σκέψη 37 του προοιμίου της οδηγίας (42). Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία ουσιαστική διαφορά μεταξύ των αντιγράφων αυτών και εκείνων που γίνονται με τη χρήση, για παράδειγμα, σαρωτή ή ψηφιακής φωτογραφικής μηχανής που συνδέεται με εκτυπωτή (μέσω ενός υπολογιστή ή με άλλο τρόπο), ή μέσω συσκευής ΑΙΟ. Ακόμη και αν η εικόνα διέρχεται από ένα ενδιάμεσο στάδιο ψηφιακής κωδικοποίησης και αποθήκευσης, η είσοδος και η έξοδος παραμένουν αναλογικές, όπως ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση της αντιγραφής με φωτοαντιγραφικό. Η διαφορά της διαδικασίας αυτής από τη διαδικασία αντιγραφής με ξηρογραφικό φωτοαντιγραφικό δεν είναι μεγαλύτερη από τη διαφορά μεταξύ ψηφιακής φωτογραφίας και παραδοσιακής φωτογραφίας. Δεν μπορεί να θεωρηθεί, επομένως, ότι τα αποτελέσματα δεν είναι «παρόμοια», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2001/29.

62.      Συνεπώς, υπολογιστές και εκτυπωτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για αναπαραγωγές, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας. Ωστόσο, το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης βαίνει πέραν αυτού. Εάν η ψηφιακή πληροφορία από την οποία ο εκτυπωτής παράγει το εκτυπωμένο έγγραφο δεν προέρχεται από συνδεδεμένο σαρωτή, αλλά από έναν υπολογιστή, ο οποίος μπορεί να έχει λάβει την πληροφορία από μία απομακρυσμένη πηγή (για παράδειγμα, από μια ιστοσελίδα ή από ένα αρχείο συνημμένο σε ηλεκτρονικό ταχυδρομείο), εμπίπτει η περίπτωση αυτή στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας; Το ερώτημα αυτό σχετίζεται με το τρίτο ερώτημα, το οποίο θέτει το ζήτημα του κατά πόσον είναι ορθό να θεωρηθεί ότι, σε μια αλυσίδα που αποτελείται από σαρωτή, υπολογιστή και εκτυπωτή, ο σαρωτής είναι αυτός που προσιδιάζει σαφώς στη φωτογραφική τεχνική ή στη μέθοδο που έχει παρόμοια αποτελέσματα και ως εκ τούτου μόνον αυτός πρέπει να ληφθεί ως βάση για οποιοδήποτε τέλος που προορίζεται για δίκαιη αποζημίωση των δημιουργών.

63.      Πρώτον, δεν μπορώ να δεχθώ την άποψη που προέβαλε η VG Wort κατά την οποία το αντίγραφο που γίνεται σε ψηφιακό μέσο εγγραφής μπορεί να θεωρηθεί, για τους σκοπούς του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας, ως αναπαραγωγή «σε χαρτί ή ανάλογο υλικό φορέα», διότι μπορεί να χρησιμεύσει ως προηγούμενο στάδιο ή να χρησιμοποιηθεί ως λειτουργικό υποκατάστατο του χαρτιού ή του ανάλογου υλικού φορέα. Η ερμηνεία αυτή δεν λαμβάνει υπόψη την έννοια του «χαρτιού» και του «ανάλογου» και συνεπάγεται ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε υπόθεμα εγγραφής. Κατά την άποψή μου, είναι σαφές ότι ένα υπόθεμα, για να είναι ανάλογο μέσο αναπαραγωγής με το χαρτί, πρέπει να μπορεί να φέρει, και να φέρει πράγματι, φυσική αναπαράσταση η οποία μπορεί να γίνει αντιληπτή και να ερμηνευθεί με τις ανθρώπινες αισθήσεις.

64.      Ωστόσο, για τους σκοπούς του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας, δεν αρκεί η εικόνα που αναπαράγεται από ένα προστατευόμενο πρωτότυπο να γίνει σε «χαρτί ή ανάλογο υλικό φορέα». Θα πρέπει επίσης να γίνει «με τη χρήση οποιουδήποτε είδους φωτογραφικής τεχνικής ή με οποιαδήποτε άλλη μέθοδο που επιφέρει παρόμοια αποτελέσματα». Ο σαρωτής συλλαμβάνει εικόνες χρησιμοποιώντας μια φωτογραφική τεχνική, αλλά δεν μπορεί, από μόνος του, να τις αναπαραγάγει. Ο απλός εκτυπωτής μπορεί να τις αναπαραγάγει, αλλά δεν μπορεί να τις συλλάβει. Και ο υπολογιστής δεν μπορεί, από μόνος του, να κάνει τίποτε από τα δύο, αλλά μπορεί να πραγματοποιήσει μία ενδιάμεση λειτουργία μεταξύ των δύο.

65.      Αν μια αλυσίδα συσκευών, όπως ένας σαρωτής που συνδέεται με έναν εκτυπωτή μέσω ενός υπολογιστή, μπορεί κατ’ αρχήν να θεωρηθεί ότι πραγματοποιεί αναπαραγωγές που εμπίπτουν στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας, μπορεί να λεχθεί το ίδιο και στην περίπτωση που η ψηφιακή πληροφορία που αντιστοιχεί στο προστατευόμενο πρωτότυπο εισάγεται στον υπολογιστή από διαφορετική πηγή (για παράδειγμα, από λήψη από το διαδίκτυο ή από αρχείο συνημμένο σε ηλεκτρονικό ταχυδρομείο) ή υφίσταται επεξεργασία (για παράδειγμα, με λογισμικό αναγνώρισης) με τέτοιο τρόπο, ώστε η εξαγόμενη πληροφορία να μην είναι πανομοιότυπη με το πρωτότυπο;

66.      Η πρώτη μου παρατήρηση επ’ αυτού είναι ότι οι περιπτώσεις αυτές προφανώς δεν καλύπτονται από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως, υπό τη συνήθη έννοιά του. Ούτε εξάλλου προκύπτει από το ιστορικό της θεσπίσεως του νόμου ότι εξετάστηκε ποτέ το ενδεχόμενο να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως πέραν της σφαίρας της φωτοαναπαραγωγής, όπως αυτή νοείται συνήθως, ή να ληφθούν υπόψη (σε αντίθεση με το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, που αναφέρεται στη χρήση τεχνολογικών μέτρων) οι μελλοντικές τεχνολογικές εξελίξεις στη φωτοαναπαραγωγή.

67.      Δεύτερον, το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας, δεδομένου ότι αποτελεί εξαίρεση από τον γενικό κανόνα του άρθρου 2 που παρέχει αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής στους δημιουργούς, πρέπει κατ’ αρχήν να ερμηνεύεται στενά.

68.      Τρίτον, το άρθρο 5, παράγραφος 5, πρέπει σαφώς να ερμηνεύεται περιοριστικά και όχι διασταλτικά (43). Η σημασία του για το υπό εξέταση ζήτημα φαίνεται ακόμη μεγαλύτερη δεδομένου ότι, από όλες τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς που επιτρέπονται σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, μόνον οι εξαιρέσεις και οι περιορισμοί του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, μπορούν να καλύψουν αναπαραγωγές που γίνονται για εμπορικούς σκοπούς. Εξετάζοντας συγκεκριμένα την τριπλή προϋπόθεση του άρθρου 5, παράγραφος 5, η ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, κατά τρόπον ώστε να μην επιβάλλεται κανένας περιορισμός ως προς τη φύση του εγγράφου από το οποίο πραγματοποιείται η αναπαραγωγή, αποκλείεται να πληροί το πρώτο κριτήριο της τριπλής προϋπόθεσης κατά το οποίο εξαιρέσεις και περιορισμοί μπορούν να προβλέπονται μόνο σε «ορισμένες ειδικές περιπτώσεις» –στην πράξη, οποιαδήποτε αναπαραγωγή (εκτός από την αναπαραγωγή μουσικής παρτιτούρας) σε χαρτί ή ανάλογο υλικό θα ενέπιπτε στην εξαίρεση. Στον βαθμό που οι εν λόγω αναπαραγωγές δεν περιορίζονται, όσον αφορά τον αριθμό τους ή τον σκοπό για τον οποίο γίνονται, θα υπάρχει επιπλέον σημαντικά αυξημένη πιθανότητα σύγκρουσης με την κανονική εκμετάλλευση του έργου και με τα νόμιμα συμφέροντα του δημιουργού, και, ως εκ τούτου, με το δεύτερο και τρίτο κριτήριο της τριπλής προϋπόθεσης.

69.      Συνεπώς, θα συμφωνήσω με την πλειοψηφία των απόψεων που προβλήθηκαν στο Δικαστήριο, ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας καλύπτει μόνον την αντιγραφή από αναλογικό πρωτότυπο σε αναλογικό αντίγραφο. Η λέξη «φωτογραφική» καθιστά αναγκαία την οπτική είσοδο για την εισαγωγή ενός αναλογικού πρωτοτύπου και η προϋπόθεση υπάρξεως χαρτιού ή άλλου ανάλογου υλικού φορέα στην έξοδο σημαίνει ότι το αποτέλεσμα πρέπει επίσης να είναι αναλογικό. Εάν υποστηριχθεί ότι η φράση «[με οποιαδήποτε άλλη μέθοδο] επιφέρει παρόμοια αποτελέσματα» σημαίνει απλώς ότι «το αποτέλεσμα της [μεθόδου] είναι παρόμοιο με το αποτέλεσμα που θα μπορούσε να επιτευχθεί με φωτογραφική τεχνική», τούτο θα σήμαινε ότι η λέξη «φωτογραφική» δεν έχει καμία σημασία –οποιαδήποτε αναπαραγωγή σε χαρτί ή σε παρόμοιο υλικό φορέα μπορεί να περιγραφεί ως «παρόμοια» με εκείνη που επιτυγχάνεται με φωτογραφική τεχνική. Κατά τη γνώμη μου, ως αποτελέσματα παρόμοια με εκείνα της φωτογραφικής τεχνικής πρέπει να θεωρηθούν τα αποτελέσματα εκείνα που είναι παρόμοια με τα αποτελέσματα της τεχνικής εξεταζόμενης στο σύνολό της. Πρέπει να υπάρχει μία αναπαραγωγή ορατή στον φυσικό κόσμο. Και, εκτός από τη σαφή διατύπωση της διατάξεως αυτής, η έννοια της αντιγραφής από αναλογικό πρωτότυπο σε αναλογικό αντίγραφο γίνεται εμφανής από τη χρήση της λέξης «φωτοαναπαραγωγή» στην αιτιολογική σκέψη 37 του προοιμίου, καθώς και στις προπαρασκευαστικές εργασίες (44), και επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι αναφορές στην ψηφιακή αντιγραφή περιορίζονται στη σφαίρα της ιδιωτικής αντιγραφής (στην αιτιολογική σκέψη 38 και, με την αναφορά των «τεχνολογικών μέτρων», στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας).

70.      Η VG Wort ανησυχεί για το ότι, εάν το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας ερμηνευθεί ως καλύπτον μόνο την αντιγραφή από αναλογικό σε αναλογικό, μία μεγάλης κλίμακας αντιγραφή προστατευόμενου ψηφιακού υλικού δεν θα υπόκειται σε κανένα τέλος προοριζόμενο για την παροχή δίκαιης αποζημίωσης στους δημιουργούς. Είναι αληθές ότι, βάσει της ερμηνείας που υποστηρίζω, η αντιγραφή από ψηφιακό σε αναλογικό δεν δημιουργεί την υποχρέωση παροχής δίκαιης αποζημίωσης, εκτός εάν η αντιγραφή δεν γίνεται από φυσικό πρόσωπο για ιδιωτικούς και μη εμπορικούς σκοπούς, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας. Τούτο διότι η αντιγραφή αυτή δεν εμπίπτει σε καμία από τις περιπτώσεις για τις οποίες μπορεί να προβλεφθεί εξαίρεση ή περιορισμός βάσει της οδηγίας. Πρέπει, επομένως, να αποτελέσει αντικείμενο είτε συμπεφωνημένης αμοιβής είτε διαδικασίας για την καταβολή αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας, στο πλαίσιο του αποκλειστικού δικαιώματος αναπαραγωγής που αποτελεί τον γενικό κανόνα της οδηγίας. Η λύση αυτή φαίνεται δικαιολογημένη αν ληφθεί υπόψη ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας, στο μέτρο που δεν συμπίπτει με το πεδίο εφαρμογής των άλλων επιτρεπόμενων εξαιρέσεων ή περιορισμών στο δικαίωμα αναπαραγωγής, περιορίζεται ουσιαστικά σε αναπαραγωγές για άλλους σκοπούς εκτός της ιδιωτικής αντιγραφής ή για χρήσεις που άπτονται του δημοσίου συμφέροντος –εν ολίγοις, το συγκεκριμένο πεδίο εφαρμογής περιορίζεται μάλλον σε αναπαραγωγές για σκοπούς άμεσα ή έμμεσα εμπορικούς. Αντίθετα, δεν μου φαίνεται δικαιολογημένο, λαμβανομένης υπόψη της αυστηρής, αν όχι συσταλτικής, ερμηνείας, να στερούνται οι δημιουργοί από το αποκλειστικό δικαίωμά τους αναπαραγωγής όσον αφορά ένα σημαντικό τμήμα αντιγραφών που γίνονται για τους σκοπούς αυτούς.

71.      Καταλήγω επομένως στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας έχει την έννοια ότι περιορίζεται στην αντιγραφή από αναλογικό σε αναλογικό, και ότι δεν περιλαμβάνει την αντιγραφή από ψηφιακό σε αναλογικό. Ωστόσο, κατέληξα επίσης στο συμπέρασμα ότι η έννοια της αντιγραφής από αναλογικό σε αναλογικό δεν είναι τόσο στενή ώστε να αποκλείει μεθόδους οι οποίες περιλαμβάνουν ένα ενδιάμεσο ψηφιακό στάδιο –για παράδειγμα, όταν ένα σκαναρισμένο έγγραφο αποθηκεύεται σε έναν υπολογιστή ή ένα ψηφιακά φωτογραφημένο έγγραφο μεταφέρεται σε έναν υπολογιστή μέσω κάρτας μνήμης, πριν εκτυπωθεί σε συνδεδεμένο εκτυπωτή– δηλαδή, αντιγραφή από αναλογικό σε ψηφιακό και πάλι σε αναλογικό.

72.      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει διάκριση της τελευταίας αυτής κατηγορίας (η οποία κατά την άποψή μου εμπίπτει στον ορισμό του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας) από την απλή αντιγραφή από ψηφιακό σε αναλογικό (η οποία, κατά την άποψή μου, δεν εμπίπτει). Ψηφιακά έγγραφα που προέρχονται από αναλογικό πρωτότυπο μπορούν να αποθηκευτούν σε υπολογιστή και στη συνέχεια να εκτυπωθούν σε συνθήκες που απέχουν πολύ από αυτό που θεωρείται συνήθως ως φωτοαναπαραγωγή –για παράδειγμα, όταν ένα σκαναρισμένο πρωτότυπο αποστέλλεται σε μια ιστοσελίδα από κάποιον και στη συνέχεια λαμβάνεται από το διαδίκτυο στον υπολογιστή ενός άλλου. Οι περιπτώσεις αυτές δεν εμπίπτουν, κατά την άποψή μου, στον ορισμό του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, έστω και αν η διαδικασία στο σύνολό της θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αντιγραφή από αναλογικό σε ψηφιακό και πάλι σε αναλογικό. Αν θεωρηθεί ότι εμπίπτουν, θα υπάρχει ο κίνδυνος να μην πληρούται το πρώτο κριτήριο της τριπλής προϋπόθεσης του άρθρου 5, παράγραφος 5, καθόσον ο ορισμός θα διευρυνθεί τόσο, ώστε δεν θα μπορεί να θεωρηθεί ότι περιορίζεται σε «ορισμένες ειδικές περιπτώσεις».

73.      Προκειμένου να προβώ στην απαραίτητη διάκριση, το κριτήριο των «μεταβατικών ή παρεπόμενων» πράξεων αντιγραφής που χρησιμοποιείται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως έρεισμα, καθώς είναι σαφές ότι η αποθήκευση ενός ψηφιακού αντιγράφου σε έναν σκληρό δίσκο ή σε άλλη συσκευή μνήμης, ενώ μπορεί να είναι απλώς ένα ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ της εισόδου (σάρωσης ή φωτογράφησης) και της εξόδου (εκτύπωσης), δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «μεταβατική» (45).

74.      Ως εκ τούτου, κατά τη γνώμη μου, το πεδίο εφαρμογής της εξαίρεσης ή του περιορισμού που επιτρέπεται από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας, μολονότι συμπεριλαμβάνει τις περιπτώσεις αντιγραφής από αναλογικό σε αναλογικό οι οποίες περιέχουν ένα ενδιάμεσο ψηφιακό στάδιο, έχει την έννοια ότι αποκλείονται οι περιπτώσεις στις οποίες η διαδικασία δεν διεξάγεται από το ίδιο πρόσωπο ούτε στο πλαίσιο της ίδιας πράξης.

 Ερώτημα 3: αναπαραγωγές μέσω αλυσίδας συσκευών

75.      Εάν οι καλυπτόμενες αναπαραγωγές περιλαμβάνουν (όπως πιστεύω) και αυτές που γίνονται με τη χρήση εκτυπωτών ή υπολογιστών, τίθεται το ερώτημα αν μπορεί να εισπραχθεί τέλος για την παροχή δίκαιης αποζημίωσης –λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της ίσης μεταχείρισης– από τους κατασκευαστές, εισαγωγείς ή διανομείς όχι μόνο των εκτυπωτών ή των υπολογιστών, αλλά και ενός ή περισσότερων άλλων προϊόντων μιας αλυσίδας συσκευών με τις οποίες μπορούν να γίνουν οι σχετικές αναπαραγωγές.

76.      Το τρίτο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου έχει διατυπωθεί έτσι, ώστε να χρειάζεται να δοθεί απάντηση σε αυτό μόνον εάν δοθεί καταφατική απάντηση στο δεύτερο ερώτημα –το οποίο αφορά μόνον το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας. Το ερώτημα αναφέρεται, ωστόσο, σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες το κράτος μέλος επέλεξε, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2 ή 3, να εφαρμόσει μια εξαίρεση ή έναν περιορισμό στο δικαίωμα αναπαραγωγής, παρέχοντας ταυτόχρονα δίκαιη αποζημίωση στους δικαιούχους. Ωστόσο, όπως έχω επισημάνει (46), η επιβολή του συγκεκριμένου εθνικού τέλους ουδόλως υπερβαίνει τα όρια που καθορίζονται από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, ενώ μπορεί βεβαίως να εμπίπτει και σε άλλα εδάφια της ίδιας παραγράφου λόγω του ευρύτερου πεδίου εφαρμογής του. Ως εκ τούτου, προκειμένου να διασφαλιστεί εφαρμογή συνεπής τόσο με το εθνικό δίκαιο όσο και με την οδηγία, είναι απαραίτητο να δοθεί απάντηση που να στηρίζεται ιδίως στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄.

77.      Το βασικό ζήτημα ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου είναι το κατά πόσον είναι συμβατή με την οδηγία, όπως ισχυρίζονται οι προμηθευτές, η προηγούμενη νομολογία του Bundesgerichtshof, κατά την οποία, για την αντιγραφή από αναλογικό πρωτότυπο σε αναλογικό αντίγραφο χρησιμοποιώντας μια αλυσίδα συσκευών (για παράδειγμα, σαρωτή, υπολογιστή και εκτυπωτή), το τέλος πρέπει να επιβληθεί μόνο στη συσκευή που μπορεί να παραγάγει εικόνα του πρωτότυπου εγγράφου (στο παράδειγμα, ο σαρωτής), ή το κατά πόσον πρέπει να επιβληθεί το τέλος σε όλες τις συσκευές της αλυσίδας, ανάλογα με τον βαθμό στον οποίο χρησιμοποιούνται, όπως υποστηρίζει η VG Wort. Το Bundesgerichtshof εκφράζει την ανησυχία ότι ένα τέλος επιβαλλόμενο σε όλες τις συσκευές θα παραβίαζε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, δεδομένου ότι είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ο βαθμός στον οποίο χρησιμοποιούνται κατά την αναλογική αντιγραφή οι προσωπικοί υπολογιστές και οι εκτυπωτές. Η VG Wort, αντιθέτως, θεωρεί ότι ο προσδιορισμός δεν είναι δύσκολος και ότι η επιβολή του τέλους μόνο στους σαρωτές, και όχι στους υπολογιστές και στους εκτυπωτές, θα έχει ως αποτέλεσμα να γίνουν απαγορευτικά ακριβοί οι σαρωτές, επιτρέποντας ταυτόχρονα να γίνονται αναπαραγωγές από ψηφιακή πηγή χωρίς καμία συμβολή στη δίκαιη αποζημίωση για τους δημιουργούς.

78.      Με την απόφαση στην υπόθεση Padawan (47), το Δικαστήριο δέχθηκε ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό του τρόπου οργάνωσης της δίκαιης αποζημίωσης, ότι η εν λόγω αποζημίωση οφείλεται κατά κύριο λόγο στους δημιουργούς που υφίστανται ζημία από τη θέσπιση της εξαιρέσεως για την ιδιωτική αντιγραφή από τα πρόσωπα που παράγουν αντίγραφα βάσει της εν λόγω εξαίρεσης, αλλά ότι είναι θεμιτό να επιβάλλεται τέλος για τον σκοπό αυτό σε όσους παράγουν αντίγραφα για άλλους ή σε όσους διαθέτουν εξοπλισμό, συσκευές ή μέσα για τον σκοπό αυτό, με το σκεπτικό ότι το τέλος μπορεί να προστεθεί στην τιμή πώλησης. Εάν οι αρχές αυτές έχουν εφαρμογή στο πλαίσιο του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, τότε πρέπει, κατά την άποψή μου, να έχουν επίσης εφαρμογή και στο πλαίσιο του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄.

79.      Το Δικαστήριο έκρινε, όμως, περαιτέρω ότι η άνευ διακρίσεως επιβολή του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής, ιδίως σε εξοπλισμό, συσκευές καθώς και υποθέματα ψηφιακής αναπαραγωγής που δεν διατίθενται σε ιδιώτες χρήστες και προδήλως δεν προορίζονται για παραγωγή αντιγράφων για ιδιωτική χρήση, δεν είναι σύμφωνη με το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας, μολονότι, αφ’ ης στιγμής ο επίμαχος εξοπλισμός διατέθηκε στα φυσικά πρόσωπα για ιδιωτικούς σκοπούς, δεν χρειάζεται να αποδειχθεί ότι τα πρόσωπα αυτά όντως παρήγαγαν ιδιωτικά αντίγραφα και προξένησαν έτσι ζημία στον δημιουργό του προστατευόμενου έργου (48). Επομένως, το τέλος μπορεί να επιβληθεί σε εξοπλισμό, συσκευές ή υποθέματα όχι βάσει της πραγματικής χρήσης για την αναπαραγωγή προστατευόμενου υλικού, αλλά βάσει της δυνητικής χρήσης και η επιβολή του πρέπει να αποκλείεται όταν αποκλείεται οποιαδήποτε χρήση αυτού του είδους. Εκ νέου, φαίνεται ότι το ίδιο πρέπει να ισχύει στην περίπτωση αναλογικής αντιγραφής που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄.

80.      Συνεπώς, λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που πρότεινα να δοθεί στο δεύτερο ερώτημα, πρέπει, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί θεμιτή η επιβολή τέλους στην κατασκευή, εισαγωγή ή πώληση όχι μόνο συσκευών όπως τα φωτοτυπικά μηχανήματα και οι συσκευές AIO με τις οποίες μπορούν να γίνουν αντιγραφές από αναλογικό σε αναλογικό χωρίς τη χρήση άλλων συσκευών, αλλά και συσκευών οι οποίες, ενώ δεν έχουν τη δυνατότητα μόνες τους, μπορούν όμως, συνδεόμενες μεταξύ τους σε σειρά, να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή τέτοιων αντιγράφων.

81.      Στον βαθμό που το τέλος αυτό επιβάλλεται βάσει της οδηγίας, και επομένως κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ, τα κράτη μέλη, κατά την άσκηση των επιλογών που διαθέτουν, οφείλουν να τηρούν τις γενικές αρχές της εν λόγω νομοθεσίας (49).

82.      Στην περίπτωση που επιβάλλεται τέλος σε μια αλυσίδα συσκευών, η επιβάρυνση κάθε συστατικού της αλυσίδας με το ίδιο τέλος που βαρύνει μια αυτόνομη συσκευή, όπως το φωτοτυπικό μηχάνημα, φαίνεται να μη συμβιβάζεται με την αρχή της ίσης μεταχείρισης ή της αναλογικότητας –και με την έννοια της δίκαιης αποζημίωσης ή της ισορροπίας μεταξύ δικαιούχων και χρηστών (50). Η προσέγγιση αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα να υποχρεωθεί ο χρήστης να καταβάλει πολύ διαφορετικά ποσά για δίκαιη αποζημίωση ανάλογα με την επιλογή του εξοπλισμού, γεγονός που όχι μόνο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «δίκαιο», αλλά ενδέχεται και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των προμηθευτών των διαφόρων συσκευών.

83.      Ως εκ τούτου, η προσέγγιση της VG Wort περί επιμερισμού του τέλους μεταξύ των συσκευών δεν φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, ασυμβίβαστη με την οδηγία. Επίσης, η επιβολή του τέλους σε μία μόνο συσκευή στην αλυσίδα φαίνεται να συνάδει, εκ πρώτης όψεως, με την οδηγία. Όμως, τα θέματα είναι περισσότερο περίπλοκα, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη η αρχή της ίσης μεταχείρισης που μνημονεύει το Bundesgerichtshof.

84.      Πρώτον, πρέπει οπωσδήποτε να συγκεντρωθούν στατιστικά στοιχεία για την κατά μέσο όρο χρήση των φωτοτυπικών μηχανημάτων ή των συσκευών AIO για την αναπαραγωγή προστατευόμενου υλικού και μόνο βάσει των στοιχείων αυτών μπορεί να υπολογιστεί οποιοδήποτε τέλος (ή τουλάχιστον οποιοδήποτε τέλος από αυτά που εξετάζονται στην απόφαση Padawan) επί των συσκευών αυτών προοριζόμενο για την παροχή δίκαιης αποζημίωσης στους δημιουργούς. Ωστόσο, πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον τα στοιχεία αυτά μπορούν να ισχύουν για μια αλυσίδα συσκευών, όπως αυτή που αποτελείται από σαρωτή, υπολογιστή και εκτυπωτή. Δεν φαίνεται πολύ πιθανό να έχει η αλυσίδα αυτή ως κύριο σκοπό της την αντιγραφή από αναλογικό σε αναλογικό, εφόσον για τον σκοπό αυτό είναι καταλληλότερες οι συσκευές AIO και τα φωτοαντιγραφικά. Εάν πάλι χρησιμοποιείται για τον σκοπό αυτό, η χρήση αυτή περιορίζεται μάλλον στο συγκεκριμένο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας και όχι στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, εφόσον τα λοιπά πρόσωπα εκτός των φυσικών προσώπων ή όσοι προβαίνουν σε παραγωγή αντιγράφων για εμπορικούς σκοπούς είναι πιθανότερο να επιλέξουν λιγότερο επαχθείς μεθόδους αντιγραφής από αναλογικό σε αναλογικό –δηλαδή, την φωτοαντιγραφή ή ίσως κάποιο είδος όφσετ εκτύπωσης. Επομένως, για την εν λόγω αντιγραφή, από άποψη πραγματικής χρήσης (δηλαδή στατιστικού μέσου όρου), είναι δύσκολο να εξομοιωθεί μια αλυσίδα τριών συσκευών από τις οποίες η καθεμία εκτελεί μέρος της διαδικασίας με μία μόνο συσκευή η οποία εκτελεί ολόκληρη τη διαδικασία.

85.      Δεύτερον, μολονότι ο σαρωτής, ο προσωπικός υπολογιστής και ο εκτυπωτής μπορούν να χρησιμοποιηθούν από κοινού για την παραγωγή αντιγράφων από αναλογικό σε αναλογικό, η συσκευή εισόδου δεν είναι πάντοτε ο σαρωτής. Για τον σκοπό αυτό μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι τοποθετημένες σε άλλες συσκευές. Αν επιβληθεί τέλος στους σαρωτές (είτε αναλογικά με τη συμμετοχή τους στην αλυσίδα είτε με άλλο τρόπο), τίθεται τότε το ερώτημα αν το τέλος αυτό πρέπει να επιβληθεί και σε άλλες ισοδύναμες συσκευές εισόδου.

86.      Τρίτον, η αλυσίδα των τριών συσκευών στις οποίες αναφέρεται το Bundesgerichtshof μπορεί επίσης να αποτελείται (και το πιθανότερο είναι να χρησιμοποιείται έτσι) από δύο ζεύγη συσκευών –σαρωτή και υπολογιστή, υπολογιστή και εκτυπωτή– καθένα από τα οποία μπορεί να παραγάγει αντίγραφα που δεν συνιστούν αντιγραφή από αναλογικό σε αναλογικό και, συνεπώς, δεν εμπίπτουν, σύμφωνα με την απάντηση που προτείνω να δοθεί στο δεύτερο ερώτημα, στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας. Στον βαθμό που η χρήση αυτή εμπίπτει στις λοιπές εξαιρέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 2 ή 3, είναι σαφές ότι το τέλος για την παροχή δίκαιης αποζημίωσης μπορεί να δικαιολογείται –δεδομένου ότι δεν πρόκειται στην περίπτωση αυτή για τέλος με σκοπό την παροχή δίκαιης αποζημίωσης για αντιγραφή από αναλογικό σε αναλογικό (αναπαραγωγή με φωτοτυπίες ή με άλλη διαδικασία που έχει παρόμοια αποτελέσματα, κατά τα οριζόμενα στον UrhG).

87.      Τέταρτον, όσον αφορά τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται το τέλος, όπως περιγράφεται λεπτομερώς στο παράρτημα II του UrhG, δύσκολα γίνεται αντιληπτό πώς μπορούν να εφαρμοστούν τα κριτήρια του αριθμού των αντιγράφων ανά λεπτό και της έγχρωμης αναπαραγωγής σε μια αλυσίδα συσκευών, είτε το τέλος επιβάλλεται σε όλη την αλυσίδα είτε επιμερίζεται σε καθεμία συσκευή, εκτός εάν, στη δεύτερη περίπτωση, η συσκευή αυτή είναι ο εκτυπωτής.

88.      Επομένως, προκύπτουν διάφορες δυσκολίες όσον αφορά το ζήτημα που πρέπει να επιλυθεί στο πλαίσιο της κύριας δίκης. Προέρχονται κυρίως από το γεγονός ότι πολλές από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας συμπίπτουν, καθώς επίσης από το γεγονός ότι το επίμαχο γερμανικό τέλος παρουσιάζει το μειονέκτημα να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής πολλών από τις εξαιρέσεις αυτές. Επίσης, οι δυσκολίες είναι αποτέλεσμα του κατηγορηματικού χαρακτήρα της προσεγγίσεως του Δικαστηρίου στην απόφαση Padawan, η οποία μπορεί να μην έγινε αμέσως εμφανής στο πλαίσιο εκείνης της υποθέσεως.

89.      Με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν ότι υφίστατο i) αναγκαίος σύνδεσμος μεταξύ της πράξεως της αντιγραφής και της υποχρέωσης χρηματοδότησης της δίκαιης αποζημίωσης για τους δικαιούχους, ii) τεκμήριο ότι οι συσκευές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για αντιγραφή χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτόν και iii) απαγόρευση επιβολής τέλους στις συσκευές που σαφώς δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης εξαίρεσης που επιτρέπεται από την οδηγία (51).

90.      Η άποψη αυτή ήταν, πιστεύω, ευκολότερο να στηριχθεί στο πλαίσιο της αποφάσεως Padawan από ότι είναι στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Ειδικότερα, η απόφαση Padawan αφορούσε μόνον την εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας καθώς και συσκευές και υποθέματα προοριζόμενα κυρίως για αντιγραφή τα οποία μπορούσαν να εμπίπτουν στην εν λόγω εξαίρεση. Στη διαφορά της κύριας δίκης και στο σκεπτικό του Δικαστηρίου στην απάντηση που έδωσε στα υποβληθέντα ερωτήματα υποκρυπτόταν η παραδοχή (αναμφίβολα δικαιολογημένη υπό τις συνθήκες εκείνες) ότι υφίσταται σαφής διάκριση μεταξύ της ιδιωτικής αντιγραφής, η οποία εμπίπτει στον ορισμό του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και της επαγγελματικής αντιγραφής, η οποία δεν εμπίπτει. Οι παρούσες υποθέσεις, ωστόσο, αφορούν τέλος που αποσκοπεί στη χρηματοδότηση της δίκαιης αποζημίωσης σε ορισμένες ασθενώς αλληλεπικαλυπτόμενες εξαιρέσεις, πολλές από τις οποίες μπορεί να μην εμπίπτουν στον ορισμό του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, αν και όλες εμπίπτουν στον ορισμό του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄. Επιπλέον, ζητείται η επιβολή του εν λόγω τέλους σε συσκευές που προορίζονται και πράγματι χρησιμοποιούνται για σκοπούς που καλύπτουν περιπτώσεις ευρύτερες από αυτές που ορίζονται στις εν λόγω εξαιρέσεις και οι οποίες χρησιμοποιούνται συχνά υπό διαφορετικούς συνδυασμούς που δεν αντιστοιχούν στην κοινή περιοχή αλληλεπικάλυψης χωρίς να υπάρχει κανένας σαφής τρόπος προσδιορισμού, κατά την αγορά της συσκευής, των χρήσεων για τις οποίες θα χρησιμοποιηθεί.

91.      Αν η προσέγγιση που ακολουθείται στην απόφαση Padawan υιοθετηθεί στο σύνολό της, πιστεύω ότι μπορεί να χρειαστεί να περιοριστεί στις εθνικές εξαιρέσεις που εμπίπτουν αποκλειστικά στον ορισμό του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας, καθώς και στα τέλη σε συσκευές ή υποθέματα τα οποία μπορούν να διαφοροποιηθούν αναλόγως της χρήσεώς τους για ιδιωτική ή μη-ιδιωτική αντιγραφή. Όσον αφορά το επίμαχο στην παρούσα υπόθεση τέλος, φρονώ ότι μπορεί να χρειάζεται μια λιγότερο κατηγορηματική προσέγγιση, η οποία θα παρέχει περισσότερη διακριτική ευχέρεια στα κράτη μέλη.

92.      Θα συμφωνήσω με την Επιτροπή και την Kyocera ότι, ενώ η δίκαιη αποζημίωση κατά την έννοια της οδηγίας προορίζεται αναμφίβολα για την αντιστάθμιση της ζημίας που προκαλείται από τις πράξεις αναπαραγωγής τις οποίες αδυνατούν να ελέγξουν οι δημιουργοί λόγω των εξαιρέσεων ή των περιορισμών στο δικαίωμα αναπαραγωγής, από κανένα σημείο της οδηγίας δεν προκύπτει ότι η αποζημίωση αυτή πρέπει να χρηματοδοτείται πάντοτε από εκείνους που πραγματοποιούν πράξεις αναπαραγωγής. Εφόσον, βέβαια, η χρηματοδότηση αυτή δεν μπορεί να αποκλειστεί, το ζήτημα του κατά πόσον συνιστά την καταλληλότερη προσέγγιση μπορεί να εξαρτάται από τις συγκεκριμένες συνθήκες της κάθε εξαίρεσης ή του κάθε περιορισμού. Όταν πράγματι συνιστά την καταλληλότερη προσέγγιση, το ζήτημα του κατά πόσον το τέλος επί των συσκευών αντιγραφής ή επί των υποθεμάτων είναι το καταλληλότερο μέσο για την εξασφάλιση της χρηματοδότησης μπορεί επίσης να εξαρτάται από τις συγκεκριμένες συνθήκες. Για παράδειγμα, το τέλος επί των άγραφων DVD μπορεί να αποτελεί το καταλληλότερο μέσο για την παροχή δίκαιης αποζημίωσης για την ιδιωτική αντιγραφή ταινιών, ενώ, στο πλαίσιο της εξαίρεσης από τη φωτοαντιγραφή, το τέλος επί του λευκού χαρτιού ενδέχεται να είναι λιγότερο κατάλληλο από το τέλος επί των φωτοτυπικών μηχανημάτων. Στην περίπτωση άλλων εξαιρέσεων –για παράδειγμα, παράθεση αποσπασμάτων με σκοπό την άσκηση κριτικής ή παρουσίασης, ή η χρήση με σκοπό τη γελοιογραφία, την παρωδία ή τη μίμηση– μπορεί κάλλιστα να μην αποτελεί στοιχείο επί του οποίου θα μπορούσε να επιβληθεί λυσιτελώς τέλος.

93.      Υπό το πρίσμα του είδους των δυσχερειών που εξέθεσα ανωτέρω, φρονώ ότι το εθνικό δικαστήριο μπορεί να εξετάσει το επίμαχο τέλος λεπτομερέστερα από ότι το Δικαστήριο της Ένωσης. Το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο υπολογίζεται το τέλος σε σχέση με τα φωτοτυπικά μηχανήματα και σε ποιον βαθμό μπορεί ο υπολογισμός αυτός να εφαρμοστεί σε μία αλυσίδα συσκευών οι οποίες, συνδυαζόμενες μεταξύ τους, μπορούν να παραγάγουν παρόμοια αντίγραφα, παρ’ όλο που καμία συσκευή της εν λόγω αλυσίδας δεν μπορεί από μόνη της να παραγάγει αντίγραφα και κάθε μεμονωμένη συσκευή χρησιμοποιείται συνήθως για άλλους σκοπούς. Το εθνικό δικαστήριο πρέπει επίσης να εξετάσει αν η επιβολή του τέλους σε μια τέτοια αλυσίδα συσκευών ή σε μεμονωμένες συσκευές της εν λόγω αλυσίδας εξασφαλίζει την ισορροπία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων μεταξύ των δικαιούχων και των χρηστών. Όσον αφορά την αρχή της ίσης μεταχείρισης, η οποία αποτελεί το κύριο μέλημα του Bundesgerichtshof, πρέπει κατά τη γνώμη μου να εξεταστεί ειδικότερα η πτυχή της ίσης μεταχείρισης και από την πλευρά των αγοραστών των εν λόγω συσκευών (και κάθε άλλης συσκευής με ανάλογες ιδιότητες) και όχι μόνο από την πλευρά των εισαγωγέων ή των διανομέων, δεδομένου ότι η επιβολή του τέλους επιβαρύνει τελικώς τους αγοραστές.

 Ερώτημα 4: τεχνολογικά μέτρα για την καταπολέμηση της μη επιτρεπόμενης αντιγραφής

94.      Όσον αφορά την ιδιωτική αντιγραφή, το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας επιβάλλει να παρέχεται στους δικαιούχους δίκαιη αποζημίωση που συνεκτιμά την εφαρμογή ή όχι των τεχνολογικών μέτρων (52) στο συγκεκριμένο προστατευόμενο υλικό. Τα τεχνολογικά μέτρα είναι αυτά που αποβλέπουν στο να εμποδίσουν ή να περιορίσουν πράξεις που δεν επιτρέπει ο δικαιούχος και θεωρούνται αποτελεσματικά όταν η χρήση του προστατευόμενου υλικού ελέγχεται με κωδικό πρόσβασης ή με διαδικασία προστασίας (όπως η κρυπτογράφηση ή η κωδικοποίηση) ή με μηχανισμό ελέγχου της αντιγραφής. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η δυνατότητα εφαρμογής των μέτρων αυτών –σε αντίθεση με την πραγματική εφαρμογή τους– αρκεί για να καταστήσει ανίσχυρη την προϋπόθεση της δίκαιης αποζημίωσης του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄.

95.      Στο πλαίσιο των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικών διατάξεων, το ερώτημα αυτό έχει σημασία για τον υπολογισμό του τέλους (βάσει του προσδιορισμού όσων δικαιούνται να λάβουν δίκαιη αποζημίωση) (53).

96.      Ωστόσο, θα τονίσω και πάλι ότι οι διατάξεις αυτές αφορούν τέλος που εφαρμόζεται σε πράξεις αναπαραγωγής, οι οποίες εμπίπτουν εν μέρει μόνο στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας, η οποία είναι η μόνη εξαίρεση που επιβάλλει να ληφθεί υπόψη η εφαρμογή ή η μη εφαρμογή τεχνολογικών μέτρων. Επιπλέον, οι εν λόγω πράξεις, εάν η απάντηση που προτείνω να δοθεί στο δεύτερο ερώτημα είναι ορθή, περιορίζονται σε αντιγραφή από αναλογικό σε αναλογικό. Είναι αληθές ότι μπορούν να ληφθούν ορισμένα μέτρα για να καταστήσουν την αντιγραφή δυσχερή (54), αλλά τα μέτρα αυτά χρησιμοποιούνται σε μεγάλο βαθμό για την καταπολέμηση της πλαστογράφησης επίσημων εγγράφων ή για την προστασία του επιχειρηματικού απόρρητου και όχι για την προστασία υλικού από την αντιγραφή. Τα τεχνολογικά μέτρα τα οποία αφορά η οδηγία, ειδικότερα, είναι εκείνα που εμποδίζουν ή περιορίζουν την αναπαραγωγή από ψηφιακές πηγές. Παραδείγματος χάριν, ένα έγγραφο μπορεί να κλειδωθεί έτσι, ώστε να μπορεί να ανοιχτεί σε υπολογιστή προς ανάγνωση σε μορφή που δεν επιτρέπει οποιαδήποτε αποθήκευση ή εκτύπωση χωρίς κωδικό πρόσβασης. Οι χρήστες μπορούν να προμηθευθούν τον κωδικό πρόσβασης μετά την εγγραφή στον ιστότοπο του δικαιούχου, αφού συμφωνήσουν με ορισμένους όρους και καταβάλουν αμοιβή.

97.      Κατά συνέπεια, αμφιβάλλω αν η απάντηση στο τέταρτο ερώτημα έχει σημασία για το επίμαχο τέλος στην υπόθεση της κύριας δίκης. (Δεν συμφωνώ, ωστόσο, με την πρόταση της Fujitsu ότι δεν έχει σημασία, διότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, δεν αφορά αναπαραγωγές σε «οποιοδήποτε μέσο», αλλά μόνο σε «ηχητικά, οπτικά ή οπτικοακουστικά αναλογικά/ψηφιακά μέσα εγγραφής», όπως ήταν η αρχική διατύπωση της πρότασης της Επιτροπής, η οποία τροποποιήθηκε από το Συμβούλιο «με σκοπό» απλώς «την απλοποίηση της διατύπωσης» (55). Η οδηγία χρησιμοποιεί τις λέξεις «οποιοδήποτε μέσο» και δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο αντίθετο προς τη σαφή σημασία τους. Εν πάση περιπτώσει, το χαρτί είναι στην πραγματικότητα ένα «οπτικό αναλογικό μέσο εγγραφής», έστω και αν λίγοι θα το περιέγραφαν έτσι). Εντούτοις, παρά τις αμφιβολίες μου, θα εξετάσω το ερώτημα όπως υποβλήθηκε.

98.      Εκτός της απόψεως της Fujitsu, η οποία υποστηρίζει ότι το ερώτημα είναι αλυσιτελές, οι προτεινόμενες απαντήσεις διακρίνονται σε τρεις κύριες ομάδες. Η Hewlett Packard, η Kyocera, η Λιθουανία, οι Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρούν ότι η απλή δυνατότητα χρησιμοποιήσεως «τεχνολογικών μέτρων» για την προστασία ενός έργου επαρκεί για να αποκλειστεί η απαίτηση παροχής δίκαιης αποζημίωσης όσον αφορά τις αναπαραγωγές του έργου. Η Ιρλανδία έχει σε γενικές γραμμές την ίδια άποψη, αλλά τάσσεται υπέρ μιας κατά περίπτωση προσέγγισης. Αντίθετα, η VG Wort, η Γερμανία, η Πολωνία και η Επιτροπή θεωρούν ότι μόνο η πραγματική χρήση των μέτρων αυτών θα πρέπει να έχει αυτό το αποτέλεσμα. Η Ισπανία και η Φινλανδία, αφετέρου, θεωρούν ότι η οδηγία δεν είναι επαρκώς σαφής και ότι το ζήτημα αυτό πρέπει να κριθεί από τα κράτη μέλη. (Όλα τα μέρη φαίνεται να συμφωνούν, ωστόσο, ότι εφόσον εφαρμόζονται πράγματι τεχνολογικά μέτρα δεν υφίσταται δικαίωμα για δίκαιη αποζημίωση.)

99.      Τα επιχειρήματα υπέρ της πρώτης άποψης βασίζονται κυρίως στις αιτιολογικές σκέψεις 35 και 39 του προοιμίου της οδηγίας, οι οποίες αναφέρονται στην ανάγκη να ληφθούν υπόψη, αντίστοιχα, ο «βαθμός χρήσης των μέτρων τεχνολογικής προστασίας» και των τεχνολογικών εξελίξεων, «εφόσον υπάρχουν αποτελεσματικά τεχνολογικά μέτρα προστασίας». Επισημάνθηκε, επίσης, ότι οι δικαιούχοι, εάν μπορούσαν να αξιώσουν αποζημίωση απλώς και μόνον επειδή δεν επέλεξαν να εφαρμόσουν τα μέτρα αυτά, δεν θα ενθαρρύνονταν να προστατεύουν ή να ασκούν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας τους, σύμφωνα με τον κύριο στόχο της οδηγίας, αλλά θα μπορούσαν να αρκούνται σε ένα γενικό τέλος από το οποίο θα τους παρέχεται αποζημίωση, ενδεχομένως άσχετη με την πραγματική ζήτηση για το υλικό τους. Ορισμένοι διάδικοι αναφέρονται σε ένα σχέδιο εγγράφου εργασίας της Επιτροπής (56) που φαίνεται ότι στηρίζει την άποψη αυτή. Υπογραμμίζουν, επίσης, τη διαπίστωση του Δικαστηρίου στην απόφαση Padawan (57), ότι η δίκαιη αποζημίωση πρέπει να θεωρηθεί ως αποσκοπούσα στην αντιστάθμιση της ζημίας του δημιουργού και επί της βάσεως αυτής πρέπει να υπολογίζεται. Όταν ο δικαιούχος διαθέτει ένα ψηφιακό αντίγραφο του έργου του και δεν προσπαθεί να το προστατεύσει από την αντιγραφή με τεχνολογικά μέσα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπέστη ζημία, εάν αυτό αντιγραφεί.

100. Οι υποστηρίζοντες την αντίθετη άποψη τονίζουν ειδικότερα τη σαφή χρήση των λέξεων «εφαρμογή ή όχι» του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας, καθώς και την αναφορά του άρθρου 6, παράγραφος 3, σε «αποτελεσματικά» τεχνολογικά μέτρα (58), οι οποίες, αμφότερες, φαίνεται να αποκλείουν τη συνεκτίμηση της δυνατότητας εφαρμογής των τεχνολογικών μέτρων.

101. Κατανοώ την έλξη που ασκεί μια πολιτική βάσει της οποίας ο δικαιούχος που επιτρέπει στο κοινό να έχει πρόσβαση στο έργο του, χωρίς να εφαρμόζει τα διαθέσιμα μέσα για τον έλεγχο της αντιγραφής σύμφωνα με το δικαίωμα αναπαραγωγής, το οποίο αποτελεί το πρωταρχικό δικαίωμα στην οικονομία της οδηγίας, πρέπει να απωλέσει το δικαίωμα λήψεως δίκαιης αποζημίωσης, που συνιστά δευτερεύον δικαίωμα, όταν πραγματοποιείται ιδιωτική αντιγραφή. Ωστόσο, ο ρόλος του Δικαστηρίου δεν είναι να αποφασίσει υπέρ ή κατά μιας τέτοιας πολιτικής, αλλά να ερμηνεύσει τις διατάξεις της οδηγίας, όπως θεσπίστηκε.

102. Το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας δεν αναφέρει κανένα κριτήριο διαθεσιμότητας ή μη διαθεσιμότητας τεχνολογικών μέτρων: η διάταξη αυτή αναφέρεται ρητά και αποκλειστικά στην εφαρμογή ή όχι τεχνολογικών μέτρων (ή στο αν εφαρμόζονται ή όχι τέτοια μέτρα). Περαιτέρω, εάν η συνεκτίμηση της εφαρμογής των μέτρων αυτών στο προστατευόμενο υλικό έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα όσον αφορά το δικαίωμα του δικαιούχου σε δίκαιη αποζημίωση, τότε η συνεκτίμηση της μη εφαρμογής τους (για οποιονδήποτε λόγο) δεν μπορεί να έχει το ίδιο αποτέλεσμα διότι διαφορετικά, η τελική φράση του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, θα εστερείτο παντελώς νοήματος.

103. Είναι αληθές ότι υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις στο προοίμιο της οδηγίας βάσει των οποίων μπορεί να υποστηριχθεί διαφορετική άποψη. Ωστόσο, η φράση «βαθμός χρήσης» της αιτιολογικής σκέψης 35 δεν μπορεί να σημαίνει ότι υπάρχουν συνέπειες όταν υφίστανται τεχνολογικά μέτρα χωρίς να χρησιμοποιούνται. Η αιτιολογική σκέψη 39 δεν αναφέρεται στο αν υφίστανται διαθέσιμα τεχνολογικά μέτρα. Ορίζει: «Κατά την εφαρμογή της εξαίρεσης ή περιορισμού για την ιδιωτική αντιγραφή, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις τεχνολογικές και οικονομικές εξελίξεις, ιδίως όσον αφορά την ψηφιακή ιδιωτική αντιγραφή και τα συστήματα αμοιβής, εφόσον υπάρχουν αποτελεσματικά τεχνολογικά μέτρα προστασίας». Ωστόσο, αυτό απέχει πολύ, κατά τη γνώμη μου, από τον ισχυρισμό ότι η δίκαιη αποζημίωση πρέπει να αποκλειστεί όταν δεν χρησιμοποιούνται μέτρα προστασίας, μολονότι υφίστανται τέτοια μέτρα. Δεν βρίσκω εξάλλου καμία ένδειξη στην εν λόγω οδηγία ή στις προπαρασκευαστικές εργασίες ότι ο νομοθέτης επιδίωκε έναν τέτοιο σκοπό. Τέλος, δεν νομίζω ότι μπορεί να γίνει επίκληση ενός εγγράφου εργασίας το οποίο παρέμεινε στο στάδιο του σχεδίου και το οποίο σαφώς δεν αντιπροσωπεύει τις απόψεις της Επιτροπής, όπως αυτές προβλήθηκαν στο Δικαστήριο.

104. Εντούτοις, δεν έχω πεισθεί ότι η οδηγία επιτάσσει να παρέχεται δίκαιη αποζημίωση σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία οι δικαιούχοι παρέλειψαν να εμποδίσουν ή να περιορίσουν τη μη εξουσιοδοτημένη αντιγραφή με τα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους. Η φράση «δίκαιη αποζημίωση που συνεκτιμά την εφαρμογή ή όχι των τεχνολογικών μέτρων» θα μπορούσε να περιλαμβάνει επίσης το ενδεχόμενο η μη εφαρμογή των διαθέσιμων μέτρων να μη συνεπάγεται κατ’ ανάγκη τη δίκαιη αποζημίωση. Το γράμμα της αιτιολογικής σκέψης 39 του προοιμίου επιτρέπει εξίσου, ή και σε μεγαλύτερο βαθμό, μια τέτοια ερμηνεία. Επιπλέον, επισημαίνω ότι η εν λόγω αιτιολογική σκέψη δεν προβαίνει (όπως, π.χ., η αιτιολογική σκέψη 35) σε μια γενική αναφορά σχετικά με το περιεχόμενο της οδηγίας, αλλά ορίζει ότι «τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη […]». Η φράση αυτή ακολουθεί την τυπική διατύπωση των αιτιολογικών σκέψεων οι οποίες παραχωρούν στα κράτη μέλη έναν βαθμό διακριτικής ευχέρειας (59). Δεδομένου ότι το ζήτημα εδώ είναι, κατ’ ουσίαν, ζήτημα πολιτικής, και μάλιστα ζήτημα πολιτικής που δεν ορίζεται σαφώς στην οδηγία, φρονώ ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, έχει την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να επιλέξουν αν και σε ποιο βαθμό πρέπει να παρέχεται δίκαιη αποζημίωση στην περίπτωση που οι δικαιούχοι έχουν στη διάθεσή τους τεχνολογικά μέτρα, αλλά δεν τα εφαρμόζουν.

 Ερώτημα 5: Δίκαιη αποζημίωση στην περίπτωση αντιγραφής που πραγματοποιείται κατόπιν αδείας

105. Όταν ένα κράτος μέλος προβλέπει δικαίωμα (υποχρεωτικό ή προαιρετικό) λήψεως δίκαιης αποζημίωσης, στο πλαίσιο εξαιρέσεως ή περιορισμού στο δικαίωμα αναπαραγωγής, είναι ισχυρό το δικαίωμα αυτό όταν οι δικαιούχοι έχουν ρητά ή σιωπηρά επιτρέψει την αναπαραγωγή των έργων τους;

106. Το ερώτημα αυτό, επίσης, αφορά τον υπολογισμό του τέλους σε σχέση με τον προσδιορισμό των προσώπων που δικαιούνται να λάβουν δίκαιη αποζημίωση. Τίθεται, ακόμη, ένα ζήτημα αρχής όσον αφορά τη σχέση μεταξύ, αφενός, του βασικού δικαιώματος παροχής αδείας ή απαγορεύσεως της αναπαραγωγής (και του συνακόλουθου δικαιώματος διαπραγματεύσεως της αμοιβής για την αντιγραφή ή απαιτήσεως αποζημιώσεως για παράβαση) και, αφετέρου, των εξαιρέσεων που μπορεί να προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο (και του συνακόλουθου δικαιώματος για δίκαιη αποζημίωση).

107. Το Bundesgerichtshof επισημαίνει ότι η απόφαση στην υπόθεση Padawan (60) υπογραμμίζει τη σχέση μεταξύ της αποζημίωσης και της ζημίας που προκλήθηκε στους δικαιούχους από την αντιγραφή των έργων τους, αλλά ότι δεν προκαλείται καμία ζημία σε δικαιούχο όταν το έργο του αντιγράφεται κατόπιν αδείας του. Εντούτοις, το Bundesgerichtshof κλίνει προς την άποψη ότι η εξαίρεση ή ο περιορισμός στο δικαίωμα αναπαραγωγής βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας στερεί τον δικαιούχο από το δικαίωμά του να επιτρέπει ή να απαγορεύει την αναπαραγωγή σύμφωνα με το άρθρο 2, οπότε η τυχόν παραχώρηση άδειας δεν έχει κανένα αποτέλεσμα στο πλαίσιο της οικονομίας της οδηγίας.

108. Η VG Wort, η Γερμανία και η Πολωνία συμφωνούν, κατ’ ουσίαν, με την προσωρινή θέση του Bundesgerichtshof. Η Επιτροπή υιοθετεί μια παρόμοια, αλλά κάπως διαφοροποιημένη προσέγγιση, ενώ οι προμηθευτές και όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη που υπέβαλαν παρατηρήσεις θεωρούν, κατά βάση, ότι κάθε δικαιούχος ο οποίος, κατά την άσκηση του κατοχυρωμένου από το άρθρο 2 της οδηγίας δικαιώματός του, επιτρέπει την αντιγραφή του έργου του (ρητά ή σιωπηρά, εξ επαχθούς ή χαριστικής αιτίας) στερείται οποιουδήποτε δικαιώματός του σε δίκαιη αποζημίωση, η οποία θα μπορούσε να του οφείλεται λόγω εξαίρεσης ή περιορισμού στο δικαίωμά του βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2 ή 3.

109. Το ζήτημα αρχής μπορεί να διατυπωθεί απλά ως εξής. Αν ο δικαιούχος προτίθεται να ασκήσει το δικαίωμά του να επιτρέπει ή να απαγορεύει την αναπαραγωγή σε περιπτώσεις που καλύπτονται από εξαίρεση από το δικαίωμα αυτό προβλεπόμενη στο εθνικό δίκαιο, ποιο από τα δύο υπερισχύει: το δικαίωμα αναπαραγωγής ή η εξαίρεση;

110. Η απάντηση φαίνεται απλή, τουλάχιστον κατ’ αρχήν. Όταν ένα άτομο ασκεί δικαίωμα παρεχόμενο εκ του νόμου το οποίο υπόκειται σε εξαιρέσεις ή περιορισμούς που επίσης προβλέπονται από τον νόμο, το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να ασκηθεί όταν (και μέχρι του βαθμού που) ισχύουν οι εξαιρέσεις ή οι περιορισμοί. Κάθε άσκηση του δικαιώματος δεν έχει νομικές συνέπειες πέραν αυτών που προβλέπονται με τους κανόνες που διέπουν τις εν λόγω εξαιρέσεις ή τους περιορισμούς. Αυτό ακριβώς συμβαίνει όσον αφορά τη σχέση μεταξύ, αφενός, του δικαιώματος αναπαραγωγής το οποίο υποχρεούνται να χορηγούν τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 2 της οδηγίας και, αφετέρου, των εξαιρέσεων ή περιορισμών που μπορούν να προβλέψουν σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, εφόσον πράγματι προβλέπουν τέτοιες εξαιρέσεις ή περιορισμούς.

111. Για παράδειγμα, εάν ένα κράτος μέλος θεσπίσει μια απλή εξαίρεση από το δικαίωμα αναπαραγωγής, χωρίς να προβλέπει δίκαιη αποζημίωση, για την περίπτωση των φωτοτυπιών που γίνονται στα σχολεία και χρησιμοποιούνται για διδακτικούς σκοπούς (όπως έχει δικαίωμα να το πράξει σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, της οδηγίας), τότε οι δικαιούχοι δεν μπορούν να προβάλουν καμία αξίωση. Δεν μπορούν να απαγορεύσουν τη φωτοαντιγραφή και εάν παραχωρήσουν άδεια, αυτή είναι περιττή και χωρίς νομική ισχύ. Η εν λόγω κατάσταση δεν θα μεταβληθεί αν το κράτος μέλος επιλέξει, αντ’ αυτής, να προβλέψει την ίδια εξαίρεση, παραχωρώντας όμως δικαίωμα για δίκαιη αποζημίωση. Η μόνη διαφορά είναι ότι οι δικαιούχοι θα δικαιούνται την εν λόγω αποζημίωση με τους όρους που προβλέπει το εθνικό δίκαιο. Η εν λόγω κατάσταση δεν θα διαφέρει επίσης σε περιπτώσεις (όπως εκείνες του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και β΄), στις οποίες το κράτος μέλος δεν έχει άλλη επιλογή από το να προβλέψει δίκαιη αποζημίωση.

112. Περαιτέρω, αν υποτεθεί ότι ένα κράτος μέλος θεσπίσει, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας, εξαίρεση από το δικαίωμα αναπαραγωγής βάσει του άρθρου 2, οι δικαιούχοι δεν μπορούν, κατ’ αρχήν, να προβάλουν εκ νέου το δικαίωμά τους παρακάμπτοντας την εξαίρεση.

113. Αυτή πρέπει να είναι, κατά τη γνώμη μου, η βασική αρχή και, τουλάχιστον, η αφετηρία για την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο πέμπτο ερώτημα. Εντούτοις, ενδέχεται να χρειάζεται να αναλυθεί η θέση αυτή υπό το πρίσμα ενός ή περισσοτέρων από τα λοιπά επιχειρήματα που προβλήθηκαν.

114. Πρώτον, η Fujitsu και η Hewlett Packard υποστηρίζουν ότι η ερμηνεία του Bundesgerichtshof θίγει το δικαίωμα ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται από το άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (61), υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει στους δικαιούχους να χορηγούν δωρεάν άδειες αντιγραφής των έργων τους. Ωστόσο, ενώ πράγματι θίγει το δικαίωμα αυτό, τούτο, κατά τη γνώμη μου, επιτρέπεται σαφώς από το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 17, παράγραφος 1, του Χάρτη, στον βαθμό που γίνεται «για λόγους δημόσιας ωφέλειας, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον νόμο» και έναντι καταβολής δίκαιης αποζημίωσης.

115. Δεύτερον, οι προμηθευτές και ορισμένα κράτη μέλη προβάλλουν επιχειρήματα αντλούμενα από ορισμένες διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην απόφαση Padawan. Στη σκέψη 39 της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι σκοπός της δίκαιης αποζημιώσεως είναι να παράσχει επανόρθωση στους δημιουργούς για τη χρήση των προστατευόμενων έργων τους που έγινε χωρίς την άδειά τους. Με τη σκέψη 40, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η δίκαιη αυτή αποζημίωση τελεί σε συσχετισμό με τη ζημία που απορρέει για τον δημιουργό από την αναπαραγωγή του προστατευόμενου έργου του για ιδιωτική χρήση που γίνεται χωρίς την άδειά του, και με τη σκέψη 45, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ζημία στον κάτοχο του δικαιώματος αναπαραγωγής προξενείται από το πρόσωπο εκείνο το οποίο προβαίνει σε αναπαραγωγή προστατευόμενου έργου χωρίς να ζητήσει προηγουμένως την άδεια του εν λόγω δικαιούχου. Κατά συνέπεια, προβάλλεται το επιχείρημα ότι δεν οφείλεται δίκαιη αποζημίωση στην περίπτωση που ζητήθηκε και παραχωρήθηκε άδεια, εξ επαχθούς αιτίας ή χαριστικώς. Ως εκ τούτου, σε καμία από τις περιπτώσεις αυτές δεν μπορεί να επέλθει ζημία και ο δικαιούχος δεν πρέπει να έχει δικαίωμα (συμπληρωματικής) αποζημίωσης, η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «δίκαιη».

116. Δεν έχω πεισθεί ότι τα ανωτέρω εδάφια της προπαρατεθείσας αποφάσεως Padawan πρέπει κατ’ ανάγκη να ερμηνευθούν με τον προτεινόμενο τρόπο. Στο σημείο 2 του διατακτικού της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι η δίκαιη αποζημίωση πρέπει να υπολογίζεται επί τη βάσει του κριτηρίου της ζημίας που προξενείται στους δημιουργούς των προστατευόμενων έργων εξαιτίας της εισαγωγής της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής. Κατά τη γνώμη μου, τα εδάφια στα οποία γίνεται αναφορά σε έλλειψη άδειας πρέπει να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα αυτής της διαπιστώσεως. Το ότι δεν μπορεί να δοθεί άδεια οφείλεται στο γεγονός ότι ο δικαιούχος αποστερήθηκε του δικαιώματος να παραχωρεί ή να αρνείται την παραχώρηση της άδειας αυτής και για τον λόγο αυτόν ακριβώς οφείλεται η δίκαιη αποζημίωση.

117. Τρίτον, και σημαντικότερο, εφιστάται η προσοχή σε διάφορα εδάφια του προοιμίου της οδηγίας. Η αιτιολογική σκέψη 30 ορίζει: «Τα εκ της παρούσας οδηγίας δικαιώματα μπορούν να μεταβιβαστούν, να εκχωρηθούν ή να αποτελέσουν αντικείμενο συμβατικών αδειών εκμετάλλευσης, με την επιφύλαξη της εθνικής νομοθεσίας περί δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων». Όσον αφορά εξαιρέσεις ή περιορισμούς, η αιτιολογική σκέψη 35 περιλαμβάνει την εξής φράση: «Όταν στους δικαιούχους έχει ήδη καταβληθεί αμοιβή σε κάποια άλλη μορφή, λ.χ. ως τμήμα των τελών εκδόσεως αδείας, πιθανόν να μην οφείλεται ειδική ή χωριστή πληρωμή». Κατά την αιτιολογική σκέψη 44, «οι εξαιρέσεις δεν πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο που [...] εμποδίζει την κανονική εκμετάλλευση του έργου του ή άλλου υλικού». Η αιτιολογική σκέψη 45 ορίζει: «Οι εξαιρέσεις και περιορισμοί που προβλέπονται από το άρθρο 5, παράγραφοι 2, 3 και 4, δεν θα πρέπει […] να εμποδίζουν τον καθορισμό συμβατικών σχέσεων που θα τείνουν στην εξασφάλιση μιας δίκαιης αποζημίωσης των δικαιούχων, εφόσον επιτρέπεται από την εθνική νομοθεσία». Όσον αφορά τη χρήση των τεχνολογικών μέτρων για την πρόληψη ή τον περιορισμό της αντιγραφής, η αιτιολογική σκέψη 51 ορίζει: «Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προαγάγουν τη λήψη από τους δικαιούχους εκουσίων μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της σύναψης και εφαρμογής συμφωνιών μεταξύ δικαιούχων και άλλων ενδιαφερομένων, για να διευκολυνθεί η πραγμάτωση των στόχων ορισμένων εξαιρέσεων ή περιορισμών που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο σύμφωνα με την παρούσα οδηγία». Και η αιτιολογική σκέψη 52 προσθέτει: «Κατά την εφαρμογή εξαιρέσεως ή περιορισμού ιδιωτικής αντιγραφής σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προάγουν επίσης και τη χρήση εκουσίων μέτρων για την επίτευξη του σκοπού μιας τέτοιας εξαιρέσεως ή περιορισμού».

118. Εξάλλου, το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/29 διευκρινίζει ότι οι εξαιρέσεις και οι περιορισμοί που αναφέρονται, ιδίως, στις παραγράφους 2 και 3 εφαρμόζονται μόνο «σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις οι οποίες δεν αντίκεινται στην κανονική εκμετάλλευση του έργου ή άλλου προστατευομένου αντικειμένου και δεν θίγουν αδικαιολογήτως τα έννομα συμφέροντα του δικαιούχου» (62). Όσον αφορά τα τεχνολογικά μέτρα για την παρεμπόδιση ή τον περιορισμό της αναπαραγωγής στο πλαίσιο των εξαιρέσεων ή περιορισμών που προβλέπονται βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχεία α΄, γ΄, δ΄ ή ε΄, ή της παραγράφου 3, στοιχεία α΄, β΄ ή ε΄, το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2001/29 αναφέρεται σε «εκούσια μέτρα που λαμβάνουν οι δικαιούχοι, συμπεριλαμβανομένων συμφωνιών μεταξύ δικαιούχων και τρίτων».

119. Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις αιτιολογικές σκέψεις και διατάξεις, κρίνεται αναγκαίο να διευκρινιστεί σε ορισμένο βαθμό η προπαρατεθείσα βασική αρχή. Μολονότι δεν πιστεύω ότι ο νομοθέτης θέλησε, στην αιτιολογική σκέψη 30, να αναφερθεί στις εξαιρέσεις και στους περιορισμούς που μπορούν να θεσπιστούν βάσει της οδηγίας, είναι σαφές ότι θέλησε τη συνύπαρξη των συμβατικών ρυθμίσεων με τις εν λόγω εξαιρέσεις ή περιορισμούς. Εντούτοις, τα όρια της συνυπάρξεως αυτής δεν είναι σαφώς καθορισμένα ούτε καν αναφέρονται γενικώς. Τα κράτη μέλη πρέπει όμως, κατά τη γνώμη μου, να διαθέτουν έναν βαθμό διακριτικής ευχέρειας επ’ αυτού.

120. Η εν λόγω διακριτική ευχέρεια πρέπει πάντως να έχει όρια, και φρονώ ότι η προσέγγιση της Επιτροπής είναι ορθή, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τη βασική αρχή που προσδιόρισα ως αφετηρία της αναλύσεως. Η προσέγγιση αυτή έχει, κατ’ ουσίαν, ως εξής. Τυχόν εξαιρέσεις ή περιορισμοί που θεσπίζονται πρέπει να παραμείνουν ως έχουν. Σε περίπτωση εφαρμογής τους, και εντός των ορίων της εφαρμογής τους, οι δικαιούχοι δεν μπορούν πλέον με νομικά ισχυρές πράξεις να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την αντιγραφή των έργων τους ή να αξιώνουν αποζημίωση για μη επιτρεπόμενη αντιγραφή. Όταν δεν ζητείται ή δεν προβλέπεται δίκαιη αποζημίωση, δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση. Αντίθετα, όταν προβλέπεται δίκαιη αποζημίωση (είτε βάσει των επιταγών της οδηγίας 2001/29 είτε διότι το κράτος μέλος έχει επιλέξει να την παρέχει), οι δικαιούχοι μπορούν (ή, τουλάχιστον, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι οι δικαιούχοι μπορούν) είτε να μην αξιώσουν καμία δίκαιη αποζημίωση είτε να διαθέσουν τα έργα τους για αναπαραγωγή βάσει συμφωνιών (π.χ., αυξάνοντας αναλόγως τη βασική τιμή), οπότε έτσι μπορούν να εισπράττουν δίκαιη αποζημίωση ως αντιστάθμισμα για τα μελλοντικά αντίγραφα που θα πραγματοποιήσουν οι αγοραστές των έργων τους.

121. Σαφώς, οι δικαιούχοι που επιλέγουν μία από τις ανωτέρω ενέργειες μπορούν να μην αξιώσουν καμία πληρωμή από κεφάλαια όπως αυτά που χρηματοδοτούνται από το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης τέλος, και το τέλος πρέπει να υπολογίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να παρέχει δίκαιη αποζημίωση μόνο στους δικαιούχους που έχουν επιλέξει να αποζημιώνονται με τον τρόπο αυτόν. Ομοίως, η συμφωνία μεταξύ των δικαιούχων και των αγοραστών των έργων τους δεν πρέπει να περιορίζει τα δικαιώματα που αντλούν οι αγοραστές από τις ισχύουσες εξαιρέσεις ή τους ισχύοντες περιορισμούς ούτε να προβλέπει καταβολή αποζημιώσεως που υπερβαίνει τη «δίκαιη αποζημίωση» κατά την έννοια της οδηγίας.

 Ερώτημα 1: εφαρμογή της οδηγίας ratione temporis

122. Απομένει να εξεταστεί σε ποιον βαθμό πρέπει να ληφθεί υπόψη η ερμηνεία της οδηγίας κατά την κρίσιμη για τις διαφορές της κύριας δίκης περίοδο.

123. Κατά τη δικογραφία, οι διαφορές της κύριας δίκης αφορούν συσκευές που διατέθηκαν στο εμπόριο το διάστημα μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2001 και 31ης Δεκεμβρίου 2007.

124. Η οδηγία δεν είχε δημοσιευθεί και δεν είχε τεθεί σε ισχύ μέχρι τις 22 Ιουνίου 2001. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να επηρεάσει την ερμηνεία του εθνικού δικαίου όσον αφορά γεγονότα πριν από την ημερομηνία αυτή.

125. Τα κράτη μέλη έπρεπε να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την οδηγία το αργότερο στις 22 Δεκεμβρίου 2002. Η Γερμανία, ωστόσο, ολοκλήρωσε τη διαδικασία αυτή στις 13 Σεπτεμβρίου 2003 (63).

126. Πάντως, το εθνικό δικαστήριο, κατά την εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου, οφείλει να το ερμηνεύει, στο μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα του γράμματος και του σκοπού της οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει, συμμορφούμενο έτσι προς το άρθρο 288, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ (64). Η υποχρέωση αυτή έχει όμως εφαρμογή μόνο μετά τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας (65). Μέχρι τότε, και από την ημερομηνία της ενάρξεως ισχύος, η μόνη υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων είναι να απέχουν, στο μέτρο του δυνατού, από κάθε ερμηνεία του εθνικού δικαίου κατά τρόπο που θα μπορούσε να θέσει σοβαρά σε κίνδυνο, μετά τη λήξη της περιόδου αυτής, την υλοποίηση του επιδιωκόμενου από την οδηγία σκοπού (66). Περαιτέρω, μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής μιας οδηγίας όχι μόνον οι εθνικές διατάξεις των οποίων ρητός σκοπός είναι η μεταφορά της οδηγίας αυτής, αλλά και, από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της εν λόγω οδηγίας, οι προϋπάρχουσες εθνικές διατάξεις που μπορούν να διασφαλίσουν τη συμφωνία του εθνικού δικαίου με την οδηγία αυτή (67).

127. Ως εκ τούτου, κάθε σχετική διάταξη του εθνικού δικαίου πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με την οδηγία όσον αφορά όλες τις περιόδους μετά τις 22 Δεκεμβρίου 2002. Η περίοδος από 22 Ιουνίου 2001 έως 22 Δεκεμβρίου 2002 δεν είναι απαραίτητο να ερμηνευθεί με τον τρόπο αυτό, εκτός εάν η ερμηνεία της θέτει σοβαρά σε κίνδυνο την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού –μολονότι δεν υπάρχει γενική αρχή ή διάταξη της νομοθεσίας της ΕΕ που να εμποδίζει ένα εθνικό δικαστήριο να ερμηνεύσει το εσωτερικό του δίκαιο σύμφωνα με μία οδηγία πριν λήξει η προθεσμία για τη μεταφορά της.

128. Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι, όταν ένα κράτος μέλος έχει θεσπίσει εξαίρεση ή περιορισμό στο δικαίωμα αναπαραγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄ και/ή β΄, της οδηγίας, οφείλει να διασφαλίσει ότι οι δικαιούχοι θα λάβουν δίκαιη αποζημίωση για τις σχετικές πράξεις αντιγραφής μετά τις 22 Δεκεμβρίου 2002, αλλά, κατ’ αρχήν, όχι απαραίτητα πριν από την ημερομηνία αυτή.

129. Η εφαρμογή της οδηγίας αυτής δεν θίγει πάντως, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 2, τις πράξεις που συνήφθησαν και τα δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν από τις 22 Δεκεμβρίου 2002. Πρόκειται για ειδικό κανόνα που αποκλείει την ερμηνεία του εθνικού δικαίου σύμφωνα με την οδηγία στην περίπτωση που η ερμηνεία αυτή θα έθιγε «πράξεις που συνήφθησαν» πριν από τις 22 Δεκεμβρίου 2002.

130. Δεν είναι αμέσως προφανές ποιες είναι οι «πράξεις που συνήφθησαν» όταν η δίκαιη αποζημίωση έχει τη μορφή τέλους που επιβάλλεται στις πωλήσεις συσκευών που προορίζονται για αναπαραγωγές και όχι τέλους επιβαλλόμενου στις πράξεις αντιγραφής. Η συντριπτική πλειοψηφία των συσκευών που διατέθηκαν στην αγορά το διάστημα μεταξύ 22 Ιουνίου 2001 και 22 Δεκεμβρίου 2002 ήταν σε θέση να πραγματοποιήσουν, και πραγματοποίησαν πράγματι, αντιγραφές μετά την ημερομηνία αυτή (68).

131. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή εξέθεσε στο Δικαστήριο το ιστορικό της θεσπίσεως της οδηγίας.

132. Τόσο στην αρχική όσο και στην τροποποιημένη πρόταση για την οδηγία (η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και το Κοινοβούλιο δεν υπέβαλαν κανένα σχόλιο σχετικά με τις εν λόγω διατάξεις), το άρθρο 9, παράγραφοι 2 έως 4, έχει ως εξής:

«2.      Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν θίγει καμία από τις πράξεις εκμετάλλευσης που έχουν γίνει πριν από την [προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο].

3.      Η παρούσα οδηγία δεν επηρεάζει τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί ή τα δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της.

4.      Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, οι συμβάσεις που αφορούν την εκμετάλλευση έργων και άλλου υλικού και οι οποίες ισχύουν κατά την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, διέπονται από την παρούσα οδηγία επί πέντε έτη μετά την έναρξη ισχύος της εφόσον λήγουν μετά την ημερομηνία αυτή.»

133. Στην αιτιολογική έκθεση της αρχικής πρότασης αναφέρονται τα εξής:

«2.      Η παράγραφος 2 παραπέμπει σε μια γενική αρχή βάσει της οποίας η οδηγία δεν έχει αναδρομική ισχύ και δεν εφαρμόζεται σε πράξεις εκμετάλλευσης προστατευόμενων έργων και άλλων αντικειμένων που έγιναν πριν από την ημερομηνία κατά την οποία έπρεπε να μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο η οδηγία [...]

3.      Οι παράγραφοι 3 και 4 [θέτουν] μία άλλη γενική αρχή κατά την οποία η οδηγία δεν θίγει τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί και τα δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί πριν από το χρονικό σημείο κατά το οποίο τα μέρη έλαβαν γνώση για την έκδοσή της, με αποτέλεσμα να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ορισμένες “παλαιές συμβάσεις”. [...]»

134. Η διατύπωση που επιλέχθηκε τελικά αντανακλά την κοινή θέση του Συμβουλίου της 28ης Σεπτεμβρίου 2000, στην οποία ορίζονται τα εξής: «Στο άρθρο 10, το Συμβούλιο προτίμησε να συγχωνεύσει μέρος της παραγράφου 3 του άρθρου 9 της τροποποιημένης πρότασης της Επιτροπής με την παράγραφο 2 και να διαγράψει την υπόλοιπη παράγραφο 3, καθώς επίσης και την παράγραφο 4, θεωρώντας ότι τα ζητήματα που σχετίζονται με την ερμηνεία των συμβάσεων θα πρέπει να ρυθμίζονται από το εθνικό δίκαιο» (69).

135. Επομένως, είναι σαφές ότι η πρόθεση του νομοθέτη στο άρθρο 10, παράγραφος 2, ήταν να μη θίγει η οδηγία πράξεις εκμετάλλευσης, δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση, πράξεις αναπαραγωγής, που έλαβαν χώρα πριν από τις 22 Δεκεμβρίου 2002.

136. Επιπλέον, είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Γερμανία εξασφαλίζει την εν λόγω αποζημίωση μέσω ενός τέλους επί των συσκευών που διατίθενται στο εμπόριο οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για αναπαραγωγή επί σειρά ετών και ότι ένα τέτοιο σύστημα λειτουργούσε ήδη πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η νομολογία του Δικαστηρίου βάσει της οποίας απαγορεύεται κατά τη διάρκεια της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο ερμηνεία που θα μπορούσε να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Επομένως, κατά τη γνώμη μου, η πλέον λογική ερμηνεία είναι εκείνη κατά την οποία η εθνική νομοθεσία περί παροχής δίκαιης αποζημίωσης πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένης υπόψη της εν λόγω οδηγίας, από της ενάρξεως ισχύος της στις 22 Ιουνίου 2001, με τέτοιον τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται ότι ο σκοπός που συνίσταται στη θέσπιση δίκαιης αποζημίωσης για πράξεις αναπαραγωγής, οι οποίες λαμβάνουν χώρα κατά ή μετά τις 22 Δεκεμβρίου 2002, δεν τίθεται σε σοβαρό κίνδυνο από τον τρόπο με τον οποίο επιβάλλεται στις πριν από την ανωτέρω ημερομηνία πωλήσεις συσκευών το τέλος που προβλέπεται για την παροχή δίκαιης αποζημίωσης. Η οδηγία δεν αφορά ωστόσο πράξεις αναπαραγωγής που πραγματοποιήθηκαν πριν τις 22 Δεκεμβρίου 2002.

 Πρόταση

137. Κατόπιν των προεκτεθέντων, φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να απαντήσει στα ερωτήματα που υπέβαλε το Bundesgerichtshof ως εξής:

–        Στο πλαίσιο του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, η έννοια «αναπαραγωγή σε χαρτί ή ανάλογο υλικό φορέα, με τη χρήση οποιουδήποτε είδους φωτογραφικής τεχνικής ή με οποιαδήποτε άλλη μέθοδο που επιφέρει παρόμοια αποτελέσματα», πρέπει να θεωρηθεί ότι αναφέρεται μόνο σε αντίγραφα από αναλογικά πρωτότυπα από τα οποία δημιουργείται μία εικόνα με τη χρήση οπτικών μέσων. Η εν λόγω έννοια περιλαμβάνει την αναπαραγωγή που πραγματοποιείται με μεθόδους στις οποίες η ψηφιακή εικόνα αποθηκεύεται, κατά τη διάρκεια ενός ενδιάμεσου σταδίου, σε υπολογιστή ή σε μνήμη, υπό την προϋπόθεση ότι το σύνολο της διαδικασίας πραγματοποιείται από το ίδιο πρόσωπο και/ή ως μέρος μιας ενιαίας πράξης.

–        Όταν ένα κράτος μέλος έχει θεσπίσει, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2001/29, εξαίρεση ή περιορισμό στο δικαίωμα αναπαραγωγής βάσει του άρθρου 2 της εν λόγω οδηγίας και έχει προβλέψει την παροχή δίκαιης αποζημίωσης για την αναλογική αναπαραγωγή βάσει της εξαιρέσεως ή του περιορισμού με τη μορφή τέλους επιβαλλόμενου επί συσκευών με τις οποίες μπορεί να πραγματοποιηθεί η εν λόγω αναπαραγωγή, το εθνικό δικαστήριο που επιχειρεί να προσδιορίσει αν το τέλος αυτό είναι σύμφωνο με την αρχή της ίσης μεταχείρισης, όταν οι αναπαραγωγές πραγματοποιούνται με τη χρήση αλυσίδας πολλών διασυνδεδεμένων συσκευών, πρέπει να εξετάσει τον τρόπο υπολογισμού του τέλους που επιβάλλεται στα φωτοαντιγραφικά μηχανήματα και σε ποιον βαθμό μπορεί ο υπολογισμός αυτός να εφαρμοστεί στην εν λόγω αλυσίδα συσκευών. Το εθνικό δικαστήριο πρέπει να αναλύσει κατά πόσον η εφαρμογή του τέλους σε μια τέτοια αλυσίδα συσκευών ή σε μεμονωμένες συσκευές της αλυσίδας εξασφαλίζει την ορθή ισορροπία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων μεταξύ δικαιούχων και χρηστών. Ειδικότερα, πρέπει να εξακριβώσει ότι δεν δημιουργούνται αδικαιολόγητες διακρίσεις, όχι μόνο μεταξύ των εισαγωγέων ή των διανομέων των συσκευών (συμπεριλαμβανομένων και των λοιπών συσκευών με παρόμοιες λειτουργίες), αλλά και μεταξύ των αγοραστών των διαφόρων ειδών συσκευών, οι οποίοι επιβαρύνονται τελικώς με το τέλος.

–        Το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 επιτρέπει στα κράτη μέλη να επιλέξουν αν και σε ποιο βαθμό πρέπει να προβλέπεται δίκαιη αποζημίωση όταν οι δικαιούχοι έχουν στη διάθεσή τους τεχνολογικά μέτρα κατά της αντιγραφής, αλλά δεν τα εφαρμόζουν.

–        Όταν ένα κράτος μέλος έχει θεσπίσει, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2001/29, εξαίρεση ή περιορισμό στο δικαίωμα αναπαραγωγής βάσει του άρθρου 2 της οδηγίας, δεν είναι πλέον δυνατό για τους δικαιούχους να ασκήσουν έλεγχο στις αναπαραγωγές των έργων τους, είτε επιτρέποντας είτε απαγορεύοντας την αναπαραγωγή τους. Τα κράτη μέλη, προβλέποντας δίκαιη αποζημίωση στις περιπτώσεις αυτές, μπορούν ωστόσο να επιτρέψουν στους δικαιούχους είτε να παραιτηθούν από την αξίωσή τους για δίκαιη αποζημίωση είτε να διαθέτουν τα έργα τους στο πλαίσιο συμβάσεως με την οποία συμφωνούν να εισπράττουν δίκαιη αποζημίωση για οποιαδήποτε μελλοντική αναπαραγωγή. Σε καθεμία από τις δύο αυτές τελευταίες περιπτώσεις, το δικαίωμα του δικαιούχου για δίκαιη αποζημίωση πρέπει να θεωρείται αναλωθέν και δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό της χρηματοδότησης ενός γενικού συστήματος παροχής δίκαιης αποζημίωσης.

–        Κατά την ερμηνεία του εθνικού δικαίου που προβλέπει την παροχή δίκαιης αποζημίωσης, η οδηγία 2001/29 πρέπει να ληφθεί υπόψη, από την ημερομηνία της ενάρξεως ισχύος της στις 22 Ιουνίου 2001, κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται ότι ο σκοπός που συνίσταται στη θέσπιση δίκαιης αποζημίωσης για πράξεις αναπαραγωγής, οι οποίες λαμβάνουν χώρα κατά ή μετά τις 22 Δεκεμβρίου 2002, δεν τίθεται σε σοβαρό κίνδυνο από τον τρόπο με τον οποίο επιβάλλεται το τέλος που αποβλέπει στην παροχή δίκαιης αποζημίωσης στις πριν από την ανωτέρω ημερομηνία πωλήσεις συσκευών. Η οδηγία δεν αφορά ωστόσο πράξεις αναπαραγωγής που πραγματοποιήθηκαν πριν από τις 22 Δεκεμβρίου 2002.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 – Οδηγία 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (ΕΕ L 167, σ. 10) (στο εξής: οδηγία).


3 – Στις παρούσες προτάσεις, θα χρησιμοποιήσω τους όρους «αντίγραφο (αντιγραφή)» και «αναπαραγωγή» ως κατ’ ουσία συνώνυμα.


4 – Το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29 αφορά μόνον τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς στο δικαίωμα αναπαραγωγής που ορίζονται στο άρθρο 2 της οδηγίας. Το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/29 αφορά επίσης τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς στα δικαιώματα παρουσίασης έργων στο κοινό και διάθεσης στο κοινό που ορίζονται στο άρθρο 3 της οδηγίας, για το οποίο δεν τίθεται ζήτημα στην υπόθεση της κύριας δίκης. Με την εξαίρεση του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2001/29, όλοι οι περιορισμοί και οι εξαιρέσεις που επιτρέπονται βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2 ή 3, της οδηγίας (20 συνολικά) ορίζονται σε σχέση με τον σκοπό για τον οποίο γίνεται η αναπαραγωγή. Σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιείται ως κριτήριο το ποιος πραγματοποιεί την αναπαραγωγή (π.χ., ιδιώτες, δημόσιες βιβλιοθήκες, εκπαιδευτικά ιδρύματα ή μουσεία, ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί ή ο Τύπος). Εκτός από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας, μόνο σε δύο περιπτώσεις χρησιμοποιούνται τεχνικά κριτήρια [εφήμερες εγγραφές –άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄– και επικοινωνία μέσω εξειδικευμένων τερματικών –άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄).


5 – Το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο ε΄, αφορά «αναπαραγωγές εκπομπών εκ μέρους μη κερδοσκοπικών κοινωνικών ιδρυμάτων, όπως τα νοσοκομεία ή οι φυλακές, υπό τον όρο ότι οι δικαιούχοι λαμβάνουν δίκαιη αποζημίωση».


6 – Το άρθρο 5, παράγραφος 1, για το οποίο δεν τίθεται ζήτημα εδώ, προβλέπει ότι ορισμένες προσωρινές πράξεις αναπαραγωγής, οι οποίες είναι μεταβατικές ή παρεπόμενες και οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο και ουσιώδες τμήμα μιας τεχνολογικής μεθόδου, πρέπει να εξαιρούνται από το δικαίωμα αναπαραγωγής. Ωστόσο, στις περιπτώσεις αυτές δεν παρέχεται αποζημίωση.


7 – Σύμβαση της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων (1886), που συμπληρώθηκε στο Παρίσι (1896), τροποποιήθηκε στο Βερολίνο (1908), συμπληρώθηκε στη Βέρνη (1914), τροποποιήθηκε στη Ρώμη (1928), στις Βρυξέλλες (1948), στη Στοκχόλμη (1967) και στο Παρίσι (1971), και τροποποιήθηκε το 1979 (Ένωση της Βέρνης). Όλα τα κράτη μέλη είναι μέρη της Σύμβασης της Βέρνης.


8 – Συμφωνία για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου, παράρτημα 1Γ της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), η οποία υπογράφηκε στο Μαρακές στις 15 Απριλίου 1994, εγκρίθηκε με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994), καθ’ όσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (ΕΕ L 336, σ. 1).


9 – Συνθήκη του ΠΟΔΙ για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας (WCT), Γενεύη (1996) (ΕΕ 2000, L 89, σ. 8). Τέθηκε σε ισχύ όσον αφορά την ΕΕ και όλα τα κράτη μέλη της, τα οποία είναι όλα μέρη της WCT, στις 14 Μαρτίου 2010 (ΕΕ L 32, σ. 1).


10 – Ηνωμένες Πολιτείες – Άρθρο 110, παράγραφος 5, του νόμου περί πνευματικών δικαιωμάτων των ΗΠΑ, WT/DS160/R, 15 Ιουνίου 2000, σημεία 6.97 επ.


11 – Απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, C‑467/08 (Συλλογή 2010, σ. I‑10055, ιδίως σκέψεις 38 έως 50). Βλ. επίσης απόφαση της 16ης Ιουνίου 2011, C‑462/09, Stichting de Thuiskopie (Συλλογή 2011, σ. Ι-5331, σκέψεις 18 έως 29).


12 – Συσκευές ανάγνωσης CD-R, CD-RW, DVD-R και MP3. Μολονότι οι συσκευές αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αποθήκευση ψηφιακών αντιγράφων εγγράφων κειμένου ή γραφικών, χρησιμοποιούνται συνήθως για αναπαραγωγή ηχητικού ή οπτικοακουστικού υλικού, όπως μουσικής ή ταινιών.


13 – Βλ. σημείο 32 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση εκείνη. Η Επιτροπή υποστήριξε την άποψη αυτή και παρόμοια άποψη υποστηρίζει η Kyocera στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας (βλέπε σημείο 92 κατωτέρω). Στην απόφαση Stichting de Thuiskopie (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 11), ωστόσο, το Δικαστήριο είχε τονίσει την υποχρέωση αποτελέσματος (βλ. σκέψεις 34 και 39 της εν λόγω αποφάσεως).


14 – Σκέψεις 40 και 45 της αποφάσεως, βλ. επίσης σκέψεις 24 και 26 της αποφάσεως Stichting de Thuiskopie (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 11).


15 – Σκέψη 52 της αποφάσεως.


16 – Σκέψεις 46, 55 και 56 της αποφάσεως.


17 – Σκέψη 59 της αποφάσεως.


18 – Gesetz über Urheberrecht und verwandte Schutzrechte (νόμος περί του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων), της 9ης Σεπτεμβρίου 1965, όπως ίσχυε πριν την 1η Ιανουαρίου 2008 (στο εξής: UrhG). Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, ο UrhG εναρμονίσθηκε πλήρως με την οδηγία, από τις 13 Σεπτεμβρίου 2003, με τον Gesetz zur Regelung des Urheberrechts in der Informationsgesellschaft (νόμο για τη ρύθμιση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στην κοινωνία της πληροφορίας). Ο νόμος αυτός, στον βαθμό που αφορά τις διατάξεις του Bundesgerichtshof, τροποποιεί το άρθρο 53, παράγραφοι 1 έως 3, του UrhG.


19 – Βλ., κατωτέρω, σημεία 48 επ.


20 – Ο όρος «angemessene Vergütung» που χρησιμοποιείται στην αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας αποδίδεται στα αγγλικά ως «appropriate reward» και στα γαλλικά ως «rémunération appropriée». Η αιτιολογική σκέψη 10 φαίνεται να αναφέρεται στην κανονική εκμετάλλευση πνευματικών δικαιωμάτων, παρά τις εξαιρέσεις του άρθρου 5, παράγραφοι 2 και 3. Στην οδηγία, ο όρος που χρησιμοποιείται στα γερμανικά για τη «δίκαιη αποζημίωση» («compensation équitable») είναι «gerechte Ausgleich». Τα πράγματα περιπλέκονται περαιτέρω, διότι στη γερμανική έκδοση του άρθρου 11α, παράγραφος 2, και του άρθρου 13, παράγραφος 1, της Σύμβασης της Βέρνης (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, ανωτέρω) χρησιμοποιείται στα γερμανικά ο όρος «angemessene Vergütung» για τον όρο «equitable remuneration» και «rémunération équitable» που χρησιμοποιείται στα αγγλικά και στα γαλλικά, αντιστοίχως. Ο όρος «angemessene Vergütung» χρησιμοποιείται επίσης ως ισοδύναμος με τους όρους «equitable remuneration» και «rémunération équitable» σε ορισμένες άλλες οδηγίες της ΕΕ στον τομέα της πνευματικής ιδιοκτησίας.


21 – KYOCERA Document Solutions Deutschland GmbH, Epson Deutschland GmbH και Xerox GmbH (υπόθεση C‑457/11), και Canon Deutschland GmbH (υπόθεση C‑458/11) (στο εξής, από κοινού: Kyocera), Fujitsu Technology Solutions GmbH (στο εξής: Fujitsu) (υπόθεση C‑459/11) και Hewlett Packard GmbH (στο εξής: Hewlett Packard) (υπόθεση C‑460/11).


22 – Ο σχεδιογράφος είναι είδος εκτυπωτή, βλ. σημείο 54 κατωτέρω.


23 – Τα πέντε ερωτήματα που υποβλήθηκαν στις υποθέσεις C-457/11 και C-458/11 είναι πανομοιότυπα και τα ερωτήματα 2 και 3 αφορούν εκτυπωτές. Τα ίδια ερωτήματα υποβλήθηκαν στην υπόθεση C-459/11, με τη διαφορά ότι τα ερωτήματα 2 και 3 αφορούν προσωπικούς υπολογιστές αντί για εκτυπωτές. Στην υπόθεση C-460/11, υποβλήθηκαν μόνον τα τρία πρώτα ερωτήματα και αφορούν εκτυπωτές.


24 –      «angemessene Vergütung» (βλ. ανωτέρω υποσημείωση 20).


25 – Βλ., π.χ., αποφάσεις Padawan και Stichting de Thuiskopie (προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 11 ανωτέρω).


26 –      Βλ., επίσης, την απόφαση Padawan (σκέψεις 35 και 36).


27 –      Βλ., π.χ., αιτιολογικές σκέψεις 5 έως 7, 39, 44 και 47 του προοιμίου.


28 –      Βλ., π.χ., αιτιολογικές σκέψεις 4 και 21 του προοιμίου.


29 –      Βλ., π.χ., απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C‑298/00 P, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I‑4087, σκέψη 97).


30 –      Της 22ας Δεκεμβρίου 1998 (ΕΕ 1999, C 73, σ. 1).


31 –      Βλ. επίσης, π.χ., αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2005, C-154/04 και C-155/04, Alliance for Natural Health κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. I-6451, σκέψη 92), και της 10ης Ιανουαρίου 2006, C-344/04, IATA και ELFAA (Συλλογή 2006, σ. I-403, σκέψη 76).


32 –      Βλ. υποσημείωση 20 ανωτέρω.


33 –      Συναφώς, πρέπει να αναφερθεί το άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προστατεύει το δικαίωμα, μεταξύ άλλων, χρήσης και διάθεσης των νομίμως κτηθέντων αγαθών, συμπεριλαμβανομένης της πνευματικής ιδιοκτησίας, και ορίζει ότι κανείς δεν μπορεί να στερείται την ιδιοκτησία του, «παρά μόνον για λόγους δημόσιας ωφέλειας, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον νόμο και έναντι δίκαιης και έγκαιρης αποζημίωσης για την απώλειά [της]». Βλ. επίσης το άρθρο 1 του προσθέτου πρωτοκόλλου στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.


34 –      Η αιτιολογική σκέψη 32 της οδηγίας 2001/29 αναφέρει ότι ο κατάλογος δεν είναι εξαντλητικός και «λαμβάνει δεόντως υπόψη τις διαφορετικές νομικές παραδόσεις των κρατών μελών». Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι ο κατάλογος αυτός αποτελεί στην πραγματικότητα έναν συνδυασμό από προϋπάρχουσες εξαιρέσεις και περιορισμούς που υπάρχουν στις διάφορες εθνικές νομοθεσίες, γεγονός που εξηγεί τις περιοχές επικάλυψης (η αρχική πρόταση της Επιτροπής για την οδηγία περιείχε μόνο οκτώ εξαιρέσεις ή περιορισμούς· ο κατάλογος έγινε μεγαλύτερος και πιο λεπτομερής κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας).


35 –      Βλ. σημεία 15 έως 21 ανωτέρω.


36 –      Βλ. υποσημείωση 20 ανωτέρω.


37 –      Βλ. International Survey on Private Copying Law & Practice, Stichting de Thuiskopie, 2012, σ. 9.


38 –      Υπόθεση C‑521/11, Amazon.com International Sales Inc. κ.λπ. Φαίνεται ότι στην Αυστρία το 50 % των ποσών που εισπράττονται προορίζονται με νόμο για κοινωνικούς ή πολιτιστικούς σκοπούς.


39 –      Βλ. σημεία 13 και 14 ανωτέρω. Επισημαίνω ότι στην απόφαση εκείνη οι αιτιολογικές σκέψεις του προοιμίου αναφέρονται, εκ παραδρομής ίσως, ως «διατάξεις» της οδηγίας.


40 – Η περιγραφή που ακολουθεί δεν αποσκοπεί στη διεξοδική ή πλήρη παρουσίαση, αλλά παρατίθεται μόνο για να σκιαγραφήσει το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι περισσότερες από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στα προδικαστικά ερωτήματα.


41 – Στην παραπάνω περίληψη, αναφέρθηκα στις αναλογικές εικόνες με όρους οπτικής, αλλά παρόμοιες τεχνικές εφαρμόζονται στην περίπτωση της αναπαραγωγής για άτομα με προβλήματα όρασης. Οι εκτυπωτές braille παράγουν κείμενο από ψηφιακά δεδομένα με τον ίδιο περίπου τρόπο όπως οι εκτυπωτές και χρησιμοποιούν το χαρτί ως μέσο εξόδου. Άλλες συσκευές μπορούν να παράγουν ανάγλυφες εκδόσεις των εικόνων οι οποίες γίνονται οπτικά αντιληπτές από αυτόν που τις παρατηρεί. Θεωρώ ότι και οι αναπαραγωγές αυτές εμπίπτουν στο δικαίωμα αναπαραγωγής και, επομένως, στο άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας. Πρέπει να θεωρηθεί ότι συμπεριλαμβάνονται στην ανάλυσή μου, παρόλο που, για λόγους λεκτικής απλότητας, θα αναφέρομαι σε αναλογική είσοδο και έξοδο κατά κύριο λόγο με όρους οπτικής.


42 –      Στην αιτιολογική έκθεση της αρχικής πρότασης για την οδηγία, η Επιτροπή ανέφερε: «Η διάταξη αυτή περιορίζεται μόνο στη φωτοαναπαραγωγή, δηλαδή στις τεχνικές που επιτρέπουν τη δημιουργία μιας τηλεομοιοτυπίας, ή με άλλα λόγια μιας εκτύπωσης σε χαρτί. Δεν βασίζεται στην τεχνική που χρησιμοποιείται, αλλά στο αποτέλεσμα που επιτυγχάνεται το οποίο πρέπει να παράγεται σε χαρτί». Παρά το γεγονός ότι η δήλωση αυτή επικεντρώνεται στο αποτέλεσμα και όχι στην πηγή, έχω τη γνώμη ότι ο όρος «τηλεομοιοτυπία» συνεπάγεται, κατ’ ανάγκη, ότι η πηγή και το αποτέλεσμα είναι όμοια.


43 –      Βλ. σημείο 9 ανωτέρω.


44 – Πράσινο Βιβλίο για το δικαίωμα δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα στην κοινωνία των πληροφοριών [COM(95) 382 τελικό], πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την εναρμόνιση ορισμένων θεμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία των πληροφοριών [COM(97) 628 τελικό] (βλ. επίσης υποσημείωση 42 ανωτέρω), και τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας [COM(99) 250 τελικό].


45 –      Βλ., επίσης, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, C‑5/08, Infopaq International (Συλλογή 2009, σ. I‑6569, σκέψη 64).


46 –      Βλ., συναφώς, σημεία 41 και 42 ανωτέρω.


47 – Σκέψεις 38 έως 50. Βλ. επίσης απόφαση Stichting de Thuiskopie (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 11), σκέψεις 18 έως 29.


48 –      Απόφαση Padawan, σκέψεις 51 έως 59.


49 –      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2008, C‑275/06, Promusicae (Συλλογή 2008, σ. I‑271, σκέψη 68).


50 –      Βλ. αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας.


51 –      Βλ., συναφώς, σημεία 13 και 14 ανωτέρω.


52 –      Επισημαίνεται σε αρκετές από τις παρατηρήσεις των διαδίκων ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, διαφέρει στα γερμανικά: επιβάλλει να ληφθούν υπόψη κατά πόσονέχουν εφαρμοστεί τα εν λόγω μέτρα («ob technische Maßnahmen […] angewendet wurden»). Η απόδοση στα ισπανικά είναι παρόμοια («si se aplican o no»), ενώ η απόδοση σε άλλες γλώσσες είναι πλησιέστερη προς την ουδέτερη διατύπωση στα αγγλικά ή στα γαλλικά.


53 –      Η αιτιολογική σκέψη 35 της οδηγίας ορίζει τα εξής: «Για τον καθορισμό του ύψους της δίκαιης αποζημίωσης θα πρέπει να λαμβάνεται πλήρως υπόψη ο βαθμός χρήσης των μέτρων τεχνολογικής προστασίας που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία».


54 –      Η ύπαρξη αυτών των μέτρων (που περιλαμβάνουν τη χρήση ολογραμμάτων, υδατογραφημάτων και ειδικών μελανών) εξηγεί αναμφίβολα γιατί το άρθρο 6, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2001/29 αναφέρεται, στο πλαίσιο της προστασίας που πρέπει να προβλέπεται για την καταπολέμηση της καταστρατήγησης των αποτελεσματικών τεχνολογικών μέτρων, στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας.


55 –      Βλ. κοινή θέση του Συμβουλίου (ΕΚ) 48/2000 (ΕΕ 2000, C 344, σ. 1, σημείο 24 του σκεπτικού του Συμβουλίου).


56 –      Fair compensation for private copying in a converging environment, Δεκέμβριος 2006, προσκομισθέν από τη Fujitsu, σ. 60 και 61.


57 –      Βλ. υποσημείωση 11, σημεία 40 και 42. (Η απόφαση στα αγγλικά χρησιμοποιεί στη σκέψη 40 τη λέξη «recompense», πιστεύω όμως ότι η λέξη αυτή δεν αποδίδει ορθά τη γαλλική λέξη «contrepartie» ή την ισπανική «contrapartida».)


58 –      Βλ., επίσης, υποσημείωση 53, ανωτέρω. Η απόδοση της οδηγίας στα γερμανικά στηρίζει την άποψη αυτή ακόμη περισσότερο.


59 –      Βλ. σημείο 35 ανωτέρω.


60 –      Σκέψεις 39, 40 και 45.


61 –      Βλ. υποσημείωση 33 ανωτέρω.


62 –      Βλ. σημείο 9 ανωτέρω.


63 –      Βλ. υποσημείωση 18 ανωτέρω.


64 –      Βλ., προσφάτως, απόφαση της 24ης Μαΐου 2012, C-97/11, Amia (σκέψη 28).


65 –      Βλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006, C‑212/04, Αδενέλερ κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑6057, σκέψεις 113 έως 115).


66 –      Όπ.π. (σκέψη 123). Βλ., επίσης, απόφαση της 23ης Ιουλίου 2009, C-261/07 και C‑299/07, VTB-VAB και Galatea (Συλλογή 2009, σ. I‑2949, σκέψη 39).


67 –      Βλ. απόφαση VTB-VAB και Galatea (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 66, σκέψη 35).


68 – Ορισμένοι διάδικοι αναφέρουν με τις παρατηρήσεις τους ότι οι εκτυπωτές και οι προσωπικοί υπολογιστές έχουν έναν τυπικό κύκλο ζωής τριών ή τεσσάρων ετών. Η ίδια συλλογιστική (αν και όχι απαραίτητα ο ίδιος κύκλος ζωής) μπορεί να εφαρμοστεί στο τέλος που επιβάλλεται, πριν από οποιαδήποτε αναπαραγωγή, στην πώληση άγραφων υποθεμάτων για τη χρηματοδότηση της δίκαιης αποζημίωσης που παρέχεται λόγω της αναπαραγωγής ηχητικού ή οπτικοακουστικού υλικού.


69 –      Σημείο 51 της αιτιολογικής εκθέσεως.