Language of document : ECLI:EU:C:2013:338

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 30ής Μαΐου 2013 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Μεταφορές – Οδηγία 91/440/ΕΟΚ – Ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων – Οδηγία 2001/14/ΕΚ– Κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών – Άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2001/14 – Κατ’ επανάληψη μη ισοσκελισμένοι λογαριασμοί αποτελεσμάτων χρήσεως – Άρθρα 6, παράγραφος 1, και 7, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 91/440 – Μη παροχή κινήτρων στους διαχειριστές υποδομής – Άρθρα 7, παράγραφος 3, και 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/14 – Υπολογισμός του τέλους για την ελάχιστη πρόσβαση»

Στην υπόθεση C‑512/10,

με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, η οποία ασκήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 2010,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον H. Støvlbæk και την K. Herrmann, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Δημοκρατίας της Πολωνίας, εκπροσωπούμενης από τον M. Szpunar και από τις K. Bożekowska-Zawisza και M. Laszuk,

καθής,

υποστηριζόμενης από:

την Τσεχική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και T. Müller, καθώς και από τη J. Očková,

και την Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον S. Fiorentino, avvocato dello Stato,

παρεμβαίνουσες,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet (εισηγητή), E. Levits, J.-J. Kasel και M. Berger, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen

γραμματέας: A. Impellizzeri, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Σεπτεμβρίου 2012,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας:

–        μη λαμβάνοντας τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλισθεί ότι ο φορέας στον οποίο έχει ανατεθεί η άσκηση των βασικών καθηκόντων που διαλαμβάνονται στο παράρτημα II της οδηγίας 91/440/EOK του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων (ΕΕ L 237, σ. 25), όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2004/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004 (ΕΕ L 164, σ. 164, και –διορθωτικό– ΕΕ L 220, σ. 58, στο εξής: οδηγία 91/440), είναι ανεξάρτητος από την επιχείρηση που παρέχει υπηρεσίες σιδηροδρομικών μεταφορών·

–        μη λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα για την έγκαιρη διασφάλιση του ισοζυγίου του διαχειριστή της υποδομής,

–        παραλείποντας να θεσπίσει καθεστώς παροχής κινήτρων με σκοπό την ενθάρρυνση του διαχειριστή να μειώσει το κόστος και τα τέλη χρήσεως της υποδομής, και

–        μη διασφαλίζοντας την προσήκουσα μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη των διατάξεων περί χρεώσεων για τη χρήση της σιδηροδρομικής υποδομής οι οποίες διαλαμβάνονται στην οδηγία 2001/14/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής, καθώς και με την πιστοποίηση ασφαλείας (ΕΕ L 75, σ. 29), όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004 (ΕΕ L 164, σ. 44, στο εξής: οδηγία 2001/14),

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 6, παράγραφος 3, και από το παράρτημα II της οδηγίας 91/440, από τα άρθρα 4, παράγραφος 2, 6, παράγραφοι 2 και 3, 7, παράγραφος 3, 8, παράγραφος 1, και 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/14, καθώς και από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ιδίας αυτής οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 91/440.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

2        Το άρθρο 7, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 91/440 όριζε τα εξής:

«3.      Τα κράτη μέλη μπορούν επιπλέον να χορηγούν στον διαχειριστή της υποδομής, [στο πλαίσιο] των άρθρων [73 ΕΚ], [87 ΕΚ] και [88 ΕΚ], χρηματοδότηση επαρκή σε σχέση με τα καθήκοντα, τις διαστάσεις και τις χρηματοπιστωτικές ανάγκες, ιδίως για την κάλυψη νέων επενδύσεων.

4.      Στο πλαίσιο της γενικής πολιτικής που καθορίζεται από το κράτος, ο διαχειριστής της υποδομής καταρτίζει ένα επιχειρηματικό πρόγραμμα το οποίο περιλαμβάνει επενδυτικά και χρηματοδοτικά προγράμματα. Το πρόγραμμα καταρτίζεται έτσι ώστε να διασφαλίζεται η βέλτιστη και αποτελεσματική χρήση και ανάπτυξη της υποδομής, και, παράλληλα, να διασφαλίζεται ο ισοσκελισμός του ισοζυγίου και να παρέχονται μέσα για την επίτευξη αυτών των στόχων.»

3        Το άρθρο 6 της οδηγίας 2001/14 όριζε τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη [καθορίζουν] τις προϋποθέσεις, συμπεριλαμβανομένων κατά περίπτωση και προκαταβολών, ώστε να εξασφαλίζεται ότι, υπό κανονικές επιχειρηματικές συνθήκες και για εύλογο χρονικό διάστημα, οι λογαριασμοί ενός διαχειριστή υποδομής ισοσκελίζουν τουλάχιστον τα έσοδα από τα τέλη υποδομής, τα πλεονάσματα από άλλες εμπορικές δραστηριότητες και την κρατική χρηματοδότηση έναντι των δαπανών υποδομής.

Με την επιφύλαξη ενδεχόμενου μακροπρόθεσμου στόχου κάλυψης, από τους χρήστες, του κόστους υποδομής όλων των τρόπων μεταφοράς, βάσει δικαίου και αμερόληπτου διατροπικού ανταγωνισμού, όταν οι σιδηροδρομικές μεταφορές είναι σε θέση να ανταγωνίζονται άλλους τρόπους μεταφοράς, εντός του πλαισίου χρέωσης που προβλέπεται στα άρθρα 7 και 8, ένα κράτος μέλος μπορεί να ζητεί από τον διαχειριστή υποδομής να ισοσκελίσει τους λογαριασμούς του χωρίς κρατική χρηματοδότηση.

2.      Στους διαχειριστές υποδομής, με τη δέουσα προσοχή σε θέματα ασφάλειας και συντήρησης και βελτίωσης της ποιότητας εξυπηρέτησης της υποδομής, παρέχονται κίνητρα για τη μείωση του κόστους παροχής της υποδομής και του επιπέδου τελών πρόσβασης.

3.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η διάταξη της παραγράφου 2 εφαρμόζεται είτε μέσω συμβατικής συμφωνίας μεταξύ της αρμόδιας αρχής και του διαχειριστή υποδομής που να καλύπτει περίοδο τουλάχιστον τριών ετών και να προβλέπει την κρατική χρηματοδότηση είτε μέσω της θέσπισης κατάλληλων ρυθμιστικών μέτρων με τις δέουσες εξουσίες.

[…]»

4        Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/14:

«Με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 ή 5 ή του άρθρου 8, το τέλος για την ελάχιστη δέσμη πρόσβασης και [την] τροχαία πρόσβαση σε εγκαταστάσεις υπηρεσιών ορίζεται ίσο με το κόστος που προκύπτει άμεσα ως αποτέλεσμα της εκτέλεσης των σιδηροδρομικών υπηρεσιών.»

5        Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προέβλεπε ότι:

«Ένα κράτος μέλος, προκειμένου να εξασφαλίσει την πλήρη ανάκτηση του κόστους που προκύπτει για τον διαχειριστή υποδομής, δύναται, εφόσον η αγορά μπορεί να το ανεχθεί, να εισπράττει υψηλότερα τέλη με βάση αποτελεσματικές, διαφανείς και χωρίς διακρίσεις αρχές, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη βέλτιστη ανταγωνιστικότητα, ιδίως όσον αφορά τις διεθνείς σιδηροδρομικές μεταφορές φορτίου. Το σύστημα χρέωσης πρέπει να σέβεται τις αυξήσεις της παραγωγικότητας που επιτυγχάνουν οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις.

Οι χρεώσεις δεν πρέπει, ωστόσο, να είναι τόσο υψηλές ώστε να αποκλείονται από τη χρήση της υποδομής τομείς της αγοράς οι οποίοι μπορούν να καταβάλλουν τουλάχιστον τη δαπάνη που προκύπτει άμεσα, λόγω της εκμετάλλευσης των σιδηροδρομικών υπηρεσιών, συν ένα ποσοστό [αποδοτικότητας] που μπορεί να ανεχθεί η αγορά.»

 Το πολωνικό δίκαιο

 Ο νόμος του 2000

6        Το άρθρο 15 του νόμου περί μεταβιβάσεως, αναδιαρθρώσεως και ιδιωτικοποιήσεως της δημόσιας επιχειρήσεως Polskie Koleje Państwowe (ustawa o komercjalizacji, restrukturyzacji prywatyzacji przedsiębiorstwa państwowego «Polskie Koleje Państwowe»), της 8ης Σεπτεμβρίου 2000 (Dz. U. 2000, αριθ. 84, σημείο 948), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση διαφοράς (στο εξής: νόμος του 2000), ορίζει τα εξής:

«1.      Η PKP SA προβαίνει στη σύσταση κεφαλαιουχικής εταιρίας, με την επωνυμία “PKP Polskie Linie Kolejowe Spółka Akcyjna”, στην οποία ανατίθεται η διαχείριση των σιδηροδρομικών γραμμών (εταιρία καλούμενη εφεξής “PLK SA”).

[...]

4.      Η PLK SA καθίσταται διαχειρίστρια των σιδηροδρομικών γραμμών κατά την έννοια του νόμου [περί σιδηροδρομικών μεταφορών (ustawa o transporcie kolejowym), της 28ης Μαρτίου 2007 (Dz. U. 2007, αριθ. 16, σημείο 94, στο εξής: νόμος περί σιδηροδρομικών μεταφορών].»

 Ο νόμος περί σιδηροδρομικών μεταφορών

7        Κατά το άρθρο 33, παράγραφοι 1 έως 8, του νόμου αυτού:

«1.      Ο διαχειριστής καθορίζει το ύψος των τελών που οφείλουν οι σιδηροδρομικοί μεταφορείς για τη χρήση των υποδομών.

2.      Το βασικό τέλος χρήσεως σιδηροδρομικής υποδομής καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη το κόστος, το οποίο βαρύνει τον διαχειριστή και συναρτάται άμεσα με την παροχή σιδηροδρομικών υπηρεσιών.

3.      Το τέλος χρήσεως σιδηροδρομικής υποδομής αποτελείται από το βασικό τέλος και τα πρόσθετα τέλη.

3a.      Στο πλαίσιο του βασικού τέλος, ο διαχειριστής επιβάλλει χωριστό τέλος για

1)      την ελάχιστη πρόσβαση στην σιδηροδρομική υποδομή, περιλαμβανομένων των υπηρεσιών που διαλαμβάνονται στο μέρος I, παράγραφος 1, του παραρτήματος του νόμου·

2)      την πρόσβαση στις εγκαταστάσεις που συνδέονται με τη συντήρηση των συρμών, περιλαμβανομένων των υπηρεσιών που διαλαμβάνονται στο μέρος I, παράγραφος 2, του παραρτήματος του νόμου.

4.      Το βασικό τέλος για την ελάχιστη πρόσβαση στη σιδηροδρομική υποδομή νοείται ως το γινόμενο των κινήσεων συρμών επί τους συντελεστές μονάδας που καθορίζονται αναλόγως της κατηγορίας της σιδηροδρομικής γραμμής και του είδους του συρμού, τούτο δε χωριστά για τη μεταφορά επιβατών και τη μεταφορά εμπορευμάτων.

4a.      Ο διαχειριστής μπορεί να επιβάλλει ελάχιστο συντελεστή μονάδας βασικού τέλος για την ελάχιστη πρόσβαση στη σιδηροδρομική υποδομή. Ο ελάχιστος συντελεστής ισχύει ισοδυνάμως για όλους τους σιδηροδρομικούς μεταφορείς επιβατών για τη χρήση της σιδηροδρομικής υποδομής που συνδέεται με δραστηριότητες ασκούμενες βάσει συμβάσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

[…]

4c.      Το βασικό τέλος για την πρόσβαση στις εγκαταστάσεις συντηρήσεως των συρμών νοείται ως το γινόμενο των υπηρεσιών που ζητήθηκαν επί τον αντίστοιχο συντελεστή μονάδας, το ύψος του οποίου κυμαίνεται αναλόγως του είδους των υπηρεσιών που διαλαμβάνονται στο μέρος I, παράγραφος 2, του παραρτήματος του νόμου.

5.      Ο ενιαίος συντελεστής του βασικού τέλους για την ελάχιστη πρόσβαση στη σιδηροδρομική υποδομή καθορίζεται ανά συρμό και για χιλιόμετρο μετακινήσεως.

5a.      Για να καθορίσει τους ενιαίους συντελεστές του βασικού τέλους, ο διαχειριστής αφαιρεί από το προβλεπόμενο ποσό εξόδων για τη διάθεση της σιδηροδρομικής υποδομής στους σιδηροδρομικούς μεταφορείς την επιδότηση που προβλέπεται για την ανακαίνιση και τη συντήρηση της υποδομής και η οποία προέρχεται από τον κρατικό προϋπολογισμό ή από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως και τα προβλεπόμενα έσοδα από το Ταμείο Σιδηροδρόμων.

[…]

5c.      Η αύξηση των ενιαίων συντελεστών του βασικού τέλους για τις σιδηροδρομικές μεταφορές προσώπων βάσει συμβάσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, κατά το χρονικό διάστημα που ισχύουν οι πίνακες δρομολογίων κατά την έννοια του άρθρου 30, παράγραφος 5, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ύψος του δείκτη πληθωρισμού που προβλέπεται στο σχέδιο του νόμου περί προϋπολογισμού του αντιστοίχου έτους.

6.      Ο διαχειριστής οφείλει να δημοσιοποιεί, κατά την ισχύουσα πρακτική, το ύψος και τα είδη των συντελεστών του βασικού τέλους και των πρόσθετων τελών, διακρίνοντας μεταξύ μεταφοράς επιβατών και μεταφοράς εμπορευμάτων.

7.      Οι συντελεστές μονάδας του βασικού τέλους και των πρόσθετων τελών, εκτός των τελών χρήσεως του ρεύματος έλξεως, διαβιβάζονται συνοδευόμενα από υπολογισμό του ύψους τους στον πρόεδρο του [Οργανισμού Σιδηροδρομικών Μεταφορών].

8.      Ο πρόεδρος του Οργανισμού Σιδηροδρομικών Μεταφορών εγκρίνει τους διαλαμβανόμενους στην παράγραφο 7 [του παρόντος άρθρου] συντελεστές, εντός 30 ημερών από τη λήψη τους, ή άλλως αρνείται εφόσον διαπιστώνει παραβάσεις των κανόνων των παραγράφων 2 έως 6, του [παρόντος] άρθρου, του άρθρου 34 ή των διατάξεων που έχουν θεσπισθεί βάσει του άρθρου 35.»

8        Το άρθρο 38a, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου περί σιδηροδρομικών μεταφορών ορίζει ότι:

«1.      Ο Υπουργός Μεταφορών δύναται να συγχρηματοδοτεί από τον κρατικό προϋπολογισμό ή από το Ταμείο Σιδηροδρόμων τα έξοδα ανακαινίσεως και συντηρήσεως των σιδηροδρομικών υποδομών, προκειμένου να μειωθούν τα έξοδα και το ύψος των τελών χρήσεως, εφόσον ο διαχειριστής διαθέτει την υποδομή σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζει ο νόμος.

2.      Το έργο που διαλαμβάνεται στην παράγραφο 1 υλοποιείται βάσει συμβάσεως συναπτομένης μεταξύ του Υπουργού Μεταφορών και του διαχειριστή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο ή ίσο των 3 ετών.»

 Η υπουργική απόφαση του 2009

9        Η απόφαση του [αρμόδιου για τις μεταφορές] Υπουργού Υποδομών, περί προϋποθέσεων προσβάσεως και χρήσεως της σιδηροδρομικής υποδομής (rozporządzenie Ministra Infrastruktury w sprawie warunków dostępu i korzystania z infrastruktury kolejowej), της 27ης Φεβρουαρίου 2009 (Dz. U. 2009, αριθ. 35, σημείο 274, στο εξής: υπουργική απόφαση του 2009), ορίζει στο άρθρο της 6 ότι:

«Το βασικό τέλος που διαλαμβάνεται στο άρθρο 33, παράγραφος 4, του [νόμου περί σιδηροδρομικών μεταφορών] υπολογίζεται ως το γινόμενο του αριθμού των χιλιομέτρων ανά συρμό επί τον συντελεστή που ισχύει για την οικεία κατηγορία σιδηροδρομικής γραμμής, λαμβάνοντας υπόψη τη μέση ημερήσια κυκλοφορία και την από τεχνικής απόψεως επιτρεπόμενη ταχύτητα, βάσει και των ισχυόντων περιορισμών, καθώς και το είδος συρμού και το συνολικό μικτό βάρος του, όσον αφορά την οικεία διαδρομή.»

10      Κατά το άρθρο 7 της υπουργικής αποφάσεως του 2009:

«Οι συντελεστές μονάδας του διαλαμβανομένου στο άρθρο 6 βασικού τέλους καθορίζονται για:

1)      τους επιβατηγούς συρμούς,

2)      τους συρμούς μεταφοράς εμπορευμάτων.»

11      Το άρθρο 8 της υπουργικής αποφάσεως του 2009 προβλέπει τα εξής:

«1.      Κατά τον υπολογισμό των συντελεστών για την παραχώρηση της σιδηροδρομικής υποδομής, ο διαχειριστής λαμβάνει υπόψη:

1)      το άμεσο κόστος για την κάλυψη:

a)      των δαπανών συντηρήσεως,

b)      των δαπανών διαχειρίσεως της κυκλοφορίας,

c)      της αποσβέσεως·

2)      το έμμεσο κόστος της δραστηριότητας που περιλαμβάνει τα εύλογα έξοδα του διαχειριστή πέραν των μνημονευομένων στα σημεία 1 και 3·

3)      το χρηματοοικονομικό κόστος της αποπληρωμής των δανείων που έχει συνάψει ο διαχειριστής για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της παραχωρούμενης προς χρήση υποδομής·

4)      το κόστος εργασίας για την εκμετάλλευση που καθορίζεται για τις διάφορες κατηγορίες σιδηροδρομικών γραμμών και συρμών οι οποίες διαλαμβάνονται στο άρθρο 7.

2.      Ο συντελεστής εξαρτάται από την κατηγορία σιδηροδρομικής γραμμής και από το συνολικό μικτό βάρος του συρμού, διευκρινιζομένου ότι η αύξηση των παραμέτρων αυτών συνεπάγεται και την εφαρμογή υψηλότερου συντελεστή.

3.      Οι συντελεστές για τη μετακίνηση των συρμών που διαλαμβάνονται στο άρθρο 7 πρέπει να είναι ίσοι οσάκις πρόκειται για την ίδια κατηγορία γραμμής και για συρμούς του ιδίου συνολικού μικτού βάρους.

4.      Οι συντελεστές για τους διαλαμβανόμενους στο άρθρο 7 συρμούς καταγράφονται σε πίνακες, των οποίων οι οριζόντιες σειρές αφορούν το μικτό βάρος των συρμών, ενώ οι κάθετες στήλες αφορούν τις σιδηροδρομικές γραμμές.»

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

12      Στις 10 Μαΐου 2007 η Επιτροπή απέστειλε ερωτηματολόγιο στη Δημοκρατία της Πολωνίας προκειμένου να διακριβώσει αν η δεύτερη είχε μεταφέρει προσηκόντως στην εσωτερική έννομη τάξη της τις οδηγίες 91/440, όπως έχει τροποποιηθεί με τις οδηγίες 2001/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, η οποία τροποποιεί την οδηγία 91/440 (ΕΕ L 75, σ. 1), 2001/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, η οποία τροποποιεί την οδηγία 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις άδειες σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις (ΕΕ L 75, σ. 26), και 2001/14 (στο εξής, από κοινού: πρώτη δέσμη μέτρων για τους σιδηροδρόμους). Οι πολωνικές αρχές απήντησαν στο ερωτηματολόγιο αυτό με την από 5 Ιουλίου 2007 επιστολή.

13      Στις 21 Οκτωβρίου 2007 η Επιτροπή ζήτησε επιπλέον διευκρινίσεις από τη Δημοκρατία της Πολωνίας, οι οποίες παρασχέθηκαν με την από 20 Δεκεμβρίου 2007 επιστολή.

14      Στις 26 Ιουνίου 2008, βάσει των στοιχείων που είχε κοινοποιήσει η Δημοκρατία της Πολωνίας, η Επιτροπή όχλησε αυτό το κράτος μέλος καλώντας το να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις της πρώτης δέσμης μέτρων για τους σιδηροδρόμους. Οι κύριες παρατυπίες που υποδείχθηκαν αφορούσαν την έλλειψη ανεξαρτησίας της PLK SA και την είσπραξη των τελών προσβάσεως στην υποδομή.

15      Η Δημοκρατία της Πολωνίας απήντησε στο ως άνω έγγραφο οχλήσεως της Επιτροπής στις 26 Αυγούστου 2008.

16      Στις 9 Οκτωβρίου 2009 η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στη Δημοκρατία της Πολωνίας, αφενός μεν προσάπτοντάς της ότι δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας του διαχειριστή της σιδηροδρομικής υποδομής έναντι των σιδηροδρομικών μεταφορέων, αφετέρου δε καλώντας αυτό το κράτος μέλος να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί προς την εν λόγω αιτιολογημένη γνώμη εντός προθεσμίας δύο μηνών από τη λήψη της.

17      Με την από 9 Δεκεμβρίου 2009 επιστολή, η Δημοκρατία της Πολωνίας απήντησε στην εν λόγω αιτιολογημένη γνώμη, αμφισβητώντας τις παραβάσεις που τις καταλόγιζε η Επιτροπή.

18      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

19      Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 13ης Απριλίου 2011, επετράπη στην Τσεχική Δημοκρατία και στην Ιταλική Δημοκρατία να παρέμβουν υπέρ της Δημοκρατίας της Πολωνίας.

20      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 12 Απριλίου 2013, η Επιτροπή γνωστοποίησε στο Δικαστήριο ότι παραιτείται από την τρίτη αιτίαση της προσφυγής της, η οποία αντλείται από παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 91/440, και των άρθρων 4, παράγραφος 2, και 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/14.

21      Με τις παρατηρήσεις της επί της παραιτήσεως αυτής, η Δημοκρατία της Πολωνίας ζήτησε να καταδικασθεί η Επιτροπή στα σχετικά με την ως άνω αιτίαση δικαστικά έξοδα.

 Επί της προσφυγής

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία αντλείται από την ύπαρξη κατ’ επανάληψη μη ισοσκελισμένων λογαριασμών αποτελεσμάτων χρήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

22      Η Επιτροπή προσάπτει στη Δημοκρατία της Πολωνίας ότι δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα για την έγκαιρη διασφάλιση ισοσκελισμένων λογαριασμών αποτελεσμάτων χρήσεως του διαχειριστή υποδομής, δηλαδή της PLK SA, κατά παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει αυτό το κράτος μέλος από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/14, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 91/440. Η Επιτροπή διευκρινίζει συναφώς ότι από την απάντηση του εν λόγω κράτους μέλους στην αιτιολογημένη γνώμη προκύπτει ότι τα έξοδα και τα έσοδα της PLK SA θα είναι ισοσκελισμένα μόλις το 2012.

23      Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι το ισοζύγιο του διαχειριστή της υποδομής είναι ισοσκελισμένο λαμβανομένου υπόψη του αποτελέσματος της χρήσεως προ των αποσβέσεων. Από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/14 ουδόλως προκύπτει, όμως, ότι ο λογαριασμός αποτελεσμάτων χρήσεως πρέπει να ισοσκελισθεί περιλαμβανομένου του κόστους αποσβέσεως, ιδίως δε αυτού των σιδηροδρομικών γραμμών που καταργήθηκαν ή πρόκειται να καταργηθούν στο μέλλον, οπότε το κόστος της ενδεχόμενης ανακαινίσεώς τους δεν ελήφθη υπόψη κατά τον καθορισμό των τελών προσβάσεως στην υποδομή.

24      Όσον αφορά το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 91/440, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι, αφενός, τα άρθρα 33 έως 35 του νόμου περί σιδηροδρομικών μεταφορών, τα οποία αφορούν τα τέλη που επιβαρύνουν τους σιδηροδρομικούς μεταφορείς, διασφαλίζουν τη χρηματοδότηση της υποδομής και ότι, αφετέρου, ο κρατικός προϋπολογισμός και το Ταμείο Σιδηροδρόμων, εκ των οποίων μπορεί να χρηματοδοτηθεί το κόστος ανακαινίσεως και συντηρήσεως της υποδομής, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 38 και 38bis του νόμου αυτού, συνιστούν τη δεύτερη πηγή χρηματοδοτήσεως. Τα έσοδα που πραγματοποίησε η PLK SA στο πλαίσιο της ασκήσεως άλλων δραστηριοτήτων εκτός της παραχωρήσεως της σιδηροδρομικής υποδομής αποτελούν την τρίτη πηγή χρηματοδοτήσεώς της.

25      Όσον αφορά το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 91/440, η Δημοκρατία της Πολωνίας ισχυρίζεται ότι, βάσει του καταστατικού της, η PLK SA καταρτίζει ετήσια επιχειρηματικά σχέδια, των οποίων στοιχείο αποτελούν και τα ετήσια επενδυτικά προγράμματα που πρέπει να καταρτίζονται κατά τρόπο που να διασφαλίζει τη χρηματοδότησή τους από διαφορετικές πηγές επενδύσεων.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

26      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/14, τα κράτη μέλη καθορίζουν τις κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε να διασφαλίζεται ότι, υπό κανονικές επιχειρηματικές συνθήκες και για εύλογο χρονικό διάστημα, οι λογαριασμοί του διαχειριστή της υποδομής θα ισοσκελίζουν, τουλάχιστον, τα έσοδα από τα τέλη χρήσεως της υποδομής, τα πλεονάσματα από άλλες εμπορικές δραστηριότητες και την κρατική χρηματοδότηση έναντι των δαπανών υποδομής.

27      Κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, με τη διάταξη αυτή δεν επιβάλλεται στα κράτη μέλη η υποχρέωση να μεριμνούν για τον ισοσκελισμό κερδών και ζημιών του διαχειριστή της υποδομής, αλλά, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η Επιτροπή, απλώς την υποχρέωση χορηγήσεως της απαραίτητης χρηματοδοτήσεως προκειμένου να είναι ισοσκελισμένο το αποτέλεσμα χρήσεως πριν την αφαίρεση των αποσβέσεων.

28      Συναφώς, πρέπει καταρχάς να επισημανθεί ότι, μολονότι, σύμφωνα με τις αρχές της λογιστικής, η απόσβεση δεν αποτελεί «δαπάνη», έννοια που προϋποθέτει χρηματική ροή, αλλά βάρος για το οποίο δεν απαιτείται εκταμίευση, η χρήση του όρου αυτού στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/14 δεν μπορεί, πάντως, να θεωρηθεί καθοριστικής σημασίας, καθόσον το δεύτερο εδάφιο της ιδίας αυτής παραγράφου αφορά τις «δαπάνες υποδομής».

29      Πρέπει εν συνεχεία να επισημανθεί, όπως έπραξε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 55 των προτάσεών του, ότι η χρήση του όρου «προκαταβολές» στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/14, καθόσον δηλώνει καταρχήν ότι η διαλαμβανόμενη στη διάταξη αυτή υποχρέωση δεν σκοπεί στη διασφάλιση της υπάρξεως ισοσκελισμένων λογαριασμών, αλλά στην προστασία της ρευστότητας του διαχειριστή, ενδέχεται να αποτελεί στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας την οποία υποστήριξε η Δημοκρατία της Πολωνίας.

30      Ωστόσο, επιβάλλεται επίσης η επισήμανση, στην οποία προέβη και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 57 των προτάσεών του, ότι οι διατάξεις του άρθρου 7 της οδηγίας 91/440, βάσει των οποίων προβλέπεται στην παράγραφο 3 και στην παράγραφο 4 του άρθρου αυτού, αντιστοίχως, αφενός η δυνατότητα των κρατών μελών να χορηγούν στον διαχειριστή της υποδομής επαρκή χρηματοδότηση λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων, του μεγέθους και των χρηματοοικονομικών αναγκών του, και, αφετέρου, η υποχρέωση του διαχειριστή της υποδομής να καταρτίσει επιχειρηματικό σχέδιο δυνάμενο να διασφαλίσει τον ισοσκελισμό του λογαριασμού των αποτελεσμάτων χρήσεως στο πλαίσιο της γενικής πολιτικής που καθορίζεται από το Δημόσιο, σκοπούν ακριβώς στη διασφάλιση της ρευστότητας του διαχειριστή της υποδομής.

31      Συνεπώς, εάν ερμηνευόταν ως έχον την έννοια ότι η υποχρέωση ισοσκελισμού των λογαριασμών αποτελεσμάτων χρήσεως του διαχειριστή της υποδομής δεν σκοπεί στην διασφάλιση της υπάρξεως ισοσκελισμένων λογαριασμών, αλλά στην προστασία της ρευστότητας του διαχειριστή αυτού, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/14 θα στερούταν ιδίου πεδίου εφαρμογής σε σχέση με το άρθρο 7, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 91/440.

32      Πρέπει, εξάλλου, να επισημανθεί ότι, κατά το άρθρο 35, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της τέταρτης οδηγίας 78/660/EOK του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, βασιζομένη στο άρθρο [44, παράγραφος 2, στοιχείο ζ΄, ΕΚ], περί των ετησίων λογαριασμών εταιριών ορισμένων μορφών (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/002, σ. 1), η εγγραφή της αποσβέσεως των στοιχείων ενεργητικού αποτελεί λογιστική υποχρέωση, χωρίς την οποία οι ετήσιοι λογαριασμοί κεφαλαιουχικής εταιρίας, όπως είναι η PLK SA, δεν θα απέδιδαν με ακρίβεια τα περιουσιακά στοιχεία της, την χρηματοοικονομική κατάστασή της και τα αποτελέσματά της χρήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας.

33      Πρέπει επίσης να επισημανθεί, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 59 των προτάσεών του, ότι η ανάγκη αποσβέσεως της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού δεν εξαρτάται από το ζήτημα αν η επιχείρηση προτίθεται να ανανεώσει πάγιο στοιχείο του ενεργητικού ή όχι.

34      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η υποχρέωση την οποία προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/14 πρέπει να ερμηνευθεί ως έχουσα την έννοια ότι σκοπεί στον από λογιστικής απόψεως ισοσκελισμό του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως του διαχειριστή της υποδομής.

35      Τυχόν έλλειμμα του λογαριασμού των αποτελεσμάτων χρήσεως του διαχειριστή υποδομής δεν αρκεί πάντως αφεαυτού για να γίνει δεκτό ότι το καθού κράτος μέλος δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το εν λόγω άρθρο 6, παράγραφος 1. Συγκεκριμένα, για να γίνει δεκτό κάτι τέτοιο απαιτείται επίσης να αποδειχθεί, κατά το γράμμα της διατάξεως αυτής, ότι το έλλειμμα των λογαριασμών εμφανίζεται «υπό κανονικές επιχειρηματικές συνθήκες» και «για εύλογο χρονικό διάστημα».

36      Η Επιτροπή διατείνεται συναφώς ότι, εάν η PLK SA συσσωρεύει ζημίες ύψους ισοδύναμου με αυτό που αναφέρει η Δημοκρατία της Πολωνίας στην απάντησή της στο έγγραφο οχλήσεως, θα είναι αδύνατο να ισοσκελισθεί ο λογαριασμός των αποτελεσμάτων χρήσεως, κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/14. Η Επιτροπή φρονεί επίσης ότι το κράτος μέλος αυτό δεν χορήγησε στον διαχειριστή της υποδομής επαρκή χρηματοδότηση σε σχέση με τα καθήκοντά του, το μέγεθός του και τις χρηματοοικονομικές ανάγκες του.

37      Κατά τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής, το έλλειμμα της PLK SA από 2 % το 2006 έφτασε το 10 % (κατά τις προβλέψεις) το 2009. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, η κρατική χρηματοδότηση αυξήθηκε από το 10,8 % στο 19,3 % (κατά τις προβλέψεις), ενώ παράλληλα η κάλυψη του κόστους από τα έσοδα που αντλούνται από τα τέλη προσβάσεως στην υποδομή μειώθηκε από το 79,4 % το έτος 2006 στο 64,4 % το 2009 (κατά τις προβλέψεις).

38      Η Δημοκρατία της Πολωνίας ισχυρίζεται πάντως ότι το 2015 προβλέπεται ότι το Δημόσιο θα καλύψει τις δαπάνες που σχετίζονται με τις υποδομές μέχρις ποσοστού 37,5 %, στοιχείο που θα έχει ως συνέπεια, κατά την κυβέρνηση αυτή, τη σημαντική μείωση του ύψους των τελών για τους σιδηροδρομικούς μεταφορείς.

39      Με το υπόμνημά της ανταπαντήσεως, η Δημοκρατία της Πολωνίας υπενθυμίζει ότι προσκόμισε, με την απάντησή της στην αιτιολογημένη γνώμη, το κυβερνητικό σχέδιο βάσει του οποίου προβλέπεται η αύξηση της χρηματοδοτήσεως του διαχειριστή της υποδομής, με σκοπό τον ισοσκελισμό του προϋπολογισμού του έτους 2012. Εξάλλου, το καθού κράτος μέλος σκοπεί να επιτύχει τον ισοσκελισμό του προϋπολογισμού και κατά το στάδιο του προγραμματισμού των εσόδων και εξόδων της PLK SA. Επισημαίνοντας ότι το τελικό αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί από τις εξελίξεις στον χώρο της οικονομίας, η Δημοκρατία της Πολωνίας διευκρινίζει ότι το 2009 ο όγκος της σιδηροδρομικής μεταφοράς εμπορευμάτων μειώθηκε κατά 17 % σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

40      Επισημαίνεται συναφώς ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/14 δεν παρέχει καμία διευκρίνιση ως προς την εφαρμογή του κριτηρίου του «εύλογου χρονικού διαστήματος», το οποίο, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2012/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου (ΕΕ L 343, σ. 32), με την οποία καταργήθηκε μεταξύ άλλων η οδηγία 2001/14 από 15ης Δεκεμβρίου 2012, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε έτη.

41      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας χορήγησε στην PLK SA την πρώτη επιδότηση ύψους 340 εκατομμυρίων ζλότι (PLN) το 2006, αφότου ο διαχειριστής είχε αρχίσει να ασκεί τις δραστηριότητές του. Η ετήσια κρατική επιδότηση αυξήθηκε στα 900 εκατομμύρια PLN το 2010, για να φθάσει τα 1 200 εκατομμύρια PLN το 2012, έτος κατά τη διάρκεια του οποίου πρόκειται να ισοσκελισθεί ο λογαριασμός αποτελεσμάτων χρήσεως. Τέλος, κατά τα επόμενα έτη η εν λόγω επιδότηση πρόκειται να αυξάνεται κατά 100 εκατομμύρια PLN ετησίως.

42      Βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, το πολωνικό σιδηροδρομικό δίκτυο είναι ιδιαιτέρως πυκνό, σε κακή κατάσταση και, σε μεγάλο βαθμό, ελάχιστα προσοδοφόρο. Επιπλέον, η ανεξάρτητη διαχείριση της σιδηροδρομικής υποδομής άρχισε μόλις πρόσφατα, δεδομένου ότι η πρώτη κρατική επιδότηση χορηγήθηκε το 2006. Ταυτόχρονα, παρά την επανειλημμένη χρηματοδότηση του διαχειριστή της υποδομής από το πολωνικό Δημόσιο, τα έσοδα του διαχειριστή μειώθηκαν, εν μέρει εξαιτίας της μείζονος οικονομικής κρίσεως που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο δημοσιονομικός προγραμματισμός του πολωνικού κράτους προβλέπει πάντως τον ισοσκελισμό του προϋπολογισμού κατά το έτος 2012.

43      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν καθόρισε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να διασφαλισθεί ότι, υπό κανονικές επιχειρηματικές συνθήκες και για εύλογο χρονικό διάστημα, οι λογαριασμοί του διαχειριστή της υποδομής θα ισοσκελίζουν τα έσοδα από τα τέλη χρήσεως της υποδομής έναντι των δαπανών υποδομής.

44      Ως εκ τούτου, η δεύτερη αιτίαση την οποία προέβαλε η Επιτροπή προς στήριξη της προσφυγής της πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της τρίτης αιτιάσεως, η οποία αντλείται από τη μη παροχή στον διαχειριστή κινήτρων για τη μείωση του κόστους παροχής της υποδομής και του ύψους των τελών προσβάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

45      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, παραλείποντας να θεσπίσει, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2001/14, καθεστώς παροχής κινήτρων με σκοπό την ενθάρρυνση του διαχειριστή να μειώσει το κόστος παροχής της υποδομής και το ύψος των τελών χρήσεως της υποδομής, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις αυτές.

46      Η Επιτροπή διατείνεται, ειδικότερα, ότι το άρθρο 38bis του νόμου περί σιδηροδρομικών μεταφορών δεν προβλέπει καθεστώς κινήτρων δυνάμενο να ενθαρρύνει τον διαχειριστή ώστε να προβεί σε μείωση του κόστους παροχής της υποδομής και του ύψους των τελών προσβάσεως.

47      Καταρχάς, η Δημοκρατία της Πολωνίας διατείνεται ότι η οδηγία 2001/14 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση θεσπίσεως κινήτρων με σκοπό την αύξηση της αποτελεσματικότητας των διαχειριστών υποδομής, χωρίς όμως να καθορίζει το είδος των μέτρων αυτών.

48      Εν συνεχεία, το εν λόγω κράτος μέλος υποστηρίζει ότι ο αρμόδιος για θέματα μεταφορών υπουργός συναποφασίζει κάθε έτος με την PKP SA, η οποία ελέγχεται εξ ολοκλήρου από το Δημόσιο Ταμείο, την παροχή χρηματικών ωφελημάτων στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της PLK SA με σκοπό την αύξηση της αποτελεσματικότητας του διαχειριστή της υποδομής.

49      Η Δημοκρατία της Πολωνίας διατείνεται επίσης ότι όσον αφορά την PLK SA χρησιμοποιούνται άλλα μέσα ασκήσεως διοικήσεως επιχειρήσεως, όπως η απόφαση βάσει της οποίας το κόστος των υπηρεσιών φυλάξεως των σιδηροδρόμων δεν έχει αντίκτυπο στο ύψος του τέλους προσβάσεως στην υποδομή, αλλά οι υπηρεσίες αυτές χρηματοδοτούνται από κεφάλαια της εταιρίας προερχόμενα από την άσκηση άλλων δραστηριοτήτων, καθώς και το γεγονός ότι το ύψος των δημοσίων κεφαλαίων που διατίθενται για την επιχειρησιακή δραστηριότητα του διαχειριστή εξαρτάται από την αποτελεσματικότητα της δραστηριότητάς του.

50      Τέλος, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι το άρθρο 33 του νόμου περί σιδηροδρομικών μεταφορών, βάσει του οποίου οι συντελεστές μονάδας των τελών υπόκεινται σε έγκριση του προέδρου του Οργανισμού Σιδηροδρομικών Μεταφορών, συνιστά εφαρμογή σε επαρκή βαθμό των κανονιστικών μέτρων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/14.

51      Η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η απαίτηση περί παροχής κινήτρων για τη μείωση του κόστους παροχής της υποδομής και του ύψους των τελών προσβάσεως αποτελεί τον τελικό σκοπό του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/14, δηλαδή κατάσταση που πρέπει να καταστεί πραγματικότητα. Όπως, όμως, ρητώς προβλέπει η διάταξη αυτή, απαιτείται να συντρέχουν οι αναγκαίες προς τούτο προϋποθέσεις. Επομένως, το κράτος μέλος, επιδιώκοντας την επίτευξη του σκοπού αυτού, πρέπει να μεριμνά για την ασφάλεια, τη διατήρηση και τη βελτίωση της ποιότητας της υπηρεσίας της υποδομής.

52      Η Τσεχική Δημοκρατία προσθέτει ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται σε περίπτωση κατά την οποία η υποδομή βρίσκεται σε κακή κατάσταση. Στην περίπτωση αυτή, η σύναψη συμβάσεως μεταξύ του κράτους μέλους και του διαχειριστή της υποδομής όσον αφορά τη χρηματοδότηση του κόστους επισκευής ή συντηρήσεως της υποδομής αποτελεί μέτρο προς την επίτευξη του τελικού σκοπού που καθορίζεται με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/14 και το οποίο πρέπει να θεωρηθεί επαρκές λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως της υποδομής.

53      Στην απάντησή της στο υπόμνημα παρεμβάσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ως άνω ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/14 είναι πεπλανημένη.

54      Κατά την Επιτροπή, από την εν λόγω διάταξη δεν προκύπτει ότι η προβλεπόμενη σ’ αυτήν υποχρέωση παροχής κινήτρων εξαρτάται από την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι σιδηροδρομικές υποδομές. Αντιθέτως, η υποχρέωση αυτή υφίσταται αυτοδικαίως. Επομένως, η σύναψη συμβάσεως μεταξύ του οικείου κράτους μέλους και του διαχειριστή της υποδομής με αντικείμενο τη χρηματοδότηση των εξόδων επισκευής και συντηρήσεως της υποδομής, άνευ παροχής κινήτρων στον διαχειριστή για τη μείωση του κόστους χρήσεως της υποδομής και το ύψος των τελών προσβάσεως δεν συνιστά εκπλήρωση της υποχρεώσεως που προβλέπει η εν λόγω διάταξη.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

55      Από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/14 προκύπτει ότι ο διαχειριστής της υποδομής, τηρώντας βεβαίως τις απαιτήσεις ασφάλειας και διατηρώντας και βελτιώνοντας την ποιότητα της υπηρεσίας υποδομής, ενθαρρύνεται με την παροχή κινήτρων να μειώσει το κόστος για την παραχώρηση της υποδομής και το ύψος των τελών προσβάσεως για τη χρήση της.

56      Το άρθρο 6, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι η υποχρέωση που απορρέει από την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού πρέπει να εκπληρωθεί είτε στο πλαίσιο συμβάσεως πολυετούς ισχύος, η οποία συνάπτεται μεταξύ του διαχειριστή της υποδομής και της αρμόδιας αρχής και προβλέπει την κρατική χρηματοδότηση, είτε με τη θέσπιση των κατάλληλων κανονιστικών μέτρων τα οποία προβλέπουν τις αναγκαίες αρμοδιότητες.

57      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 38bis, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου περί σιδηροδρομικών μεταφορών, μολονότι θέτει ως σκοπό τη μείωση των εξόδων και του ποσού των τελών χρήσεως, παραλείπει εντούτοις να καθορίσει τον μηχανισμό παροχής κινήτρων διά του οποίου θα επιτευχθεί ο σκοπός αυτός.

58      Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι με τον νόμο αυτό δεν θεσπίζονται τα κανονιστικά μέτρα με τα οποία θα παρέχονται οι αναγκαίες αρμοδιότητες προκειμένου ο διαχειριστής της υποδομής να λογοδοτεί για τη διαχείρισή του σε αρμόδια αρχή, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/14.

59      Κατά τα λοιπά, πρέπει να επισημανθεί ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν υποστηρίζει ότι τα μέτρα, τα οποία επικαλείται και τα οποία μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 48 και 49 της παρούσας αποφάσεως, ακόμη κι αν γίνει δεκτό ότι συνιστούν κίνητρα, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, περιέχονται σε σύμβαση πολυετούς ισχύος για τη χρηματοδότηση, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού.

60      Όσον αφορά, τέλος, τα επιχειρήματα της Τσεχικής Δημοκρατίας, αρκεί η διαπίστωση ότι τα κράτη μέλη, μολονότι από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/14 προκύπτει ότι οφείλουν, στο πλαίσιο της εφαρμογής των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου αυτού, να λαμβάνουν υπόψη την κατάσταση της υποδομής, δεν παύουν εντούτοις να υποχρεούνται είτε να συνάπτουν συμβάσεις χρηματοδοτήσεως πολυετούς ισχύος που θα περιλαμβάνουν την παροχή κινήτρων είτε να καθορίζουν το κατάλληλο προς τούτο κανονιστικό πλαίσιο.

61      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η τρίτη αιτίαση που προέβαλε η Επιτροπή προς στήριξη της προσφυγής της είναι βάσιμη.

 Επί της τετάρτης αιτιάσεως, σχετικά με τον υπολογισμό του τέλους ελάχιστης προσβάσεως στη σιδηροδρομική υποδομή

 Επιχειρήματα των διαδίκων

62      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 7, παράγραφος 3, και 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/14.

63      Υποστηρίζει ότι η έννοια του «κόστους που προκύπτει άμεσα ως αποτέλεσμα της εκτελέσεως των σιδηροδρομικών υπηρεσιών» κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 7, παράγραφος 3, παραπέμπει σ’ αυτήν του «οριακού κόστους». Η δεύτερη αυτή έννοια δηλώνει αποκλειστικώς, κατά την Επιτροπή, τις δαπάνες που προκαλεί η πραγματική κυκλοφορία συρμών και όχι τις πάγιες δαπάνες που καλύπτουν, πέραν αυτών που σχετίζονται με τη σιδηροδρομική εκμετάλλευση, τα γενικά έξοδα λειτουργίας της υποδομής τα οποία απαιτούνται ανεξαρτήτως της κυκλοφορίας συρμών.

64      Επιπλέον, η Επιτροπή διατείνεται ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας δέχθηκε στην απάντησή της στην αιτιολογημένη γνώμη ότι το ύψος των συντελεστών μονάδας του βασικού τέλους για την ελάχιστη πρόσβαση στην υποδομή εξαρτάται από τα έργα που έχουν προβλεφθεί όσον αφορά την εκμετάλλευση, από το προβλεπόμενο κόστος παροχής σιδηροδρομικής υποδομής στο πλαίσιο της ελάχιστης προσβάσεως και από την προβλεπόμενη χρηματοδότηση των επισκευών και της συντηρήσεως της σιδηροδρομικής υποδομής. Οι παράγοντες αυτοί, όμως, δεν συναρτώνται άμεσα με το κόστος της εκμεταλλεύσεως, αλλά σκοπούν στην ανάκτηση του συνόλου των εξόδων στα οποία έχει υποβληθεί ο διαχειριστής.

65      Όσον αφορά τις δυνατότητες προσαυξήσεως των τελών βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/14, η Επιτροπή διατείνεται ότι τα κράτη μέλη οφείλουν, όπως προκύπτει από την ερμηνεία του πρώτου εδαφίου της διατάξεως αυτής, σε συνδυασμό με το δεύτερο, να θέσουν σε λειτουργία μηχανισμό ελέγχου περιλαμβάνοντα όλους τους τομείς της αγοράς των σιδηροδρομικών μεταφορέων και τις δυνατότητές τους πληρωμής. Ο μηχανισμός αυτός θα έπρεπε να καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό των «αντοχών της αγοράς» και δυνατή τη διακρίβωση του ότι δεν αποκλείονται ορισμένοι τομείς της οι οποίοι, μέχρι τούδε, μπορούσαν να καταβάλλουν το τέλος ελάχιστης προσβάσεως στην υποδομή.

66      Ο νόμος περί σιδηροδρομικών μεταφορών, όμως, δεν προβλέπει τέτοιο μηχανισμό.

67      Όσον αφορά, πρώτον, την αιτίαση που αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/14, η Δημοκρατία της Πολωνίας ισχυρίζεται ότι ο νόμος περί σιδηροδρομικών μεταφορών τροποποιήθηκε κατά τη διάρκεια της προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασίας, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Επιτροπής.

68      Ειδικότερα, το άρθρο 33 του νόμου περί σιδηροδρομικών μεταφορών ορίζει ότι το βασικό τέλος για τη χρήση της σιδηροδρομικής υποδομής καθορίζεται λαμβανομένου υπόψη του κόστους που βαρύνει τον διαχειριστή λόγω των μετακινήσεων συρμών στις οποίες προέβη ο σιδηροδρομικός μεταφορέας.

69      Η Δημοκρατία της Πολωνίας αμφισβητεί, εξάλλου, την αιτίαση της Επιτροπής ότι, βάσει των διατάξεων της πολωνικής νομοθεσίας, το κόστος που συναρτάται άμεσα με την παροχή σιδηροδρομικής υπηρεσίας αντιστοιχεί στο συνολικό κόστος συντηρήσεως και εκμεταλλεύσεως.

70      Επιπλέον, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι είναι αβάσιμη η αιτίαση της Επιτροπής περί του ότι η έννοια του «κόστους που προκύπτει άμεσα ως αποτέλεσμα της εκτελέσεως των σιδηροδρομικών υπηρεσιών» παραπέμπει σ’ αυτήν του «οριακού κόστους». Αυτό το κράτος μέλος επισημαίνει συναφώς ότι, καθόσον η οδηγία 2001/14 δεν ορίζει την έννοια αυτή, τα κράτη μέλη είναι σε κάποιο βαθμό ελεύθερα να ορίσουν, τηρώντας τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας, τα συστατικά στοιχεία της και να συναγάγουν εξ αυτών το ποσό του τέλους προσβάσεως.

71      Όσον αφορά, δεύτερον, την αιτίαση που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/14, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε βάσει ποιων στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων που ισχύουν στην Πολωνία, διαπίστωσε ότι το κόστος που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του τέλους ελάχιστης προσβάσεως προσαυξανόταν με το ποσοστό αποδοτικότητας που διαλαμβάνεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/14.

72      Η Τσεχική Δημοκρατία διατείνεται, όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από πλημμελή μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/14, ότι ουδόλως προκύπτει από τη διάταξη αυτή ότι μόνον το οριακό κόστος μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «κόστος που προκύπτει άμεσα ως αποτέλεσμα της εκτελέσεως των σιδηροδρομικών υπηρεσιών». Κατά το εν λόγω κράτος μέλος, καθόσον ούτε η οδηγία αυτή ούτε κάποια άλλη διάταξη του δικαίου της Ένωσης προσδιορίζει τις δαπάνες που αντιστοιχούν στην έννοια αυτή, το μόνο καθοριστικό κριτήριο έγκειται στο αν μπορεί να αποδειχθεί άμεση συνάφεια με την εκμετάλλευση της σιδηροδρομικής υπηρεσίας.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

73      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/14, τα τέλη που εισπράττονται για τη δέσμη ελάχιστων παροχών και την τροχαία πρόσβαση σε εγκαταστάσεις υπηρεσιών πρέπει να είναι ίσα με το κόστος που συναρτάται άμεσα με την παροχή σιδηροδρομικών υπηρεσιών, με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 4 ή 5 του άρθρου 7 ή του άρθρου 8 της οδηγίας αυτής.

74      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η οδηγία 2001/14 ουδόλως περιέχει ορισμό της έννοιας του «κόστους που προκύπτει άμεσα ως αποτέλεσμα της εκτελέσεως των σιδηροδρομικών υπηρεσιών» και ότι καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν καθορίζει επακριβώς τις δαπάνες που εμπίπτουν (ή αυτές που δεν εμπίπτουν) στην έννοια αυτή.

75      Όσον αφορά, εξάλλου, έννοια των οικονομικών επιστημών της οποίας η εφαρμογή εγείρει σημαντικές πρακτικές δυσχέρειες, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 93 των προτάσεών του, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στην παρούσα κατάσταση του δικαίου της Ένωσης, τα κράτη μέλη διαθέτουν ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη και την εφαρμογή της έννοιας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο.

76      Ως εκ τούτου, εν προκειμένω πρέπει να διακριβωθεί αν βάσει της επίμαχης πολωνικής νομοθεσίας επιτρέπεται να περιλαμβάνονται στον υπολογισμό των τελών που εισπράττονται για τη δέσμη ελάχιστων παροχών και την τροχαία πρόσβαση στις σιδηροδρομικές υποδομές στοιχεία τα οποία προδήλως δεν συναρτώνται άμεσα με την παροχή σιδηροδρομικών υπηρεσιών.

77      Συναφώς, το άρθρο 33, παράγραφος 2, του νόμου περί σιδηροδρομικών μεταφορών προβλέπει ότι το βασικό τέλος χρήσεως σιδηροδρομικής υποδομής καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη το κόστος που βαρύνει τον διαχειριστή της και συναρτάται άμεσα με την παροχή σιδηροδρομικών υπηρεσιών.

78      Κατά την παράγραφο 4 του ως άνω άρθρου 33, το βασικό τέλος για την ελάχιστη πρόσβαση στη σιδηροδρομική υποδομή νοείται ως το γινόμενο των κινήσεων συρμών επί τους συντελεστές μονάδας που καθορίζονται αναλόγως της κατηγορίας της σιδηροδρομικής γραμμής και του είδους του συρμού, τούτο δε χωριστά για τη μεταφορά επιβατών και τη μεταφορά εμπορευμάτων. Κατά την παράγραφο 5 του ιδίου άρθρου, ο ενιαίος συντελεστής του βασικού τέλους για την ελάχιστη πρόσβαση στη σιδηροδρομική υποδομή καθορίζεται ανά συρμό και για χιλιόμετρο μετακινήσεως.

79      Ο τρόπος υπολογισμού του βασικού τέλους για την ελάχιστη πρόσβαση στη σιδηροδρομική υποδομή καθορίζεται με το άρθρο 6 της υπουργικής αποφάσεως του 2009.

80      Βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, της εν λόγω υπουργικής αποφάσεως διευκρινίζεται ότι ο διαχειριστής της σιδηροδρομικής υποδομής λαμβάνει υπόψη, κατά τον υπολογισμό των συντελεστών για την παραχώρηση της υποδομής, το άμεσο κόστος για την κάλυψη των δαπανών συντηρήσεως, διαχειρίσεως της σιδηροδρομικής κυκλοφορίας και αποσβέσεως. Η διάταξη αυτή προβλέπει εξάλλου ότι ο διαχειριστής λαμβάνει επίσης υπόψη το χρηματοοικονομικό κόστος της αποπληρωμής των δανείων που έχει συνάψει για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της υποδομής που παραχωρεί σε χρήση, το έμμεσο κόστος της δραστηριότητας που περιλαμβάνει τα εύλογα έξοδα του διαχειριστή πέραν των προμνημονευθέντων και το κόστος εργασίας για την εκμετάλλευση που καθορίζεται για τις διάφορες κατηγορίες γραμμών και συρμών.

81      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 99 των προτάσεών του, οι δαπάνες που σχετίζονται με τη σηματοδότηση, τη διαχείριση της κυκλοφορίας, τη συντήρηση και τις επισκευές εξαρτώνται, τουλάχιστον εν μέρει, από την πυκνότητα της κυκλοφορίας και, ως εκ τούτου, μπορεί να γίνει δεκτό ότι συναρτώνται άμεσα με την παροχή σιδηροδρομικής υπηρεσίας.

82      Επομένως, εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι, καθόσον περιλαμβάνουν πάγιες δαπάνες που βαρύνουν τον διαχειριστή αφότου διέθεσε στην κυκλοφορία κλάδο του σιδηροδρομικού δικτύου ακόμη και αν δεν υφίστανται κινήσεις συρμών, οι δαπάνες για τη συντήρηση ή για τη διαχείριση της κυκλοφορίας που διαλαμβάνονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της υπουργικής αποφάσεως μόνον εν μέρει συναρτώνται άμεσα με την παροχή σιδηροδρομικής υπηρεσίας.

83      Όσον αφορά το έμμεσο και το χρηματοοικονομικό κόστος που επίσης διαλαμβάνεται στην προμνημονευθείσα εθνική διάταξη, προδήλως επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ουδόλως συναρτώνται άμεσα με την παροχή σιδηροδρομικής υπηρεσίας.

84      Τέλος, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι αποσβέσεις συναρτώνται άμεσα με την παροχή σιδηροδρομικής υπηρεσίας, δεδομένου ότι δεν καθορίζονται βάσει της πραγματικής φθοράς της υποδομής λόγω της κυκλοφορίας, αλλά βάσει λογιστικών κανόνων.

85      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η υπουργική απόφαση του 2009 έχει ως αποτέλεσμα να λαμβάνονται υπόψη, προκειμένου να καθορισθεί το τέλος που εισπράττεται για τη δέσμη ελάχιστων παροχών και την τροχαία πρόσβαση στις υποδομές, δαπάνες που δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι συναρτώνται άμεσα με την παροχή σιδηροδρομικής υπηρεσίας.

86      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αιτίαση της Επιτροπής που αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/14 είναι βάσιμη.

87      Αντιθέτως, η αιτίαση της Επιτροπής που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/14, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

88      Συγκεκριμένα, η Δημοκρατία της Πολωνίας αμφισβητεί ότι έκανε χρήση της δυνατότητας που παρέχει η διάταξη αυτή και βάσει της οποίας επιτρέπεται η είσπραξη προσαυξήσεων των τελών προσβάσεως, ενώ η Επιτροπή δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι η αιτίασή της ήταν συναφώς βάσιμη.

89      Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η τέταρτη αιτίαση της Επιτροπής, καθόσον βάσει της πολωνικής νομοθεσίας επιτρέπεται να περιλαμβάνονται στον υπολογισμό των τελών που εισπράττονται για τη δέσμη ελάχιστων παροχών και την τροχαία πρόσβαση στις σιδηροδρομικές υποδομές δαπάνες που δεν μπορούν να θεωρηθούν άμεσα συναρτώμενες με την παροχή σιδηροδρομικών υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/14.

90      Ως εκ τούτου, πρέπει, αφενός, να διαπιστωθεί ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, παραλείποντας να λάβει μέτρα με σκοπό την ενθάρρυνση του διαχειριστή της σιδηροδρομικής υποδομής να μειώσει το κόστος παροχής της υποδομής και το ύψος των τελών προσβάσεως και επιτρέποντας να περιλαμβάνονται στον υπολογισμό των τελών που εισπράττονται για τη δέσμη ελάχιστων παροχών και την τροχαία πρόσβαση στις σιδηροδρομικές υποδομές δαπάνες που δεν μπορούν να θεωρηθούν άμεσα συναρτώμενες με την παροχή σιδηροδρομικών υπηρεσιών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει, αντιστοίχως, από τα άρθρα 6, παράγραφος 2, και 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/14 και, αφετέρου, να απορριφθεί η προσφυγή της Επιτροπής κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

91      Δυνάμει του άρθρου 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων έκαστος αυτών φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Το άρθρο 141, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει επίσης ότι ο παραιτούμενος διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον ο αντίδικος διατύπωσε σχετικό αίτημα με τις παρατηρήσεις του επί της παραιτήσεως.

92      Εν προκειμένω, η μεν Επιτροπή παραιτήθηκε από την πρώτη αιτίαση που προέβαλε προς στήριξη της προσφυγής της, η δε Δημοκρατία της Πολωνίας ζήτησε να καταδικασθεί η Επιτροπή στα σχετικά με την αιτίαση αυτή δικαστικά έξοδα.

93      Εντούτοις, δεδομένου ότι τόσο η Επιτροπή όσο και η Δημοκρατία της Πολωνίας ηττήθηκαν εν μέρει, πρέπει να αποφασισθεί ότι καθεμία πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

94      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 140, παράγραφος 1, του ίδιου αυτού κανονισμού, κατά το οποίο τα κράτη μέλη που έχουν παρέμβει στη δίκη φέρουν τα έξοδά τους, η Τσεχική Δημοκρατία και η Ιταλική Δημοκρατία φέρουν τα έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Η Δημοκρατία της Πολωνίας, παραλείποντας να λάβει μέτρα με σκοπό την ενθάρρυνση του διαχειριστή της σιδηροδρομικής υποδομής να μειώσει το κόστος παροχής της υποδομής και το ύψος των τελών προσβάσεως και επιτρέποντας να περιλαμβάνονται στον υπολογισμό των τελών που εισπράττονται για τη δέσμη ελάχιστων παροχών και την τροχαία πρόσβαση στις σιδηροδρομικές υποδομές δαπάνες που δεν μπορούν να θεωρηθούν άμεσα συναρτώμενες με την παροχή σιδηροδρομικών υπηρεσιών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει, αντιστοίχως, από τα άρθρα 6, παράγραφος 2, και 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής, καθώς και με την πιστοποίηση ασφαλείας, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Δημοκρατία της Πολωνίας, η Τσεχική Δημοκρατία και η Ιταλική Δημοκρατία φέρουν εκάστη τα έξοδά της.

(υπογραφές)


*Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.